Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Mohamed Ben Attia: «Είμαι ευαίσθητος σε ένα σινεμά που μου υπενθυμίζει την ανθρωπιά μας»


Γυρισμένη στον απόηχο της Αραβικής Άνοιξης, η Ιστορία του Hedi, το ντεμπούτο μυθοπλασίας του πρωτοεμφανιζόμενου Τυνήσιου σκηνοθέτη Mohamed Ben Attia, είναι μια βαθιά ανθρώπινη ταινία για τη δύσκολη ερωτική σχέση ανάμεσα στον συνεσταλμένο Hedi και την απελευθερωμένη Rim. Το φιλμ απέσπασε 2 βραβεία στην περσινή Μπερλινάλε, καλύτερης πρώτης ταινίας και ανδρικής ερμηνείας (Majd Mastoura), και τη Χρυσή Αθηνά στις 22ες Νύχτες Πρεμιέρας. Συνομιλώντας με τον σκηνοθέτη ενόψει της κυκλοφορίας της ταινίας του στις αίθουσες στις 14 Σεπτεμβρίου.

Επιφανειακά, η Ιστορία του Hedi μοιάζει με μια συνηθισμένη ταινία με έναν συνηθισμένο άνθρωπο ως πρωταγωνιστή, αφηγούμενη μια συνηθισμένη ιστορία κάποιου παγιδευμένου σε ρόλους, οι οποίοι του έχουν επιβληθεί από τις κοινωνικές νόρμες, ώσπου ερωτεύεται. Αυτό που κάνει την ταινία ιδιαίτερη είναι ότι ο πρωταγωνιστής είναι άντρας, όταν οι γυναίκες συνήθως υφίστανται αυτού του είδους την πίεση. Γιατί αποφάσισες να αποτυπώσεις τον πρωταγωνιστή σου έτσι; Και πόσο αντιπροσωπευτικός του μέσου σημερινού Τυνήσιου είναι;

Από καιρό ήθελα να φιλοτεχνήσω το πορτρέτο ενός νέου ανθρώπου, ο οποίος τίθεται ενώπιον της πραγματοποίησης επιλογών στη ζωή του. Η ιδέα είχε, επίσης, να κάνει με το να αφηγηθώ αυτό το δίλημμα μέσω ενός «συνηθισμένου ανθρώπου». Πάντοτε σκεφτόμουν πως αυτή η πλαστή κοινοτοπία εμπεριείχε ασφαλώς ενδιαφέροντα πράγματα προς εξερεύνηση.



Είναι δύσκολο να γενικεύσουμε και να πούμε ότι είναι πολύ αντιπροσωπευτικός μιας ορισμένης νεότητας. Σίγουρα, τα θέματα που θίγονται μπορούν εξίσου να είναι παγκόσμια και να αφορούν σε άλλους πολιτισμούς, αλλά μου φαίνεται σημαντικό να θυμόμαστε πως αυτή είναι η ιστορία του Hedi, ο οποίος κάτω από την πλαστή εικόνα ενός συνηθισμένου νέου κρύβει μια αληθινή ευαισθησία. Το σύμπαν του κόμιξ του το επιβεβαιώνει. Είναι ταυτόχρονα σκοτεινό και ποιητικό, ανακαλώντας τη διττότητα του Hedi, ότι, δηλαδή, πρόκειται για έναν νέο την ίδια στιγμή αφελή και αθώο, αλλά, επίσης, και προικισμένο με ένα πραγματικό ενδιαφέρον και μια αληθινή ευαισθησία.

Από την άλλη, έχουμε την Rim, την πρωταγωνίστρια. Αν και σε καμία περίπτωση δεν είναι «σούπερ-γυναίκα»- σε τελική ανάλυση έχει τις αδυναμίες της και μπορεί να βιώσει θυμό, δυσφορία και αμφιβολίες- είναι, ωστόσο, ένα πιο ελεύθερο πνεύμα, μία περιπλανώμενη, περισσότερο αποφασισμένη, πιο υπεύθυνη για τη ζωή της. Αυτή είναι η συνηθισμένη αναπαράσταση των νεαρών Τυνήσιων γυναικών;

Όπως το επισημαίνεις, η Rim μπορεί να μοιάζει σίγουρη και ελεύθερη, αλλά ορισμένες φορές δυσκολεύεται να αναλάβει την ευθύνη των επιλογών της. Αυτό θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από το όχι πάντα καλοπροαίρετο ενδιαφέρον μιας κοινωνίας μάλλον κομφορμιστικής. Η Τυνήσια είναι πολλαπλή κι είναι αυτή η πολυμορφία, η οποία παράγει τον πλούτο της. Φυσικά, υπάρχουν όλο και περισσότερες Rim, γυναίκες που βιώνουν ελεύθερα τη σεξουαλικότητα και τις επαγγελματικές επιλογές τους. Αλλά, όπως προείπα, μερικές φορές η κοινωνία δεν τις ενθαρρύνει προς αυτή την κατεύθυνση.



Μεγάλο μέρος της λεπτότητας και της καυστικότητας του φιλμ οφείλεται στην εκπληκτικά υπαινικτική ερμηνεία του Majd Mastoura. Μίλησέ μου για τη μεταξύ σας συνάντηση και τη συνεργασία σας για τη δημιουργία του χαρακτήρα του Hedi.

Ο Majd είχε εντοπίσει την ανακοίνωσή μας μέσω του Facebook και είχε φυσικά παρουσιαστεί στο casting. Αμέσως είχα αντιληφθεί την ευαισθησία που θα μπορούσε να προσδώσει στο χαρακτήρα. Κι αυτό παρότι είναι διαμετρικά αντίθετος με τον Hedi. Στη ζωή του, ο o Majd μιλάει δυνατά, αγαπάει το χορό και την ποίηση κι εκφράζεται πολύ με τα χέρια του. Το να καναλιζάρουμε αυτή την ενέργεια ήταν η βασική μας πρόκληση. Αλλά, τελικά, δεν ήταν και τόσο δύσκολο, γιατί έβλεπα την επιμονή και την αυστηρότητα του Majd. Αυτό μου δημιούργησε απόλυτη αυτοπεποίθηση. Δουλέψαμε κάθε λεπτό και κάναμε επαναλήψεις μέχρι να καταλήξουμε στη σύνθεση του χαρακτήρα του Hedi.



Η ταινία σου θίγει, επίσης, το ζήτημα της πιθανότητας της προσωπικής αλλαγής στο πλαίσιο μιας μεταβαλλόμενης κοινωνίας, με το πολιτικό στοιχείο κυρίως στο φόντο. Σε ποιο βαθμό και με ποια έννοια έχει αλλάξει η Τυνησία μετά την ανάδυση της Αραβικής Άνοιξης, τι παραμένει το ίδιο και τι χρειάζεται να γίνει, κατά τη γνώμη σου;

Αυτό που έχει αλλάξει είναι η ελευθερία μας να εκφραζόμαστε. Είναι αναντίρρητο, σήμερα μπορούμε στ’ αλήθεια να μιλάμε για τα πάντα. Είναι μια κατάκτηση, την οποία θα είναι δύσκολο να μας πάρουν πίσω.

Αντιθέτως, σε ό,τι αφορά τις πτυχές της οικονομικής κρίσης η νοοτροπία δεν έχει εξελιχθεί πολύ. Αλλά, όπως τόσο καλά το λέει και ο Majd, 6 χρόνια στη ζωή μιας κοινωνίας δεν είναι τίποτα. Πρέπει να είμαστε υπομονετικοί μέχρι μια τέτοια επανάσταση να φτάσει στις παραδόσεις και να συμπορευτεί, έτσι, με την κοινωνική και πολιτιστική επανάσταση που, προς το παρόν, αργεί ακόμα να έρθει.

Αισθάνεσαι την ίδια οικειότητα τόσο στην Τυνησία, όσο και στη Γαλλία, και, αν όχι, ποια είναι η διαφορά;

Είναι αλήθεια πως είμαστε κοντά στη γαλλική κουλτούρα. Αλλά η Τυνησία είναι, εξίσου, μια χώρα πολύ διαφορετική πολιτιστικά. Προσωπικά, είναι η χώρα μου και θεωρώ ότι, παρά τις δυσκολίες που υπομένουμε από μέρα σε μέρα, οι πιθανότητες να υλοποιήσουμε καινούρια πράγματα παραμένουν τεράστιες Αυτή τη στιγμή ζούμε σε ένα αληθινό αναβρασμό κι είναι πολύ συναρπαστικό να μπορείς να συμβάλεις σε τόσους κοινωνικούς και πολιτιστικούς μετασχηματισμούς.



Η εταιρία παραγωγής των αδερφών Νταρντέν Les filmes du fleuve είναι συμπαραγωγός της Ιστορίας του Hedi. Όντως φαίνεται να μοιράζεσαι μια παρόμοια ευαισθησία στην εξερεύνηση των διλημμάτων, της χαράς, της λύπης και των βασάνων του μέσου ανθρώπου. Τι σας έφερε κοντά; Και τι συγκεριμένα εκτιμάς  στην κινηματογραφική τους προσέγγιση;

Αυτό που εκτιμώ περισσότερο είναι το ωμό συναίσθημα, το οποίο αποπνέουν όλες σχεδόν τις ταινίες τους. Αυτό το συναίσθημα είναι απτό σε χειρονομίες της καθημερινής ζωής μερικές φορές ασήμαντες. Είναι αυτή, λοιπόν, η ικανότητά τους να καθιστούν μια τέτοια κοινοτοπία συγκινητική, που με συναρπάζει και με εμπνέει ταυτόχρονα. Ως θεατής είμαι ευαίσθητος σε ένα σινεμά κοντινό στην πραγματικότητά μου, το οποίο μου υπενθυμίζει την ανθρωπιά και τις αδυναμίες μας. Είναι μέσω αυτών των συναισθημάτων που καταλήγουμε να κατανοούμε πράγματα για μας τους ίδιους. Πολύ σεμνά, είναι αυτό το είδος του σύμπαντος προς το οποίο προσπαθώ να προσανατολιστώ.



Το ντεμπούτο σου μυθοπλασίας κέρδισε πολλά βραβεία, ένα από τα οποία υπήρξε και η Χρυσή Αθηνά στις περσινές Νύχτες Πρεμιέρας. Νιώθεις πιο σίγουρος τώρα για το επόμενο βήμα σου, ή αυτή η διαδικασία δημιούργησε μια αυξημένη αίσθηση ευθύνης;

Για να είμαι ειλικρινής, έχω τη δυνατότητα να μη θέτω στον εαυτό μου τέτοιου είδους ερωτήματα. Αμέσως μετά την κυκλοφορία της Ιστορίας του Hedi, ξεκίνησα να γράφω μια καινούρια ιστορία που μου απορροφά πολύ χρόνο. Όταν βυθίζομαι στη συγγραφή, είμαι περισσότερο εντός της ίδιας της δομής, των χαρακτήρων, του σεναρίου, κι αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει πλέον ο χώρος για τέτοιου είδους ερωτήσεις. Προσπαθώ να κάνω τα πράγματα με την ίδια επιθυμία, την ίδια ειλικρίνεια, ελπίζοντας να συνεχίσω έτσι όσο περισσότερο είναι δυνατόν.

Ευχαριστώ θερμά την Lina Chaabane, εκτελεστική παραγωγό της ταινίας, για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης με τον σκηνοθέτη.

Η ταινία του Mohamed Ben Attia Η ιστορία του Hedi προβάλλεται από τις 14 Σεπτεμβρίου στους κινηματογράφους σε διανομή της StraDa Films.

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

Λούκα Μπελβό: «Η Ακροδεξιά δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο εντός μιας λογικής πολέμου»


Πολιτικό φιλμ στην καλύτερη παράδοση του Κεν Λόουτς ή των Νταρντέν, το Αυτή η γη είναι δική μας του Βέλγου Λούκα Μπελβό ανατέμνει τη διαβρωτική «γοητεία» της Ακροδεξιάς. Στο επίκεντρό του βρίσκεται η ιστορία της δημοφιλούς, αν και φαινομενικά απολίτικης, νοσοκόμας Πολίν (Εμιλί Ντεκέν), που ζει σε μια κωμόπολη του γαλλικού Βορρά και πείθεται να βάλει υποψηφιότητα με τον τοπικό συνδυασμό του εθνικιστικού κόμματος. Συζητώντας με τον σκηνοθέτη, με αφορμή την έξοδο της ταινίας του στις αίθουσες από τις 7 Σεπτεμβρίου.

Το Αυτή η γη είναι δική μας είναι ένα πολιτικό φιλμ στην καλύτερη παράδοση του Κεν Λόουτς ή των αδερφών Νταρντέν. Πώς ορίζετε την «πολιτική ταινία» στις μέρες μας και πόσο επηρεαστήκατε από κινηματογραφιστές όπως οι προαναφερθέντες πριν ή κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της δουλειάς σας;

Μια πολιτική ταινία είναι μια ταινία που αφορά στην εποχή της, που την περιγράφει, που κουβαλά μια συγκεκριμένη άποψη. Οι χαρακτήρες της πρέπει να εγγράφονται σ’ αυτή την εποχή, να συνδέονται με τα γεγονότα, να επηρεάζονται από αυτά ή να τους εντυπώνονται.

Νομίζω ότι για να είναι μια ταινία πολιτική πρέπει οι προθέσεις της να υπερβαίνουν την ιστορία που θέλει να διηγηθεί, αλλά αυτή η ιστορία δεν πρέπει υποχρεωτικά να συνδέεται άμεσα με την πολιτική.

Μπορούμε, για παράδειγμα, να θεωρήσουμε πως η Γκαρσονιέρα του Μπίλι Γουάιλντερ ή το Πρόγευμα στο Τίφανις του Μπλέικ Έντουαρντς είναι πολιτικά φιλμ.

Ασφαλώς, ο Λόουτς ή οι Νταρντέν είναι αναφορές του είδους, όπως κι ο Κώστας Γαβράς ή άλλοι, αλλά ποτέ δε σκέφτομαι κάποιον συγκεκριμένο, όταν κάνω γυρίσματα. Προσπαθώ να αφηγηθώ την ιστορία και τους χαρακτήρες με τον καλύτερο τρόπο.



Περιγράφετε με ακρίβεια το μετασχηματισμό της Ακροδεξιάς σε μια πιο «πολιτικά ορθή» οντότητα, τουλάχιστον επιφανειακά, η οποία, ωστόσο, δεν προδίδει, ούτε αποκηρύσσει, τις καταβολές της. Αυτό ισχύει τόσο στη Γαλλία, όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ελλάδα. Διεξήγατε εκτεταμένη έρευνα σχετικά με την ιστορία του Εθνικού Μετώπου κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της ταινίας σας;

Ναι, ασφαλώς. Σχετικά με την ιστορία του, αλλά επίσης και αναφορικά με το τι είναι σήμερα. Γι’ αυτό το λόγο συνεργάστηκα με τον Ζερόμ Λερουά, ο οποίος έχει γράψει ένα μυθιστόρημα, το Le bloc, που ήταν επίσης πορτρέτο του Εθνικού Μετώπου. Είναι ειδικός σ’ αυτό το ερώτημα. Είχε, εξάλλου, το πλεονέκτημα να ζει στην περιοχή, όπου εκτυλίσσεται η ιστορία, την ήξερε πολύ καλά, και βεβαίως ήξερε πολύ καλά τις ιδιαιτερότητες του Εθνικού Μετώπου σ’ αυτό το μέρος της Γαλλίας. Ήταν σημαντικό, γιατί το Εθνικό Μέτωπο δεν είναι ένα ομοιογενές κόμμα, μπορεί να αλλάξει το λόγο και το εκλογικό του σώμα σύμφωνα με την κοινωνιολογία των περιοχών, στις οποίες είναι παρόν.



Στο Αυτή η γη είναι δική μας, επανασυνδέεστε με την Εμιλί Ντεκέν, που δίνει την πιθανώς καλύτερη ερμηνεία της από την εποχή της Ροζέτας, στο ρόλο μιας φαινομενικά απολίτικης, χωρίς ταξική συνείδηση και γεμάτης αντιφάσεις νοσοκόμας. Γιατί αποφασίσατε να την αποτυπώσετε με αυτό τον τρόπο; Σε ποιο βαθμό δουλέψατε μαζί στο χτίσιμο του χαρακτήρα της;

Όπως καταλάβατε, η ταινία είναι πολύ «ντοκιμαντερίστικη», και σε κάθε περίπτωση τεκμηριωμένη. Δε θα μπορούσα να περιοριστώ στην εξιστόρηση των φαντασιώσεών μου για το θέμα.

Ο χαρακτήρας της νοσοκόμας εκπροσωπεί ένα μεγάλο εύρος του εκλογικού σώματος και των υποψηφίων του Εθνικού Μετώπου που είναι θύματα της καινούριας ρητορικής του θεωρώντας πως, ενώ τα κόμματα εξουσίας υπήρξαν ανίκανα να αλλάξουν τα πράγματα, μόνο αυτό θα μπορούσε να τα καταφέρει.

Πρόκειται για ανθρώπους στην πλειονότητά τους γεννημένους στη δεκαετία του ’80, οι οποίοι δεν έχουν γνωρίσει τίποτε άλλο πέρα από τη μαζική ανεργία και την κρίση και δεν υπήρξαν πολιτικοποιημένοι. Είναι άνθρωποι που δε γνωρίζουν ή γνωρίζουν λαθεμένα την ιστορία του Εθνικού Μετώπου, από πού προέρχεται, ποιες είναι οι ιδεολογικές του ρίζες. Για εκείνους, είναι το μόνο κόμμα το οποίο δεν έχει ποτέ βρεθεί σε θέση εξουσίας, και γι’ αυτό πρέπει να προσπαθήσει.

Ένα μεγάλο κομμάτι αυτών των ανθρώπων, ας πούμε το 30%, δεν είναι ούτε ρατσιστές, ούτε φασίστες, ούτε καν ακροδεξιοί. Ακόμα περισσότερο, προέρχονται από οικογένειες της εργατικής τάξης, της Αριστεράς. Ορισμένοι είχαν υπάρξει μαχητικοί συνδικαλιστές. Η καινούρια τους δέσμευση είναι απόρροια μιας αίσθησης προδοσίας από τις ελίτ, ότι η κοινωνική κατάσταση είναι όλο και πιο δύσκολη  και, επίσης, μιας ορισμένης αφέλειας. Για το Εθνικό Μέτωπο είναι πολύ χρήσιμοι, επειδή δίνουν μια δημοφιλή εικόνα του κόμματος: συμπαθητικού, κοντά στους ανθρώπους, στο «λαό».



Γι’ αυτό, έπρεπε να βρω μια ηθοποιό ταυτόχρονα συμπαθητική, δημοφιλή και που την νιώθουμε ικανή, την ίδια στιγμή, να αφοσιωθεί και να θυμώσει. Είχαμε ξανασυνεργαστεί για την προηγούμενη ταινία μου Pas son genre, την οποία είχαμε γυρίσει στην ίδια περιοχή. Εμπνεύστηκα τους χαρακτήρες του Αυτή η γη είναι δική μας από το Pas son genre.

Πόσο σημαντική ήταν η επιλογή της τοποθεσίας σε σχέση με το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο, το οποίο μυθοπλαστικά αναδημιουργείτε;

Η περιοχή όπου εκτυλισσόταν η ιστορία ήταν σημαντική, γιατί το Εθνικό Μέτωπο δεν είναι το ίδιο στο Βορρά με το Νότο της Γαλλίας.

Είναι ένα λαϊκιστικό κόμμα, προσαρμόζει το λόγο του ανάλογα με τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται. Η κοινωνιολογία του Βορρά και της Ανατολής της Γαλλίας δεν είναι ίδια με εκείνη των μεσογειακών περιοχών. Δεν έχουν την ίδια ιστορία, πολιτική ή κοινωνική, την ίδια κοινωνιολογία. Οικονομικά δεν υπάρχουν αναγκαστικά οι ίδιες προβληματικές, ούτε οι ίδιες προσδοκίες. Αντιλαμβανόμαστε ότι δύο πολιτικές γραμμές έρχονται αντιμέτωπες εντός του κόμματος, κι οι δύο αυτές τάσεις αναδύονται και γεωγραφικά.

Αφηγούμενος μια ιστορία, η οποία συμβαίνει στο Βορρά, αναφέρομαι σε μια τάση του κόμματος, την πιο πρόσφατη, αυτή που προσελκύει τους περισσότερους από τους καινούριους ακτιβιστές. Είναι αυτή, η οποία είναι αυτή τη στιγμή περιθωριοποιημένη εντός των ηγετικών κλιμακίων του κόμματος.



Η ταινία σας προκάλεσε ορισμένες έντονες αντιδράσεις, κυρίως από την πλευρά του Εθνικού Μετώπου. Τις περιμένατε ή σας ένοιαζαν καθόλου;

Ναι, περίμενα πολύ ζωηρές αντιδράσεις, αλλά η βιαιότητά τους με εξέπληξε, γιατί τις φανταζόμουν πιο «έξυπνες». Στην πραγματικότητα, ο λόγος τους, εξαιρετικά βίαιος, απευθύνεται αποκλειστικά στη βάση του κόμματος. Ήταν ένας τρόπος να πουν στους ακτιβιστές τους τι έπρεπε να σκεφτούν και να πουν για το φιλμ. Κι όλα αυτά χωρίς να το δουν. Πρόκειται για τον κλασικό τρόπο λειτουργίας ενός ολοκληρωτικού κόμματος.

Αν και η Μαρίν Λε Πεν απέτυχε να κερδίσει στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, η έκβασή τους αποκάλυψε μια βαθιά διχασμένη κοινωνία. Κατά τη γνώμη σας, πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί πιο αποτελεσματικά η Ακροδεξιά- σε όλες της τις μορφές και με όποια ονόματα χρησιμοποιεί- σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο;

Νομίζω πως πρέπει να αποδείξουμε συστηματικά- με πράξεις, με αναλύσεις, με παραδείγματα- σε ποιο βαθμό οι απλουστευτικές λύσεις δεν μπορούν να λειτουργήσουν μέσα σ’ ένα κόσμο και μια κοινωνία με όλο και μεγαλύτερη πολυπλοκότητα, καταδεικνύοντας, επίσης, ότι τα μέτρα που προτείνει είναι επικίνδυνα.

Η Ακροδεξιά δεν είναι μόνο αντιδραστική, αν θεωρήσουμε πως ο αρχαίος κόσμος είναι αναγκαστικά το μόνο έγκυρο μοντέλο, αλλά είναι επίσης και βίαιη, γιατί οραματίζεται τον κόσμο μόνο με όρους σύγκρουσης. Δε γνωρίζει παρά μόνο φίλους ή εχθρούς. Όχι συνομιλητές, με τους οποίους αντιπαρατίθεται, συζητά, αλλά μονάχα εχθρούς που πρέπει να πολεμήσει. Για την Ακροδεξιά, η αντίφαση είναι μια επίθεση. Δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο εντός μιας λογικής πολέμου, δεν έχει άλλη προοπτική. Γι’ αυτό και θα είναι πάντα επικίνδυνη.

Ευχαριστώ θερμά την Anne Hermeline, υπεύθυνη Τύπου του καλλιτεχνικού πρακτορείου που εκπροσωπεί τον σκηνοθέτη, για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Η ταινία του Λούκα Μπελβό Αυτή γη είναι δική μας προβάλλεται από τις 7 Σεπτεμβρίου στους κινηματογράφους σε διανομή της Weird Wave.