Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022

Srdan Golubović: «Στη Σερβία έχουμε χάσει εντελώς την αλληλεγγύη»

 


Αιχμηρό σχόλιο για μια κοινωνία ρημαγμένη, το βραβευμένο road movie του Σέρβου σκηνοθέτη Srdan Golubović, Πατέρας, αφηγείται τη σισύφεια προσπάθεια του φτωχού εργάτη Νίκολα να ξανακερδίσει τα παιδιά- και την αξιοπρέπειά του.

Συζητώντας με τον σκηνοθέτη με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας του από τις 31 Μαρτίου.

Παρακολουθώντας τις προάλλες εκ νέου την Παγίδα με πρωταγωνιστή τον Nebojša Glogovac συνειδητοποίησα πόσο μου λείπει ως ηθοποιός και πόσο θα ήθελα να τον έβλεπα και στον Πατέρα, την πιο πρόσφατη ταινία σου...

Το σενάριο ήταν γραμμένο γι’ αυτόν. Διαγνώστηκε με καρκίνο περίπου ενάμιση μήνα πριν την έναρξη των γυρισμάτων. Σε λιγότερο από έναν μήνα πέθανε.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, όταν η κινηματογραφική παραγωγή στη Σερβία δεν ήταν τόσο ισχυρή, ήταν ο πιο γνωστός θεατρικός ηθοποιός. Μεγάλος σταρ!

Ταυτόχρονα, υπήρξε και ο πιο σημαντικός ηθοποιός στο σινεμά εκείνης της περιόδου.

Και ο Goran Bogdan, ο πρωταγωνιστής του Πατέρα, είναι σπουδαίος ηθοποιός, και σε καμία περίπτωση ένας απλώς αντικαταστάτης του Nebojša. Πώς άλλαξε η δυναμική της σεναριογραφίας με την αλλαγή του πρωταγωνιστή;

Μετά τον θάνατο του Nebojša ζήτησα από τους παραγωγούς ν’ αναβάλουν τα γυρίσματα για έξι μήνες, γιατί δεν ένιωθα ότι μπορούσα να γυρίσω την ταινία με άλλον ηθοποιό.

Έκανα, λοιπόν, casting εξ αρχής. Η πρώτη αλλαγή αφορούσε στην ηλικία του πρωταγωνιστή: από 47άρης έγινε 38άρης-39άρης.

Ήρθε κι ο Goran για το casting, ήδη γνωστός στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Έχει παίξει στο Fargo, καθώς και σε τηλεοπτικές σειρές. Βάσει του σεναρίου έπρεπε να είναι δεκαπέντε κιλά ελαφρύτερος. Έχασε δεκαπέντε κιλά!

Το αστείο είναι ότι και οι δύο κατάγονται από την Ερζεγοβίνη: ο Nebojša από το σερβοβοσνιακό κομμάτι κι ο Goran από το κροατοβοσνιακό.

Αλλά η νοοτροπία τους είναι η ίδια. Στην Ερζεγοβίνη, τόπο ορεινό και ανεμοδαρμένο, οι άνθρωποι δε μιλάνε πολύ. Ο Goran είναι σιωπηλός ηθοποιός, κι αυτό μ’ αρέσει πιο πολύ.

Οπότε αυτές οι χαρακτηρολογικές ποιότητες των ανθρώπων που κατάγονται από την Ερζεγοβίνη αντικατοπτρίζονται στον χαρακτήρα του Νίκολα.

Η δημιουργία ενός φιλμ είναι πάντα κάτι πολύ προσωπικό.

Η οικογένειά μου είναι μαυροβουνιακής καταγωγής, και οι Μαυροβούνιοι μοιάζουν πολύ με τους ανθρώπους από την Ερζεγοβίνη. Κρύβουν τα συναισθήματά τους, γιατί το να τα εκφράζουν δε θεωρείται κοινωνικά καλό.

Το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπιζε και ο πρωταγωνιστής της Παγίδας: δεν μπορούσε να μοιραστεί τα συναισθήματά του, ακόμα και με την σύζυγό του.

Με τον Νίκολα του Πατέρα η κατάσταση είναι διαφορετική, καθώς πρόκειται για έναν άνθρωπο τον οποίο η κοινωνία έχει απορρίψει.



Είναι κάποιος που συνδέεται στενά με τα ζώα και τη φύση, αλλά φοβάται τους ανθρώπους, γι’ αυτό και προσπαθεί να μην επικοινωνεί πολύ μ’ αυτούς.

Γι’ αυτό και κινείται με τον τρόπο του, με τα πόδια, κι όχι με λεωφορείο ή τρένο. Πιστεύει μονάχα στον εαυτό του. Όχι στην αλληλεγγύη μεταξύ των εργατών ή τον Θεό.

Από τα εργατικά σωματεία μέχρι τον Θεό ποτέ δεν τον προστάτεψε κανένας. Είναι ένας σεμνός άνθρωπος, δεν επιδιώκει να αποσπάσει την προσοχή, και δεν ξέρει πώς ν’ αντιδράσει όταν αυτό συμβαίνει.

Δε χειραγωγεί, ούτε επιθυμεί να καταστεί χειραγωγήσιμος.

Ζούμε σε μια εποχή χειραγώγησης. Μερικές φορές ακόμα και φτωχοί άνθρωποι προβαίνουν σε χειραγώγηση μέσω της φτώχειας τους. Ο Νίκολα δεν είναι τέτοιος.

Έχει αξιοπρέπεια και αποφασιστικότητα, αλλά δεν επιθυμεί καθόλου να εργαλειοποιήσει την κατάστασή του, ώστε να κερδίσει αυτό που δικαιωματικά του αξίζει: το να είναι πατέρας.

Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό που λες περί αξιοπρέπειας. Μέσω του προσωπικού ταξιδιού του ξανακερδίζει την αξιοπρέπειά του που δεν είχε χάσει, αλλά ξεχάσει.

Στο τέλος του φιλμ μάχεται για κάτι που κατείχε στο παρελθόν, μάχεται για να ξαναβρεί την οικογένειά του. Αυτό του αρκεί.

