Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

Nτανιέλ Φερέιρα: «Η λογοτεχνία είναι μια πράξη αγάπης»

 


Η μνήμη ενός τραύματος, εν προκειμένω μιας μαζικής σφαγής αμάχων από ομάδα παραστρατιωτικών στην Κολομβία, βρίσκεται στον πυρήνα του συνταρακτικού μυθιστορήματος Ταξίδι μέσα σε μια σταγόνα αίμα.

Γραμμένο από τον Ντανιέλ Φερέιρα, έναν από τους πλέον ταλαντούχους Λατινοαμερικανούς πεζογράφους της νεότερης γενιάς, κυκλοφόρησε στα ελληνικά το φθινόπωρο του 2021. Συζητώντας με τον συγγραφέα.

Γεννήθηκες στην ορεινή πόλη του Σαν Βισέντε δε Τσουσουρί και το μυθιστόρημά σου Ταξίδι μέσα σε μια σταγόνα αίμα μοιάζει με μυθοπλαστικό στοχασμό πάνω στα φονικά γεγονότα που συντελέστηκαν εκεί στις 29/5/1988 όταν ήσουν μόλις 7.

Πώς κατόρθωσες να διαχειριστείς και να ξεπεράσεις το τραύμα εξαιτίας τέτοιων ή παρόμοιων συμβάντων σε τόσο νεαρή ηλικία;

Αυτό που συνέβη είναι ότι εκείνον τον Μάιο έγινε μια σφαγή αγροτών στο Σαν Βισέντε δε Τσουσουρί, μια αγροτική πόλη στην περιοχή του Σανταντέρ, στην Κολομβία.

Η σφαγή εξαπολύθηκε όταν ο εθνικός στρατός πολυβόλησε τους συγκεντρωμένους, ως απάντηση στη δολοφονία του συνταγματάρχη ο οποίος διοικούσε τα στρατεύματα που κινητοποιήθηκαν για να συλλάβουν τους αγρότες.

Οι αγρότες είχαν οργανωθεί και διαδήλωναν σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά της κυβέρνησης του προέδρου Βιρτζίλιο Μπάρκο.

Μεταξύ άλλων, διαμαρτύρονταν για τη συμμετοχή κρατικών δυνάμεων στη συγκρότηση παραστρατιωτικών τμημάτων που κατέστρεψαν την περιοχή Magdalena Medio.

Ήταν ένα περίπλοκο και σκοτεινό γεγονός κατά το οποίο ο κολομβιανός στρατός τιμώρησε τον πληθυσμό εφαρμόζοντας ένα στρατιωτικό δόγμα που είχε διδαχτεί στο School of the Americas στις Η.Π.Α.

Αυτό το δόγμα προωθούσε την παραστρατιωτική οργάνωση στη χώρα μας, στο πλαίσιο της οποίας το ένα μέρος του άμαχου πληθυσμού ήταν οπλισμένο για να επιτεθεί στο άλλο.

Η εν λόγω σφαγή ήταν μια ακόμη από τις πολυάριθμες που επαναλήφθηκαν σε άλλες περιοχές και, επιπλέον, μια αντανάκλαση της υποβάθμισης της πολιτικής βίας προς τα τέλη του περασμένου αιώνα στην Κολομβία.

Αντάρτες, παραστρατιωτικοί και κρατικές δυνάμεις αμφισβήτησαν εδάφη στα οποία αργότερα θα εγκαθίσταντο μεγάλες εκμεταλλεύσεις μονοκαλλιέργειας και εξορυκτικά έργα.

Έτσι, αποφάσισα να φτιάξω ένα μυθιστόρημα που ήταν μια σύνθεση εκείνης της εποχής χρησιμοποιώντας ως δραματικό πυρήνα μια σφαγή.

Όταν άρχισα να γράφω μυθοπλασία, χρόνια αργότερα, μου ήρθε στο μυαλό εκείνη η μέρα, και άρχισα να ρωτάω όλους όσους ήξερα γύρω μου για να μάθω πώς το θυμούνταν.

Ήξεραν όσα δεν ήξερα, κι αυτό ολοκλήρωσε το κομμάτι της μνήμης μου.

Προσθέτοντας τη μνήμη των άλλων στη δική μου, σαν κομμάτια σε ένα σύνολο, είχα την εντύπωση ότι προσέγγιζα ένα σαφέστερο νόημα τού τι ήταν αυτό το γεγονός στο παρελθόν.

Από αυτό το συναίσθημα προήλθε το μυθιστόρημα Ταξίδι μέσα σε μια σταγόνα αίμα, που είναι μυθοπλασία.

Στη ζωή όλα μοιάζουν να καταβροχθίζονται από τη λήθη και την αποσύνδεση μεταξύ των γενεών, αλλά στη λογοτεχνία η μνήμη διαρκεί περισσότερο.

Έχεις και κάποιες ευτυχισμένες αναμνήσεις από εκείναι τα χρόνια, υποθέτω. Θα ήθελες να μοιραστείς κάποιες από αυτές;

Θυμάμαι μια περιοχή πάνω από όλα: το Σανταντέρ. Εκείνη η γη είναι η Αρκαδία μου, είναι τα παιδικά μου χρόνια, είναι η γλώσσα μου.

Η περιοχή είναι τόσο ενσωματωμένη σε αυτό που είμαι που για πολλά χρόνια πίστευα πως δε θα μπορούσα να γράψω τίποτα που δε συνέβη εκεί.

