Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

Lisa Gerrard: «Βλέπω τη μουσική ως την ιστορία της ψυχής και της καρδιάς»


Στη σχεδόν σαραντάχρονη μουσική τους διαδρομή, οι αγαπημένοι Αυστραλο-Βρετανοί Dead Can Dance έχουν αψηφήσει και υπερβεί κάθε ταξινόμηση, αφήνοντας το δικό τους στίγμα στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα.

Ενόψει των συναυλιών τους σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα (1 & 3 Ιουλίου), συνομιλούμε με την Lisa Gerrard, την θρυλική τραγουδίστριά τους.

Καλησπέρα!

Πώς είσαι;

Είμαι καλά. Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για όλη την απόλαυση που μου έχετε προσφέρει μέσα από τη μουσική σας ανά τα χρόνια.

Αυτό είναι πολύ γλυκό!

Πώς αντιλαμβάνεστε και προσεγγίζετε τη μουσική; Ως τελετουργία, ως τελετουργική πρακτική;

Όχι, δεν τη βλέπω ως τελετουργική πρακτική, αλλά ως την ιστορία της ψυχής και της καρδιάς, ξέρεις. Είναι το ταξίδι της ανθρώπινης ύπαρξης.

Επέλεξα να εκφραστώ μέσα από τη φόρμα του τραγουδιού, όπως άλλοι μέσω της συγγραφής και της ζωγραφικής. Δεν μπορούμε να εκφραζόμαστε μόνο μέσω της γλώσσας. Υπάρχουν πολλοί τρόποι που μπορούμε να αλληλεπιδράσουμε.

Για μένα το μήνυμα της ψυχής προέρχεται από το τραγούδι.

Μιας και αναφέρατε το τραγούδι, το δικό σας δεν είναι συμβατικό, αλλά ένα αμάλγαμα ψαλμωδιών, ουρλιαχτών, λαρυγγισμών. Είναι το γεγονός αυτό ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεστε τη μουσική δημιουργία;

Όταν φτιάχνω μουσική, συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό το ίδιο πράγμα. Το τραγούδι, νιώθω, προκύπτει πιο αυτόματα, κατευθείαν από την καρδιά, ενώ η μουσική περισσότερο ως αποτέλεσμα σχεδιασμού.

Το τραγούδι είναι μια αντίδραση, όχι ένα σχέδιο. Είναι επίσης ένας τρόπος αφήγησης μιας ιστορίας που γίνεται κατανοητή μέσω του ήχου, σε αντίθεση με την πρακτική γλώσσα.

Το ίδιο το γεγονός ότι χρησιμoποιείτε αυτές τις διαφορετικές προσεγγίσεις στην πρακτική του τραγουδιού φέρνει στην επιφάνεια ή συνδέεται με την ανορθολογική πλευρά του ανθρώπου;

Φέρνει στην επιφάνεια κάτι πολύ συναισθηματικό, το οποίο σχετίζεται περισσότερο με τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, του ανθρώπου που υφίσταται προτού αποκτήσουμε επίγνωση των συστημάτων.

Επειδή, λοιπόν, εκπαιδευόμαστε από πολύ νεαρή ηλικία να αντιδρούμε στα συστήματα, μερικές φορές δημιουργούμε ένα τοίχο έναντι της κατανόησης και της έκφρασης του οργανικού εαυτού μας.

Γι’ αυτό κι η τέχνη είναι πολύ σημαντική, μας απελευθερώνει από τα συστήματα βάσει των οποίων έχουμε διδαχτεί να ζούμε και μας επιτρέπει να έρθουμε σε επαφή με τη φύση αυτού που είμαστε.

Σχετίζεται αυτό με τη διαρκή χρήση οργάνων που σε μεγάλο βαθμό είναι ξεχασμένα, παραμελημένα, υποτιμημένα ή, πολύ απλά, όχι ευρέως χρησιμοποιούμενα από καλλιτέχνες εντός του λεγόμενου «δυτικού» κόσμου;

Τα όργανα που χρησιμοποιούμε χρησιμοποιούνται σε όλο τον κόσμο, δεν κάνουμε κάτι μοναδικό. Δεν περιοριζόμαστε στα συμβατικά δυτικά όργανα. Πολλές πηγές μουσικής τώρα εξερευνούν αυτά τα διαφορετικά όργανα, νομίζω.

Το πρόβλημα είναι ότι είναι πολύ δύσκολο να βρεις οργανοπαίκτες. Μπορεί να υπάρχει το εμπόδιο της γλώσσας. Οι άνθρωποι, επιπλέον, που δουλεύουν εκτός του πλαισίου της δυτικής μουσικής δεν απομακρύνονται από τη δικιά τους φόρμουλα.

Το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής που φτιάχνουμε προέρχεται από τον ήχο του οργάνου, μάς λέει πώς να παράσχουμε χώρο σε εκείνη τη δουλειά. Δεν ελέγχουμε τον ήχο, χειραγωγούμαστε από αυτόν σε μεγάλο βαθμό.

Lisa Gerrard & Brendan Perry (Photo credit: Vaughan Stedman & Stephanie Füssenich) 

Είναι ο ήχος που έχετε παράγει ανά τα χρόνια προϊόν προσωπικών επιρροών από την παιδική και την εφηβική σας ηλικία στην Αυστραλία;

Ακριβώς!

Μεγάλωσα σε μια ελληνική και τουρκική περιοχή στη Μελβούρνη, οπότε ασφαλώς το γεγονός αυτό επηρεάζει τη δουλειά μου- συν το ότι έχω ιρλανδικό υπόβαθρο.

Η δυτική μουσική ήταν κάτι με το οποίο εξοικειώθηκα αργότερα.. Όταν έγινα έφηβη, άρχισα να εκτιμώ την περισσότερο ποπ μουσική. Αλλά εκεί όπου ζούσα και στο σπίτι μου δεν υπήρχε καθόλου τέτοια μουσική.

Πέρα από τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, απολαμβάνετε να εξερευνάτε και τις γλώσσες, γενικότερα;

Όχι, για μένα ποτέ δεν υπήρξε ακαδημαϊκή άσκηση, αλλά μια «έκρηξη» ενθουσιασμού που, κατά μία έννοια, είναι εκστατική. Ο ήχος είναι ήδη μέσα μας, γεννιόμαστε μ’ αυτόν, όχι με κάποιον που διδασκόμαστε να μιλάμε.

Το ρωτώ γιατί υπάρχει κάτι βαθιά αρχέγονο, ανησυχαστικό ή ανοίκειο στον ήχο σας- είτε κάποιος κατανοεί τι τραγουδάτε είτε όχι.

Νιώθω, πνευματικά, το αντίθετο, επειδή είναι οικείος και παρέχει παρηγοριά ή φέρνει τους ανθρώπους σε επαφή με τα συναισθήματά τους χωρίς να τους πουν τι να αισθανθούν. «Ξεκλειδώνει», ανοίγει το συναισθηματικό κέντρο του άλλου ανθρώπου.

Τους κάνει να σκεφτούν τους ίδιους, όχι εμένα. 

Πώς προσεγγίζετε τη συγγραφή στίχων;

Κάθε μουσικό κομμάτι έχει μοναδικό ήχο και μοναδική γλώσσα. Κάποιες φορές οι λέξεις προέρχονται από ένα κομμάτι και καταλήγουν σε ένα άλλο. Δεν περιορίζονται πάντα σε ένα. Διαφορετικά κομμάτια προκαλούν διαφορετικές αφηρημένες γλώσσες.

Συχνά, εξάλλου, οι στίχοι σας φαίνεται να βρίθουν θρησκευτικών, πνευματικών ή φιλοσοφικών αναφορών.

Τίποτα από όλα αυτά. Είναι μια αποκλειστικά συναισθηματική γλώσσα που είναι εκφραστική.

Παρ’ όλα αυτά, έχετε φιλοσοφικές ή θρησκευτικές ανησυχίες ως άνθρωπος;

Πιστεύω ότι αυτό που κάνω είναι εκφραστικό, σχετίζεται με τη γλώσσα του φυσικού άντρα και της φυσικής γυναίκας. Το πνευματικό είναι κάτι διαφορετικό.

Πέρσι το Νοέμβρη κυκλοφόρησε η πιο πρόσφατη δουλειά σας, το Dionysus.

Αυτή η δουλειά ήταν σε μεγάλο βαθμό σύλληψη του Brendan Perry, ήθελε πολύ να τη δημιουργήσει, σαν ένα «δάσος» ήχων, ένα είδος τοπίου δασικής φαντασίας. Δεν ήθελε να υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο τραγούδι. Εγώ υποστήριξα την αντίληψή του.

Σε κάθε περίπτωση, το Dionysus ακούγεται πολύ εμψυχωτικό, σαν ένα είδος εορτασμού. Έτσι το βίωσα.

Εορτασμός. Είναι σωστή λέξη.

Πώς σχετίζεστε με τα κοινά κατά τη διάρκεια των συναυλιών και κατόπιν;

Δε θα ανέβαινα στη σκηνή αν δεν επρόκειτο να δημιουργήσω κάτι με το κοινό. Νιώθω ότι συμμετέχει στην ιστορία της μουσικής εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή. Με την παρουσία των ακροατών η εμπειρία είναι σε μεγάλο βαθμό κοινοτική.

Βιώνετε διαφορετικές αντιδράσεις ανάλογα με τα κατά τόπους κοινά ή ως επί το πλείστον βρίσκετε ομοιότητες στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται και «εισπράττουν» τη μουσική σας;

Δε συμβαίνει κατ’ ανάγκη σε διαφορετικές χώρες, αλλά και μέσα στον ίδιο συναυλιακό χώρο. Μερικές φορές ο χώρος είναι πολύ σημαντικός. Όταν παίζουμε σε πολύ μεγάλα θέατρα, είναι πιο δύσκολο να συνδεθούμε με την ενέργεια των ανθρώπων.

Όταν παίζεις σε μικρότερους χώρους, είναι πιο οικεία και μπορείς να συνδεθείς εύκολα. Διαφέρει, λοιπόν. Δεν έχει τόσο να κάνει με χώρες, αλλά με το χώρο, νομίζω.

Θα δώσετε δύο συναυλίες στην Ελλάδα. Στο Θέατρο Δάσους, στη Θεσσαλονίκη, και στο Ηρώδειο.

Είναι πάντα όμορφο να παίζουμε στην Ελλάδα, γιατί οι Έλληνες κι οι Ελληνίδες είναι πολύ εκφραστικοί άνθρωποι. Δεν κρύβουν τα συναισθήματά τους, κι έτσι πάντα νιώθεις πολύ ασφαλής σε αυτό το περιβάλλον.

Σας αγαπούν πολύ εδώ, απ’ όσο ξέρω.

Αγαπώ την Ελλάδα και το να παίζω εκεί. Είναι κάτι πολύ ξεχωριστό.

Δεν έρχεστε και πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια, πάντως.

Δουλεύω πολύ με τον Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ που ζει στη Ρόδο, κι έτσι περνώ πολύ χρόνο στην Ελλάδα συνεργαζόμενη μαζί του.

Μια τελευταία ερώτηση. Πώς καταφέρνετε να διατηρείτε αυτή την πολύτιμη φωνή;

Δεν κάνω τίποτα για να τη διατηρήσω. Τίποτα! (Γέλιο)

Ευχαριστώ θερμά την Alice Atkinson από την εταιρεία μουσικής παραγωγής Air Edel για την καθοριστική συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Περισσότερες πληροφορίες για τους Dead Can Dance και την Lisa Gerrard, αντίστοιχα, μπορείτε να αναζητήσετε στα επίσημα sites τους (εδώ και εδώ).

Οι Dead Can Dance εμφανίζονται τη Δευτέρα 1 Ιουλίου στο Θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη και την Τετάρτη 3 Ιουλίου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στην Αθήνα, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου