Τραγουδιστής,
στιχουργός, συνθέτης, μαρμαράς, ξυλουργός (πιθανόν και άλλα), ο Νίκος Αρμπιλιάς είναι από τα ιδρυτικά μέλη ενός από τα μακροβιότερα και πλέον αγαπητά εγχώρια μουσικά σχήματα, των Μικρών
Περιπλανήσεων.
Κουβεντιάζουμε
μαζί του με αφορμή την καινούρια δουλειά
του συγκροτήματος, Βαρύτητα,
και την επικείμενη συναυλία τους
στην Αθήνα στις 9 Μαρτίου.
Καλησπέρα
από τα Εξάρχεια. Πώς είναι η Κως, όπου ζεις, τον χειμώνα- αν υποθέσουμε ότι
είναι χειμώνας εκεί;
Η Κως τον χειμώνα
βρίσκεται σε χειμερία νάρκη. Το καλοκαίρι ο τουρισμός προσλαμβάνει τερατώδεις
διαστάσεις.
Να φανταστείς ότι το νησί
έχει πληθυσμό 35.000 κατοίκους -ίσως και λιγότερους-, ενώ διαθέτει 150.000
κλίνες. To
καλοκαίρι, λοιπόν, όσοι ζουν από τον τουρισμό βρίσκονται σε υπερδιέγερση.
Όσοι
-όπως εσύ κι άλλα μέλη των Μικρών Περιπλανήσεων- δε βιώνουν την τουριστική
υπερδιέγερση, πώς αξιολογείτε την κατάσταση από άποψη δυνατοτήτων και
ερεθισμάτων;
Δεν υπάρχουν δεκάδες
εστίες αντίστασης εδώ. Το κλίμα είναι λιγάκι πεθαμενατζίδικο. Λίγα νέα παιδιά
καταλαβαίνουν τι τους γίνεται. Ίσως στα νησιά των Κυκλάδων η κατάσταση να είναι
διαφορετική.
Παρ’ όλα αυτά εσείς επιμένετε να υπάρχετε: αρχικά ως μουσική παρέα, κατόπιν ως δισκογραφημένη μουσική παρέα.
Έχουν
πια περάσει τριάντα χρόνια από εκείνο το «ζεστό» σας ντεμπούτο που τόσους
συγκίνησε και συγκινεί. Πώς νιώθεις το πέρασμα του χρόνου, κατ’ αρχάς σε
δημιουργικό επίπεδο;
Αισθάνομαι ένα «γέμισμα».
Γκρεμίστηκε μέσα μου το κόμπλεξ της «επαρχιωτίλας». Είμαι ένας άνθρωπος ο
οποίος συμμετέχει σ’ ένα συγκρότημα που μπορεί να σηκωθεί να πει τα τραγούδια
του όπως κάποιο προερχόμενο από την Αθήνα.
Αυτό το κόμπλεξ
γκρεμίστηκε με τη βοήθεια του Νίκου Παπάζογλου. «Τι κάνετε εκεί;» μάς ρωτούσαν φίλοι από την Αθήνα, όταν κυκλοφόρησε
ο πρώτος μας δίσκος.
Συντονίσαμε το βήμα μας
με άλλους ανθρώπους που εκτιμούμε πάρα πολύ- αυτή είναι η ωραιότερη πλευρά της
υπόθεσης.
Επιπλέον, δεν έχουμε
«βαρύνει» καθόλου ώστε να θέλουμε να σταματήσουμε.
Δεν
υποστήκατε, άλλωστε, ποτέ την πίεση την οποία βιώνουν όσοι βιοπορίζονται από τη
μουσική.
Εξαιρετική επισήμανση.
Ποτέ δε βιοποριστήκαμε από τη μουσική. Καθένας και καθεμιά είχε τη δουλειά
του/της. Εγώ ακόμα δουλεύω με τα χέρια μου.
Με
τι ασχολείσαι στην «κανονική» καθημερινότητά σου;
Πρωτοδούλεψα ως μαρμαράς.
Λόγω των περιστάσεων τώρα ασχολούμαι με εργασίες που έχουν να κάνουν με το
ξύλο.
Είμαι ο γηραιότερος -αλλά
όχι ο ομορφότερος- των Μικρών Περιπλανήσεων. Όταν συναντήθηκε ο πρώτος πυρήνας,
ο Λεωνίδας Κουλίτσης ήταν εφοριακός.
Αυτή
κι αν είναι ασυνήθιστη επαγγελματική ιδιότητα για μέλος μουσικού συγκροτήματος!
(Γέλιο). Το ίδιο και η
σύντροφός του. Ο Χρήστος Γαμβρέλλης ήταν δάσκαλος, διορισμένος στη Νίσυρο. Ο
αδερφός μου ο Μάνθος ήταν επίσης μαρμαράς, αλλά στη συνέχεια καταπιάστηκε με
πιο ελαφριές εργασίες.
Ποτέ δε θέσαμε ως στόχο
να δώσουμε δέκα συναυλίες για να ζήσουμε για κάποιο διάστημα. Το 1995 μάλιστα,
όταν μας ζητούσαν να εμφανιζόμαστε πιο συχνά, είχαμε απαντήσει ότι δεν
μπορούσαμε, δεν αντέχαμε αυτό το βάρος.
Μόνο
όταν νιώθατε πως θέλετε να βγάλετε κάτι από μέσα σας και να το παίξετε ζωντανά.
Ποτέ υπό πίεση. Υπήρξαν
περιπτώσεις που μας καλούσαν να παίξουμε κι είχαμε αρνηθεί γιατί είχαμε κάτι
άλλο να κάνουμε.
Αγαπάμε τη μουσική, είναι
κομμάτι της ύπαρξής μας, αλλά ορισμένα πράγματα αξιολογούνται διαφορετικά. Να
ανεβοκατεβαίνεις στην Αθήνα για μια καριέρα που είναι τόσο επισφαλής; Δεν ξέρω.
Το
ότι «μαστορεύεις» στίχους και μουσικές δε μου φαίνεται αποσυνδεδεμένο από την
ενασχόλησή σου με το μάρμαρο και το ξύλο.
Νομίζω πως η
τραγουδοποιία και η στιχουργική είναι χειρωνακτικές δουλειές. Με τον ίδιο τρόπο
που λειαίνεις το μάρμαρο ή το ξύλο «λειαίνεις» τη μουσική και τον στίχο.
Γιατί
ονομαστήκατε «Μικρές Περιπλανήσεις»;
Eίναι πολύ απλό. Γύρω στο 1991-92
-πριν κάνουμε τον δίσκο με τον Νίκο- ήταν να παίξουμε στη Ρόδο, μετά από
πρόσκληση του εξαιρετικού Ροδίτη φίλου και μουσικού, Τάκη Βούη.
«Τι να γράψω στις αφίσες της συναυλίας, ρε παιδιά; Δεν έχετε όνομα; Να
βάλω “Τα παιδιά από την Κω”;» μάς είχε ρωτήσει. «Αυτό μην το κάνεις», του είχαμε απαντήσει. Χρησιμοποίησε, λοιπόν,
το «Μικρές Περιπλανήσεις». Αυτός είναι ο «νονός».
Ο
όρος «περιπλάνηση» κρύβει μυστήριο και καλλιεργεί προσδοκίες.
H λέξη «περιπλάνηση» είναι όντως
εξαιρετική, πρόκειται για κάτι που κάνεις χωρίς σχέδιο και νόημα. Αυτό,
άλλωστε, δεν είναι πολύ κοντά στη ζωή του κάθε ανθρώπου;
Επωμίζεσαι
σχετικά μεγάλο, κατ’ αναλογία, βάρος των στίχων.
Μερικές φορές είναι λίγο
μεγαλύτερος ο χώρος που καταλαμβάνω. Κάποτε παίζαμε σ’ έναν όμορφο χώρο στην
Κω, σ’ ένα μπαρ. «Να σου πω κάτι εσένα
που είσαι αρχηγός», μου είχε απευθυνθεί κάποιος από το κοινό.
«Αρχηγούς δεν έχουμε εδώ», του είχα απαντήσει. Ποτέ δεν τέθηκε το
θέμα αν τα τραγούδια του Νίκου ήταν πέντε και του Λεωνίδα ήταν τρία.
Οπότε
συνέβαινε τυχαία.
Όλα γίνονται με κόπο αλλά
και φόβο μήπως δεν πετύχουν.
Βαρύτητα τιτλοφορήσατε την καινούρια σας
δουλειά, τίτλος βαρύτερος κι από αυτόν των Μικρών Περιπλανήσεων που «συνεχίζουν να αντιστέκονται στη βαρύτητα, κοιτώντας ψηλά». Ζόρικη μου ακούγεται
αυτή η βαρύτητα.
Η Βαρύτητα «έσκασε» έτσι, ξαφνικά, χωρίς να υπάρχει κάτι στο μυαλό
μας. Το Βαλς της βαρύτητας,
μάλιστα, ξεκίνησε ως καλαμπούρι. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μουσικός ρυθμός του είναι
ένα χαρούμενο βαλσάκι.
Έφηβος έπαιζα βόλεϊ στην
ομάδα του εξαταξίου γυμνασίου. Ήμουν 55-56 κιλά, και «πετούσα». Τώρα, κάθε φορά
που ζυγίζομαι σε κάποιο φαρμακείο, βγαίνω βαρύτερος. Βλέπω σκαλωσιά και
τρομάζω. Έχω βαρύνει.
Αντλείς
και αντλείτε πολλή απόλαυση από τις ακανόνιστες ανά τα χρόνια συναυλίες σας;
Σας λείπουν όταν δεν υπάρχουν;
Καθ’ όλη τη διάρκεια του
εγκλεισμού λόγω κορονοϊού, μέσα σε κλίμα βαθιάς παρανομίας συναντιόμασταν στο
σπίτι μου, που βρίσκεται έξω από την πόλη, κάθε Τρίτη και παίζαμε μουσική, σαν
αντίστιξη σ’ όλο αυτό. Το είχαμε ανάγκη.
Ο Χρήστος, ο οποίος είναι
ο πιο συντηρητικός απ’ όλους μας, κρυφά ερχόταν και κρυφά έφευγε!
Τώρα
έχετε κάπως επανέλθει στις ζωντανές εμφανίσεις.
Γίνεται, «σαλεύει» κάτι.
Στις συναυλίες διαλέγω μια γυναίκα από το κοινό που λειτουργεί μέσα μου σαν την
Δουλτσινέα του Δον Κιχώτη, για να μπορέσω να «καμακώσω» τον ανεμόμυλο. Αυτό μου
δίνει ενέργεια, είναι κάτι άυλο.
Το
ακορντεόν, το οποίο τόσο χαρακτηριστικά «χρωματίζει» τον ήχο σας, ενσωματώθηκε
σ’ αυτόν από την αρχή;
Ο λόγος είναι κι εδώ
πεζός. Ο Χρήστος «έσκασε» κάποτε σ’ ένα ραντεβού μας μ’ ένα ακορντεόν. Εγώ τότε
έπαιζα μπουζούκι, ο Λεωνίδας κιθάρα και μας άρεσε η μελωδία αυτού του οργάνου.
Γενικότερα,
συνθέτετε και παίζετε τη μουσική που απολαμβάνετε να ακούτε;
Το εύρος των προτιμήσεών
μου στη μουσική είναι πολύ μεγάλο. Ακούω πολλή κλασική μουσική, πολύ
περισσότερο όμως ρεμπέτικα. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να κλαίει με τα
μικρασιάτικα τραγούδια.
Τα τραγούδια μας
προκύπτουν από άλλα τραγούδια που ακούσαμε χιλιάδες φορές σαν μέσα από τον
άνεμο, αλλά είναι βιωμένα. Ίσως επειδή είμαστε κακοί μουσικοί τα παίζουμε
παραλλαγμένα!
Η μουσική είναι μεγάλη
ιστορία. Είναι εξίσου μεγάλη ιστορία να καταλαβαίνεις αν ένα τραγούδι που
βγάζεις αξίζει να το πεις στον φίλο ή την φίλη σου ή να το πετάξεις. Αν ένα
τραγούδι είναι «στον αέρα», το παρατάμε.
Η
αλήθεια και η συγκίνηση του αφτιασίδωτου και του βιωμένου εξασφαλίζει τη
διαχρονική απήχηση πολλών από τις δουλειές σας, νομίζω.
Εσύ που έχεις ακούσει
αρκετά από τα τραγούδια μας, θα δεις ότι έχει ανοιχτεί ένας δρόμος από τον
πρώτο δίσκο μας. Ο τελευταίος απέχει πολύ από εκείνον, όπως κι εμείς με τη
σειρά μας έχουμε μεγαλώσει, και παίζουμε καλύτερα.
Ας
περιπλανηθούμε, λοιπόν, στον χώρο και τον χρόνο την Πέμπτη, 9 Μαρτίου, στη μουσική
σκηνή Σφίγγα στα Εξάρχεια.
Θέλω να έρθεις να σε
γνωρίσουν και τα παιδιά, και να πιούμε ένα ποτήρι κρασί!
Ευχαριστώ
θερμά τον Νίκο
Αρμπιλιά για την απολαυστική
κουβέντα και για την παραχώρηση της
φωτογραφίας του συγκροτήματος που συνοδεύει
το κείμενο.
Το CD
των
Μικρών Περιπλανήσεων Βαρύτητα
κυκλοφορεί από τους Στρόγγυλους Δίσκους.
Οι Μικρές Περιπλανήσεις εμφανίζονται
ζωντανά στη μουσική σκηνή Σφίγγα (πεζόδρομος Κιάφας 13, Εξάρχεια)
την Πέμπτη 9 Μαρτίου, στις 9 το βράδυ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου