Δευτέρα 7 Μαρτίου 2022

Virna Molina: «Υπάρχει μια ουτοπία που είναι συλλογική, πολιτική και πνευματική»

 


Στο πολυσύνθετο, πειραματικό φιλμικό της δοκίμιο Πορτρέτα του μέλλοντος η Virna Molina, η επιφανέστερη Αργεντίνα σκηνοθέτρια πολιτικών ντοκιμαντέρ, εξερευνά τις έννοιες της μνήμης, της ουτοπίας, της προόδου σε καιρούς πανδημίας.

Η ταινία προβάλλεται στο πλαίσιο του 24ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (10-20 Μαρτίου). Μια σε βάθος συζήτηση με μια ακτιβίστρια του σινεμά.

Γεννήθηκες κατά το «πρελούδιο της δικτατορίας», όπως αναφέρεις στο ντοκιμαντέρ σου Πορτρέτα του μέλλοντος. Πόσο καθοριστική υπήρξε αυτή η εμπειρία για σένα ως άνθρωπο και καλλιτέχνιδα;

Έζησα την πρώιμη παιδική ηλικία μου στη διάρκεια του πιο σκοτεινού και βίαιου σταδίου της στρατιωτικής δικτατορίας κι αυτό με σημάδεψε για πάντα. Μορφώθηκα με τη λογική του τρόμου.

Αν και η οικογένειά μου δεν ήταν πολιτικά ενεργή, ούτε και υπέστη διώξεις, πράγματι ζούσε υπό τη λογική της σιωπής.

Ήξεραν πολύ καλά ότι αν μιλούσες ανοιχτά εναντίον της στρατιωτικής δικτατορίας, θα σου έκαναν κακό, θα σε συνελάμβαναν ή θα σε εξαφάνιζαν.

Οπότε, για νας μας προστατεύσουν, εκπαιδευτήκαμε σε απόσταση από την πολιτική, από τη συλλογική κοινωνική δραστηριότητα, από την ανταλλαγή ιδεών με άλλους. Κάναμε τα πάντα εντός της οικογένειας, τίποτα εκτός.

Μόλις τελείωσα την κινηματογραφική σχολή, ξεκινήσαμε με τον Ernesto Ardito να σκεφτόμαστε σχετικά με το τι θελουμε να πούμε στις ταινίες μας και νιώθαμε την ανάγκη να μάθουμε τι συνέβη πριν τη δικτατορία.

Γιατί ο στρατός είχε, για παράδειγμα, εξαφανίσει σκηνοθέτες, συγγραφείς και άλλους καλλιτέχνες που δεν ήταν κομμάτι του ένοπλου αγώνα;

Αρχίσαμε, λοιπόν, με ένα φιλμ για τον Raymundo Gleyzer, έναν σκηνοθέτη που εξαφανίστηκε στη διάρκεια της δικτατορίας.

Οι ταινίες του επίσης έλειπαν και οι δημοκρατικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν δεν μπήκαν στον κόπο να τις ανακτήσουν.

Ήταν υπέροχο που ανακαλύψαμε τις δουλειές του Raymundo και άλλων διωκόμενων καλλιτεχνών, γιατί αισθανόμασταν ως κομμάτι εκείνης της σκέψης, εκείνου του τρόπου αντίληψης του κόσμου.

Αυτό μας άλλαξε για πάντα ως καλλιτέχνες και ανθρώπους.

Το κινηματογραφικό σου δοκίμιο ξεκίνησε διαφορετικά, αλλά η έλευση της πανδημίας και οι ασφυκτικοί περιορισμοί έστρεψαν το βλέμμα σου προς τα μέσα. Υπήρξε όλη αυτή η συγκυρία αφορμή για θεμελιώδη αναστοχασμό;

Ναι, απολύτως.

Αφού ολοκλήρωσα το πρώτο μου φιλμ, το Raymundo, έγινα ένα πολύ στρατευμένο άτομο, μια ακτιβίστρια των πολιτικών ταινιών, και συμμετείχα σε πολλές κοινωνικές δραστηριότητες, και για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων μας ως σκηνοθετ(ρι)ών.

Αυτό με απορροφούσε όλη την ώρα, δε σκεφτόμουν πέραν της πολιτικής κατάστασης.

Όταν άρχισε η πανδημία, προσπάθησα να συνεχίσω αυτόν τον ακτιβισμό μέσω του διαδικτύου, αλλά ήταν αδύνατο. Έβλαπτε την υγεία μου κι έπρεπε να σταματήσω.

Το υπέροχο με τις πολιτικές συναντήσεις με τους άλλους ανθρώπους είναι ακριβώς η κουβέντα, η ανταλλαγή απόψεων, το να ακούς άλλες φωνές, το γέλιο, ο θυμός, η σιωπή, με αφετηρία τη σωματική, υλική συνάντηση.

Η εικονική πραγματικότητα τα μετέτρεψε όλα αυτά σε έναν εφιάλτη, σε κάτι στερούμενο νοήματος.

Άρχισα, λοιπόν, να ξανασκέφτομαι την ταινία αλλά και τη ζωή μου με πιο βαθύ τρόπο. Η εικονική πραγματικότητα με οδήγησε σε μια άλλη οπτική γωνία, από την οποία δεν είχα ποτέ παρατηρήσει τη ζωή μου και τον κόσμο.

Τώρα αισθάνομαι πως το πολιτικό από μόνο του δεν αρκεί: χρειάζονται και το ποιητικό και το πνευματικό.

Όχι από θρησκευτικής άποψης, αλλά ως καλλιτεχνικά εργαλεία για τον βαθύ μετασχηματισμό της γλώσσας, ως αληθινά εργαλεία απελευθέρωσης ενάντια στην πατριαρχική και καπιταλιστική ιδεολογία.



«Η ουτοπία δε ζει στη μοναξιά. Η απελπισία ζει», αναλογίζεσαι στο ντοκιμαντέρ σου. Πού εντοπίζεις ίχνη εφαρμοσμένης ουτοπίας στη σύγχρονη αργεντίνικη κουλτούρα, πολιτική και κοινωνία- αλλά και παγκοσμίως;

Νιώθεις μερικές φορές απελπισμένη;

Η ουτοπία με καπιταλιστικούς όρους ως η ιδέα της υλικής προόδου, της συλλογικής ευμάρειας που μας επιτρέπει να σκεφτόμαστε με ορίζοντα το μέλλον, είναι ξεκάθαρα παρούσα στη χώρα μου στη διάρκεια των δύο πρώτων κυβερνήσεων του Περόν.

Τμήμα αυτής της κοινωνικής αίσθησης βρίσκω εν μέρει και στην κυβέρνηση του Κίρχνερ.

Θα μπορούσα να τη συνοψίσω ως την κοινωνική αίσθηση ότι είμαστε ένα μοναδικό κοινωνικό σώμα, και πως όλοι σπρώχνουμε προς μια συλλογική μοίρα γεμάτη ελπίδα.

Έπειτα, τα τελευταία χρόνια της κυβέρνησης Κίρχνερ -όπως και με την τελευταία κυβέρνηση του Περόν- η κοινωνία της Αργεντινής διασπάστηκε σε δύο κομμάτια που επιτίθονταν το ένα στο άλλο βίαια μέσω των Μ.Μ.Ε. και του διαδικτύου.

Οι δεξιές κυβερνήσεις εδώ ανέκαθεν έφερναν δυστυχία και απελπισία.

Πάντα έβλεπα στην αρχιτεκτονική της Νέας Υόρκης τα ίχνη αυτού που εκείνη η ισχυρή καπιταλιστική ουτοπία των αρχών του 20ού αιώνα είχε υπάρξει. Αλλά ποτέ δεν έχω ζήσει κάτι τέτοιο. Πάντα ένιωθα κομμάτι του ρημαγμένου, χαλασμένου κόσμου.

Υπάρχει, όμως, και μια άλλη ουτοπία που δεν πηγάζει από την ευμάρεια, αλλά είναι συλλογική, πολιτική και πνευματική.

Την αισθάνθηκα για πρώτη φορά όταν ανακάλυψα την εμπειρία που είχε βιωθεί τη δεκαετία του 1970 από εκείνη τη νεολαία που ονειρευόταν έναν καλύτερο και διαφορετικό κόσμο.