Έτσι, για δύο δεκαετίες προσπαθούσα να μείνω όσο το δυνατόν πιο μακριά από αυτά τα υπέροχα βουνά με την ελπίδα ότι η λαχτάρα και η μνήμη μπορούν να μετατραπούν σε ένα άυλο στοιχείο χτισμένο με λέξεις: μια περιοχή της φαντασίας.

Το Σανταντέρ είναι ένας τόπος ανδρών και γυναικών από ξεφλουδισμένο καλαμπόκι:

Aνθρώπων που κατάφεραν να αναμειχθούν με τους πολεμοχαρείς κατοίκους της Καραϊβικής και αργότερα με τους Ανδαλουσιανούς και τους Γερμανούς, αυτόχθονων πληθυσμών που πολέμησαν τον Ισπανό αποικιοκράτη.

Μερικές εθνοτικές ομάδες μάλιστα προτιμούσαν την εξόντωση από την υποταγή.

Εκεί έγινε η πρώτη αντι-αποικιακή επανάσταση, το κίνημα Comunero, και μετά οι πρόγονοί μας έχυσαν πολύ αίμα στην εκστρατεία απελευθέρωσης υπό τον Σιμόν Μπολίβαρ.

Στην «αυγή» του 20ού αιώνα, στο Σανταντέρ ξέσπασε η φιλελεύθερη επανάσταση που οι ιστορικοί ονόμασαν «Πόλεμος των Χιλίων Ημερών».

Αυτή τροφοδότησε τον τοπικό μύθο μιας πολεμικής κουλτούρας, αποτέλεσμα τόσων αγώνων, ηττών και υπερβολών, ανθρώπων που είχαν σκληρύνει σε αυτούς τους πολέμους, χωρίς ευγένεια στον λόγο, άμεσους, σκληρούς, άγριους, αποφασισμένους να ζήσουν.

Όμοιοι με τους κάκτους και τα φραγκόσυκα του μεγάλου διαβρωμένου φαραγγιού της, εχθρικοί σαν τις ζούγκλες της, νέοι σαν τα δάση σύννεφων που προστατεύουν πολύτιμα ορυκτά, ανώνυμα ζώα και το νερό, άνδρες και γυναίκες υπερασπίστηκαν την περιοχή επιθυμώντας να είναι ελεύθεροι/ες.

Γεννήθηκα ανάμεσά τους με τα χέρια γεμάτα κακάο, έφαγα τους καρπούς και το καλαμπόκι τους, κάπνισα τον καπνό τους και ήπια το αγουαρδιέντε τους.

Έμαθα ότι η τέχνη πρέπει να είναι χαραγμένη σε σκληρή πέτρα όπως οι βραχογραφίες που είναι παντού και δείχνουν πως υπήρξαν άνθρωποι οι οποίοι αντιστέκονταν στις αντιξοότητες επί δέκα χιλιάδες χρόνια.

Είναι ένα τοπίο ανθρώπινο και γεωγραφικό που δεν έχω καταφέρει να εξαντλήσω στη φαντασία μου.

To Tαξίδι μέσα σε μια σταγόνα αίμα εξιστορείται κυρίως υπό το πρίσμα ενός παιδιού που επέζησε, αλλά εστιάζει και σε τέσσερις άλλους χαρακτήρες, γυναικείους και αντρικούς. Γιατί αποφάσισες να τους εξερευνήσεις;

Τα παιδιά ζουν στο παρόν, και το να ζεις στο παρόν σημαίνει να είσαι λίγο εκτός χρόνου. Το παρελθόν δεν έχει μεγαλύτερη σημασία, γιατί δεν υπάρχουν ακόμη σημεία αναφοράς.

Και το μέλλον είναι εκείνο το μέρος γεμάτο προβλήματα και λογαριασμούς όπου τα παιδιά μετατρέπονται σε ενήλικες.

Συμβαίνει τα παιδιά να μεγαλώνουν και να αρχίζουν να ενσωματώνουν το παρελθόν στη ζωή τους, και αυτό κάνει ο αφηγητής του μυθιστορήματος: μεγάλωσε και δεν ξέχασε. Το αφηγήθηκε, λοιπόν, για να το εντάξει.

Οι άλλοι χαρακτήρες είναι κατά προσέγγιση οι άνθρωποι που πεθαίνουν σε μια σφαγή.

Αναζητούσα ένα αποτέλεσμα: να φέρω το παρελθόν στο παρόν, να καθοδηγήσω τον αναγνώστη στο να φανταστεί πώς ήταν οι ζωές λίγων χαρακτήρων που συνδέονται μέσα από ένα συλλογικό πεπρωμένο.

Χαρακτήρες τραγικοί -με την αριστοτελική έννοια-, με εσωτερικές, εξωτερικές ή υπέρτατες συγκρούσεις oι οποίες συγκλίνουν σε ένα συγκεκριμένο και αναπόδραστο πεπρωμένο: να πεθάνουν σε μια σφαγή.

O αφηγητής, όμως, δεν μπορούσε να πεθάνει. Έπρεπε να είναι ο αμείλικτος μάρτυρας, όπως ο αρχαιοελληνικός χορός.

Εμπνευσμένο από την ομηρική Ιλιάδα, το Miedo a morir en el eclipse είναι το πέμπτο και τελευταίο μέρος της «Πενταλογίας της Κολομβίας». Mε ποια έννοια εμπνέεσαι από την Ιλιάδα;

Η ιδέα που είχα στην αρχή ήταν να φτιάξω ένα μόνο μυθιστόρημα το οποίο θα έμοιαζε με μια «πομπή» χαρακτήρων που θα διέσχιζε ολόκληρο τον 20ό αιώνα στην Κολομβία.

Η εστίαση της αφήγησης, όμως, θα ήταν σε στιγμές κατά τις οποίες συνέβαιναν οι μεγαλύτερες πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές της χώρας.

Ήταν κάτι υπερβολικό. Έπρεπε, λοιπόν, να το περιορίσω για να το κάνω δυνατό. Έτσι, χώρισα τη σειρά σε ξεχωριστά μυθιστορήματα, με ανεξάρτητες πλοκές.

Χρησιμοποίησα τον πρόχειρο τίτλο που υπαινίσσεσαι για ένα από αυτά, ίσως αναγκάζοντας τον εαυτό μου να δώσει μορφή στην απεραντοσύνη του λογοτεχνικού εγχειρήματος.

Τελικά είχε άλλο τίτλο. Το έτος του μαύρου ήλιου, και κυκλοφόρησε το 2018, όντας το 4ο της σειράς. Αναφέρεται στον λεγόμενο «Πόλεμο των Χιλίων Ημερών».

Ο κύριος χαρακτήρας εκείνου του βιβλίου είναι σαν τον Οδυσσέα, που πηγαίνει σε έναν νέο πόλεμο και χάνει τον δρόμο της επιστροφής.

Ανήκει, επομένως, στους «αστερισμούς» των επικών έργων τα οποία έχουν εμπνευστεί από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.

«Ενορχηστρωμένο» σαν ένα «χορογραφημένο» χρονικό (παρα)κρατικής βίας, το μυθιστόρημά σου είναι στιλιστικά ακριβές, ρευστό και αιχμηρό. Πόσο σημαντικές είναι αυτές οι ποιότητες για σένα ως συγγραφέα και αναγνώστη;

Ίσως η σαφήνεια που υπαινίσσεσαι να οφείλεται στο έργο το οποίο επιτέλεσε η μεταφράστρια των Εκδόσεων Καστανιώτη, Αγγελική Βασιλάκου, και στην ακρίβεια και ευκρίνεια που αποκτά κάθε έργο μεταφρασμένο στα ελληνικά.

Έγραψα για εκείνη την εποχή υποστηριζόμενος από τη μνήμη άλλων.

Ανακάλυπτα, δηλαδή, πώς λειτουργεί η μνήμη: κατέχουμε μονάχα ένα κομμάτι της αληθινής αλήθειας της αλήθειας. Η λογοτεχνία μπορεί να επεκτείνει αυτό το κομάτι και να αναζητήσει μια ολότητα.

Είναι ο Καμύ και ο Φόκνερ από τους συγγραφείς που σε διαμόρφωσαν;

Το ελπίζω.

Και άλλοι, όπως ο Καζαντζάκης του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σημαντικό ανάγνωσμα στα νιάτα μου και ίσως ένα καλό πρότυπο για να φανταστώ τη χριστοποίηση ενός ιερέα στο κολομβιανό πλαίσιο.

Γράφεις με τα διαβάσματα στην πλάτη του, σαν τον βαρύ βράχο του Προμηθέα, αλλά και με τη ζωή που σε αγγίζει και το τμήμα του κόσμου που γνωρίζεις ή ανακαλύπτεις.

Μετά, με όλα αυτά, σφυρηλατείται μια δική σου γλώσσα, στον «κλίβανο» της γραφής. Πάντα, όμως, πρέπει να σπρώχνεις τον βράχο πίσω στην ανηφόρα.

«Γράφω γιατί διαβάζω, γράφω γιατί επέζησα στην ανόητη εφηβεία μου, γράφω γιατί δεν βρίσκω άλλο τρόπο να εκφράσω τα συμπεράσματά μου, για τη ζωή, τον θάνατο και τον έρωτα», δηλώνεις.

Είναι, λοιπόν, η συγγραφή ζήτημα ζωής και θανάτου για σένα;

Η λογοτεχνία -όχι μόνο η γραφή, αλλά και η ανάγνωση- είναι μια πράξη αγάπης και αναγνωστικής ευτυχίας και βοηθάει να ζεις ακόμα και σε μια εποχή σαν κι αυτή.

Το θέμα της γέννησης και του θανάτου είναι το πιο υπερβατικό, όπως λέει η ταμπέλα στην είσοδο των ναών του Ζεν Βουδισμού.

Η λογοτεχνία που με ενδιαφέρει διερευνά τέτοια θέματα. Είναι μια λογοτεχνία που προέρχεται από την τραγωδία, αλλά πραγματεύεται την τραγωδία τού να ζεις σε μια κοινωνία όπως η κολομβιανή.

Έχω την εντύπωση ότι η αληθινή τέχνη είναι τραγική τέχνη- στην Κολομβία και οπουδήποτε αλλού.

Η Κολομβία ταρακουνήθηκε για μια ακόμα φορά από μαζικές διαδηλώσεις την άνοιξη του ’21 που συχνά έγιναν βίαιες, αντιμετωπίζοντας τη δολοφονική κυβερνητική καταστολή. Τι έχουν μέχρι στιγμής πετύχει;

Η νεότερη γενιά πολιτικοποιήθηκε και οργανώθηκε μπροστά στην αφύσικη αστυνομική βαρβαρότητα της κυβέρνησης, η οποία αντιμετώπισε ένα κοινωνικό ξέσπασμα ως τρομοκρατία.

Οι κοινωνικοί τομείς που ήταν αδιάφοροι ή απρόθυμοι να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους σχετίζονταν επίσης με τα κινήματα και πιο αντιδραστικές πόλεις συνδέονταν με το λαϊκό αίσθημα.

Όμως, η κυβέρνηση συνέτριψε τον κολομβιανό λαό αντί να αναζητήσει λύσεις στη μιζέρια και την ανισότητα που αυτός βιώνει.

Tο «βάπτισμα του αίματος» πιθανόν θα έχει επίδραση στην πραγματικότητα: η λαϊκή δράση των νέων γενεών έχει μετασχηματιστεί λόγω της καταστολής.

Οι νέοι έχουν πλέον εφοδιαστεί με μια πολιτική γλώσσα και έχουν ανακαλύψει μορφές οργάνωσης της κοινότητας και της γειτονιάς που προηγουμένως δε φαινόταν δυνατό να ενσωματωθούν.

Ίσως η πολιτική συμμετοχή τους στις επόμενες εκλογές να διασφαλίσει ότι οι αντιδραστικοί δε θα έχουν πλέον επαρκή εκλογική βάση για να επιλέξουν το σωστό.

Πώς αξιολογείς την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στη χώρα, ιδίως μετά την κύρωση της αναθεωρημένης ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ της κυβέρνησης και των ανταρτών των FARC-EP στις 29-30 Νοεμβρίου του 2016;

Η σημερινή κυβέρνηση αφήνει ανεφάρμοστα τα καθοριστικά σημεία της ειρηνευτικής συμφωνίας του 2016, όπως η Ολοκληρωμένη Αγροτική Μεταρρύθμιση, η οποία επρόκειτο να εφαρμοστεί μετά από δέκα χρόνια και είναι ήδη σχεδόν έξι σε αναμονή.

Υπάρχουν ήδη 300 πρώην μαχητές σκοτωμένοι και περιοχές της χώρας που δε γνωρίζουν ειρήνη.

Αυτή η κυβέρνηση δεν επιδίωξε ποτέ να ενσωματώσει την ειρηνευτική συμφωνία στις πολιτικές της και, αφού ήταν προφανώς εχθρός της ειρήνης, μετέτρεψε την αστυνομία σε μια σκοτεινή δύναμη σοκ που εξαφανίζει πολίτες σε δημόσιες διαδηλώσεις.

Λειτουργεί, εξάλλου, με παραστρατιωτικούς με τους οποίους πυροβολεί άοπλους, λες και τώρα οι δυνάμεις του κράτους θα έπρεπε να στραφούν ενάντια στα κοινωνικά κινήματα και να τα αντιμετωπίσουν ως ένοπλους επαναστάτες.

Αποψιλώνει ολοταχώς τα δάση του Αμαζονίου, αφήνει κλειστό το διπλωματικό «κανάλι» με τη Βενεζουέλα, οι υπουργοί Εξωτερικών της δεν γνωρίζουν τι σημαίνει «διπλωματία» και ο υπουργός Επικοινωνιών διαφεύγει μετά από υπεξαίρεση 70 δισεκατομμυρίων κολομβιανών πέσος.

Τουλάχιστον, η κυβέρνηση του Iván Duque δεν μπορεί πλέον να κρυφτεί πίσω από το γεγονός ότι η καταστροφική της διοίκηση οφείλεται στην πανδημία.

Οφείλεται, φυσικά, στους «επτά νάνους»: τα επτά αξιώματα του κυβερνητικού του σχεδίου, ένα νεοφιλελεύθερο τερατούργημα που ο πρόεδρος ονόμασε «πορτοκαλί οικονομία».

«Η πρώτη εξέγερση ξεκινά πάντα μ’ έναν οργασμό ή μια τιμωρία», γράφεις. Κόντρα σε τι εξεγείρεσαι ή θα εξεγειρόσουν στις μέρες μας, κι όχι μόνο στην Κολομβία;

Ο επαναστάτης είναι αυτός που λέει «όχι», σύμφωνα με τον Καμύ, αλλά αυτό δε σημαίνει παραίτηση.

Πρέπει να λες «όχι» σε κάποια πράγματα, αλλά «ναι» σε άλλα. Λέω «όχι» σε κάθε είδους λογοκρισία, ειδικά σε αυτή που προκύπτει από την «ηθική υπεροχή» αυτής της εποχής.

Λέω «ναι» σε κάθε χακτιβισμό που μας βοηθά να χακάρουμε και να βρούμε ρωγμές στο σύστημα για να έχουμε μια πιο ελεύθερη ζωή.

Το μυθιστόρημα του Ντανιέλ Φερέιρα Ταξίδι μέσα σε μια σταγόνα αίμα κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση της Αγγελικής Βασιλάκου.



Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2022

Κλας Έκμαν: «Οι καθημερινοί αποτυχημένοι είναι οι άνθρωποί μου»

 

Κλας Έκμαν (Φωτογραφία: Linnéa Jonasson Bernholm)

«Αμάλγαμα» αστυνομικής λογοτεχνίας, νουάρ και ψυχολογικού θρίλερ, το βραβευμένο μυθιστόρημα του Σουηδού Κλας Έκμαν, Ικανοί για όλα, είναι μια απολαυστική, αιματοβαμμένη, καυστική σάτιρα της σουηδικής μεσαίας τάξης.

Μια εξίσου απολαυστική συνέντευξη με τον συγγραφέα, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του στα ελληνικά τον Ιανουάριο.

Πόσο μακρά υπήρξε η απόσταση που κάλυψες μεταξύ της μουσικής δημοσιογραφίας/επιμέλειας κειμένων και της συγγραφής μυθοπλασίας; Τι σε «έτρωγε» ν’ ακολουθήσεις αυτό το καλλιτεχνικό «μονοπάτι»;

Γράφω μυθοπλασία όσον καιρό θυμάμαι τον εαυτό μου, αλλά ποτέ δεν είχα ολοκληρώσει κάτι πριν από το Ικανοί για όλα. Αυτή τη φορά τα κατάφερα.

Δουλεύω πάνω σε δικά μου κείμενα νωρίς το πρωί, αργά το βραδάκι και μερικές φορές τα Σαββατοκύριακα όταν η κόρη μου βγαίνει με τους φίλους της.

Όσον αφορά στη μουσική δημοσιογραφία, νομίζω ότι είναι σπουδαία για τους συγγραφείς μυθοπλασίας.

Πρέπει να περιγράψεις μια καλλιτεχνική φόρμα που είναι αρκετά αδύνατο να περιγραφεί λεκτικά.

Για τις συνεντεύξεις κάποιες φορές είχα στη διάθεσή μου δέκα με δεκαπέντε λεπτά κι έπρεπε να φύγω από δωμάτιο με έναν Pharrell Williams ή έναν 50 Cent με μια τουλάχιστον αξιομνημόνευτη φράση και αστείες λεπτομέρειες.

Οπότε έπρεπε πραγματικά να εκπαιδεύσω την όραση, την ακοή και όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις μου. Και μερικές φορές, αν η κατάσταση ζόριζε, να επινοήσω και κάποια πράγματα...

Tι σε συναρπάζει πιο πολύ σ’ αυτό το μεθυστικό «αμάλγαμα» αστυνομικής λογοτεχνίας, νουάρ και ψυχολογικού θρίλερ; Είσαι και ένθερμος αναγνώστης τέτοιων μυθιστορημάτων;

Οι Γάλλοι υπαρξιστές χαρακτήριζαν τα βιβλία Αμερικανών pulp συγγραφέων «αμερικανικό υπαρξισμό». Νομίζω πως είχαν πολύ δίκιο ως προς αυτό. 

Λατρεύω όλο το νουάρ είδος και το ψυχολογικό θρίλερ γιατί σχεδόν πάντα συμπυκνώνονται στο ποιοι τελικά γινόμαστε βάσει των επιλογών που κάνουμε.

Και πόσο γρήγορα μπορούν ν’ αλλάξουν τα πράγματα και μπορεί ν’ ανακαλύψουμε νέες πτυχές της προσωπικότητάς μας, που μερικές φορές μάς αρρωσταίνουν. Αυτού του είδους τα βιβλία ανέκαθεν με προσέλκυαν.

Από τον Καμύ και τον Ντοστογιέφσκι, στην Πατρίτσια Χάισμιθ, τον Τζέιμς Μ. Κέιν και την Φλάνερι Ο’ Κόνορ.

Αυτά τα βιβλία με συντροφεύουν για μεγαλύτερο διάστημα από τα περισσότερα που αφορούν σε ντετέκτιβ, οι οποίοι επιλύουν υποθέσεις. Οι καθημερινοί αποτυχημένοι είναι οι άνθρωποί μου, τουλάχιστον όσον αφορά στα βιβλία.

Και το λατρεύω όταν ανακύπτει το ερώτημα «Τι θα έκανα εγώ;» στη διάρκεια της ανάγνωσης ενός βιβλίου.

Ένα άλλο στοιχείο των νουάρ βιβλίων είναι ότι συχνά είναι πολύ αστεία. Αυτό τα καθιστά και πιο πιστευτά, νομίζω.

Συχνά, όταν διαβάζω τη λεγόμενη «σοβαρή» μυθοπλασία, σοκάρομαι κάπως από την έλλειψη αστείων στους διαλόγους. Μεγάλωσα στη σουηδική ύπαιθρο και όλοι έλεγαν αστεία διαρκώς, ιδίως εκείνοι που ποτέ δεν τα κατάφερναν, οι φτωχοί ή οι αγρότες.

Πάντα υπήρχε κάποιου είδους διαγωνισμός, λες και η συνομιλία ήταν μια μάχη όπου όποιος εκστόμιζε την πιο αστεία ατάκα την κέρδιζε. Δεν είχε καθόλου να κάνει με την παιδεία.

Είμαι σίγουρος πως αυτό ισχύει παντού. Οι άνθρωποι λένε περισσότερο ή λιγότερο αστεία πράγματα όλη την ώρα, απλώς η συγκεκριμένη συνήθεια εμφανίζεται πολύ σπάνια στη λογοτεχνία.

Ένας ακόμη λόγος να στραφείς στο νουάρ, λοιπόν, γιατί τα κλασικά βιβλία του είδους συχνά φαντάζουν πιο πραγματικά και αληθινά μέσα από τον τρόπο που έχουν γραφτεί και αφήνουν τους χαρακτήρες τους να μιλήσουν.

Το Ικανοί για όλα, μια καυστική, συχνά εξωφρενική, αλλά πάντα γεμάτη σασπένς σάτιρα της σουηδικής μεσοαστικής τάξης, των αγχών, των ανεπαρκειών, των αποτυχιών και των ηθών της είναι το βραβευμένο ντεμπούτο σου μυθοπλασίας.

Το «ικανοί» (“capable”) συνηχεί με το «ένοχοι» (“culpable”) στα αγγλικά. Συνειδητή επιλογή;

Το λατρεύω που το αντιλήφθηκες! Προσωπικά, το συνειδητοποίησα όταν μεταφράσαμε τον τίτλο στα αγγλικά, και μετά χάρηκα ακόμα περισσότερο μ’ αυτόν. Έβγαζε ακόμα περισσότερο νόημα.

Για μια στιγμή σκέφτηκα ότι το Culpable People ίσως θα ήταν καλύτερος τίτλος, μπορεί όμως να ήταν υπερβολικά ηθικολογικός- σαν να επρόκειτο για κήρυγμα αντί για ένα διασκεδαστικό θρίλερ.

Διαβάζοντας το μυθιστόρημά σου, συμπεραίνω πως όχι μόνο είσαι εξοικειωμένος με τη σουηδική μεσοαστική τάξη, αλλά είσαι και μέλος της.

Ερμηνεύει αυτό τη σχέση αγάπης-μίσους που φαίνεται να διατηρείς μαζί της; «Βλέπεις» τον εαυτό σε κάθε χαρακτήρα;

Υπάρχει πολύ μίσος προς τον εαυτό μου, ναι. Βίωνα ένα φιλικό διαζύγιο εκείνη την περίοδο και ήμουν απλώς εξαιρετικά κουρασμένος με μένα και όλες τις ανικανότητες και τις λογιστικές κακοτοπιές μου.

Πολλά από τα γελοία γνωρίσματα που βλέπουμε στους αντρικούς χαρακτήρες των ιστοριών ήταν προϊόν αηδίας για τον εαυτό μου.

Σ’ ένα ανώτερο επίπεδο, ανέκαθεν μ’ εντυπωσίαζε το πόσο οι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι καλοί, αξιοπρεπείς και υπέρτεροι των άλλων.

Κι αυτό αφού έχουν γεννηθεί, μεγαλώσει και στηριχτεί οικονομικά μέσα σ’ ένα πολύ ασφαλές περιβάλλον, όπου σχεδόν απαιτείται προσπάθεια -ή γκαντεμιά- για να τα σκατώσεις πραγματικά.

Ήθελα, λοιπόν, να δω τι θα συνέβαινε στους πλέον συνηθισμένους Σουηδούς αν όντως έκαναν ένα λάθος που θα μπορούσε να επηρεάσει τη ζωή τους και, σ’ αυτή την περίπτωση, ακόμη περισσότερο αν έκαναν το σωστό.

Οι αναγνώστες ξερουν, ασφαλώς, πως η κακή επιλογή θα εξελιχτεί στο χειρότερο δυνατό σενάριο, καθώς πρόκειται για θρίλερ, αλλά η Άνα και ο Γιούχαν δεν το ξέρουν όταν συμβαίνει το ατύχημα.

«Τι πήγαινε λάθος σ’ αυτή τη χώρα; Από πού έρχονταν όλοι αυτοί οι ανόητοι δειλοί που είχαν καταλάβει κοινωνία, πολιτική, μέσα ενημέρωσης; Αιμομίκτες ρατσιστές, πολιτικά αφελείς αριστεροί, άψυχοι μετριοπαθείς, απαθείς φιλελεύθεροι», αναλογίζεται ο Ρίκαρντ.

Είναι κι η δικιά σου «διάγνωση» της σύγχρονης σουηδικής κοινωνίας; Τι πραγματικά πάει λάθος στη χώρα σου- και γιατί; Και πώς μπορεί αυτή η τάση, εφόσον υπάρχει, ν’ αντιστραφεί;

Πόσο σκοτεινά θες να κινηθείς;

Σοβαρά, δεν είναι πραγματικά η διάγνωσή μου, τουλάχιστον όχι μετά τα πρώτα τρία ποτήρια καφέ το πρωί -και κανένας δε θα ήθελε να με συναντήσει πριν απ’ αυτά-, αλλά δε νομίζω ότι είναι μόνο πρόβλημα της Σουηδίας.

Ασφαλώς, όμως, αυτή η πολιτική πόλωση και ο αδύναμος στοχασμός για το καθετί σχεδόν παντού τώρα είναι βαθιά θλιβερά, καθώς όλη η ανθρωπότητα έχει να ασχοληθεί με μερικούς σοβαρούς κινδύνους.

Και όντως νομίζω ότι θα έκανε καλό στις παλιές ιδεολογίες και πεποιθήσεις μια ανανέωση, όπως το να περάσεις από το Playstation 1 στο Playstation 5 χωρίς να σταματήσεις στο 2 και το 4.

Δυστυχώς, είμαι απλώς ένα Σουηδός συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας κι όχι Έλληνας φιλόσοφος, όποτε δεν μπορώ να σου πω ή να πω στον εαυτό μου πως θα λειτουργούσε αυτό ή ποια θα ήταν τα αποτελέσματα.

Νιώθω, ωστόσο, ένοχος και πολύ, πολύ άσχημα για το τι είδος κόσμου αφήνουμε στα παιδιά μας και στα παιδιά τους. Και η πεποίθησή μου είναι ότι πολλοί άνθρωποι δεν αισθάνονται αρκετά άσχημα.

Όπως έχει σωστά επισημανθεί, το Ικανοί για όλα είναι χιτσκοκικό στον πυρήνα του, και όντως πολύ κινηματογραφικό. Νιώθεις πως «χρωστάς» στον Χίτσκοκ από την άποψη του τρόπου δόμησης της μυθοπλασίας και των χαρακτήρων;

Πιθανότατα ναι.

Οι γονείς μου με άφηναν να παρακολουθώ τις ταινίες του Χίτσκοκ όταν παραήμουν νέος. Θυμάμαι να ουρλιάζω μπροστά από την τηλεόραση όταν έβλεπα την μητέρα του Νόρμαν Μπέιτς στην Ψυχώ και σε όλη σχεδόν τη διάρκεια των Πουλιών.

Αλλά, σε αυτή την περίπτωση, η δομή επιλέχτηκε κυρίως από αβρότητα προς τον αναγνώστη, νομίζω. Στ’ αλήθεια θα το μισούσα αν οι άνθρωποι βαριόντουσαν διαβάζοντας.

Αν οι άνθρωποι το διαβάσουν και το μισήσουν, είναι εντάξει κατά μία έννοια- εφόσον, τουλάχιστον, διασκεδάσουν μισώντας το.

Αλλά αν κάποιος αγοράσει το βιβλίο και βαρεθεί, αυτό θα με στενοχωρούσε πραγματικά πολύ. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα είχα σπαταλήσει και τα λεπτά -ίσως ακόμη και μια ώρα- του αναγνώστη ΚΑΙ τα χρήματά του.

Δούλεψα πολύ σκληρά τον ρυθμό, τη δράση και τη δομή, ώστε να σιγουρευτώ ότι κανένας δε θα χασμουρηθεί. Δεν μπορώ να αναγκάσω κάποιον να αγαπήσει το βιβλίο, αλλά σκέφτηκα πως θα μπορούσα τουλάχιστον να πω την ιστορία με όχι βαρετό τρόπο.

Και υποπτεύομαι ότι κι ο Χίτσκοκ πιθανόν θα συμμεριζόταν τον ίδιο φόβο δημιουργίας χασμουρητών. Ήταν μια ιδιοφυία από πολλές απόψεις, αλλά κυρίως γιατί δεν ήταν βαρετός.

Είναι λίγο και σαν παιχνίδι σκακιού ή Ταρό, όπου σχεδόν όλες/όλοι χάνουν, είτε επιλέγουν να το συνειδητοποιούν είτε όχι. Ποια είναι η σχέση σου με οποιοδήποτε από τα δύο παιχνίδια;

Μια φίλη μου όντως εργάζεται ως χαρτορίχτρα, έτσι κάποτε μου έριξε τα χαρτιά. «Aυτό είναι εξαιρετικά περίπλοκο», είπε αφού τα είδε. Κι έτσι έχει υπάρξει η ζωή μου έκτοτε, επομένως είχε δίκιο!  

Και το σκάκι; Το σκάκι είναι το τέλειο δράμα, δε νομίζεις; Αν ο άλλος παίκτης δεν είναι πράγματι κακός, ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί στα επόμενα βήματα- αν δεν είσαι ιδιοφυής σκακιστής, που δεν είμαι.

Κάτω από την ευχάριστη επιφάνειά του το μυθιστόρημά σου φιλοτεχνεί ένα ανησυχητικά αμοραλιστικό, εγωπαθές «πορτρέτο» της ανθρωπότητας.

Ένα πλαίσιο εντός του οποίου η ζωή των άλλων, όταν αξιολογείται ως εμπόδιο, είναι αναλώσιμη και ο θάνατος φαίνεται χρήσιμος. Αρκετά αποκαρδιωτικό, έτσι δεν είναι;

Το ξέρω, και είναι. Αλλά δε χρειάζεται να είναι έτσι.

Τα «ομόλογα» του Καλού, του Φιλικού και του Αξιοπρεπούς δεν τα πάνε και τόσο καλά στο χρηματιστήριο, αλλά ελπίζω να αλλάξει η κατάσταση γι’ αυτά σύντομα- γιατί στ’ αλήθεια τα χρειαζόμαστε στην κορυφή. Και είναι πραγματικά φτηνά!

Ευχαριστώ θερμά την Marie Gyllenhammar (Salomonsson Agency) για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα του Κλας Έκμαν Ικανοί για όλα κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση της Αγγελικής Νάτση.



Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

Caryl Férey: «Το πιο σημαντικό είναι να νιώθω τους ανθρώπους που περιγράφω»

 


Ο μυστηριώδης φόνος ενός αυτόχθονα στη βιομηχανική πόλη Νορίλσκ της Βόρειας Σιβηρίας αποκαλύπτει ένα σύμπαν απελπισίας, βίας και εξαπάτησης στο «αρκτικό», πυκνό και πολιτικοποιημένο νουάρ του Γάλλου συγγραφέα Caryl Férey, Πάγος.

Πολυμεταφρασμένος και ιδιαιτέρως αγαπητός στην Ελλάδα, μοιράζεται μερικές σκέψεις του με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου του στα ελληνικά.

Από τη Λατινική Αμερική στη Νέα Ζηλανδία και από την Αφρική στο Σαν Φρανσίσκο, τα μυθιστορήματά σου εκτυλίσσονται, σχεδόν στην ολότητά τους, σε «ξένους» τόπους.

Από πόθο να τους εξερευνήσεις μυθοπλαστικά ή ως προϊόν μιας προϋπάρχουσας εξοικείωσης μ’ αυτούς;

Ταξίδεψα σε όλον τον κόσμο όταν ήμουν εικοσιενός, ήταν η αρχή της σχέσης μου με τη συγγραφή και το ταξίδι.

Καθώς μου αρέσουν η Ιστορία και η πολιτική, προσπαθώ να τις αναμειγνύω για να εξηγώ, μέσω της μυθοπλασίας, το παρόν σε αυτές τις διαφορετικές χώρες.

Aπαιτεί η ίδια η διαδικασία της συγγραφής εκτεταμένη έρευνα από πλευράς σου;

Ναι, ασφαλώς. Η έρευνα είναι μονάχα η αρχή, πριν ξεκινήσει το ταξίδι.

Σε κάθε περίπτωση, ο Πάγος, το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά σου, ξεδιπλώνεται στο Νορίλσκ της Βόρειας Σιβηρίας και το αφιερώνεις στις νεαρές γυναίκες και τους νεαρούς άντρες της πόλης.

Γιατί ειδικά σ’ αυτούς τους ανθρώπους, και γιατί αυτό το ταξίδι υπήρξε το πιο «συγκλονιστικό» που έχεις πραγματοποιήσει;

Οι νεαροί ανήλικοι που συνάντησα και οι φιλενάδες τους είναι τόσο συγκινητικοί και συγκινητικές -ζουν σε μια κόλαση-, που προσπάθησα να τους δώσω ορατότητα με το μυθιστόρημά μου.

Όχι ένα συμβατικό “whodunit”, ο Πάγος θυμίζει μια πανοραμική «ακτινογραφία»: μιας χώρας, μιας κοινωνίας, μιας κοινότητας, της κυρίαρχης νοοτροπίας, συγκεκριμένων τρόπων σύνδεσης με την προσωπική/συλλογική Ιστορία.

Έτσι αντιλαμβάνεσαι τα νουάρ, γενικότερα;

Ναι, δεν είναι μόνο θρίλερ. Κατά τη γνώμη μου, το πιο σημαντικό πράγμα είναι να νιώθω τους ανθρώπους που περιγράφω, και τον τρόπο που προσπαθούν να επιβιώσουν εν μέσω απειλών.

Είναι αξιοσημείωτα «δημοκρατικό» από άποψη δομής, δίνοντας «φωνή» σε μια ευρεία γκάμα διασυνδεόμενων κεντρικών χαρακτήρων, όλων παγιδευμένων σ’ έναν επικίνδυνο «χορό» εξουσίας, βίας, εξαπάτησης και απελπισίας.

Γιατί έκανες αυτή την αφηγηματική επιλογή;

Συνάντησα διαφορετικούς ανθρώπους πο μου είπαν τις ιστορίες τους- τόσο ενδιαφέρουσες, αν και συχνά σκληρές: το ζήτημα ήταν πώς να ακολουθήσω όλους αυτούς τους χαρακτήρες σ’ αυτή την παγωμένη πόλη και τη σκιά του Κρεμλίνου.

Η οικολογική διάσταση είναι επίσης πολύ έντονη, υπαρξιακά και πρακτικά. Είναι ο φαινομενικά δυσοίωνος γκρίζος λύκος -ένας ακόμη χαρακτήρας- η ενσάρκωση του πόθου για την ενότητα όλων των έμβιων όντων;

Το Νορίλσκ είναι η πιο βιομηχανική πόλη στον κόσμο, χαμένη σε μια έρημο πάγου: ο λύκος είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στη φύση και τους αυτόχθονες Νένετς που ζουν εκεί και τους χαρακτήρες μου. Είναι ο τρόπος που ακολουθώ τώρα.

Το επόμενο βιβλίο μου λαμβάνει χώρα στη Ναμίμπια, και αφορά στη λαθροθηρία.

Με φιλμικούς όρους, ο Πάγος μοιάζει με ένα μετα-αποκαλυπτικό όχι-και-τόσο-φουτουριστικό θρίλερ. Σε ποιον βαθμό έχει το συγγραφικό σου στιλ επηρεαστεί από τη γλώσσα του κινηματογράφου;

Ναι, νομίζω πως συνθέτω διαφορετικά κεφάλαια όπως μια ταινία. Γράφω σενάρια κι αυτό με βοηθάει στη διαδικασία.

Είσαι ευρέως μεταφρασμένος και εκτιμάσαι στην Ελλάδα, όπου ένα από τα μυθιστορήματά σου εκτυλίσσεται εν μέρει. Τι σε συνδέει μ’ αυτό το πολιτισμικό, πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον;

Ο εκδότης μου, ο Σταύρος Πετσόπουλος. Είναι ένας αστείος άνθρωπος και μολονότι εκτιμούσα την Ελλάδα πριν συναντηθούμε για πρώτη φορά, είναι πάντα καλύτερο να ανακαλύπτεις μια χώρα εκ των έσω, όπως προσπαθώ να κάνω με τα βιβλία μου.

Απ’ όσο ξέρω, δεν έχεις εκδώσει ένα μυθιστόρημα εμπνευσμένο από το Παρίσι, τον τόπο κατοικίας σου.

Δεν έχει ακόμα ωριμάσει μια τέτοια ιδέα ή η πατρίδα είναι όντως μια ρευστή, διαρκώς μεταβαλλόμενη και δυναμική έννοια και βιωμένη εμπειρία;

Όχι και τόσο. Είμαι περίεργος, και εξακολουθώ να θέλω να εκπλήσσομαι. Είναι όπως η αγάπη, A long way to the top (If you wanna rock ’n’roll)!

Ν’ απολαμβάνεις τη ζωή σου!

Το μυθιστόρημα του Caryl Férey Πάγος κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση της Αργυρώς Μακάρωφ.