Στην αρχή της ταινίας, αντιθέτως, δε συνειδητοποιεί τι είναι σημαντικό στη ζωή του. Η αυτοπυρπόληση της συζύγου του λειτουργεί ως αφύπνιση, γιατί δε ζούσε πραγματικά, αλλά σαν σε όνειρο, ζούσε σε μια «φούσκα» φτώχειας.

Μιας και η κοινωνική και πολιτικο-οικονομική κατάσταση στη Σερβία δεν έχει αλλάξει από την προηγούμενή μας επικοινωνία, πόσο κοντά σε ή πόσο μακριά από μια «Αραβική Άνοιξη» σερβικού τύπου βρισκόμαστε;

Σε Σερβία και Ελλάδα ζούμε σε παρόμοιες πραγματικότητες.

Με την πράξη της αυτοπυρπόλησης ήθελα να δημιουργήσω μια σκηνή από αρχαιοελληνική τραγωδία. Το σημαντικό ήταν ότι οι εργάτες στο εργοστάσιο που ακούν την γυναίκα δεν αντιδρούν.

Αυτή είναι η εικόνα του νέου καπιταλισμού: έχουν χάσει την αξιοπρέπειά τους εντελώς, δεν μπορούν καν να πουν «σταμάτα!», γιατί φοβούνται μήπως χάσουν τη δουλειά τους.



Αυτή είναι και η εικόνα της σύγχρονης Σερβίας: έχουμε χάσει εντελώς την αλληλεγγύη. Η κατάσταση επιδεινώνεται όλο και πιο πολύ. Έχουμε ολοένα και περισσότερο υπερβολικά πλούσιους ανθρώπους, και ολοένα και περισσότερους πολύ φτωχούς.

Η ταξική ανισότητα είναι κάτι καινούριο στη Σερβία. Στην πρώην Γιουγκοσλαβία δεν είχαμε τάξεις. Είχαμε πολιτικούς, κι αυτοί δε διέθεταν πολύ περισσότερα χρήματα από άλλους. Κατείχαν προνόμια. Επί Μιλόσεβιτς συνέβαινε κάτι ενδιάμεσο.

Από τις αρχές του καινούριου αιώνα ξεκινήσαμε να έχουμε μια αληθινά καπιταλιστική κοινωνία. Ιδίως στην εποχή του νυν Προέδρου Βούτσιτς και της παρέας του οι διαφορές γίνονται όλο και εντονότερες.

Όταν κυβερνούσε ο Μιλόσεβιτς, διαδηλώναμε εναντίον του και εναντίον της πολιτικής του, εναντίον του πολέμου, εναντίον της φτώχειας. Τώρα δεν έχουμε για ποιο πράγμα να διαδηλώσουμε, γατί όλα έχουν πουληθεί.

Είμαστε πολύ ληθαργικοί και δεν έχουμε τη δύναμη να παλέψουμε πια.

Στιλιστικά, ο Πατέρας θυμίζει ανεξάρτητο βορειοαμερικανικό road movie. Τι σε ελκύει σ’ αυτή την κινηματογραφική παράδοση;

Μου αρέσουν πολύ οι ταινίες δρόμου.

Μια από τις αγαπημένες μου είναι η Αλίκη στις πόλεις, του Βιμ Βέντερς.

Η αγαπημένη μου του Βέντερς!

Ο Πατέρας βασίζεται σε πραγματική ιστορία.

Όταν, λοιπόν, μίλησα με τον άνθρωπο που βρισκόταν έξω από το υπουργείο, συνειδητοποίησα πως ήθελα να κάνω ένα βαλκανικό/σερβικό road movie.

Η Αλίκη... συνδέεται πιο πολύ μ’ αυτό, καθώς πρόκειται για ένα ταξίδι στην αγροτική ενδοχώρα των Η.Π.Α. Όσο για τη Σερβία, πρόθεσή μου ήταν ο Νίκολα να διασχίζει μια όμορφη, αλλά κατεστραμμένη χώρα.

Τότε, θυμήθηκα ότι είχα διαβάσει το ημερολόγιο του Βέρνερ Χέρτσογκ, Of walking in ice.

Όταν έμαθε πως η φίλη του, κριτικός κινηματογράφου, Λότε Άισνερ πέθαινε, ο Χέρτσογκ αποφάσισε να περπατήσει από το Μόναχο στο Παρίσι επί τρεις εβδομάδες.

Πίστευε πως αν πραγματοποιούσε αυτή τη θυσία, θα ανέβαλε τον θάνατό της. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, η Άισνερ έζησε εννιά ακόμα χρόνια!



Άρα, κατά κάποιον τρόπο, απέδωσε η θυσία του.

Αυτό συμβαίνει και με τον Νίκολα: δε θεωρεί ότι θα πετύχει κάτι με την πράξη του, αλλά αν δεν το πιστεύει, σίγουρα δε θα κάνει τίποτα.

Το ίδιο ισχύει και με τις ταινίες. Δεν είμαι σίγουρος πως μπορούμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο μ’ αυτές. Αν, όμως, σταματήσω να το πιστεύω, θα σταματήσω να κάνω ταινίες.

Πρέπει να πιστεύουμε ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι, να προκαλέσουμε έστω μερικούς ανθρώπους. Αν κάνεις κάτι που δεν προκαλεί κανέναν, τότε ποιος νοιάζεται;

Επιστρέφοντας, πάντως, στην προηγούμενη ερώτησή σου, η μεγαλύτερή μου έμπνευση ήταν το Γιουγκοσλαβικό Μαύρο Κύμα και σκηνοθέτες όπως ο καλός μου φίλος Μakavejev, ο Žilnik, ιδίως όμως ο Živojin Pavlović, που υπήρξε καθηγητής μου.

Νιώθεις πως είσαι καλός πατέρας;

Είναι πάντα μια ανοιχτή ερώτηση, ποτέ δεν ξέρεις! Πρέπει να είσαι καλός πατέρας καθημερινά. Προσπαθώ να είμαι. Το να είσαι γονιός είναι μεγάλη ευθύνη. Το σημαντικό, όμως, είναι ο τρόπος που συμπεριφέρεσαι.

Μπορείς να λες στα παιδιά σου το οτιδήποτε, αλλά θα βλέπουν τι κάνεις. Αυτό έχω μάθει από τον γιο μου.

Και τα φιλμ είναι σαν τα παιδιά: πρέπει να τα υποστηρίζεις, αλλά έχουν τη ζωή τους.

Ευχαριστώ θερμά τον σκηνοθέτη για την παραχώρηση της κεντρικής φωτογραφίας.

Η ταινία του Srdan Golubović Πατέρας προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 31 Μαρτίου σε διανομή της AMA Films.



Σάββατο 26 Μαρτίου 2022

Μαρτίν Κόαν: «Με ενδιαφέρει έντονα η σχέση μεταξύ λογοτεχνίας και πολιτικής»

 


Εκτυλισσόμενο στον «απόηχο» της φθίνουσας χούντας του Βιδέλα, το μυθιστόρημα του Αργεντίνου συγγραφέα, κριτικού λογοτεχνίας και διανοούμενου Μαρτίν Κόαν, Ηθικές επιστήμες, έχει στον πυρήνα του την αμφισβήτηση των δομών εξουσίας.

Έχοντας αποσπάσει το σημαντικό βραβείο Herralde, κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κίχλη. Μια συνομιλία με τον συγγραφέα.

Το βραβευμένο μυθιστόρημά σου Ηθικές επιστήμες εκτυλίσσεται σε ένα σχολείο της ελίτ στο Μπουένος Άιρες με «φόντο» τη φθίνουσα στρατιωτική δικτατορία του Βιδέλα.

Η ίδια η χούντα, ωστόσο, περισσότερο γίνεται αισθητή/»αντηχεί» παρά περιγράφεται. Γιατί;

Επειδή με ενδιαφέρει έντονα η σχέση μεταξύ λογοτεχνίας και πολιτικής, αλλά όχι για μερικά από τα πιο κοινά θέματα:

Την εξήγηση, την ευθεία αναφορά, το σύνθημα ή το μήνυμα, τον ρεαλισμό, τον άμεσο συμβολισμό. Ούτε την αλληγορία, η οποία επίσης καταλήγει να είναι μηχανική.

Με ενδιαφέρουν ακόμη περισσότερο οι δυνατότητες αυτού που αντηχεί, υπονοεί, υπαινίσσεται, κοιτάζει: η ηχώ ενός ήχου, χωρίς τον ήχο.

Νομίζω ότι βιβλίο σου κυρίως αμφισβητεί την ηθική των δομών εξουσίας -είτε «δημοκρατικών» είτε ανοιχτά απολυταρχικών- και τη νομιμοποίησή τους- ή πιθανόν τη βαθιά ανηθικότητά τους που «μεταμφιέζεται» σε ηθική.

Είναι αυτός όντως ο πυρήνας της αφηγηματικής σου αναζήτησης;

Ακριβώς. Αυτό που τίθεται πραγματικά υπό αμφισβήτηση είναι αυτή η ισχυρή ηθική προϋπόθεση: τού να αναθέτει κάποιος στον εαυτό του τη βεβαιότητα του καλού, να είναι πάντα το αντίθετο του κακού.

Δε λειτουργώ κυνικά ή σχετικιστικά. Πρόκειται για κάτι άλλο: να διερευνήσουμε σε ποιον βαθμό το να αποδίδει κάποιος στον εαυτό του την πληρότητα του καλού δεν είναι παρά ένας μηχανισμός του κακού, των εκτροπών, της αναξιοπρέπειας.

Διότι οι παρεκτροπές και η αναξιοπρέπεια συντηρούνται συχνά μέσα από έναν ηθικό λόγο, και όχι λόγω υποκρισίας. Διεκδικούν την απόλυτη δύναμη του καλού και εκεί ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα.

Ασχολείσαι επίσης με την καταπιεσμένη ή οριακά εκδηλωνόμενη σεξουαλική επιθυμία και τις φαντασιώσεις, καθώς και κακοποιητικές σεξουαλικές συμπεριφορές, κυρίως μέσω της αποτύπωσης της πρωταγωνίστριας Μαρίτα. 

Πόσο απαιτητική υπήρξε η ταύτιση με έναν γυναικείο χαρακτήρα;

Θα σου έλεγα ότι σε εκείνες τις σκηνές υπάρχουν πραγματικά δύο χαρακτήρες, περισσότεροι από ένας: η Μαρίτα και το σώμα της- γιατί στο σώμα της συμβαίνουν πράγματα που η ίδια δε γνωρίζει ή δεν παρατηρεί.

Είναι ένα γυναικείο σώμα, πράγματι, και πρόκειται για γυναικεία υποκειμενικότητα. Υπάρχει, λοιπόν, μια ιδιαιτερότητα στις μορφές της επιθυμίας και του φόβου.

Δε μου αρέσει, γενικά, να γράφω με αφετηρία τον εαυτό μου.

Οι Ηθικές Επιστήμες μού επέτρεψαν να κάνω αυτό που πραγματικά με ενδιαφέρει: να γράψω για άλλες υποκειμενικότητες, για άλλες εμπειρίες, διαφορετικές από τις δικές μου, ξένες σε μένα.

Η γλώσσα της αφήγησης είναι κλινική, πειθαρχημένη, ωμή, στείρα και αυστηρή όσο είναι και το ίδιο το περιβάλλον- και ταυτόχρονα εξαιρετικά ακριβής, ίσως και χιουμοριστική, με σαρδόνιο τρόπο, θυμίζοντάς μου ενίοτε την Ελφρίντε Γιέλινεκ.

Θα μπορούσες να μου αναλύσεις τη σπουδαιότητα του συγγραφικού στιλ σε σχέση με το θέμα του μυθιστορήματος;

Αυτό που ονομάζουμε «θέμα» ορίζεται μόνο στη μορφή ή από τη φόρμα. Έτσι, η ατμόσφαιρα του εγκλεισμού και της πειθαρχικής αυστηρότητας που ήθελα να έχει το μυθιστόρημα λειτουργούσε πρώτα και κύρια στο επίπεδο της γλώσσας.

Σαν να ήταν ο σχολικός κανονισμός που αφηγείται το μυθιστόρημα: οι τόνοι και το λεκτικό μητρώο των κανονισμών.

Η γλώσσα υποστηρίζει τον περιορισμό και την υπερχείλιση ταυτόχρονα, όπως ακριβώς συμβαίνει στο μυθιστόρημα: υπάρχουν κανόνες που εφαρμόζονται με αυστηρότητα και αυτό που τους κάνει να «ξεχειλίζουν».

