Μυθιστοριογράφος,
ποιητής, σκηνοθέτης και ζωγράφος,
ο Αγκολέζος Οντζάκι (Ντάλου ντε Αλμέιντα)
είναι από τους πιο ταλαντούχους Αφρικανούς
καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς. Γραμμένο σε γλώσσα ανεπιτήδευτη κι απολαυστική,
το Καλημέρα
σύντροφοι, το αυτοβιογραφικό πρώτο του μυθιστόρημα που πρόσφατα
κυκλοφόρησε στα ελληνικά, συνιστά μια διαπεραστική
και νοσταλγική ματιά στην Αγκόλα της εφηβείας του. Συνομιλώντας με τον συγγραφέα.
Από
τότε που ξεκίνησες τη λογοτεχνική σου σταδιοδρομία επέλεξες να χρησιμοποιείς το
ψευδώνυμο «Οντζάκι», το οποίο σημαίνει «πολεμιστής». Για ποιο πράγμα -ή εναντίον
ποιου πράγματος- πολεμάς;
Δεν είναι κάτι σπουδαίο.
Υποτίθεται ότι θα ονομαζόμουν Oντζάκι,
κι έπειτα οι γονείς μου άλλαξαν γνώμη. Όταν ξεκίνησα να ζωγραφίζω και να γράφω,
ξαναγύρισα σ’ αυτό το όνομα, έβγαζε νόημα για μένα. Είμαι πολύ ευτυχής που
μπορώ να «είμαι» περισσότερα από ένα άτομα. Περισσότερα από δύο. Νομίζω πως όλοι
πρέπει να έχουμε αυτό το δικαίωμα.
«Γνωρίζω με βεβαιότητα ότι η δουλειά του
ανθρώπου δεν είναι παρά ένα μακρύ ταξίδι να ανακτήσει, διαμέσου των
παρακαμπτηρίων της τέχνης, τις δύο ή τρεις σπουδαίες κι απλές εικόνες που
πρώτες απέκτησαν πρόσβαση στην καρδιά του», δήλωσε κάποτε ο Καμύ. Με το Καλημέρα σύντροφοι είχες την πρόθεση να ανακτήσεις,
κι ίσως να διατηρήσεις, κάποιες από εκείνες τις εικόνες, τα συναισθήματα και τις
μυρωδιές;
Νομίζω ότι είναι ένα
παλιό παιχνίδι... Το να λες ιστορίες είναι ένα παλιό έργο που επιτελούν οι άνθρωποι.
Αν το επιτελούν σωστά; Δε νομίζω πως μπορούμε να το ξέρουμε αυτό. Μπορούμε να προσπαθήσουμε.
Προσπαθώ. Προσπαθώ να λέω ιστορίες, στις οποίες προσθέτω μυρωδιές, εικόνες,
βλέμματα, φιγούρες και σχέδια. Ένας τρόπος να το θέτεις είναι, ναι, ότι προσπαθούμε
να τα διατηρήσουμε όλα αυτά. Ο άλλος είναι πως «λες ξανά». Και το «ξανά» είναι
πάντα η δεύτερη, τρίτη, τέταρτη εκδοχή.
Συνεχίζεις να αφηγείσαι
εκδοχές της πραγματικότητας, ή εκδοχές ενός παραμυθιού, οποιουδήποτε κομματιού
της Ιστορίας, κι όλοι τείνουμε να νομίζουμε ότι πρόκειται για «νέα» εκδοχή.
Ίσως δεν είναι. Ίσως η κάθε εκδοχή είναι μια παλαιότερη εκδοχή που επιστρέφει
για να επισκεφτεί τον κόσμο. Ίσως ο χρόνος κι ο χώρος ακόμα αναμένεται να
κατανοηθούν από μας.
Νομίζω πως η λογοτεχνία,
συμπεριλαμβανομένης της «προφορικής λογοτεχνίας», είναι μια ευαίσθητη μορφή
τέχνης... Απαιτεί ορισμένες ευαίσθητες ικανότητες: να διατηρείς, ναι, να
θυμάσαι, να μεταβιβάζεις και να κρατάς. Πιο πολύ μαγικές στιγμές, παρά γραπτές...
Αν
και πολλοί πρωτοεμφανιζόμενοι μυθιστοριογράφοι τείνουν να παραγεμίζουν τη δουλειά
τους με πληθώρα θεμάτων και λεπτομερειών, το Καλημέρα σύντροφοι επιδεικνύει αξιοσημείωτη αφηγηματική λιτότητα κι
οικονομία. Πώς και δεν έπεσες στην ίδια παγίδα;
Δεν είχα το χρόνο... Ήταν
ένα ψέμα... Ένας επιμελητής με ρώτησε αν είχα ένα βιβλίο καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνδεόμενο
με την ανεξαρτησία της Αγκόλα. Κι είπα ψέματα. Είπα ότι είχα. Είπα πως το είχα μισογράψει.
Πήγα, λοιπόν, σπίτι και άρχισα να ακολουθώ το ψέμα μου. Μόνο που κατέληξα να ανακαλύψω
ότι δεν ήταν ψέμα: η παιδική ηλικία μου σχετιζόταν απολύτως με την ανεξαρτησία
της χώρας μου. Με την οικογένειά μου. Τους φίλους μου, τους δασκάλους, με τα πάντα.
Χαίρομαι που δεν είχα το χρόνο, γιατί νομίζω πως -τότε- είπα αρκετά για τη
συγκεκριμένη ιστορία.
Επίσης, εκείνο το βιβλίο άνοιξε
ένα παράθυρο για μένα- η ίδια μου η παιδική ηλικία ήταν ένα μεγάλο βιβλίο.
Ακόμα το γράφω. Πρέπει να πω ότι νόμιζα πως τα κατάφερα
καλύτερα με το Granma
Nineteen
and
the
Soviet’s
Secret. Όχι επειδή είναι καλύτερο βιβλίο. Άλλωστε
όλες οι παιδικές ηλικίες είναι έτοιμες να γίνουν σπουδαία βιβλία. Είναι το «πώς» τις αφηγείσαι που κάνει τη διαφορά. Αλλά γιατί βρήκα τον τρόπο και το ρυθμό που ήθελα σ’ εκείνη την ιστορία. Βρήκα ένα καλύτερο τρόπο να μεταφέρω την
ιστορία. Πάντα έχει να κάνει με το να τη μεταφέρεις σε κάποιον. Ήδη το είχα
ζήσει. Το θυμάμαι με πολλή ελευθερία- πιστεύω στην «ελευθερία του να
θυμάσαι»...
Μετά από αυτό, πρέπει να τη
δώσω σε κάποιον: είτε σ’ ένα παιδί, στις ανιψιές μου, στον γιο μου, ή σε χιλιάδες
αναγνώστες. Αυτό κάνω, μεταβιβάζω ιστορίες και παραμύθια και αναμνήσεις.
Το
άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο του πρώτου σου μυθιστορήματος είναι, βεβαίως, η γλώσσα
του, η οποία, χωρίς να φαντάζει επινοημένη, επιτηδευμένη ή στιλιζαρισμένη, κατορθώνει
να μεταβιβάσει με οργανικό τρόπο την απόλυτη ουσία του να είσαι έφηβος στη Λουάντα
και την Αγκόλα των τελών της δεκαετίας του ’80-αρχών της δεκαετίας του ’90. Κι όμως,
το Καλημέρα σύντροφοι δεν είναι ένα «παιδικό»
βιβλίο. Πες μου περισσότερα για την ίδια τη συγγραφική διαδικασία.
Ήταν ένα ταξίδι. Ήξερα ότι έπρεπε να πάω «εκεί» για τη
γλώσσα, για το περιεχόμενο ασφαλώς, και για τη συναισθηματική υφή. Κι αυτή η τελευταία ήταν μια μεγάλη έκπληξη. Εννοώ, ήξερα πού πήγαινα, κι ήθελα να
αναζητήσω, απλώς δεν ήμουν έτοιμος για τη συναισθηματική ανατροφοδότηση. Δεν «επέστρεψα» ο ίδιος. Δεν είχα συνειδητοποιήσει πως είχαν περάσει
χρόνια από την τελευταία φορά που επισκέφτηκα -μέσα μου- τους Κουβανούς δασκάλους,
κάποια από εκείνα τα παιδιά, και κυρίως τον σύντροφο Aντόνιο.
Η αρχή ήταν εύκολη κι
αστεία. Ήταν, όμως, πολύ δύσκολο να χειριστώ το τέλος του βιβλίου- η συγγραφή
του με πήγε σ’ ένα παράξενο μέρος. Όχι μόνο γιατί ήταν το πρώτο μου «προσωπικό»
μυθιστόρημα, αλλά και γιατί δεν ήμουν τόσο έτοιμος. Ήταν σημαντικό να γράψω γι’
αυτούς. Συνειδητοποίησα τότε ότι αυτό το βιβλίο θα «κλείσει» μόνο όταν βρω τον Άνχελ
και την Mαρία.
Τότε μπορώ να πεθάνω εν ειρήνη.
Θα
έλεγες πως το συγγραφικό σου στιλ έχει εξελιχθεί μέσα από τα χρόνια;
Το ελπίζω... Μου είναι ακόμα
πολύ δύσκολο να καταλάβω ποιο «στιλ» θα με βοηθήσει να βρω τον «τρόπο» να αφηγηθώ
μια ιστορία. Δουλεύω προς διαφορετικές κατευθύνσεις, κι η γλώσσα επίσης μου λέει
πού να πάω. Το ζήτημα είναι, ποτέ δεν είναι εύκολη κι ομαλή διαδικασία. Συνήθως
είναι ένας εφιάλτης να κατανοήσω πώς, πότε και με ποια ένταση.
Υπάρχει
ένα ορισμένο αίσθημα νοσταλγίας που κυριαρχεί στην αφήγησή σου, καθώς και μια αίσθηση
«τέλους εποχής», τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Αναδρομικά, νιώθεις
νοσταλγία για τη συγκεκριμένη περίοδο; Και πώς αντιμετώπισες εκείνο το «τέλος εποχής»
όταν όντως συνέβη;
Νομίζω ότι είναι ανθρώπινο
να αισθάνεσαι νοσταλγία για το παρελθόν. Όχι για το περιεχόμενό του, αλλά για
το παρελθόν ως σύνολο, ως κάτι που «έφυγε». Συμβαίνει. Νιώθω λίγο αποσυνδεδεμένος από το παρόν. Πάντα έτσι ένιωθα. Η λογοτεχνία,
λοιπόν, με βοήθησε να ταξιδέψω και να αποδεχτώ πως δεν ξέρω πάντα πώς να είναι
να είμαι στο παρόν. Είναι γεγονός. Προσπαθώ, ακόμα προσπαθώ, αλλά μου
αρέσει περισσότερο να βρίσκομαι νοερά στο παρελθόν, στις μέρες που πέρασαν, στα
συναισθήματα του παρελθόντος, στις αλλοτινές στιγμές. Δε νομίζω, επομένως, ότι είμαι άνθρωπος του παρόντος. Αλλά αυτή είναι η κατάστασή μας, υποθέτω...
Απ’ όσο ξέρω, συνήθως ζούμε
στο παρόν. Η λογοτεχνία σού δίνει, ωστόσο, εκείνη την όμορφη δυνατότητα: «κι
αν»... Και ταξιδεύεις. Όταν διαβάζουμε ή γράφουμε, ταξιδεύουμε «έξω από» το παρόν. Νιώθω καλά εκείνες τις στιγμές. Νιώθω λιγότερο καλά όταν εξαναγκάζομαι να ζήσω στο παρόν. Γι’ αυτό μου αρέσουν τα παιδιά κι οι ηλικιωμένοι
τόσο πολύ, έχουν έναν ξεχωριστό τρόπο να παρακάμπτουν το παρόν...
Η
δουλειά σου εκτείνεται σε διαφορετικά δημιουργικά πεδία, συμπεριλαμβανομένων της
λογοτεχνίας, της ποίησης, της σκηνοθεσίας και της ζωγραφικής. Ποιος είναι ο συνδετικός
κρίκος;
Τα παραμύθια. Οι
ιστορίες. Τον περισσότερο καιρό, βλέποντας πράγματα, διαβάζω. Και μερικές φορές,
πριν κάτσω να γράψω, ήδη γράφω. Επομένως, όλα έχουν να κάνουν με τις ιστορίες,
υποθέτω.
H πιο πρόσφατη δουλειά σου είναι, παρεμπιπτόντως,
μια ποιητική συλλογή. Σε τι αφορά;
Μακάρι να μπορούσα να σου
πω. Περιέχει απλά, πολύ απλά ποιήματα. Περιλαμβάνει μια μεγάλη ιστορία για ένα
απόγευμα που πέρασα με τον παππού μου στη Λουάντα. Έχει ένα ή δυο πράγματα
σχετικά με πρόσφατα γεγονότα στην Αγκόλα. Και ένα μεγάλο ποίημα που «έλαβα» μια
νύχτα, πολύ καιρό πριν, για τους σκλάβους. Αλλά δεν είμαι σίγουρος σε τι αφορά
το βιβλίο...
Γεννήθηκες
στην Αγκόλα, μια πρώην πορτογαλική αποικία, σπούδασες στη Λισαβόνα και ζεις στη
Βραζιλία. Νιώθεις πως αυτές οι ποικίλες ταυτοτικές αναφορές έχουν μια απελευθερωτική
διάσταση, που μπορεί να λειτουργήσει ως απάντηση στα εντεινόμενα καλέσματα για
κλείσιμο των συνόρων και σε πιο σαφώς προσδιορισμένα «έθνη-κράτη», υπό το φως
των μεταναστευτικών ροών;
Πρέπει να πω ότι ζω στην Αγκόλα
τώρα. Επέστρεψα το 2017 στη Λουάντα. Αλλά συνήθιζα να έρχομαι τόσο συχνά σπίτι,
ώστε μου ήταν δύσκολο να πιστέψω πως ζούσα στη Βραζιλία. Αυτό στο οποίο εκείνα
τα χρόνια με βοήθησαν πιο πολύ ήταν στην κατανόηση των διαφορών, των
διαφορετικών πολιτισμικών αναφορών εκείνων των χωρών. Κατά κάποιο τρόπο
πρόκειται για την ίδια γλώσσα, αλλά όχι για την ίδια κουλτούρα.
Τρεις ήπειροι,
διαφορετικές θέσεις -και αντιθέσεις- στη διάρκεια των τελευταίων πέντε αιώνων.
Όχι κάτι εύκολο να κατανοήσεις, όχι εύκολο να εξηγήσεις. Αλλά συνεχίζουμε να
προσπαθούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου