Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Κάρλος Φονσέκα: «Η λογοτεχνία είναι μια πράξη κοσμοπολιτισμού»



Γεννημένος στην Κόστα Ρίκα, μεγαλωμένος στο Πόρτο Ρίκο, σπουδασμένος στις Η.Π.Α. και κάτοικος Λονδίνου, ο πολίτης και συγγραφέας του κόσμου Κάρλος Φονσέκα βρέθηκε πρόσφατα στην Αθήνα, προκειμένου να παρουσιάσει το παρθενικό του μυθιστόρημα Ο συνταγματάρχης δεν έχει πού να κλάψει.

Τον συναντήσαμε.

Γεννήθηκες στην Κόστα Ρίκα, μεγάλωσες στο Πόρτο Ρίκο, έζησες και σπούδασες στις Η.Π.Α. και τώρα ζεις και διδάσκεις στο Λονδίνο. Πώς αυτά «μεταφράζονται» σε ό,τι είσαι ως άνθρωπος και ως συγγραφέας;

O νομαδισμός, η μετανάστευση είναι ουσιώδη για τη λογοτεχνία, για την αφήγηση ιστοριών. Ποιος λέει ιστορίες, συνήθως; Είτε άνθρωποι που έχουν ταξιδέψει κι επιστρέφουν για να αφηγηθούν ιστορίες όσων είδαν είτε που έχουν ταξιδέψει στο χρόνο.

Στην περίπτωσή μου, άρχισα να μετακινούμαι από πολύ νεαρή ηλικία. Ο πατέρας μου είναι Κοσταρικανός, η μητέρα μου Πορτορικανή. Όταν, λοιπόν, ήμουν επτά, αποφασίσαμε να μετακομίσουμε στο Πόρτο Ρίκο.

Αυτό παρήγαγε κάτι παράξενο. Από πολύ νωρίς, στο Πόρτο Ρίκο με θεωρούσαν Κοσταρικανό και στην Κόστα Ρίκα το αντίστροφο.

Πώς αντιδράς σ’ αυτό;

Ένιωσα ότι προερχόμουν από το πουθενά κατά κάποιο τρόπο, αλλά ταυτόχρονα από δύο μέρη. Αυτό συνεχίστηκε. Όταν έφτασα στις Η.Π.Α., μου είπαν: «Είσαι Λατινοαμερικανός, λοιπόν».

Μέχρι σήμερα, όταν διερωτώμαι για την ταυτότητά μου και τον τρόπο γραφής μου, θεωρώ τον εαυτό μου κυρίως Λατινοαμερικανό.

Πώς ορίζεις το να είσαι Λατινοαμερικανός συγγραφέας; Τι σημαίνει για σένα;

Το πιο σημαντικό, το ότι μοιράζομαι μια κοινή γλώσσα, τα ισπανικά. Το να αντιδρώ και να γράφω στο πλαίσιο της λατινοαμερικανικής παράδοσης.

Ανεξαρτήτως του αν είμαστε Μεξικανοί, Αργεντίνοι, Πορτορικανοί ή Κοσταρικανοί γράφουμε με συγγραφείς όπως ο Ρομπέρτο Μπολάνιο, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες κατά νου.

Υπό αυτή την έννοια ανήκουμε στην ίδια παράδοση.

Ποιος είναι ο αγαπημένος σου, αν υπάρχει ένας;

Πιθανόν ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες.

Τι σε συναρπάζει περισσότερο σ’ αυτόν, τι άλλαξε τη ζωή σου διαβάζοντάς τον;

Η ικανότητά του να κατανοεί ότι οι ιδέες έχουν επίσης δική τους ζωή και πάθος, νομίζω, και πως μπορούμε να αφηγούμαστε μια λογοτεχνία των ιδεών και των εννοιών.

Ταυτόχρονα, υπήρξε ένας συγγραφέας που, όντας τυφλός τις δεκαετίες του ’40, του ’50 και του ‘60, παρήγαγε πολύ σύγχρονες τεχνικές, και μόνο σήμερα συνειδητοποιούμε πόσο πρωτοπόρος ήταν.