Εκείνη την ισχυρή αίσθηση ενός ουτοπικού και συλλογικού μέλλοντος. Αυτό με έκανε πολύ νοσταλγική και μέτρησα την απώλεια.

Ξαναβίωσα μια αίσθηση ουτοπίας μετά το 2001, με την κοινωνική έκρηξη, ανάμεσα σε καλλιτέχνες, εργάτες και συνηθισμένους ακτιβιστές που χτίζαμε ένα συλλογικό μέλλον. Αν και υπήρχε φτώχεια, υπήρχε ελπίδα.

Αυτό έγινε αισθητό στο εργοστάσιο της Ζανόν που διοικείτο από τους εργάτες και τις εργάτριές του χωρίς αφεντικά, όταν γυρίσαμε το δεύτερο ντοκιμαντέρ μας, Η καρδιά του εργοστασίου. Εκπληκτική εμπειρία.

Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, άρχισε να καταρρέει. Αν και «έσπειρε» νέες προοπτικές, δεν προέκυψε βαθιά αλλαγή.

Με τους φεμινιστικούς αγώνες που συντελέστηκαν στην Αργεντινή πριν την πανδημία άρχισα να νιώθω το ίδιο, αλλά ο κορονοϊός και η απομόνωση το σταμάτησαν. Ελπίζω να ξαναγεννηθεί. 

Η Χιλή βίωσε μια περίοδο πολύ δυνατών αγώνων εναντίον της Δεξιάς τα τελευταία χρόνια, πιστεύω, και οι άνθρωποι έχουν χτίσει μια αίσθηση ενότητας με την προοπτική μεγάλης ελπίδας για το μέλλον. Ας ελπίσουμε να τη διασφαλίσουν και να μη σβήσει.

Η απελπισία υπήρξε και παραμένει μεγάλη σε μια χώρα όπως η Αργεντινή. Μπορούμε, όμως, να βρούμε καταφύγιο στην τέχνη, ώστε να επινοήσουμε νέους τρόπους να ονειρευτούμε τη συλλογική ουτοπία, κι έτσι να την κάνουμε πραγματικότητα.

«Το να μην έχεις μνήμη είναι σαν να βρίσκεσαι σε κατάσταση αναμονής», υπογραμμίζεις. Πώς μπορεί να δικαιωθεί η (συλλογική) μνήμη εντός ενός πολιτικο-οικονομικού συστήματος που υποστηρίζει τον ατομικισμό;

Noμίζω ότι είναι καλό να επαναπροσδιορίσουμε τις έννοιες του συλλογικού και του ατομικισμού.

Με την εμπειρία της ΕΣΣΔ, όπου ο κρατικός καπιταλισμός αποκαλείτο «σοσιαλισμός», η έννοια του συλλογικού συσχετιζόταν με την ομοιομορφία, τη συντριβή της ατομικής ύπαρξης, τον ολοκληρωτισμό.

Ταυτόχρονα, είχε καθιερωθεί πως ο ατομικισμός ήταν ο μόνος τρόπος να εγγυηθούν οι «ατομικές ελευθερίες». Αυτό έμαθα στο σχολείο.

Αν, όμως, κοιτάξω τη ζωή μου και την Ιστορία της χώρας μου τα τελευταία 47 χρόνια, παραδόξως ανακαλύπτω ότι συνέβη το αντίθετο.

Δεν υπερασπίζομαι το συλλογικό γιατί είμαι ιδεαλίστρια, αλλά γιατί θέλω να διατηρήσω τις προσωπικές μου ελευθερίες, την ικανότητά μου να στοχάζομαι και να υπάρχω πλήρως ως άτομο.

Οι εργάτες/εργάτριες της Ζανόν διοργάνωναν ροκ συναυλίες στο εργοστάσιό τους που είχαν ανακτήσει από τα αφεντικά. Χιλιάδες νέοι άνθρωποι τα παρακολουθούσαν. Ποτέ δεν υπήρξε κάποια ενόχληση, ούτε αστυνομία για να διατηρεί την ασφάλεια.

Οι εργάτες έλεγαν: «Η ασφάλεια υλοποιείται από όλους μας». Οι νέοι άνθρωποι έπιναν αλκοόλ, χόρευαν, χοροπηδούσαν, διασκέδαζαν, αλλά ποτέ δεν έβλαψαν ο ένας την άλλη.

Πάντα κυριαρχούσε η συλλογική αρμονία, βάσει της ευμάρειας κάθε ατόμου που παρευρισκόταν εκεί.

Σήμερα, οι γυναίκες και οι σεξουαλικές μειονότητες στη χώρα μου κάνουν το ίδιο, προστατεύοντας η μία την άλλη από τη βία που μάς επιτίθεται καθημερινά με πολλούς τρόπους.

Στον φεμινισμό μπορούμε να βιώσουμε την ιδέα πως το συλλογικό είναι καλό για εμάς, μας απελευθερώνει από την καταπίεση και μας επιτρέπει να ονειρευόμαστε και να εφευρίσκουμε εκ νέου τις εαυτές μας.



Δηλώνεις «άνευ όρων αγάπη» για τις δυο κόρες σου, αλλά όχι «μητρικό ένστικτο». Ποιος είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνεσαι τη μητρότητα και τους οικογενειακούς δεσμούς σε μια εποχή που το έμφυλο έχει εισέλθει ακόμα και στον κυρίαρχο λόγο;

Δε νομίζω ότι θα μπορούσα να ορίσω τη μητρότητα ούτε τους οικογενειακούς δεσμούς, γιατί είναι κάτι που δεν έχει παραμείνει μια διαρκής μεταβλητή για μένα, αλλά πάντα μεταλλάσσεται.

Αυτό που μπορώ να επιβεβαιώσω είναι πως δε διαθέτω αυτό που η πατριαρχία ορίζει ως «μητρικό ένστικτο» και δε θα το διαθέτω ποτέ.

Δεν υπερασπίζομαι ό,τι η πατριαρχία ορίζει ως «οικογένεια». Όλο αυτό είναι μια φυλακή που μας καταθλίβει και μας καταπιέζει- κυρίως τις γυναίκες, αλλά όχι μόνο αυτές.

Αγαπώ τις υπάρξεις που συνθέτουν την οικογένειά μου, αλλά έχω υποφέρει από την καταπίεση της πατριαρχικής εξουσίας αυτού του θεσμού.

Το πιο υπέροχο είναι όταν οι άνθρωποι που αποτελούν αυτή την οικογένεια ενθαρρύνονται να ξαναστοχαστούν και να ξαναχτίσουν τους εαυτούς τους αντί να ψάχνουν να επιρρίψουν ευθύνες για τις κακοδαιμονίες τους.

Δεν είναι εύκολο. Όταν, όμως, συμβαίνει, είναι εξαιρετικά απελευθερωτικό. Είναι μια αληθινή μικρή επανάσταση που σε μεταμορφώνει για πάντα.

Αισθάνεσαι ευχαριστημένη που οι δυο κόρες σου από αποδέκτριες της αγάπης και του κινηματογραφικού σου βλέμματος στο παρελθόν έχουν σταδιακά μετατραπεί σε συνεργάτριες στα φιλμικά σου ταξίδια;

Αυτό μου προσφέρει πολλή χαρά, γιατί μπορώ να μοιραστώ μοναδικές εμπειρίες μαζί τους.

Μπορώ να διαλέξω τους ανθρώπους με τους οποίους θέλω να συνεργαστώ κι αυτό έχει να κάνει με τις μεθόδους παραγωγής ταινιών που έχουμε σχεδιάσει με τον Ernesto.

Το να μοιράζεσαι την εμπειρία δημιουργίας ενός φιλμ είναι κάτι δυνατό- μερικές φορές μπορεί και τραυματικό.

Δεν υπάρχει κάτι πιο ικανοποιητικό από το να μοιράζεσαι χρόνο ζωής με τους ανθρώπους που αγαπάς, ακόμα κι αν χρειάζεται ν’ αντιμετωπίσεις μεγάλα εμπόδια. Προτιμώ να ζω αυτή την περιπέτεια με εκείνους που θέλω να έχω πλάι μου.

Το σινεμά είναι, για μένα, το απόλυτο πάθος. Αυτό ισχύει και για τις κόρες μου, κι είναι σπουδαίο γιατί μπορούμε να το μοιραστούμε.

Λατρεύω να μιλάω για ταινίες, να φτιάχνω ταινίες, να βλέπω ταινίες. Ποτέ δε βαριέμαι με τη δουλειά μου. Δεν είναι εύκολο να κάνεις ένα φιλμ, αλλά αν το γύρισμά του δεν ήταν μια περιπέτεια, δε θα ήταν συναρπαστικό και το να το παρακολουθείς αργότερα.

«Οι λέξεις μας είναι οι ταινίες μας», σημειώνεις. Εμπιστεύεσαι τις λέξεις;

Ναι. Στα φιλμ χτίζουμε αυτό που πιστεύουμε για την ύπαρξή μας. Είπα αυτή τη φράση εν μέσω μιας διαφωνίας όταν προσπαθούσαν να μας αφαιρέσουν το δικαίωμά μας να μπορούμε να κάνουμε ταινίες στην Αργεντινή, και επιβεβαιώνεται καθημερινά.

Στη διάρκεια της πανδημίας το σκέφτηκα πολύ.

Νομίζω πως ο καλύτερος τρόπος να υπερασπιστείς την ποικιλομορφία σε ό,τι αφορά τις μεθόδους παραγωγής και τις αισθητικές και αφηγηματικές φόρμες είναι να φτιάχνεις φιλμ που συγκινούν τους ανθρώπους.

Όχι συγκίνηση με την έννοια του δράματος, αλλά του ταρακουνήματος των καθιερωμένων συναισθημάτων και σκέψεων. Μακάρι η τέχνη να σε απελευθερώσει πραγματικά, να σε βοηθήσει να σκεφτείς τρόπους να επανεπινοήσεις αυτόν τον κόσμο.

Αυτή θα ήταν η ισχυρότερη απόδειξη πως η ύπαρξή μας ως καλλιτέχνες έχει νόημα. Αυτός θα ήταν ο πραγματικός τρόπος να νικήσουμε την καπιταλιστική αγορά.



«Δεν κατέχω πλέον τη βεβαιότητα ότι κατευθύνομαι προς την αλήθεια», εξομολογείσαι αλλού. Προς τα πού κατευθύνεσαι, λοιπόν, κινηματογραφικά ή αλλιώς;

Είναι ακριβώς η προσέγγισή μου στο φιλμ: δεν κατέχω πλέον τη βεβαιότητα ότι κατευθύνομαι προς την αλήθεια, αν συνεχίσω να πορεύομαι στο ίδιο μονοπάτι που ακολουθούσα μέχρι πρότινος.

To λέω και με τις δύο έννοιες: κινηματογραφικά, αλλά και μέσω του τρόπου που βλέπουμε την πραγματικότητα. Σε επίπεδο φόρμας και περιεχομένου, δηλαδή.

Είναι αναγκαίο να προστεθούν αυτοί οι δύο άξονες, το ιστορικό πνευματικό πεδίο που μας συνδέει ως ανθρωπότητα με την πάροδο του χρόνου.

Είναι αναγκαίο να ξανασκεφτούμε σε βάθος τους εαυτούς και στα τρία επίπεδα: ορθολογικό, ποιητικό και πνευματικό, απομακρυνόμενοι από δόγματα και προσεγγίζοντας τον πειραματισμό και τη διαδικασία της βαθιάς διερεύνησης.

Μιας διαδικασίας που δεν πρέπει να είναι βασανιστήριο, αλλά μια σπουδαία περιπέτεια.

«Το πιο πολιτικό κομμάτι μας κρύβεται σ’ αυτό που ποτέ δε δείχνουμε», συνειδητοποιείς. Γιατί;

Γιατί αυτό που μας καθορίζει ως άτομα δεν είναι γενικά αυτό που δείχνουμε. Στην πιο ιδιωτική μας ζωή εμφανίζονται τα πιο μεγάλα ταμπού, οι μεγάλες συγκρούσεις που κρύβουμε, όσα δεν περιλαμβάνουμε στον λόγο για τον εαυτό μας.

Το πιο επαναστατικό στοιχείο του φεμινισμού είναι το να κάνει το προσωπικό άξονα του πολιτικού αγώνα, γιατί εκεί έγκειται η αλήθεια της καταπίεσης.

Για παράδειγμα, πολλοί πολιτικοί ακτιβιστές δέρνουν τις γυναίκες τους. Αν πρόκειται για ένα δραματικό κοινωνικό προϊόν της καπιταλιστικής καταπίεσης, πρέπει να ανοίξει, να αποδομηθεί, να θεραπευτεί.

Αν διατηρείται το ταμπού για να μην καταστραφεί η εικόνα του στρατευμένου ανθρώπου, τότε όλα είναι μια φάρσα. Αυτό συμβαίνει όλη την ώρα σε ευρύτερες πολιτικές δομές που αυτοαποκαλούνται «επαναστατικές».

Το να ανοίγουμε το προσωπικό, ξεκινώντας να αποσυναρμολογούμε το προσωπείο, τον χαρακτήρα που χτίζουμε για τον εαυτό μας προκειμένου να σχετιστούμε με την κοινωνία, είναι ο καλύτερος τρόπος να αρχίσουμε να καταστρέφουμε την πατριαρχία.

«Δεν είμαι πεσιμίστρια. Θα ήμουν αν πίστευα στο σύστημα», «διακηρύσσεις». Συνεχίζεις να εμπλέκεσαι σε πολιτικούς και εργατικούς αγώνες;

H ιδέα μου είναι να συνεχίσω να μάχομαι, αλλά με πιο αποτελεσματικό τρόπο.

Να μη μάχομαι για να είμαι ήρεμη με τη συνείδησή μου που το έκανα ή γιατί είμαι «καλός άνθρωπος» ή «καλή χριστιανή», όπως θα το έθετε η χριστιανική σκέψη, αλλά για να μετασχηματίσω αληθινά την πραγματικότητα.

Κι αυτό υπονοεί την αναζήτηση νέων φορμών και μονοπατιών.

«Γιατί αν δεν αλλάξουμε και συνεχίσουμε να κάνουμε το ίδιο όπως πάντα και καθετί παραμένει το ίδιο όπως πάντα, πώς μπορούμε να περιμένουμε ότι κάτι θα μοιάζει διαφορετικό;» είχε πει ένας σπουδαίος Αργεντίνος ποιητής, ο Antonio Porchia.

«Όλοι μας αναμένουμε εκείνη την πτήση που θα μας φέρει στο σπίτι. Σε εκείνο το ορισμένο μέρος όπου για άλλη μια φορά η ύπαρξή μας θα έχει νόημα», συμπεραίνεις στα Πορτρέτα... Πώς ορίζεις το «σπίτι»;

Το σπίτι είναι ο τόπος όπου ένας άνθρωπος υπάρχει, που διατηρεί την ιστορία όσων προηγήθηκαν. Το σπίτι είναι το μέρος όπου ονειρευόμαστε το Μέλλον.

Η ύπαρξή μας δε θα έπρεπε να είναι αναγκαία μόνο για εμάς, αλλά και για τον πλανήτη, για τα άλλα είδη, ώστε να οικοδομηθεί αρμονία.

Νιώθω ότι, ως είδος, η ανθρωπότητα απομακρύνεται όλο και περισσότερο από το σπίτι της και πως η ύπαρξή μας γίνεται μη αναστρέψιμα μοιραία, ακόμα για εμάς τους ίδιους/τις ίδιες.

Αν αυτό δεν αλλάξει, αν εμείς δεν το αλλάξουμε, η μοίρα μας είναι προδιαγεγραμμένη.

Το ντοκιμαντέρ της Virna Molina Πορτρέτα του μέλλοντος προβάλλεται στο πλαίσιο του αφιερώματος Post Reality του 24ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (10-20 Μαρτίου).

Η προβολή σε φυσικό χώρο διεξάγεται την Πέμπτη 10 Μαρτίου (αίθουσα Παύλος Ζάννας, 21:30). Διαδικτυακά το ντοκιμαντέρ είναι διαθέσιμο μεταξύ 10 και 20 Μαρτίου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου