Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

Αλέσιο Φορτζόνε: «Το να γράφεις για κάποιον είναι μια χειρονομία φροντίδας»

 

Αλέσιο Φορτζόνε (Φωτογραφία: © Elio Di Pace)

Η αγάπη, η λογοτεχνία, η πολιτική κι η Νάπολη διαπλέκονται αξεδιάλυτα στο βραβευμένο, μελαγχολικό μυθιστόρημα του Αλέσιο Φορτζόνε, Napoli mon amour, που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πόλις.

Μια συνομιλία με τον συγγραφέα.

Η αναζήτηση της αγάπης, ο πόθος για αγάπη, το βίωμα της αγάπης και -τελικά- η αποτυχία της αγάπης «διαποτίζουν» τη ζωή και τη σκέψη του Αμορεζάνο, του πρωταγωνιστή του μυθιστορηματικού σου ντεμπούτου, Napoli mon amour, και της ίδιας της αφήγησης.

Είναι, κατά τη γνώμη σου, η αγάπη -σε όλες της τις εκδηλώσεις- η κινητήρια δύναμη των πάντων, ακόμα κι όταν απουσιάζει;

Θα ήθελα να απαντήσω ναι, η αγάπη είναι το παν. Αν η δουλειά είναι κακή, αν η ζωή είναι κακή, φαίνεται λιγότερο κακό αν αγαπάμε κάποιον ή αν κάποιος μας αγαπά.

Είναι, λοιπόν, η αγάπη παράγοντας που σε αποτρέπει από το να ζεις ή είναι εκείνο το πράγμα χωρίς το οποίο η ζωή δεν είναι ζωή; Δεν ξέρω.

Σήμερα τείνω περισσότερο να πιστεύω ότι η αγάπη είναι μια από τις πολλές μορφές τέχνης με τις οποίες οι άνθρωποι διασκεδάζουν και επικοινωνούν με τους άλλους. Και πολύ πιο συχνά είναι απλώς ένας τρόπος να πληρώσεις το νοίκι.

Πώς συνδέεται με τη γραφή; Και γιατί την περιγράφεις ως «αιμορραγία»;

Δεν ξέρω πώς σχετίζεται η αγάπη με τη γραφή μου.

Μου φαίνεται, όμως, ότι μερικοί άνθρωποι είναι αξιαγάπητοι στα μυθιστορήματα αλλά όχι στην πραγματικότητα ή ότι μπορώ να τους αγαπήσω μόνο γράφοντας για αυτούς και πως έτσι εκδηλώνεται η αγάπη μου, στη σελίδα.

Το να γράφεις για κάποιον είναι μια χειρονομία φροντίδας, νομίζω. Και η αγάπη είναι αναγκαστικά αιμορραγία γιατί περνάει, πάντα, κι όταν περνάει είναι σαν να σου έκοψαν το χέρι, και σαν να σε χαστούκισαν με το χέρι που σου έκοψαν.

Το μυθιστόρημά σου είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Είναι, επομένως, δελεαστικό -και ίσως προβλέψιμο- να αποδώσω μια ορισμένη αυτοβιογραφική διάσταση στον χαρακτήρα του Αμορεζάνο.

Μπορεί να θεωρηθεί το λογοτεχνικό «alter ego» σου;

Θα ήθελα να έχω ένα «alter ego». Αυτό θα σήμαινε ότι ξέρω ποιος είμαι τουλάχιστον από την αρχή. Το Napoli mon amour είναι, φοβάμαι, κατά 73% αυτοβιογραφικό.

Καθώς ξετυλίγεται το «νήμα» της αφήγησης, ο ήρωάς σου μού φέρνει από πολλές απόψεις στο μυαλό τον Λέο, τον πρωταγωνιστή του καλτ κλασικού του Τζανφράνκο Καλίγκαριτς, Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη.

Αποτέλεσε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα πηγή έμπνευσης για σένα;

Όχι. Εκτιμώ πολύ τον Καλίγκαριτς και το μυθιστόρημά του, το οποίο διάβασα μετά την έκδοση του Napoli mon amour.

Ο Ραφαέλε Λα Κάπρια, ο πρόσφατα αποθανών εμβληματικός Ναπολιτάνος συγγραφέας και σεναριογράφος, μοιάζει να είναι ο λογοτεχνικός μέντορας του Αμορεζάνο.

Είχες την ευκαιρία να τον συναντήσεις διά ζώσης; Υπήρξε και δικός σου μέντορας;

Συνάντησα τον Λα Κάπρια δύο φορές και δεν είναι καθόλου ο μέντοράς μου.

Εμφανίστηκε στη ζωή μου και στο Napoli mon amour επειδή έγραψε τη Θανάσιμη πληγή, ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, ένα αριστούργημα που αφηγείται την αδύνατη απόδραση από τη Νάπολη, όταν η Νάπολη είσαι ήδη εσύ.

Εμφανίστηκε γιατί υπήρξε ο τελευταίος εκπρόσωπος μιας μεγάλης γενιάς συγγραφέων που περιλάμβανε την Anna Maria Ortese, τον Domenico Rea, τον Michele Prisco, τον Mario Pomilio, τον Luigi Compagnone... όλοι φίλοι του.

Εμφανίζεται, τέλος, στο Napoli mon amour γιατί πιστεύω, όπως λέει ο Μπολάνιο, ότι είναι πάντα απαραίτητο να επαναστατούμε ενάντια στην παράδοση.

Είναι, όμως, δυνατόν να το κάνουμε μόνο αν τη γνωρίζουμε και αν της επιτρέψουμε να μας αμφισβητήσει ειλικρινά.

Η τυχαία συνάντηση του ήρωά σου με την Λόλα, που παίρνει το όνομά της από την Λολίτα του Ναμπόκοφ, μεταμορφώνει την ύπαρξή του και είναι σαυτό το σημείο που το μυθιστόρημά σου, γεμάτο πνευματώδεις ατάκες, «απογειώνεται».

Η Λόλα είναι η αισιοδοξία του Αμορεζάνο, επομένως είναι και το μαθητικό του πνεύμα. Η Λόλα ερωτεύεται, κάτι που μπορεί να είναι όμορφο, ενώ η Νίνα είναι αγάπη, που μπορεί να είναι επώδυνη.

Ο Aμορεζάνο βρίσκεται στο «σημείο μηδέν» της ζωής του και η Λόλα ή Nίνα είναι η ελάχιστη ενέργεια που χρειάζεται, αλλά ανεπαρκής για να καλύψει ολόκληρο το ταξίδι.

Eκτός από τις συμβολικές/λογοτεχνικές υποδηλώσεις του ονόματός της, τι άλλο συμπυκνώνει η Λόλα;

Δε σκόπευα να δώσω κανένα νόημα στο όνομα «Λόλα» και αν ναι, θα αναφερόταν στον Λουί Φερντινάν Σελίν και όχι στον Nαμπόκοφ.

Το «Λόλα» είναι ένα όνομα εξίσου επιπόλαιο με τον χαρακτήρα που το φέρει- η Λόλα «μου», όχι εκείνη του Σελίν ή του Ναμπόκοφ, αν και η Λόλα του Σελίν είναι εξίσου επιπόλαιη.

Η Λόλα ή Νίνα -επειδή ο χαρακτήρας μου έχει διπλό όνομα- είναι μια πλούσια, αλαζονική και μερικές φορές εγκάρδια εικοσάχρονη κοπέλα. Είναι σίγουρη ότι θα έχει μια καλή ζωή. Είναι σίγουρη ότι θα κυριαρχήσει στη ζωή.

Και είναι ο τελευταίος περισπασμός που δίνει η ζωή στον Aμορεζάνο.

Ο τρίτος κύριος χαρακτήρας του μυθιστορήματός σου -και όντως το πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου ξεδιπλώνονται όλα- είναι βέβαια η ίδια η Νάπολη, την οποία επίσης ευχαριστείς στο τέλος του βιβλίου.

Διατηρείς μια σχέση αγάπης-μίσους με τη γενέτειρά σου;

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα περιέχεται σε και συντίθεται από τα μυθιστορήματά μου. Ίσως τα μυθιστορήματά μου να είναι απλώς η απάντηση σε αυτή την ερώτηση.

Αν και η αγάπη «πλημμυρίζει» την αφήγηση, η πολιτική -όχι λιγότερο επιδραστική στη ζωή ενός ανθρώπου- μοιάζει να λείπει. Αναρωτιέμαι πραγματικά γιατί. Θα ήθελες να μου δώσεις μια ερμηνεία;

Η πολιτική είναι το κέντρο όσων γράφω, σε όλα μου τα βιβλία. Υπάρχουν εκείνοι που βλέπουν στο Napoli mon amour πάνω από όλα μια ιστορία αγάπης. Για μένα δεν είναι έτσι.

Το Napoli mon amour περιέχει πολλές ιστορίες, αλλά πάνω από όλα αυτή ενός τριαντάχρονου που δε θέλει να εργαστεί, επειδή θεωρεί την εργασία και την ενηλικίωση στην οποία οδηγεί πολύ μικρή για τον εαυτό του.

Τις θεωρεί πράγματα μικρής σημασίας. άχρηστα, προϊόντα για ανόητους, και αυτός, ο Aμορεζάνο -και γι’ αυτό πρέπει να είμαστε όλοι σίγουροι-, είναι ο μόνος μη ανόητος που έχει απομείνει στον κόσμο.

Η δουλειά μπορεί να ταιριάζει στους άλλους, η δουλειά και αυτή η ζωή, αλλά όχι σ’ εκείνον. Και κάποιος που αποφασίζει να πεθάνει για να μη δουλέψει κάνει πολιτική -λέγεται «αναρχισμός»- και είναι το καλύτερο που μπόρεσε.

Τα πάντα είναι πολιτική και ο Aμορεζάνο διατηρεί μοναχικές πρακτικές, γιατί πολιτική δε σημαίνει να διατυμπανίζεις μικρές τυχαίες ιδέες απλώς για να δώσεις τόνο. Είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό και οικείο.

Επιπλέον, μισώ την πολιτική που περνά μέσα από τυπικά σύμβολα και ορισμούς, τις εκλογές, τις προεκλογικές εκστρατείες κ.λπ. Είμαι υπέρ μιας πολιτικής της παράλειψης.

Όπως και ο Aμορεζάνο, πιστεύω ότι σήμερα υπάρχει μόνο μία μορφή κομψότητας διαθέσιμη: να μη συμμετέχεις.

Έχοντας μέχρι σήμερα γράψει τρία μυθιστορήματα, μπορείς να θεωρείσαι νεοεισερχόμενος στο πεδίο της λογοτεχνικής μυθοπλασίας. Πώς σχετίζεσαι με τη σύγχρονη ιταλική λογοτεχνική παραγωγή ως αναγνώστης και συγγραφέας;

Δε σχετίζομαι με αυτή γιατί δε με ενδιαφέρει η ιδέα της «λογοτεχνικής» επικαιρότητας ή μιας ορισμένης γεωγραφικής αντιστοίχισης.

Μιλώ, επομένως, στο παρόν και για τον Φραντς Κάφκα και για τον Μπεν Λέρνερ, και ταξινομώ τους συγγραφείς βάσει περιοχών σκέψεων και χρωμάτων, ήχων ή βασάνων, όχι βάσει τοποθεσιών ή εικαζόμενων και υποθετικών εθνών.

Ευχαριστώ θερμά την Άλκηστη Τριμπέρη (Εκδόσεις Πόλις) για την καθοριστική συμβολή της στην υλοποίηση της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα του Αλέσιο Φορτζόνε Napoli mon amour κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση της Δέσποινας Γιαννοπούλου.