Ευχαριστώ για τη συσχέτιση με την Γιέλινεκ, με κολακεύει. Νομίζω πως σε ό,τι αφορά αυτό όλοι προερχόμαστε από τον Κάφκα.

Φημολογείται πως προτιμάς να γράφεις στο χέρι σε μπαρ και cafés. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι ευχάριστα αναχρονιστικό στις μέρες μας. Εξακολουθεί να συμβαίνει;

Είναι απλώς γούστα. Μου αρέσει να κάθομαι στα cafés. Όχι μόνο για να γράφω, αλλά και για να βρίσκομαι. Στα cafés διαβάζω, ετοιμάζω μαθήματα, συναντιέμαι για κουβέντα, περνάω την ώρα μου.

Η συγγραφή είναι μόνο ένα από τα πολλά πράγματα που κάνω εκεί.

Όσο για τη συγγραφή, είναι και θέμα καθαρής απόλαυσης: απολαμβάνω τη γραμμή, τον σχεδιασμό των γραμμάτων, απολαμβάνω την υφή, το χαρτί και το μελάνι. Μερικές φορές νιώθω τη σωματική επιθυμία να γράψω. Και δεν έχω τίποτα να γράψω!

Το μυθιστόρημά σου διασκευάστηκε για τη μεγάλη οθόνη λίγα χρόνια μετά την κυκλοφορία του (Το αόρατο βλέμμα).

Αισθάνεσαι πως η ταινία κατάφερε να αποκαλύψει περαιτέρω διαστάσεις που δεν είχαν κατ’ ανάγκη αναπτυχθεί στο βιβλίο σου;

Είναι διαφορετικά υποστηρίγματα και έχουν διαφορετικές δυνατότητες.

Το καλύτερο πράγμα που μπορεί να συμβεί με μια κινηματογραφική μεταφορά ενός βιβλίου είναι ότι μας κάνει να ξεχνάμε, όσο το δυνατόν περισσότερο, το βιβλίο από το οποίο προήλθε.

Ή τουλάχιστον να μην παρακολουθήσουμε την ταινία κάτω από μια μηχανή ανίχνευσης ομοιοτήτων και διαφορών.

Ο Ντιέγκο Λέρμαν, ο σκηνοθέτης του Αόρατου βλέμματος, το έκανε μαζί μου, παρόλο που εγώ είμαι αυτός που έγραψε το βιβλίο.

Σε σχέση με αυτό που ρωτάς, θα υπογράμμιζα δύο πράγματα:

Στον χαρακτήρα του Μπιασούττο, τον οποίο υποδύεται ο Osmar Núñez, τη φωνή, την αυθεντία της φωνής, τον αξιοθαύμαστο συνδυασμό αυτής της εξουσίας με μια έκφραση ψευδούς τρυφερότητας.

Στον χαρακτήρα της Μαρίτα, την οποία υποδύεται η Julieta Zylberberg, τον εκπληκτικό τρόπο της να ανακτά το σώμα της.

Τα πλεονεκτήματα του Λέρμαν, του Núñez, της Zylberberg οδήγησαν αυτό που είχα κάνει με τις λέξεις σε ένα επίπεδο που οι λέξεις δε φτάνουν.

Η αργεντίνικη λογοτεχνική παραγωγή μοιάζει να ξεχειλίζει από ζωτικότητα. Ταυτίζεσαι μ’ αυτή ή με την ακόμα πιο ποικιλόμορφη λατινοαμερικανική λογοτεχνία; Και αν ναι, με ποια έννοια;

Παρακολουθώ πολύ προσεκτικά όσα εμφανίζονται στην τρέχουσα λογοτεχνία της Αργεντινής.

Παίρνω, όμως, τις προφυλάξεις μου σχετικά με μια ορισμένη αργεντίνικη τάση προς την αυτάρκεια που συνίσταται στο να μην υπερβαίνει κάποιος τη δική του εμπειρία.

Ή να το κάνει, αλλά όχι με έναν λατινοαμερικάνικο τόνο- η φαντασίωση τού να υποθέτεις ένα είδος ευρωπαϊκής αποστασιοποίησης κι όχι μιας λατινοαμερικανικής χώρας μεταξύ άλλων.

Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια διαβάζω τη λογοτεχνία των Mario Bellatin, Fernando Vallejo, Amir Ahmed, Roberto Bolaño, Mario Levrero, Diamela Eltit και Tomas González.

Και πιο πρόσφατα, εκείνη των Alejandro Zambra, Alejandra Costamagna, Lina Meruane, Andrea Jeftanovic, Nona Fernández και πολλών άλλων που αδίκως παραλείπω.

Έχουν περάσει 46 χρόνια από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας και σχεδόν 39 από την κατάρρευσή της. Ποιο, κατά τη γνώμη σου, είναι το αποτύπωμα αυτής της περιόδου στην αργεντίνικη κοινωνία, ακόμα και σήμερα;

Με την επιστροφή στη δημοκρατία επιτεύχθηκε στην κοινωνία της Αργεντινής μια δραστική τομή με τα χρόνια της κρατικής τρομοκρατίας, κάτω από ένα σύνθημα που φαίνεται να συνοψίζει πολύ καλά αυτή τη στιγμή: «Ποτέ ξανά».

Η δίκη της στρατιωτικής χούντας το 1985, ένα εξαιρετικό γεγονός μεταξύ των χωρών που υπέστησαν στρατιωτικές δικτατορίες, σφράγισε αυτή τη διάταξη: μνήμη, αλήθεια και δικαιοσύνη.

Τα επόμενα χρόνια υπήρξαν πρόοδοι και οπισθοδρομήσεις στο συγκεκριμένο θέμα, αλλά αυτό το αρχικό σημάδι είναι κάτι παραπάνω από σημαντικό.

Λιγότερο ξεκάθαρο ή πιο δύσκολο και πιο απογοητευτικό ήταν να ορίσεις τι είδους δημοκρατία θέλεις να έχεις: με ποιον βαθμό κοινωνικής δικαιοσύνης σε σχέση με ορισμένους πυρήνες εξουσίας που σίγουρα έχουν παραμείνει άθικτοι.

Ευχαριστώ θερμά την Ainhoa Mínguez (Schavelzon Graham Agencia Literaria) για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα του Μαρτίν Κόαν Ηθικές επιστήμες κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κίχλη σε μετάφραση-σημειώσεις της Έφης Γιαννοπούλου.



Τετάρτη 23 Μαρτίου 2022

Blerta Basholli: «Υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν στις πατριαρχικές κοινωνίες μας»

 

Blerta Basholli (Φωτογραφία: Artan Korenica)

7 χρόνια μετά τον τερματισμό του πολέμου, ο σύζυγος της Κοσοβάρας Fahrije παραμένει αγνοούμενος. Αψηφώντας τις κοινωνικές νόρμες, η Fahrije στήνει μια μικρή επιχείρηση με άλλες χήρες, προκειμένου να ζήσει την οικογένειά της.

Eμπνευσμένο από την αληθινή ιστορία της Fahrije Hoti, το πολυβραβευμένο σκηνοθετικό ντεμπούτο της Κοσοβάρας Blerta Basholli Η βασίλισσα της κυψέλης προβάλλεται στα σινεμά από τις 24 Μαρτίου. Μια κουβέντα με την σκηνοθέτρια.

Πώς και το βραβευμένο σε Σάντανς, Θεσσαλονίκη και πληθώρα διεθνών φεστιβάλ μεγάλου μήκους σκηνοθετικό σου ντεμπούτο Η βασίλισσα της κυψέλης είναι ταινία μυθοπλασίας και όχι ντοκιμαντέρ;

Έχουν ήδη γυριστεί ντοκιμαντέρ σχετικά με την Fahrije Hoti.

Επιπλέον, η μυθοπλασία μ’ ενδιαφέρει περισσότερο, και ήθελα να κάνω μια ταινία που θα απέπνεε την αίσθηση του ντοκιμαντέρ.

Ποια στοιχεία από τη ζωή της Fahrije σε ενέπνευσαν να μετασχηματίσεις την εμπειρία ζωής της σε μυθοπλασία;

Αρχικά ήταν το γεγονός πως την άκουσα σε ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ να λέει ότι απέκτησε άδεια οδήγησης και άρχισε να εργάζεται, ενώ η κοινωνία την αντιμετώπιζε με προκατάληψη.

Το γεγονός αυτό μου προκάλεσε θλίψη, αλλά το βρήκα και παράξενο. Αναρωτήθηκα, μάλιστα, πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο, σε μια περίοδο που σπούδαζα στις Η.Π.Α. προσπαθώντας να τα καταφέρω.

Πήγα, λοιπόν, στο χωριό της και απλώς της μίλησα. Κατά τη συνάντησή μας, η προσωπικότητά της με εντυπωσίασε, και θέλησα να βάλω έναν τόσο δυνατό γυναικείο χαρακτήρα στην οθόνη.

Μας λείπουν οι γυναικείοι χαρακτήρες στην οθόνη, και ταυτόχρονα με ενέπνευσε.

Ακόμα κι αν δεν αποδεχόταν την πραγματοποίηση ενός φιλμ για τη ζωή της, ήθελα να την ενθαρρύνω και να την συγχαρώ, αλλά κατέληξα να ενθαρρυνθώ εγώ, γιατί είναι τόσο παθιασμένος και ονειροπόλος άνθρωπος, αν και μόλις απόφοιτη δημοτικού.



Δουλέψατε μαζί της ή μαζί με την επίσης σπουδαία πρωταγωνίστριά σου, Yllka Gashi, για την αποτύπωση του χαρακτήρα της;

Πρωτοσυνάντησα την Fahrije κάπου 11 χρόνια πριν μαζί με την πρωταγωνίστρια. Συζητήσαμε πιο πολύ για την ιστορία της, κι όχι τόσο για τον χαρακτήρα της ή για το σενάριο. Αμέσως αποδέχτηκε τη δημιουργία του φιλμ.

Κατόπιν, την ξαναεπισκεφτήκαμε εγώ και ο παραγωγός, ενώ η Yllka την συνάντησε μόνη της άλλη μια φορά πριν την έναρξη των γυρισμάτων, για να εμβαθύνει στον χαρακτήρα της.

Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων δεν ξαναβρεθήκαμε.

Στις πρόβες συζητήσαμε πιο πολύ πώς είναι πάντα να σου λείπει κάποιος, όπως στην περίπτωση της Fahrije ο σύζυγός της.

Θέλαμε να δουλέψουμε πάνω στα άγχη του χαρακτήρα. Όχι να της καλλιεργήσουμε υψηλές προσδοκίες κι έπειτα να την απογοητεύσουμε, αλλά να κατανοήσει τον τρόπο που λειτουργεί η διαδικασία δημιουργίας μιας ταινίας μυθοπλασίας. Την κατάλαβε.

Ευτυχώς, της άρεσε το φιλμ, κι αυτό ήταν σημαντικό για μένα! Όπως επίσης και το να παραμείνει μαζί μας μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων. Δεν ήθελα να την πληγώσω.

Πόσα έχουν αλλάξει στην κοσοβάρικη κοινωνία από την περίοδο που η Fahrije ξεκίνησε την επιχειρηματική της δραστηριότητα; Παραμένουν οι γυναίκες καταπιεσμένες και περιθωριοποιημένες;

Δεν έχω κάνει κάποια ιδιαίτερη έρευνα, αλλά ζώντας εδώ διαπιστώνω ότι πολλά έχουν αλλάξει. Έχουμε και γυναίκα Πρόεδρο της Δημοκρατίας τώρα. Την εκτιμώ πολύ, είναι ευφυής πολιτικός και η πιο δημοφιλής από άποψη ψήφων.

Υπάρχουν, όμως, κι άλλες γυναίκες πολιτικοί, επιχειρηματίες και σκηνοθέτριες που εμφανίζονται στο προσκήνιο και λειτουργούν ως πρότυπα για τις νεαρές κοπέλες και τις γυναίκες.

Η Fahrije συνέβαλε στο να αλλάξει η νοοτροπία στο χωριό της. Ταυτόχρονα, υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν στις πατριαρχικές κοινωνίες μας, προκειμένου να επιτευχθεί η ισότητα. Το ίδιο ισχύει παντού.

Ακούγοντας το τι υφίστανται οι γυναίκες στο Χόλιγουντ μέσα από την ανάδυση του κινήματος #MeToo σοκαριστήκαμε. Αν αυτά συμβαίνουν εκεί, τι θα περίμενες να συμβαίνει σε μια μικρή χώρα όπως το Κόσοβο;



Ακόμα πιο αισιόδοξη και ενθαρρυντική προβάλλει η αναγέννηση του κοσοβάρικου σινεμά τα τελευταία χρόνια, με τις γυναίκες σκηνοθέτριες στο «πηδάλιο». Πώς ερμηνεύεις αυτό το γεγονός;

Συνέβη με φυσικό τρόπο, όχι γιατί κάποιο άτομο σχεδίασε μια στρατηγική.

Υπάρχουν πολλές γυναίκες σκηνοθέτριες που γυρίζουν τόσες σπουδαίες ταινίες με τόσο χαμηλό προϋπολογισμό και κερδίζουν βραβεία διεθνώς. Αυτό με εμπνέει και με κάνει περήφανη, όπως εμπνέει και όλους τους υπόλοιπους.

Ελπίζω κι η πολιτεία να το καταλάβει περισσότερο και να επενδύσουν στον κινηματογράφο, γιατί αυτά τα φιλμ προσελκύουν την προσοχή στη χώρα- κι είναι ακριβώς οι γυναίκες που το πετυχαίνουν.

Διδάσκω στο πανεπιστήμιο, και υπάρχουν πολλές νεαρές γυναίκες που σπουδάζουν κινηματογράφο, γεγονός που τις ενθαρρύνει να δημιουργήσουν ταινίες κι όχι μόνο να γίνουν δασκάλες ή να ασχοληθούν με ό,τι άλλο θεωρείται κατάλληλο.

Η πανδημία θα ανέκοψε αυτή την εξελικτική πορεία.

Η καλλιτεχνική κοινότητα υπέφερε πιο πολύ από κάθε άλλον. Μόλις σταμάτησαν οι παραγωγές, σκηνοθέτες και ηθοποιοί έμειναν χωρίς οικονομικούς πόρους, καθώς οι περισσότεροι -συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μου- εργάζονται ως freelancers.

Το κράτος θα πρέπει να στραφεί στη χρηματοδότηση των κινηματογραφικών πρότζεκτ.

Μέχρι τώρα δουλεύαμε για λίγα λεφτά με ενθουσιασμό και αγάπη, αλλά οι εργαζόμενοι στο πεδίο μπορούν να πειστούν να το κάνουν μια-δυο φορές. Γι’ αυτό και τώρα προσανατολίζονται στις σειρές ή τα διαφημιστικά.

Έχουμε τη δυνατότητα, απλώς χρειαζόμαστε περισσότερες κρατικές επενδύσεις.



Η Βασίλισσα της κυψέλης εξασφάλισε εγκαίρως ελληνική διανομή, γεγονός ασυνήθιστο για αλβανική/αλβανόφωνη/κοσοβάρικη συμπαραγωγή. Πώς νιώθεις γι’ αυτό;

Μου φαίνεται φυσικό, αν και δεν ήταν πάντα έτσι, να διανέμονται στη μία χώρα τα φιλμ της άλλης, γιατί ξέρουμε περισσότερα για το βορειοαμερικανικό και για το γερμανικό σινεμά παρά για το ελληνικό ή το κοσοβάρικο.

Πέραν του ότι συνδέομαι φιλικά με ανθρώπους από την Ελλάδα, είναι σημαντικό να διανέμονται ταινίες από γειτονικές χώρες γιατί μαθαίνουμε ο ένας από την άλλη. Είναι φυσικό να προχωρούμε σε βαλκανικές συμπαραγωγές.

Τα Βαλκάνια ανέκαθεν υπήρξαν μια ταραγμένη περιοχή. Πώς οραματίζεσαι το μέλλον τους, και αναφορικά με τις σχέσεις ανάμεσα σε Κόσοβο και Σερβία;

Είναι γελοίο που μισούμε ο ένας την άλλη σ’ αυτόν τον αιώνα. Δεν έχουμε άλλον τρόπο από το να αποδεχτούμε η μία τον άλλο, ακόμα και πολιτικά ή πολιτισμικά.

Στο κινηματογραφικό πεδίο, νομίζω ότι οι βαλκανικές χώρες πρέπει να ανοίξουν -και θα ανοίξουν- περισσότερο σε συμπαραγωγές.

Τελικά, είμαστε όλοι άνθρωποι που αγωνίζονται για τα ίδια πράγματα στη ζωή στον πλανήτη, τον οποίο με αργούς ρυθμούς καταστρέφουμε. Έχουμε ν’ ασχοληθούμε με σημαντικότερα ζητήματα από τις πολιτικές και πολιτισμικές διαφορές μας.

Ποτέ μην ξεχνάς το παρελθόν, αλλά να αναζητάς το μέλλον!

Ευχαριστώ θερμά τον Yli Uka (Ikonë Studio) για τη συνδρομή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Η ταινία της Blerta Basholli Η βασίλισσα της κυψέλης προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 24 Μαρτίου σε διανομή του Cinobo.



Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

Ovidie: «Η σεξουαλική ελευθερία που βιώνουμε τώρα είναι ψεύτικη»

 

Ovidie (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Φεμινίστρια σκηνοθέτρια, συγγραφέας, διδάσκουσα στο πανεπιστήμιο και πρώην ηθοποιός σε πορνογραφικές ταινίες, η Γαλλίδα Ovidie παρουσίασε στο 24ο ΦΝΘ το ντοκιμαντέρ της Σπάντον εναντίον Γαλλικής Αστυνομίας σε παγκόσμια πρεμιέρα.

Η ταινία διερευνά την πολύκροτη υπόθεση βιασμού της Καναδής τουρίστριας Έμιλι Σ. από δύο αστυνομικούς, που σε πρώτο βαθμό καταδικάστηκαν σε επταετή φυλάκιση. Συναντώντας την Ovidie στη Θεσσαλονίκη.

Xρησιμοποιείς το όνομα Ovidie σε όλη τη διάρκεια της καριέρας σου, από την εποχή που έπαιζες σε πορνογραφικές ταινίες μέχρι και σήμερα που σκηνοθετείς ντοκιμαντέρ, συγγράφεις και διδάσκεις. Tι σηματοδοτεί η επιλογή του;

Είμαι η Ovidie από το 1999.

Δεν ήθελα να το αλλάξω γιατί πολύ σύντομα, το 2001, εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο με αυτό το όνομα, οπότε αυτό ήταν και το συγγραφικό μου όνομα.

Άρχισα να σκηνοθετώ το 2000. Στη Γαλλία ήμουν γνωστή έτσι και ως φεμινίστρια ακτιβίστρια. Το Ovidie ήταν πιο πολύ μια καλλιτεχνική και ακτιβιστική ιδέα. Όταν το επέλεξα, επιθυμούσα να κάνω ακτιβιστικού τύπου περφόρμανς.

Έχει καμία σχέση με τον φημισμένο Ρωμαίο ποιητή Οβίδιο;

Καθόλου! (Γέλιο).

Λόγω του ερωτικού στοιχείου, φαντάστηκα.

Στην πραγματικότητα, η Ovidie είναι ο χαρακτήρας μιας ποντικίνας σε βιβλίο κόμικ. Είναι επαναστάτρια στην κοινότητα των ποντικών.

Ένιωθες ανέκαθεν την ανάγκη να επαναστατείς ενάντια σε κάτι;

Είμαι ακτιβίστρια από το 1994. Αρχικά εμπλεκόμουν πολύ στο αναρχικό κίνημα, μέχρι το 1999, καθώς και σε αντισεξιστικές ομάδες. Κατόπιν, έγινα η Ovidie.

Εξακολουθείς να βιώνεις την εαυτή σου ως ακτιβίστρια κυρίως- είτε σκηνοθετείς ντοκιμαντέρ, είτε συγγράφεις βιβλία, είτε κάνοντας άλλα πράγματα;

Αυτός είναι ο τρόπος μου να είμαι ακτιβίστρια, αν και γνωρίζω ότι δεν κάνεις επανάσταση φτιάχνοντας ταινίες.

Είναι πολύ μικροαστικό να πιστεύεις ότι θα κάνεις επανάσταση ως σκηνοθέτης. Δε θα το πετύχεις. Δημιουργείς απλώς ένα πολιτιστικό αντικείμενο. Αλλά δε θα αλλάξεις τον κόσμο κάνοντας φιλμ. Αυτό είναι βλακεία.

Προσπαθώ, ωστόσο, να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ- και το μόνο πράγμα που ξέρω. Σκηνοθέτρια είμαι.



Συνεπώς, σ’ αυτό το στάδιο της ζωής σου αυτοπροσδιορίζεσαι πιο πολύ ως σκηνοθέτρια.

Ως φεμινίστρια σκηνοθέτρια. Αλλά και ως συγγραφέας: κάθε χρόνο εκδίδεται ένα καινούριο βιβλίο μου, επιπλέον διδάσκω στο πανεπιστήμιο.

Έχω πολλές νεαρές φοιτήτριες και νεαρούς φοιτητές- κορίτσια τα περισσότερα.

Πώς το εξηγείς αυτό; Συμπτωματικό;

Δε νομίζω. Κάνω πολλά podcasts, και στη Γαλλία υπάρχουν πολλές φεμινίστριες που ασχολούνται μ’ αυτό. Μιλάω σ’ αυτή τη γενιά, στην πραγματικότητα, τεράστιο μέρος του κοινού μου προέρχεται από αυτή.

«Περνάει» το «μήνυμά» σου; Υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ σας;

Η κόρη μου είναι σχεδόν δεκαεφτά, οπότε συχνά μιλάω σε έφηβες και έφηβους και δουλεύω μαζί τους. Στ’ αλήθεια μου αρέσει αυτή η γενιά, γιατί είναι γεμάτη ελπίδα.

Πολλοί λένε ότι η νεολαία αφιερώνει πολύ χρόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάτι που ισχύει, αλλά πολλά θετικά, ακτιβιστικά πράγματα ξεκίνησαν από αυτά. Όπως το #MeToo, για παράδειγμα. Ξέρουν, λοιπόν, πολύ καλά τι σημαίνει συναίνεση.

Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη Γαλλία μπορείς να βρεις gender fluid ή μη δυαδικές/δυαδικούς μαθήτριες/μαθητές σε κάθε τάξη.

Υπάρχει διαφορά ανάμεσα σ’ αυτή τη γενιά και τη δική μου. Είναι λιγότερο ομοφοβική και ρατσιστική, και με οικολογική ευαισθητοποίηση.

Τα κύρια μελήματα της δουλειάς σου είναι το γυναικείο/φεμινιστικό βλέμμα, οι γυναικείες επιθυμίες, το γυναικείο σώμα.

Όχι οι επιθυμίες, αλλά το σώμα και οι προσωπικές σχέσεις από μια φεμινιστική σκοπιά. Και δεν αναφέρομαι πάντα στο σεξ, αλλά και στη διαδικασία της κυοφορίας και της γέννας.

Επί σχεδόν 25 χρόνια το βασικό μου μέλημα είναι το σώμα μέσα από μια φεμινιστική ματιά.

Tο εξερεύνησες μέσα από όλες τις κατά καιρούς ενασχολήσεις σου.

Ως ηθοποιός εννοείς;

Kαι μέσω της υποκριτικής.

Δε νομίζω πως το εξερεύνησα περισσότερο από την οποιαδήποτε γυναίκα. Γέννησα, βίωσα την ετεροσεξουαλικότητα όπως η μεγάλη πλειονότητα των γυναικών στον πλανήτη- δεν είμαι κάτι περισσότερο ή λιγότερο.

Πού συναντιούνται ο φεμινισμός και η πορνογραφία, κατά τη γνώμη σου;

Δεν είμαι ηθοποιός πλέον. Από εκείνη την περίοδο και εξής έχω γράψει πολλά βιβλία και σκηνοθετήσει πολλά ντοκιμαντέρ και ταινίες μυθοπλασίας, οπότε η δουλειά μου δε συνδέεται με την πορνογραφία.

Δε δημιούργησα το φεμινιστικό κίνημα sex-positive που θεωρούσε ανόητη την κατάργηση της πορνογραφίας. «Κάντε καλύτερη πορνογραφία, μην την καταργήσετε», ήταν η προτροπή του. Σ’ αυτό το κίνημα αποφάσισα να ενταχθώ στα τέλη του 1990.

Εξακολουθώ να πιστεύω πως πρέπει να παλεύουμε για τα δικαιώματα των σεξεργατριών, αλλά δεν ασχολούμαι πια με τις διαδικασίες αυτού του κινήματος, γιατί έχω προχωρήσει- όπως έχουν προχωρήσει το κίνημα και η κοινωνία.

Ο τρόπος που παρακολουθούμε πορνογραφικές ταινίες έχει επίσης αλλάξει, ο τρόπος που μιλάμε για το σεξ στα μίντια έχει αλλάξει.



Αυτό είναι ανακουφιστικό, στον βαθμό που συμβαίνει.

Το ότι σεξ είναι παντού δημιουργεί νέες σεξουαλικές νόρμες και υποχρεώσεις. Η σεξουαλική ελευθερία που βιώνουμε τώρα είναι ψεύτικη, γιατί είναι ένα σεξ γεμάτο περιορισμούς και υποχρεώσεις, κυρίως για τις γυναίκες.

Πάντως, το κίνημα #MeToo, όσο μεσοαστικό, μιντιακά διαμεοσολαβημένο ή αφομοιώσιμο/εργαλειοποιήσιμο από τον κυρίαρχο λόγο μπορεί να είναι, έφερε το έμφυλο στο προσκήνιο.

Αρκεί να μην καταλήξει μια καρικατούρα αυτού που θα μπορούσε να γίνει, αρκεί να πολιτικοποιηθεί.

Σύμφωνα με τον Ντεμπόρ, κάθε πολιτικό κίνημα είναι αφομοιώσιμο από το θέαμα, γι’ αυτό και δεν πιστεύω ότι ως σκηνοθέτες μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Αν κάνω πολιτικά φιλμ, κάποια μέρα ασφαλώς θα αφομοιωθούν.

To πιο πρόσφατο ντοκμαντέρ σου, Σπάντον εναντίον Γαλλικής Αστυνομίας, που παρουσιάστηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα στο 24ο ΦΝΘ, είναι επίσης πολιτικό και εξαιρετικά ισορροπημένο, αν και με σαφή άποψη.

Οφείλεται αυτή η προσέγγιση στη δημοσιογραφική σου εμπειρία;

Δεν ξέρω! Απλώς προσπαθώ να μοιραστώ την οπτική μου γωνία. Ξέρω πως έχω μία, κάποτε ξεχωριστή ή μοναδική. Αν δεν είχα κι εγώ βιώσει τον στιγματισμό, δε θα μπορούσα να έχω κάνει αυτή την ταινία.

Είναι συνδυασμός προσωπικής εμπειρίας και έρευνας. Δε θεωρώ την εαυτή μου δημοσιογράφο, αλλά ντοκιμαντερίστρια. Δε θέλω να είμαι αντικειμενική, δεν είμαι ουδέτερη -είναι ψέμα-, δεν υποκρίνομαι ότι είμαι δημοσιογράφος.

Ήταν δύσκολο να κινητοποιήσεις όσες και όσους συμμετέχουν στο ντοκιμαντέρ σου -και κυρίως την Έμιλι- να μοιραστούν αυτά που είχαν να μοιραστούν;

Είναι πάντα δύσκολο, τρέφουν δυσπιστία. Όταν επικοινωνώ μαζί τους, οι περισσότερες αντιμετωπίζουν ήδη προβλήματα με τους δημοσιογράφους. Ιδίως η Έμιλι, στο τελευταίο μου ντοκιμαντέρ.

Αυτό που τελικά τις πείθει -κι εδώ έχεις δίκιο- είναι πως κι εγώ ζήσει παράξενες καταστάσεις. Η Έμιλι ήξερε ότι είμαστε της ίδιας γενιάς και πως έχω δεχτεί σεξουαλική επίθεση.

Όταν έκανα το Η νέα βιομηχανία του πορνό (2017), οι ηθοποιοί με εμπιστεύτηκαν, γιατί ήξεραν πως δε θα τις έκρινα. Περνάω πολύ καιρό μαζί τους. Αν αισθάνονται κουρασμένες, απλώς καθόμαστε ή πίνουμε καφέ.



Πώς μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη σε δικαστικό επίπεδο, ιδίως σε υποθέσεις βιασμού, όταν το κυρίαρχο εκμεταλλευτικό/πατριαρχικό σύστημα εξακολουθεί να υπάρχει; Δεν είναι αντιφατικό αυτό;

Δεν εμπιστεύονται τον θεσμό της δικαιοσύνης. Πρέπει ν’ αλλάξουμε όλο το σύστημα., να ξανασκεφτούμε τα πάντα- ακόμα και τον όρο «ετεροσεξουαλικότητα».

Μέχρι τότε -κι εδώ θα υποδυθώ τον «δικηγόρο του διαβόλου»- είναι οι όποιες μικρές νίκες κάτι που πρέπει να γιορτάσουμε και να το δουλέψουμε περαιτέρω;

Υπάρχουν μικρές νίκες, αλλά ποτέ δεν έχουν διάρκεια.

Το ζήτημα της έκτρωσης, για παράδειγμα. Στο παρελθόν είχε νικηφόρο έκβαση, αλλά στις μέρες ακόμα και στη Γαλλία υπάρχουν κίνημα ενάντια στις εκτρώσεις και αντιδράσεις απέναντι στο #MeToo. Γι’ αυτό και πρέπει ν’ αλλάξουμε τα πάντα.

Να συλλογικοποιούμε τους αγώνες.

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι δηλητήριο, αλλά και αντίδοτο. Άλλαξαν τον τρόπο που μαχόμαστε.

Ευχαριστώ θερμά τον Γιώργο Παπαδημητρίου από το Γραφείο Τύπου του 24ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης για την πολύτιμη συνδρομή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Το ντοκιμαντέρ της Ovidie Σπάντον εναντίον Γαλλικής Αστυνομίας παρουσιάστηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα, παρουσία της σκηνοθέτριας, στο πλαίσιο του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 24ου ΦΝΘ.

Παραμένει διαδικτυακά διαθέσιμο μέχρι τη λήξη του Φεστιβάλ.