Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Abdón Ubidia: «Είμαι στρατευμένος στις γραμμές των απελπισμένων»


Ψυχολογικό θρίλερ με ντοστογιεφσκικές καταβολές και ηθικές, πολιτικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις, το μυθιστόρημα Σιωπηλή σαν το Θάνατο του σπουδαίου Εκουαδοριανού συγγραφέα Abdón Ubidia κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες.

Ιδιαιτέρως αγαπητός στο εγχώριο αναγνωστικό κοινό, ο 76χρονος -αλλά διαυγέστατος- συγγραφέας, μάς παραχώρησε μια αναλυτική συνέντευξη.

Κατά το παρελθόν υπήρξατε μέλος του λογοτεχνικού κινήματος του Tzantzismo. Θα θέλατε ν’ αναφερθείτε λίγο αναλυτικότερα σ’ αυτό και στη σημασία του για την εν γένει καλλιτεχνική ζωή του Εκουαδόρ;

Τη δεκαετία του ’70, όταν το Κίτο -την εποχή πριν από το πετρέλαιο- ήταν ακόμα ένας τόπος συντηρητικός και απομονωμένος, η ομάδα μας αποτέλεσε ένα είδος λογοτεχνικού αντάρτικου.

Eπιδίωξε να έρθει σε ρήξη τόσο με τα ήθη εκείνης της υπναλέας ζωής, όσο και με τις «κεφαλές» των διανοουμένων οι οποίοι, χάρη σε μια στρατιωτική δικτατορία, επέβαλλαν απόψεις και κριτήρια αντιδραστικά - έτσι τα αποκαλούσαμε τότε.

Εξ ου και το όνομά μας: Τζάντζικος, με άλλα λόγια στην αυτόχθονα γλώσσα σουάρ, «αυτοί που συρρικνώνουν τα κεφάλια».

Έμβλημά μας ήταν τα τζάντζα, τα μικρά τρόπαια τα οποία μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα οι πολεμιστές Σουάρ* φορούσαν ως φυλαχτά, αφού πρώτα υπέβαλλαν τα κεφάλια των εχθρών τους σε μια μυστική κατεργασία συρρίκνωσης.

Θέλαμε να γίνουμε μια μεταφορά των Σουάρ στο διανοητικό περιβάλλον. Ήμασταν αντικαθεστωτικοί τόσο ως προς την πολιτική όσο και ως προς την τέχνη. Ο πολιτικός άξονας του κόσμου βρισκόταν στην Αριστερά.

Και η κυρίαρχη ιδέα ήταν η αλλαγή: η αλλαγή του κόσμου, της τέχνης, της ίδιας της ζωής. Ήταν το σύνθημα.

Είχαμε δεχτεί την παγκόσμια πολιτική επιρροή: την Κουβανική Επανάσταση, τους απελευθερωτικούς πολέμους στην Αφρική, τα ειρηνιστικά, πανεπιστημιακά και εντέλει αντιιμπεριαλιστικά  κινήματα.

Ενώ, όσον αφορά τη λογοτεχνία, γίναμε μάρτυρες της καθυστερημένης, αλλά σαρωτικής αναγνώρισης της Λατινοαμερικάνικης Λογοτεχνίας, του επονομαζόμενου Boom της λογοτεχνίας μας:

Κορτάσαρ, Μπόρχες, Σάμπατο, Ονέτι, Γκαρσία Μάρκες, Φουέντες και τόσοι άλλοι.

Από εκεί γεννηθήκαμε εμείς, οι νεαροί Τζάντζικος.

Εκτός από συγγραφέας, είσαστε και ερευνητής στο πεδίο της προφορικής λογοτεχνίας. Τι σας σαγηνεύει σ’ αυτή; Τροφοδοτεί το συγγραφικό σας έργο;

Αυτό συνέβαινε τη δεκαετία του ’70. Μόλις έσβησαν οι πολεμικές φωτιές της προηγούμενης δεκαετίας, το ενδιαφέρον του κόσμου για το λαϊκό στοιχείο αυξήθηκε.

Εξ ου και η εκ νέου ανακάλυψη των προφορικών παραδόσεων των λαών μας, ως αντικειμένου μελέτης και λατρείας. Τότε γεννήθηκε ο Μαγικός Ρεαλισμός.

Για να πω την αλήθεια, εγώ τις προσέγγισα λόγω ενός πολύ ιδιότυπου ενδιαφέροντος. Ήθελα να μάθω με ποιο τρόπο είναι αφηγημένες οι ιστορίες που διαρκούν.

Ήρθα σε επαφή με ένα ίδρυμα που μου επέτρεψε να διατρέξω σε βάθος την πόλη και τη χώρα μου με την ιδιότητα του συλλέκτη μύθων και παραδόσεων. Ήταν μια όμορφη εμπειρία.

Κρίμα που αυτές οι παραδόσεις βρίσκονταν ήδη σε διαδικασία εξαφάνισης, λόγω της κατάρρευσης του αγροτικού κόσμου και της ασυγκράτητης ανάπτυξης των πόλεων.

Από την άλλη, η λογοτεχνικοποίηση των προφορικών παραδόσεων, ο Μαγικός Ρεαλισμός με άλλα λόγια, είχε ήδη δώσει πολλά, με ονόματα εμβληματικά όπως ο Αστούριας, ο Ρούλφο, ο Γκαρσία Μάρκες, ο Χόρχε Αμάδο.

Εμείς φτάσαμε αργά σε τούτο το ρεύμα. Ήταν πλέον η εποχή που η πολιτεία άρχιζε να αναδεικνύεται σε σύμβολο και λογοτεχνικό χαρακτήρα.

Εγώ κατέστρεψα το πρώτο μου βιβλίο διηγημάτων όταν αντιλήφθηκα ότι δεν μπορούσαμε πια να συνεχίζουμε με τον Μαγικό Ρεαλισμό.

«Δεν υπάρχει τίποτα πιο αβέβαιο από ένα διήγημα. Ή γράφεται ή όχι. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλοί λόγοι για να μην το γράψεις», επισημαίνετε στον επίλογο του Σιωπηλή σαν το θάνατο. Γιατί συμβαίνει αυτό, και γιατί τελικά γράφεται;

Γράφεται όταν η δύναμη που σε σπρώχνει να γράψεις ό,τι δεν έχει ειπωθεί νικάει αυτή που σε σπρώχνει να το αποσιωπήσεις ή απλώς να το αναβάλλεις. .

Θα χαρακτήριζα το Σιωπηλή σαν το θάνατο πιο πολύ ψυχολογικό θρίλερ «δωματίου» με ντοστογιεφσκικές καταβολές και ηθικές, πολιτικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις, παρά τυπικό «νουάρ». Συμφωνείτε;

Συμφωνώ απολύτως, μόλο που η αναφορά στον Ντοστογιέφσκι με τρομάζει και με κολακεύει.

Ναι, προτιμώ τις ιστορίες που παρότι έχουν νουάρ αναφορές εντρυφούν πιο πολύ στη φύση του ανθρώπινου όντος, στην ψυχολογική και μεταφυσική του υπόσταση.

O τόπος (Κίτο) και ο χρόνος που εκτυλίσσεται η μυθοπλασία (1983) προσδιορίζονται σαφώς από την αρχή της νουβέλας. Πόσο ουσιώδες είναι για σας να τοποθετείτε τη μυθοπλασία σας εντός ενός συγκεκριμένου χωροχρόνου;

Πολύ, ιδίως όταν γράφω ένα ρεαλιστικό αστικό αφήγημα.

Έχω γράψει μυθιστορήματα, όπως το Sueño de lobos (Ο Ύπνος των Λύκων) του 1986, με ένα ακραία ρεαλιστικό σκηνικό Το Κίτο του 1980, ζωγραφισμένο χρονικά και χωρικά με εξαιρετική λεπτομέρεια.

Έφτασα μέχρι τον υπερβολικό βαθμό να είναι αληθινά τα τυχόν αξιοσημείωτα γεγονότα και οι αντίστοιχες ημερομηνίες εκείνου του έτους.

Και μου στοίχισε κάμποση δουλειά η προσπάθεια να προσαρμόσω το αληθινό ημερολόγιο της πολιτείας σε αυτό του μυθιστορήματος, το οποίο αφηγείται την ιστορία του ανθρώπου που ποτέ δεν κοιμάται.

Το ίδιο ισχύει για τις περιγραφές των πιο εμβληματικών σημείων της πόλης, όπως και για τις αναφορές στο κλίμα ή το ορεινό τοπίο. Θεώρησα ότι ο ακραίος αυτός ρεαλισμός του σκηνικού θα αποτελούσε εγγύηση αληθοφάνειας για όσα ανήκαν στη μυθοπλασία.

 Ίσως να υπερέβαλα. Εν πάση περιπτώσει, τα πέντε μυθιστορήματα που έχω γράψει αναφέρονται σε μία πολιτεία, το Κίτο, και μία εποχή, αμφότερες πολύ παρούσες και συγκεκριμένες πάντοτε.

Η Χειμωνιάτικη Πόλη, για παράδειγμα, επιδιώκει να αποτελέσει μαρτυρία του Κίτο της δεκαετίας του ’70 και της φαντασμαγορικής πετρελαϊκής του λάμψης.

Ενώ το La Madriguera (Το Λημέρι) του 2004 καθρεφτίζει τις μεταμορφώσεις που βίωσε η πόλη με την αλλαγή του αιώνα.

Για να μην είμαι τόσο κυριολεκτικός, γράφω επίσης διηγήματα φαντασίας.

Τερπινοήσεις τα αποκαλώ, και δεν αναφέρονται σε άλλη πραγματικότητα πέρα απ’ αυτή των φόβων, των επιθυμιών και των ανασφαλειών μας,  στοιχείων πανανθρώπινων με άλλα λόγια.

Ένας γιατρός σε κρίση «ανδρόπαυσης» κι ένας «ιδεολόγος» βασανιστής είναι οι κύριοι πρωταγωνιστές αυτής της «μονομαχίας».

Πόσο μοιάζουν και πόσο διαφέρουν, τελικά; Και πώς μπορούμε να «σκοτώσουμε» τον εξουσιαστή που όλοι κουβαλάμε μέσα μας;

Σε ένα βιβλίο με αφορισμούς που δημοσίευσα τον περασμένο χρόνο, το Elogio del pensamiento doble (Εγκώμιο της διττής σκέψης), γράφω συγκεκριμένα:

«Το ανθρώπινο ον έχει δύο καρδιές: η μία είναι ατομίστρια, αρπακτική και μοναχική, ενώ η άλλη κοινωνική, αγελαία, ρέπει προς τη συμπόνια, την αλληλεγγύη, ακόμα και τη στοργή. Η τραγωδία αρχίζει όταν ακρωτηριάζεις οποιαδήποτε από τις δυο

Πιστεύω στη διττή υπόσταση της ανθρώπινης φύσης. Είναι το leitmotiv όλων όσων έχω γράψει. Μέσα μας συνυπάρχει ο Άγιος και ο δολοφόνος. Μαζί με όλες τις ενδιάμεσες αποχρώσεις. Καλύτερα να μην το ξεχνάμε.

Αυτό που χωρίζει τον έναν από τον άλλο είναι ένα επίφοβο όριο: το ντελικάτο και εύθραυστο δίκτυο των ηθικών ενδοιασμών.

Συνδέεται, για σας, η απόδοση δικαιοσύνης με την υπέρβαση αυτής της προϋπάρχουσας εξουσιαστικής νοοτροπίας και την κατίσχυση μιας αγαπητικής σχέσης με τον άλλο, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τη στάση της συντρόφου του θύματος του βασανιστή;

Αν υπάρχει κάποιο μήνυμα στη νουβέλα είναι το εξής: Δεν έχει σημασία η συγκυρία που μας καταδιώκει, μιλώντας με σαρτρικούς όρους, μπορούμε να επιλέξουμε. Στην προκειμένη περίπτωση, ανάμεσα στη φρίκη και την αγάπη.

Ο ανησυχαστικός Ανδαλουσιανός σκύλος επανέρχεται κάθε τόσο στο διήγημά σας. Είσαστε λάτρης του Μπουνιουέλ;

Μεγάλος. Ενός όμως μόνο κομματιού του Μπουνιουέλ.

Δυστυχώς, ο δημιουργός της Ωραίας της ημέρας, της Κρυφής γοητείας της μπουρζουαζίας, της Βιριδιάνα και του Σκοτεινού αντικείμενου του Πόθου, γύρισε και πολλές αξιοθρήνητες ταινίες, κάποιες απ’ αυτές στο Μεξικό για καθαρά βιοποριστικούς λόγους.

Προέρχεστε από την Αριστερά. Εξακολουθείτε να αναγνωρίζετε τον εαυτό σας στον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο; Κι αν ναι, τι σημαίνει να είσαι αριστερός στη Λατινική Αμερική, και ιδίως στο Εκουαδόρ, του σήμερα;

Ναι, φυσικά. Συνεχίζω το ίδιο. Ποτέ δε συρρίκνωσα το ίδιο μου το κεφάλι.

Όμως, αν παλιότερα η Αριστερά ήταν συνώνυμο της ελπίδας, τώρα, σε τούτο τον κόσμο που έχει κατακτηθεί από τον νεοφιλελευθερισμό, είναι συνώνυμο της απελπισίας.

Εγώ είμαι στρατευμένος στις γραμμές των απελπισμένων. Θυμάμαι ωστόσο πολύ καλά τον αφορισμό του Βάλτερ Μπένγιαμιν: Χάρη στην απελπισία μάς δόθηκε η ελπίδα.

Μιλώντας για το Εκουαδόρ, τον Οκτώβριο του 2019 ξεκίνησαν μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μορένο με αφορμή τα μέτρα λιτότητας και τη διακοπή στις επιδοτήσεις στα ορυκτά καύσιμα.

Έχουν μακροπρόθεσμες προοπτικές;

Έγραψα ένα άρθρο στο οποίο υποστήριζα πως δεν έχει σημασία αν ο ιός δημιουργήθηκε σε εργαστήριο ή αν προήλθε από τη Φύση, διότι η πανδημία έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους ισχυρούς ανά τον κόσμο.

Τη χρησιμοποίησαν προς όφελός τους, για να ανακόψουν τις τεράστιες κινητοποιήσεις, ήδη ανεξέλεγκτες, που ξεσπούσαν σε όλα τα μέρη του κόσμου με κατεύθυνση ξεκάθαρα αντι-νεοφιλελεύθερη.

Και για να εφαρμόσουν επίσης απάνθρωπα αντίποινα: απολύσεις κ.λπ. Το κατάφεραν.

Οι δυσαρεστημένοι, ωστόσο, έμαθαν επίσης νέους τρόπους για να εκφράζονται:

Τα κοινωνικά δίκτυα, τους youtubers που λένε τα δικά τους στο ίντερνετ, τις on line εκπομπές που μεταδίδουν συνεντεύξεις αντισυστημικών, τις ομάδες πολιτικού στοχασμού που ξανασυναντιούνται μέσω Zoom ή Skype και σε πραγματικές συνθήκες.

Τις νέες διαδηλώσεις, σε εμβρυακό στάδιο ακόμα, οι οποίες οργανώνονται με σεβασμό προς τους γνωστούς κανόνες προστασίας από τον COVID-19.

Όλοι λένε ότι μετά την πανδημία ο κόσμος δε θα είναι πλέον ο ίδιος. Η διάκριση, ωστόσο, πλούσιων και φτωχών θα είναι ένα θέμα περισσότερο φλέγον από ποτέ.

Ειλικρινά νομίζω ότι αυτή είναι μια ευκαιρία για το 99% του παγκόσμιου πληθυσμού, του οποίου τα εισοδήματα απαλλοτριώνονται υπέρ του υπολοίπου 1%, όπως λένε.

Ίσως, με άλλα λόγια, το βραβείο Nobel Stiglitz να αντιδράσει και να διεκδικήσει τα δικαιώματά του, μεταξύ αυτών την ισότητα και την προστασία ενός πλανήτη, μαστιζόμενου τώρα από μια ανηλεή λεηλασία.

Το διήγημα Σιωπηλή σαν το θάνατο είναι το τέταρτο βιβλίο σας που μεταφράζεται και κυκλοφορεί στα ελληνικά. Ποια είναι η σχέση σας με το ελληνικό αναγνωστικό κοινό και την Ελλάδα, γενικότερα; Την έχετε επισκεφτεί;

Έχω επισκεφτεί τρεις φορές την Ελλάδα, με αφορμή την παρουσίαση των μεταφρασμένων στα ελληνικά βιβλίων μου.

Το 2010 για τη Χειμωνιάτικη Πόλη, μεταφρασμένη στα ελληνικά από την Βιργινία Γαλανοπούλου.
Τη δεύτερη φορά το 2015 για μια ανθολογία από τις Τερπινοήσεις, μεταφρασμένες στα ελληνικά από το καταπληκτικό σεμινάριο του εξαίρετου Νίκου Πρατσίνη.

Το 2017 για την παρουσίαση του βιβλίου Η ερωτική περιπέτεια και οι χαρακτήρες της, δοκιμίου για τον υπαρκτό έρωτα, μεταφρασμένο από την Δήμητρα Παπακωνσταντίνου.

Και τα τρία βιβλία εκδόθηκαν με εκπληκτικό τρόπο από τις Εκδόσεις Ροές των κυρίων Καρτάκη. Και έτυχαν θερμής υποδοχής, γεγονός που με χαροποιεί ιδιαιτέρως.

Έχω πια αρκετούς φίλους στην Ελλάδα. Οι πρώτοι υπήρξαν η Σουσάνα Βάσκες, πρόξενος του Εκουαδόρ στην Αθήνα, και ένας βαθυστόχαστος μελετητής μεγάλου διαμετρήματος, ο Βίκτωρ Ιβάνοβιτς. Τους οφείλω πολλά.

Όταν περάσει η πανδημία, θα επισκεφτώ την Ελλάδα για τέταρτη φορά. Τότε θα είναι για την έκδοση της Σιωπηλής σαν το Θάνατο, μεταφρασμένης στα ελληνικά από την Ασπασία Καμπύλη για τις Εκδόσεις Carnívora.

Δεν υπερβάλλω όταν λέω ότι οι μεταφράσεις έργων μου που με ενδιαφέρουν περισσότερο είναι οι ελληνικές. Για διάφορους λόγους.

Πρώτα απ’ όλα επειδή, όπως κάθε δυτικός διανοούμενος, έχω εκπαιδευτεί στο πλαίσιο της μυθολογικής, καλλιτεχνικής, φιλοσοφικής και λογοτεχνικής παράδοσης της αρχαίας Ελλάδας.

Έπειτα, επειδή με ενδιαφέρει η Ιστορία και ο πολιτισμός σας, του σημερινού συμπεριλαμβανομένου. Και τέλος, επειδή έχω γνωρίσει τους ανθρώπους σας, τη μουσική σας, τη γαστρονομία σας και την πολυαγαπημένη Αθήνα σας.

Ζούμε σε καιρό πανδημίας. Εκτός από τον τυχόν φόβο που μπορεί αυτή να σας προκαλεί, σας εμπνέει κιόλας;

Δεν ξέρω αν με εμπνέει, αλλά η πανδημία και οι περιορισμοί της μου αφήνουν πολύ χρόνο ελεύθερο για να διαβάσω και να γράψω.

Πολλές ευχαριστίες για τη συνέντευξη.

*Σουάρ: Ιθαγενής φυλή του ανατολικού Εκουαδόρ.


Το μυθιστόρημα του Abdón Ubidia Σιωπηλή σαν το Θάνατο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Carnívora.σε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη και επίμετρο του Βίκτωρος Ιβάνοβιτς.

Eυχαριστώ θερμά την Ασπασία Καμπύλη για τη μετάφραση των ερωτήσεών μου στα ισπανικά και των απαντήσεων του συγγραφέα στα ελληνικά.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου