Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

Valentina Maurel: «Το σεξ είναι προβληματικό θέμα για συζήτηση στην Κόστα Ρίκα»

 

Valentina Maurel (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Βίαιο, ερωτικό και πολιτικοποιημένο, το μεγάλου μήκους ντεμπούτο μυθοπλασίας της Κοσταρικανής/Γαλλίδας Valentina Maurel Έχω ηλεκτρισμένα όνειρα είναι (κάτι παραπάνω) από μια ταινία ενηλικίωσης. Και σε «ηλεκτρίζει».

Προβάλλεται σε πανελλήνια πρεμιέρα στο πλαίσιο του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 63ου ΦΚΘ (12 και 13 Νοεμβρίου) παρουσία της σκηνοθέτριας. Κουβεντιάζοντας μαζί της.

Γιατί, λοιπόν, είναι -ή μπορούν να είναι- τα όνειρα ηλεκτρισμένα;

Σχεδόν δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτόν τίτλο γιατί φοβόμουν ότι οι θεατές θα νόμιζαν πως πρόκειται για ταινία βασισμένη σε νουβέλα του Φίλιπ Κ. Ντικ.

Στην πραγματικότητα, είναι ένας στίχος από πραγματικό ποίημα που προϋπήρχε του φιλμ.

Το είχες αναφέρει στο Q&A μετά την προβολή της ταινίας στο φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαράγεβο, όπου την παρακολούθησα. Συνδέεται και με τον ρυθμό της, σε «ηλεκτρίζει».

Θεώρησα ότι μπορούσε να μιλήσει για την ανεξέλεγκτη ένταση της ζωής. Ήταν, εξάλλου, και τμήμα του ποιήματος, οπότε σκέφτηκα πως δεν πείραζε να τον αφήσω ως είχε.

Είναι, πάντως, αστείο ότι τα φιλμ μερικές φορές λειτουργούν ως αποτέλεσμα διαισθητικών αποφάσεων.

Ποιος συνέγραψε αυτό το ποίημα, λοιπόν;

Κατ’ αρχάς να διευκρινίσω πως η ταινία δεν είναι αυτοβιογραφική.

Δε χρειάζεται, άλλωστε.

Το ποίημα, όμως, γράφτηκε από τον πατέρα μου και αποτελεί σύνθεση δύο ποιημάτων του, τα οποία επεξεργάστηκα λιγάκι.

Διάβαζες πολλή ποίηση ως παιδί ή έφηβη; Ή πρόκειται για κάτι που συνέβη σταδιακά αργότερα;

Δε διάβαζα ποίηση. Με τρόμαζε, καθώς και οι δύο γονείς μου έγραφαν ποίηση- κυρίως η μητέρα μου. Θα μάθαινα υπερβολικά πολλά πράγματα για εκείνους αν διάβαζα τα ποιήματά τους. Ένιωθα την ποίηση ως κάτι υπερβολικά προσωπικό.

Μια μέρα, όταν πια ήμουν έφηβη, απλώς συνέβη: άρχισα να διαβάζω πολλή ποίηση. Βορειοαμερικανική ποίηση, για κάποιον παράξενο λόγο, την αισθανόμουν πιο απόμακρη.

Κάθε έφηβη/έφηβος διαβάζει Σύλβια Πλαθ. Έπειτα διάβασα Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς. Η ανακάλυψη της λατινοαμερικανικής ποίησης προέκυψε αργότερα.

Πώς εισήλθε το σινεμά στη ζωή σου; Κατόπιν, να υποθέσω;

Όχι, πριν. Η σύζυγος του πατέρα μου ήταν παραγωγός, οπότε ήμουν κοντά της κατά τη διάρκεια της παραγωγής, κι έτσι ανακάλυψα τον κόσμο του κινηματογράφου.

Αυτό που μου άρεσε πιο πολύ ήταν ν’ ανακαλύπτω ταινίες, κι αυτό συνέβη μέσω της Τηλεόρασης.

Η Κόστα Ρίκα δεν έχει πολλά σινεμά και το τηλεοπτικό πρόγραμμα δεν είναι και τόσο καλό, έτσι είχαμε καλωδιακή.

Σ’ ένα κανάλι προβάλλονταν παράξενα φιλμ μετά τα μεσάνυχτα. Έμενα ξάγρυπνη και παρακολουθούσα δουλειές του Τζον Γουότερς και του Βέρνερ Χέρτσογκ.

Όταν βλέπεις τέτοιες ταινίες στα δεκαέξι σου, συνειδητοποιείς ότι υπάρχουν κι άλλα πράγματα στον κόσμο.

Θα περίμενα να είχες εισαχθεί στον κινηματογράφο μέσω της παρακολούθησης φιλμ σε σινεμά ή σε φεστιβάλ. Δυστυχώς, η Κόστα Ρίκα δεν είναι φημισμένη για τη φιλμική παραγωγή της.

Η κατάσταση βελτιώνεται.

Είσαι Κοσταρικανή και Γαλλίδα. Γεννήθηκες στην Κόστα Ρίκα και στη συνέχεια μετακομίσατε στην Ευρώπη;

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κόστα Ρίκα κι έφυγα στα δεκαεννιά μου. Ασφαλώς είχα επισκεφτεί τη Γαλλία και φοιτούσα στο Γαλλικό Σχολείο. Έχω δύο κουλτούρες. Έχω προσπαθήσει να επιστρέψω στην Κόστα Ρίκα, αλλά δε λειτουργεί.

Είμαι Ευρωπαία τώρα.

Τι δε λειτουργεί; Με ποια έννοια δε νιώθεις στο σπίτι σου όταν ταξιδεύεις στην Κόστα Ρίκα ή μένεις για κάποιο διάστημα εκεί;

Είναι παράξενο να φεύγεις από μια χώρα λίγο μετά την ολοκλήρωση της εφηβείας σου, γιατί ενηλικιώνεσαι κάπου αλλού κι όταν επιστρέφεις αισθάνεσαι πως καθετί είναι κοινότοπο.

Επιπρόσθετα, ήταν δύσκολο να βρω δουλειά στην Κόστα Ρίκα. Ως σκηνοθέτρια, είναι καλύτερα να πηγαίνω στη χώρα για γυρίσματα. Ίσως μια μέρα καταφέρω να δω την Κόστα Ρίκα όπως είναι στο παρόν.

Αυτό, όμως, που συμβαίνει τώρα είναι ότι τη βλέπω μέσα από τις αναμνήσεις μου.




Ήθελες, επομένως, μέσω της ταινίας σου να αποδώσεις αυτή την αίσθηση της ατμόσφαιρας, των ανθρώπων, των σχέσεων του παρελθόντος, ακόμα κι αν το ίδιο το φιλμ δεν είναι αυτοβιογραφικό;

Είναι ευκολότερο να δεις τη μοναδικότητα των πραγμάτων όταν αισθάνεσαι ξένος.

Να αναφέρω ένα χαζό παράδειγμα: κάθε φορά που επιστρέφω στην Κόστα Ρίκα εντυπωσιάζομαι από την ευγένεια των ανθρώπων. Όποτε μπαίνεις κάπου, λες: «Με την άδειά σας». Είναι σαν ανέκδοτο. Αν ζούσα εκεί, θα το έκανα χωρίς να το παρατηρήσω.

Είναι παράξενο και ποιητικό να μπαίνεις σ’ έναν χώρο ζητώντας άδεια να το κάνεις.

Οπότε το Έχω ηλεκτρικά όνειρα είναι γυρισμένο στην Κόστα Ρίκα, αν και αυτό δεν αναφέρεται ξεκάθαρα. Γιατί αποφάσισες να μην είναι αυτή αναφορά σαφέστερη;

Ήθελα να επιτρέψω στον εαυτό μου να αφηγηθεί μια ιστορία που θα την ένιωθα οικουμενική, ακόμα κι αν εκτυλίσσεται συγκεκριμένα στο Σαν Χοσέ.

Θέλω οι θεατές να προσπαθήσουν να καταλάβουν πού συμβαίνει, γιατί συνήθως έχουν αυτή την προϋπάρχουσα αντίληψη τού πώς μοιάζει η Λατινική Αμερική- και η Κόστα Ρίκα, πιο συγκεκριμένα.

Έχουν κατά νου ένα τροπικό τοπίο, και η παρακολούθηση της ταινίας μπορεί να προκαλέσει προβλήματα.

Ήθελα, εξάλλου, να «σπάσω» κλισέ και στερεότυπα. Ο Κεντροαμερικανοί σκηνοθέτες ερχόμαστε αντιμέτωποι/-ες με αυτά. Τα ευρωπαϊκά κοινά είναι συνηθισμένα να βλέπουν φιλμ εκτυλισσόμενα είτε σε φτωχές γειτονιές, είτε σε τροπικές τοποθεσίες.

Υπάρχουν και άλλα, ωστόσο. Οι περισσότεροι σκηνοθέτες προέρχονται από τη μεσοαστική τάξη και έχουν φοιτήσει σε ακριβά σχολεία. Έρχεται μια στιγμή κατά την οποία πρέπει να εξετάσουμε τους εαυτούς μας με κριτικό τρόπο.

Ήθελα να δείξω, λοιπόν, τη λειτουργικότητα του Σαν Χοσέ, που δεν είναι όμορφο, είναι όμως άλλη μια πόλη στον κόσμο. Οι άνθρωποί της βιώνουν πολύ οικουμενικές ιστορίες.

Όντως υπάρχουν αυτά τα στερεότυπα τόσο από την πλευρά των σκηνοθετών όσο και από εκείνη των θεατών. Μια από τις στερεότυπες προσδοκίες του κοινού από τα λατινοαμερικανικά φιλμ είναι ο πολιτικοποιημένος χαρακτήρας τους.

Και το δικό σου είναι. Ο τρόπος ιδίως που η «ηφαιστειώδης» πρωταγωνίστριά σου Daniela Marín Navarro αντιλαμβάνεται και βιώνει το σώμα, τις ανάγκες και τη σεξουαλικότητά της είναι πολύ προσωπικός/υπαρξιακός και συνάμα πολιτικός.

Συμφωνώ, χαίρομαι που το βλέπεις έτσι.

Είναι πολιτικό το να μην προσπαθείς να είσαι πολιτικοποιημένος. Αν σκέφτεσαι το θέμα και το μήνυμα της ταινίας πριν την κάνεις, αυτό δεν είναι και τόσο ενδιαφέρον για μένα.

Όταν αποφάσισα να προσδώσω στη συγκεκριμένη έφηβη σεξουαλική ωριμότητα παρά την αφέλειά της και να «βυθιστώ» στην προσωπική ζωή της -η οικειότητα είναι πάντα πολιτική-, αυτό ήταν πολιτικό για μένα.

Μπορείς να είσαι πιο οικουμενικός και πολιτικοποιημένος αν εστιάζεις συγκεκριμένα στην πραγματικότητα.

Αν και δε θες το φιλμ σου να περιγράφεται ως «ταινία ενηλικίωσης» ή μια δουλειά που αφορά σε ενδοοικογενειακές σχέσεις, τη σχέση πατέρα-κόρης -ή την έλλειψή τους-, είναι και όλα αυτά, και μάλιστα δοσμένα με πολύ αισθητηριακό τρόπο.

Συνδέεται αυτή η προσέγγιση και με την έντονη σωματική παρουσία της πρωταγωνίστριάς σου;

Σκέφτομαι πολύ το σώμα, μου αρέσει να δουλεύω μ’ αυτό  Ήδη από το στάδιο της συγγραφής του σεναρίου μού αρέσει να σκέφτομαι πώς οι χαρακτήρες αισθάνονται με το σώμα τους. Η δουλειά με την κάμερα και το μοντάζ προσαρμόζεται σ’ αυτό.

Οι χαρακτήρες δεν είναι κάτι ψυχολογικό, είναι αυτό που κάνουν, είναι τα σώματά τους. Το σώμα συνιστά το κέντρο αυτού που είναι ο χαρακτήρας.

Φοβόμουν μήπως οι θεατές θεωρούσαν το Κάνω ηλεκτρικά όνειρα απλώς μια ταινία ενηλικίωσης. Τώρα φοβάμαι λιγότερο. Ελπίζω να αντιλαμβάνονται ότι είναι και κάτι άλλο.




Αποτελεί αυτό το φιλμ συνέχεια ή επέκταση της προηγούμενης μικρού μήκους ταινίας σου, Lucía en el limbo;

Είναι. Θα εκπλησσόσουν αν έβλεπες την πρώτη μικρού μήκους μου (Paul est là), γιατί είναι πολύ διαφορετική.

Μερικές φορές διερωτώμαι, όμως, αν όλες οι δουλειές μου αποτελούν συνέχεια των προηγούμενων. Οπότε δεν ξέρω αν όντως πρόκειται για συνέχεια ή αν πάντα θα μιλάω για παρόμοια θέματα.

Μου αρέσει να μιλάω για ασυνήθιστες οικογενειακές σχέσεις και για τη σεξουαλική οικειότητα, που είναι μια δόμηση του κόσμου από μόνη της.

Το να μιλάς για το σεξ ή να το κάνεις δε θεωρείται στις μέρες μας ταμπού στην κοσταρικάνικη κοινωνία. Βιώνεται ανοιχτά ή υπάρχουν περιορισμοί;

Η Κόστα Ρίκα είναι μια δημοκρατική χώρα με καλό επίπεδο εκπαίδευσης, οπότε υπάρχει η πιθανότητα η τέχνη να μιλήσει για τέτοια ζητήματα. Δεν είναι όπως η Νικαράγουα.

Είναι, όμως, μια «μάτσο» κοινωνία, επομένως πολλά στοιχεία της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης λογοκρίνονται. Το σεξ είναι ένα προβληματικό θέμα για συζήτηση.

Το κοσταρικάνικο κοινό δεν έχει δει την ταινία, άρα δεν ξέρω πώς θα αντιδράσει. Στη χώρα συνυπάρχουν δύο παράλληλα σύμπαντα, εκείνο της τέχνης κι εκείνο της κυβέρνησης και της συντηρητικής κοινωνίας.

Στην Κόστα Ρίκα δραστηριοποιούνται κυρίως γυναίκες σκηνοθέτριες. Επιτρέπουμε στις εαυτές μας να μιλήσουμε για το σεξ. Δεν περιμένουμε να μας δώσει κάποιος άδεια να το κάνουμε. Ούτε υπάρχουν και τόσοι πόροι, άλλωστε.

Πώς εξηγείς, επομένως, το ότι υπάρχουν κυρίως γυναίκες σκηνοθέτριες στην Κόστα Ρίκα;

Μου έχουν κάνει αυτή την ερώτηση μερικές φορές.

Δε χρειάζεται να έχεις μια απάντηση.

Αυτό θα σου έλεγα. Δεν ξέρω, είναι ένα μυστήριο.

Προέρχομαι από μια μητριαρχική οικογένεια. Η μητέρα μου έγραφε ποιήματα, η γιαγιά μου ήταν δήμαρχος της πόλης. Υπάρχουν δυνατές γυναίκες στη χώρα.

Ακόμα πιο μυστηριώδες είναι πως και εσύ και η Nathalie Álvarez Mesén έχετε κοσταρικάνικο υπόβαθρο, αλλά ζείτε στο εξωτερικό.

Επειδή, όπως είπες νωρίτερα, είναι ευκολότερο να κοιτάζεις την κοινωνία απ’ όπου προέρχεσαι εξ αποστάσεως;

Yπάρχει όντως αυτός ο λόγος.

Ελπίζω, όμως, οι μελλοντικές γενιές να μπορέσουν να ζήσουν, να σπουδάσουν, να δουλέψουν στη χώρα. Εμείς έπρεπε να φύγουμε, γιατί δεν είχαμε πού να σπουδάσουμε. Υπάρχει μόνο μία ιδιωτική κινηματογραφική σχολή, η οποία είναι ακριβή.

Μια τελευταία ερώτηση: σκέφτεται να συνεχίσει με την υποκριτική η πρωταγωνίστριά σου;

Είναι φυσικό ταλέντο. Αυτό που από την αρχή μού άρεσε ήταν ότι ήταν ελεύθερη: δε βρισκόταν στο γύρισμα για τη φήμη ή το σινεμά, αλλά γιατί το απολάμβανε. Θα κάνει αυτό που η επιθυμία της τής υπαγορεύει. Νομίζω πως πρέπει να συνεχίσει!

Η ταινία της Valentina Maurel Έχω ηλεκτρισμένα όνειρα προβάλλεται στο πλαίσιο του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 63ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης παρουσία της σκηνοθέτριας.

H πανελλήνια πρεμιέρα της πραγματοποιείται το Σάββατο 12 Νοεμβρίου (Ολύμπιον, 17:00) και η επαναληπτική προβολή της την Κυριακή 13 Νοεμβρίου (αίθουσα Φρίντα Λιάππα, 14:00).



Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Μπερνάρντο Ατσάγα: «Έγινα συγγραφέας γιατί μου άρεσε να σκέφτομαι»

 

Μπερνάρντο Ατσάγα (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Πενήντα χρόνια βασκικής Ιστορίας αναδεικνύονται μέσα από τις ζωές των πρωταγωνιστριών και των πρωταγωνιστών τους στο στοχαστικό μυθιστόρημα Σπίτια και Τάφοι του «πατριάρχη» της βασκικής λογοτεχνίας, Μπερνάρντο Ατσάγα.

Συναντώντας τον αειθαλή συγγραφέα στην Αθήνα, όπου βρέθηκε πριν από μερικούς μήνες προκειμένου να παρουσιάσει το βιβλίο του.

Διαβάζοντας το Σπίτια και Τάφοι είχα την αίσθηση ότι πρόκειται για μια φωτιά που πότε σιγοκαίει, πότε φουντώνει, πότε υποχωρεί, πότε αναζωπυρώνεται. Ποιοι ήταν οι αφηγηματικοί «σπινθήρες» που «πυροδότησαν» αυτό το μυθιστόρημα;

Είναι αλήθεια πως όταν μιλάμε για λογοτεχνία, το ζήτημα του σημείου εκκίνησης, της «σπίθας» δηλαδή, είναι πολύ σημαντικό.

Πρόκειται για στιγμές της ζωής μου, όπως εκείνη που είδα το αγριογούρουνο να πέφτει στο κανάλι. Αυτή, ενωμένη με την εικόνα από ένα γαλλικό σχολείο το οποίο παρακολούθησα.

Στη δεύτερη ιστορία το σημείο εκκίνησης είναι οι εικόνες της καρακάξας μαζί με το στρατόπεδο όπου έκανα τη θητεία μου.

Αυτοβιογραφική είναι και η ανάμνηση ενός αστυνομικού, ενός προσώπου το οποίο γνώριζα.

Η τελευταία ιστορία, που εκτυλίσσεται στο νοσοκομείο, αφορά σε μια προσωπική εμπειρία.

Το αναφέρετε, άλλωστε, και στον επίλογο του βιβλίου.

Αυτό είναι το συνειδητό κομμάτι της εκκίνησης της συγγραφής.

Από τη στιγμή, όμως, που κάποιος αρχίζει να γράφει, η γλώσσα έχει τη δική της δύναμη.

Όπως συμβαίνει με τα άλογα όταν οδηγείς μια άμαξα: προσπαθείς να τα χαλιναγωγήσεις, αλλά δεν είναι πάντα εύκολο, και μερικές φορές σε πάνε σε μέρη που δεν έχεις σχεδιάσει.

Όταν παθαίνει το ατύχημα ο Λουίς, κάτι που συνδυάζεται με την ταινία Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος,  η αφετηρία είναι μια προσωπική εμπειρία.

Ήμουν στο νοσοκομείο και μέσα στη ζαλάδα μου μετά από μια εγχείρηση το μυαλό μου πήγε στο σφύριγμα από το συγκεκριμένο φιλμ. Αυτή η εμπειρία μετασχηματίστηκε, λοιπόν, στην ιστορία του Λουίς στο νοσοκομείο.

Σ’ αυτή την ταινία υπάρχει μια σκηνή βασανιστηρίων, και ήθελα να μιλήσω για τα βασανιστήρια. Η αναφορά στο φιλμ ήταν ένας λογοτεχνικός τρόπος να μιλήσω γι’ αυτά.

Είμαι από τους λίγους συγγραφείς στην Ισπανία που αναφέρονται σε βασανιστήρια.

Μιας και μιλάμε για το πού μπορεί να σε οδηγήσει η γραφή -απρόσμενα-, εξίσου απρόσμενα είναι και τα «μονοπάτια» στα οποία μπορεί να σε οδηγήσει και η μνήμη, όπως αυτή μεταπλάθεται, αναπλάθεται και βιώνεται μέσω της γραφής;

Η μνήμη και η ανάμνηση δεν είναι το ίδιο πράγμα. Η ανάμνηση έχει γλώσσα και μορφή, είναι κάτι συγκεκριμένο.

Η μνήμη είναι κάτι μεγαλύτερο και ευρύτερο. Όταν γράφω, δεν παραθέτω τη μια ανάμνηση μετά την άλλη. Συμβαίνουν συνειρμοί που δεν τους περιμένεις, κι όλα αυτά συνθέτουν τη μνήμη.

Προσωπικά ξεκινώ από τις «σπίθες» που αναφέρατε, και μετά αφήνω το μυαλό μου να με ταξιδέψει ελεύθερα εκεί που με πάνε η γλώσσα και η γραφή.

Ταξιδεύετε επίσης στα τοπία -τα φυσικά, τα ανθρωπογενή, τα ανθρώπινα- της νιότης σας- και όχι μόνο.

Στόχος μου πάντα είναι να υπάρχει μια κίνηση, τα πράγματα να μεταβάλλονται. Θέλω ο αναγνώστης να μπαίνει στο βιβλίο και να βλέπει τους χαρακτήρες να είναι ζωντανοί και να αλλάζουν.

Γι’ αυτό και είμαι πολύ ακριβής όταν αναφέρομαι στα τοπία που συνθέτουν αυτή την αφήγηση. Η φροντίδα για τα τοπία σχετίζεται με την ένταση που θέλω να δίνω στην αφήγησή μου.

Υπάρχει μια άποψη του Ρομαντισμού, την οποία υιοθετώ, ότι το τοπίο είναι μια κατάσταση της ψυχής. Περιγράφοντας, λοιπόν, το τοπίο -τον ουρανό, ένα δάσος-, περιγράφεις και το εσωτερικό των χαρακτήρων που θέλεις να αποδώσεις.

Η απόδοση της ψυχικής κατάστασης των χαρακτήρων συνδέεται ακόμα περισσότερο και με τη γλώσσα, στην περίπτωσή σας τη βασκική.

Πιστεύω πως κάθε γλώσσα είναι μια διαδρομή.

Η δικιά μου γλώσσα είναι η δικιά μου διαδρομή. Είναι το σπίτι μου όπου μιλούσαμε βασκικά, είναι ένας κομμουνιστής ποιητής από το Μπιλμπάο ο οποίος ήταν ο μέντοράς μου, είναι το πρώτο κορίτσι που χορέψαμε μαζί.

Δεν ήξερα τι να της πω, ήμουν πολύ αγχωμένος και αμήχανος κι αυτό που σκέφτηκα να την ρωτήσω ήταν ποια είναι η γνώμη της για τη βασκική γλώσσα.

Η γλώσσα έχει άπειρες δυνατότητες, και η παραμικρή λεπτομέρεια έχει σημασία. Μια μικρή αλλαγή στην προφορά μπορεί να δείχνει πολλά για κάποιον και για τους ανθρώπους γύρω του.

Για παράδειγμα, στα βασκικά ο «πατέρας» είναι «αϊτά». Καμιά φορά, τον προφέρουν ως «ακέ». Αυτή η λέξη μου θυμίζει, όμως, έναν βασανιστή που χρησιμοποιούσε αυτή την εκδοχή -την πιο παιδική- της λέξης «πατέρας».

Στα καστιλιάνικα, οι συνειρμοί θα ήταν τελείως διαφορετικοί. Είναι λέξεις με διαφορετική φόρτιση. Στα καστιλιάνικα, ακούω τις λέξεις «πατέρας» και «μπαμπάς», και δε μου λένε τίποτα.

Ακριβώς λόγω της φόρτισης που κάθε λέξη έχει στο συγκείμενό της, αποδίδεται και πιο δύσκολα όταν μεταφράζω τα βιβλία μου από τα βασκικά στα καστιλιάνικα.

Δεδομένου ότι είστε ο κύριος μεταφραστής του έργου σας από τα βασκικά στα καστιλιάνικα, πώς λειτουργεί αυτή διαδικασία από δημιουργικής άποψης;

Για να είμαι σίγουρος, το κάνω με μια επαγγελματία μεταφράστρια, που είναι η σύντροφός μου.

Οι γλώσσες είναι ρεύματα. Σε καθεμιά υπάρχει μια διαφορετική «αλυσίδα» από συμφραζόμενα. Όταν, λοιπόν, μεταφράζεις, το δύσκολο είναι να ενώσεις αυτά τα ρεύματα. Το αποτέλεσμα είναι μια εκδοχή - η βασκική και η καστιλιάνικη.

Πέρσι αναλάβαμε με την σύντροφό μου να μεταφράσουμε στα βασκικά κάποια έργα του Σέξπιρ. Είδαμε, μεταξύ άλλων, τρεις ισπανικές μεταφράσεις και μια γαλλική. Μας έκανε εντύπωση πως υπήρχαν παράγραφοι όπου καμιά λέξη δεν ήταν ίδια!

Αυτό που πρέπει να βρεις, επομένως, είναι τι έχει αξία και ποιότητα. Η πιο δυνατή μετάφραση από την άποψη της λογοτεχνικής λογικής ήταν μια παλιά γαλλική, την οποία είχε κάνει ο γιος του Ουγκό.

Η μετάφραση είναι κάτι αέρινο και άπιαστο, και οι μεταφραστές το γνωρίζουν πολύ καλά. Γι’ αυτό, όπως προείπα, κάθε μετάφραση είναι μια διαφορετική εκδοχή.

Είστε εκ των θεμελιωτών, θεματοφυλάκων και πιο επώνυμων εκφραστών της σύγχρονης βασκικής λογοτεχνίας. Πώς βιώνετε τον εαυτό σας εντός αυτής της λογοτεχνικής παράδοσης;

Όταν κάποιος γράφει σε μια μειονοτική γλώσσα, νιώθει διαρκώς υπό πίεση.

Έρχεται, λοιπόν, ένα δαιμόνιο και μου λέει: «Θα μετατραπείς στον εθνικό συγγραφέα». Έπειτα ένα άλλο, που με προτρέπει: «Να γράφεις απευθείας στα καστιλιάνικα». Ένα τρίτο με ρωτάει: «Γιατί δε γράφεις ένα νουάρ μυθιστόρημα, που πουλάει καλύτερα;»

Όταν, επομένως, σε πολιορκούν όλα αυτά τα δαιμόνια, το πιο σημαντικό είναι να διατηρείς τη θέση όπου αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι.

Έγινα συγγραφέας γιατί μου άρεσε να σκέφτομαι, κι ο μόνος τρόπος να σκέφτομαι ήταν να γράφω μυθοπλασία. Γι’ αυτό και πάντα νιώθω ανεξάρτητος συγγραφέας.

Ο συγγραφέας γράφει όλη του τη ζωή, και πεθαίνει γράφοντας. Όλα υπάρχουν γύρω του, αλλά δεν έχουν την ίδια δύναμη που ο ίδιος αισθάνεται όταν γράφει. Αυτό ξέρω να κάνω, να γράφω.

Απεχθάνομαι τους συγγραφείς που γράφουν για συμφέροντα ξένα προς το ίδιο τους το έργο.

Προ τριετίας, ο Κίρμεν Ουρίμπε, εκ των αξιολογότερων εκπροσώπων της σύγχρονης βασκικής λογοτεχνίας, μου είχε πει πως, κατά τη γνώμη του, η βασκική λογοτεχνική παραγωγή διανύει μια «Xρυσή Eποχή».

Συμμερίζεστε αυτή την εκτίμηση;

Στην οποιαδήποτε λογοτεχνία βλέπω μόνο προβλήματα. Ο αγώνας για έναν συγγραφέα είναι να συνεχίσει να γράφει και να εκδίδει παρά τα προβλήματα.

Αν ταξιδεύεις με ένα αεροπλάνο και βλέπεις το τοπίο από κάτω, σού φαίνεται πολύ όμορφο. Όταν, όμως, προσγειωθείς και το δεις από κοντά, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Μου φαίνεται σχεδόν αστείο να μιλάω για «χρυσές εποχές».

Η κατάσταση στη βασκική λογοτεχνία εξαρτάται, όπως και σε κάθε λογοτεχνία, από την κατάσταση της γλώσσας και της χώρας γενικότερα.

Και στην προ-Φράνκο περίοδο υπήρχαν συγγραφείς με ταλέντο, αλλά αυτό χάθηκε ή εκδηλώθηκε με περιορισμένο τρόπο λόγω των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών.

Στη γενιά του Κίρμεν Ουρίμπε τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Υπάρχει έντονη λογοτεχνική ζωή, κι αυτό διευκολύνει τη συγγραφή βιβλίων ενταγμένων σ’ αυτό που αποκαλείται «βασκική λογοτεχνία».

Στις μέρες μας υπάρχει μια τάση να «στενεύει» η λογοτεχνία: να εξαφανίζονται, για παράδειγμα, τα διηγήματα, τα δύσκολα κείμενα ή η ποίηση. Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να υπάρχει σήμερα ένας Καβάφης που θα έγραφε όπως εκείνος έγραφε.

Υπάρχει μόνο χώρος για τα στάνταρ, όπως και στη μουσική, και μια πίεση για την έκδοση αστυνομικών μυθιστορημάτων.

Δεν μπορώ, άρα, να βλέπω «χρυσές εποχές». Βλέπω προβλήματα, και συγγραφείς που δεν έχουν σχέση με τα κοινωνικά δίκτυα, δεν είναι όμορφοι νέοι, και αντιμετωπίζονται σαν να μην υπάρχουν.

Με αφετηρία το μυθιστόρημά σας Ένας άνθρωπος μόνος, είναι τελικά για εσάς ο «προορισμός» ενός αντάρτη/ακτιβιστή/πολιτικού υποκειμένου η μοναχική ζωή και η αέναη διερώτηση σχετικά με το (δικό του) παρελθόν και παρόν;

Ίσως όλοι όσοι αγωνίζονται για μια κοινωνία πιο δίκαιη και σωστή κάνουν ένα μικρό λάθος στο σημείο εκκίνησης της σκέψης τους, θεωρώντας ότι όλοι oι άνθρωποι είναι στο βάθος της ψυχής τους καλοί και ευγενικοί. Δεν ισχύει πάντα αυτό.

Γι’ αυτό και όσοι διατηρούν μια κριτική ματιά αντιμετωπίζουν πάρα πολλά προβλήματα και πολλές φορές καταλήγουν στο κενό: όπως ο διάσημος Βάσκος δημοσιογράφος Μαριάνο Φερέρ, ο οποίος όταν πέθανε, πενθήθηκε στη σιωπή.

Τελικά, όλοι όσοι έχουν αυτή την κριτική ματιά πρέπει ν’ αναλάβουν το κόστος. Σκεφτείτε τον Γάλλο ποιητή Απολινέρ: στο τέλος, ούτε η ίδια του η μάνα δεν τον ήθελε!

Όντας πια κατασταλαγμένος, από τι εμπνέεστε πολιτικά, φιλοσοφικά, υπαρξιακά σε προσωπικό επίπεδο;

Για μένα στο κέντρο όλων των προβλημάτων βρίσκεται η κοινωνική ανισότητα. Ως λογοτέχνης, το σημείο εκκίνησής μου είναι ότι ο κόσμος είναι άπειρος.

Η πραγματική ζωή έχει πολύ συγκεκριμένες απαιτήσεις. Πρέπει να καταπολεμάς τις λανθασμένες αντιλήψεις, να υποστηρίξεις μια απεργία.

Ο συγγραφέας, όμως, δεν μπορεί να υπηρετεί απλώς τις απαιτήσεις της πραγματικής ζωής, πρέπει να κάνει κάτι διαφορετικό.

Τελικά, η αλήθεια είναι κάτι πολύ πιο ευρύ και σύνθετο από τη ζωή της καθημερινής πραγματικότητας. Η λογοτεχνία κάνει την αλήθεια μιας πραγματικότητας πολύ πιο σύνθετη απ’ ό,τι νομίζουμε.

Οδεύει η βασκική κοινωνία προς ένα μέλλον με δικαιοσύνη και ευημερία ή τα τραύματα τόσο της Φρανκικής περιόδου όσο και από τις δεκαετίες δράσης της ΕΤΑ εξακολουθούν να τη στοιχειώνουν, περισσότερο ή λιγότερο;

Η οικονομική κατάσταση έχει αλλάξει πολύ προς το καλύτερο. Στο πνευματικό επίπεδο, ωστόσο, οι αλλαγές είναι μηδενικές. Βλέπω, μάλιστα, μια οπισθοχώρηση.

Η κατάσταση στη Μαδρίτη έχει επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο. Η δεξιά πολιτική ηγεσία στην Ισπανία έχει υιοθετήσει έναν εθνικισμό ακόμα πιο Φαλαγγίτικο ορισμένες φορές, και έχει δημιουργηθεί αυτό που θα περιγράφαμε ως «το έθνος του κέντρου».

Διεκδικεί ως κομμάτι της ισπανικής κληρονομιάς ακόμα και την Ιστορία των Βησιγότθων. Όταν, όμως, γίνεται λόγος για τους Άραβες που ζουν 800 χρόνια εκεί, λειτουργεί απαξιωτικά. Είναι εντυπωσιακό αυτό το «κύμα» του εθνικισμού.

Ο «πυρήνας» του υπερεθνικισμού στην Ισπανία αυτή τη στιγμή βρίσκεται στη Μαδρίτη. Όπως συμβαίνει στον Βορρά της Ιταλίας.

Η συνέντευξη με τον συγγραφέα πραγματοποιήθηκε στον χώρο του βιβλιοπωλείου των Εκδόσεων Εκκρεμές τον Ιούλιο του 2022 με διαδοχική διερμηνεία του Κώστα Αθανασίου, τον οποίο ευχαριστώ θερμά.

Ευχαριστώ επίσης ιδιαιτέρως την κ. Χριστίνα Ζήση (Εκδόσεις Εκκρεμές) για την πολύτιμη συμβολή της στη διοργάνωση της διαδικασίας.

Το μυθιστόρημα του ΜπερνάρντοΑτσάγα Σπίτια και Τάφοι κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Εκκρεμές σε μετάφραση του Κώστα Αθανασίου.



Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022

Συνομιλώντας με τον σκηνοθέτη και τoν πρωταγωνιστή της ταινίας «Ο λεγεωνάριος»

 

Hleb Papou (αριστερά), Germano Gentile (δεξιά). (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Δυο αδέρφια, ο καμερουνέζικης καταγωγής Ντάνιελ, αστυνομικός των ιταλικών ΜΑΤ, και ο Πάτρικ, μέλος στεγαστικής κατάληψης, συγκρούονται ενόψει της εκκένωσης της κατάληψης στη νευρώδη ταινία Ο λεγεωνάριος του Hleb Papou.

Συναντώντας τον σκηνοθέτη και τον πρωταγωνιστή του φιλμ στην Αθήνα, όπου η ταινία έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα της στο πλαίσιο του 2ου Φεστιβάλ Cinema Made in Italy-Athens (21-27/10). Συνεχίζει να προβάλλεται διαδικτυακά.

Είσαι λευκορωσικής καταγωγής. Πώς κατέληξες στην Ιταλία;

(Ηleb Papou) Γεννήθηκα στη Λευκορωσία το 1991. Άρχισα να πηγαίνω στην Ιταλία από πέντε χρονών με την μητέρα μου για διακοπές.

Όταν έγινα έντεκα χρονών, αποφασίσαμε να μετακομίσαμε οριστικά στον Βορρά της Ιταλίας. Υπήρξε μια καλή επιλογή.

Πώς ήταν για σένα να μεγαλώνεις σ’ ένα διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον όντας μετανάστης;

(Η.P.) Ανάμεσα στα έντεκα και τα δεκατέσσερα ήταν πολύ δύσκολα γιατί μου έλειπε το Μινσκ, η γενέτειρά μου, και η χώρα μου. Ένιωθα νοσταλγία γι’ αυτή.

Μεγαλώνοντας, όμως, αποδέχτηκα την κατάσταση και επικεντρώθηκα στη ζωή μου στην Ιταλία.

Έγινες εύκολα αποδεκτός;

(Η.Ρ.) Μεγάλωσα στο Λέκκο, μια πολύ όμορφη και πλούσια πόλη κοντά στη λίμνη Κόμο. Όχι πολύ κινηματογραφική, ωστόσο, μιας και το κέντρο του σινεμά στην Ιταλία είναι η Ρώμη. Όσοι θέλουν να κάνουν σινεμά, πρέπει να πάνε εκεί.

Οι καλύτεροί μου φίλοι είναι οι άνθρωποι που γνώρισα όταν ήμουν έντεκα χρονών.

Είσαι λευκός, εξάλλου, γεγονός που θα βοήθησε.

(Η.Ρ.) Λευκός, Καυκάσιος, ίσως με γερμανική κοψιά!

Εσύ, Germano;

(Germano Gentile). Γεννήθηκα στη Βραζιλία το 1995, υιοθετήθηκα από μια ιταλική οικογένεια και μεγάλωσα σε μια πόλη στο κέντρο της Ιταλίας.

Σπούδασα στο Εθνικό Κέντρο Θεάτρου για έναν χρόνο κι έπειτα στο Κέντρο Πειραματικού Κινηματογράφου της Ρώμης.

Αποφοίτησα το 2010, αλλά δεν είχα γνωρίσει τον Hleb γιατί αποφοίτησε έξι χρόνια αργότερα, το 2016.

(Η.Ρ.) Δεν το είπα νωρίτερα, αλλά γνώριζα ότι ο Germano είχε σπουδάσει στο Κέντρο όταν αποφάσισα να κάνω την ταινία με πρωταγωνιστή έναν έγχρωμο αστυνομικό, κάτι που είναι πιο προκλητικό. Γι’ αυτό τον κάλεσα για casting.

Συνεπώς υπάρχουν πολλά στοιχεία από την προσωπικότητα και τη ζωή σας στο φιλμ σε ό,τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο βλέπετε και βιώνετε την ιταλική πραγματικότητα, κοινωνία και νοοτροπία.

(Η.Ρ.) Είναι πολύ σημαντικό να γίνονται αυτού του είδους οι ταινίες από μη εθνικά Ιταλούς, οι οποίες αναλύουν την πραγματικότητα με μια «φρέσκια», όχι συντηρητική ματιά.

Και όχι πολωμένη, όπως ανέφερες στο Q&A μετά την πρεμιέρα του φιλμ σου στις 22 Οκτωβρίου.

(Η.Ρ.) Μπορείς να κάνεις μια ταινία για έναν φτωχό μετανάστη, αλλά δε χρειάζεται να είναι πολιτικά ορθή και βολική, μια ταινία που θα κάνει τους θεατές να κλάψουν. Πρέπει να φτιάχνεις άβολα φιλμ.

Το σινεμά, άλλωστε, αφορά στην αφήγηση ιστοριών σύγκρουσης και διατύπωσης επιχειρημάτων με τα οποία ίσως δε συμφωνείς. Η δημοκρατία είναι το βασικό, και επινοήθηκε στην Ελλάδα.

Πιο πολύ η ταινία σου επικεντρώνεται στη διαλεκτική αντιπαράθεση των χαρακτήρων μεταξύ τους και με τον εαυτό τους, νομίζω.

(Η.Ρ.) Αφορά στον αυτοπροσδιορισμό των χαρακτήρων. Μπορείς να κρίνεις τον Ντάνιελ, τον αστυνομικό των ΜΑΤ, αλλά αυτός κάνει μια επιλογή, το ίδιο και ο αδερφός του, Πάτρικ, μέλος στεγαστικής κατάληψης. Είναι άνθρωποι σαν κι εμάς.

Είναι μια ιστορία ηθικών συγκρούσεων και διλημμάτων.

(Η.Ρ.) Όταν το κράτος σε διατάζει ως αστυνομικό να πραγματοποιήσεις την εκκένωση μιας κατάληψης, κι εκεί ζει η οικογένειά σου, πώς μπορείς να διαχειριστείς μια τέτοια κατάσταση; Δε ξέρω τι θα έκανα ως Ντάνιελ. Είναι κάτι πολυσύνθετο.

Η αφετηρία του προβλήματος είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι χρειάζεται να καταλάβουν ένα κτίριο.

Όλα ξεκινούν από την ανάγκη για αξιοπρεπή στέγαση- και από την κατανομή του πλούτου και τον τρόπο βίωσης και απόλαυσης δικαιωμάτων.

Αν, λοιπόν, σου τα αρνούνται στο πλαίσιο του δεδομένου οικονομικού συστήματος, παίρνεις την κατάσταση στα χέρια σου -ατομικά ή συλλογικά-, εφόσον θέλεις να επιβιώσεις.

(Η.Ρ.) Αρχικά θέλαμε να αφηγηθούμε την ιστορία ενός έγχρωμου Ιταλού αστυνομικού. Στη συνέχεια επινοήσαμε τη σύγκρουση μεταξύ των αδερφών και περάσαμε αρκετό χρόνο στο κατειλημμένο κτίριο, το οποίο υπάρχει στην πραγματικότητα.

Ήταν εύκολη η επικοινωνία με τους κατοίκους του κτιρίου;

(H.P.) Ήταν εύκολη γιατί περάσαμε χρόνια εκεί. Έζησα, μάλιστα, στον χώρο για μια εβδομάδα. Ήμουν ευτυχής που επέστρεψα στο σπίτι μου μετά το τέλος των γυρισμάτων, γιατί η κατάσταση είναι περίπλοκη.

Κατόπιν περάσαμε αρκετό χρόνο στην έδρα της μονάδας των ΜΑΤ. Μάθαμε πολλά που δε γνωρίζαμε πριν την έναρξη της συγγραφής του σεναρίου. Αφήσαμε έξω τις πολιτικές ιδέες μας και προσπαθήσαμε να καταλάβουμε και τις δύο πλευρές.

Ήμασταν ειλικρινείς, εξηγήσαμε την ιστορία, δε θέλαμε να κάνουμε μια προπαγανδιστική ταινία ή μια ταινία εναντίον της αστυνομίας ή των καταληψιών.


Germano Gentile (Ντάνιελ)


Εσύ, Germano, ήρθες σε επαφή με μέλη της κατάληψης ή με μπάτσους, προκειμένου να βοηθηθείς στο χτίσιμο του χαρακτήρα σου;

(G.G.) Έχω ένα πολύ παλιό αυτοκίνητο. Όταν σπούδαζα στη Ρώμη, η πρώην φίλη μου έμενε σε ένα άλλο μέρος της πόλης. Τις νύχτες, μερικές φορές οι αστυνομικοί με σταματούσαν για έλεγχο, γιατί πάντα νόμιζαν πως διακινώ ναρκωτικά.

Όταν, όμως, τους έλεγα ότι είμαι ηθοποιός, απαντούσαν «Σπουδαίο!» Οπότε, ουδέποτε είχα κάποιο πρόβλημα μαζί τους. Είναι μια δουλειά κι αυτή. Πάντα τους έδειχνα τα χαρτιά μου, την ταυτότητά μου.

Όταν κάναμε τα γυρίσματα, δύο χρόνια πριν, υπήρχε η πανδημία, συνεπώς δεν ήταν δυνατό να μείνω στο κατειλημμένο κτίριο, αλλά συνεργαστήκαμε στενά με τον συμπρωταγωνιστή - και αδερφό μου, στην ταινία.

Η Ρώμη επιλέχτηκε ως τόπος των γυρισμάτων λόγω του κεντρικού χαρακτήρα της;

(G.G.) Ο Hleb δεν αγαπάει τη Ρώμη! (Γέλιο).

(Η.Ρ.) Σπούδασα στη Ρώμη και γύρισα τη μικρού μήκους μου εκεί. Επιπλέον, στην πόλη υπάρχει καταληψιακή κουλτούρα που ανάγεται στη δεκαετία του 1960 και εξής. Υπάρχουν πολλά άδεια και εγκαταλελειμμένα σπίτια χωρίς ιδιοκτήτη.

Αποτελεί μια από τις πλέον πολυεθνικές πόλεις της Ιταλίας μαζί με το Μιλάνο και το Τορίνο. Δεν είναι μόνο το Κολοσσαίο, η εκκλησία του Αγίου Πέτρου, οι μακαρονάδες, η πίτσα, το μαντολίνο, η «dolce vita», ο ιταλικός τρόπος ζωής.

Και το κατειλημμένο κτίριο βρίσκεται στο κέντρο της Ρώμης, είκοσι λεπτά με τα πόδια από τον κεντρικό σταθμό, σε μια πλούσια γειτονιά. Ξέραμε για ποιο πράγμα μιλούσαμε.

Ποια είναι η γνώμη σας για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στην Ιταλία, ιδίως μετά τον ορισμό της ακροδεξιάς Τζόρτζια Μελόνι ως πρωθυπουργού της χώρας;

(Η.Ρ.) Οι άνθρωποι στο εξωτερικό φοβούνται περισσότερο από εκείνους στην Ιταλία γι’ αυτή την κατάσταση.

Η δικιά σου γνώμη ποια είναι, λοιπόν;

(H.Ρ.) Προσωπικά δεν ψήφισα το κόμμα της. Αν, όμως, εξετάσεις τα ποσοστά, τούς ψήφισε μόνο ένας στους τρεις Ιταλούς που προσήλθαν στις κάλπες. Δεν είναι μεγάλο ποσοστό.

Είναι ανησυχητικό, πάντως.

(Η.Ρ.) Θα σου πω κάτι. Γεννήθηκα στη Λευκορωσία, όπου υπάρχει μια πραγματική δικτατορία. Στην Ιταλία δεν υπάρχει δικτατορία, ούτε φασισμός, όπως περιγράφεται στο εξωτερικό.

Αντιθέτως, υπάρχουν πολλοί δημοκρατικοί θεσμοί που μπορούν να ανακόψουν τον φασισμό, αν όντως θελήσει να αυξηθεί.

Αυτή η εξέλιξη δε λέει κάτι, όμως, για κάποιες τάσεις μέσα στην ιταλική κοινωνία, εκφραζόμενες εντός κι εκτός εκλογικής διαδικασίας;

(H.P.) Δε βλέπω μια ταινία καταστροφής. Η νέα κυβέρνηση θα συνεχίσει τη φιλο-ευρωπαϊκή και φιλο-ΝΑΤΟϊκή πολιτική. Η ζωή συνεχίζεται, τα προβλήματα παραμένουν τα ίδια. Ο καιρός θα δείξει.

Δε θα υποτιμούσα ούτε θα υπερτιμούσα τους κινδύνους που ενέχει μια τέτοια κατάσταση, ωστόσο.

(Η,Ρ.) Δεν τους υποτιμώ, αλλά και δεν πανικοβάλλομαι.

Εσύ, Germano, πώς την αντιμετωπίζεις;

(G.G.) Πολλοί δεν ψήφισαν στις πρόσφατες εκλογές γιατί δεν εμπιστεύονται τους πολιτικούς. Ο καιρός θα δείξει τη λύση.

Αυτή η εξέλιξη δεν είναι θετική, πάντως, για τους έγχρωμους, τις μειονότητες, τους μετανάστες, τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙΑ κοινότητας. Ούτε και για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Ελπίζω, όμως, κάτι να συμβεί στο μέλλον.

(Η.Ρ.) Η κατάσταση δε θα βελτιωθεί, αλλά θα επιδεινωθεί λίγο.

Ευχαριστώ θερμά τις Ευάννα Βενάρδου (Ταινιοθήκη της Ελλάδος) και Erika Allegrucci (Cinecittà) για την πολύτιμη συνδρομή τους στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Η ταινία του Hleb Papou Ο λεγεωνάριος, με πρωταγωνιστή τον Germano Gentile, είναι διαθέσιμη διαδικτυακά στο πλαίσιο του 2ου Φεστιβάλ Cinema Made in Italy-Athens (21-27 Oκτωβρίου), που διεξάγεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.