Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

Μαχμούτ Φαζίλ Κοσκούν: «Δεν κάνω ταινίες για να δώσω απαντήσεις»


Εμπνεόμενος από τα πραγματικά γεγονότα ενός αποτυχημένου πραξικοπήματος στην Τουρκία των αρχών της δεκαετίας του ’60, ο ταλαντούχος Τούρκος σκηνοθέτης Μαχμούτ Φαζίλ Κοσκούν παραδίδει με Το Διάγγελμα, το οποίο απέσπασε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στην ενότητα Ορίζοντες του φετινού Φεστιβάλ Βενετίας, μια μαύρη κωμωδία με «άρωμα» παραλόγου. Η ταινία προβάλλεται στο πλαίσιο των 24ων Νυχτών Πρεμιέρας παρουσία του σκηνοθέτη. Κουβεντιάζοντας μαζί του.

Το Διάγγελμα, η τελευταία σου ταινία, η οποία προβλήθηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα στην ενότητα Ορίζοντες του 75ου Φεστιβάλ Βενετίας αποσπώντας το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής, βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Είχες την πρόθεση να προβείς σε ένα παραλληλισμό ανάμεσα στην πολιτική κατάσταση της Τουρκίας των αρχών της δεκαετίας του ’60 με τη σημερινή, αν και με ελλειπτικό τρόπο, ή αποσκοπούσες σε κάτι ευρύτερο;

Ξεκινήσαμε να γράφουμε το σενάριο τέσσερα χρόνια πριν και ποτέ δεν είχαμε την πρόθεση να προβούμε σε ένα παραλληλισμό μεταξύ της σημερινής πολιτικής κατάστασης στην Τουρκία και εκείνης της δεκαετίας του ’60. Ήθελα βεβαίως να φτάσω μακρύτερα από κάτι τέτοιο. Ο στόχος μας ήταν να κάνουμε μια ταινία για να καταλάβουμε την ψυχή της Τουρκίας, τα παιχνίδια ισχύος, το πώς οι ιδεαλιστές θα χάσουν στο τέλος- η φυσική ροή τελικά κερδίζει. 



Στη δήλωση του σκηνοθέτη αναφέρεις ότι δεν ήθελες να πάρεις θέση ή να κρίνεις τι συνέβαινε. Σε ποιο βαθμό είναι δυνατό, ή ακόμα κι επιθυμητό, για έναν σκηνοθέτη να παραμένει ένας αποστασιοποιημένος παρατηρητής/σχολιαστής, ιδίως όταν αποτελεί κομμάτι του περιβάλλοντος, το οποίο σχολιάζει κινηματογραφικά;

Δεν κάνω ταινίες για να δώσω απαντήσεις. Δεν είμαι πολιτικοποιημένος σκηνοθέτης, και δεν έχω συνταγή. Μισώ την προπαγάνδα μέσω του σινεμά. Είναι στ’ αλήθεια δύσκολο να παραμείνεις σκηνοθέτης ή καλλιτέχνης χωρίς να παίρνεις θέση, καθώς όλοι σε περιμένουν να διαλέξεις πλευρά σε μια ιδιαιτέρως πολωμένη χώρα. Θα ήταν πολύ βολικό να είχα διαλέξει πλευρά, ωστόσο.

Το Διάγγελμα είναι μια θανατηφόρα σοβαρή κωμωδία -μια τραγικωμωδία, αν προτιμάς- του παραλόγου. Είναι το παράλογο μια από τις κυρίαρχες δυνάμεις στη σύγχρονη Τουρκία;

Δεν αφορά μόνο τη σημερινή Τουρκία, το παράλογο βρίσκεται εδώ για καιρό, νομίζω. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος έχουμε, πιστεύω, αυτή τη μοναδική αίσθηση του χιούμορ. Οι Τούρκοι συχνά λένε: «Είναι μια πολύ διασκεδαστική χώρα, εκτός κι αν είσαι πολίτης της». 



Επιπλέον, σε ένα ασφυκτικό και καταπιεστικό πολιτικό κλίμα πόσο απαιτητικό είναι να παρακάμπτεις τη λογοκρισία, ιδίως όταν καταπιάνεσαι με πολιτικά ζητήματα;

Μπορώ να μιλήσω για την εμπειρία μου. Δεν αντιμετώπισα κανένα απολύτως εμπόδιο στο να κάνω αυτή την ταινία. Κανένας δε με κάλεσε, ούτε ήθελε να του διαβάσω το σενάριο. Δεν παρακολούθησαν το φιλμ. Το Υπουργείο Πολιτισμού το υποστήριξε.

Η ταινία σου είναι εξαιρετικά στιλιζαρισμένη, ποτέ, όμως, σε βάρος της δραματουργίας ή της αφήγησης. Πώς κατορθώνεις να διατηρείς αυτή την αξιοθαύμαστη ισορροπία;

Το εκλαμβάνω ως κομπλιμέντο, σ’ ευχαριστώ. Γράψαμε το σενάριο καθώς το στιλ του φιλμ διαμορφωνόταν. Το σενάριο είναι γραμμένο κατ’ αυτό τον τρόπο. Πιστεύω πως το στιλ είναι λίγο πιο σημαντικό από το κείμενο. Αλλά ποτέ δεν ξεχνώ τον “Macguffin” (σημ.: εύρημα που λειτουργεί ως «πυροδότης» της πλοκής). 



Το κινηματογραφικό σου ντεμπούτο μυθοπλασίας Το λάθος κομποσκοίνι προβλήθηκε στην ενότητα Ματιές στα Βαλκάνια του 50ού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 2009, ενώ η τελευταία θα κάνει την πανελλήνια πρεμιέρα της στο 24ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας. Εντοπίζεις τις οποιεσδήποτε ομοιότητες ή διαφορές ανάμεσα στην ελληνική και την τουρκική κινηματογραφική παραγωγή;

Ναι, η πρώτη μου ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Υπήρξε σπουδαία εμπειρία. Πραγματικά μου άρεσε το Φεστιβάλ και η πόλη. Έκανα δύο ακόμα φιλμ έκτοτε. Πιστεύω πως υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στον τουρκικό και τον ελληνικό πολιτισμό. Δεν ξέρω πολλά για το ελληνικό σινεμά, γνωρίζω όμως, ασφαλώς, ορισμένες πολύ καλές ελληνικές ταινίες. Η εταιρεία πωλήσεων της ταινίας μας, η Heretic Outreach, είναι ελληνική κι είμαι πολύ ευτυχής που δουλεύω μαζί τους.

Η ταινία του Μαχμούτ Φαζίλ Κοσκούν Το Διάγγελμα προβάλλεται την Παρασκευή 21 (κινηματογράφος Άστορ, 20:15) και το Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου (κινηματογράφος Δαναός 2, 21:30) στο πλαίσιο του τμήματος Festival Darlings του 24ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας παρουσία του σκηνοθέτη.

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Blerta Zeqiri: “It is just unacceptable to forbid love”


The Marriage, the confidently directed, superbly acted and taboo-breaking debut feature film by Kosovar Blerta Zeqiri, narrates a gay love story set against the backdrop of a conservative society. We sat down with the director during the course of the 24th Sarajevo Film Festival, where her film was screened as part of the In Focus section, to enthusiastic audience acclaim.

Where did the initial inspiration for this very gutsy, emotionally generous film of yours come from?

Everything started from two friends of mine. The first was married with two children and only then his wife realized that her husband is gay. The other was gay and was dealing with all this pressure of society to get married and settle down. I was observing these two misfortunes happening in our society just because somebody else thought that there is only one of way of living your life. 



For me, it is just unacceptable to forbid love, because love is the most beautiful thing that we can have. To forbid it is crazy. I would totally understand if you forbade hatred. So, I felt that I must do something about this, especially because in our region and in Kosovar society there is not even one gay person that lives openly as such.

Is this the first Kosovar feature film dealing with this particular topic?

Yes. Maybe it is the first love story. It contains the first more explicit sex scene in our cinema and the first one that happens to be gay.

I am intrigued as to how it has been or will be received in your country.

We premiered in Tallinn Black Nights last year and immediately afterwards, in February, the film was released in Kosovo, because, first of all, we did it for our community. At the time we had plans to escape if things went wrong. I had plans to take my kids out of school in case something happened. However, when The Marriage was released, the most amazing thing occurred. It outsold the big blockbusters playing at that time. It was the most watched film during that month. And we didn’t receive any threats at all, only e-mails and SMSes of praise.



Given the social conservatism of Kosovar society and of other societies around the world with regard to LGBT issues, isn’t that a bit contradictory? How do you interpret this reception?

It is. We were super surprised and we still are, we don’t really understand what happened. We have a few explanations. We believe that we have targeted women for this film, and by targeting them, they really felt a connection with this love and didn’t view it as something bad. Consequently, when women embraced this film, then men didn’t have the urge to say that they hated it. During the sex scene we were told that some people would always leave the theater, 5 or so out of 150.

Moreover, every time extremist, violent things take place they are always orchestrated, because somebody wants to gain something out of this. In this particular momentum we were lucky not to have to face such a situation. (Laughs).

Politics aside, I wouldn’t be interested in having this conversation with you if The Marriage wasn’t a great film as such- the quality of its cinematic language, its direction, the acting. I assume this is equally important to you, and not simply to produce a film with a “message”.

Of course. In the beginning I had this idea, this message that I wanted to convey, but the script didn’t feel real. I was trying to make a gay love story, and thought to myself: “This is a love story, not a gay love story”. Then I changed the script completely. It was still the same story, the characters, however, were different. So, I went back to all the loves of my life and together with the co-writer, who is also my partner, we drew inspiration from a lot of things we had experienced. On top of that, the actors would come and bring their own love stories. I enjoyed working on it. It is a film about love and we did it with a lot of love. It’s a beautiful thing being part of such a process.



It’s equally beautiful and challenging to watch such terrific actors on the big screen, especially your male leads Alban Ukaj and Genc Salihu. Do you feel lucky to have had these partners in cinematic “crime”?

I was the luckiest and I had the time of my life! Working in this project is, maybe, the best thing I’ve done until now in terms of feelings and energy that was on set. They were attached to the project when we didn’t have anything written yet. We did this all together and they stayed, even during the first shitty drafts of the script. A lot came out of the improvisation sessions that we conducted.

There are films occasionally emerging from Kosovo- perhaps no more than 3 every couple of years, they are screened at festivals, some draw attention, some are awarded. How difficult is it for a filmmaker, especially a young and a debutant one from this country, to fulfill her dream?

We didn’t really have a cinematic tradition because of the war and prior to it there were few people doing films- and when they did, they were using crews from countries of ex-Yugoslavia, so we didn’t really have an industry. Everything started after the war and went slowly. In the beginning things were really bad. Now some new guys are at the Kosovo Cinematography Center and doing really great. The budget is bigger and they support a lot of projects. We still don’t have enough money, though. The maximum that they give is 200.000 Euros. At least now we have the possibility to make films. 



The very interesting thing is that a lot of women filmmakers are emerging. Following The Marriage, there are so many amazing films coming from women directors. There are 3 projects that I’m dying to watch on the big screen. You see a different touch, when most films in the Balkans and around the world are masculine, lacking the feminine hyper-sensitivity.

The political situation in Kosovo, however, is quite unstable, especially with all this ongoing discussion regarding the re-drawing of borders with Serbia. Does that affect you in terms of your creative endeavors?

To be honest, I don’t watch news. I removed all the things that are connected with politics from my Facebook profile. I don’t believe in borders, I don’t believe in nationalities, I think it’s total bullshit.

I agree. They affect us, though.

I know, and I hate that they do and I don’t know how to deal with it. It causes frustration to people, which, in turn, brings all the bad things- wars and the rest. I just can’t be a part of it. It doesn’t matter which side I choose. The minute you’re part of it, you’re part of it.

You try to fight against all these through your work.

That’s what I try to do.



Which doesn’t mean that your film is a political statement.

Everything is political.

It has such elements. It has also had a thriving festival life so far. Where is it travelling next?

It’s still travelling and I’m travelling with it. It has been sold to half of the world.

Will it ever “land” on Greek shores?

I hope it will!

Photos credit: Yannis Kontos.

I would like to warmly thank Blerta Zeqiri for taking the time to engage in this conversation during the course of the 24th Sarajevo Film Festival.

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018

Νινέττο Ντάβολι: «Ο Παζολίνι δε φοβήθηκε ποτέ το σύστημα, κι αυτή ήταν η δύναμή του»


Ηθοποιός «σύμβολο» του «αιρετικού» και αντισυμβατικού δημιουργού Πιερ Πάολο Παζολίνι, ο στενός συνεργάτης και φίλος του Νινέττο Ντάβολι επισκέφτηκε την Αθήνα στο πλαίσιο του αφιερώματος «Pier Paolo Pasolini, Ο μεγάλος αιρετικός», το οποίο διοργανώνει η Ταινιοθήκη της Ελλάδος από τις 12 μέχρι και τις 20 Σεπτεμβρίου. Τον συναντήσαμε.

Γιατί πιστεύετε ότι ο Πιερ Πάολο Παζολίνι σας επέλεγε περισσότερο για ρόλους κωμικούς, κάπως ναΐφ; Λόγω αυτού του πηγαίου, αθώου χαμόγελου, το οποίο διατηρείτε μέχρι και σήμερα;

Κατ’ αρχάς, αυτή είναι μια ερώτηση που θα έπρεπε να θέσουμε στον Πιερ Πάολο Παζολίνι!

Μακάρι να μπορούσαμε!

Νομίζω, λοιπόν, πως ο Πιερ Πάολο θεώρησε ότι αντιπροσώπευα μια κατηγορία ανθρώπων που τύγχαναν της εύνοιάς του, οι οποίοι του ήταν συμπαθείς. Άνθρωποι που διακρίνονται από αγνότητα, απλότητα, καθαρότητα. Αυτό ενδεχομένως είδε σε μένα και σ’ αυτό το συμπαθητικό, ενδεχομένως αστείο, πρόσωπό μου. Είδε, επομένως, τον σωστό άνθρωπο για να εκπροσωπήσει τον κόσμο του, τον κόσμο που εκείνος ήθελε να περιγράψει.

Εγώ, κατά βάθος, είμαι ντροπαλός, παρά το ότι καταφέρνω να καμουφλάρω αυτή τη συστολή, την οποία ενδεχομένως νιώθω και έχω, με την επιθετικότητα που διακρίνει τα νιάτα, μιλώντας πάντα για το παρελθόν. Νομίζω, άρα, πως ο Πιερ Πάολο είδε σε μένα την εσωτερική ευαισθησία που με χαρακτηρίζει κι αυτή θέλησε να χρησιμοποιήσει και να εκμεταλλευτεί, με την καλή έννοια του όρου.

Πόσο καθοριστική υπήρξε, λοιπόν, η συμβολή του Πιερ Πάολο Παζολίνι στην εισαγωγή σας στον κόσμο του σινεμά και στη διαμόρφωσή σας ως ανθρώπου και ως ηθοποιού;

Δε θα μιλούσα για συμβολή όσο για μια βεβαιότητα. Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι με επέλεξε, δηλαδή, πολύ συνειδητά και με μεγάλη βεβαιότητα για να εκπροσωπήσω τον κόσμο του, τον κόσμο της αθωότητας αλλά και με εκείνο το πονηρό βλέμμα των νιάτων, τον οποίο ανέκαθεν ονειρευόταν κι έβλεπε να χάνεται. Όλη αυτή η εμπειρία υπήρξε γα μένα κάτι το απόλυτα φυσιολογικό, γιατί ουσιαστικά υποδύθηκα τον εαυτό μου, αυτό που ακριβώς είμαι. Ουσιαστικά, στις ταινίες του Παζολίνι υποδυόμουν τον εαυτό μου.

Όπως είναι γνωστό, στην εποχή του ο Παζολίνι δεν ήταν αποδεκτός από την πλειονότητα των θεατών και το μεγαλύτερο τμήμα της ιταλικής κοινωνίας, υπέστη αυστηρή κριτική και πολεμική, του υποβάλλονταν μηνύσεις. Πώς αντιμετώπιζε ο ίδιος αυτές τις αντιδράσεις; Με στωικότητα, με υπομονή;

Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι είχε αυτό το ελάττωμα, αν μου επιτρέπεται ο όρος. Εξέφραζε πάντοτε αυτό το οποίο σκεφτόταν κι επιθυμούσε, και στον κινηματογράφο και στην ποίησή του. Μισήθηκε κι αγαπήθηκε. Μισήθηκε περισσότερο απ’ ό,τι αγαπήθηκε όμως, τελικά. Αυτή την κατάσταση ο ίδιος τη βίωνε πολύ ήρεμα. Στωικά, όπως αναφέρατε κι εσείς. Δέχτηκε 37 μηνύσεις, αλλά πάντα έβγαινε νικητής από αυτή τη διαδικασία. Ήταν, λοιπόν, ήρεμος, ποτέ δε σκέφτηκε ν’ αλλάξει πορεία. Συνέχισε, με το δικό του τρόπο, μέχρι τέλους. Δε φοβήθηκε ποτέ το σύστημα, κι αυτή ήταν η δύναμή του.

Πολλές φορές ήρθα σε αντιπαράθεση μαζί του. Διαφωνούσα με κάποια πράγματα που έγραφε κι εξέφραζα αυτή μου τη διαφωνία. Παρόλα αυτά, εκείνος, με απόλυτη ηρεμία πάντα, μου εξηγούσε ορισμένα πράγματα και στο τέλος συνειδητοποιούσα πως είχε δίκιο.

43 χρόνια μετά τη δολοφονία του Παζολίνι, το ενδιαφέρον από διαφορετικές γενιές ανθρώπων για το έργο και την προσωπικότητά του αυξάνεται. Πώς ερμηνεύετε το γεγονός αυτό;

Αυτά που αφηγείτο και έγραφε ήταν έννοιες αρκετά περίπλοκες για τους κοινούς ανθρώπους. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν, λοιπόν, να τον κατανοήσουν ή, ενίοτε, δεν ήθελαν να τον κατανοήσουν. Αυτό συνέβαινε και σε πολιτικό επίπεδο- και από την Αριστερά κι από τη Δεξιά. Γιατί, άρα, υπάρχει σήμερα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ενδεχομένως και μεγαλύτερη αποδοχή,  για την προσωπικότητα και το έργο του; Γιατί ο κόσμος συνειδητοποίησε ότι όλα όσα είπε και έκανε ήταν η πραγματικότητα. Ο Παζολίνι μίλησε για πράγματα που σήμερα επαληθεύονται και είναι απτά, καθημερινά γεγονότα. Συνειδητοποιούν, λοιπόν, οι άνθρωποι πως ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, χρόνια πριν, είχε δίκιο.

Τι συμβαίνει με τους νέους; Οι νέοι στις μέρες μας καταλαβαίνουν περισσότερο τον Παζολίνι, γιατί έχουν μια διαφορετική κουλτούρα. Καταφέρνουν, επομένως, να κατανοήσουν περισσότερο κάποια πράγματα. Από την άλλη, εντυπωσιάζονται από την προσωπικότητά του, γιατί υπήρξε ένας άνθρωπος, ο οποίος, πριν από τόσα χρόνια, είχε το θάρρος και το σθένος να πει και να υποστηρίξει όσα είπε κι υποστήριξε. Αυτό το θάρρος, το κουράγιο του είναι για τους νέους μια αποκάλυψη που προκαλεί δέος και θαυμασμό.

Μια τελευταία ερώτηση. Τι σας λείπει περισσότερο από τον Πιερ Πάολο Παζολίνι;

O φίλος!

Ευχαριστώ θερμά την Ευάννα Βενάρδου, υπεύθυνη Γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας του αφιερώματος, τον κ. Giorgio Cristoforidis, Ακόλουθο Τύπου της Πρεσβείας της Ιταλίας στην Αθήνα, και την κ. Ρωξάνη Βλάμη, διερμηνέα, για την καθοριστική συμβολή τους στην πραγματοποίηση της συνέντευξης με τον Νινέττο Ντάβολι.

Περισσότερες πληροφορίες για το αφιέρωμα στον Πιερ Πάολο Παζολίνι, το οποίο συνεχίζεται μέχρι και τις 20 Σεπτεμβρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, μπορείτε να αναζητήσετε στο http://pasolini.tainiothiki.gr/ .

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2018

Leila Aboulela: “I write focusing on what I know rather than on the issues that grab the headlines”


Cairo-born and Aberdeen-based, Leila Aboulela is one of the most distinctive and powerful Muslim voices in contemporary British literature. In conversation with her, on the occasion of the recent publication of her latest collection of short stories, Elsewhere, Home.

Elsewhere, Home, comprising 13 short stories, most of which were previously published either individually or in your collection Coloured Lights, serves as an ideal introduction to your work on all levels.  Why did you decide to include these stories in a single book?

As Coloured Lights had been out of print for some years, I wanted to bring back the strongest of the stories and combine them with newer ones that I had written more recently. The stories are not presented in the order they had been written. However, the very early stories such as The Ostrich and Coloured Lights are characterized by a sense of acute homesickness and alienation. In a subsequent stage of my writing life, the stories involved fraught interactions between the Sudanese and British characters such as in The Museum, Majed and Something Old, Something New. In the most recent stories, The Circle Line and Pages of Fruit, the characters are citizens of the world, moving comfortably between countries. 



Whereas you’ve written 4 novels, this is just your second collection of short stories. I’ve always tended to consider writing short stories as a more demanding and painstaking process. Do you agree?

One short story can have the same “work”, i.e. technique and skills, as a whole novel. Certainly, a whole collection such as Elsewhere, Home is denser in process, thinking and creativity than any of my novels. When I first started writing, I concentrated on the short story. Then, I started writing novels interrupted by the occasional short story. After my third novel Lyrics Alley, I returned to the short story, as it provides more freedom and more room to experiment.

The novel is a much bigger investment and I tend to be cautious before starting a new one, whereas I can start a short story as soon as I have an idea for one, without much hesitation. 

Despite having been written over the course of almost 20 years, these 13 stories display a remarkable stylistic, thematic and tonal unity and cohesion, highlighting the individual’s need, search and longing for home in an often hostile and contradictory world. Has this issue been one of your major concerns both as a person and as a writer?

Since moving from Sudan to Scotland in my mid-twenties, I’ve been interested in this theme of migration, homesickness and belonging. In 1990, I arrived in Aberdeen with a 4 year-old son and a two-week old baby. My husband worked off-shore on the North Sea oil rigs and I was often left alone to cope in a culture and climate I knew very little about! I was very homesick for Khartoum and it was not easy to make friends. However, this difficult experience was what turned me into the writer I am today. For the first time in my life, I started to write fiction.  



Perhaps this is the essence of my country, what I miss most. Those everyday miracles, the poise between normality and chaos. The awe and the breathtaking gratitude for simple things. A place where people say, ‘Allah alone is eternal’”, your hero in The Ostrich exclaims. What do you miss the most in contemporary Britain and Scotland?

Everything- the visuals, the people, my sense of belonging. I can’t pinpoint exactly what I am missing! The writing is a way of answering this question.

And how crucial as a spiritual, intellectual and psychological “navigator” your Muslim faith is?

From the beginning of my career I had wanted to write about Islam as a faith and about Muslims who, with varying degrees of success, are engaged with their faith. I wanted to put Islam in English literature. Over the past decade the media interest in Islam has focused on terrorism and the veil; for me, the challenge is to resist explaining, defending or getting pulled into an agenda set by others. I write without looking over my shoulder, focusing on what I intimately know rather than on the issues that grab the headlines.



In times simultaneously characterized by rising islamophobia worldwide and a surge in Islamist fundamentalism, do you feel that your work achieves to shed a different, more profound light on what it means to be a Muslim nowadays, building “bridges” of empathy and mutual understanding?

I do hope so. When I first arrived in Britain and came into contact with the Muslim community, my reaction was one of admiration. I was inspired by how Muslim immigrants in Britain were working so hard to preserve their religion and to pass it on to their children. These were people who were poor, subjected to racism, and marginalized in British society and yet they strived to establish mosques, to make Islamic education available, to acquire Muslim burial grounds etc. 

After September 11 and more recently the radicalization of Muslim youth, there are even more challenges and conflicts facing minorities. My work reflects this world and the conventional (i.e. neither liberal nor fundamentalist) Muslims who exist within it. 

What do you think of the Brexit-in-progress, by the way?

It is disappointing that so many people voted for what is ultimately harmful to their own country. If people don’t know what is best for them or are irrational or easily manipulated in their voting behavior, then this casts doubts on democracy itself.  


Returning to your literary work, what astonishes me the most is the depiction of your characters in all their fragility and contradictions. To what extent do they constitute a fictional reworking of real-life people you’ve met over the years?

They are rarely exact replicas of real-life people though of course they are inspired by real people. Often -but not always- I do know the real person who inspired the character but, at the same time, I treat them as distinctive and separate. My loyalty is always with the needs of the story and its characters rather than a faithful rendering of the real-life people on whom the characters were based upon. Even though my characters are complex and full of contradictions, real people are even more complicated, unpredictable and often difficult to pin down. There has to be an artistic distance between fictional characters and real people. 

If Elsewhere, Home was ever to be adapted for the big screen, I would envision Mike Leigh as its director- and not least because of his trademark warm humanity and humor. Would that make sense to you?

I find it difficult to imagine film adaptations of my work! I think it would be many years before this happens. But who knows, I might be wrong. 



As far as I know, your work is little known in Greece. Would you be interested in reaching out to the Greek readers?

Yes, I would certainly be interested in reaching out to Greek readers. Actually, my first novel The Translator was translated into Greek many years ago. Thank you for this interview.

You may read more about Leila Aboulela and her work in her personal website.

Photo credit: © Copyright Frederique Cifuentes, July 2018.

I would like to warmly thank Elizabeth Briggs, Editor and Marketing Manager at Saqi Books, Telegram and The Westbourne Press, for her valuable contribution to the conduction of the interview with the author.

Leila Aboulela’s Elsewhere, Home is published by Saqi Books.

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

Μαριάμ Ματζιντί: «Η γραφή δεν ανακουφίζει, ενέχει μια μόνιμη ένταση»


Το παθιασμένο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά της Ο Μαρξ και η κούκλα, ένα χειμαρρώδες χρονικό της παιδικής ηλικίας, της εξορίας και της σχέσης της με τη μητρική και την «υιοθετημένη» της γλώσσα, χάρισε στην συγγραφέα του, την Ιρανο-Γαλλίδα Μαριάμ Ματζιντί, το Βραβείο Γκονκούρ Πρώτου Μυθιστορήματος. Συνομιλώντας μαζί της, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.

«Ξεθάβω τους νεκρούς γράφοντας. Αυτή λοιπόν είναι η γραφή μου; Η δουλειά ενός νεκροθάφτη απ’ την ανάποδη», αποκαλύπτεις σε ένα από τα κεφάλαια του πρώτου σου μυθιστορήματος Ο Μαρξ και η κούκλα. Υπό αυτή την έννοια, αισθάνεσαι ότι η δουλειά ενός συγγραφέα μοιάζει με εκείνη ενός αρχαιολόγου ή ενός ανθρωπολόγου;

Ναι, στη σχέση που έχει η γραφή με το παρελθόν και τη μνήμη. Πιστεύω πως σου επιτρέπει να σκάβεις, να κατανοείς σκάβοντας, να ανακινείς το παρελθόν και να δημιουργείς ένα σύνδεσμο μεταξύ τριών χρονικοτήτων: του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Παραθέτω αυτό που έλεγε ο Έλληνας ποιητής Σεφέρης: «Αν θες να καταλάβεις, σκάβε πάντα στο ίδιο μέρος». Ξαναβρίσκουμε αυτή την εικόνα σ’ έναν νεκροθάφτη που ξεθάβει, που σκάβει, που αφυπνίζει τους νεκρούς και το παρελθόν, κι αυτό για να πολεμήσει τη λήθη και την αδράνεια της σκέψης.

Ο Μαρξ και η κούκλα λειτουργεί ως ένα χρονικό της ανακάλυψης κι εκ νέου ανακάλυψης του εαυτού σου, καθώς και της συμφιλίωσης με τις καταβολές σου, την μητέρα σου, τη μητρική και την «υιοθετημένη» γλώσσα σου, και τους αγαπημένους σου. Έγινες πιο ώριμη και σταθερή ως άτομο μέσω της διαδικασίας της συγγραφής;

Δεν πιστεύω πως έγινα πιο ώριμη ή σταθερή με τη γραφή. Δεν πιστεύω, εξάλλου, σε μια «θεραπευτική λειτουργία» της γραφής. Αν ήθελα να γίνω πιο ώριμη και σταθερή στη ζωή μου, μάλλον θα πήγαινα να δω έναν ψυχαναλυτή ή μια ψυχαναλύτρια. Η γραφή δεν ανακουφίζει, ενέχει μια μόνιμη ένταση, αυτή του να είσαι σε μια επιφυλακή, και μια ψύχωση, αυτή του να γράφεις ξανά και ξανά με το φόβο του να μην μπορέσεις να το ξανακάνεις. Βλέπεις ότι δεν υπάρχει καμιά γαλήνη.

Ο Μαρξ και η κούκλα είναι ένα μυθιστόρημα πρώτα και κύρια, αυτό που με πίεσε να γράψω δεν είχε καμία σχέση με κάποια προσωπική συμφιλίωση. Ένα μονάχα πράγμα με πίεσε να γράψω: πώς να διηγηθώ αυτή την παιδική ηλικία κι αυτή την εξορία; Πώς να δώσω φωνή σ’ αυτούς και σ’ αυτές που έχουν εξαφανιστεί;

Κι οι δύο γονείς σου υπήρξαν στρατευμένοι κομμουνιστές σε δύσκολους καιρούς, και πλήρωσαν βαρύ τίμημα για τις επιλογές τους. Σε ποιο βαθμό έχεις επηρεαστεί από την οπτική τους στη ζωή πολιτικά, ηθικά ή υπό την έννοια μιας συνολικής ευαισθησίας;

Οι γονείς μου με έμαθαν από πολύ μικρή να είμαι ουμανίστρια και να νοιάζομαι για τους άλλους. Με ευαισθητοποίησαν στην αδικία αυτού του κόσμου και στην αναγκαιότητα να διορθώσουμε αυτό τον κόσμο. Αυτό είναι το πιο σημαντικό κομμάτι από όσα μου άφησαν.

Αν και το δηκτικό χιούμορ ποτέ δε λείπει από τη γραφή σου, πραγματικά διαπρέπεις στο κεφάλαιο όπου αναφέρεσαι στον Ομάρ Καγιάμ και τη ρηχή γοητεία που ασκεί στους «Δυτικούς» αυτό που γίνεται αντιληπτό ως ο «εξωτικός άλλος». Συνέλαβες το συγκεκριμένο κεφάλαιο ως μια ανακουφιστική κωμική ανάπαυλα;

Φυσικά, αυτό το κεφάλαιο ήταν ένας τρόπος να γελοιοποιήσω τους «οριενταλιστές» και τον εαυτό μου. Γέλασα πολύ γράφοντάς το. Επίσης, διαβάζοντάς το στους φίλους μου γελάσαμε πολύ. Το χιούμορ είναι ένα δυνατό όπλο κριτικής και αποδοκιμασίας. Εδώ, πρόκειται για τον εξωτισμό και για την αναγωγή μιας ταυτότητας σε ένα κλισέ, το κλισέ της Ανατολίτισσας. Κοροϊδεύω επίσης τον εαυτό μου που συμμετέχει σε αυτή την επιχείρηση κλισέ κι εξωτισμού.

«Το μόνο πράγμα που καταφέραμε να διατηρήσουμε είναι η ποίησή μας και αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που πρέπει να σωθεί απ’ το Ιράν», δηλώνει, αφοριστικά, ένας οδηγός ταξί στην Τεχεράνη σε ένα από τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου σου. Συμφωνείς; Μπορεί η ποίηση να σώσει ζωές, γενικότερα;

Δεν πιστεύω ότι η ποίηση μπορεί να σώσει ζωές. Πιστεύω πως η ποίηση δίνει μια γεύση, ένα άρωμα, ένα ιδιαίτερο χρώμα στη ζωή. Μας επιτρέπει να ζούμε ανοίγοντας τα μάτια μας, τα αυτιά μας, την καρδιά μας, είναι μια έντονη παρουσία στον κόσμο. Γιαυτό και νομίζω ότι πρέπει να τη σώσουμε, να την προστατέψουμε, να τη μεταδώσουμε στις επόμενες γενιές.

Υπό το φως της ανησυχητικής ανόδου της Ακροδεξιάς στη Γαλλία και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και των φονταμενταλιστικών ισλαμιστικών ομάδων, νιώθεις ότι οι αξίες που συνοψίζονται στο διάσημο τρίπτυχο μότο «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα» έχουν ολοκληρωτικά διαβρωθεί; Και, αν ναι, πώς μπορούν να ανακτηθούν;

Οι καιροί είναι δύσκολοι. Η Ευρώπη γίνεται ολοένα και πιο εθνικιστική, ρατσιστική και, ας το παραδεχτούμε, φασιστική. Αυτό δεν κάτι καινούριο. Πάντα υπήρχαν εθνικιστικά και φασιστικά κινήματα στην Ευρώπη. Είναι τα κύματα της Ιστορίας και μια από τις αναντίρρητες συνέπειες του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό που με σοκάρει είναι αυτή επανάληψη της Ιστορίας. Δεν παίρνουμε κανένα μάθημα από το παρελθόν. Είναι βαθιά θλιβερό. Οι ανθρωπιστικές αξίες είναι πάντα εδώ και δε νομίζω ότι έχουν σβήσει ολοκληρωτικά, αλλά πρέπει να παλεύουμε χωρίς σταματημό γι’ αυτές:  διαδηλώνοντας, αγανακτώντας, γράφοντας, καταθέτοντας, καταγγέλλοντας- ο καθένας πρέπει να εκπληρώνει το καθήκον του.

Ο Μαρξ και η κούκλα σου πρόσφερε διεθνή φήμη κι αναγνώριση και το σημαντικό Βραβείο Γκονκούρ Πρώτου Μυθιστορήματος. Θα παρατήσεις τώρα τη διδασκαλία των γαλλικών σε ξένους, ή το να είσαι δασκάλα και συγγραφέας είναι αλληλοσυμπληρούμενες διαδικασίες;

Έπρεπε να σταματήσω τη δουλειά μου για κάποιους μήνες εξαιτίας της εντατικής προώθησης του μυθιστορήματός μου. Δεν μπορούσα να κάνω και τα δύο ταυτόχρονα. Αλλά θα ξαναγυρίσω στη δουλειά μου της καθηγήτριας σύντομα. Μαρέσει να διδάσκω γαλλικά και να βρίσκομαι σε επαφή με τους μαθητές μου. Δεν αντιλαμβάνομαι τη γραφή ως επάγγελμα. Η διδασκαλία είναι το επάγγελμά μου. Η γραφή είναι κάτι άλλο. Είναι μια ανάγκη, μια αναπνοή, ένα πάθος, μια τέχνη, αλλά όχι ένα επάγγελμα.

Η φωτογραφία της Μαριάμ Ματζιντί είναι του Grégory Augendre-Cambon.

Ευχαριστώ θερμά την Αγλαΐα Κομνηνού για τη μετάφραση των απαντήσεων της συγγραφέως από τα γαλλικά.

To μυθιστόρημα της Μαριάμ Ματζιντί Ο Μαρξ και η κούκλα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.