Νιώθεις σαν να του χρωστάς;

Όχι μόνο εγώ, κάθε εθνικότητας συγγραφέας από τον Ζορζ Περέκ και τον Ίταλο Καλβίνο μέχρι τον Ρικάρδο Πίγλια. Έρχομαι, λοιπόν, μετά τους κληρονόμους των κληρονόμων.



Σε επηρέασε, επομένως, τόσο στην επιλογή του θέματος του πρώτου μυθιστορήματός σου όσο και στο συγγραφικό σου στιλ;

Μοιράζομαι μαζί του ένα ορισμένο ενδιαφέρον για ιστορικά θέματα, για τα μαθηματικά, για το ζήτημα του τι να κάνουμε με την πληροφορία.

Ακόμα κι ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, ο λεγόμενος συνταγματάρχης, είναι κατά κάποιο τρόπο επηρεασμένος από τον Μπόρχες.

Πρόκειται για έναν άνθρωπο που αποφάσισε να αφοσιωθεί στα βιβλία αντί για τη ζωή και που απομόνωσε τη ζωή από αυτόν, προκειμένου να ζήσει σε ένα είδος βιβλιοθήκης.

Η αρχική έμπνευση προέρχεται από πραγματικό πρόσωπο. Ποιος ήταν;

Το μυθιστόρημα βασίζεται ελεύθερα στη ζωή του μαθηματικού Αλεξάντερ Γκρόθεντικ, ο οποίος πέθανε πριν από τρία χρόνια, αλλά είχε μια από τις πιο συναρπαστικές ζωές που έχω ακούσει.

Οι γονείς του ήταν Ρωσοεβραίοι αναρχικοί που πολέμησαν στην Επανάσταση των Μπολσεβίκων κι έπειτα μετακόμισαν στην Ισπανία, όπου συμμετείχαν στον Εμφύλιο με την πλευρά του Ρεπουμπλικανικού Ερυθρού Σταυρού.

Μετά από άλλα αυτά, ο Γκρόθεντικ υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες ιδιοφυίες του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα με τη θεωρία της κατηγορίας και πολιτικοποιήθηκε την περίοδο του Βιετνάμ.

Αυτό που πιο πολύ με συνεπήρε είναι ότι επέλεξε να περάσει την τελευταία δεκαετία της ζωής του απομονωμένος ως ερημίτης στα Πυρηναία γράφοντας ένα είδος απόλυτης εγκυκλοπαίδειας. Ήθελα να δω γιατί κατέληξε μόνος του.

Εδώ εισέρχεται η μυθοπλασία, επομένως.

Δεν ήθελα να γράψω ένα τυπικό ιστορικό μυθιστόρημα. Πιο πολύ με ενδιέφεραν οι αλληγορικές, μεταφορικές πτυχές της ζωής του. Γι’ αυτό και αποφάσισα να τον ονοματίσω «συνταγματάρχη».

Γιατί;

Μια μικρή αναφορά στο μυθιστόρημα του Μάρκες Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει.

Σε αντίθεση με εκείνο το μυθιστόρημα, στο δικό μου όντως κάποιος τού γράφει, ο Μαξιμιλιάνο Σιενφουέγος, ένας Μεξικανός ομόλογός του που αμφισβητεί λίγο λίγο την απόφασή του να γίνει ερημίτης και που φέρνει τη Λατινική Αμερική στην εικόνα.

Πόσο καιρό σου πήρε να συνθέσεις το πολύπτυχο μυθιστόρημά σου;

Πρόκειται για ένα παράξενο μυθιστόρημα, με την έννοια ότι έγραφα ένα άλλο, που κατέληξε να γίνει το δεύτερό μου, το οποίο είναι πιο περίπλοκο.

Μια μέρα ένιωσα πολύ κουρασμένος, κι άρχισα να γράφω ένα μικρότερο κείμενο. Σταδιακά εξελίχτηκε σε κάτι ξεχωριστό.

Η διαδικασία κράτησε εννιά μήνες, νομίζω, στη διάρκεια των οποίων προφανώς διάβασα πολλά για τη ζωή του Γκρόθεντικ και την Ιστορία της Επιστήμης.

Γενικά, όμως, ήταν εύκολη διαδικασία, γιατί αισθανόμουν πως καθοδηγούμουν από την αφηγηματική φωνή. Ήδη από την αρχή, ακούμε μια φωνή που λέει ότι ακολουθεί τον πρωταγωνιστή σαν κινηματογραφικός φακός.

Εσύ είσαι αυτή η φωνή;

Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ήμουν εγώ, αλλά το βρήκα παράξενο όταν έγραφα εκείνες τις πρώτες γραμμές. Έγραψα, λοιπόν, το μυθιστόρημα για να καταλάβω ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η φωνή. Ήταν μια άσκηση στιλ.

Το ίδιο το συγγραφικό σου στιλ είναι καλειδοσκοπικό και σαγηνευτικό. Προϊόν εσωτερικής προσπάθειας ή κάτι που προέκυψε οργανικά;

Έχω μια διαίσθηση ως προς το ποιο στιλ θέλω να έχω κι έπειτα ξεκινώ να κάνω ασκήσεις. Για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ήξερα πως έπρεπε να καθοδηγηθώ μέσω της πρώτης παραγράφου.

Ήθελα επίσης να έχει μπαρόκ χαρακτήρα στην παράδοση της Καραϊβικής. Άρχισα έτσι να εξασκούμαι μέχρι που βρήκα το ρυθμό. Έπειτα ξεκίνησα να γράφω εκ νέου. Με αυτό το μυθιστόρημα ένιωθα ότι έκανα γυμναστική.

Με ποια έννοια;

Όπως ένας γυμναστής κάνει ένα τρικ και καταλήγει σε μια άλλη θέση. Ήταν ένα πολύ παιχνιδιάρικο μυθιστόρημα στη συγγραφή του και πολύ ψυχαγωγικό για μένα.

Όσο και πολυεπίπεδο.

Αυτό ήταν ξεκάθαρο από την αρχή. Ήξερα πως θα υπήρχαν τουλάχιστον τρία επίπεδα. Η καθημερινή ζωή ενός ηλικιωμένου, η συγγραφή μιας εγκυκλοπαίδειας και οι ιστορικές αναδρομές που οδηγούσαν σε όσα είχε βιώσει τον 20ό αιώνα.

Το ερώτημα, επομένως, ήταν πώς θα ελισσόμουν ανάμεσα σε αυτά.

Πώς θα συνύφαινες.

Χωρίς να φαίνονται ετερόκλιτα.

Ο Κάρλος Φονσέκα με τον συγγραφέα Νίκο Χρυσό


Η λατινοαμερικάνικη τέχνη εστιάζει σε ζητήματα Ιστορίας, πολιτικής, μνήμης και λήθης, νομίζω.

Η Λατινική Αμερική έχει μια μακρά Ιστορία βίας είτε μέσα από στρατιωτικές δικτατορίες είτε γενοκτονίες, όπως στη Γουατεμάλα, την Αργεντινή ή τη Χιλή.

Κατά κάποιο τρόπο, η λογοτεχνία μας προσπαθεί να ξανασκεφτεί αυτή την ιστορική μνήμη.

Είναι εξίσου σημαντικό αυτό και για σένα;

Αν με ρωτήσεις ποιος από τους συγγραφείς του όψιμου 20ού αιώνα ήταν ο πιο επιδραστικός για μένα, θα απαντούσα ο Β.Γκ. Σέμπαλντ.

Επρόκειτο για έναν συγγραφέα που ενδιαφερόταν πολύ για τη μνήμη του 20ού αιώνα, τις αγριότητες, τη σχέση της με τις εικόνες, τους κινδύνους της λήθης.

Σε σχέση, λοιπόν, με τη δουλειά του και τη δουλειά άλλων συγγραφέων που θαυμάζω κατασκεύασα αυτό το μυθιστόρημα, ως ένα είδος μουσείο για τη μνήμη.

Συνδέεται και η διδασκαλία σου με αυτά τα ζητήματα;

Διδάσκω πολλά μαθήματα σχετικά με τα ιστορικά αρχεία και το πώς να φανταζόμαστε τα μυθιστορήματα ως ιστορικά αρχεία, όπου μπορούμε να αποθηκεύουμε θραύσματα μνήμης ή Ιστορίας.

Τα μυθιστορήματα είναι, επομένως, ένας τρόπος να καταπιάνομαι αφηγηματικά με ζητήματα που με ενδιαφέρουν σε ένα πιο φιλοσοφικό επίπεδο.

Αλληλεπιδρούν συγγραφή και διδασκαλία;

Το να γράφω τα μυθιστορήματα και να σκέφτομαι σχετικά με κάποιες διανοητικές αντιπαραθέσεις συμπίπτουν. Συνήθως στοχάζομαι σχετικά με κάποια συζήτηση και ο μόνος τρόπος να απαντήσω είναι μέσω της αφήγησης ιστοριών.

Νιώθεις προνομιούχος έχοντας ακολουθήσει τη διαδρομή που έχεις ακολουθήσει από την Κόστα Ρίκα στο Λονδίνο;

Αισθάνομαι πολύ προνομιούχος που βίωσα αυτή τη μακρά κίνηση.

Στα δεκαπέντε μου ήμουν σίγουρος ότι θα γινόμουν μαθηματικός. Πήρα υποτροφία να σπουδάσω μαθηματικά στην Καλιφόρνια, αλλά τελικά δε σπούδασα, κι αποφάσισα να ασχοληθώ με τη λογοτεχνία.

Αλλά, πάλι, το πρώτο μου μυθιστόρημα αφορά σε έναν μαθηματικό. Κάτι έμεινε, λοιπόν.

Τίποτα δε χάνεται.

Τίποτα δε χάνεται ποτέ.

Πώς σχετίζεσαι με την ευρωπαϊκή, και ειδικότερα τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία;

Μερικοί από τους αγαπημένους μου συγγραφείς είναι Ευρωπαίοι- από τον Σέμπαλντ στον Μάγκρις, τον Κρασναχορκάι και τον Μίρτσεα Καρταρέσκου.

Το καλό με αυτό το ταξίδι στην Ελλάδα είναι ότι γνώρισα μερικούς πολύ καλούς Έλληνες συγγραφείς όπως ο Νίκος Χρυσός. Περιμένω να διαβάσω το μυθιστόρημά του.

Όπως και να έχει, νιώθεις ως πολίτης-συγγραφέας του κόσμου.

Το να βρίσκομαι στην Ευρώπη είναι ενδιαφέρον. Όταν με βλέπουν, νομίζουν πως είμαι Άραβας. Άλλη μια ταυτότητα, λοιπόν! (Γέλιο)

Η λογοτεχνία το επιτρέπει αυτό, είναι μια πράξη κοσμοπολιτισμού, ανοίγματος στον άλλο και η καλύτερη λογοτεχνία πρέπει να είναι νομαδική, κατά κάποιο τρόπο. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να ξεχάσει το μέρος όπου γεννήθηκε.

Ακόμα, όμως, κι ένας συγγραφέας όπως ο Τζέιμς Τζόις ήταν ικανός να συνυφαίνει ευφυώς την Οδύσσεια με το Δουβλίνο, σωστά; Αυτή η διπλή χειρονομία με ενδιαφέρει, ταυτόχρονα οικουμενική και τοπική.

Photo credit (Κάρλος Φονσέκα-κείμενο): Μανώλης Τσάφος.

Ευχαριστώ θερμά την Ισμήνη Κουρούπη από το Γραφείο Τύπου των Εκδόσεων Καστανιώτη για τη συμβολή της στη διοργάνωση της συνέντευξης με τον συγγραφέα, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 11ου Φεστιβάλ ΛΕΑ.

Το μυθιστόρημα του Κάρλος Φονσέκα Ο συνταγματάρχης δεν έχει πού να κλάψει κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου