Αιχμηρό σχόλιο για μια κοινωνία ρημαγμένη, το βραβευμένο road movie
του
Σέρβου σκηνοθέτη Srdan Golubović, Πατέρας, αφηγείται τη σισύφεια προσπάθεια
του φτωχού εργάτη Νίκολα να ξανακερδίσει τα παιδιά- και την αξιοπρέπειά του.
Συζητώντας
με τον σκηνοθέτη με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας του από τις 31
Μαρτίου.
Παρακολουθώντας
τις προάλλες εκ νέου την Παγίδα με
πρωταγωνιστή τον Nebojša Glogovac συνειδητοποίησα
πόσο μου λείπει ως ηθοποιός και πόσο θα ήθελα να τον έβλεπα και στον Πατέρα, την πιο
πρόσφατη ταινία σου...
Το σενάριο ήταν γραμμένο
γι’ αυτόν. Διαγνώστηκε με καρκίνο περίπου ενάμιση μήνα πριν την έναρξη των
γυρισμάτων. Σε λιγότερο από έναν μήνα πέθανε.
Στη διάρκεια της
δεκαετίας του 1990, όταν η κινηματογραφική παραγωγή στη Σερβία δεν ήταν τόσο
ισχυρή, ήταν ο πιο γνωστός θεατρικός ηθοποιός. Μεγάλος σταρ!
Ταυτόχρονα, υπήρξε και ο
πιο σημαντικός ηθοποιός στο σινεμά εκείνης της περιόδου.
Και
ο Goran
Bogdan,
ο πρωταγωνιστής του Πατέρα, είναι
σπουδαίος ηθοποιός, και σε καμία περίπτωση ένας απλώς αντικαταστάτης του Nebojša.
Πώς άλλαξε η δυναμική της σεναριογραφίας με την αλλαγή του πρωταγωνιστή;
Μετά τον θάνατο του Nebojša
ζήτησα από τους παραγωγούς ν’ αναβάλουν τα γυρίσματα για έξι μήνες, γιατί δεν
ένιωθα ότι μπορούσα να γυρίσω την ταινία με άλλον ηθοποιό.
Έκανα, λοιπόν, casting εξ
αρχής. Η πρώτη αλλαγή αφορούσε στην ηλικία του πρωταγωνιστή: από 47άρης έγινε
38άρης-39άρης.
Ήρθε κι ο Goran για
το casting,
ήδη γνωστός στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Έχει παίξει στο Fargo,
καθώς και σε τηλεοπτικές σειρές. Βάσει του σεναρίου έπρεπε να είναι δεκαπέντε
κιλά ελαφρύτερος. Έχασε δεκαπέντε κιλά!
Το αστείο είναι ότι και
οι δύο κατάγονται από την Ερζεγοβίνη: ο Nebojša από το σερβοβοσνιακό κομμάτι κι
ο Goran από
το κροατοβοσνιακό.
Αλλά η νοοτροπία τους
είναι η ίδια. Στην Ερζεγοβίνη, τόπο ορεινό και ανεμοδαρμένο, οι άνθρωποι δε
μιλάνε πολύ. Ο Goran
είναι
σιωπηλός ηθοποιός, κι αυτό μ’ αρέσει πιο πολύ.
Οπότε
αυτές οι χαρακτηρολογικές ποιότητες των ανθρώπων που κατάγονται από την
Ερζεγοβίνη αντικατοπτρίζονται στον χαρακτήρα του Νίκολα.
Η δημιουργία ενός φιλμ
είναι πάντα κάτι πολύ προσωπικό.
Η οικογένειά μου είναι
μαυροβουνιακής καταγωγής, και οι Μαυροβούνιοι μοιάζουν πολύ με τους ανθρώπους
από την Ερζεγοβίνη. Κρύβουν τα συναισθήματά τους, γιατί το να τα εκφράζουν δε
θεωρείται κοινωνικά καλό.
Το ίδιο πρόβλημα
αντιμετώπιζε και ο πρωταγωνιστής της Παγίδας:
δεν μπορούσε να μοιραστεί τα συναισθήματά του, ακόμα και με την σύζυγό του.
Με τον Νίκολα του Πατέρα η κατάσταση είναι διαφορετική,
καθώς πρόκειται για έναν άνθρωπο τον οποίο η κοινωνία έχει απορρίψει.
Είναι κάποιος που
συνδέεται στενά με τα ζώα και τη φύση, αλλά φοβάται τους ανθρώπους, γι’ αυτό
και προσπαθεί να μην επικοινωνεί πολύ μ’ αυτούς.
Γι’ αυτό και κινείται με
τον τρόπο του, με τα πόδια, κι όχι με λεωφορείο ή τρένο. Πιστεύει μονάχα στον
εαυτό του. Όχι στην αλληλεγγύη μεταξύ των εργατών ή τον Θεό.
Από τα εργατικά σωματεία
μέχρι τον Θεό ποτέ δεν τον προστάτεψε κανένας. Είναι ένας σεμνός άνθρωπος, δεν
επιδιώκει να αποσπάσει την προσοχή, και δεν ξέρει πώς ν’ αντιδράσει όταν αυτό
συμβαίνει.
Δε
χειραγωγεί, ούτε επιθυμεί να καταστεί χειραγωγήσιμος.
Ζούμε σε μια εποχή
χειραγώγησης. Μερικές φορές ακόμα και φτωχοί άνθρωποι προβαίνουν σε χειραγώγηση
μέσω της φτώχειας τους. Ο Νίκολα δεν είναι τέτοιος.
Έχει
αξιοπρέπεια και αποφασιστικότητα, αλλά δεν επιθυμεί καθόλου να εργαλειοποιήσει
την κατάστασή του, ώστε να κερδίσει αυτό που δικαιωματικά του αξίζει: το να
είναι πατέρας.
Είναι πολύ ενδιαφέρον
αυτό που λες περί αξιοπρέπειας. Μέσω του προσωπικού ταξιδιού του ξανακερδίζει
την αξιοπρέπειά του που δεν είχε χάσει, αλλά ξεχάσει.
Στο τέλος του φιλμ
μάχεται για κάτι που κατείχε στο παρελθόν, μάχεται για να ξαναβρεί την
οικογένειά του. Αυτό του αρκεί.
Στην αρχή της ταινίας,
αντιθέτως, δε συνειδητοποιεί τι είναι σημαντικό στη ζωή του. Η αυτοπυρπόληση της
συζύγου του λειτουργεί ως αφύπνιση, γιατί δε ζούσε πραγματικά, αλλά σαν σε
όνειρο, ζούσε σε μια «φούσκα» φτώχειας.
Μιας
και η κοινωνική και πολιτικο-οικονομική κατάσταση στη Σερβία δεν έχει αλλάξει
από την προηγούμενή
μας επικοινωνία, πόσο κοντά σε ή πόσο μακριά από μια «Αραβική Άνοιξη»
σερβικού τύπου βρισκόμαστε;
Σε Σερβία και Ελλάδα
ζούμε σε παρόμοιες πραγματικότητες.
Με την πράξη της
αυτοπυρπόλησης ήθελα να δημιουργήσω μια σκηνή από αρχαιοελληνική τραγωδία. Το
σημαντικό ήταν ότι οι εργάτες στο εργοστάσιο που ακούν την γυναίκα δεν
αντιδρούν.
Αυτή είναι η εικόνα του
νέου καπιταλισμού: έχουν χάσει την αξιοπρέπειά τους εντελώς, δεν μπορούν καν να
πουν «σταμάτα!», γιατί φοβούνται
μήπως χάσουν τη δουλειά τους.
Αυτή είναι και η εικόνα
της σύγχρονης Σερβίας: έχουμε χάσει εντελώς την αλληλεγγύη. Η κατάσταση
επιδεινώνεται όλο και πιο πολύ. Έχουμε ολοένα και περισσότερο υπερβολικά
πλούσιους ανθρώπους, και ολοένα και περισσότερους πολύ φτωχούς.
Η ταξική ανισότητα είναι
κάτι καινούριο στη Σερβία. Στην πρώην Γιουγκοσλαβία δεν είχαμε τάξεις. Είχαμε
πολιτικούς, κι αυτοί δε διέθεταν πολύ περισσότερα χρήματα από άλλους. Κατείχαν
προνόμια. Επί Μιλόσεβιτς συνέβαινε κάτι ενδιάμεσο.
Από τις αρχές του καινούριου
αιώνα ξεκινήσαμε να έχουμε μια αληθινά καπιταλιστική κοινωνία. Ιδίως στην εποχή
του νυν Προέδρου Βούτσιτς και της παρέας του οι διαφορές γίνονται όλο και
εντονότερες.
Όταν κυβερνούσε ο
Μιλόσεβιτς, διαδηλώναμε εναντίον του και εναντίον της πολιτικής του, εναντίον
του πολέμου, εναντίον της φτώχειας. Τώρα δεν έχουμε για ποιο πράγμα να
διαδηλώσουμε, γατί όλα έχουν πουληθεί.
Είμαστε πολύ ληθαργικοί
και δεν έχουμε τη δύναμη να παλέψουμε πια.
Στιλιστικά,
ο Πατέρας θυμίζει ανεξάρτητο
βορειοαμερικανικό road
movie.
Τι σε ελκύει σ’ αυτή την κινηματογραφική παράδοση;
Μου αρέσουν πολύ οι
ταινίες δρόμου.
Μια από τις αγαπημένες
μου είναι η Αλίκη στις πόλεις, του
Βιμ Βέντερς.
Η
αγαπημένη μου του Βέντερς!
Ο Πατέρας βασίζεται σε πραγματική ιστορία.
Όταν, λοιπόν, μίλησα με
τον άνθρωπο που βρισκόταν έξω από το υπουργείο, συνειδητοποίησα πως ήθελα να
κάνω ένα βαλκανικό/σερβικό road
movie.
Η Αλίκη... συνδέεται πιο πολύ μ’ αυτό, καθώς πρόκειται για ένα ταξίδι
στην αγροτική ενδοχώρα των Η.Π.Α. Όσο για τη Σερβία, πρόθεσή μου ήταν ο Νίκολα
να διασχίζει μια όμορφη, αλλά κατεστραμμένη χώρα.
Τότε, θυμήθηκα ότι είχα
διαβάσει το ημερολόγιο του Βέρνερ Χέρτσογκ, Of walking in ice.
Όταν έμαθε πως η φίλη του,
κριτικός κινηματογράφου, Λότε Άισνερ πέθαινε, ο Χέρτσογκ αποφάσισε να
περπατήσει από το Μόναχο στο Παρίσι επί τρεις εβδομάδες.
Πίστευε πως αν
πραγματοποιούσε αυτή τη θυσία, θα ανέβαλε τον θάνατό της. Κατά ενδιαφέροντα
τρόπο, η Άισνερ έζησε εννιά ακόμα χρόνια!
Άρα,
κατά κάποιον τρόπο, απέδωσε η θυσία του.
Αυτό συμβαίνει και με τον
Νίκολα: δε θεωρεί ότι θα πετύχει κάτι με την πράξη του, αλλά αν δεν το
πιστεύει, σίγουρα δε θα κάνει τίποτα.
Το ίδιο ισχύει και με τις
ταινίες. Δεν είμαι σίγουρος πως μπορούμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο μ’ αυτές. Αν,
όμως, σταματήσω να το πιστεύω, θα σταματήσω να κάνω ταινίες.
Πρέπει
να πιστεύουμε ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι, να προκαλέσουμε έστω μερικούς
ανθρώπους. Αν κάνεις κάτι που δεν προκαλεί κανέναν, τότε ποιος νοιάζεται;
Επιστρέφοντας, πάντως, στην προηγούμενη ερώτησή σου, η μεγαλύτερή μου έμπνευση ήταν το Γιουγκοσλαβικό Μαύρο Κύμα και σκηνοθέτες όπως ο καλός μου φίλος Μakavejev, ο Žilnik, ιδίως όμως ο Živojin Pavlović, που υπήρξε καθηγητής μου.
Νιώθεις
πως είσαι καλός πατέρας;
Είναι πάντα μια ανοιχτή
ερώτηση, ποτέ δεν ξέρεις! Πρέπει να είσαι καλός πατέρας καθημερινά. Προσπαθώ να
είμαι. Το να είσαι γονιός είναι μεγάλη ευθύνη. Το σημαντικό, όμως, είναι ο
τρόπος που συμπεριφέρεσαι.
Μπορείς να λες στα παιδιά
σου το οτιδήποτε, αλλά θα βλέπουν τι κάνεις. Αυτό έχω μάθει από τον γιο μου.
Και τα φιλμ είναι σαν τα
παιδιά: πρέπει να τα υποστηρίζεις, αλλά έχουν τη ζωή τους.
Ευχαριστώ
θερμά τον σκηνοθέτη για την παραχώρηση της κεντρικής
φωτογραφίας.
Η ταινία του Srdan Golubović
Πατέρας προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 31
Μαρτίου σε διανομή της AMA Films.