Σάββατο 8 Ιουνίου 2019

Finbarr O’Reilly: «Η αξία του φωτορεπορτάζ έγκειται στο να ερμηνεύουμε μια κατάσταση»


Βραβευμένος φωτογράφος, φωτορεπόρτερ, δημοσιογράφος και συγγραφέας, ο Βρετανοκαναδός Finbarr OReilly βρίσκεται στην Αθήνα, προκειμένου να συμμετάσχει σε μια συζήτηση για το μέλλον του φωτορεπορτάζ στο πλαίσιο του Athens Photo World (7-16 Ιουνίου) την Κυριακή 9 Ιουνίου.

Κουβεντιάζοντας μαζί του.

Έχεις ζήσει κι εργαστεί σε πολλά διαφορετικά μέρη, αν και γεννήθηκες στην Ουαλία, μέχρι τα εννιά σου μεγάλωσες στο Δουβλίνο και στη συνέχεια στο Βανκούβερ του Καναδά. Πού αισθάνεσαι πιο οικεία;

Είναι μια ενδιαφέρουσα ερώτηση, γιατί έχω νιώσει σαν στο σπίτι μου σε μια σειρά από διαφορετικές τοποθεσίες. Το μέρος, ωστόσο, προς το οποίο στρέφομαι τα τελευταία δύο χρόνια είναι η Ιρλανδία και το Δουβλίνο.

Η μαμά μου ζει εδώ, έχουμε ένα οικογενειακό σπίτι εδώ, και πρόκειται για μια πόλη διαχειρίσιμου μεγέθους.

Λατρεύω τον ανοιχτό χώρο και αγαπώ την ποδηλασία. Eίναι ένας από τους τρόπους να χαλαρώνω, με κρατά διανοητικά και σωματικά φρέσκο. Στο Δουβλίνο υπάρχουν ήσυχοι δρόμοι, λοφοπλαγιές και ακτογραμμή, κι αυτό με κάνει να αισθάνομαι πολύ γειωμένος μετά από κάποια αποστολή.

Πώς κατάφερες, αν όχι να ξεπεράσεις, τουλάχιστον να διαχειριστείς και να ελέγξεις όλες τις τραυματικές εμπειρίες που κατά καιρούς έχεις βιώσει ως φωτορεπόρτερ και δημοσιογράφος;

Δημοσιογραφικά μιλώντας, είμαστε άνθρωποι ευρισκόμενοι σε προνομιακή θέση. Δε βιώνουμε τις ίδιες τραυματικές καταστάσεις με τους ανθρώπους που φωτογραφίζουμε ή για τους οποίους γράφουμε.



Κατά κάποιο τρόπο εσύ βάσει κινήτρων που γνωρίζεις επιλέγεις να ασχοληθείς με αυτή τη διαδικασία, ενώ εκείνοι την υφίστανται ανεξαρτήτως της επιθυμίας τους. Κι αυτό κάνει τη διαφορά.

Ασφαλώς. Κίνητρο μπορεί να αποτελέσουν ένα σωρό πράγματα: η αναζήτηση ενός ενδιαφέροντος και με νόημα τρόπου ζωής, η επιθυμία συγγραφής σημαντικών ιστοριών. Υπάρχει, βεβαίως, κι ένα στοιχείο εγωισμού.

Οι δημοσιογράφοι είναι άνθρωποι με ενσυναίσθηση, κι έτσι μπορεί να υπάρξει ένα ψυχολογικό κόστος με την πάροδο του χρόνου.

Σε ό,τι με αφορά, άρχισα να νιώθω λίγο «καμένος» όταν τίποτα δεν έμοιαζε να αλλάζει πραγματικά μέσα από τις ιστορίες που κάλυπτα, όπως ήλπιζα.

Ξεκίνησα να βιώνω, λοιπόν, μια ορισμένη αίσθηση απελπισίας και απαισιοδοξίας στα όρια ενός κυνισμού. «Ποιο είναι το νόημα σε όλα αυτά; Τίποτα δε θα αλλάξει ποτέ», σκεφτόμουν.

Αμφισβήτησες τότε την επαγγελματική σου επιλογή;

Ποτέ δε νομίζω πως την αμφισβήτησα.

Αμφισβήτησα, όμως, το ρόλο μου στο μηχανισμό του πολέμου. Ως δημοσιογράφοι, κατά κάποιο τρόπο γινόμαστε συνένοχοι στην αναπαραγωγή των συγκρούσεων με το να εγκρίνουμε τη βία που βλέπουμε αντί να την καταδικάζουμε μέσω των φωτογραφιών.

Αρχίζεις, λοιπόν, να αναρωτιέσαι γιατί πηγαίνεις σε αυτό τον πόλεμο, γιατί τοποθετείς την κάμερα μπροστά από το πρόσωπο των ανθρώπων που μόλις έχασαν συγγενείς τους.

Αμφισβήτησα, έτσι, τα κίνητρα κάποιων επιλογών μου, και χρειαζόταν να αποτραβηχτώ. Ένιωσα ότι είχα ολοκληρώσει τον κύκλο μου σε σχέση με ένα συγκεκριμένο είδος δουλειάς. Όπως εξελίσσεσαι, επανεξετάζεις τον τρόπο με τον οποίο βλέπεις τα πράγματα.

Στην τελική, εξακολουθώ να εργάζομαι ως φωτορεπόρτερ και να καλύπτω κάποιες φορές τις ίδιες ιστορίες, αλλά έχω γίνει πιο επιλεκτικός ως προς το πώς τις προσεγγίζω και ως προς το είδος των εικόνων που θέλω να δείξω στον κόσμο.



Έχεις ποτέ σκεφτεί να αφήσεις στην άκρη την κάμερά σου και να ανακουφίσεις κάποιον που βιώνει μια τραυματική κατάσταση με ένα πιο ουσιαστικό τρόπο;

Ως δημοσιογράφοι, προσερχόμαστε στις καταστάσεις με μια ορισμένη ευαισθησία. Ποτέ δε θα ήθελα να νιώσω ότι βρίσκομαι κάπου απλά και μόνο για να τραβήξω μια φωτογραφία ενός ανθρώπου σε κατάσταση κινδύνου.

Ως φωτογράφος, προσπαθείς πρώτα από όλα να σχετιστείς με τους ανθρώπους σε ανθρώπινο επίπεδο, να επικοινωνήσεις μαζί τους και να προσπαθήσεις να καταλάβεις την κατάστασή τους. Οι πιο ουσιαστικές φωτογραφίες είναι εκείνες όπου υπάρχει εμπιστοσύνη ανάμεσα στον φωτογράφο και τους φωτογραφιζόμενους.

Σε ένα κόσμο κορεσμένο από εικόνες που διαρκώς παράγονται από διάφορα μέσα, νομίζεις ότι το φωτορεπορτάζ έχει κάποιο μέλλον; Κι αν ναι, πού το εντοπίζεις;

Είναι μια σημαντική και σε διαρκή εξέλιξη ερώτηση.

Υπάρχει ένα είδος εκδημοκρατισμού στην ιδέα πως ο καθένας, με τη βοήθεια ενός κινητού, μπορεί να συνεισφέρει στην οπτική καταγραφή κάθε στιγμής. Τελικά, κάποιες από αυτές τις φωτογραφίες θα είναι ουσιαστικές.

Πάντα θα υπάρχει χώρος για τη δημοσιογραφία των πολιτών ή το περιεχόμενο που παράγεται από τον χρήστη, όπως είναι ο σχετικός όρος.

Αν σκεφτείς τον πόλεμο στη Λιβύη το 2011, οι πρώτες εικόνες καταγράφηκαν από πολίτες με τη βοήθεια κινητών κι έπειτα παρουσιάστηκαν στον κόσμο. Ακόμα κι ο θάνατος του Καντάφι καταγράφηκε μέσω κινητών.

Πρόκειται, ωστόσο, για εγκληματολογικές, όχι ερμηνευτικές καταγραφές. Είναι «ωμή» πληροφορία. Η δουλειά των δημοσιογράφων και των φωτορεπόρτερ συνίσταται στην ερμηνεία των πληροφοριών.

Η αξία του φωτορεπορτάζ έγκειται όχι στο να βρισκόμαστε κάπου για να τραβήξουμε μια φωτογραφία, αλλά στο να ερμηνεύουμε μια κατάσταση, μια σκηνή, μια ιστορία με τρόπο ξεχωριστό για μας.



Με αυτή την έννοια, βεβαίως και πιστεύω ότι υπάρχει μέλλον στο φωτορεπορτάζ.

Το άλλο ζήτημα είναι το επιχειρηματικό μοντέλο γύρω από όλα αυτά και η συρρίκνωση του προϋπολογισμού και των διαφημιστικών εσόδων. Με αυτή την έννοια, η φωτογραφία μπορεί να γίνει αρκετά αναλώσιμη και εφήμερη. Πιθανόν υπάρχει λιγότερη σε βάθος δουλειά σήμερα από ό,τι στο παρελθόν.

Υπάρχουν, όμως, άνθρωποι εκεί έξω που ασχολούνται, κι αυτό θα οδηγήσει στην παραγωγή της καλύτερης αντανάκλασης της εποχής μας.

Είναι, για σένα, η συγγραφή συνέχιση της ίδιας αναζήτησης με διαφορετικό τρόπο; Ένας άλλος τρόπος εξωτερίκευσης των ανησυχιών και των ενδιαφερόντων σου;

Ξεκίνησα ως ανταποκριτής, ως δημοσιογράφος και στράφηκα στη φωτογραφία όταν απογοητεύτηκα από το γεγονός ότι οι ιστορίες μου από το Κονγκό και το Σουδάν δεν προσέλκυαν αρκετή προσοχή στον απόηχο της 11/9, παρά τις συγκρούσεις που μαίνονταν εκεί.

Συνειδητοποίησα, λοιπόν, πως η φωτογραφία έχει ένα πιο άμεσο και συναισθηματικό τρόπο να αφηγείται ιστορίες και να συνδέεται με τους ανθρώπους. Κι αυτό με τράβηξε σ’ αυτή.

Έπειτα από πολύχρονη ενασχόληση με τη φωτογραφία, απογοητεύτηκα από τα όριά της, όπως είχα απογοητευτεί από τα όρια της συγγραφής ιστοριών, και επανήλθα στη συγγραφή, αλλά σε πιο εκτενή μορφή.

Τελικά, όμως, η φωτογραφία μου επηρεάζεται από τη συγγραφή και το δημοσιογραφικό μου υπόβαθρο, κατά τον ίδιο τρόπο που το γράψιμό μου επηρεάζεται από το ενδιαφέρον μου για τη φωτογραφία. Είναι αλληλοσυμπληρούμενες μορφές αφήγησης ιστοριών.



Η Αφρική στο σύνολό της υπήρξε, υποθέτω, μια καθοριστική εμπειρία για σένα. Τι βρήκες εκεί που ένιωσες ότι σε αφορούσε ως άνθρωπο και φωτογράφο;

Μεγάλωσα στο Βανκούβερ του Καναδά, ένα πολύ ήσυχο μέρος. Αφότου τελείωσα το Πανεπιστήμιο, ταξίδεψα εκεί για σχεδόν ένα χρόνο το 1993-94, όταν εκτυλισσόταν η γενοκτονία στη Ρουάντα και κατέληξα στη Νότια Αφρική όταν εκλεγόταν ο Μαντέλα.

Αυτά τα δύο άκρα της ανθρώπινης εμπειρίας με καθόρισαν σημαντικά, με προσέλκυσαν στη φωτογραφία και τη δημοσιογραφία.

Ήθελα να είμαι γύρω από πράγματα που συνέβαιναν και ήμουν περίεργος να δω πώς αποτυπώνονταν όσα βίωνα στο πεδίο.

Όταν πήγα για πρώτη φορά στην Αφρική, προσπαθούσα να καταλάβω ποια ήταν η θέση μου στον κόσμο της δημοσιογραφίας και τα μέρη όπου πήγαινα ως ξένος, ένας δυτικός με ορισμένα προνόμια. Έπρεπε να μάθω πώς να αποφεύγω ιστορίες κλισέ, το δυτικό αποικιοκρατικό βλέμμα σε αυτά τα μέρη.

Στην αρχή έπεσα σε αυτή την παγίδα, αλλά με την πάροδο των χρόνων συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα να αφηγηθώ τις μεγάλες, προφανείς ιστορίες, αλλά να δείξω όσα βρίσκονται πέρα από τις προσδοκίες των ανθρώπων.

Να αμφισβητήσω τις προϋπάρχουσες αντιλήψεις των ανθρώπων.

Που είναι και το πιο σημαντικό, τελικά.

Μου πήρε καιρό να καταλάβω πως εκεί βρισκόταν η δημιουργική πρόκληση για μένα. Αν αναπαράγουμε αυτό που οι άνθρωποι νομίζουν για ένα μέρος, τότε δεν κάνουμε πραγματικά τη δουλειά μας ως δημοσιογράφοι.



Συμμετέχεις σε μια συζήτηση για το μέλλον του φωτορεπορτάζ στο πλαίσιο του Athens Photo World που διεξάγεται στην Αθήνα από τις 7 έως τις 16 Ιουνίου και είναι αφιερωμένο στον προσφάτως εκλιπόντα Γιάννη Μπεχράκη, σπουδαίο άνθρωπο και φωτογράφο. Τον γνώριζες;

Κατά το διάστημα που και οι δύο εργαζόμασταν για το Reuters ποτέ δε συναντηθήκαμε πραγματικά. Αφότου έφυγα, βρεθήκαμε επιτέλους στην Ελλάδα. Συζητούσαμε επί χρόνια μέσω Skype και ανταλλάσσαμε μηνύματα.

Τρέφω τεράστιο σεβασμό για τη δουλειά και την καριέρα που είχε. Ακόμα κι όταν αισθανόμουν αρκετά «καμένος», εξουθενωμένος και κυνικός απέναντι στο φωτορεπορτάζ, εκείνος είχε μεγάλη καρδιά, πολύ πάθος και μεγάλη πίστη σε αυτό που έκανε.

Ήταν δύσκολο να μη νιώθεις αναζωογονημένος από τον απόλυτο ενθουσιασμό του. Είναι, πάντως, αστείο που ποτέ δε συναντηθήκαμε στο πεδίο. Δε με πειράζει. Υπήρχαν πολλοί που τον γνώριζαν πολύ καλύτερα. Εκτιμώ, όμως, τις κουβέντες που κάναμε.

Συζητήσαμε, εξάλλου, πολύ σχετικά με αυτό το Φεστιβάλ κι αποτελεί μεγάλη μου τιμή να περιλαμβάνομαι στην πρώτη διοργάνωση.

Photo credit (Finbarr O’Reilly): Marcus Bleasdale.

Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο επιλέχτηκαν από τον Finbarr OReilly.

Περισσότερες πληροφορίες για τον Finbarr OReilly και τη δουλειά του μπορείτε να αναζητήσετε στο προσωπικό του site.

Ο Finbarr OReilly συμμετέχει στη συζήτηση Photojournalism now στο πλαίσιο του Athens Photo World την Κυριακή 9 Ιουνίου στο Φάρο του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (20:00-22:00).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου