![]() |
| Ελένη και Σουζάνα Βουγιουκλή (Φωτογραφία: Κυριάκος Κατσαρέας) |
Έχουν αποκληθεί «ιέρειες
της πολυπολιτισμικότητας». Η μουσική τους, χαρμάνι παραδόσεων
και πολιτισμών. Η σκηνική τους παρουσία, ξεχωριστή.
Ο λόγος για τις πολυσχιδείς αδελφές Ελένη και Σουζάνα Βουγιουκλή.
Μια συνάντηση μαζί τους
ενόψει του συναυλιακού τους διημέρου την Παρασκευή 26 και το Σάββατο
27 Δεκεμβρίου στο Theatre
of
the
NO.
Περιγράφεστε ως «ιέρειες
της πολυπολιτισμκότητας». Πώς αντιλαμβάνεστε την έννοια της «πολυπολιτισμικότητας»
στο σήμερα;
Σουζάνα Βουγιουκλή:
Μάς είχαν αποκαλέσει έτσι μετά από μια συναυλία μας όταν ήμασταν 24-25. Νιώθουμε
εντελώς «παιδιά» της πολυπολιτισμικότητας.
Γεννηθήκαμε σ’ ένα οικογενειακό
περιβάλλον όπου τόσο χάρη στoν
πατέρα όσο και στην μαμά, ακούγαμε πολλά είδη μουσικής: από κλασική και ροκ
τύπου Τζάνις Τζόπλιν, μέχρι ιρλανδέζικα παραδοσιακά και ινδική μουσική. Δεν
υπήρχαν όρια.
Επίσης, έπαιξε ρόλο και η
Ξάνθη.
Είναι η γενέτειρά σας ή ο
τόπος καταγωγής;
Η Ξάνθη είναι ο τόπος
στον οποίο μεγαλώσαμε. Εκεί βιώσαμε τα πρώτα μας ακούσματα, πήγαμε στα πρώτα μας
Ωδεία και παρακολουθήσαμε τις πρώτες μας συναυλίες.
Με την πάροδο των ετών
συνειδητοποιήσαμε πόσο ιδιαίτερη πόλη είναι.
Από ποια άποψη;
Σ.Β.: Είναι ένα σταυροδρόμι
πολιτισμών, με επιρροές από Ανατολή, Δύση, Βορρά, Νότο.
Άνθρωποι στην Αθήνα ή σε άλλες
μεγάλες πόλεις δεν έχουν τα ίδια βιώματα τα οποία έχουμε εμείς εκεί πάνω.
Δεν
είναι τυχαίο ότι ο Μάνος Χατζιδάκις μεγάλωσε στην Ξάνθη και είχε Αρμένισσα
δασκάλα πιάνου.
Ελένη Βουγιουκλή:
Οπότε, κάνουμε αυτό που κάνουμε επειδή το νιώθουμε και μάς συγκινεί, όχι επειδή
πουλάει. Βασικό κριτήριο για εμάς είναι το κίνητρο, το γιατί κάνουμε
κάτι και όχι το τι.
Σ.Β.: Επιπλέον, ζήσαμε
δυο χρόνια στην Ουαλία όταν ήμασταν τριών με πέντε, επειδή η μαμά έκανε
διδακτορικό εκεί, και παρακολουθούσαμε μαθήματα σε πολυπολιτισμικό σχολείο.
Γίναμε δίγλωσσες σε δυο μήνες!
Όλες αυτές οι εμπειρίες
διαμόρφωσαν αυτό που κάνουμε.
Υπήρξε κάποιο σημείο
τομής, κατά οποίο αποφασίσατε πως από εκεί και πέρα θα προσπαθούσατε να κάνετε
κάτι δικό σας, είτε από άποψη πρωτότυπης σύνθεσης είτε διασκευής;
Ε.Β.: Μάθαμε τις νότες
πριν τα γράμματα. Οι γονείς μας, αν και οι ίδιοι δεν είχαν κάποια σχέση με τη
μουσική, τη θεωρούσαν βασική εκπαίδευση για έναν άνθρωπο - και για παιδιά, στην
περίπτωσή μας.
Ως παιδιά, λοιπόν, το
παιχνίδι μας ήταν να τραγουδάμε διφωνίες.
Κάποια στιγμή, αρχίσαμε
να ασχολούμαστε πιο επισταμένα με το πολυφωνικό τραγούδι, ιδίως στη βαλκανική
του εκδοχή, και με τις δυνατότητες τις οποίες προσφέρει στην ανθρώπινη φωνή.
Ο άξονας των δύο φωνών
και του πειραματισμού πάνω τους είναι ο σκληρός πυρήνας αυτού το οποίο κάνουμε.
Με την πάροδο των χρόνων,
διαμορφώσαμε το ρεπερτόριό μας με τη χρήση οργάνων που παίζουμε οι ίδιες, αλλά
και συνεργάτες μας.
Η γλωσσομάθεια, η οποία
χαρακτηρίζει και τις δυο σας, πόσο απαραίτητη είναι προκειμένου να εμπλακείτε
πιο ουσιαστικά στα μουσικά περιβάλλοντα που εξερευνάτε;
Ε.Β.: Η γλώσσα και η
εκφορά των λέξεων είναι κομμάτι της μουσικής. Δε νοείται μελωδία χωρίς το
ηχόχρωμα της λέξης από την οποία παράγεται. Ξέρουμε αρκετές γλώσσες, αλλά σίγουρα
όχι όσες τραγουδάμε.
Σ.Β.: Για να επιστρέψω,
πάντως, στην προηγούμενη ερώτηση, ίσως αυτή η επιλογή να προέκυψε μοιραία,
επειδή μεγαλώσαμε στο ίδιο σπίτι ως αδερφές. Υπήρξαμε, ωστόσο, πολύ τυχερές,
γιατί ανακαλύψαμε την ταυτότητά μας από πολύ νωρίς.
Φαινόταν, δηλαδή, πως θα
ακολουθούσαμε αυτόν τον δρόμο από μικρές και οι γονείς μας υπήρξαν
υποστηρικτικοί. Είναι άνθρωποι των επιστημών και θεωρούσαν τη μουσική,
επιστήμη.
Εφαρμόζετε τις γνώσεις σας
από διάφορα πεδία στη μουσική δημιουργία; Νομίζω, εξάλλου, ότι συχνά υποτιμάται
η διάσταση των μαθηματικών ως τέχνης.
Σ.Β.: Στην πραγματικότητα
αποτελούν μια σύμβαση που ανοίγει καινούριους κόσμους. Ασφαλώς οι σπουδές μας έχουν
επηρεάσει αυτό το οποίο κάνουμε.
Οι σπουδές που
ακολουθήσατε διεύρυναν την οπτική και το πεδίο των ενασχολήσεών σας;
Σ.Β.: Δεν επιλέξαμε σπουδές
βάσει τού τι θα ήταν πιο συμφέρον για την κατοπινή πορεία μας, αλλά βάσει
συναισθηματικών κριτηρίων.
Γι’ αυτό και δε
σπουδάσαμε μουσικολογία, επειδή θέλαμε να κάνουμε άλλα πράγματα πέρα από τη
μουσική αυτή καθ’ εαυτήν. Έτσι κι αλλιώς, η μουσική είναι μια σπουδή που δεν
τελειώνει ποτέ.
Το ότι λειτουργούμε με
βάση την πραγματική μας επιθυμία μάς προσφέρει ικανοποίηση και ελευθερία,
επειδή γνωρίζουμε πως εμείς έχουμε διαμορφώσει το πλαίσιο στο οποίο
κινούμαστε, χωρίς παρεμβάσεις.
Δεν έχουμε, εξάλλου,
συνεργαστεί με άνθρωπο που δεν εκτιμούμε.
Ε.Β.: Ούτε έχουμε
μετανιώσει για κάτι.
Σ.Β.: Από την άλλη, ίσως
ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία πολλά έχουν αλλάξει -τόσο σε επίπεδο
λειτουργίας των δισκογραφικών εταιρειών όσο και των σόσιαλ μίντια- σε σχέση με
το πώς τα είχαμε μάθει μέσα από αφηγήσεις.
Αυτή είναι, ωστόσο, η
δική μας εποχή. Έχω την αίσθηση ότι η δική μας γενιά είναι περισσότερο back to the roots, πιο κοντά στον Βαμβακάρη παρά στους
Led Zeppelin.
Ως μουσικοί/περφόρμερ,
διαπρέπετε στα λάιβ, την -κατά τη γνώμη μου- πιο ουσιαστική δοκιμασία.
Σ.Β.: Άλλη τέχνη η
ζωντανή περφόρμανς, άλλη η ηχογράφηση στο στούντιο. Δεν τις συγκρίνουμε, ούτε
συγκρίνουμε καλλιτέχνες ή καλλιτεχνικά είδη.
Το Τo Be Safe είναι
η αγαπημένη μου από τις δισκογραφημένες δουλειές σας. Κατά πόσο επιδιώκετε να
ανοίγεστε σε λιγότερο ασφαλή μουσικά «μονοπάτια»;
Σ.Β.: Ό,τι κάνουμε δεν
πηγάζει από κάποιο δίλημμα ή αξιολόγηση ρίσκου. Προκύπτει με πολύ φυσικό τρόπο.
Δύσκολο για εμάς θα ήταν να κάνουμε κάτι που δε μας υποδεικνύει το ξερό μας
το κεφάλι! (Γέλιο).
Ο τρόπος με τον οποίο
δουλεύουμε εμπεριέχει όλα τα ρίσκα τα οποία παίρνει ένας καλλιτέχνης όταν θέλει
να πειραματιστεί.
Κυκλοφορώντας ένα άλμπουμ
με δικές μας συνθέσεις σε εποχή κρίσης κάποιοι θα το θεωρούσαν τόλμημα. Για
εμάς ήταν μια ανάγκη που έπρεπε να εκφραστεί με αυτόν τον τρόπο. Και δεν το
έχουμε μετανιώσει.
Επιπλέον, η ίδια παραγωγή
του δίσκου ήταν για εμάς ένα σχολείο, καθώς δεν υπήρχε από πίσω κάποια
δισκογραφική εταιρεία για να ασχοληθεί.
Στο εξωτερικό σάς θεωρούν
μέινστριμ, «πρέσβειρες» του «πολυπολιτισμού» ή της «ελληνικής παράδοσης»;
Σ.Β.: Στο εξωτερικό -για
παράδειγμα στη Νέα Υόρκη, την Ελβετία ή το Αζερμπαϊτζάν- έχουμε κυρίως παίξει
στα κοινά των εκεί χωρών, όχι στις ελληνικές κοινότητες. Οπότε κι εκεί μάς αντιμετωπίζουν
όπως κι εδώ.
Τα κοινά μας στο εξωτερικό
είναι, επίσης, εξίσου αταξινόμητα από κάθε άποψη -ηλικιακή, σπουδαστική,
επαγγελματική- με το κοινό μας στην Ελλάδα.
Μπορεί, επομένως, να μας ακούει
ο πιο ψαγμένος κι ο πιο λαϊκός άνθρωπος. Κι αυτό μάς χαροποιεί, επειδή έτσι
ακούμε και εμείς μουσική ή παρακολουθούμε ταινίες. Δε μας ενδιαφέρει τι
καταλαβαίνει το κοινό, αλλά τι το συγκινεί.
Αν και οι μουσικόφιλοι
και θεατρόφιλοι κινούνται περισσότερο στις ηλικίες των σαράντα και άνω, με
εξαίρεση είδη όπως το χιπ χοπ, έχουμε και νεανικό κοινό, το οποίο μας ακολουθεί.
Παρατηρώ, εξάλλου, πως οι
νεότερες γενιές έχουν μια εντονότερη τάση προς τα παραδοσιακά ακούσματα,
Όταν έχετε χρόνο, ηρεμία
ή δεν υπάρχουν πιεστικές υποχρεώσεις οπoιουδήποτε τύπου, τι σάς ευχαριστεί
να ακούτε περισσότερο;
Σ.Β.: Ακούω αρκετή
κλασική, αλλά και γκόσπελ, μπλουζ, παλιό ροκ.
Ε.Β.: Είμαι κυκλοθυμική,
οπότε ακούω μουσική με παράξενη σειρά. Μπορεί, λοιπόν, να ακούσω Βαμβακάρη, και
μετά Μαρία Κάλλας · Radiohead,
και στα καπάκια Καίτη Γκρέυ.
Κάποια στιγμή, μπορεί να
θυμηθώ τις γκραντζ εμμονές μου από το σχολείο και να ακούω όλη την ημέρα Nirvana η
Alice in Chains. Μ’ αρέσει επίσης πολύ η όπερα.
Πολλούς νέους καλλιτέχνες
τους έχουμε επίσης μάθει μέσω της σύστασης κολλητών των οποίων το κριτήριο
εκτιμούμε.
Επιπλέον, αν σε μια
δεδομένη χρονική περίοδο εντρυφούμε, για παράδειγμα, στα ρεμπέτικα, θα
εντρυφήσουμε ακόμα περισσότερο.
Οι συναυλίες σας έχουν
και τη διάσταση περφόρμανς. Θα σας ενδιέφερε η ενασχόληση και με την
υποκριτική;
Σ.Β.: Αισθανόμαστε πολύ
κοντά με τους ανθρώπους του θεάτρου και η προσέγγισή μας στην ερμηνεία των
τραγουδιών είναι θεατρική. Είναι η προσέγγιση ενός ηθοποιού όταν τραγουδάει.
Έχουμε σκεφτεί την
προοπτική σπουδών πάνω στο θέατρο, αλλά δεν την έχουμε υλοποιήσει ακόμα.
Προσωπικά, θα μ’
ενδιέφερε σοβαρά, μια τριετής καθημερινή φοίτηση σε σχολή. Ακόμα και
μουσικολογία μπορεί να σπούδαζα τώρα.
Ε.Β.: Η μουσική
εμπεριέχει το θέατρο - ή τουλάχιστον θα έπρεπε να το εμπεριέχει.
Υποδύεσαι πολλούς ρόλους όταν πραγματοποιείς μια μουσική παράσταση.
Το θέατρο εμπεριέχει όλες
τις μορφές τέχνης: τη μουσική, τον χορό, την παντομίμα - τα πάντα.
Έχετε βιώσει ποτέ στιγμές
αμηχανίας, σε σχέση με τον τρόπο επικοινωνίας σας με το εκάστοτε κοινό;
Σ.Β.: Ωραία ερώτηση!
Νομίζω ότι όχι. Επειδή όταν ανεβαίνεις στη σκηνή, το κάνεις με τσαμπουκά αδιαφορώντας
για το πώς θα εκλάβει την εμφάνιση το κοινό, η όποια αμηχανία θα προκύψει μετά.
Όταν, όμως, νιώθεις εσύ
εντάξει μ’ αυτό που κάνεις και δεν ντρέπεσαι για λογαριασμό σου, έχω την
αίσθηση ότι κι οι άλλοι το εκλαμβάνουν έτσι. Εφόσον, επομένως, είμαστε «ξεδιάντροπες»,
δεν ντρέπεται και το κοινό για λογαριασμό μας. (Γέλιο).
Δε νομίζω, πάντως, πως
κάποιος θεωρεί ότι τον κοροϊδεύουμε ή ότι κάνουμε κάτι «δήθεν».
Το πιο δύσκολο τεστ μας είναι
να προβάρουμε καινούριο υλικό μπροστά σε φιλικά πρόσωπα. Μάς ατσαλώνει, ωστόσο.
Πρέπει, κατά τη γνώμη σας,
η τέχνη να ενοχλεί, να προκαλεί, ενίοτε να «σοκάρει»;
Ε.Β.: Πρέπει να ενοχλεί.
Δεν μπορούν οι καλλιτέχνες να είναι διαρκώς στην υπηρεσία του μέινστριμ. Στην
εποχή μας, μετά από πολλά χρόνια, είναι μεγάλη η ανάγκη της ύπαρξης μιας
όχλησης.
Θέλετε να συμβάλετε στην
παραγωγή όχλησης;
Ε.Β.: Θέλουμε να κάνουμε
ό,τι κάνουμε χωρίς εκπτώσεις. Επειδή είμαστε κοινωνικά και πολιτικά όντα, αυτό
εκφράζεται μέσα από την τέχνη μας.
Ως ενήλικες, θα επιλέγατε
να ζήσετε εκτός ελλαδικού πλαισίου;
Σ.Β.: Πάντα ήταν και
είναι στις σκέψεις μας. Δεν ξέρω, όμως, αν υπάρχει μια Γη της Επαγγελίας πλέον.
Αν, ωστόσο, μάς απευθυνόταν μια ενδιαφέρουσα πρόταση, δε θα λέγαμε «όχι».
Ε.Β.: Η Νέα Υόρκη και η
Κωνσταντινούπολη μάς άρεσαν, για παράδειγμα.
Σ.Β.: Το ζητούμενο είναι
το καλλιτεχνικό κίνητρο.
Σε κάθε περίπτωση,
αισθανόμαστε πιο κοντά στους μουσικούς που ήταν ενεργοί έναν αιώνα πριν: σαν να
τελείωσε ο λαμπρός αιώνας της δισκογραφίας και της καταγραφής, κι έχουμε
επιστρέψει στην εποχή των λάιβ.
Εμείς, ως καλλιτέχνιδες
του ζωντανού, έχουμε τον τρόπο να κάνουμε την τέχνη μας. Ανησυχώ για εκείνους
οι οποίοι γράφουν και συνθέτουν, χωρίς να είναι περφόρμερ. Δεν ξέρω πώς θα
επιβιώσουν. Πρέπει να στηριχτούν.
Ε.Β.: Τα πράγματα εξελίσσονται
με άλλους ρυθμούς πλέον. Μια σύνθεση γίνεται «viral», και σε δυο μέρες ξεχνιέται. Δε σε «ποτίζει».
Αυτό δημιουργεί μια κατάσταση αψυχολόγητη για καλλιτέχνες και κοινό.
Ο καλλιτέχνης σήμερα
πρέπει να βρει έναν τρόπο να υπάρχει μέσα σ’ αυτό το οποίο κάνει και να το
υποστηρίζει. Κι επίσης να διεκδικεί τα δικαιώματά του συλλογικά.
Δυστυχώς, ζούμε σε καιρούς
ατομικιστικούς οι οποίοι διαμορφώνουν προσωπικότητες ατομικιστικές, που δεν
μπορούν να αναπνεύσουν.
Την Παρασκευή
26 και το Σάββατο 27 Δεκεμβρίου είμαι, πάντως, βέβαιος, ότι θα βιώσουμε
αρκετές συλλογικές ανάσες. Να είστε καλά!
Ευχαριστώ θερμά την
Ελευθερία Σακαρέλη, υπεύθυνη Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων,
για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού.
Οι Ελένη και Σουζάνα Βουγιουκλή παρουσιάζουν
το πρόγραμμά τους Roots
& Rituals
στο
Theatre
of
the
NO
(Κων/νου Παλαιολόγου 3, Αθήνα) την Παρασκευή
26 και το Σάββατο
27 Δεκεμβρίου, στις 22:30.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου