Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

Mahi Binebine: «Γύρισα στο σπίτι για να διαχειριστώ τους δικούς μας εξτρεμιστές»


Μια ετερόκλιτη ομάδα μεταναστών και μεταναστριών χωρίς χαρτιά ετοιμάζονται να μπαρκάρουν στο Γιβραλτάρ για μια καινούρια ζωή.

Κι ο Mahi Binebine, ο σπουδαίος Μαροκινός μυθιστοριογράφος, ζωγράφος και γλύπτης, τούς δίνει σάρκα και οστά στο μυθιστόρημα Χαρράγκα-Αυτοί που καίνε τα χαρτιά τους. Συνομιλώντας με τον συγγραφέα.

Μυθιστοριογράφος, ζωγράφος, γλύπτης, έχετε εξερευνήσει ακούραστα τη ζωή μέσα από διάφορες καλλιτεχνικές μορφές εδώ και δεκαετίες.

Πώς αλληλεπιδρούν αυτές οι μορφές έκφρασης και σε ποιο βαθμό σας διαμορφώνουν και σας αλλάζουν ως άτομο;

Υπάρχουν μέσα πιο ισχυρά από άλλα για να αφηγηθούμε δι’ αυτών τον κόσμο που μάς περιβάλλει.

Αν χρειάζεται ένα βιβλίο για να αφηγηθεί τη σκοτεινιά του ανθρώπου και τη ζωτική ανάγκη του για ειρήνη και ελευθερία, με λίγες πινελιές ο Πικάσο σχεδίασε ένα περιστέρι με ένα κλαδί στο ράμφος του, και τα είπε όλα.

Ένα αυτοσχέδιο σκάφος γεμάτο με τους καταραμένους του καιρού μας μπορεί, επομένως, να συγκινήσει περισσότερο από ένα μυθιστόρημα όπως το Χαρράγκα-Αυτοί που καίνε τα χαρτιά τους.

Τούτου λεχθέντος: δε θέλει ο Πικάσο!

Αν «ο ποιητής είναι ένας ενδιάμεσος μεταξύ του λογικού ανθρώπου και του τρελού», όπως λέτε, ποιος είναι ο ορισμός σας του μυθιστοριογράφου; Ή, μήπως, είναι κι ο μυθιστοριογράφος ένα είδος ποιητή;

Ο μυθιστοριογράφος είναι λιγότερο ελεύθερος από τον ποιητή. Είναι λιγότερο τρελός. Μπορεί να έχει λυρικές ενατενίσεις, αλλά υπάρχει σαν φύλακας της λογικής που τον φέρνει πίσω στη Γη.

Ο ποιητής δεν έχει εγγυήσεις. Μπορεί να πετάξει όσο πιο ψηλά επιτρέπει η φαντασία του. Μερικές φορές ζηλεύω τους ποιητές. Όσους έβαλαν κορδέλες γύρω από το αλφάβητο, όπως τραγούδησε ο Λεό Φερέ!

Παρεμπιπτόντως, σας αρέσει η ποίηση;

Ναι, πολύ! Τελειοποιώ το επάγγελμά μου ως συγγραφέας μέσω αυτής.  

Αν και εκδόθηκε το 1999, το Χαρράγκα-Αυτοί που καίνε τα χαρτιά τους, γνωστό και ως Κανίβαλοι και Καλώς ήλθατε στον Παράδεισο, δεν κυκλοφόρησε στην Ελλάδα παρά στο τέλος του 2019.

Θεωρείτε ότι η ποικιλία τίτλων φωτίζει διαφορετικές πτυχές του βιβλίου σας;

Όχι, δεν το νομίζω. Μόνο σε αυτή ή την άλλη γλώσσα ένας τίτλος μπορεί ή όχι να έχει νόημα.

Για παράδειγμα, στην αραβική γλώσσα, η λέξη «κανίβαλος» δεν υπάρχει -δεν έχουμε φάει ποτέ τους ομοίους μας, όχι στον πρώτο βαθμό, στην τελική...-, γι’ αυτό βάφτισα το μυθιστόρημα Χαρράγκα, δηλαδή αυτούς που καίνε τα χαρτιά τους!

Όσοι διασχίζουν το Στενό του Γιβραλτάρ καίνε τα έγγραφα ταυτότητάς τους ώστε, σε περίπτωση σύλληψης, η αστυνομία να μη γνωρίζει σε ποια χώρα θα τους εκδώσει. Αυτός ο τίτλος «μιλάει» καλύτερα στους Αφρικανούς.

Οι Ισπανοί ονόμασαν το βιβλίο La Patera, αυτό το προσωρινό σκάφος που χρησιμοποιούν οι παράνομοι. Οι Άγγλοι, σαρκαστικοί, αποκάλεσαν το βιβλίο Καλώς ήλθατε στον Παράδεισο. Δεν ενοχλούμαι πια όταν αλλάζει ο τίτλος μου.

Σε μια εποχή που οι μετανάστες/πρόσφυγες θεωρούνται πρωταρχικά στατιστική και/ή απειλή για τις δυτικές κοινωνίες, υπενθυμίζετε στους αναγνώστες ότι έχουν επίσης ονόματα και ιστορίες και βιώνουν πόνους και χαρές.

Θα μπορούσατε να μου πείτε περισσότερα για αυτήν την επιλογή σας;

Όταν μιλάμε για μετανάστες, ο Τύπος μιλάει για αυτούς από την άποψη των αριθμών, των στατιστικών. Σε αυτό το βιβλίο ήθελα να πω πως αυτοί οι μετανάστες είναι άνδρες, γυναίκες, παιδιά! Δεν είναι φαντάσματα!

Έχουν οικογένειες, όνειρα, χαρές, πόνους, αγωνίες! Μπορούν να γελάσουν, να κλάψουν, να οικοδομήσουν, να εξαπατήσουν, να πουν ψέματα... όπως οι άνθρωποι, όχι οι αριθμοί!

Γράφετε στο πρώτο πρόσωπο, υιοθετώντας τον ρόλο του Αζούζ, του αφηγητή του μυθιστορήματος. Υπάρχουν ομοιότητες στο υπόβαθρό σας, ή πρόκειται για χαρακτήρα καθαρά μυθοπλαστικό;

Έζησα 23 χρόνια έξω από το Μαρόκο: 17 στο Παρίσι και 6 χρόνια στη Νέα Υόρκη. Η εξορία μου ήταν αρκετά άνετη. 

Αλλά συναναστράφηκα με εκείνους που έγιναν ένα με τους τοίχους επειδή δεν είχαν χαρτιά, και κινδύνευαν να σταλούν πίσω στη χώρα τους ανά πάσα στιγμή.

Άτομα που έχουν παιδιά τα οποία πηγαίνουν στο σχολείο, που μερικές φορές γεννήθηκαν σε ευρωπαϊκό έδαφος.

Έχετε ζήσει, σπουδάσει και εργαστεί στο εξωτερικό. Θεωρείτε ότι η λεγόμενη «Δύση» είναι όντως σε μια κρίση και μια αναταραχή υπαρξιακή, πολιτισμική και κοινωνική;

Kι αν ναι, πώς, κατά τη γνώμη σας, μπορεί να ξεπεραστεί αυτή η κατάσταση;

Υπάρχει μια μάλλον ανησυχητική αύξηση του λαϊκισμού στον δυτικό κόσμο. Οι Δυτικοί πρέπει να γνωρίζουν ότι ο πληθυσμός τους γερνά. Και πως χρειάζονται νέο αίμα για να πληρώσουν για τη συνταξιοδότησή τους!

Οι Γερμανοί το έχουν καταλάβει, ακόμη και αν η Άνγκελα Μέρκελ πληρώνει βαρύ τίμημα. Οι πολιτικοί, άντρες και γυναίκες, παίζουν ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Συχνά για άσκηση πολιτικής χαμηλού επιπέδου.

Σε κάθε περίπτωση, πάντα επιστρέφετε στο Μαρόκο και στη γενέτειρά σας, το Μαρακές. Τι σας συνδέει πιο πολύ μ’ αυτόν τον τόπο κι αυτή τη χώρα;

Η παιδική ηλικία μου, οι μυρωδιές, ο ήλιος...

Έφυγα από τη Γαλλία όταν είδα τον αρχηγό της Ακροδεξιάς να φτάνει το 2002 στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Ο Λεπέν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στη χώρα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων!

Έχω τρεις κόρες. Γύρισα, λοιπόν, στο σπίτι για να διαχειριστώ τους δικούς μας εξτρεμιστές- γιατί τους έχουμε επίσης.

Μιλώντας για το Μαρόκο, πόσο έχει αλλάξει μετά την έλευση της Αραβικής Άνοιξης που ταρακούνησε όλη την περιοχή- και όχι μόνο; Και πώς εξηγείτε ότι η χώρα παραμένει συνταγματική μοναρχία;

Ο βασιλιάς ήταν έξυπνος. Εκτόνωσε την κρίση αλλάζοντας γρήγορα το Σύνταγμα. Δεν παράτησε πολλά, αλλά κατάφερε να τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια των διαδηλωτών.

Τούτου λεχθέντος, η μοναρχία είναι χρήσιμη για τη συνοχή των Μαροκινών.

Ο δρόμος της συγχώρεσης, ένα από τα πιο πρόσφατα μυθιστορήματά σας, θα κυκλοφορήσει σύντομα στα ελληνικά. Μπορείτε να μου δώσετε μια πρόγευση; Σκοπεύετε να επισκεφτείτε την Αθήνα ξανά, όταν είναι εφικτό;

Διατηρώ εξαιρετικές αναμνήσεις από τον Αθήνα και τον εκδότη μου, έναν πραγματικό, καθώς υπάρχουν όλο και λιγότεροι στον εκδοτικό κόσμο.

Ο δρόμος της συγχώρεσης, που έχει ήδη μεταφραστεί σε δέκα γλώσσες, είναι η ιστορία μιας χορεύτριας: μιας γκέισας στο έδαφος του Ισλάμ. Ονομάζεται Τσουνάμι!

Κάθε φορά που σηκώνεται για χορό, 300 άντρες πέφτουν σέκοι, σαν να παρασύρονται από ένα τεράστιο κύμα.

Photo credit (Mahi Binebine): Laurent Moulager/ https://www.hipstoresk.com/.

Το μυθιστόρημα του Mahi Binebine Χαρράγκα-Αυτοί που καίνε τα χαρτιά τους κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση της Έλγκας Καββαδία.



Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

Antoneta Kastrati: “‘Zana’ is also a film about the future”


Lume, an Albanian woman living in a small Kosovar village, is trying to come to terms with the loss of her little daughter who perished during the Kosovo war, while under pressure to bear a new one, in Antoneta Kastrati’s powerful debut feature film Zana.

In conversation with the director, ahead of the screening of the film within the context of the online edition of the 26th Sarajevo Film Festival.

Since Zana is dedicated to both your mother and your sister who perished during the Kosovo war in 1999, is this film a tribute to them or does it also allude to something more universal?

I think it’s both.

For sure it’s about their memory, but it’s also about the future. This is the first bilingual project I’ve done, and has always been in the back of my mind.

It has to do with what it actually means to lose someone during the war and how it fundamentally changes our way of seeing life, how it becomes something more than just grieving.

That’s why I decided to tell the story of mothers, I’m a mother myself.

Were you already a mother once the film was initially conceived?

I was pregnant and then became a mother.

I knew what it means to lose a family member, and also the feeling of bringing a human being into the world. I could not fully understand what it means to lose a child, but I could feel it in my bones.

My sister was killed in front of my mother, she saw her death. She lived thirty minutes after that.

When you lose someone, your child, with whom you were inter-connected, you’re not living in the same universe anymore.

Time doesn’t flow the same way, because the dead are part of your life and you are part of theirs. They’re not gone. There’s a feeling of timelessness, and I tried to bring that up through the character of Lume.


Lume (Adriana Matoshi) surely doesn’t fully inhabit just one world. She seems to be in between worlds, between the one of her traumatic experiences/memories and that of the present. Had she also endured similar war-time experiences?

She hasn’t lost someone personally, but she deeply understood the script and felt it. Then, of course, I had to guide her, but she had already captured the essence of her character. As an actress, she has that kind of power.

Has it all been clearly scripted from the beginning, or has there also been some room for improvisation along the way?

Things change. We had to shorten some scenes, for example, because we didn’t have enough money, but everything was pretty much scripted, because I had been working on it for a very long time.

Moreover, if an actor/actress has suggestions, I’m open to change. Generally, though, 90% was scripted.

The paranormal/supernatural element is quite dominant in your film. Does it have some cultural relevance to rural Kosovo, where Zana is set, or does it have more to do with the subject-matter and Lume’s mentality?

It’s both.

In rural Kosovo, when you want to get pregnant, you go to a healer. It’s out of desperation, when there’s no choice.

There’s also of sexism and gender pressure. All the oppression later on builds up and women don’t know how to deal with it.

To me it was interesting to deal with dreams. As far the main character is concerned, I thought that this dreaming process could give her a way out, to convince her that what happens is caused by someone else and that she’s no different from the rest.


Did you grow up in a similar location to the Peja district, where the film was shot? You seem to be very familiar with the cultural context of such a place.

I grew up in a village, was the second youngest of six sisters, went to school and then my younger sister also went to school, but none of the other sisters did that.

I don’t know if there’s anything on the film that is not taken from something that’s real. I was also interested in the rituals between women, and some rituals are dying.

Did you want to preserve them on screen, in a fictional manner?

It’s not just about preservation, but about what they represent, their meaning.

The snow dominating the final scenes of Zana is spectacular, both aesthetically and narratively. Did you conceive it as some sort of redemption?

The snow element came to a little bit later during the writing process and it was a 100% clear that it was necessary, as a metaphor and on a symbolic level.

For me, the ending is bittersweet and gives you the possibility to let go of something, but then Lume’s still left with the feeling of her daughter. Some ask me, “Why didn’t you shoot your own story?” This is also my story.

And I did many interviews with women who had been through similar situations, and a great part of them is physically sick and suffers from headaches or epilepsy. Very few of them had kids after the war. “I can’t be a mother to the new kids,” some told me.


Have you managed to deal with or even overcome the loss of your mother and sister or not?

I don’t know, I carry it. What you see in the film is a diluted version of what I have personally experienced, which was actually a lot worse.

Of course we live -it’s not about that-, but it can happen any time.

Doesn’t it feel odd that, due of the pandemic, the screening of your film during the 26th Sarajevo Film Festival will take place online and you will therefore have no chance to interact with the audience?

I was so happy to be invited by the Festival, because I’ve attended it a couple of times and really loved and respected it a lot. It’s one of the best festivals. So, I’m a little bit sad that I won’t have this chance.

The world -and the world of cinema, too- is not going to be the same, even when the pandemic eventually subsides. How does this situation affect you, both on a human and an artistic level?

There’s also a disappointment as far as I’m concerned, because there was going to be a limited theatrical release of the film in the USA, but what can you do? You have to adapt, so I’ve been trying to remain positive. There’s no other choice.

And the future is unknown.

More info about Antoneta Kastrati and Zana may be found in the film’s official website.

Zana will be screened within the context of the In Focus section of the online edition of the 26th Sarajevo Film Festival (14-21 August 2020).



Κυριακή 9 Αυγούστου 2020

Χόρχε Γκαλάν: «Νοσταλγώ μια χώρα που έληξε με τον Εμφύλιο της δεκαετίας του ‘80»


«Παιδί» του Εμφυλίου του Ελ Σαλβαδόρ, ο βραβευμένος συγγραφέας και ποιητής Χόρχε Γκαλάν μάς προσφέρει με το πρόσφατο μυθιστόρημά του Τα δικά μας χρόνια το θραυσματικό «πανόραμα» ενός αιώνα πολυτάραχης σαλβαδοριανής Ιστορίας.

Μια άκρως διαφωτιστική συνομιλία μαζί του.

Γράφεις -ποίηση, μυθιστορήματα, παιδικά βιβλία- από τα δεκαεννιά σου. Είναι όλα μέσα προς επίτευξη του ίδιου σκοπού, «μονοπάτια» μέσα από τα οποία φτάνεις στον ίδιο προορισμό- υπαρξιακό, λογοτεχνικό, ψυχικό;

Είναι διαφορετικοί δρόμοι που οδηγούν στην ίδια πόλη.

Στο τέλος, όλα είναι λογοτεχνία. Αν και υπάρχει ένα μονοπάτι που είναι πιο βραχύ και πιο έντονο: η ποίηση. Άλλο ένα, πιο εκτεταμένο και δυσκολότερο, είναι το μυθιστόρημα.

Και υπάρχει κι ένα που διασχίζει όμορφα δάση: η παιδική και η νεανική λογοτεχνία.

Είσαι ένας εξέχων εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού, όπως είναι εμφανές και στα Δικά μας χρόνια, που πρόσφατα κυκλοφόρησαν στα ελληνικά. Τι σε συναρπάζει πιο πολύ σ’ αυτό το είδος;

Υπάρχει μια ορθολογική διάσταση πίσω από την υιοθέτησή του;

Ποτέ δε σκέφτομαι τον μαγικό ρεαλισμό. Σκέφτομαι την προφορική παράδοση. Αφηγούμενος αυτές τις ιστορίες με αυτόν τον τρόπο με φέρνει πλησιέστερα στον παλιό τρόπο εξιστόρησης στους ανθρώπους μας.

Υπάρχουν πολλές ιστορίες που περιέλαβα στα Δικά μας χρόνια, τις οποίες μού είχαν αφηγηθεί με αυτόν τον τρόπο. Δεν υπήρχε σχεδόν καμία διαφορά ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα.

Το μυθιστόρημα Τα δικά μας χρόνια παρέχει ένα κατακερματισμένο «πανόραμα» ενός αιώνα σαλβαδοριανής Ιστορίας.

Στον πυρήνα του, ωστόσο, βρίσκεται η αναζήτηση του αφηγητή για την Μερσέδες, τη χαμένη του αγάπη, και μια προσπάθεια ανασύστασης της μνήμης της. Συμφωνείς;

Ναι, συμφωνώ. Τα μυθιστορήματα Τα δικά μας χρόνια, Το δωμάτιο στο βάθος του σπιτιού και Νοέμβριος επιζητούν να μιλήσουν για τον 20ό αιώνα στη χώρα μου σε διαφορετικές στιγμές και διαστάσεις.

Στα πρώτα δύο μυθιστορήματα το ασυνήθιστο είναι παρόν σε κάθε λεπτό, παρά τις δραματικές στιγμές. Στην τελευταία ιστορία, αυτή που ακολουθεί τα Δικά μας χρόνια, το φρικτό έπεται του ασυνήθιστου.

Αυτό έχει συμβεί στη χώρα μου, γι’ αυτό και το έγραψα κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Ο αφηγητής είναι επίσης σταδιακά ανίκανος να ταυτιστεί με το Ελ Σαλβαδόρ του παρόντος, σε αντίθεση με τη χώρα των δικών τους χρόνων. Ισχύει και για σένα αυτό το αίσθημα αποξένωσης σε οποιοδήποτε επίπεδο;

Νοσταλγώ μια χώρα που δεν ήξερα, μια χώρα που έληξε με τον Εμφύλιο της δεκαετίας του ’80. Από τότε και στο εξής, είμαστε ένα μείγμα. Η ταυτότητά μας είναι εν πολλοίς χαμένη. Περιλαμβάνω τον εαυτό μου σ’ εκείνους που περπατούν στη σκιά.

H θρησκεία, τα θρησκευτικά ήθη και οι πρακτικές χαρακτηρίζουν την αφήγησή σου. Θεωρείς τον εαυτό σου θρησκευόμενο, έχεις λάβει θρησκευτική ανατροφή;

Κι αν ναι, πώς αυτή «μεταφράζεται» σε αυτό που είσαι και στα θέματα για τα οποία και τον τρόπο που γράφεις;

Δεν ασκώ τη θρησκευτικότητα για την οποία μιλάνε τα μυθιστορήματά μου. Με το να γράφω γι’ αυτή τη διάσταση, προσπαθώ απλώς να λάβω υπόψη τι συμβαίνει στην κοινωνία μου. Δε νιώθω ευθέως επηρεασμένος από αυτή.

H σφαγή, γνωστή ως La Matanza, 30.000 κυρίως αυτοχθόνων, που πραγματοποιήθηκε από το καθεστώς του Μαξιμιλιάνο Ερνάντες Μαρτίνες το 1932, ανακατασκευάζεται γλαφυρά στο μυθιστόρημά σου.

Αισθανόσουν ηθικά υποχρεωμένος να αποτίσεις φόρο τιμής στη μνήμη αυτού του γεγονότος, η οποία ξεθωριάζει;

Χρειαζόμουν να μιλήσω γι’ αυτή. Δεν ξέρω αν επρόκειτο για ηθική αναγκαιότητα, αλλά ήθελα να το κάνω. Ήθελα να πω τι συνέβη. Ήθελα να φέρω στο παρόν αυτό το φρικτό γεγονός της Ιστορίας μας.

Η έκδοση του Νοέμβριου, του προηγούμενου μυθιστορήματός σου, οδήγησε σε απειλές θανάτου εναντίον σου, που σε ανάγκασαν να ζητήσεις πολιτικό άσυλο στο εξωτερικό. Ποιες πολιτικές ή άλλες δυνάμεις ενοχλήθηκαν από το βιβλίο σου;

Οι απειλές ήταν πάντα ανώνυμες, οπότε δεν μπορώ να αναφέρω μια πολιτική δύναμη.

Σχετικά με τα γεγονότα που συμβαίνουν στο μυθιστόρημα, μια δίκη βρίσκεται σε εξέλιξη στην Ισπανία αυτόν τον μήνα (σημ.: τον Ιούλιο του 2020), με μόνο έναν από τους εμπλεκόμενους στρατιωτικούς στο εδώλιο.

Η ετυμηγορία αναμένεται μέσα στις επόμενες μέρες. 

Θα μπορούσες να περιγραφείς ως «παιδί» του Εμφυλίου του Ελ Σαλβαδόρ. Σε ποιον βαθμό σε έχει διαμορφώσει η εμπειρία εκείνης της περιόδου;

Δεν ήξερα σε ποιον βαθμό με είχε διαμορφώσει μέχρι που ξεκίνησα να γράφω και είχα την ανάγκη να δώσω απαντήσεις στον εαυτό μου: απαντήσεις σε σχέση με το γιατί και το πώς εισήλθαμε σ’ εκείνη τη σκοτεινιά και γιατί δε μας εγκατέλειψε η βία.

Παραμένουμε μια από τις πιο επικίνδυνες χώρες στον κόσμο.

Εκτός αυτού, ένιωθα την ανάγκη να εξιστορήσω τις δικές μου εμπειρίες από εκείνη την περίοδο.

Λίγα είναι γνωστά -τουλάχιστον σε μένα- για την κουλτούρα και τη λογοτεχνία, ιδίως,  του Ελ Σαλβαδόρ. Υπάρχει ζωντανή λογοτεχνική σκηνή; Κι αν ναι, τι τη διακρίνει από άλλες λατινοαμερικανικές παραδόσεις;

Πρόκειται για μια ερώτηση με δύο αντίθετες απαντήσεις.

Ναι, υπάρχει ζωντανή λογοτεχνία, που μπορεί κάποιος να τη δει στα λογοτεχνικά καφενεία, στις απαγγελίες και στις αναγνώσεις, γιατί υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός συγγραφέων που γράφουν ποιητικές δουλειές, μυθιστορήματα ή παιδική λογοτεχνία.

Αλλά, την ίδια στιγμή, δεν υπάρχει καμία ζωτικότητα στον εκδοτικό κόσμο. Σχεδόν δεν εκδίδονται βιβλία στο Ελ Σαλβαδόρ. Δεν υπάρχει εκδοτική κουλτούρα, κι αυτό αντανακλάται στη δουλειά που γίνεται.

Και τελικά, πόσα έχουν αλλάξει στην προσωπική και κοινωνική ζωή σου με την έλευση της πανδημίας; Έχεις καταφέρει να ξεπεράσεις τους όποιους φόβους δημιουργικά;

Ήταν δύσκολα στην αρχή. Πέρασα ίσως δυο εβδομάδες χωρίς να γράψω ή να διαβάσω. Αλλά, αργότερα, βίωσα την αντίθετη συνέπεια, κι έχω δουλέψει πιο σκληρά από ποτέ.

Photo credit (Χόρχε Γκαλάν): Joaquin Puga.

Ευχαριστώ θερμά την Πόπη Γαλάτουλα, Διευθύντρια Δημοσίων Σχέσεων των Εκδόσεων Ψυχογιός, για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα του Χόρχε Γκαλάν Τα δικά μας χρόνια κυκλοφορεί -μεταφρασμένο μόνο στα ελληνικά- από τις Εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.



Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

Τζακ Χίρσμαν: «Ποτέ δεν αναφέρομαι σε μένα ως ποιητή χωρίς να λέω ότι είμαι κομμουνιστής»


Ποιητής, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, ο 87χρονος Βορειοαμερικανός Τζακ Χίρσμαν είναι ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή κομμουνιστές ακτιβιστές διανοούμενους.

Συνομιλώντας μαζί του, με αφορμή την ποιητική του ανθολογία Μονοπάτι: Ποιήματα 1952-2001, που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2019 από τις Εκδόσεις Απόπειρα.

«Έχω τραβήξει τη σφαίρα/τόσες φορές απ’ τον εγκέφαλό σου/που θα μπορούσα να ταΐσω εκατό/ένοπλους αγώνες με τ’ όνειρό σου», γράφετε στο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι. Αν δεν είχε υπάρξει αυτή η «συνάντηση», δε θα είχατε γίνει ποιητής;

Ίσως θα είχα γίνει, αλλά η ανακάλυψη της δουλειάς του όταν ήμουν φοιτητής στο City College της Νέας Υόρκης όντως άλλαξε τη ζωή μου, γιατί ο Μαγιακόφσκι ήταν ο πρώτος «ποιητής δρόμου» του 20ού αιώνα, ο πρώτος που αγκάλιασε πλήρως την Μπολσεβίκικη Επανάσταση. Αυτή η ανακάλυψη συνέβη το 1953.

Το 1957, στην Ιντιάνα, όπου ήμουν βοηθός καθηγητή και μελετούσα για το διδακτορικό μου, ζήτησα από τον Βίκτορ Έρλιχ, συγγραφέα του Ρωσικού Φορμαλισμού, να μου δώσει τη μετάφραση από τα ρωσικά των ποιημάτων του ΒΜ.

Στη συνέχεια θα τα απέδιδα σε ιδιωματικά αμερικανικά, γιατί ο ΒΜ μού φαινόταν πιο κοντά στους αμερικανικούς δρόμους. Αυτά τα ποιήματα εκδόθηκαν υπό τον τίτλο Electric Iron το 1971.

Την επόμενη χρονιά, με το τέλος του αμερικανικού πολέμου στο Βιετνάμ, άρχισα να μεταφράζω Ρώσους ποιητές στο café Τριέστε στο Σαν Φρανσίσκο.

Από το 1976 μέχρι το 1988 όχι μόνο έγραφα ένα ποίημα τη μέρα στα ρωσικά, εν μέσω δύο ποιημάτων στα αμερικανικά, αλλά και δημιούργησα και διένειμα 75 με 100 χιλιάδες πολιτιστικά agitprop φυλλάδια ή πόστερ εμπνευσμένα από τον ΒΜ.

Τα αποκαλούσα «ομιλούντα φύλλα», ωστόσο, από την ιδιοφυία των Τσιρόκι, τον Sequoyah. Ήταν ο Μαγιακόφσκι που έκανε οπτική προπαγάνδα για την Επανάσταση, που ήταν ο μαέστρος αυτών των έργων μου για δεκάδες χρόνια.

Από τα πρώιμα 60s κι εξής, κυριολεκτικά βγάλατε την ποίησή σας στους δρόμους. Εκεί ανήκει κυρίως ή έχει και μια πιο προσωπική/ενδοσκοπική διάσταση; Έχει υπάρξει ή μπορεί να γίνει εργαλείο για τη συλλογική χειραφέτηση;

Βγήκα στους δρόμους γιατί εκεί ζει η εργατική τάξη. Η ακαδημαϊκή ζωή είναι ο κόσμος της μπουρζουαζίας. Είχα υπάρξει εκεί, κι απολύθηκα από το UCLA επειδή προσπάθησα να αποτρέψω τους φοιτητές μου από την επιστράτευση.

«Επιστράφηκα» στην εργατική τάξη απ’ όπου είχα προέλθει. Εκεί ζει η Επανάσταση. Δε ζει στον κόσμο της μπουρζουαζίας, ο οποίος στις μέρες μας κυριαρχείται από τις εταιρείες, που είναι ο φασισμός του καιρού μας.

Θα διδάσκατε σήμερα;

Απολύτως όχι. Το πανεπιστήμιο και οι εταιρείες υποστηρίζουν τον σύγχρονο φασισμό.

Είχατε ποτέ την ευκαιρία να συναντήσετε τον Τζιμ Μόρισον εκείνη την εποχή;

Συνήθιζε να παρακολουθεί το μάθημά μου στο UCLA.

Είναι, όμως, άσκοπο να πω την αλήθεια για τη συνάντησή μας, γιατί τέσσερις δημοσιογράφοι με είχαν ρωτήσει σχετικά στο παρελθόν και δε δημοσίευσαν ποτέ ούτε μία λέξη, επειδή αυτό δεν εξυπηρετούσε τη διαφήμιση της εικόνας του.

Το ποίημά σας Ευρώπη από το 1968 θα μπορούσε να διαβαστεί ως ένα είδος φόρου τιμής σ’ αυτή. Θα το γράφατε διαφορετικά σήμερα; Τι έχει απομείνει από την Ευρώπη της νεότητάς σας;

Η Ευρώπη μάς έδωσε τον Καρλ Μαρξ και τον Βλαντίμιρ Λένιν. Πραγματικούς επαναστάτες. Αυτό και μόνο είναι μέρος του «φόρου τιμής» μου.

Αν και ο «εθνικισμός» κι η φυλετική μισαλλοδοξία αντηχούν το ναζισμό του παρελθόντος, έχω πίστη στην επαναστατική διάσταση της ευρωπαϊκής ευαισθησίας.


Το σώμα της δουλειάς σας ως μεταφραστή και δοκιμιογράφου είναι επίσης πλούσιο και σημαντικό. Οι επιλογές σας έχουν υπαγορευτεί από μια πολιτισμική, υπαρξιακή και/ή πολιτική σύνδεση με τους αντίστοιχους καλλιτέχνες;

Οι επιλογές μου, με μερικές εξαιρέσεις, προέκυψαν επειδή ήθελα να φέρω κομμουνιστές ποιητές στην αμερικανική γλώσσα.

Γι’ αυτό και μετέφρασα το Ένα ουράνιο τόξο για τη χριστιανική Δύση του Αϊτινού ποιητή Ρενέ Ντεπέστρ, ένα σπουδαίο κομμουνιστικό βιβλίο ποιημάτων για την εισβολή πνευμάτων βουντού από την Αϊτή στο νότιο, και πιο ρατσιστικό, τμήμα των Η.Π.Α.

Μετά από εκείνη τη μετάφραση, ποτέ δεν αναφέρομαι σε μένα ως ποιητή χωρίς επίσης να λέω ότι είμαι κομμουνιστής.

Τι σας τράβηξε πιο πολύ στον Παζολίνι, λοιπόν;

Το ότι ήταν ένας σπουδαίος κομμουνιστής ποιητής, ένας ποιητής κατά βάθος.

Απλά διάβασε το La Belle Bandiere. Το τελευταίο τμήμα του, η λυρική μίξη της κόκκινης σημαίας και των κερασιών, είναι ένας από τους σπουδαιότερους ύμνους στον κομμουνισμό σε ποιητική μορφή.

Και στην Κατερίνα Γώγου, που μέρος της δουλειάς της έχετε επίσης μεταφράσει;

Θεωρώ την Κατερίνα την σπουδαιότερη ποιήτρια της προηγούμενης γενιάς. Μια μείζονα ποιήτρια δρόμου, η γλώσσα της οποίας είναι ταυτόχρονα ευρηματική και παθιασμένη.

Ήταν μια αναρχική, που εραστής της ήταν στην ουσία ένα κομμουνιστικό κίνημα το οποίο την «απατούσε».

Μετέφρασα το πρώτο βιβλίο της, Τρία κλικ αριστερά, αλλά έπειτα, και προς μεγάλη μου ευχαρίστηση, σύστησα τη δουλειά της στον Άγγελο Σακκή, έναν Έλληνα ποιητή και μεταφραστή που ζούσε στο Μπέρκλεϊ.

Μετέφρασε και τα επτά βιβλία της και ελπίζω τα άπαντά της να εκδοθούν σύντομα στις Η.Π.Α. Έχω επίσης μεταφράσει ποιήματα του Σωτήρη Παστάκα.

Η ποιητική σας ανθολογία Μονοπάτι, Ποιήματα 1952-2001 είναι η πρώτη και μόνη ολοκληρωμένη στα ελληνικά, επιμελημένη από τον Χρίστο Αγγελακόπουλο και τις Εκδόσεις Απόπειρα. Ποια είναι η αντίληψή σας για την Ελλάδα;

Σπούδασα κλασικά ελληνικά ως φοιτητής και σύγχρονα στους δρόμους. Η Ελλάδα είναι ένα βαθύ μέρος της ζωής μου. Το ΦΩΣ της δε μοιάζει με κανένα άλλο.

Έζησα εκεί το 1965 για έξι μήνες. Το 1980 ο Λέοναρντ Κοέν παραχώρησε σε μένα και την Kristen Wetterhahn το σπίτι του στην Ύδρα για πέντε βδομάδες, και δέκα χρόνια πριν ο Ντίνος Σιώτης με προσκάλεσε να διαβάσω τη δουλειά μου στην Αθήνα.


Παραμένοντας στο μεταφραστικό «μέτωπο», πώς μάθατε για τον Jusef Gërvalla, η ποιητική συλλογή του οποίου Η ευλογία μιας μητέρας είναι η μόνη διαθέσιμη στα αγγλικά;

Είχα διαβάσει ότι ο Jusef, ο αδερφός του, Bardosh, κι ένας τρίτος σύντροφος είχαν δολοφονηθεί στη Γερμανία. Μάχονταν για την απελευθέρωση του Κοσόβου.

Ξέρω πώς να μεταφράζω από τα αλβανικά, και με τη βοήθεια του Idlir Azizaj, μεταφραστή του Οδυσσέα του Τζόυς στα αλβανικά, μεταφράσαμε το βιβλίο του Gërvalla.

«Υπάρχει μια γλώσσα που λέγεται/Ψυχή, μια γλώσσα που είναι/το φιλί που είναι η μεγαλύτερη/ευτυχία. Δε μεταφράζεται», γράφετε στο Ερωτικό ποίημα, αφιερωμένο «στην Άγγι σας».

«Το πλήγωμα της καρδιάς συστήνει την απαρχή/κάθε αληθινής υποδοχής», συμπεραίνετε, έπειτα, στο Μονοπάτι. Είχατε το μερτικό σας από αγάπη και πλήγωμα στη ζωή σας;

Μπράβο! Αντιλήφθηκες τον πιο σημαντικό στίχο στο Μονοπάτι. Και ναι, είχα το μερτικό μου από αγάπη και πλήγωμα, το τελευταίο με το θάνατο του γιου μου Ντέιβιντ στα 25 του.

«Αρρωστήσαμε απ’ τη μοίρα της εκμετάλλευσης/και θέλουμε μια άλλη κοινωνία/και μπορούμε να την έχουμε, και θα την έχουμε», διακηρύσσετε στο ποιητικό σας «κάλεσμα στα όπλα», Ποίημα για τη νέα χιλιετία. Εξακολουθείτε να συμμερίζεστε αυτή την αισιοδοξία, 20 χρόνια αργότερα;

Ασφαλώς και τη συμμερίζομαι.

Από πολιτικής άποψης, θα αυτοπροσδιοριζόσασταν ακόμα ως κομμουνιστής;

Απολύτως. Kι αν η ελπίδα μου είναι ακριβής, πρέπει κι εσύ.

Για ποια πράγματα θα γράφατε πιο πρόθυμα ή σε ποια θα δρούσατε ενάντια στις μέρες μας, σε μια εποχή που ο ανορθολογισμός -από την αναβίωση της Ακροδεξιάς μέχρι τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό- «κάνουν πάρτι»;

Έχω έναν στόχο, τον μετασχηματισμό αυτού του φασιστικού καπιταλιστικού κόσμου σε έναν κομμουνιστικό. Γι’ αυτό -μαζί με άλλους- δουλεύω, μεταφράζω, γράφω και οργανώνω εκπαιδεύοντας άλλους για την αλήθεια αυτών των ημερών.

Ονειρεύεστε στον ύπνο σας; Κι αν ναι, ποιο είναι το πιο επίμονο όνειρό σας;

Σπάνια ονειρεύομαι ή θυμάμαι τα όνειρά μου, γιατί πίνω ένα ή δύο ποτήρια Στολίσναγια πριν πέσω για ύπνο κάθε νύχτα και προφανώς με αφήνουν να κοιμηθώ υπερβολικά βαθιά.

Μια τελευταία ερώτηση «κλωθογυρίζει» στο μυαλό μου. Από πού πηγάζει η τεράστια ζωτικότητα που σας χαρακτηρίζει;

Έχοντας ζήσει ως παιδί τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πιστεύοντας κυριολεκτικά ότι η ποίηση είναι το σπουδαιότερο όπλο συλλογικοποίησης της ανθρώπινης καλοσύνης, και συνεπώς ο μεγαλύτερος εχθρός του θανάτου, που είναι ο φασισμός.

Από το 2009 υπήρξα από τους ιδρυτές της Επαναστατικής Ταξιαρχίας Ποιητών, που ξεκίνησε στο Σαν Φρανσίσκο. Τώρα υπάρχουν 14 Ταξιαρχίες: 5 στις Η.Π.Α., 2 στη Γαλλία και 7 στην Ιταλία.

Η ετήσια ανθολογία μας διεθνούς ποίησης τιτλοφορείται Ανατρέποντας τον καπιταλισμό. Τον Νοέμβριο του 2020 εκδίδεται το 7ο τεύχος.

Είμαι επίσης ιδρυτικό μέλος του Παγκόσμιου Κινήματος Ποίησης, το οποίο εδρεύει στο Μεντεγίν της Κολομβίας. Το περιοδικό του, που επιμελείται ο Τούρκος ποιητής Ataol Behramoğlu, λέγεται Ποιητικό Πλανηταριάτο.  

Παρέδωσα αυτό το όνομα στον κόσμο μεταφέροντας τον παλιό όρο του «προλεταριάτου» της βιομηχανικής εποχής στο «πλανηταριάτο» της τεχνολογικής. Το Παγκόσμιο Κίνημα Ποίησης ιδρύθηκε το 2011.

Μια πρώτη εκδοχή της συνέντευξης βρίσκεται δημοσιευμένη στο καλοκαιρινό τεύχος (#6) του περιοδικού Yusra, που κυκλοφορεί.

Ευχαριστώ θερμά την Kat Crespin, ιδρύτρια και managing editor του ανεξάρτητου εκδοτικού οίκου Swimming with Elephants, για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.


Η ποιητική ανθολογία του Τζακ Χίρσμαν Μονοπάτι: Ποιήματα 1952-2001 κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Απόπειρα σε επιλογή και μετάφραση Χρίστου Αγγελακόπουλου.