Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

Αλμπέρτο Ραβάζιο: «Η λογοτεχνία είναι λογοτεχνία όταν είναι σύγχρονη, αλλά όχι επίκαιρη»

 


«Οικιακό ζώο» των γονιών του, χωρίς πτυχίο, δουλειά ή ερωτικές «κατακτήσεις», ο Γουλιέλμος Σπουτακιέρα ξυπνάει μια μέρα διεμφυλισμένος σε γυναικείο σώμα.

Όλα αυτά -και πολλά άλλα- συμβαίνουν στο απολαυστικό μυθιστόρημα του Ιταλού Αλμπέρτο Ραβάζιο, Η σεξουαλική ζωή του Γουλιέλμου Σπουτακιέρα. Μια σε βάθος συζήτηση μ’ έναν συγγραφέα που δε «μασάει» τα λόγια του. Για τίποτα.

«Τα αποφόρια σας, αγαπητές συντρόφισσες, μην τα καίτε, σε κάποιον θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν: εμείς ανέκαθεν τα ονειρευόμασταν».

M’ αυτό το παράθεμα του Mario Mieli ξεκινάει η Σεξουαλική ζωή του Γουλιέλμου Σπουτακιέρα, του πρόσφατα μεταφρασμένου στα ελληνικά μυθιστορήματός σου. Γιατί;

Εντωμεταξύ, με τρόπο κάπως χριστιανοδημοκρατικό, βάζοντας τον Mieli ως μότο προσπαθούσα να διαψεύσω εξαρχής οποιεσδήποτε κατηγορίες για ομοφοβία, μισογυνισμό, τρανσφοβία, φασισμό, νεοχιτλερισμό και ούτω καθεξής.

Έπειτα, τα Στοιχεία Ομοφυλοφιλικής Κριτικής με βοήθησαν πολύ να συνειδητοποιήσω ότι το πορνό δεν είναι μόνο χειραφέτηση από την καθολικοναζιστική σεξοφοβία αλλά πάνω απ’ όλα ένας καπιταλιστικός φαύλος κύκλος.

Γιατί, όταν βλέπεις πορνό, νομίζεις ότι καταναλώνεις ψηφιακές συνουσίες και αντί γι’ αυτό καταναλώνεις - και τίποτε άλλο.

Τέλος, είχα πάντα μια αδυναμία, δυστυχώς μόνο ετεροφυλόφιλη, για κάποιες επικές, αντι-ρητορικές, γκαρι-μπαλντικές αδερφές, όπως ο Busi ή ο Mieli, συγγραφείς έτη φωτός μπροστά από τη σύγχρονη συζήτηση, που ως επί το πλείστον περιορίζεται στον εξ αντανακλάσεως φανατισμό και στην καθημερινή θυματοποίηση. 

Αποτολμώντας έναν -μάλλον προφανή- παραλληλισμό, θα έλεγα ότι το βιβλίο σου αποτελεί μια κουίρ εκδοχή της Μεταμόρφωσης του Κάφκα. Ποια είναι, κατ’ αρχάς, η σχέση σου με το καφκικό σύμπαν;

Ο Κάφκα είναι τόσο κλασικός που δεν είναι απλώς ένα επίθετο, αλλά ένα στοιχείο της φύσης, όπως η θάλασσα, ο ουρανός, οι φόροι.

Συνήθως, σε λογοτεχνικό επίπεδο, παρασύρομαι κυρίως από τους Ιταλούς, επειδή είμαι λίγο αγνωστικιστής απέναντι στις μεταφράσεις, αλλά και επειδή στα ιταλικά μυθιστορήματα βρίσκω όλες τις ανίατες ασθένειές μου: την οικογένεια, το κράτος, τον καθολικισμό.

Ξαναδιαβάζοντάς τον καλά, ωστόσο, υπάρχει κάτι πολύ ιταλικό στον Κάφκα: η σχέση με μια παράλογη, ακατανόητη, κρυφή εξουσία, όχι κάθετη αλλά οριζόντια και υπόγεια, κατά κάποιο τρόπο μαφιόζικη.

Από αυτή την άποψη, ο Κάφκα μοιάζει να συγγενεύει με τον Μαντσόνι, τον Σάσα, τον Παζολίνι.

Μοιάζει να μας λέει:

Η εξουσία υπάρχει, αλλά δεν είναι ορατή και ακόμη και αν ήταν ορατή δε θα μπορούσε να γίνει γνωστή και ακόμη και αν μπορούσε να γίνει γνωστή στο τέλος σε σκοτώνει ούτως ή άλλως, καθώς σε κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια σαν αποδιοπομπαίο τράγο.

Και πώς αντιλαμβάνεσαι την κουίρ λογοτεχνία στις μέρες μας, ανεξαρτήτως του αν το σύνολο της συγγραφικής δουλειάς σου είναι ταξινομήσιμο σ’ αυτό το είδος;

Πέρα από τις εθνικές ιδιαιτερότητες, αν βάλεις ένα επίθετο δίπλα στη λέξη λογοτεχνία, σχεδόν πάντα βγαίνει ένα οξύμωρο, όπως η ομοφυλοφιλική λογοτεχνία, η γυναικεία λογοτεχνία, η συγκεντρωτική λογοτεχνία.

Η λογοτεχνία είναι λογοτεχνία όταν είναι σύγχρονη, αλλά όχι επίκαιρη, όταν ασχολείται με το παρόν αλλά δεν υποκύπτει στον παροντισμό, δηλαδή στη λατρεία του παρόντος με τη συνεπακόλουθη διαγραφή του παρελθόντος.

Το να μιλάμε για κουίρ λογοτεχνία σημαίνει ότι παραδινόμαστε στο δημοσιογραφικό λεξιλόγιο, στις ακαδημαϊκές μόδες, υποβιβάζοντας τη λογοτεχνία στο ρόλο του αφηγηματικού εκλαϊκευτή των λεγόμενων πολιτισμικών μαχών του σήμερα.

Tριαντάρης, πορνοεξαρτημένος, χωρίς πτυχίο, δουλειά, παρέες, πολλούς φίλους ή ερωτικές «κατακτήσεις» και «οικιακό ζώο» των γονιών του, ο «διεμφυλισμένος» Γουλιέλμος Σπουτακιέρα πρωταγωνιστεί.

Από κάποιες απόψεις, τον θεωρείς ως χαρακτήρα λίγο-πολύ αντιπροσωπευτικό πολλών σημερινών τριαντάρηδων -άλλα και νεότερων-, μεγαλωμένων (και διαψευσμένων) υπό συνθήκες διαρκούς και πολυεπίπεδης κρίσης;

Δεν έκανα καμία έρευνα για να διαπιστώσω αν οι τριαντάρηδες είναι έτσι στην επαρχία του Αρέτσο ή στη Λετονία, αλλιώς θα κινδύνευα να γράψω μια λόγια συμβολή στη βιβλιογραφία.

Αλλά απ’ ό,τι έχω συνειδητοποιήσει στα χρόνια της ποιητικής ζωής, δηλαδή της ανεργίας, όσο αφηγείται κανείς όσα γνωρίζει για τη χώρα του, για την εξοχή, το χιόνι, τους αυνανισμούς, την πρώτη θεία κοινωνία, τα σπυράκια, τα κλεμμένα ποδήλατα, τα τσιμπούκια στα χωνιά των παγωτών τον Αύγουστο, με λίγα λόγια, τα απείρως προσωπικά και προσωποπαγή, τόσο περισσότερο κινδυνεύει να μαντέψει και τις ζωές των άλλων, μπαίνοντας χωρίς να το καταλάβει στα χωράφια της καθολικής δυσφήμισης.

«Ο άνθρωπος λέει πως προτιμά τον θάνατο από την ταπείνωση, αλλά εντέλει, προκειμένου να επιβιώσει, επιλέγει πάντοτε την ταπείνωση», ισχυρίζεται ο αφηγητής.

Είναι η επιβίωση πάντα ταπεινωτική;

Όντας σαδομαζοχιστικά οπαδός του Ντόλτσε Στιλ Νουόβο (σημ.: σημαντικό ποιητικό ρεύμα -1280-1310- με κυρίαρχο άξονα τον έρωτα που σκοπό έχει να κατευθύνει τον άνθρωπο προς τη θέωση) αλλά και του Ντοστογιέφσκι ταυτόχρονα, για μένα η ταπείνωση εμπεριέχει μια ερωτική αναρώτηση, ενώ ο θάνατος δεν με εξιτάρει, αν και δεν τον έχω βιώσει ποτέ στην πραγματικότητα.

«Πίστευε πως η ψυχανάλυση ήταν περισσότερο ένα λογοτεχνικό είδος που είχε επινοήσει ο Φρόυντ [...] παρά μια αληθινή μέθοδος θεραπείας», συνεχίζει. Ποια είναι η γνώμη σου για τη φροϋδική εκδοχή της ψυχανάλυσης;

Προφανώς αυτή η εξυπνάδα για την ψυχανάλυση λειτουργεί μόνο εντός του μυθιστορηματικού περιβόλου, δεν αντιστοιχεί στην υποτιθέμενη σκέψη του συγγραφέα.

Όσο για μένα, διάβασα σχεδόν όλο τον Φρόυντ πολύ πριν φιλήσω.

Κι όταν τελικά έδωσα το πρώτο μου φιλί, φίλησα ένα πόδι, βρώμικο και επί πληρωμή, οπότε μπορεί να ειπωθεί ότι ο Φρόυντ έχει κάνει δουλίτσα πάνω μου, κάνοντάς με διεστραμμένο, πολύμορφο και δυστυχισμένο γι’ αυτό που είμαι.

«Από εσένα έμαθα πως άντρας δεν γεννιέσαι ούτε γίνεσαι αλλά τον υποδύεσαι τον άντρα, μέρα με τη μέρα», γράφει ο Γουλιέλμος, απευθυνόμενος στον πατέρα του.

Όσο ανεπαρκέστεροι ως «ηθοποιοί», τόσο δυστυχέστεροι ως άνθρωποι είμαστε;

Σε εκείνο το απόσπασμα, ήμουν πεπεισμένος ότι αναφερόμουν στο έργο τού Edoardo Albinati, Καθολική Σχολή, αλλά κατέληξα σε έναν κρυπτο-έπαινο της Judith Butler.

Πέρα από το ενδεχόμενο παιχνίδι του έμφυλου ρόλου, σίγουρα δεν υπάρχει  τίποτα πιο καταναγκαστικό από τον περιβόητο αυθορμητισμό.

Ήμουν συναισθηματικά ξύλινο ως παιδί και ο πατέρας μου μού έλεγε: «Να είσαι αυθόρμητος». Του απαντούσα ότι το «Να είσαι αυθόρμητος» ήταν μια παράδοξη, αυτοαναιρούμενη φράση, κάτι σαν το «Μη με υπακούς».

Αν ήμουν αυθόρμητος επειδή μου ζητούσε να είμαι αυθόρμητος, δε θα ήμουν καθόλου αυθόρμητος-  δεν καταλάβαινε, μου φώναζε: «Βλέπεις ότι δεν είσαι αυθόρμητος; Είσαι πολύ περίπλοκος», και μετά το πράμα τέλειωνε με κλωτσιές.

«Πιονιέροι ενός νέου μορφωμένου προλεταριάτου, συνειδητού και διπλά ταπεινωμένου, θα ξαναγυρίσουμε να ζήσουμε από τη γεωργία, [...] επαναδραστηριοποιώντας τα δίκτυα αλληλεγγύης της αγροτικής Ιταλίας», καταλήγει.

Ποια θεωρείς ότι είναι τα χαρακτηριστικά του «νέου προλεταριάτου» στην Ιταλία, αλλά και ευρύτερα στην Ευρώπη;

Μέχρι και τον 20ό αιώνα, η κουλτούρα ανήκε βασικά στους πλούσιους και η αγραμματοσύνη στους φτωχούς.

Σε τέτοιο βαθμό που μερικές φορές οι φτωχοί προσπαθούσαν να γίνουν πλούσιοι μορφώνοντας τον εαυτό τους (Martin Eden) και μερικές φορές στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα το κατάφερναν.

Aλλά στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν πάντα οι πλούσιοι που διάβαζαν, έγραφαν και έγραφαν επίσης για τους φτωχούς, ανάγοντάς τους σε χαρακτήρες ή φιλοσοφικές έννοιες: οι ηττημένοι, οι τελευταίοι, το μεγάλο προλεταριάτο που τέθηκε σε κίνηση.

Σήμερα, από την άλλη πλευρά, η σχέση μεταξύ πολιτισμού και τραπεζικού λογαριασμού είναι πολύ πιο σύνθετη, αντιφατική.

O υποψήφιος διδάκτορας γιος ζητάει χρήματα από τον συνταξιούχο εργάτη πατέρα του, οι εξηντάρηδες πλακάδες έχουν τρία σπίτια και οι νεαροί πολυπτυχιούχοι δεν έχουν ούτε ένα ποδήλατο για να κάνουν τους ντελιβεράδες.

Eν ολίγοις, η εργασία δεν εγγυάται μια κατ’ ελάχιστον αξιοπρέπεια, οι άνθρωποι ζουν κυριολεκτικά από την κληρονομιά τους.

O πολιτισμός δεν αποτελεί πλέον μέσο χειραφέτησης, αλλά κινδυνεύει να αποδειχθεί, για όσους δε γεννήθηκαν με βιβλία στο σπίτι και στο εξοχικό, ένας ιλιγγιώδης και βάναυσος κοινωνικός κατήφορος.

«Η λογοτεχνία είναι φτωχομπινέδικη τέχνη που δεν απαιτεί χρήματα, τίτλους, ούτε καν διανοητική υγεία, και μπορεί να προέλθει από οποιονδήποτε και από οποιονδήποτε τόπο», υποστηρίζει ο Γουίδος ο Κοπροφάγος.

Τι απαιτεί, κατά τη γνώμη σου;

Σε πολύ υψηλά επίπεδα απαιτεί: γλωσσικό αισθητήριο, αφηγηματική περιγραφικότητα, τσαρλατανισμό της σκέψης, μια τεράστια μνήμη κατά προτίμηση επινοημένη, και πάνω απ’ όλα απουσία εναλλακτικών λύσεων, δηλαδή αυτοφανατισμό.

Σε μεσαίο-χαμηλό και εμπορικό επίπεδο απαιτεί: ένα καλό γραφείο τύπου, άριστη διανομή, ένα διεθνές λογοτεχνικό πρακτορείο, μερικές αδικίες που υπέστη κανείς, για τις οποίες ζητάει δικαιώματα από αστικά δικαστήρια, αλλά στη συνέχεια συμβιβάζεται με τα πνευματικά δικαιώματα, και τέλος την καταγγελτική φωνή, κατά προτίμηση πνευματικά ευνουχισμένη, η οποία, μην έχοντας τίποτε να πει, ουρλιάζει.

Απεκδυόμενος την προηγούμενη ταυτότητά του -και στην αμιγώς βιολογική/σωματική της εκδοχή-, ο Γουλιέλμος Σπουτακιέρα δείχνει επιτέλους να απογαλακτίζεται και σιγά-σιγά να χειραφετείται.

Είναι, για σένα, η σεξουαλική χειραφέτηση συνώνυμη της προσωπικής, και κατ’ επέκταση της συλλογικής;

Στον Σπουτακιέρα η ανικανότητα να χειραφετηθεί σεξουαλικά έχει να κάνει με την ανικανότητα να ξεφύγει από το μη αγαπητικό τρίγωνο της οιδιπόδειας οικογένειας.

Οπότε, απλοποιώντας το έως την κοινοτοπία, ο Σπουτακιέρα δεν είναι αρκετά άντρας, υπό την έννοια τού καλά αμειβόμενου ώστε να γίνει ο πατέρας του ή, ακόμη καλύτερα, για να σκοτώσει τον πατέρα του και να πηδήξει τη μητέρα του.

Επομένως, καταλήγει να γίνει η μητέρα του και να πηδήξει τον πατέρα του, ή έτσι λέω στον εαυτό μου όταν προσπαθώ να ψυχαναλύσω τον εαυτό μου στις συνεντεύξεις επειδή δεν μπορώ να πληρώσω τον νευρολόγο.

Εντέλει, θα κερδίζει πάντοτε η «μπάνκα», είτε αυτή ονομάζεται «πολυεθνικές» είτε «δυνατές εξουσίες»;

Για προφανείς μαλακισμένους λόγους, δε θα αναλάμβανα τη νομική και συναισθηματική ευθύνη για την επιστολή του Σπουτακιέρα προς τον πατέρα του.

Σε κάθε περίπτωση, η λογοτεχνία είναι και θα είναι πάντα χαμένη, ή εν πάση περιπτώσει χαμένη στην εποχή στην οποία γράφεται.

Η εκδοτική υπεραγορά βρίθει από βιβλία καταγγελίας, επανόρθωσης, αυτοβοήθειας, βιβλία για να αλλάξουν τα πράγματα, αλλά η λογοτεχνία, όταν είναι λογοτεχνία, όχι μόνο λέει ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν, αλλά ότι τελικά δε γίνονται καν κατανοητά.

Τέλος, τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου επιβεβαιώνουν ότι η Ακροδεξιά, σε όλες τις εκφάνσεις/εκφράσεις/μεταμορφώσεις της, έχει εκ νέου εδραιωθεί πολιτικά και κοινωνικά, συχνά διαμορφώνοντας την κυρίαρχη ατζέντα.

Πού αποδίδεις την εντεινόμενη συντηρητικοποίηση όχι ευκαταφρόνητων τμημάτων των κοινωνιών των ευρωπαϊκών χωρών, ανάμεσά τους και της Ιταλίας, που εκφράζεται και μέσα από την πριμοδότηση τέτοιων μορφωμάτων;

Θα έτεινα να απαντήσω ότι η δημοκρατία είναι η μόνη επιτρεπτή μορφή διακυβέρνησης, αλλά όποτε μπορεί κάνει λάθος.

Διότι, ακόμη και όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με τον Ιησού έναντι του Βαραββά, στο τέλος ψηφίζει δημοσκοπικά υπέρ του Βαραββά.

Το πλήθος παραμένει τρελό και αυτή είναι και η ομορφιά του, τουλάχιστον με τη λογοτεχνική έννοια, και αν το πλήθος είναι τρελό, οι εκλογές έχουν το διανοητικό διαμέτρημα μιας χωριάτικης λοταρίας.

Ενδέχεται να κληρωθούν οι δικοί μας αριθμοί ή οι αριθμοί των άλλων, αλλά πάντα από καθαρή τύχη.

Όσον αφορά την Ιταλία, όπως το βλέπω εγώ, που ούτως ή άλλως κάνω άλλα πράγματα στη ζωή, η συζήτηση χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα που είναι και τα δύο ακαταμάχητα.

Από τη μία πλευρά, υπάρχει η πολιτισμικά αλλοπρόσαλλη δεξιά πτέρυγα που διακηρύσσει πως είναι κεντρώα αλλά κλείνει το μάτι στις παραστρατιωτικές «ομάδες δράσης», που είναι τόσο απειλητικές όσο και οι ποδοσφαιρικές ομάδες πέντε επί πέντε.

Από την άλλη, υπάρχει μια αριστερά τόσο ξεθωριασμένη η οποία έχει περάσει από το κόκκινο στο ροζ τριανταφυλλί, που έχει χάσει τη μάχη για τα κοινωνικά δικαιώματα.

Mια αριστερά που παλεύει για τα πολιτικά δικαιώματα μόνο με τα λόγια, κάνει cosplay που παραπέμπει στον αντιφασισμό, φωνάζοντας με την υστερία τεσσάρων εικοσάχρονων ότι επιστρέφει ο Ντούτσε.

Κι έπειτα, με εξαίρεση τα πολιτιστικά ένθετα, δε διαβάζω τόσο τις πρόσφατες αλλά παλιότερες εφημερίδες.

Τις αγοράζω και τις αφήνω στην άκρη για μερικούς μήνες, τις αφήνω να λήξουν σαν φάρμακα.

Μετά τις ξεφυλλίζω, παρατηρώντας ότι, στη χώρα των Γατόπαρδων (σημ.: αναφορά στο ομώνυμο βιβλίο και κατά συνέπεια στον κεντρικό ήρωά του, Ντον Φαμπρίτσιο ντι Σαλίνα, λαμπρό εκπρόσωπο της σικελικής αριστοκρατικής τάξης που αποδέχεται με σοφία, στωικότητα και υπερηφάνεια την επερχόμενη παρακμή) και των Πουλτσινέλα (σημ.: γνωστός θεατρικός ναπολιτάνικος χαρακτήρας με κυριότερα χαρακτηριστικά τη μόνιμη πείνα, την πανουργία, τον οπορτουνισμό κ.ά.), μέσα σε λίγες εβδομάδες το τραγικό γίνεται κωμικό, ο πεσιμισμός γίνεται αμηχανία ο πολύς ντόρος καταλήγει στο τίποτε.

Ευχαριστώ θερμά την Χρύσα Μωυσίδου για την φροντισμένη μετάφραση των ερωτήσεών μου στα ιταλικά και των απαντήσεων του συγγραφέα στα ελληνικά, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του που συνοδεύει το κείμενο.

Ευχαριστώ επίσης την Κωνσταντίνα Γερ. Ευαγγέλου για τις εντός παρενθέσεων σημειώσεις και την επιμέλεια των απαντήσεων.

Το μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Ραβάζιο Η σεξουαλική ζωή του Γουλιέλμου Σπουτακιέρα κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Οκτάνα σε μετάφραση της Κωνσταντίνας Γερ. Ευαγγέλου.



Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Γκουαδαλούπε Νέτελ: «Όταν νιώθεις ότι απειλείται η ζωή σου, στρατεύεσαι κάπου»

 

Γκουαδαλούπε Νέτελ (Φωτογραφία: Lisbeth Salas)

Πολιτικοποιημένο, συγκινητικό και άρτια δομημένο, το μυθιστόρημα Η μοναχοκόρη της Μεξικανής Γκουαδαλούπε Νέτελ, εκ των κορυφαίων σύγχρονων Λατινοαμερικανίδων συγγραφέων, ανατέμνει σε βάθος την γυναικεία εμπειρία.

Γνωρίσαμε την ευγενική και δυναμική συγγραφέα στην Αθήνα, όπου βρέθηκε πρόσφατα προκειμένου να παρουσιάσει το βιβλίο της στο εγχώριο κοινό, προσκεκλημένη του 16ου Φεστιβάλ ΛΕΑ.

Λόγω του εκφοβισμού τον οποίο είχατε υποστεί στην παιδική σας ηλικία, πολύ γρήγορα καταφύγατε στην συγγραφή, που αντιλαμβανόσασταν ως «καταφύγιο». Παραμένει, για εσάς, ένα καταφύγιο;

Όταν γράφω, είναι ένα καταφύγιο.

Παρ’ όλα αυτά, ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ από την περίοδο κατά την οποία αποφάσισα να γίνω συγγραφέας. Τώρα υπάρχει πολύ μεγαλύτερη έκθεση του συγγραφέα στον κόσμο. Τότε δεν υπήρχαν μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Τώρα οι συγγραφείς ταξιδεύουν πολύ, απαιτούν από αυτούς να παρευρίσκονται σε πολλά φεστιβάλ και να πραγματοποιούν πολλές δημόσιες παρουσιάσεις. Όταν εγώ ξεκίνησα, δεν περίμενα κάτι τέτοιο.

Ωστόσο, η πράξη της γραφής και της ανάγνωσης εξακολουθεί να είναι για μένα ένα καταφύγιο.

Η Μοναχοκόρη είναι ένα «πανόραμα» της γυναικείας εμπειρίας σε ό,τι αφορά την μητρότητα, την γονεϊκότητα, την φιλία, ακόμα και την «προδοσία». Συλλάβατε ολιστικά το μυθιστόρημά σας;

Αφετηρία ήταν αυτό που συνέβη στην φίλη μου Λάουρα. Αυτό ήθελα να διηγηθώ, τίποτε άλλο.

Σιγά σιγά, όμως, άρχισαν να μπλέκονται στην αφήγηση διάφορα άλλα γεγονότα, όπως η εγκατάσταση των περιστεριών στο μπαλκόνι του σπιτιού μου.

Το μυθιστόρημα εξελίχθηκε, λοιπόν, σε μια «ρουφήχτρα», η οποία κατάπινε ό,τι συνέβαινε στο περιβάλλον μου, καταπιανόμενο με την μητρότητα, την φιλία, την -κάπως προβληματική- παιδική ηλικία, τον φεμινισμό.

Είναι αξιοθαύμαστη -έως και θαυματουργή- η αφηγηματική οικονομία αυτού του μυθιστορήματος, το πώς καταφέρνει μέσα σε τόσο λίγες σελίδες να θίξει τόσα πολλά ζητήματα.

Και τούτο χωρίς να είναι επιφανειακό ή φορτωμένο, και συγκινώντας με τρόπο διακριτικό και λιτό. Πώς κατορθώνετε να εξασφαλίζετε αυτές τις αξιοθαύμαστες αφηγηματικές ισορροπίες;

Ευχαριστώ πολύ!

Δεν ξέρω, κατ’ αρχάς, αν το κατάφερα. Κι αν το κατάφερα, δεν ξέρω πώς συνέβη. Αν πέτυχα μια ισορροπία, δεν το επεδίωξα. Χαίρομαι, πάντως, γι’ αυτό.

Επειδή, όμως, η συγκεκριμένη ιστορία μού είναι πολύ οικεία, κοντινή και με πονούσε, είχα την ανάγκη να μπαίνω σε και να βγαίνω από αυτήν για να αντέξω.

Όλα τα θέματα που θίγω με έχουν προβληματίσει πολύ στην ζωή μου. Η συνείδηση της φιλίας στην ζωή του ανθρώπου είναι, για παράδειγμα, πολύ σημαντική.

Επιπλέον, ο ρυθμός του μυθιστορήματος είναι εξαιρετικός, σχεδόν κινηματογραφικός.

Δε θέλω να κατευθύνω τον αναγνώστη όσον αφορά στο να αισθανθεί κάτι. Θέλω να του δίνω την ελευθερία να νιώθει μόνος του ό,τι έχει ανάγκη να νιώσει.

Αυτό, εξάλλου, που επιδιώκω σε όλα μου τα βιβλία είναι να μη βαριέται ο αναγνώστης. Αν βαριέται, έχεις χάσει το παιχνίδι. Δε συνεχίζει να διαβάζει.

Ήθελα επίσης, επειδή η πλοκή είναι πολύ πυκνή και πάρα πολύ βαριά, λυπητερή και επώδυνη, να υπάρχει μια αντίθεση με την χρησιμοποιούμενη γλώσσα.

Να είναι, δηλαδή, η γλώσσα πιο ελαφριά και χαμηλών τόνων, σαν ένας ψίθυρος, μια εξομολόγηση, που επί της ουσίας ήταν, αφού το μυθιστόρημα βασίστηκε στην εξομολόγηση της φίλης μου.  

Εκτός από τους προαναφερθέντες θεματικούς άξονες, ένας που παρέλειψα να επισημάνω νωρίτερα είναι εκείνος της αλληλεγγύης:

Όχι μόνο της γυναικείας αλληλεγγύης ή μεταξύ θηλυκοτήτων, αλλά της αλληλεγγύης ως βιώματος και πρακτικής στο πλαίσιο της ανθρώπινης εμπειρίας. Θα ήθελα ένα σχόλιό σας.

Το στοιχείο της αλληλεγγύης έχει να κάνει με την περίοδο κατά την οποία έγραψα το βιβλίο.

Στην διάρκειά της υπήρχε μεγάλη έξαρση του φεμινιστικού κινήματος στο Μεξικό, γιατί το Μεξικό είναι μια χώρα όπου επικρατεί βία. Φονεύονται έντεκα γυναίκες την ημέρα, απλώς επειδή είναι γυναίκες.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα αισθανόμασταν οι γυναίκες σε κίνδυνο, σαν απειλούμενο είδος. Βέβαια είναι παράλογο να λες πως οι γυναίκες είναι κάτι τέτοιο, όταν αποτελούν τον μισό πληθυσμό της Γης.

Όταν, όμως, νιώθεις ότι απειλείται η ζωή σου, μπαίνεις σε αλυσίδα, κάνεις γραμμές και στρατεύεσαι κάπου, προκειμένου να επιβιώσεις. Έτσι δημιουργήθηκε αυτό το κλίμα αλληλεγγύης μεταξύ των γυναικών ως απειλούμενο είδος.

Ένα από τα συνθήματα που φώναζαν οι γυναίκες στις διαδηλώσεις ήταν: «Η Αστυνομία δε με προστατεύει, με προστατεύουν οι φίλες μου».

Ένας αστυνομικός στο Μεξικό βίασε και σκότωσε μια δεκαεφτάχρονη κοπέλα, και μετά γυναίκες έκαψαν το αστυνομικό τμήμα.

Ήθελα, επομένως, ν’ αναδείξω την αλληλοβοήθεια και την αλληλεγγύη μεταξύ γυναικών. Σ’ αυτές βασιζόμαστε, πουθενά αλλού.

Όλες οι κοινωνικο-πολιτικές αποχρώσεις περνούν επίσης μ’ έναν πολύ διακριτικό -αλλά ταυτόχρονα απολύτως αντιληπτό- τρόπο.

Μπορεί η Μοναχοκόρη να μην είναι ένα κραυγαλέα πολιτικό ή στρατευμένο μυθιστόρημα, ωστόσο είναι σαφές πως δεν εκτυλίσσεται εντός ενός κοινωνικού κενού.

Πιστεύω ότι η μυθοπλασία έχει μια ιδιότητα την οποία στερούνται άλλα μέσα, όπως ένα δημοσιογραφικό κείμενο, ένα ειδησεογραφικό ρεπορτάζ ή ένα δοκίμιο:

Ξυπνάει την ενσυναίσθηση απέναντι σε ακραίες καταστάσεις, γιατί ταυτίζεσαι με κάποιους ήρωες, μπαίνεις στο «πετσί» τους, ζεις αυτό που ζουν.

Καθώς ξεδιπλώνεται η αφήγηση, δίνεται η εντύπωση ότι υπάρχει, τελικά, κάποιο «φωτάκι», μια ελπίδα: oρισμένα ζητήματα επιλύονται, κάποιες ισορροπίες αποκαθίστανται.

Βιώνετε μια τέτοια αίσθηση φωτεινότητας, μια τέτοια προοπτική και στην καθημερινότητά σας στο Μεξικό;

Όντως το μυθιστόρημα είναι φωτεινό κι ελπιδοφόρο.

Ωστόσο, η ελπίδα και το φως δεν προέρχονται απέξω, αλλά από μέσα, από τον τρόπο που εμείς αντιλαμβανόμαστε και αλλάζουμε την πραγματικότητα.

Η φίλη μου, εν προκειμένω η Αλίνα στο μυθιστόρημα, κατάφερε να μετατρέψει όλη αυτήν την δύσκολη και βαριά κατάσταση σε φως κι ελπίδα, σε μια ευτυχία για την ίδια.

Αν, λοιπόν, εκείνη το κατάφερε ξεκινώντας από τόσο πόνο και τόση δυσκολία, θα έπρεπε κι οι υπόλοιποι να μπορούμε να το καταφέρουμε.

Ή τουλάχιστον να το προσπαθούμε.

Αν το Μεξικό έχει κάποια ελπίδα, αυτή βρίσκεται στους ανθρώπους του. Υπάρχει πολύ ψηλή ποιότητα στους κατοίκους του Μεξικού, κι αυτό το βλέπουμε όταν συμβαίνει μια φυσική καταστροφή: ένας σεισμός, μια πλημμύρα, ένας τυφώνας.

Συνειδητοποιείς πώς κινητοποιούνται οι άνθρωποι για να βοηθήσουν όσους βρίσκονται σε ανάγκη, κάτι το οποίο ποτέ δεν έχει καταφέρει το κράτος, κανένας κρατικός ή δημόσιος θεσμός. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι η ελπίδα έγκειται στον κόσμο τον ίδιο.

Το κράτος, από την άλλη, έχει ακινητοποιήσει τον κόσμο, κάνοντας να θεωρεί πως δεν έχει καμιά απολύτως δύναμη να κινήσει τα πράγματα.

Όλα τα κοινωνικά κινήματα στο Μεξικό τα τελευταία χρόνια λένε: «Ζητάμε από το κράτος να μην κάνει τίποτα. Να μην κουνήσει το χέρι του. Γιατί, κάθε φορά που το κάνει, διαλύει το σύμπαν».

Αρχίζει ο κόσμος να συνειδητοποιεί ότι όλα μπορούν να βρουν μια λύση μέσα από τις οργανώσεις των πολιτών.

Τα όρια που επιβλήθηκαν στο ναρκεμπόριο, για παράδειγμα, δεν προέκυψαν από το κράτος, αλλά από τους μικρούς οικισμούς που έφτασαν στο «αμήν» και κινητοποιήθηκαν.

Η συνέντευξη με την Γκουαδαλούπε Νέτελ πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (17-29 Ιουνίου 2024).

Ευχαριστώ θερμά τον Βασίλη Γρετσίστα (Εκδόσεις Ίκαρος) για την πολύτιμη συμβολή του στον προγραμματισμό της και για την παραχώρηση της φωτογραφίας της συγγραφέως που συνοδεύει το κείμενο.

Ευχαριστώ ιδιαιτέρως την Νάννα Παπανικολάου για την άψογη διαδοχική διερμηνεία της προς και από τα ισπανικά.

Ευχαριστώ, τέλος, το Ινστιτούτο Θερβάντες της Αθήνας για την φιλοξενία της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα της Γκουαδαλούπε Νέτελ Η μοναχοκόρη κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση της Νάννας Παπανικολάου.



Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

Χαμέντ Μπιν Ακίλ: «Είναι βέβαιο ότι υπάρχει κάποιο κενό στη μνήμη κάθε συγγραφέα»

 


Eν μέρει μυθοπλασία, εν μέρει δοκίμιο, o Στωικός εραστής, ένα αφήγημα για τον έρωτα, την πολιτική και την τέχνη, μάς εισάγει στον κόσμο του Σαουδάραβα μυθιστοριογράφου, δοκιμιογράφου, ποιητή και εκδότη Χαμέντ Μπιν Ακίλ.

Μια εκτενής συζήτηση με τον καταξιωμένο συγγραφέα με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά.

«Η γραφή είναι εμμονή. Εννοώ την εμμονή με τη γραφή που ξεφεύγει από τα δεσμά της ταξινόμησης», λέει κάπου ο αφηγητής/συγγραφέας του Στωικού εραστή στον εκδότη  του.

Δεδομένου ότι ασχολείστε με τη γραφή μέσα από ποικίλες ιδιότητες -μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, ποιητής, εκδότης- αποτελεί και για εσάς κάποιου είδους εμμονή, μια γύμνια;

Και τα δύο, αν και ένας εκδότης γνωρίζει περισσότερο αυτό το δίλημμα από τον συγγραφέα.

Λαμβάνω κείμενα στην Dar Jedar for Culture and Publishing που δεν είναι ταξινομημένα, εννοώ «είδη» που θα έπρεπε να ταξινομηθούν από εμένα.

Ως το 2008, χρονιά που δημοσιεύτηκε η πρώτη έκδοση του βιβλίου, δεν υπήρχε τέτοιο θέμα. Θέμα «ταξινόμησης», όπως το αναφέρετε στην ερώτησή σας. 

Πριν από αυτό, είχα τις ανησυχίες μου ως συγγραφέας σχετικά με τη λογοτεχνική «πολιτογράφηση» της γραφής μου.

Πίστευα, όμως, επίσης πως η απόλυτη «κατηγοριοποίηση» ενός έργου μάς βάζει σε ανώφελα και αντιφατικά μεταξύ τους διλήμματα.

Το πρώτο προηγείται της διαδικασίας της γραφής,  όταν το άγχος της «ταξινόμησης» κατευθύνει τον δημιουργό και συχνά τον ωθεί σε ένα συγκεκριμένο στερεότυπο, κι επομένως αναμενόμενο, σχήμα.

Το δεύτερο είναι εκείνο που ακολουθεί τη διαδικασία γραφής, όταν επιβάλλει την «εξουσία» του στον αποδέκτη, άρα καταλήγουμε σε μια στερεότυπη αφηγηματική τέχνη, καθώς και σε μια στερεότυπη «υποδοχή» ή πρόσληψη.

Κοιτάζοντας, όμως, το μακρινό παρελθόν μας, μπορούμε να αναρωτηθούμε για την τύχη των γραπτών που ταξινομήθηκαν;

Τι έχει πραγματικά απομείνει από τα ιερά έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και τι από την αραβική λογοτεχνία των Αββασιδών; Το περιεχόμενο έχει απομείνει και όχι το σε ποια κατηγορία ανήκουν τα αιώνια αυτά έργα.

Έπειτα, η ερώτηση αυτή προϋποθέτει ότι η απάντηση θα είναι ξεκάθαρη εκατό χρόνια μετά τον θάνατό μου, όταν το μυθιστόρημα εξαφανιστεί και έρθει μια νέα αφηγηματική τέχνη.

Κι αυτό θα  συμβεί, γιατί είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης δημιουργικότητας πως προσπαθεί να ξεπεράσει τους προκατόχους της και όταν φτάσει σε αδιέξοδο, θα σκεφτεί μια νέα τέχνη γραφής.

Κοιτάξτε πώς αντιμετωπίζουμε τώρα τα έργα που γράφτηκαν πριν από τριάντα ή σαράντα χρόνια: ως διαχρονικά μυθιστορήματα, ή κλασικά. Τότε, όμως, ίσως αντιμετωπίζονταν διαφορετικά.

Ίσως ένα από τα πράγματα που με ικανοποίησε πραγματικά ήταν αυτό που έγραψε ένας Σαουδάραβας ακαδημαϊκός για το μυθιστόρημά μου όταν πρωτοκυκλοφόρησε.

Το περιέγραψε ως «σπόρο ανανέωσης» για το σαουδαραβικό μυθιστόρημα που δε χρειάζεται να «ταξινομηθεί».

Με την επίγνωση και την ιδιότητα του εκδότη, καθώς και με το άγχος του συγγραφέα, λέω ότι είναι υπέροχο να μη στεκόμαστε σε σχήματα.

Και πως πρέπει να επινοούμε διαρκώς, τιμώντας την μεγάλη μας παράδοση και το ένδοξο πολιτισμικό παρελθόν μας, και να αναζητούμε συνεχώς τη νεωτερικότητα.

Το εν λόγω βιβλίο είναι, λοιπόν, αταξινόμητο: εν μέρει μυθοπλασία, εν μέρει πολιτικό και φιλοσοφικό δοκίμιο. Τι υπαγορεύει τη δομή του; Η ανάγκη της υπέρβασης των αφηγηματικών ορίων/στεγανών;

Όταν έγραψα τον εν λόγω βιβλίο, είχα ήδη ολοκληρώσει δύο βιβλία πάνω στην εφαρμοσμένη σημειολογική κριτική.

Αρχικά, δεν υπέθεσα ότι ετοιμαζόμουν να γράψω μια νουβέλα ή ένα μυθιστόρημα, αλλά μια ιστορία για έναν μουσικό που γνώρισα, παρά την πεποίθησή μου πως η γραφή βιογραφιών δεν είναι γενικά χρήσιμη.

Επιθυμία μου ήταν να γράψω έστω ένα μέρος της βιογραφίας του γνωστού καλλιτέχνη Ταχίρ Χουσεΐν από την Υεμένη.

Στράφηκα, λοιπόν, σε τρεις παράλληλες ιστορίες, οι οποίες μπορούν να διαβαστούν και ως ανεξάρτητες ιστορίες, αλλά που επίσης έχουν σχέση με την κεντρική ιστορία και τον ήρωα του βιβλίου.

Έτσι προέκυψαν οι τρεις αυτές αυτόνομες ιστορίες, που έπειτα τις ένωσα με μεγάλη προσοχή, έκανα δηλαδή κάτι σαν την τέχνη ενός «γραπτού» κολάζ.

Όλα αυτά έγιναν χωρίς καμία πρόθεση, αλλά αποτέλεσαν μια δομημένη και στέρεα αφήγηση. Το ίδιο έκανα και σε προηγούμενα βιβλία.

Ασχολήθηκα με ένα νέο είδος γραπτής αφήγησης που ονομάζεται «εικονική βιογραφία», και όντως κυκλοφόρησαν τρία τέτοια βιβλία. Θα μπορούσε ο Στωικός εραστής να είναι το τέταρτο μέρος αυτής της σειράς.

Αυτό που μου προκάλεσε άγχος σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ότι ήμουν και ο εκδότης του βιβλίου.

Η πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε από την Dar Jedar for Culture and Publishing στην Αλεξάνδρεια, την οποία μοιράζεται μαζί μου ο ποιητής Khalaf Ali Al-Khalaf.

Θυμάμαι πως είχαμε μια μεγάλη συζήτηση για το συγκεκριμένο θέμα:

Την «κατηγοριοποίηση» του βιβλίου. Επειδή η γραφή είναι πειραματική, με αφηγηματικό περιεχόμενο, επικράτησε η «ταξινόμησή» του ως αφήγημα ή μυθιστόρημα.

Τελικά, ο εκδότης επικράτησε μέσα μου, μαζί με την εμμονή του να «ταξινομηθεί» το έργο ως αφήγημα ή μυθιστόρημα για λόγους μάρκετινγκ, παρά τη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας υπέρβασης των στερεοτύπων.

Έμεινε στον συγγραφέα, που συνήθως απαντά συναινετικά στις πρακτικές λύσεις, να το δεχτεί.

Η ταξινόμηση των λογοτεχνικών κειμένων κατά τη γνώμη μου είναι δουλειά που εξυπηρετεί τον εκδότη.

«Οι συγγραφείς, με την πρώτη λέξη που γράφουν, περνούν από την πραγματική διάσταση της ζωής σε ένα κενό μνήμης», αναλογίζεται ο αφηγητής/συγγραφέας. Μου το εξηγείτε;

Νομίζω ότι νιώθω όπως όλοι οι συγγραφείς σε όλο τον κόσμο. Ανήκουμε σε μια «παράξενη» κοινότητα, που δεν απολαμβάνει συνήθεις σχέσεις και δεσμούς όπως οι οικογενειακές σχέσεις, για παράδειγμα.

Η κοινότητά μας έχει υποθετικές και ανεξάρτητες σχέσεις που δεν μπορούν να προσδιοριστούν με μια ή δυο κουβέντες.

Γι’ αυτό σκέφτηκα κάποια στιγμή να γράψω ένα θεατρικό έργο όπως οι Βάτραχοι, και να καλέσω κάποιους συγγραφείς, όπως έκανε ο Αριστοφάνης με τους ποιητές Ευριπίδη και Αισχύλο.

Όχι για να τους δικάσω, αλλά για να τους κάνω μερικές σύντομες ερωτήσεις σχετικά με την τέχνη της γραφής:

Γιατί γράφεις; Ποιος είναι ο απώτερος σκοπός ή η «χρησιμότητα» της γραφής, τελικά; Τι προβλέπεις για τα γραπτά σου μετά τον θάνατό σου;

Ίσως «καλέσω» και τον  Χένρι Μίλερ, τον Νερούδα, τον Μπόρχες, τον Καζαντζάκη, τον Φόκνερ και τον Μοράβια, κι από τον αραβικό κόσμο τον Αμπντέλ Ραχμάν Μουνίφ.

Για να καταλάβω τη φύση της σκέψης και των συλλογισμών των συγγραφέων, την αργή διάρκεια της γραφής στη σημερινή εποχή, την αντοχή τους στον χρόνο.

Αλλά και το πώς μετατρέπεται η μνήμη σε τέχνη που αφορά τους προσωρινούς μας κόσμους, αλλά και εκείνους που έρχονται, και που είναι ρευστοί και άγνωστοι. Γι’ αυτό το χθες, που μετατρέπεται σε μνήμη και ιστορία, υλικό δημιουργίας.

Είναι βέβαιο ότι υπάρχει κάποιο κενό στη μνήμη κάθε συγγραφέα.

Αυτό το κενό είναι το υλικό που θέλει να επινοήσει, να μετατρέψει το τίποτα σε μια απόδειξη, μια «μαρτυρία» ότι κάτι συνέβη, υλικό το οποίο από μόνο του χάνεται με το πέρασμα του χρόνου, και μετατρέπεται πάλι σε «τίποτα».

Τι συμπυκνώνουν οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες του βιβλίου -η Μαριάμ, ο Δάσκαλος, ο βασιλιάς, ο αυτοδίδακτος δεξιοτέχνης στο ούτι, ο εκδότης- είτε αυτοτελώς είτε σε σχέση με τον αφηγητή/συγγραφέα;

Στις τρεις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος υπάρχει συζήτηση για το μυθιστόρημα μετά την έκδοσή του.

Αναφέρονται και σε κάποια σχόλια  αναγνωστών και για τους χαρακτήρες του που πλαισιώνουν τον συγγραφέα, ο οποίος είναι ο «βασικός» χαρακτήρας του βιβλίου.

Δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι η προσωπική εμπειρία του συγγραφέα επηρεάζει τις αντιλήψεις του, τους ίδιους τους χαρακτήρες που σκιαγραφεί και τα γεγονότα.

Αυτό συμβαίνει πάντα, σε οποιοδήποτε έργο, ακόμη κι αν ο συγγραφέας εργάζεται πάνω σε μια δυστοπία ή σε ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας.

Ωστόσο, στον Στωικό εραστή ο χαρακτήρας του μουσικού, ο οποίος είναι πραγματικός, τον γνώρισα το 2006 και συνεχίσαμε να είμαστε φίλοι μέχρι τον θάνατό του το 2023, είναι ο πιο σημαντικός από τους υπόλοιπους γιατί υπήρξε στην πραγματικότητα.

Οι υπόλοιποι χαρακτήρες, ακόμη και ο χαρακτήρας του «Δασκάλου», έχουν επινοηθεί και διαθέτουν κάτι από εμένα.

Τουλάχιστον μεταφέρουν κάποιες ιδέες μου, τις ανησυχίες και τους προσωπικούς φόβους μου ακόμα και τη νοσταλγία για το παρελθόν, κ.λπ.

«Σαν άλλη πρωτόπλαστη γυναίκα που ξέφυγε από τα δεσμά της υποταγής, πληρώνοντας το ακριβό τίμημα της αιώνιας περιπλάνησης», η Μαριάμ είναι μια γυναίκα που πάλλεται από ερωτική επιθυμία και είναι θύμα της πατριαρχίας.

Πόσο αντιπροσωπευτική μιας νεότερης γενιάς Σαουδαραβισσών γυναικών είναι;

Η Λίλιθ, Μαριάμ ή Χανάντι. Νομίζω ότι είναι ο χαρακτήρας για τον οποίο σκέφτηκα περισσότερο ενώ έγραφα το μυθιστόρημα.

Στη Χριστιανική παράδοση η Μαριάμ είναι η Παρθένος Μαρία, ενώ η Λίλιθ στο Βιβλίο της Γένεσης είναι η προβληματική γυναίκα που διαπλέκεται στην αρχαία εβραϊκή σκέψη, ίσως και η «Λάιλα» ανάμεσα στους Άραβες στα πρώτα τους ποιητικά κείμενα.

Στο Βιβλίο της Γένεσης η Λίλιθ δραπετεύει από τον Παράδεισο προκειμένου να μην υποταχθεί στον Αδάμ. Στη σουμερική παράδοση συνδέεται με τους ανέμους, τις καταιγίδες, τις ασθένειες και τον θάνατο.

Είναι επίσης αυτή που ξέφυγε από τον Γκιλγκαμές όταν αυτός ξερίζωσε την ιτιά.

Η Μαριάμ είναι μια νέα κοπέλα, μια παρθένα που φλέγεται από ερωτική επιθυμία, αλλά έχει πολλές εσωτερικές συγκρούσεις.

Η Μαριάμ δε σχετίζεται μόνο με τη σεξουαλική επιθυμία μιας νέας καταπιεσμένης γυναίκας, «απεικονίζει» τα βασικά κίνητρα στη γυναικεία φύση, την προσπάθειά της να κατανοήσει τον εαυτό της και τους άλλους γύρω της.

Οι συνεχείς αντιφάσεις της σε σχέση με την καταπίεση που αντιμετωπίζει την καθιστούν ελκυστική και μυστηριώδη.

Η Mαριάμ είναι μια νέα ύπαρξη, δεκαοκτώ μόλις ετών Είναι λαμπερή, πολλά υποσχόμενη και επαναστατική.

Εγκαταλείπει τη συσσωρευμένη ανθρώπινη εμπειρία της κοινωνίας όπου ζει, για να κάνει το άλμα προς την ελευθερία, επαναστατεί κάθε μέρα και μετατρέπει τη ζωή της σε μια ιστορία για τη γυναικεία χειραφέτηση.

Η Μαριάμ, όπως και οι γυναίκες στη Σαουδική Αραβία, είναι μέρος αυτού του κόσμου και έχουν το ίδιο ανθρώπινο βάθος:

Επιθυμίες, αγάπη, φόβους, θυσίες, ακόμη και την καταδίκη, την καταπίεση και το όνειρο της απόλυτης ελευθερίας για τον εαυτό τους και για τις γυναίκες σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία.

«Πόσο λυπάμαι για εκείνους που καταπιέζουν τις επιθυμίες τους, που ζουν μέσα στην ψευδαίσθηση της δήθεν υπεροχής και μιας πλασματικής αγνότητας παραμένοντας δέσμιοι σε ό,τι υπονομεύει [...] τη χαρά τους», αποφαίνεται ο Δάσκαλος.

Πόσο ισχυρά πνέει ο «άνεμος» ανανέωσης -κοινωνικά, πολιτικά, πολιτισμικά- στη Σαουδική Αραβία, μια χώρα συντηρητική; Και πόσο πιθανή εκτιμάτε ότι είναι η κοινωνική και πολιτική αλλαγή;

Ο Στωικός Εραστής γράφτηκε πριν από δεκαπέντε χρόνια, δηλαδή σε μια περίοδο που εγώ -ίσως και άλλοι- δεν ονειρευόμασταν πως θα γινόμασταν μάρτυρες θεμελιωδών αλλαγών στη χώρα μας.

Σήμερα, στη Σαουδική Αραβία, ένας νεαρός πρίγκιπας που βρίσκεται στη σκιά του Βασιλιά πατέρα του κατάφερε να κάνει την τεράστια διαφορά.

Να κερδίσει το στοίχημα για την κοινωνική αλλαγή, ένα στοίχημα που δεν μπορούσε να επιτευχθεί εύκολα στη χώρα μου.

Κατά τη διακυβέρνηση του προηγούμενου βασιλιά, θυμάμαι ότι είπε στον παρουσιαστή ενός από τα Δυτικά τηλεοπτικά κανάλια:

«Στη Σαουδική Αραβία, έχουμε γυναίκες που οδηγούν τα αυτοκίνητά τους γιατί χρειάζεται να το κάνουν».

Κανείς δεν κατάφερε να συλλάβει αυτή τη δήλωση του αείμνηστου βασιλιά και η κατάσταση παρέμεινε ως είχε, επειδή η κοινωνία ανέπνεε ακόμα κάτω από το βάρος τεσσάρων δεκαετιών που παραμόρφωσε τα πάντα στο όνομα της θρησκείας.

Ήταν μια εποχή που όλοι, εκτός από το θρησκευτικό κατεστημένο, απαιτούσαν από τις γυναίκες να οδηγούν τα αυτοκίνητά τους.

Αλλά, με την έλευση του σημερινού βασιλιά και του διαδόχου του, πολλά έχουν αλλάξει.

Με μια τολμηρή πολιτική απόφαση και ένα φιλόδοξο όραμα κινούμαστε «εντός του συγχρονου πολιτισμού του ανθρώπου».

Με τη διακαή επιθυμία να εκπροσωπήσουμε τη χώρα μας και να την «εξάγουμε» ως μέρος της ανθρώπινης ανάπτυξης και της ευημερίας, όχι ως αποκομμένη από την ανθρώπινη ύπαρξη και την πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας.

Οι άνθρωποι ανταποκρίνονται πάντα σε θαρραλέες πολιτικές αποφάσεις.

Ειδικά σε αυτές που δε βλάπτουν τις αρχές τους, αλλά τους απαλλάσσουν από πολλές από τις ψευδαισθήσεις και τις υπερβολές που υπήρξαν κάτω από έναν αυστηρό θρησκευτικό καθεστώς. Αυτό συμβαίνει σήμερα στη Σαουδική Αραβία.

Ο σημερινός βασιλιάς και ο διάδοχός του ηγήθηκαν της αλλαγής και η ανταπόκριση του λαού ήταν εκπληκτική και υπόσχεται ένα λαμπρό μέλλον.

«Το πάθος ενός ανθρώπου, η αφοσίωσή του σε μια ιδέα, σ’ έναν σκοπό, αρκεί για να ασκήσει μια τόσο λυτρωτική δύναμη πάνω του», συνειδητοποιεί ο αφηγητής ακούγοντας τον μουσικό. Τι σας παθιάζει προσωπικά, σε τι είστε αφοσιωμένος;

Για να επιστρέψουμε στην προ του 1979 κοινωνία, την κοινωνία του κοινωνικού πλουραλισμού και της ανεκτικότητας, τότε που είχαμε σινεμά συναυλίες, τα πάντα, και μετά όλα άλλαξαν όλα ξαφνικά.

Το μυθιστόρημα γράφτηκε πριν από δεκαπέντε χρόνια, επτά χρόνια πριν ο βασιλιάς Σαλμάν αναλάβει την εξουσία στη Σαουδική Αραβία και πριν από τον ερχομό του γιου του και διαδόχου που κατά την άποψή μου βρίσκονται τώρα στον σωστό δρόμο.

Πριν από αυτό, τα πράγματα δεν ήταν όπως τα θέλαμε.  Κυρίως για μένα, που ένιωθα πάντα σαν τον Πλάτωνα και οι ονειροπολήσεις μου στρέφονταν  συχνά γύρω από την τέχνη και τη μουσική.

 «Ο εκδοτικός κλάδος, ειδικά στον αραβικό μας χώρο, πρέπει να παραδεχτώ ότι είναι[...] πολύ πικρός», εξομολογείται αλλού. Σε τι συνίσταται η πικρότητά του;

Η πικρία πηγάζει από πολλά πράγματα, ειδικά όταν εμείς στην Jedar Publishing Company αποφασίσαμε να υιοθετήσουμε διεθνή πρότυπα στην επεξεργασία των κειμένων και στο μάρκετινγκ των ηλεκτρονικών εκδόσεων.

Πολλοί από τους διάσημους συγγραφείς του αραβικού κόσμου δεν πίστεψαν στις εξελίξεις που θέλαμε να συμβούν στον εκδοτικό μας κλάδο.

Λες και η εξαφάνιση των έντυπων εφημερίδων δεν ήταν ένα μάθημα για την αναγκαιότητα μετάβασης σε έναν νέο ορίζοντα.

Επίσης, οι εκδόσεις στον αραβικό κόσμο δεν μπορούν να γίνουν μεγάλη δύναμη κυρίως εξαιτίας της ύπαρξης της λογοκρισίας σε όλες σχεδόν τις αραβικές χώρες, καθώς και της «διφορούμενης» σχέσης που επικρατεί μεταξύ συγγραφέα και εκδότη.

«Δεν είχα σε ιδιαίτερη εκτίμηση ούτε τους κριτικούς λογοτεχνίας ούτε τους συντάκτες λογοτεχνικού ρεπορτάζ», παραδέχεται σκωπτικά.

Ποια είναι η δικιά σας σχέση τόσο με τη σαουδαραβική -και εν γένει αραβική- λογοτεχνική κριτική;

Η λογοτεχνική κριτική είναι ο ερμητικός μου λαβύρινθος, σύμφωνα με τον Umberto Eco. Είναι το δικό μου έργο, μέσω του οποίου εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου στους συγγραφείς της χώρας μου και του αραβικού κόσμου για τα διακεκριμένα τους γραπτά.

Ανήκω σε μια γενιά που είχε παραμεληθεί από τους κριτικούς λογοτεχνίας, τουλάχιστον περισσότερο από τη γενιά που προηγήθηκε.

Μου φαινόταν ότι, αν η γενιά μου και αυτοί που τους ακολούθησαν ήθελαν κριτική προσοχή, θα την έβρισκαν μόνο από εκείνους που θα είχαν την καλή διάθεση να τους πλησιάσουν.

Γι’ αυτό οι πρώτες μου κριτικές εμπειρίες, που ξεκίνησαν στα τέλη του 2001 μέχρι το 2003, και που δημοσίευσα μέσω ηλεκτρονικών ιστότοπων ήταν δημοφιλείς εκείνη την εποχή. Μετά προέκυψε το πρώτο μου βιβλίο, Η Νομολογία του Χάους.

Το κριτικό μου έργο συνεχίστηκε. Ίσως ένας από τους λόγους για την ενασχόλησή μου με την κριτική είναι η πεποίθησή μου ότι η αραβική κριτική, ως επί το πλείστον, ασκεί τη «μετάφραση» θεωριών σε βάρος των κριτικών εφαρμογών.

Επομένως, προσπάθησα να προσεγγίσω την κριτική σε μοντέλα που θα μπορούσαν να αναπτύξουν μηχανισμούς ανάγνωσης και γραφής των Αράβων συγγραφέων.

Μέχρι στιγμής, έχω πέντε κριτικά βιβλία, τα οποία είναι όλα σημειωτικές εφαρμογές και χρήση θεωριών πρόσληψης στη μελέτη επιλεγμένων κειμένων από Σαουδάραβες συγγραφείς, συγγραφείς από χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου ή από τον αραβικό κόσμο.

Ο «αραβικός κόσμος», λοιπόν, θύμα ενός μανιχαϊστικού οριενταλισμού, είναι -στη «Δύση»- μια έννοια «θολή»: ενίοτε μυθοποιημένη, ενίοτε παρεξηγημένη, ενίοτε σκόπιμα υποτιμημένη.

Γεφυρώνουν βιβλία όπως το δικό σας -και κυρίως η κυκλοφορία του(ς) στην Ευρώπη- αντιληπτικά και πολιτισμικά χάσματα, ανοίγοντας «μονοπάτια» επικοινωνίας;

Η πρώτη πρόταση να μεταφραστεί το βιβλίο μου ήρθε το 2009 και ήταν μια πρόταση να μεταφραστεί το μυθιστόρημα στα γαλλικά.

Προέκυψε, όμως, μια διαμάχη μεταξύ του μεταφραστή και του προτεινόμενου εκδότη σχετικά με τον τρόπο χρηματοδότησης του έργου, οπότε σταμάτησε εκεί.

Όσο για μένα, δεν ήμουν ενθουσιώδης εκείνη την εποχή για τη μετάφραση του μυθιστορήματος για δύο λόγους:

Ο πρώτος είχε να κάνει με τη μεταφράστρια και ο άλλος με τον τρόπο χρηματοδότησης του έργου, στον οποίο δε θα έπρεπε να είμαι μέρος της.

Αλλά υπήρχε και ένας τρίτος λόγος, κι αυτός συνοψιζόταν στις ανησυχίες μου σχετικά με την υποδοχή του έργου μου από τους αναγνώστες, αλλά και τους κριτικούς λογοτεχνίας στην Ευρώπη.

Ένα «σαουδαραβικό» μυθιστόρημα από τη μυθική Ανατολή υπόκειται στο σκόπιμα στερεότυπο που το παρουσιάζει σαν κάτι που δεν είναι.

Με την ελληνική μετάφραση τα πράγματα ήταν διαφορετικά.

Ήξερα την Πέρσα Κουμούτση από τα βιβλία της, ήξερα ότι ήταν δεινή και έμπειρη μεταφράστρια.

Μαζί μάλιστα με την περικοπή κάποιων μακροσκελών αφηγήσεων του Δασκάλου που διατάρασσαν τη ισορροπία του έργου, θεωρώ ότι το αποτέλεσμα είναι πολύ ικανοποιητικό.

Παρ’ όλα αυτά, ακόμα αναρωτιέμαι πώς θα είναι η πρόσληψη του μυθιστορήματός μου.

Διότι, παρά τις πολυάριθμες αναγνώσεις μου της ελληνικής λογοτεχνίας και της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και τις γνώσεις μου για την εποχή των Καζαντζάκη, Καβάφη, Ρίτσου και άλλων, δε γνωρίζω  πολλά για τη σημερινή εποχή.

Αλλά παρότι δε γνώριζα πολλά για τη σύγχρονη ελληνική παραγωγή, ήξερα ότι είχα να κάνω με μια έμπειρη μεταφράστρια, συγγραφέα η ίδια βιβλίων που είχα διαβάσει.

Βέβαια, δε σταμάτησα ποτέ να αναρωτιέμαι για το εύρος των γνώσεών μου για το ελληνικό πολιτιστικό περιβάλλον και επομένως το μέγεθος των προσδοκιών μου για την ελληνική υποδοχή ενός κειμένου.

Το μυθιστόρημα ίσως δεν ήταν το πρώτο από την Ανατολή.

Ήταν, όμως, το πρώτο που μεταφραζόταν απευθείας από την αραβική γλώσσα, χωρίς να υπάρχει ενδιάμεση μετάφραση, αγγλική ή άλλη, που να με προϊδεάζει ή να με προετοιμάζει για την υποδοχή του μυθιστορήματός μου από ένα ευρωπαϊκό κοινό.

Εξάλλου, φοβόμουν ότι ο Δυτικός αναγνώστης έχει ως μέτρο σύγκρισης τη μεγάλη κληρονομιά κειμένων, όπως Χίλιες και Μία Νύχτες και δε σταματά εκεί.

Ίσως, μετά την έκδοση του μυθιστορήματος, να περιμένω τι θα γίνει. Πρέπει να αρχίσεις να κάνεις κάτι για να δεις σε τι θα οδηγήσει.

Θα θεωρούσα ότι το πρώτο βήμα ήταν το άνοιγμα ενός μονοπατιού επικοινωνίας με τον Δυτικό αναγνώστη, όπως αναφέρετε.

«Οι άνθρωποι προτιμούν να εθελοτυφλούν, να κλείνουν τα μάτια μπροστά στη βαρβαρότητα και το βασανισμό, ακόμα κι αν αυτός αφορά άλλους ανθρώπους. [...] Προτιμούν να αποστρέφουν το βλέμμα», σχολιάζει ο αφηγητής/συγγραφέας.

Στην εθελοτυφλία πολλών -κυρίως στη Δύση, αλλά και στον αραβικό κόσμο- οφείλεται η αδιαφορία για την εν εξελίξει γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού στη Γάζα; Εσείς πώς τοποθετείστε ηθικά σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα;

Tα Μέσα Ενημέρωσης που ασχολούνται με την παραποίηση και την άρνηση της πράξης της σφαγής, καθώς και αυτά που τη διέπραξαν, πρέπει να απομονωθούν από τις υπόλοιπες μάζες στη Μέση Ανατολή και τον κόσμο γενικότερα.

Σε ένα γενικό ανθρωπιστικό επίπεδο κανείς δεν εγκρίνει τη γενοκτονία σε καμία γειτονιά της γης και με καμία δικαιολογία.

Όπως ακριβώς οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της παλαιστινιακής υπόθεσης δεν εγκρίνουν τη γενοκτονία που συνέβη στους Εβραίους στα ναζιστικά στρατόπεδα, είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν Εβραίοι και οι υπόλοιποι λαοί του κόσμου που δεν εγκρίνουν τη βάναυση γενοκτονία που συμβαίνει στη Γάζα και στο λαό της και τα βασανιστήρια που υφίσταται στα χέρια του ισραηλινού στρατιωτικού μηχανισμού.

Η ηθική θέση σε ένα θέμα όπως αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ούτε να συζητηθεί.

Απορρίπτω, όπως κάθε κανονικός άνθρωπος σε αυτόν τον πλανήτη, κάθε μορφή εξτρεμισμού, γενοκτονίας, δολοφονίας, λεηλασίας πλούτου, δήμευσης ή καταπάτησης ελευθεριών.

Θα μείωνε το δικαίωμα ενός λαού ή μιας μειονότητας σε μια αξιοπρεπή ύπαρξη, ζωή, ανάπτυξη και ευημερία. Είναι απεριφραστα καταδικαστέα.

«Κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει αν δεν νιώσει πρώτα ελεύθερος», συμπεραίνει ο αφηγητής/συγγραφέας. Πόσο εφικτή είναι η επίτευξη και η απόλαυση της προσωπικής -και κυρίως της συλλογικής- ελευθερίας σε έναν ανελεύθερο κόσμο;

Η ελευθερία υπάρχει μέσα σε ένα πλήρες ηθικό σύστημα και οι ελευθερίες τελειώνουν όταν απειλούν τις ελευθερίες των άλλων.

Αυτό είναι γνωστό στη δημόσια σφαίρα, αλλά στη Σαουδική Αραβία βρισκόμασταν μπροστά σε έναν αποκλεισμένο κοινωνικό ορίζοντα.

Έναν ορίζοντα στον οποίο η θρησκεία είχε «χρησιμοποιηθεί» με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που πρεσβεύει το Ισλάμ, και το Ισλάμ είναι μια θρησκεία ελευθερίας, ανεκτικότητας και αγάπης.

Τα πράγματα έχουν αλλάξει από το 2015, όπως ανέφερα. Είμαστε πλέον έτοιμοι να απολαύσουμε την αγάπη μας για τη μουσική και τις τέχνες.

Μπορούμε να ζούμε κανονικά, αφού τα πράγματα επανήλθαν στην κανονικότητά τους και η παλιά κοινωνική νοοτροπία διαλύθηκε με την αναπαραγωγή του θρησκευτικού λόγου υπό το πρίσμα ενός επιτυχημένου πολιτικού οράματος.

Η γενιά μου μπορεί να έχασε λίγη από τη ζωή της, όπως συνέβη και με τον Στωικό εραστή, αλλά παρακολουθώ τη γενιά των παιδιών μου να αναπνέει με διαφορετικό τρόπο, να πηγαίνει στο θέατρο, να ακούει μουσική, να βλέπει κινηματογράφο.

Απολαμβάνουν τον πολιτισμό και την λογοτεχνία ανδρών και γυναικών της Σαουδικής Αραβίας, η οποία δημιουργεί πλέον σε καθημερινή βάση νέους αποδέκτες και είναι έτοιμη να ενταχθεί στον υπόλοιπο «κόσμο»:

Είμαστε ένα εποικοδομητικό μέρος αυτού του κόσμου, ένα ουσιαστικό μέρος του ανθρωπιστικού μηνύματός του.

Είμαστε κι εμείς σημαντικό κομμάτι του πολιτισμού που μπορεί να εκφράσει άφοβα το πλουραλιστικό του απόθεμα σε όλα τα επίπεδα.

Ευχαριστώ θερμά την Πέρσα Κουμούτση για το μεράκι και την φροντίδα στη μετάφραση των ερωτήσεών μου στα αραβικά και των απαντήσεων του συγγραφέα στα ελληνικά.

Ευχαριστώ επίσης την Μαρία Ζαμπάρα (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια) για την παραχώρηση της φωτογραφίας του συγγραφέα που συνοδεύει το κείμενο.

Το βιβλίο του Χαμέντ Μπιν Ακίλ Ο στωικός εραστής κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια σε μετάφραση της Πέρσας Κουμούτση.