Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

Ντομίνγκα Σοτομαγιόρ: «Μεγαλώνω μαζί με τις ταινίες μου»


Η γλυκόπικρη και νοσταλγική ανάπλαση της παιδικής και εφηβικής της ηλικίας σε μια αυτόνομη κοινότητα στους πρόποδες των Άνδεων βρίσκεται στον «πυρήνα» της τρίτης μεγάλου μήκους ταινίας μυθοπλασίας της Χιλιανής Ντομίνγκα Σοτομαγιόρ Πολύ αργά για να πεθάνουν νέοι, η οποία της χάρισε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο φετινό Φεστιβάλ του Λοκάρνο.

Το φιλμ προβάλλεται εκτός συναγωνισμού στο 59ο ΦΚΘ. Συναντηθήκαμε με την σκηνοθέτρια στο πλαίσιο του Φεστιβάλ του Σαράγεβο.

H παιδική κι η εφηβική ηλικία φαίνεται να σού ασκούν ιδιαίτερη γοητεία. Γιατί είναι τόσο σημαντικές για σένα;

Είναι παράξενο. Ποτέ δεν αποφασίζω τι είδους ταινία θα γυρίσω. Είναι μια αυθόρμητη διαδικασία. Αναζητώ εικόνες από όσα παρατηρώ και βιώνω, τις οποίες στη συνέχεια συνδέω. Μου αρέσει, εξάλλου, η καθαρότητα στο βλέμμα των παιδιών κι η περιέργειά τους, το γεγονός ότι δεν ξέρουν πώς να αυτοπεριοριστούν. Υπήρξα κι εγώ πολύ περίεργη ως μικρή. Μεγάλωσα σ’ αυτό το είδος κοινότητας όπου οι γονείς ήταν αληθινά ανοιχτοί, ούτε καν είχαμε τοίχους. Νομίζω πως μεγαλώνω μαζί με τις ταινίες μου.

Γιατί αποφάσισες να συμπεριλάβεις στο Πολύ αργά για να πεθάνουν νέοι αυτούς τους δύο συγκεκριμένους χαρακτήρες, της Κλάρας και της Σοφίας;

Υπάρχουν πολλά στοιχεία από μένα σε όλους τους χαρακτήρες. Ξεκίνησα με την ιδέα του φόβου του θανάτου. Θυμάμαι μια πολύ σκοτεινή νύχτα όταν ήμουν οκτώ χρονών, κατά τη διάρκεια της οποίας φοβόμουν μήπως πεθάνει κάποιος δικός μου. Ταυτόχρονα, θυμάμαι την πρώτη μου αγάπη, στα 15, όταν νιώθεις υπερβολικά εμμονικός με τον άλλο. Κατά παράξενο τρόπο, συνδέω τα δύο συναισθήματα στο ίδιο επίπεδο. Το φόβο του θανάτου και τον έρωτα στα 15. Η Κλάρα κι η Σοφία αισθάνονταν το ίδιο.

Η μεγαλύτερη πρόκληση, πάντως, ήταν πώς θα συνέδεα όλους τους χαρακτήρες μέσω μιας ενιαίας ψυχικής κατάστασης. Δεν πρόκειται, λοιπόν, μόνο για την Κλάρα και την Σοφία, αλλά για όλους. Ακόμα και τον σκύλο!

Το φιλμ σου έχει κάτι το ονειρικό, το άχρονο.

Μου αρέσει να μην καταλαβαίνεις το μέρος, το χρόνο, την απόσταση ανάμεσα στα σπίτια. Το σημείο εκκίνησης ήταν αυτή η παραδείσια ζωή, μακριά από τους κινδύνους της σύγχρονης ζωής και τη Δικτατορία. Την ίδια στιγμή, όμως, το να βρίσκεσαι σ’ αυτή την αυτοεξορία σε κάνει να έρχεσαι αντιμέτωπος με τη βασική ανθρώπινη πραγματικότητά σου.



Πόσο παρόμοια ήταν η κοινότητα όπου έζησες ως παιδί κι έφηβη με εκείνη που αναπαριστάς στο φιλμ;

Ήταν παρόμοια, αλλά ακόμα πιο σύνθετη, γι’ αυτό κι έπρεπε να την απλοποιήσω στην ταινία. Είναι δύσκολο να την περιγράψω. Το μέρος όπου χτίστηκε ήταν φτηνό εκείνη την εποχή κι αυτοί οι αστικής προέλευσης νεαροί και νεαρές μετακόμισαν εκεί αποφασίζοντας να ζήσουν υπό επισφαλείς συνθήκες. Όχι γιατί δεν μπορούσαν να βρουν ένα «κανονικό» σπίτι στην πόλη.

Κάποια ζητήματα είναι σημαντικά για μένα, όπως οι σχέσεις ανάμεσα στις γενιές. Δεν υπήρχαν όρια. Η μητέρα του Λούκας, η ζωγράφος, θυμάμαι ότι μου δίδασκε ζωγραφική όταν ήμουν οκτώ  και πάντα με ρωτούσε τη γνώμη μου για τους πίνακές της. Η φωνή μου είχε αξία για εκείνη. Πάντοτε βιώναμε αυτή την ψευδαίσθηση πως ήμασταν ενήλικες. Αλλά κι οι ενήλικες προσπαθούσαν να τα βγάλουν πέρα με τη ζωή τους.

Από την άλλη, υπήρχε διαρκώς μια δυσφορία, γιατί αυτό το μέρος δεν υπάρχει πλέον όπως το βίωσα.

Οι περισσότεροι άνθρωποι που ζούσαν σ’ αυτή την κοινότητα ήταν καλλιτέχνες;

Η μητέρα μου είναι ηθοποιός, υπήρχε αυτή η ζωγράφος. Έχτιζαν το σπίτι τους μόνοι τους, αν και δεν ήταν αρχιτέκτονες. Ήταν πολύ όμορφο που ζούσαμε εντός μιας διαδικασίας διαρκούς κατασκευής. Όταν γεννήθηκε ο αδερφός μου, προστέθηκε το δωμάτιό του, κι έπειτα ένας δεύτερος όροφος. Ήταν τρελό. (Γέλια).



Πόσα χρόνια έζησες εκεί;

Φτάσαμε όταν ήμουν τεσσάρων, το 1989, κι έμεινα με τους γονείς μου μέχρι τα 19 ή τα 20. Επρόκειτο για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου. Μου ήταν πολύ δύσκολο να φύγω. Η σχέση μου μ’ αυτό το μέρος είναι πολύ συναισθηματική.

Φαίνεται.

Ξέρω κάθε πέτρα και κάθε δέντρο του. Νιώθω μελαγχολία, επειδή έχει καταστραφεί. Αν κάνω παιδί, θα ήθελα να έχει μια ζωή σαν τη δική μου. Αλλά αυτό δεν είναι δυνατό, πλέον.

Εκτός από τη μελαγχολία, από το φιλμ αναδύεται κι ένα στοιχείο νοσταλγίας για τη βιωμένη εμπειρία.

Επέστρεψα με τον σύντροφό μου στην κοινότητα όταν ήμουν 27 σε ένα σπιτάκι, και τότε αποφάσισα να κάνω την ταινία. Χρειαζόμουν την απόσταση για να το καταφέρω. Μέχρι τότε ήμουν υπερβολικά συνδεδεμένη με το μέρος. Δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερη παιδική ηλικία, αλλά την ίδια στιγμή ήμασταν αναγκασμένοι να μεγαλώσουμε πολύ γρήγορα, γιατί οι γονείς μας ήταν πολύ νέοι κι ανώριμοι. Όχι υπερβολικά ενήλικες.

Γιατί δεν είναι προσβάσιμο το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο της περιόδου στην ταινία σου;

Πρώτον, γιατί νομίζω ότι ήταν κάπως έτσι. Ήθελαν να ξεχάσουν τη Δικτατορία, κανένας δε μιλούσε για τον Πινοτσέτ. Το φιλμ μου είναι πολιτικό με ένα πιο «υπόγειο» τρόπο. Δεύτερον, γιατί δεν είναι αυτή η αφετηρία του. Το πνεύμα της περιόδου εντοπίζεται, ωστόσο, στην ταινία. 



Όλοι οι ηθοποιοί σου μπλέκονται υπέροχα.

Η μητέρα μου με βοήθησε στο casting. Απλώς αναζητήσαμε παιδιά μέσα από την κοινότητα, γιατί ήθελα να αποτυπώσω κάτι αληθινό. Ακόμα και σήμερα, η κοινότητα έχει κάτι το ιδιαίτερο. Ο νεαρός που υποδύεται τον Λούκας είναι ένας τυπικός νέος από την κοινότητα. Έχει γεννηθεί εκεί και την αγαπάει.

Κι ο χαρακτήρας της ηθοποιού που υποδύεται την Σοφία;

Φίλη της συντρόφου του αδερφού μου. Τώρα βρίσκεται σε διαδικασία αλλαγής φύλου. Έχει ξεκινήσει να σπουδάζει μουσική, ασχολείται λίγο και με το μόντελινγκ, αλλά δεν είναι ηθοποιός. Όσο για τα παιδιά, δεν ήθελα να έχουν προηγούμενη υποκριτική εμπειρία οπουδήποτε. Ήταν κανόνας. Να είναι «παρθένα», να μην έχουν επίγνωση του πώς θα είναι. Άλλοι, είναι επαγγελματίες.

Παρόλα αυτά, ο συνδυασμός όχι μόνο λειτούργησε, αλλά σου απέφερε κι ένα ιδιαίτερου κύρους βραβείο, εκείνο της καλύτερης σκηνοθεσίας στο φετινό Φεστιβάλ του Λοκάρνο.

Ήμουν ευτυχής κι έκπληκτη που με επέλεξαν. Δεν περίμενα να κερδίσω κάτι. Δεν ξέρω αν το άξιζα, αλλά ήταν όμορφο. Αποκόμισα μεν το βραβείο σκηνοθεσίας, αυτό που έκανα, ωστόσο, ήταν να συνδυάσω το ταλέντο πολλών ανθρώπων. Ήταν μια συλλογική, «οικογενειακή» διαδικασία. Δε θα μπορούσα να γυρίσω το φιλμ μόνη μου. Ήμουν σίγουρη πως θα το έβρισκα στη διάρκεια των γυρισμάτων. 



Το σινεμά είναι ένα όπλο, και σ’ αυτή την περίπτωση άλλαξε πράγματα, τουλάχιστον στη ζωή όσων συμμετείχαν σ’ αυτό. Αυτό είναι το πιο σημαντικό βραβείο. Του χρόνου ανοίγω ένα μικρό σινεμά στη Χιλή. Ελπίζω, λοιπόν, αυτή η βράβευση να λειτουργήσει προωθητικά.

Λείπουν οι γυναικείες φωνές στο σύγχρονο νοτιοαμερικανικό, το ευρωπαϊκό σινεμά, και γενικότερα;

Δε θέλω να θεωρούμαι γυναίκα σκηνοθέτρια. Μου αρέσει το Γουέστερν της Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ, το Τόνι Έρντμαν, η Λουκρέσια Μαρτέλ, η Κλερ Ντενί, η Σαντάλ Άκερμαν. Υπάρχουν πολλές σκηνοθέτριες που μου αρέσουν πολύ. Πάντως, νιώθω πρωτίστως άνθρωπος, κι έπειτα γυναίκα και σκηνοθέτρια!

Η συνομιλία με την Ντομίνγκα Σοτομαγιόρ πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 24ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαράγεβο. Ευχαριστώ θερμά το Γραφείο Τύπου του Φεστιβάλ για τη συνδρομή του.

Η ταινία της Ντομίνγκα Σοτομαγιόρ Πολύ αργά για να πεθάνουν νέοι προβάλλεται, εκτός συναγωνισμού, στο πλαίσιο του 59ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης την Τρίτη 6 (20:30, Αίθουσα Φρίντα Λιάππα), την Τετάρτη 7 (19:00, Δημοτικό Θέατρο Συκεών) και το Σάββατο 10 Νοεμβρίου (17:30, Αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου