Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

Marcelo Martinessi: «Θεωρώ πολλές από τις ΛΟΑΤΚΙ ταινίες αρκετά συντηρητικές»


Σπουδή χαρακτήρων και ταυτόχρονα σχολιασμός ζητημάτων ταξικής υφής και της σεξουαλικής επιθυμίας, η ταινία Οι κληρονόμοι, μεγάλου μήκους ντεμπούτο μυθοπλασίας του Παραγουανού σκηνοθέτη Marcelo Martinessi, θριάμβευσε στη φετινή Μπερλινάλε αποσπώντας την Αργυρή Άρκτο (Βραβείο Άλφρεντ Μπάουερ), Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας και Βραβείο FIPRESCI και προβάλλεται από τις 15 Νοεμβρίου στις αίθουσες. Συνομιλώντας με τον σκηνοθέτη.

Γιατί αποφάσισες να τοποθετήσεις αυτό τον εύστοχο συνδυασμό σπουδής χαρακτήρων και σχολιασμού της τάξης και της σεξουαλικής επιθυμίας εντός του πλαισίου της ελίτ της Παραγουάης; Θα ήταν οι Κληρονόμοι ένα ολότελα διαφορετικό φιλμ, αν είχε συνδεθεί με το περιβάλλον της εργατικής τάξης;

Ο σχολιασμός πάνω την τάξη προέκυψε με οργανικό τρόπο ως συνέπεια μιας ιστορίας για ένα ζευγάρι δύο γυναικών οι οποίες μένουν προσκολλημένες σ’ ένα είδος ζωής που δεν μπορούν πλέον να υποστηρίξουν. Και η απώλεια του status τις εκθέτει σε καταστάσεις στις οποίες ουδέποτε είχαν εκτεθεί στο παρελθόν.

Από τη μία, στην ντροπή του να μην έχεις τα μέσα να ξεπληρώσεις ένα χρέος, οπότε αναγκάζονται να πουλήσουν τα υπάρχοντά τους. Ταυτόχρονα, από την άλλη, εμφανίζονται νέες ευκαιρίες επανεπινόησης του εαυτού τους και, στην περίπτωση της Chela, η εκ νέου ανακάλυψη της επιθυμίας.

Χαρακτήρες προερχόμενοι από την εργατική τάξη θα είχαν σίγουρα διαφορετική δυναμική και θα ήταν πιθανώς πιο προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν αυτού του είδους τις συνθήκες. 





Παρά την απουσία προηγούμενης φιλμικής εμπειρίας, τόσο η Ana Brun όσο κι η Margarita Irún κάνουν θαύματα με τις λεπτές, άψογα συγχρονισμένες ερμηνείες τους. Θα ήθελες να μου μιλήσεις περισσότερο για τη διαδικασία διαμόρφωσης των χαρακτήρων τους και τη συνεργασία σας;

Όταν κάνεις κάστινγκ, ιδίως αν έχεις γράψει το σενάριο για καιρό εξωραΐζοντας τους χαρακτήρες σου στο χαρτί, η διαδικασία είναι υπερευαίσθητη και καταλαμβάνει όλη σου τη ζωή. Ή, τουλάχιστον, αυτό μου συνέβη μ’ αυτή την πρώτη ταινία. Λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη υποκριτικής παράδοσης στον κινηματογράφο στην Παραγουάη, γνωρίζαμε πως χρειαζόταν να συνδυάσουμε ηθοποιούς με θεατρική εκπαίδευση με γυναίκες που πιθανώς δεν είχαν ξαναπαίξει ποτέ.

Δεν κάναμε εκτεταμένο κάστινγκ. Η Ana Brun ήταν μια από τις πρώτες ηθοποιούς που συνάντησα. Είχε ασχοληθεί με το θέατρο στο παρελθόν, αλλά ποτέ δεν είχε δουλέψει επαγγελματικά. Αμέσως αισθάνθηκα την επιθυμία να συνεργαστώ μαζί της. Τα μάτια της κι ο τρόπος που τα χρησιμοποιεί ήταν το κλειδί για να συνειδητοποιήσω τη δυνατότητά της να υποδυθεί την Chela, ένα βασικό χαρακτήρα με λίγο διάλογο. Κατά τη διάρκεια των προβών μας προσπάθησα να της δώσω εργαλεία για να δουλέψει με τις δικές της εμπειρίες ζωής. Και στο πλατώ ήταν βασικό να βρει τρόπους να διατηρήσει την ερμηνεία της φρέσκια μετά από πολλές λήψεις. 





Η Margarita Irún που υποδύεται την Chiquita είναι μια σπουδαία Παραγουανή ηθοποιός του θεάτρου με μια καριέρα που εκτείνεται σε περισσότερα από 50 χρόνια. Είναι η δεύτερη εμφάνισή της στη μεγάλη οθόνη. Η δουλειά μαζί της συνίστατο περισσότερο στο να ενσαρκώσει ένα χαρακτήρα με λεπτότητα.

Εκτιμώ το γεγονός ότι κι οι δύο πρωταγωνίστριες, όμορφες γυναίκες που πάντα νοιάζονται για την εμφάνισή τους, με εμπιστεύτηκαν αρκετά, ώστε να με αφήσουν να γυρίσω το φιλμ με πολύ λίγο μέικαπ. Γι’ αυτή την αφήγηση, ο «χρόνος» είναι σημαντικός, οπότε οι ρυτίδες στα πρόσωπά τους ήταν μέρος της κατασκευής του χαρακτήρα τους και της επίγνωσης των ιστοριών τους.  

Ανατρέχοντας σήμερα στη στιγμή που τις πρωτογνώρισα, θυμάμαι να νιώθω πως κι οι δύο ήταν έτοιμες για μια πρόκληση. Κι αυτή η ταινία θα μπορούσε να τους τη δώσει.

Η σεξουαλική αφύπνιση που βιώνει η Chela στον απόηχο της γνωριμίας της με την Angy (Ana Ivanova) όντως μου φέρνει στο νου το χαρακτήρα της Γκλόρια στην oμώνυμη ταινία του Σεμπαστιάν Λέλιο. Αυτή ήταν η πρόθεσή σου ή προέκυψε υποσυνείδητα;

Το θέμα των Κληρονόμων ήταν εκεί από την αρχή: μια ώριμη λεσβία που βιώνει μια οικονομική κρίση. Κι όταν η σύντροφός της οδηγείται στη φυλακή, ανακαλύπτει τις δικές της φυλακές -μια κοινωνική τάξη, μια σχέση- και ξεκινά μια αργή εσωτερική επανάσταση. Η Angy κι η αφύπνιση της επιθυμίας είναι το κλειδί στη διαδικασία. Αλλά η Chela κρατά αυτή την έλξη καταπιεσμένη, πρόκειται για πολύ εσωτερική διαδικασία.

Ενώ η ομορφιά της Γκλόρια του Λέλιο, ένα φιλμ που πραγματικά μου αρέσει κι απολαμβάνω, είναι να δούμε την επιθυμία να «εκρήγνυται» στη μεγάλη οθόνη. Πάντοτε θεωρώ την Chela πιο κοντά σε χαρακτήρες από δραματικές ταινίες εποχής, εκτυλισσόμενες σε καιρούς και στο πλαίσιο κοινωνιών όπου η επιθυμία έπρεπε να διατηρηθεί κρυφή. 





Από το φιλμ σου ουσιαστικά απουσιάζουν οι αντρικοί χαρακτήρες. Προκειμένου, ίσως, να αντισταθμιστεί η έλλειψη επιρροής που ασκούν οι γυναίκες όλων των στρωμάτων στην κοινωνία της Παραγουάης;

Για να είμαι ειλικρινής, αυτό δε συνέβη εκ προθέσεως. Αλλά έγινε ένα “must” θέμα συζήτησης αφότου παρουσιάσαμε την ταινία για πρώτη φορά.

Μεγάλωσα σ’ ένα κόσμο διαμορφωμένο από γυναίκες: την μητέρα, αδερφές, γιαγιάδες, θείες, τις γειτόνισσες. Ήθελα το μεγάλου μήκους ντεμπούτο μου να εισχωρήσει σ’ εκείνο το θηλυκό σύμπαν, το οποίο με ενδιαφέρει ακόμα περισσότερο από τότε που άρχισα να παρακολουθώ τα φιλμ του Φάσμπιντερ.

Πιστεύω, επίσης, πως ένα από τα σοβαρά προβλήματα κοινωνιών τόσο macho όσο της Παραγουάης είναι ότι αναμένεται από τον άντρα να έχει όλες τις απαντήσεις. Κι αυτό είναι απογοητευτικό. Δεν αφήνει πολύ περιθώριο να είσαι ο εαυτός σου. Πολλοί μας από μας μεγαλώσαμε, λοιπόν, ανάμεσα σε δανεικές ταυτότητες. Κανένας δε μας διδάσκει να απολαμβάνουμε την ευχαρίστηση του να έχουμε αμφιβολίες και να διατυπώνουμε ερωτήσεις. Και, για μένα, το να γυρίσω αυτή την ταινία είχε απολύτως να κάνει με το να εξετάσω τη χώρα μου, την κοινωνική μου τάξη κι αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή στην Ιστορία. 





Σε σχέση με την προηγούμενη ερώτησή μου, πώς επικοινωνεί το σινεμά της Παραγουάης, για το οποίο πρακτικά δε γνωρίζω σχεδόν τίποτα, με τα εγχώρια κοινά; Ποια είναι η κρατική πολιτική αναφορικά με τη χρηματοδότηση παραγωγών από τη χώρα;

Είναι αδύνατο να μιλήσουμε για το σινεμά της Παραγουάης αν δε γνωρίζουμε τα σκοτεινά χρόνια, πολλές δεκαετίες χωρίς την οποιαδήποτε δυνατότητα κινηματογραφικής δημιουργίας. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’60 και του ’70, ενώ η υπόλοιπη Λατινική Αμερική αφηγείτο τις δικές της ιστορίες στη μεγάλη οθόνη, η χώρα μου παρέμενε αόρατη. Γι’ αυτό και η οικοδόμηση της δικιάς μας κινηματογραφίας είναι βασική πρόκληση για τη γενιά μου.

Όταν έγραψα την ιστορία της Chela και της Chiquita, συνειδητοποίησα ότι προσπαθούσα να δημιουργήσω ένα διάλογο με εκείνη την εποχή της αφάνειας και με μια κοινωνία που δε θέλει ν’ αλλάξει: μια κοινωνία που προτιμά να παραμείνει κρυμμένη, προσκολλημένη στην ίδια της τη σκιά.

Δεν υπήρχε κρατική πολιτική για το σινεμά μέχρι τον Ιούλιο του 2018, όταν εγκρίθηκε ο πρώτος νόμος για τον κινηματογράφο. Το θετικό, ωστόσο, είναι πως, ακόμα και χωρίς αυτή, υπάρχουν περίπου πέντε ταινίες που παράγονται κάθε χρόνο. Κάποιες από αυτές επικοινωνούν εύκολα με το κοινό, ιδίως οι τοπικές κωμωδίες, και τα φιλμ τρόμου και δράσης. 





Τα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες μιας αύξησης στην παραγωγή και την προβολή ταινιών με ΛΟΑΤΚΙ θεματολογία, ποικίλης ποιότητας και διαφορετικού βάθους, σε παγκόσμιο επίπεδο. Κατά τη γνώμη σου, αποτελεί αυτό μια μοδάτη, κι ίσως εμπορικά εκμεταλλεύσιμη, τάση, ή αντιστοιχεί σε πραγματική ανάγκη μεγαλύτερων τμημάτων των κοινωνιών;

Μπορεί να συμβαίνει λίγο κι από τα δύο. Πρέπει, πάντως, να παραδεχτώ ότι θεωρώ πολλές από αυτές τις ταινίες αρκετά συντηρητικές στην προσέγγισή τους των ζητημάτων της πραγματικής ζωής του ΛΟΑΤΚΙ πληθυσμού. Σαν οι περισσότερες ιστορίες να εστιάζουν στον αγώνα για αγάπη και σεξουαλικότητα, όταν υπάρχουν πολλά περισσότερα προς εξερεύνηση.

Δύο βραβεία στη φετινή Μπερλινάλε και Χρυσή Αθηνά στo 24ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, ανάμεσα σε πολλά άλλα, δεν είναι μικρό επίτευγμα για μεγάλου μήκους ντεμπούτο. Προς ποια κατεύθυνση κινείσαι στη συνέχεια;

Δεν είμαι σίγουρος ακόμα. Από το Φεβρουάριο ταξιδεύω πολύ για την προώθηση της ταινίας και δεν είχα στ’ αλήθεια την ευκαιρία να καθήσω και να σκεφτώ για την επόμενη. Το μόνο πραγματικό μου πρότζεκτ τώρα είναι, επομένως, να κάνω ένα διάλειμμα!

Η ταινία του Marcelo Martinessi Οι κληρονόμοι προβάλλεται στις αίθουσες από τις 15 Νοεμβρίου σε διανομή της Weird Wave.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου