Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Elizaveta Stishova: «Οι Κιργίζιοι έχουν πολύ ελεύθερη φύση, κι αυτό μου αρέσει»


Το εθνογραφικό σινεμά συναντά τον κοινωνικό ρεαλισμό και την ηθογραφία στο αναζωογονητικά ανοίκειο, γυρισμένο στο Κιργιστάν, και βραβευμένο στο Κάρλοβι Βάρι Suleiman Mountain, μεγάλου μήκους ντεμπούτο μυθοπλασίας της Ρωσίδας σκηνοθέτριας Elizaveta Stishova, που μας επισκέπτεται, μαζί με την ταινία της, στο πλαίσιο του 31ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου στις 30 Νοεμβρίου. Κουβεντιάζοντας με την σκηνοθέτρια.

Μιας και το Suleiman Mountain είναι η δεύτερη ταινία σου, μετά το μικρού μήκους The Seagull, που γυρίζεται στο Κιργιστάν, τι σε συναρπάζει περισσότερο σ’ αυτή χώρα, στους ανθρώπους, στα ήθη και τα έθιμά της;

Με συνάρπασαν οι άνθρωποι στο στούντιο που ήταν ολοκληρωτικά ερωτευμένοι με το σινεμά και ο τρόπος δουλειάς όχι για λεφτά, αλλά για το θαύμα. Έτσι αποκαλούν τον κινηματογράφο. Οι ηθοποιοί, εξάλλου, είναι ενδιαφέροντες για μένα. Μιλούν διαφορετικές γλώσσες, τις οποίες ελάχιστα γνωρίζω, αλλά κατανοώ αυτή την ενέργεια. Προφανώς με γοήτευσε το φυσικό περιβάλλον, που είναι όμορφο.

Είναι η μόνη χώρα στην Κεντρική Ασία της οποίας οι κάτοικοι προσπαθούν κάπως να ζουν με δημοκρατικό τρόπο.

Το έχουν καταφέρει ή είναι στο σωστό δρόμο;

Είναι αστείο, γιατί έχουν μια επανάσταση κάθε πέντε χρόνια, αν ο Πρόεδρος δε φύγει από τη χώρα. Είναι περικυκλωμένοι από δικτατορίες. Οι Κιργίζιοι έχουν πολύ ελεύθερη φύση, κι αυτό μου αρέσει.



Το βουνό Σουλεϊμάν έχει κάποια ιδιαίτερη θρησκευτική ή άλλη σημασία;

Πιστεύω ότι πρόκειται για ισλαμική παράδοση, σύμφωνα με την οποία εκεί βρίσκεται ο θρόνος του Σουλεϊμάν, του βασιλιά Σολομώντα. Εκεί έκατσε κι έκλαψε, και τα δάκρυά του εξακολουθούν να βρίσκονται στις σπηλιές. Επίσης, βάσει της παράδοσης, αν μια γυναίκα δεν μπορεί να κάνει παιδιά ή κάποιος υποφέρει από πόνους στη μέση και κυλιστεί στο βράχο, θεραπεύεται.

Η αρχική ιδέα για την ταινία πώς γεννήθηκε;

Η σεναριογράφος βρισκόταν στα γυρίσματα του μικρού μήκους φιλμ μαζί μου κι ανακαλύψαμε πολλά ενδιαφέροντα στη χώρα. Για παράδειγμα, μέναμε σ’ ένα ξενοδοχείο όπου ένας άντρας είχε δύο γυναίκες, οι οποίες ήταν φίλες και δούλευαν στην Τουρκία.

Αυτή είναι μια κατάσταση που δε βλέπουμε στη Μόσχα. Ξέρουμε ότι κάποιος μπορεί να έχει μια ερωμένη κι η σύζυγός του μπορεί να το ξέρει ή όχι, αλλά δε συμβαίνει με τον ίδιο τρόπο. Στο Κιργιστάν δεν επιτρέπεται από την κυβέρνηση, αλλά γίνεται αποδεκτό από την κοινωνία.

Έπειτα, ανακαλύψαμε τα παιδιά που περιφέρονται χωρίς κανέναν. Είναι απλώς στους δρόμους μερικές φορές. Από τη μία, αυτό αποπνέει μεγάλη ελευθερία, από την άλλη είναι λίγο επικίνδυνο. Συγκεντρώσαμε, λοιπόν, μερικές ιστορίες, τις συζητήσαμε και δημιουργήσαμε την οικογένεια της ταινίας. Αρχικά η ιστορία ήταν πολύ σκληρή, αλλά σταδιακά εξελίχτηκε σε τραγικωμωδία, γιατί ήθελα να υπάρχει κάποιο ίχνος χιούμορ.



Διαθέτουν οι Κιργίζιοι υποκριτική παράδοση στον κινηματογράφο; Χρησιμοποίησες επαγγελματίες κι ερασιτέχνες ηθοποιούς;

Ο πρωταγωνιστής, ο ηθοποιός που υποδύεται τον Καραμπάς, δεν κατάγεται από το Κιργιστάν, αλλά το Καζακστάν, όπου είναι πολύ δημοφιλής. Είναι ένα είδος σταρ εκεί. Η πρωταγωνίστρια είναι επίσης επαγγελματίας. Για τη νεότερη είναι η δεύτερη ταινία της. Το αγόρι είναι ένα αγόρι!

Ως προς την κινηματογραφική υποκριτική, έχουν ρωσική και σοβιετική παράδοση, γιατί κατά τη σοβιετική εποχή το Κιργιστάν υπήρξε κομμάτι της Σοβιετικής Ένωσης, γι’ αυτό και το στούντιό του ιδρύθηκε το 1941 εν μέσω πολέμου και πολλοί καλοί Ρώσοι επαγγελματίες τοποθετήθηκαν εκεί, για να γυρίσουν φιλμ και να διδάξουν στους ντόπιους. Έχουν, λοιπόν, τη δική μας παράδοση, καθώς και θεατρική.

Από τη μία αυτό είναι καλό, από την άλλη όχι, γιατί δε μου αρέσουν ορισμένες πτυχές της ρωσικής κινηματογραφικής παράδοσης. Γι’ αυτό και όταν δουλεύεις με κάποιον θεατρικό ηθοποιό χρειάζεται να αποβάλει το θεατρικό στοιχείο. Χρησιμοποίησα, έτσι, πολλούς μη επαγγελματίες. Ήταν, για μένα, καλύτεροι από τους ηθοποιούς του θεάτρου.

Σε κάθε περίπτωση, φαντάζομαι πως όλοι απόλαυσαν τη συμμετοχή τους στην ταινία σου.

Στην πραγματικότητα όχι. Μας μισούσαν.

Επειδή προέρχεστε από τη Ρωσία;

Όχι, όχι. Επειδή η διαδικασία ήταν πολύ μακρά, διήρκεσε τρεις μέρες. Δε μας άντεχαν άλλο. Μετά την 44η λήψη οι άνθρωποι συνήθως σε μισούν. (Γέλια).



Αντιμετώπισες, γενικά, αρνητικές αντιδράσεις εξαιτίας της ρωσικής σου καταγωγής;

Έχουν λίγο διαφορετική παράδοση από άλλες χώρες, γιατί νομίζουν ότι ο Λένιν τούς έσωσε τη ζωή, σε αντίθεση με τον Τσάρο που τους σκότωνε συνέχεια. Νομίζουν πως ήταν καλός τύπος. Δεν είναι, λοιπόν, εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, όπως συμβαίνει στις χώρες της Βαλτικής. Δεν υπήρξε, επομένως, τέτοιο πρόβλημα για μένα.

Αν, όμως, εμφανιστείς στο Κιργιστάν σαν μεγάλος λευκός άνθρωπος που νομίζει ότι βρίσκεται στο σπίτι του, μπορεί να μπλέξεις σε μπελάδες. Κι αυτό συμβαίνει μερικές φορές στους Ρώσους.

Πολιτικοποίησες τη διαδικασία απονομής βραβείων στο Κάρλοβι Βάρι εκφράζοντας την πρόθεσή σου να δωρίσεις τα δικά σου στους ηλικιωμένους γονείς των Όλεγκ Σέντσοφ και Κίριλ Σερεμπρένικοφ. Ένιωθες ηθική υποχρέωση;

Ένιωθα έτσι για ένα ολόκληρο μήνα. Βλέποντας τις ρωσικές τελετές απονομής, αναρωτιόμουν: «Γιατί δεν τις σταματάς, γαμώτο;» Δε θεωρούσα ότι ήταν καλή ιδέα να λαμβάνει κάποιος βραβεία σ’ αυτή τη χρονική στιγμή. Δεν είναι κάτι ευχάριστο, ούτε μπορούμε να κάνουμε πάρτι, γιατί είναι πολύ κακό αυτό που συμβαίνει. Σκεφτόμουν να πω: «Ας δημιουργήσουμε μια παράδοση, να μην αποδεχόμαστε βραβεία, γιατί είναι λάθος μας αυτό που συμβαίνει και πρέπει να το πολεμήσουμε». Αλλά το ξέχασα.

Δε θα γίνει, βεβαίως, παράδοση, αλλά ήταν κάτι που μπορούσα να κάνω, γιατί είμαι δειλή προσωπικότητα, και δεν πηγαίνω συνήθως σε συναντήσεις, επειδή φοβάμαι μήπως με βάλουν φυλακή για 15 μέρες. Δεν το θέλω. Νιώθω, λοιπόν, λίγη θλίψη για τον εαυτό μου, γι’ αυτό και χρειαζόταν να κάνω κάτι που μπορούσα.



Υπήρξαν κάποιες συνέπειες στους μήνες που ακολούθησαν;

Όχι. Είμαι, ξέρεις, κάπως ξένη για το ρωσικό σινεμά. Δε γύρισα την ταινία μου στη Ρωσία, αλλά στο Κιργιστάν, και νομίζουν ότι κατάγομαι από εκεί, όχι ότι είμαι κομμάτι της Ρωσίας. Ποτέ δεν έλαβα χρήματα από το Υπουργείο Πολιτισμού. Δυο φορές ζητήσαμε για το Suleiman Mountain, και δε μας έδωσαν.

Πώς διαχειρίστηκες το ζήτημα της χρηματοδότησης;

Είχαμε πολλά προβλήματα. Τους ιδιωτικούς πόρους τη μια μέρα τους έχεις, την άλλη όχι, γιατί η πηγή χρηματοδότησης άλλαξε γνώμη. Δεν μπορείς να τις ελέγξεις. Η παραγωγός μου δανείστηκε πολλά από άλλους παραγωγούς, κι ακόμα ξεπληρώνει τα χρέη. Δεν μπορούσαμε, εξάλλου, να λάβουμε ευρωπαϊκούς πόρους, γιατί δεν είμαστε Κιργίζιοι.

Σκέφτεσαι να γυρίσεις μια ταινία στη Ρωσία;

Γράφουμε το σενάριο ενός φιλμ που θα γυριστεί σε μια μικρή πόλη στα Ουράλια. Δε νομίζω ότι θα έχουμε πρόβλημα. Αλλά δεν ξέρω. Θα το ανακαλύψω.

Ποια είναι η γνώμη σου για το σύγχρονο ρωσικό κινηματογράφο;

Γίνεται πιο δυνατός σε σχέση με το πώς ήταν μια δεκαετία πριν, για παράδειγμα. Αν έχουμε αρκετή κρατική χρηματοδότηση, θα γινόμαστε ολοένα και καλύτεροι. Αλλά όλα αλλάζουν στη Ρωσία ανά πάσα στιγμή, οπότε δεν μπορείς να βασιστείς σ’ αυτό. Τώρα, όμως, το σινεμά της κινείται προς ενδιαφέρουσα κατεύθυνση.

Τι ξέρεις για το ελληνικό σινεμά;

Όχι πολλά, αλλά ελπίζω να μάθω στην Αθήνα!

Ευχαριστώ θερμά την Evgeniya Chulkova από την εταιρεία διανομής/πώλησης του φιλμ Antipode Sales and Distribution για την καθοριστική συμβολή της στη διεξαγωγή της συνέντευξης.

Η ταινία της Elizaveta Stishova Suleiman Mountain προβάλλεται στο πλαίσιο του Διαγωνιστικού Τμήματος του 31ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου την Παρασκευή 30 Νοεμβρίου, 20:00, στον κινηματογράφο Τριανόν, Κοδριγκτώνος 21 & Πατησίων 101, παρουσία της σκηνοθέτριας.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Oντζάκι: «Αυτό κάνω, μεταβιβάζω ιστορίες και παραμύθια και αναμνήσεις»


Μυθιστοριογράφος, ποιητής, σκηνοθέτης και ζωγράφος, ο Αγκολέζος Οντζάκι (Ντάλου ντε Αλμέιντα) είναι από τους πιο ταλαντούχους Αφρικανούς καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς. Γραμμένο σε γλώσσα ανεπιτήδευτη κι απολαυστική, το Καλημέρα σύντροφοι, το αυτοβιογραφικό πρώτο του μυθιστόρημα που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά, συνιστά μια διαπεραστική και νοσταλγική ματιά στην Αγκόλα της εφηβείας του. Συνομιλώντας με τον συγγραφέα.  

Από τότε που ξεκίνησες τη λογοτεχνική σου σταδιοδρομία επέλεξες να χρησιμοποιείς το ψευδώνυμο «Οντζάκι», το οποίο σημαίνει «πολεμιστής». Για ποιο πράγμα -ή εναντίον ποιου πράγματος- πολεμάς;

Δεν είναι κάτι σπουδαίο. Υποτίθεται ότι θα ονομαζόμουν Oντζάκι, κι έπειτα οι γονείς μου άλλαξαν γνώμη. Όταν ξεκίνησα να ζωγραφίζω και να γράφω, ξαναγύρισα σ’ αυτό το όνομα, έβγαζε νόημα για μένα. Είμαι πολύ ευτυχής που μπορώ να «είμαι» περισσότερα από ένα άτομα. Περισσότερα από δύο. Νομίζω πως όλοι πρέπει να έχουμε αυτό το δικαίωμα.

«Γνωρίζω με βεβαιότητα ότι η δουλειά του ανθρώπου δεν είναι παρά ένα μακρύ ταξίδι να ανακτήσει, διαμέσου των παρακαμπτηρίων της τέχνης, τις δύο ή τρεις σπουδαίες κι απλές εικόνες που πρώτες απέκτησαν πρόσβαση στην καρδιά του», δήλωσε κάποτε ο Καμύ. Με το Καλημέρα σύντροφοι είχες την πρόθεση να ανακτήσεις, κι ίσως να διατηρήσεις, κάποιες από εκείνες τις εικόνες, τα συναισθήματα και τις μυρωδιές;

Νομίζω ότι είναι ένα παλιό παιχνίδι... Το να λες ιστορίες είναι ένα παλιό έργο που επιτελούν οι άνθρωποι. Αν το επιτελούν σωστά; Δε νομίζω πως μπορούμε να το ξέρουμε αυτό. Μπορούμε να προσπαθήσουμε. Προσπαθώ. Προσπαθώ να λέω ιστορίες, στις οποίες προσθέτω μυρωδιές, εικόνες, βλέμματα, φιγούρες και σχέδια. Ένας τρόπος να το θέτεις είναι, ναι, ότι προσπαθούμε να τα διατηρήσουμε όλα αυτά. Ο άλλος είναι πως «λες ξανά». Και το «ξανά» είναι πάντα η δεύτερη, τρίτη, τέταρτη εκδοχή.

Συνεχίζεις να αφηγείσαι εκδοχές της πραγματικότητας, ή εκδοχές ενός παραμυθιού, οποιουδήποτε κομματιού της Ιστορίας, κι όλοι τείνουμε να νομίζουμε ότι πρόκειται για «νέα» εκδοχή. Ίσως δεν είναι. Ίσως η κάθε εκδοχή είναι μια παλαιότερη εκδοχή που επιστρέφει για να επισκεφτεί τον κόσμο. Ίσως ο χρόνος κι ο χώρος ακόμα αναμένεται να κατανοηθούν από μας.

Νομίζω πως η λογοτεχνία, συμπεριλαμβανομένης της «προφορικής λογοτεχνίας», είναι μια ευαίσθητη μορφή τέχνης... Απαιτεί ορισμένες ευαίσθητες ικανότητες: να διατηρείς, ναι, να θυμάσαι, να μεταβιβάζεις και να κρατάς. Πιο πολύ μαγικές στιγμές, παρά γραπτές...

Αν και πολλοί πρωτοεμφανιζόμενοι μυθιστοριογράφοι τείνουν να παραγεμίζουν τη δουλειά τους με πληθώρα θεμάτων και λεπτομερειών, το Καλημέρα σύντροφοι επιδεικνύει αξιοσημείωτη αφηγηματική λιτότητα κι οικονομία. Πώς και δεν έπεσες στην ίδια παγίδα;

Δεν είχα το χρόνο... Ήταν ένα ψέμα... Ένας επιμελητής με ρώτησε αν είχα ένα βιβλίο καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνδεόμενο με την ανεξαρτησία της Αγκόλα. Κι είπα ψέματα. Είπα ότι είχα. Είπα πως το είχα μισογράψει. Πήγα, λοιπόν, σπίτι και άρχισα να ακολουθώ το ψέμα μου. Μόνο που κατέληξα να ανακαλύψω ότι δεν ήταν ψέμα: η παιδική ηλικία μου σχετιζόταν απολύτως με την ανεξαρτησία της χώρας μου. Με την οικογένειά μου. Τους φίλους μου, τους δασκάλους, με τα πάντα. Χαίρομαι που δεν είχα το χρόνο, γιατί νομίζω πως -τότε- είπα αρκετά για τη συγκεκριμένη ιστορία.

Επίσης, εκείνο το βιβλίο άνοιξε ένα παράθυρο για μένα- η ίδια μου η παιδική ηλικία ήταν ένα μεγάλο βιβλίο. Ακόμα το γράφω. Πρέπει να πω ότι νόμιζα πως τα κατάφερα καλύτερα με το Granma Nineteen and the Soviets Secret. Όχι επειδή είναι καλύτερο βιβλίο. Άλλωστε όλες οι παιδικές ηλικίες είναι έτοιμες να γίνουν σπουδαία βιβλία. Είναι το «πώς» τις αφηγείσαι που κάνει τη διαφορά. Αλλά γιατί βρήκα τον τρόπο και το ρυθμό που ήθελα σεκείνη την ιστορία. Βρήκα ένα καλύτερο τρόπο να μεταφέρω την ιστορία. Πάντα έχει να κάνει με το να τη μεταφέρεις σε κάποιον. Ήδη το είχα ζήσει. Το θυμάμαι με πολλή ελευθερία- πιστεύω στην «ελευθερία του να θυμάσαι»...

Μετά από αυτό, πρέπει να τη δώσω σε κάποιον: είτε σ’ ένα παιδί, στις ανιψιές μου, στον γιο μου, ή σε χιλιάδες αναγνώστες. Αυτό κάνω, μεταβιβάζω ιστορίες και παραμύθια και αναμνήσεις.

Το άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο του πρώτου σου μυθιστορήματος είναι, βεβαίως, η γλώσσα του, η οποία, χωρίς να φαντάζει επινοημένη, επιτηδευμένη ή στιλιζαρισμένη, κατορθώνει να μεταβιβάσει με οργανικό τρόπο την απόλυτη ουσία του να είσαι έφηβος στη Λουάντα και την Αγκόλα των τελών της δεκαετίας του ’80-αρχών της δεκαετίας του ’90. Κι όμως, το Καλημέρα σύντροφοι δεν είναι ένα «παιδικό» βιβλίο. Πες μου περισσότερα για την ίδια τη συγγραφική διαδικασία.

Ήταν ένα ταξίδι. Ήξερα ότι έπρεπε να πάω «εκεί» για τη γλώσσα, για το περιεχόμενο ασφαλώς, και για τη συναισθηματική υφή. Κι αυτή η τελευταία ήταν μια μεγάλη έκπληξη. Εννοώ, ήξερα πού πήγαινα, κι ήθελα να αναζητήσω, απλώς δεν ήμουν έτοιμος για τη συναισθηματική ανατροφοδότηση. Δεν «επέστρεψα» ο ίδιος. Δεν είχα συνειδητοποιήσει πως είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που επισκέφτηκα -μέσα μου- τους Κουβανούς δασκάλους, κάποια από εκείνα τα παιδιά, και κυρίως τον σύντροφο Aντόνιο.

Η αρχή ήταν εύκολη κι αστεία. Ήταν, όμως, πολύ δύσκολο να χειριστώ το τέλος του βιβλίου- η συγγραφή του με πήγε σ’ ένα παράξενο μέρος. Όχι μόνο γιατί ήταν το πρώτο μου «προσωπικό» μυθιστόρημα, αλλά και γιατί δεν ήμουν τόσο έτοιμος. Ήταν σημαντικό να γράψω γι’ αυτούς. Συνειδητοποίησα τότε ότι αυτό το βιβλίο θα «κλείσει» μόνο όταν βρω τον Άνχελ και την Mαρία. Τότε μπορώ να πεθάνω εν ειρήνη.

Θα έλεγες πως το συγγραφικό σου στιλ έχει εξελιχθεί μέσα από τα χρόνια;

Το ελπίζω... Μου είναι ακόμα πολύ δύσκολο να καταλάβω ποιο «στιλ» θα με βοηθήσει να βρω τον «τρόπο» να αφηγηθώ μια ιστορία. Δουλεύω προς διαφορετικές κατευθύνσεις, κι η γλώσσα επίσης μου λέει πού να πάω. Το ζήτημα είναι, ποτέ δεν είναι εύκολη κι ομαλή διαδικασία. Συνήθως είναι ένας εφιάλτης να κατανοήσω πώς, πότε και με ποια ένταση.

Υπάρχει ένα ορισμένο αίσθημα νοσταλγίας που κυριαρχεί στην αφήγησή σου, καθώς και μια αίσθηση «τέλους εποχής», τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Αναδρομικά, νιώθεις νοσταλγία για τη συγκεκριμένη περίοδο; Και πώς αντιμετώπισες εκείνο το «τέλος εποχής» όταν όντως συνέβη;

Νομίζω ότι είναι ανθρώπινο να αισθάνεσαι νοσταλγία για το παρελθόν. Όχι για το περιεχόμενό του, αλλά για το παρελθόν ως σύνολο, ως κάτι που «έφυγε». Συμβαίνει. Νιώθω λίγο αποσυνδεδεμένος από το παρόν. Πάντα έτσι ένιωθα. Η λογοτεχνία, λοιπόν, με βοήθησε να ταξιδέψω και να αποδεχτώ πως δεν ξέρω πάντα πώς να είναι να είμαι στο παρόν. Είναι γεγονός. Προσπαθώ, ακόμα προσπαθώ, αλλά μου αρέσει περισσότερο να βρίσκομαι νοερά στο παρελθόν, στις μέρες που πέρασαν, στα συναισθήματα του παρελθόντος, στις αλλοτινές στιγμές. Δε νομίζω, επομένως, ότι είμαι άνθρωπος του παρόντος. Αλλά αυτή είναι η κατάστασή μας, υποθέτω...

Απ’ όσο ξέρω, συνήθως ζούμε στο παρόν. Η λογοτεχνία σού δίνει, ωστόσο, εκείνη την όμορφη δυνατότητα: «κι αν»... Και ταξιδεύεις. Όταν διαβάζουμε ή γράφουμε, ταξιδεύουμε «έξω από» το παρόν. Νιώθω καλά εκείνες τις στιγμές. Νιώθω λιγότερο καλά όταν εξαναγκάζομαι να ζήσω στο παρόν. Γι’ αυτό μου αρέσουν τα παιδιά κι οι ηλικιωμένοι τόσο πολύ, έχουν έναν ξεχωριστό τρόπο να παρακάμπτουν το παρόν...

Η δουλειά σου εκτείνεται σε διαφορετικά δημιουργικά πεδία, συμπεριλαμβανομένων της λογοτεχνίας, της ποίησης, της σκηνοθεσίας και της ζωγραφικής. Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος;

Τα παραμύθια. Οι ιστορίες. Τον περισσότερο καιρό, βλέποντας πράγματα, διαβάζω. Και μερικές φορές, πριν κάτσω να γράψω, ήδη γράφω. Επομένως, όλα έχουν να κάνουν με τις ιστορίες, υποθέτω.

H πιο πρόσφατη δουλειά σου είναι, παρεμπιπτόντως, μια ποιητική συλλογή. Σε τι αφορά;

Μακάρι να μπορούσα να σου πω. Περιέχει απλά, πολύ απλά ποιήματα. Περιλαμβάνει μια μεγάλη ιστορία για ένα απόγευμα που πέρασα με τον παππού μου στη Λουάντα. Έχει ένα ή δυο πράγματα σχετικά με πρόσφατα γεγονότα στην Αγκόλα. Και ένα μεγάλο ποίημα που «έλαβα» μια νύχτα, πολύ καιρό πριν, για τους σκλάβους. Αλλά δεν είμαι σίγουρος σε τι αφορά το βιβλίο...

Γεννήθηκες στην Αγκόλα, μια πρώην πορτογαλική αποικία, σπούδασες στη Λισαβόνα και ζεις στη Βραζιλία. Νιώθεις πως αυτές οι ποικίλες ταυτοτικές αναφορές έχουν μια απελευθερωτική διάσταση, που μπορεί να λειτουργήσει ως απάντηση στα εντεινόμενα καλέσματα για κλείσιμο των συνόρων και σε πιο σαφώς προσδιορισμένα «έθνη-κράτη», υπό το φως των μεταναστευτικών ροών;

Πρέπει να πω ότι ζω στην Αγκόλα τώρα. Επέστρεψα το 2017 στη Λουάντα. Αλλά συνήθιζα να έρχομαι τόσο συχνά σπίτι, ώστε μου ήταν δύσκολο να πιστέψω πως ζούσα στη Βραζιλία. Αυτό στο οποίο εκείνα τα χρόνια με βοήθησαν πιο πολύ ήταν στην κατανόηση των διαφορών, των διαφορετικών πολιτισμικών αναφορών εκείνων των χωρών. Κατά κάποιο τρόπο πρόκειται για την ίδια γλώσσα, αλλά όχι για την ίδια κουλτούρα.

Τρεις ήπειροι, διαφορετικές θέσεις -και αντιθέσεις- στη διάρκεια των τελευταίων πέντε αιώνων. Όχι κάτι εύκολο να κατανοήσεις, όχι εύκολο να εξηγήσεις. Αλλά συνεχίζουμε να προσπαθούμε.

Photo credit (Oντζάκι): Elza fiúza/ABr.

Περισσότερες πληροφορίες για τον Oντζάκι στο προσωπικό του site.

Το μυθιστόρημα του Oντζάκι Καλημέρα σύντροφοι κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αιώρα.

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Ísold Uggadóttir: «Στην Ισλανδία ήμασταν σαν μισοκοιμισμένοι μέχρι την οικονομική κρίση»


Συνδυάζοντας την ανθρωποκεντρική ματιά με την κοινωνική ευαισθησία, η Ισλανδή σκηνοθέτρια Ísold Uggadóttir αφηγείται στην Ανάσα ελευθερίας, μεγάλου μήκους ντεμπούτο της μυθοπλασίας, την ιστορία της συνάντησης δύο γυναικών: μιας ανύπαντρης και άστεγης Ισλανδής μητέρας με το αγοράκι της και μιας παράτυπης μετανάστριας από τη Γουινέα-Μπισάου.

Έχοντας αποσπάσει τα βραβεία σκηνοθεσίας στο Σάντανς και κοινού στις 24ες Νύχτες Πρεμιέρας, η ταινία προβάλλεται από τις 22 Νοεμβρίου στους κινηματογράφους. Συζητώντας με την σκηνοθέτρια.

Ό,τι ενυπήρχε ως υπόσχεση στις μικρού μήκους ταινίες σου που έχω δει, σε μεγάλο βαθμό εκπληρώνεται στην Ανάσα ελευθερίας. Νιώθεις πως ωρίμασες αρκετά -σε κινηματογραφικό και προσωπικό επίπεδο- μέσα από τα χρόνια, ώστε να γυρίσεις την πρώτη μεγάλου μήκους δουλειά σου;

Απολύτως. Πέρασα πολύ καιρό προετοιμαζόμενη να γίνω σκηνοθέτρια. Αισθάνομαι, λοιπόν, ότι τόσο τα μικρού μήκους φιλμ όσο και οι σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης συνέβαλαν στη δημιουργία της μεγάλου μήκους ταινίας και στο ποια είμαι σήμερα, αν κι ένιωσα την όλη διαδικασία μακρά και κουραστική. Δρέπω, ωστόσο, τους καρπούς της.

Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στη Νέα Υόρκη έγινα μάρτυρας της οικονομικής κρίσης στην Ισλανδία εκ του μακρόθεν. Εκείνη την περίοδο, το φθινόπωρο του 2008, είχα μόλις ξεκινήσει το μεταπτυχιακό μου στη σκηνοθεσία. Κατά ειρωνικό τρόπο, λοιπόν, την ίδια στιγμή η ισλανδική κορόνα έχανε την αξία της. Την επόμενη τριετία όλη μου η δουλειά επηρεάστηκε από το θυμό που νιώθαμε στην ισλανδική κοινωνία. Αισθανόμασταν πως είχαμε παραπλανηθεί και προδοθεί.



Δεδομένου ότι συνδυάζεις την ανθρωποκεντρική ματιά με την κοινωνική ευαισθησία, ποια ήταν η αφετηρία του μεγάλου μήκους ντεμπούτου σου;

Μετά την ολοκλήρωση του μεταπτυχιακού, σκέφτηκα πως το μεγάλου μήκους ντεμπούτο μου θα αφορούσε στο θέμα της κρίσης, κι έτσι άρχισα να αναπτύσσω το χαρακτήρα μιας μητέρας με το παιδί της κι ενός γάτου, που καταλήγουν να μένουν σ’ ένα αυτοκίνητο. Με ενδιέφερε η φτώχεια.

Έχοντας πια φτάσει στο 2012, είχα αρχίσει να νιώθω την παρουσία προσφύγων στην Ισλανδία μέσα από τα Μ.Μ.Ε., κυρίως των αιτούντων άσυλο. Κάποιοι εξ αυτών παγιδεύονταν στην Ισλανδία μην μπορώντας να συνεχίσουν, αλλά ούτε και να γυρίσουν πίσω ή να πάρουν άσυλο. Ορισμένοι αυτοπυρπολούνταν ή ξεκινούσαν απεργία πείνας. Αυτό το δράμα έπρεπε να διαμοιραστεί με ένα μεγαλύτερο κοινό μέσω μιας ιστορίας.

Το δράμα των προσφύγων συνδέεται, εξάλλου, με δυσκολίες και προβλήματα που βιώνουν κι οι ίδιοι οι Ισλανδοί, όπως το στεγαστικό κι η φτώχεια.

Ήθελα να αποτυπώσω την τρέχουσα κατάσταση στην Ισλανδία σε επίπεδο μικρογραφίας, όχι απαραιτήτως μακροσκοπικά. Ήταν εύκολη απόφαση να συνδέσω αυτούς τους χαρακτήρες, μιας κι η ιστορία θα εκτυλισσόταν στην περιοχή του Κέπλαβικ στη Χερσόνησο Ρέικιανες. Η ταινία είναι γυρισμένη σε μια πρώην αμερικανική αεροπορική βάση, ενώ η περιοχή δε θεωρείται η πιο φανταχτερή, ούτε ένα μέρος όπου οι άνθρωποι επιλέγουν να ζήσουν.

Συνάντησα, εξάλλου, αιτούντες άσυλο κι έγινα εθελόντρια στο Ισλανδικό Ερυθρό Σταυρό. Δεδομένου ότι είχα αποφασίσει να καταπιαστώ με θέματα που έπρεπε να προσεγγιστούν με ευαισθησία κι αυθεντικότητα, δεν ήθελα να κάνω λάθη. 



Το κινηματογραφικό αποτέλεσμα δικαιώνει την ερευνητική διαδικασία. Πόσο αντιπροσωπευτικά του τρόπου που λειτουργεί η ισλανδική κοινωνία είναι τα ζητήματα τα οποία θίγεις;

Αστειευόμενη, λέω πως αυτή δεν είναι η καρτ-ποστάλ εκδοχή της Ισλανδίας. Αν και υπάρχει ευημερία στην Ισλανδία κι αλλού, οι πλούσιοι όντως γίνονται πλουσιότεροι κι η κατάσταση δυσκολεύει για τους φτωχούς. Το κόστος της στέγασης στην Ισλανδία ανεβαίνει τα τελευταία δέκα χρόνια λόγω του τουρισμού και του Airbnb. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 έχει τουλάχιστον πενταπλασιαστεί, κάτι που σίγουρα δε συμβαίνει αντίστοιχα με τους μισθούς. Kι αυτοί που πάντα χάνουν είναι αυτοί που δεν έχουν περιουσία. Το νιώθω κι η ίδια, δεν είμαι ιδιοκτήτρια.

Όλες σου οι δουλειές διακρίνονται για την παρουσία δυνατών γυναικείων χαρακτήρων. Αυτό συμβαίνει επειδή μπορείς να προσεγγίσεις καλύτερα τη γυναικεία νοοτροπία, ή αποτελεί αντανάκλαση της παρουσίας των γυναικών εντός της ισλανδικής κοινωνίας;

Νομίζω ότι όλα λειτουργούν υποσυνείδητα. Συχνά δε γνωρίζω γιατί κάνω τις επιλογές που κάνω. Για πολύ καιρό υπήρχε στην ισλανδική κινηματογραφική κοινότητα τεράστια έλλειψη τόσο πρωταγωνιστριών όσο και σκηνοθετριών. Κατά κάποιο τρόπο πολλοί απ’ τους χαρακτήρες που επινοώ είναι προεκτάσεις του εαυτού μου. Αν αναλύσω το ότι είναι δυνατοί υπό το πρίσμα ενός εξωτερικού παρατηρητή, σχετίζεται με το ποιες είναι οι Ισλανδές. 



Αποφασιστικές κι ανθεκτικές, και ταυτόχρονα ευάλωτες.

Είμαστε πολύ απομονωμένοι. Παλαιότερα, πριν εγκατασταθεί αεροπορική σύνδεση, ήταν πολύ δύσκολο να φτάσεις στην Ισλανδία. Οι Βίκινγκ που ήρθαν εδώ έπρεπε να είναι ανθεκτικοί, απλώς και μόνο για να επιβιώσουν. Ίσως είναι γονιδιακό θέμα, επομένως. Οι δε χειμώνες είναι δριμείς, οπότε ούτε ο καιρός είναι στο πλευρό μας.

Πόσο μάλλον οι κοινωνικές συνθήκες τα τελευταία χρόνια.

Ευχαριστώ την οικονομική κρίση για το γεγονός ότι είχαμε την ευκαιρία να εξασκήσουμε τις ικανότητές μας στη διαμαρτυρία, γιατί επί μεγάλο διάστημα πριν από αυτή την περίοδο -είμαι γεννημένη το 1975- δε θυμάμαι πραγματικές διαδηλώσεις ως νεαρή ενήλικη. Στην Ισλανδία ήμασταν όλοι σαν μισοκοιμισμένοι μέχρι την οικονομική κρίση. Πριν από αυτή, υπήρχε η οικονομική άνθηση που δεν έβγαζε νόημα. Ήταν όλη ψεύτικη.

Πώς κατάφερες να πετύχεις την άψογη σε δραματουργικό επίπεδο αλληλεπίδραση και ισορροπία ανάμεσα στους τρεις χαρακτήρες;

Το να βρω τους κατάλληλους ανθρώπους ήταν το βασικό. Είχα δει την Kristín Þóra Haraldsdóttir σε ένα θεατρικό έργο στην Ισλανδία πριν από κάποια χρόνια και είχα σκεφτεί πως ήταν εκπληκτική ηθοποιός. Για την Babetida Sadjo, που κατάγεται όπως κι η ηρωίδα από τη Γουινέα-Μπισάου αλλά ζει στις Βρυξέλλες, προσλάβαμε έναν Βέλγο διευθυντή κάστινγκ. Κατά τη διάρκεια των οντισιόν οι ηθοποιοί έγιναν οι χαρακτήρες. Ξέχασα ότι είχα γράψει το σενάριο, με συγκίνησαν απόλυτα οι ερμηνείες τους.



Το ίδιο συνέβη και με το αγοράκι, τον Patrik Nökkvi Pétursson. Τρεις βδομάδες πριν από τα γυρίσματα, εμφανίστηκε ξαφνικά. Δεν είχε ξαναπαίξει στο παρελθόν. Δουλειά του ήταν να αναζητήσει μια φανταστική γάτα. Το έκανε με τόσο βάθος και συντριβή, στα πρόθυρα του κλάματος, που με εντυπωσίασε.

Με την Babetida συνομιλήσαμε πολύ μέσω Skype και κάναμε αλλαγές στο χαρακτήρα της βασιζόμενες σε δικές της προτάσεις. Η Kristín, από την άλλη, έκανε πολλή έρευνα σχετικά με ανθρώπους που θεαραπεύονται από τοξικοεξάρτηση. Όταν πια αυτές οι δύο εκπληκτικές ηθοποιοί βρέθηκαν στο ίδιο δωμάτιο για να διαβάσουν και να παίξουν τις σκηνές, ήταν μια σημαντική στιγμή.

Εκτός από τις ανάσες ελευθερίας που οι ηρωίδες της ταινίας σου μοιράζονται, αντιλαμβάνεσαι το φιλμ και ως ένα κινηματογραφικό σχόλιο πάνω στην αλληλεγγύη ανάμεσα σε γυναίκες πέρα από κάθε λογής σύνορα;

Δεν ήταν μια στρατηγική επιλογή. Λειτούργησα περισσότερο με τη συναισθηματική πλευρά του εγκεφάλου μου. Το βασικό και για τις δύο είναι η επιβίωση και δεν μπορούσα να βρω χώρο για κάτι περισσότερο από αυτή και τον ανθρώπινο δεσμό, ο οποίος προέκυψε σταδιακά. Κατά κάποιο τρόπο έγραψα το σενάριο ανάποδα. Ήξερα τις τελευταίες και τις αρχικές στιγμές, κι έπειτα έπρεπε να βρω τον πιο οργανικό τρόπο να δημιουργήσω αυτό το δεσμό, χωρίς να το παρατραβάω.



Η δουλειά σου έχει παραλληλιστεί με εκείνη των Αδερφών Νταρντέν, γεγονός πολύ κολακευτικό. Αποτελούν σημείο αναφοράς για σένα;

Έχω επί μακρόν υπάρξει οπαδός των Αδερφών Νταρντέν, αλλά επιτρέποντας στον εαυτό μου λίγο περισσότερο λυρισμό, πιο ποιητική χρήση της κάμερας. Κι έπειτα ρεαλισμός, στο στιλ του Δόγματος. Μια από τις αγαπημένες μου σκηνοθέτριες είναι, εξάλλου, η Άντρεα Άρνολντ. Μια από τις πρώιμες δουλειές της, το μικρού μήκους Wasp, είναι από τις αγαπημένες μου. Συνοψίζοντας, έχω παραδοσιακά επηρεαστεί από το ρεαλισμό, στα όρια του ντοκιμαντέρ.

Aνάμεσα σε άλλες διακρίσεις διεθνώς, η Ανάσα ελευθερίας κέρδισε το βραβείο κοινού στις 24ες Νύχτες Πρεμιέρας.

Ενθουσιάστηκα πολύ, γιατί θαυμάζω πολύ αυτό το Φεστιβάλ. Γνωρίζω, άλλωστε, πως η Ελλάδα ξέρει καλά κι από πρώτο χέρι τόσο πολλά για την προσφυγική κρίση και τους αιτούντες άσυλο. Ένιωθα, λοιπόν, ένα φόβο αν σε μια τέτοια χώρα λειτουργεί το φιλμ για τους θεατές. Το γεγονός ότι το εκτίμησαν με ανταμείβει πολύ και με κάνει να αισθάνομαι πως βρίσκομαι στο σωστό δρόμο σκηνοθετώντας το.

H ταινία της Ísold Uggadóttir Ανάσα ελευθερίας προβάλλεται από τις 22 Νοεμβρίου στις αίθουσες σε διανομή της AMA Films.