Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

Αλμπέρτο Ραβάζιο: «Η λογοτεχνία είναι λογοτεχνία όταν είναι σύγχρονη, αλλά όχι επίκαιρη»

 


«Οικιακό ζώο» των γονιών του, χωρίς πτυχίο, δουλειά ή ερωτικές «κατακτήσεις», ο Γουλιέλμος Σπουτακιέρα ξυπνάει μια μέρα διεμφυλισμένος σε γυναικείο σώμα.

Όλα αυτά -και πολλά άλλα- συμβαίνουν στο απολαυστικό μυθιστόρημα του Ιταλού Αλμπέρτο Ραβάζιο, Η σεξουαλική ζωή του Γουλιέλμου Σπουτακιέρα. Μια σε βάθος συζήτηση μ’ έναν συγγραφέα που δε «μασάει» τα λόγια του. Για τίποτα.

«Τα αποφόρια σας, αγαπητές συντρόφισσες, μην τα καίτε, σε κάποιον θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν: εμείς ανέκαθεν τα ονειρευόμασταν».

M’ αυτό το παράθεμα του Mario Mieli ξεκινάει η Σεξουαλική ζωή του Γουλιέλμου Σπουτακιέρα, του πρόσφατα μεταφρασμένου στα ελληνικά μυθιστορήματός σου. Γιατί;

Εντωμεταξύ, με τρόπο κάπως χριστιανοδημοκρατικό, βάζοντας τον Mieli ως μότο προσπαθούσα να διαψεύσω εξαρχής οποιεσδήποτε κατηγορίες για ομοφοβία, μισογυνισμό, τρανσφοβία, φασισμό, νεοχιτλερισμό και ούτω καθεξής.

Έπειτα, τα Στοιχεία Ομοφυλοφιλικής Κριτικής με βοήθησαν πολύ να συνειδητοποιήσω ότι το πορνό δεν είναι μόνο χειραφέτηση από την καθολικοναζιστική σεξοφοβία αλλά πάνω απ’ όλα ένας καπιταλιστικός φαύλος κύκλος.

Γιατί, όταν βλέπεις πορνό, νομίζεις ότι καταναλώνεις ψηφιακές συνουσίες και αντί γι’ αυτό καταναλώνεις - και τίποτε άλλο.

Τέλος, είχα πάντα μια αδυναμία, δυστυχώς μόνο ετεροφυλόφιλη, για κάποιες επικές, αντι-ρητορικές, γκαρι-μπαλντικές αδερφές, όπως ο Busi ή ο Mieli, συγγραφείς έτη φωτός μπροστά από τη σύγχρονη συζήτηση, που ως επί το πλείστον περιορίζεται στον εξ αντανακλάσεως φανατισμό και στην καθημερινή θυματοποίηση. 

Αποτολμώντας έναν -μάλλον προφανή- παραλληλισμό, θα έλεγα ότι το βιβλίο σου αποτελεί μια κουίρ εκδοχή της Μεταμόρφωσης του Κάφκα. Ποια είναι, κατ’ αρχάς, η σχέση σου με το καφκικό σύμπαν;

Ο Κάφκα είναι τόσο κλασικός που δεν είναι απλώς ένα επίθετο, αλλά ένα στοιχείο της φύσης, όπως η θάλασσα, ο ουρανός, οι φόροι.

Συνήθως, σε λογοτεχνικό επίπεδο, παρασύρομαι κυρίως από τους Ιταλούς, επειδή είμαι λίγο αγνωστικιστής απέναντι στις μεταφράσεις, αλλά και επειδή στα ιταλικά μυθιστορήματα βρίσκω όλες τις ανίατες ασθένειές μου: την οικογένεια, το κράτος, τον καθολικισμό.

Ξαναδιαβάζοντάς τον καλά, ωστόσο, υπάρχει κάτι πολύ ιταλικό στον Κάφκα: η σχέση με μια παράλογη, ακατανόητη, κρυφή εξουσία, όχι κάθετη αλλά οριζόντια και υπόγεια, κατά κάποιο τρόπο μαφιόζικη.

Από αυτή την άποψη, ο Κάφκα μοιάζει να συγγενεύει με τον Μαντσόνι, τον Σάσα, τον Παζολίνι.

Μοιάζει να μας λέει:

Η εξουσία υπάρχει, αλλά δεν είναι ορατή και ακόμη και αν ήταν ορατή δε θα μπορούσε να γίνει γνωστή και ακόμη και αν μπορούσε να γίνει γνωστή στο τέλος σε σκοτώνει ούτως ή άλλως, καθώς σε κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια σαν αποδιοπομπαίο τράγο.

Και πώς αντιλαμβάνεσαι την κουίρ λογοτεχνία στις μέρες μας, ανεξαρτήτως του αν το σύνολο της συγγραφικής δουλειάς σου είναι ταξινομήσιμο σ’ αυτό το είδος;

Πέρα από τις εθνικές ιδιαιτερότητες, αν βάλεις ένα επίθετο δίπλα στη λέξη λογοτεχνία, σχεδόν πάντα βγαίνει ένα οξύμωρο, όπως η ομοφυλοφιλική λογοτεχνία, η γυναικεία λογοτεχνία, η συγκεντρωτική λογοτεχνία.

Η λογοτεχνία είναι λογοτεχνία όταν είναι σύγχρονη, αλλά όχι επίκαιρη, όταν ασχολείται με το παρόν αλλά δεν υποκύπτει στον παροντισμό, δηλαδή στη λατρεία του παρόντος με τη συνεπακόλουθη διαγραφή του παρελθόντος.

Το να μιλάμε για κουίρ λογοτεχνία σημαίνει ότι παραδινόμαστε στο δημοσιογραφικό λεξιλόγιο, στις ακαδημαϊκές μόδες, υποβιβάζοντας τη λογοτεχνία στο ρόλο του αφηγηματικού εκλαϊκευτή των λεγόμενων πολιτισμικών μαχών του σήμερα.

Tριαντάρης, πορνοεξαρτημένος, χωρίς πτυχίο, δουλειά, παρέες, πολλούς φίλους ή ερωτικές «κατακτήσεις» και «οικιακό ζώο» των γονιών του, ο «διεμφυλισμένος» Γουλιέλμος Σπουτακιέρα πρωταγωνιστεί.

Από κάποιες απόψεις, τον θεωρείς ως χαρακτήρα λίγο-πολύ αντιπροσωπευτικό πολλών σημερινών τριαντάρηδων -άλλα και νεότερων-, μεγαλωμένων (και διαψευσμένων) υπό συνθήκες διαρκούς και πολυεπίπεδης κρίσης;

Δεν έκανα καμία έρευνα για να διαπιστώσω αν οι τριαντάρηδες είναι έτσι στην επαρχία του Αρέτσο ή στη Λετονία, αλλιώς θα κινδύνευα να γράψω μια λόγια συμβολή στη βιβλιογραφία.

Αλλά απ’ ό,τι έχω συνειδητοποιήσει στα χρόνια της ποιητικής ζωής, δηλαδή της ανεργίας, όσο αφηγείται κανείς όσα γνωρίζει για τη χώρα του, για την εξοχή, το χιόνι, τους αυνανισμούς, την πρώτη θεία κοινωνία, τα σπυράκια, τα κλεμμένα ποδήλατα, τα τσιμπούκια στα χωνιά των παγωτών τον Αύγουστο, με λίγα λόγια, τα απείρως προσωπικά και προσωποπαγή, τόσο περισσότερο κινδυνεύει να μαντέψει και τις ζωές των άλλων, μπαίνοντας χωρίς να το καταλάβει στα χωράφια της καθολικής δυσφήμισης.

«Ο άνθρωπος λέει πως προτιμά τον θάνατο από την ταπείνωση, αλλά εντέλει, προκειμένου να επιβιώσει, επιλέγει πάντοτε την ταπείνωση», ισχυρίζεται ο αφηγητής.

Είναι η επιβίωση πάντα ταπεινωτική;

Όντας σαδομαζοχιστικά οπαδός του Ντόλτσε Στιλ Νουόβο (σημ.: σημαντικό ποιητικό ρεύμα -1280-1310- με κυρίαρχο άξονα τον έρωτα που σκοπό έχει να κατευθύνει τον άνθρωπο προς τη θέωση) αλλά και του Ντοστογιέφσκι ταυτόχρονα, για μένα η ταπείνωση εμπεριέχει μια ερωτική αναρώτηση, ενώ ο θάνατος δεν με εξιτάρει, αν και δεν τον έχω βιώσει ποτέ στην πραγματικότητα.

«Πίστευε πως η ψυχανάλυση ήταν περισσότερο ένα λογοτεχνικό είδος που είχε επινοήσει ο Φρόυντ [...] παρά μια αληθινή μέθοδος θεραπείας», συνεχίζει. Ποια είναι η γνώμη σου για τη φροϋδική εκδοχή της ψυχανάλυσης;

Προφανώς αυτή η εξυπνάδα για την ψυχανάλυση λειτουργεί μόνο εντός του μυθιστορηματικού περιβόλου, δεν αντιστοιχεί στην υποτιθέμενη σκέψη του συγγραφέα.

Όσο για μένα, διάβασα σχεδόν όλο τον Φρόυντ πολύ πριν φιλήσω.

Κι όταν τελικά έδωσα το πρώτο μου φιλί, φίλησα ένα πόδι, βρώμικο και επί πληρωμή, οπότε μπορεί να ειπωθεί ότι ο Φρόυντ έχει κάνει δουλίτσα πάνω μου, κάνοντάς με διεστραμμένο, πολύμορφο και δυστυχισμένο γι’ αυτό που είμαι.

«Από εσένα έμαθα πως άντρας δεν γεννιέσαι ούτε γίνεσαι αλλά τον υποδύεσαι τον άντρα, μέρα με τη μέρα», γράφει ο Γουλιέλμος, απευθυνόμενος στον πατέρα του.

Όσο ανεπαρκέστεροι ως «ηθοποιοί», τόσο δυστυχέστεροι ως άνθρωποι είμαστε;

Σε εκείνο το απόσπασμα, ήμουν πεπεισμένος ότι αναφερόμουν στο έργο τού Edoardo Albinati, Καθολική Σχολή, αλλά κατέληξα σε έναν κρυπτο-έπαινο της Judith Butler.

Πέρα από το ενδεχόμενο παιχνίδι του έμφυλου ρόλου, σίγουρα δεν υπάρχει  τίποτα πιο καταναγκαστικό από τον περιβόητο αυθορμητισμό.

Ήμουν συναισθηματικά ξύλινο ως παιδί και ο πατέρας μου μού έλεγε: «Να είσαι αυθόρμητος». Του απαντούσα ότι το «Να είσαι αυθόρμητος» ήταν μια παράδοξη, αυτοαναιρούμενη φράση, κάτι σαν το «Μη με υπακούς».

Αν ήμουν αυθόρμητος επειδή μου ζητούσε να είμαι αυθόρμητος, δε θα ήμουν καθόλου αυθόρμητος-  δεν καταλάβαινε, μου φώναζε: «Βλέπεις ότι δεν είσαι αυθόρμητος; Είσαι πολύ περίπλοκος», και μετά το πράμα τέλειωνε με κλωτσιές.

«Πιονιέροι ενός νέου μορφωμένου προλεταριάτου, συνειδητού και διπλά ταπεινωμένου, θα ξαναγυρίσουμε να ζήσουμε από τη γεωργία, [...] επαναδραστηριοποιώντας τα δίκτυα αλληλεγγύης της αγροτικής Ιταλίας», καταλήγει.

Ποια θεωρείς ότι είναι τα χαρακτηριστικά του «νέου προλεταριάτου» στην Ιταλία, αλλά και ευρύτερα στην Ευρώπη;

Μέχρι και τον 20ό αιώνα, η κουλτούρα ανήκε βασικά στους πλούσιους και η αγραμματοσύνη στους φτωχούς.

Σε τέτοιο βαθμό που μερικές φορές οι φτωχοί προσπαθούσαν να γίνουν πλούσιοι μορφώνοντας τον εαυτό τους (Martin Eden) και μερικές φορές στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα το κατάφερναν.

Aλλά στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν πάντα οι πλούσιοι που διάβαζαν, έγραφαν και έγραφαν επίσης για τους φτωχούς, ανάγοντάς τους σε χαρακτήρες ή φιλοσοφικές έννοιες: οι ηττημένοι, οι τελευταίοι, το μεγάλο προλεταριάτο που τέθηκε σε κίνηση.

Σήμερα, από την άλλη πλευρά, η σχέση μεταξύ πολιτισμού και τραπεζικού λογαριασμού είναι πολύ πιο σύνθετη, αντιφατική.

O υποψήφιος διδάκτορας γιος ζητάει χρήματα από τον συνταξιούχο εργάτη πατέρα του, οι εξηντάρηδες πλακάδες έχουν τρία σπίτια και οι νεαροί πολυπτυχιούχοι δεν έχουν ούτε ένα ποδήλατο για να κάνουν τους ντελιβεράδες.

Eν ολίγοις, η εργασία δεν εγγυάται μια κατ’ ελάχιστον αξιοπρέπεια, οι άνθρωποι ζουν κυριολεκτικά από την κληρονομιά τους.

O πολιτισμός δεν αποτελεί πλέον μέσο χειραφέτησης, αλλά κινδυνεύει να αποδειχθεί, για όσους δε γεννήθηκαν με βιβλία στο σπίτι και στο εξοχικό, ένας ιλιγγιώδης και βάναυσος κοινωνικός κατήφορος.

«Η λογοτεχνία είναι φτωχομπινέδικη τέχνη που δεν απαιτεί χρήματα, τίτλους, ούτε καν διανοητική υγεία, και μπορεί να προέλθει από οποιονδήποτε και από οποιονδήποτε τόπο», υποστηρίζει ο Γουίδος ο Κοπροφάγος.

Τι απαιτεί, κατά τη γνώμη σου;

Σε πολύ υψηλά επίπεδα απαιτεί: γλωσσικό αισθητήριο, αφηγηματική περιγραφικότητα, τσαρλατανισμό της σκέψης, μια τεράστια μνήμη κατά προτίμηση επινοημένη, και πάνω απ’ όλα απουσία εναλλακτικών λύσεων, δηλαδή αυτοφανατισμό.

Σε μεσαίο-χαμηλό και εμπορικό επίπεδο απαιτεί: ένα καλό γραφείο τύπου, άριστη διανομή, ένα διεθνές λογοτεχνικό πρακτορείο, μερικές αδικίες που υπέστη κανείς, για τις οποίες ζητάει δικαιώματα από αστικά δικαστήρια, αλλά στη συνέχεια συμβιβάζεται με τα πνευματικά δικαιώματα, και τέλος την καταγγελτική φωνή, κατά προτίμηση πνευματικά ευνουχισμένη, η οποία, μην έχοντας τίποτε να πει, ουρλιάζει.

Απεκδυόμενος την προηγούμενη ταυτότητά του -και στην αμιγώς βιολογική/σωματική της εκδοχή-, ο Γουλιέλμος Σπουτακιέρα δείχνει επιτέλους να απογαλακτίζεται και σιγά-σιγά να χειραφετείται.

Είναι, για σένα, η σεξουαλική χειραφέτηση συνώνυμη της προσωπικής, και κατ’ επέκταση της συλλογικής;

Στον Σπουτακιέρα η ανικανότητα να χειραφετηθεί σεξουαλικά έχει να κάνει με την ανικανότητα να ξεφύγει από το μη αγαπητικό τρίγωνο της οιδιπόδειας οικογένειας.

Οπότε, απλοποιώντας το έως την κοινοτοπία, ο Σπουτακιέρα δεν είναι αρκετά άντρας, υπό την έννοια τού καλά αμειβόμενου ώστε να γίνει ο πατέρας του ή, ακόμη καλύτερα, για να σκοτώσει τον πατέρα του και να πηδήξει τη μητέρα του.

Επομένως, καταλήγει να γίνει η μητέρα του και να πηδήξει τον πατέρα του, ή έτσι λέω στον εαυτό μου όταν προσπαθώ να ψυχαναλύσω τον εαυτό μου στις συνεντεύξεις επειδή δεν μπορώ να πληρώσω τον νευρολόγο.

Εντέλει, θα κερδίζει πάντοτε η «μπάνκα», είτε αυτή ονομάζεται «πολυεθνικές» είτε «δυνατές εξουσίες»;

Για προφανείς μαλακισμένους λόγους, δε θα αναλάμβανα τη νομική και συναισθηματική ευθύνη για την επιστολή του Σπουτακιέρα προς τον πατέρα του.

Σε κάθε περίπτωση, η λογοτεχνία είναι και θα είναι πάντα χαμένη, ή εν πάση περιπτώσει χαμένη στην εποχή στην οποία γράφεται.

Η εκδοτική υπεραγορά βρίθει από βιβλία καταγγελίας, επανόρθωσης, αυτοβοήθειας, βιβλία για να αλλάξουν τα πράγματα, αλλά η λογοτεχνία, όταν είναι λογοτεχνία, όχι μόνο λέει ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν, αλλά ότι τελικά δε γίνονται καν κατανοητά.

Τέλος, τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου επιβεβαιώνουν ότι η Ακροδεξιά, σε όλες τις εκφάνσεις/εκφράσεις/μεταμορφώσεις της, έχει εκ νέου εδραιωθεί πολιτικά και κοινωνικά, συχνά διαμορφώνοντας την κυρίαρχη ατζέντα.

Πού αποδίδεις την εντεινόμενη συντηρητικοποίηση όχι ευκαταφρόνητων τμημάτων των κοινωνιών των ευρωπαϊκών χωρών, ανάμεσά τους και της Ιταλίας, που εκφράζεται και μέσα από την πριμοδότηση τέτοιων μορφωμάτων;

Θα έτεινα να απαντήσω ότι η δημοκρατία είναι η μόνη επιτρεπτή μορφή διακυβέρνησης, αλλά όποτε μπορεί κάνει λάθος.

Διότι, ακόμη και όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με τον Ιησού έναντι του Βαραββά, στο τέλος ψηφίζει δημοσκοπικά υπέρ του Βαραββά.

Το πλήθος παραμένει τρελό και αυτή είναι και η ομορφιά του, τουλάχιστον με τη λογοτεχνική έννοια, και αν το πλήθος είναι τρελό, οι εκλογές έχουν το διανοητικό διαμέτρημα μιας χωριάτικης λοταρίας.

Ενδέχεται να κληρωθούν οι δικοί μας αριθμοί ή οι αριθμοί των άλλων, αλλά πάντα από καθαρή τύχη.

Όσον αφορά την Ιταλία, όπως το βλέπω εγώ, που ούτως ή άλλως κάνω άλλα πράγματα στη ζωή, η συζήτηση χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα που είναι και τα δύο ακαταμάχητα.

Από τη μία πλευρά, υπάρχει η πολιτισμικά αλλοπρόσαλλη δεξιά πτέρυγα που διακηρύσσει πως είναι κεντρώα αλλά κλείνει το μάτι στις παραστρατιωτικές «ομάδες δράσης», που είναι τόσο απειλητικές όσο και οι ποδοσφαιρικές ομάδες πέντε επί πέντε.

Από την άλλη, υπάρχει μια αριστερά τόσο ξεθωριασμένη η οποία έχει περάσει από το κόκκινο στο ροζ τριανταφυλλί, που έχει χάσει τη μάχη για τα κοινωνικά δικαιώματα.

Mια αριστερά που παλεύει για τα πολιτικά δικαιώματα μόνο με τα λόγια, κάνει cosplay που παραπέμπει στον αντιφασισμό, φωνάζοντας με την υστερία τεσσάρων εικοσάχρονων ότι επιστρέφει ο Ντούτσε.

Κι έπειτα, με εξαίρεση τα πολιτιστικά ένθετα, δε διαβάζω τόσο τις πρόσφατες αλλά παλιότερες εφημερίδες.

Τις αγοράζω και τις αφήνω στην άκρη για μερικούς μήνες, τις αφήνω να λήξουν σαν φάρμακα.

Μετά τις ξεφυλλίζω, παρατηρώντας ότι, στη χώρα των Γατόπαρδων (σημ.: αναφορά στο ομώνυμο βιβλίο και κατά συνέπεια στον κεντρικό ήρωά του, Ντον Φαμπρίτσιο ντι Σαλίνα, λαμπρό εκπρόσωπο της σικελικής αριστοκρατικής τάξης που αποδέχεται με σοφία, στωικότητα και υπερηφάνεια την επερχόμενη παρακμή) και των Πουλτσινέλα (σημ.: γνωστός θεατρικός ναπολιτάνικος χαρακτήρας με κυριότερα χαρακτηριστικά τη μόνιμη πείνα, την πανουργία, τον οπορτουνισμό κ.ά.), μέσα σε λίγες εβδομάδες το τραγικό γίνεται κωμικό, ο πεσιμισμός γίνεται αμηχανία ο πολύς ντόρος καταλήγει στο τίποτε.

Ευχαριστώ θερμά την Χρύσα Μωυσίδου για την φροντισμένη μετάφραση των ερωτήσεών μου στα ιταλικά και των απαντήσεων του συγγραφέα στα ελληνικά, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του που συνοδεύει το κείμενο.

Ευχαριστώ επίσης την Κωνσταντίνα Γερ. Ευαγγέλου για τις εντός παρενθέσεων σημειώσεις και την επιμέλεια των απαντήσεων.

Το μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Ραβάζιο Η σεξουαλική ζωή του Γουλιέλμου Σπουτακιέρα κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Οκτάνα σε μετάφραση της Κωνσταντίνας Γερ. Ευαγγέλου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου