Ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα της σύγχρονης ισπανόφωνης λογοτεχνίας, ο Ισπανός συγγραφέας Αντρές Μπάρμπα ρίχνει
μέσα από τα μυθιστορήματά του μια ασυνήθιστη
ματιά στους μικρόκοσμους των παιδιών και την παιδική ηλικία.
Συναντηθήκαμε
μαζί του στην Αθήνα, όπου πρόσφατα
βρέθηκε για να παρουσιάσει τη δουλειά του.
«Οι αφηγήσεις και τα χρονικά είναι σαν τους
χάρτες», γράφεις στο Φωτεινή πολιτεία. Πώς σχετίζεσαι προσωπικά με τη συγγραφική
διαδικασία;
Ενδιαφέρουσα ερώτηση.
Εξαρτάται πολύ από το
βιβλίο. Κάποια είναι πιο κοντά στη φιλοσοφική σκέψη. Το συγκεκριμένο ήταν
πλησιέστερο στην πολιτική σκέψη: πώς κατασκευάζεται η αλήθεια σε μια κοινωνία
μετά από ένα τραυματικό επεισόδιο.
Εκείνο το διάστημα με
ενδιέφερε αυτό, είχα διαβάσει πολλά βιβλία σχετικά με το τι είχε συμβεί μετά το
Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πώς είχε προσπαθήσει η γερμανική κοινωνία να αναδομηθεί
στο επίπεδο της πολιτικής σκέψης.
Μου αρέσει πολύ ένα
βιβλίο του Γιούργκεν Χάμπερμας για τη συναινετική αλήθεια.
Σ’ αυτό, αρνείται τον
αριστοτελικό τρόπο σκέψης, αντιλαμβανόμενος την αλήθεια ως ένα συναινετικό,
ελαστικό υλικό που δομούμε μεταξύ μας και πρέπει να αλλάζει για να παραμένει
αληθινό.
Εμπνεύστηκες,
επομένως, από τη μεταπολεμική γερμανική κοινωνία.
Αυτό που ήθελα να κάνω
ήταν να περιλάβω όσο περισσότερες φωνές ήταν δυνατόν στην κατασκευή της
ιστορίας, για να μεταδώσω την αίσθηση της παρουσίας τη στιγμή που
κατασκευάζεται η αλήθεια.
Πρόκειται
για κάποιο είδος αλληγορίας- η, τουλάχιστον, μπορεί να διαβαστεί έτσι.
Θα μπορούσε. Ήθελα,
ωστόσο, η γραφή να είναι πολύ ρεαλιστική, στο ύφος του Τζόζεφ Κόνραντ.
Ποτέ
δεν έχουμε την ευκαιρία να μάθουμε από πού προήλθαν εκείνα τα παιδιά. Ίσως δεν
έχει και σημασία, τελικά.
Προτείνω μερικές πιθανές
απαντήσεις, αλλά αυτό δεν είναι το κύριο ζήτημα του βιβλίου. Το να προσπαθείς
να δίνεις μια λογική απάντηση στα πάντα νομίζω πως αποτελεί κίνδυνο για τον
συγγραφέα.
Αν αποδεχτούμε το ότι
στην πραγματική ζωή δεν μπορούμε να έχουμε μια λογική απάντηση για το καθετί,
γιατί τη χρειαζόμαστε στη λογοτεχνία; Η λογοτεχνία πρέπει να αναπαριστά τον
τρόπο με τον οποίο αποδεχόμαστε την πραγματικότητα.
Όλοι μας, ακόμα και οι
πιο λογικοί, αποδεχόμαστε ένα μικρό βαθμό μαγικής σκέψης στη στάση μας απέναντι
στη ζωή.
Αυτό,
λοιπόν, προσπαθείς κι εσύ να αναδημιουργήσεις μέσω της γραφής, μια αίσθηση
μαγείας;
Το πιο μαγικό πράγμα στη
συγγραφική διαδικασία είναι η διαδικασία της κατανόησης. Δε γράφεις για
πράγματα που ξέρεις, αλλά για όσα δεν ξέρεις και θέλεις να μάθεις. Αξίζει μόνο
αν δουλεύεις στο σκοτάδι ή στο ημίφως.
Αυτό την κάνει μαγική, κατά
κάποιο τρόπο, γιατί βασίζεται κυρίως στη διαίσθηση, παρά στη γνώση. Πιθανόν δεν
απαντά στην ερώτησή σου!
Είναι
μια πολύ συναρπαστική απάντηση. Επιστρέφοντας στο πρώτο εκ των δύο βιβλίων σου
που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, το Xέρια
μικρά, πηγάζει από μια σαγήνη για την παιδική ηλικία. Πότε
πρωτοσαγηνεύτηκες από αυτή;
Ανέκαθεν με ενδιέφεραν
πολύ τα παιδιά.
Αρχικά σπούδασα
φιλοσοφία. Αυτό που περισσότερο μου αρέσει στην παιδική ηλικία είναι η
διαδικασία της μετάβασης, και περισσότερο το πότε αποφασίζουμε ποιοι είμαστε
και ποιοι θα γίνουμε.
Και το παράδοξο είναι στις
στιγμές της σύγχυσης είναι πιο πιθανό να αποφασίσουμε ποιοι είμαστε και ποιο θα
είναι το επόμενο βήμα μας. Αυτές προσφέρονται ιδιαιτέρως για μυθοπλασία κι
αφήγηση, καθώς είναι γεμάτες δυνατότητες.
Με ενδιέφερε, εξάλλου,
πώς η ίδια η αντίληψη περί παιδικής ηλικίας μεταβάλλεται τους τελευταίους δύο-τρεις
αιώνες, μετά το Διαφωτισμό.
Αμφισβητείς,
νιώθω, την κυρίαρχη αποτύπωση της παιδικής ηλικίας και των παιδιών. Δεν
παρουσιάζονται ως αθώοι άγγελοι ή θύματα, που σίγουρα είναι, επίσης.
Η ουσία του βιβλίου είναι
ο χαμένος παράδεισος: πώς, αφότου χάσαμε τον παράδεισο επειδή δεν πιστεύουμε ως
κοινωνία στον Θεό πλέον, χρειάζεται να τον αντικαταστήσουμε επί της Γης με την
παιδική ηλικία.
Γι’ αυτό και υπάρχει όλη
αυτή η μυθολογία περί της παιδικής ηλικίας ως της πιο ευτυχισμένου περιόδου,
ότι δεν πειράζει να πεθάνουμε μιας και τουλάχιστον βιώσαμε την ευτυχία ως
παιδιά.
Γι’ αυτό κι αρνούμαστε πως
και σε εκείνο τον παράδεισο ήμασταν εξευτελισμένοι, βίαιοι, λυπημένοι.
Στο
Χέρια μικρά, που είναι ακόμα πιο
συμπυκνωμένο, υπάρχει μια μια τρομακτική διάσταση.
Είναι ένα γοτθικό
μυθιστόρημα, κατά κάποιο τρόπο, σαν γοτθική μινιατούρα.
Βασίζεται σε ένα
πραγματικό συμβάν, το οποίο είχε αφηγηθεί η Κλαρίσε Λισπέκτορ, και ένιωσα πως
έπρεπε να κάνω κάτι μ’ αυτό. Όχι υποκύπτοντας στη σκοτεινή πλευρά του, αλλά στη
λυρική.
Εξ όψεως είναι σαν μια
αρχαιοελληνική τραγωδία, κι αυτό που χρειαζόμουν ήταν ένας χορός. Χρειαζόμαστε
παιδιά να μιλάνε για πράγματα για τα οποία δεν είναι ικανά, γιατί η γλώσσα τους
δεν είναι αρκετά ακριβής κι εκλεπτυσμένη.
Αυτό, όμως, δε σημαίνει
ότι τα συναισθήματά τους δεν είναι εκλεπτυσμένα όπως τα δικά μας. Τι θα
συνέβαινε, λοιπόν, αν έβαζα ένα εκλεπτυσμένο μυαλό να περιγράψει με ακρίβεια
συναισθήματα ενός παιδιού κι όχι ενός ενήλικα;
Νομίζω ότι λειτουργεί,
γιατί δεν είναι ένα ρεαλιστικό βιβλίο, αλλά πιο πολύ παραμύθι.
Εξιστορημένο
ταυτόχρονα από διαφορετικούς αφηγητές. Επειδή, όπως προανέφερες, θα
λειτουργούσαν ως χορός;
Για να διατηρήσω την
πειστικότητά του χρειαζόμαστε τη ρεαλιστική του πλευρά. Για να καταστήσεις τη
ρεαλιστική πλευρά πιστευτή, πρέπει να κρατήσεις τη μυθολογική οπτική του χορού.
Νομίζω ότι έτσι κατάλαβα
κάτι για την αρχαιοελληνική τραγωδία. Ο Νίτσε είχε ήδη πει πως η σπουδαία
ανακάλυψη των Ελλήνων είναι ο χορός. Ο χορός είναι τα πάντα, αλλά δεν είναι
κάτι ξεκάθαρο. Εξαρτάται πολύ από τον συγγραφέα.
Κάποιες φορές είναι η
φωνή του θεών, άλλες η εσωτερική φωνή του κοινού, κάποτε η έκφραση αυτού που
ξέρουμε ότι θα συμβεί, αλλά δεν το θέλουμε. Είναι τόσο ενδιαφέρων, σύγχρονος,
διφορούμενος, ελαστικός.
Είναι μια επινόηση εξίσου
σπουδαία με το μυθιστόρημα, μια φόρμουλα κλειστή κι ανοιχτή ταυτόχρονα. Ένα
παράδοξο. Τέλειο για μυθοπλασία, όμως.
Είσαι
πατέρας, αν μου επιτρέπεται η ερώτηση;
Ναι.
Υποθέτω
πως το γεγονός αυτό επηρεάζει την προσέγγισή σου στη συγγραφή. Έχει αλλάξει από τότε που έγινες
πατέρας;
Όταν έγραφα το Χέρια μικρά, δεν ήμουν. Όταν έγραφα το Φωτεινή πολιτεία, ήμουν. Δεν ξέρω αν
βλέπεις κάποιες αλλαγές.
Μου
είναι δύσκολο να τις συναισθανθώ, γιατί δεν είμαι πατέρας ο ίδιος. Ως
αναγνώστης, ωστόσο, βλέπω μια εξέλιξη από την άποψη της ωρίμανσης.
Είναι σαν την εμπειρία
του θανάτου.
Υπάρχουν πολλά που ήδη ξέρεις
γι’ αυτόν πριν τον αντιμετωπίσεις μέσα από την απώλεια των γονιών σου. Με όλη
τη σχετική πολιτισμική κληρονομιά, είναι παράξενο που είσαι γυμνός απέναντι στη
σκέψη του θανάτου.
Για μένα αυτό που άλλαξε
περισσότερο αφότου έγινα πατέρας είναι ότι νιώθω καθημερινά πως κάποιος
εξαρτάται από μένα- αρχικά για την ίδια την επιβίωσή του κι έπειτα για το
καθετί διαρκώς. Αυτό το βάρος αλλάζει τα πάντα στο μυαλό σου.
Είναι
τρομακτικό ή αναζωογονητικό;
Είναι και τα δύο.
Κορόιδευα τον Ίαν
ΜακΓιούαν, γιατί είχε δηλώσει σε μια συνέντευξη ότι, αφότου έγινε πατέρας, δεν
επιτρέπει στον εαυτό του να κλείσει ένα βιβλίο με πολύ τραγικό τρόπο, γιατί
έχει την αίσθηση πως πρέπει να δώσει στην επόμενη γενιά ένα κόσμο βιώσιμο.
Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο μου
είχε πει σε μια κουβέντα μας: «Περίμενε
μέχρι να γίνεις πατέρας». Μισούσε το να σκοτώνει κάποιος ένα παιδί σε ένα
μυθιστόρημα. Το έκανα όντας πατέρας. Η πατρότητα σε επηρεάζει με διαφορετικούς
τρόπους.
Εκτιμώ
το συμπυκνωμένο, περιεκτικό ύφος σου. Είναι το πιο σημαντικό για σένα;
Δεν μπορούμε να
κρατήσουμε την προσοχή των ανθρώπων για μεγάλο διάστημα.
Γι’ αυτό κι είναι καθήκον
του συγγραφέα, αν θέλει να διαβαστεί, να πει κάτι και να ζητά την προσπάθεια
του αναγνώστη, να προσπαθεί να γράφει και να ξαναγράφει το βιβλίο του, ώστε να
το κάνει όσο πιο ακριβές είναι δυνατόν.
Αυτό περιλαμβάνει πολλή
δουλειά. Το προσχέδιο του Φωτεινή πολιτεία
περιείχε 150 επιπλέον σελίδες και χρειάστηκε πολλή δουλειά για να αφαιρεθούν,
χωρίς να καταστραφεί η δομή του βιβλίου.
Το Χέρια μικρά είναι το βιβλίο που έχω ξαναγράψει τις πιο πολλές φορές
στη ζωή μου- εννιά ή δέκα, νομίζω. Ήταν ένας εφιάλτης. Το μισούσα τόσο. Μισώ να
διαβάζω βιβλία που... Δεν έχω υπομονή πια, παλιά είχα.
Μεταφράζω κυρίως
κλασικούς. Τον Μόμπι Ντικ, για
παράδειγμα. Πόσο πιθανό θα ήταν τώρα ένας πραγματικός αναγνώστης να τον
διαβάσει από την αρχή μέχρι το τέλος του;
Απαιτείται,
πάντως, προσπάθεια κι εκπαίδευση και
από τη δική του πλευρά. Αν το καθήκον σου ως συγγραφέα είναι η περιεκτικότητα
και η συντομία, είναι «καθήκον» του αναγνώστη να σε «συναντήσει» κάπου στο μέσο
της διαδρομής.
Ένας από τους πιο
αγαπημένους μου συγγραφείς είναι ο Τόμας Ντε Κουίνσυ, που είναι δύο συγγραφείς.
Ο ένας είναι σαν το κυρίως κείμενο, ο άλλος οι υποσημειώσεις. Μερικές φορές οι
υποσημειώσεις είναι πιο ενδιαφέρουσες από το κείμενο.
Η παρέκκλιση είναι η ίδια
η φύση της σύγχρονης γραφής. Το να είμαι επί της ουσίας με καθιστά μη σύγχρονο
συγγραφέα, πιο κοντά στον Τόμας Μαν. Το σύγχρονο μυαλό βασίζεται περισσότερο στην
παρέκκλιση παρά στην ακριβή γραφή.
Η
ιδιότητά σου ως μεταφραστή έχει επηρεάσει το συγγραφικό σου στιλ;
Μπορεί. Η παρουσία του
Τζόζεφ Κόνραντ στο Xέρια μικρά είναι
τόσο ξεκάθαρη.
Υπάρχουν συγγραφείς που
είναι επικίνδυνοι, με την καλή έννοια, όπως αυτός. Ή η Κλαρίσε Λισπέκτορ, την
οποία αγαπώ. Μιμούμαι τη φωνή της. Κάθε φορά που την διαβάζω, προσπαθώ αμέσως να
μιμηθώ τη γραφή της.
Μιας
και συμβαίνει να βρισκόμαστε στην Αθήνα, έχεις κάποιον αγαπημένο Έλληνα
συγγραφέα πέραν των αρχαίων;
Όταν ήμουν νεαρός
αναγνώστης, θυμάμαι την ισχυρή παρουσία του Καζαντζάκη. Έχει γράψει ένα βιβλίο
για το Σαν Φρανσίσκο, ήταν πολύ δυνατό. Έχεις κάποιες προτάσεις;
Θα
σκεφτώ και θα σου στείλω.
Παρακαλώ, θα το
εκτιμούσα!
Ευχαριστώ
θερμά την Ντόρα
Τσακνάκη, υπεύθυνη Γραφείου Τύπου
των Εκδόσεων Μεταίχμιο, για την πολύτιμη συνδρομή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 11ου Φεστιβάλ ΛΕΑ.
Τα μυθιστορήματα του Αντρές
Μπάρμπα Χέρια μικρά
και Φωτεινή πολιτεία
κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.