Εκτυλισσόμενο
στον «απόηχο» της φθίνουσας χούντας του Βιδέλα, το μυθιστόρημα
του Αργεντίνου συγγραφέα, κριτικού λογοτεχνίας και διανοούμενου Μαρτίν Κόαν, Ηθικές
επιστήμες, έχει στον πυρήνα
του την αμφισβήτηση των δομών εξουσίας.
Έχοντας αποσπάσει το σημαντικό βραβείο Herralde,
κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κίχλη.
Μια συνομιλία με τον συγγραφέα.
Το
βραβευμένο μυθιστόρημά σου Ηθικές επιστήμες εκτυλίσσεται
σε ένα σχολείο της ελίτ στο Μπουένος Άιρες με «φόντο» τη φθίνουσα στρατιωτική
δικτατορία του Βιδέλα.
Η
ίδια η χούντα, ωστόσο, περισσότερο γίνεται αισθητή/»αντηχεί» παρά περιγράφεται.
Γιατί;
Επειδή με ενδιαφέρει
έντονα η σχέση μεταξύ λογοτεχνίας και πολιτικής, αλλά όχι για μερικά από τα πιο
κοινά θέματα:
Την εξήγηση, την ευθεία
αναφορά, το σύνθημα ή το μήνυμα, τον ρεαλισμό, τον άμεσο συμβολισμό. Ούτε την
αλληγορία, η οποία επίσης καταλήγει να είναι μηχανική.
Με ενδιαφέρουν ακόμη
περισσότερο οι δυνατότητες αυτού που αντηχεί, υπονοεί, υπαινίσσεται, κοιτάζει:
η ηχώ ενός ήχου, χωρίς τον ήχο.
Νομίζω
ότι βιβλίο σου κυρίως αμφισβητεί την ηθική των δομών εξουσίας -είτε «δημοκρατικών»
είτε ανοιχτά απολυταρχικών- και τη νομιμοποίησή τους- ή πιθανόν τη βαθιά
ανηθικότητά τους που «μεταμφιέζεται» σε ηθική.
Είναι
αυτός όντως ο πυρήνας της αφηγηματικής σου αναζήτησης;
Ακριβώς. Αυτό που τίθεται
πραγματικά υπό αμφισβήτηση είναι αυτή η ισχυρή ηθική προϋπόθεση: τού να
αναθέτει κάποιος στον εαυτό του τη βεβαιότητα του καλού, να είναι πάντα το
αντίθετο του κακού.
Δε λειτουργώ κυνικά ή
σχετικιστικά. Πρόκειται για κάτι άλλο: να διερευνήσουμε σε ποιον βαθμό το να
αποδίδει κάποιος στον εαυτό του την πληρότητα του καλού δεν είναι παρά ένας
μηχανισμός του κακού, των εκτροπών, της αναξιοπρέπειας.
Διότι οι παρεκτροπές και
η αναξιοπρέπεια συντηρούνται συχνά μέσα από έναν ηθικό λόγο, και όχι λόγω
υποκρισίας. Διεκδικούν την απόλυτη δύναμη του καλού και εκεί ακριβώς βρίσκεται
το πρόβλημα.
Ασχολείσαι
επίσης με την καταπιεσμένη ή οριακά εκδηλωνόμενη σεξουαλική επιθυμία και τις φαντασιώσεις,
καθώς και κακοποιητικές σεξουαλικές συμπεριφορές, κυρίως μέσω της αποτύπωσης
της πρωταγωνίστριας Μαρίτα.
Πόσο
απαιτητική υπήρξε η ταύτιση με έναν γυναικείο χαρακτήρα;
Θα σου έλεγα ότι σε
εκείνες τις σκηνές υπάρχουν πραγματικά δύο χαρακτήρες, περισσότεροι από ένας: η
Μαρίτα και το σώμα της- γιατί στο σώμα της συμβαίνουν πράγματα που η ίδια δε
γνωρίζει ή δεν παρατηρεί.
Είναι ένα γυναικείο σώμα,
πράγματι, και πρόκειται για γυναικεία υποκειμενικότητα. Υπάρχει, λοιπόν, μια
ιδιαιτερότητα στις μορφές της επιθυμίας και του φόβου.
Δε μου αρέσει, γενικά, να
γράφω με αφετηρία τον εαυτό μου.
Οι Ηθικές Επιστήμες μού επέτρεψαν να κάνω αυτό που πραγματικά με
ενδιαφέρει: να γράψω για άλλες υποκειμενικότητες, για άλλες εμπειρίες, διαφορετικές
από τις δικές μου, ξένες σε μένα.
Η
γλώσσα της αφήγησης είναι κλινική, πειθαρχημένη, ωμή, στείρα και αυστηρή όσο είναι
και το ίδιο το περιβάλλον- και ταυτόχρονα εξαιρετικά ακριβής, ίσως και χιουμοριστική,
με σαρδόνιο τρόπο, θυμίζοντάς μου ενίοτε την Ελφρίντε Γιέλινεκ.
Θα
μπορούσες να μου αναλύσεις τη σπουδαιότητα του συγγραφικού στιλ σε σχέση με το θέμα
του μυθιστορήματος;
Αυτό που ονομάζουμε
«θέμα» ορίζεται μόνο στη μορφή ή από τη φόρμα. Έτσι, η ατμόσφαιρα του
εγκλεισμού και της πειθαρχικής αυστηρότητας που ήθελα να έχει το μυθιστόρημα
λειτουργούσε πρώτα και κύρια στο επίπεδο της γλώσσας.
Σαν να ήταν ο σχολικός
κανονισμός που αφηγείται το μυθιστόρημα: οι τόνοι και το λεκτικό μητρώο των
κανονισμών.
Η γλώσσα υποστηρίζει τον
περιορισμό και την υπερχείλιση ταυτόχρονα, όπως ακριβώς συμβαίνει στο
μυθιστόρημα: υπάρχουν κανόνες που εφαρμόζονται με αυστηρότητα και αυτό που τους
κάνει να «ξεχειλίζουν».
Ευχαριστώ για τη συσχέτιση
με την Γιέλινεκ, με κολακεύει. Νομίζω πως σε ό,τι αφορά αυτό όλοι προερχόμαστε
από τον Κάφκα.
Φημολογείται
πως προτιμάς να γράφεις στο χέρι σε μπαρ και cafés. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι ευχάριστα
αναχρονιστικό στις μέρες μας. Εξακολουθεί να συμβαίνει;
Είναι απλώς γούστα. Μου
αρέσει να κάθομαι στα cafés. Όχι μόνο για να γράφω, αλλά και για
να βρίσκομαι. Στα cafés διαβάζω, ετοιμάζω μαθήματα, συναντιέμαι για κουβέντα,
περνάω την ώρα μου.
Η συγγραφή είναι μόνο ένα
από τα πολλά πράγματα που κάνω εκεί.
Όσο για τη συγγραφή,
είναι και θέμα καθαρής απόλαυσης: απολαμβάνω τη γραμμή, τον σχεδιασμό των
γραμμάτων, απολαμβάνω την υφή, το χαρτί και το μελάνι. Μερικές φορές νιώθω τη
σωματική επιθυμία να γράψω. Και δεν έχω τίποτα να γράψω!
Το
μυθιστόρημά σου διασκευάστηκε για τη μεγάλη οθόνη λίγα χρόνια μετά την
κυκλοφορία του (Το αόρατο βλέμμα).
Αισθάνεσαι
πως η ταινία κατάφερε να αποκαλύψει περαιτέρω διαστάσεις που δεν είχαν κατ’ ανάγκη
αναπτυχθεί στο βιβλίο σου;
Είναι διαφορετικά υποστηρίγματα
και έχουν διαφορετικές δυνατότητες.
Το καλύτερο πράγμα που
μπορεί να συμβεί με μια κινηματογραφική μεταφορά ενός βιβλίου είναι ότι μας
κάνει να ξεχνάμε, όσο το δυνατόν περισσότερο, το βιβλίο από το οποίο προήλθε.
Ή τουλάχιστον να μην
παρακολουθήσουμε την ταινία κάτω από μια μηχανή ανίχνευσης ομοιοτήτων και
διαφορών.
Ο Ντιέγκο Λέρμαν, ο
σκηνοθέτης του Αόρατου βλέμματος, το
έκανε μαζί μου, παρόλο που εγώ είμαι αυτός που έγραψε το βιβλίο.
Σε σχέση με αυτό που
ρωτάς, θα υπογράμμιζα δύο πράγματα:
Στον χαρακτήρα του Μπιασούττο,
τον οποίο υποδύεται ο Osmar
Núñez, τη φωνή, την αυθεντία της φωνής, τον
αξιοθαύμαστο συνδυασμό αυτής της εξουσίας με μια έκφραση ψευδούς τρυφερότητας.
Στον χαρακτήρα της Μαρίτα,
την οποία υποδύεται η Julieta
Zylberberg,
τον εκπληκτικό τρόπο της να ανακτά το σώμα της.
Τα πλεονεκτήματα του Λέρμαν,
του Núñez, της Zylberberg οδήγησαν αυτό που είχα
κάνει με τις λέξεις σε ένα επίπεδο που οι λέξεις δε φτάνουν.
Η
αργεντίνικη λογοτεχνική παραγωγή μοιάζει να ξεχειλίζει από ζωτικότητα.
Ταυτίζεσαι μ’ αυτή ή με την ακόμα πιο ποικιλόμορφη λατινοαμερικανική λογοτεχνία;
Και αν ναι, με ποια έννοια;
Παρακολουθώ πολύ
προσεκτικά όσα εμφανίζονται στην τρέχουσα λογοτεχνία της Αργεντινής.
Παίρνω, όμως, τις
προφυλάξεις μου σχετικά με μια ορισμένη αργεντίνικη τάση προς την αυτάρκεια που
συνίσταται στο να μην υπερβαίνει κάποιος τη δική του εμπειρία.
Ή να το κάνει, αλλά όχι με
έναν λατινοαμερικάνικο τόνο- η φαντασίωση τού να υποθέτεις ένα είδος ευρωπαϊκής
αποστασιοποίησης κι όχι μιας λατινοαμερικανικής χώρας μεταξύ άλλων.
Για παράδειγμα, τα τελευταία
χρόνια διαβάζω τη λογοτεχνία των Mario
Bellatin,
Fernando
Vallejo,
Amir Ahmed, Roberto Bolaño, Mario Levrero, Diamela Eltit και
Tomas González.
Και πιο πρόσφατα, εκείνη των
Alejandro
Zambra,
Alejandra
Costamagna,
Lina Meruane, Andrea Jeftanovic, Nona Fernández και πολλών άλλων που αδίκως παραλείπω.
Έχουν
περάσει 46 χρόνια από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας και σχεδόν 39 από
την κατάρρευσή της. Ποιο, κατά τη γνώμη σου, είναι το αποτύπωμα αυτής της περιόδου
στην αργεντίνικη κοινωνία, ακόμα και σήμερα;
Με την επιστροφή στη
δημοκρατία επιτεύχθηκε στην κοινωνία της Αργεντινής μια δραστική τομή με τα
χρόνια της κρατικής τρομοκρατίας, κάτω από ένα σύνθημα που φαίνεται να
συνοψίζει πολύ καλά αυτή τη στιγμή: «Ποτέ
ξανά».
Η δίκη της στρατιωτικής
χούντας το 1985, ένα εξαιρετικό γεγονός μεταξύ των χωρών που υπέστησαν
στρατιωτικές δικτατορίες, σφράγισε αυτή τη διάταξη: μνήμη, αλήθεια και
δικαιοσύνη.
Τα επόμενα χρόνια υπήρξαν
πρόοδοι και οπισθοδρομήσεις στο συγκεκριμένο θέμα, αλλά αυτό το αρχικό σημάδι
είναι κάτι παραπάνω από σημαντικό.
Λιγότερο ξεκάθαρο ή πιο
δύσκολο και πιο απογοητευτικό ήταν να ορίσεις τι είδους δημοκρατία θέλεις να
έχεις: με ποιον βαθμό κοινωνικής δικαιοσύνης σε σχέση με ορισμένους πυρήνες εξουσίας
που σίγουρα έχουν παραμείνει άθικτοι.
Ευχαριστώ
θερμά την Ainhoa
Mínguez (Schavelzon Graham Agencia Literaria)
για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.
Το μυθιστόρημα του Μαρτίν Κόαν
Ηθικές επιστήμες κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κίχλη σε μετάφραση-σημειώσεις της Έφης
Γιαννοπούλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου