Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

Adélaïde Bon: «Δεν υπάρχει ένας αληθινά ασφαλής χώρος όταν έχεις βιαστεί μικρή»

 

Adélaïde Bon (Photo: © Philippe Matsas)

Σε ηλικία εννιά ετών υφίσταται σεξουαλική κακοποίηση από άγνωστο άντρα.

Στο αυτοβιογραφικό αφηγηματικό της ντεμπούτο Το κοριτσάκι στον παγετώνα, η Γαλλίδα συγγραφέας και ηθοποιός Adélaïde Bon ανατέμνει το τραυματικό βίωμά της λιτά και συγκλονιστικά.

Συνομιλώντας μαζί της με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά.

Χρωστούσες στο κοριτσάκι που υπήρξες, στον τωρινό εαυτό σου και σε όλα τα θύματα σεξουαλικής βίας τη συγγραφή του μυθιστορήματος Το κοριτσάκι στον παγετώνα;

Είναι δύσκολο να δώσω μια απάντηση, υπάρχουν τόσοι λόγοι που γράφεις.

Ένας λόγος ήταν προσωπικός. Ανέκαθεν ήθελα να γράψω και πέρασα όλη μου τη ζωή «κυνηγώντας» λέξεις, ξεκινώντας και τερματίζοντας πράγματα. Συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να γράψω αυτή την ιστορία αν ήθελα να γράψω άλλες.

Δεν ήταν κάτι θεραπευτικό για μένα. Έκανα ήδη θεραπεία επί πολλά χρόνια. Η συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος ήταν κάτι πολύ δομημένο.

Όταν, επομένως, ξεκίνησα να το γράφω, είχα κατά νου πως το χρωστούσα στον μικρό μου εαυτό, όπως είπες, και σε όλες και όλους τις αδερφές και τους αδερφούς μου που έχουν επίσης κακοποιηθεί.

Νιώθεις τυχερή;

Υπήρξα πολύ τυχερή. Στη Γαλλία συμβαίνει μόνο στο 1% των περιπτώσεων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ο δράστης να δικαστεί και να καταδικαστεί.

Ήμουν επίσης τυχερή γιατί δεν επρόκειτο για κάποιο μέλος της οικογένειάς μου, όποτε μπορούσα να μιλήσω ανοιχτά για το ζήτημα χωρίς να φοβάμαι ότι θα χάσω κάποιον που αγαπώ.

Ήμουν, τέλος, τυχερή που βρήκα μια θεραπεύτρια η οποία μπόρεσε να με βοηθήσει, να μου δώσει τις σωστές λέξεις, και να καταλάβω τι περνούσα.

Εκτός από τυχερή -που το αναγνωρίζεις-, υπήρξες και προνομιούχα, έχοντας τη δυνατότητα να δοκιμάσεις θεραπεία διαφόρων ειδών και σχολών. Άλλες και άλλοι δεν καταφέρνουν να τη βιώσουν ούτε στον ελάχιστο βαθμό.

Υπήρξα πολύ προνομιούχα. Το αναγνωρίζω. Πρόκειται για μια πολύ ακριβή διαδικασία.

Ήθελα, λοιπόν, να γράψω ένα βιβλίο που θα βοηθούσε άλλα θύματα να ζήσουν μια πιο μακρά ζωή. Ήθελα να κινηθούν πιο γρήγορα, να τους δώσω ένα μονοπάτι, έναν τρόπο να βρουν απαντήσεις.

Ένα άλλο ζήτημα ήταν να βρεις ή να επινοήσεις τον κατάλληλο τρόπο να επανοικειοποιηθείς τη γλώσσα, προκειμένου να καταπιαστείς με όσα είχες υποστεί. Πόσο απαιτητικό υπήρξε αυτό ανά τα χρόνια;

Πάντοτε ένιωθα πως οι λέξεις δεν αρκούσαν.

Ακόμα κι όταν βίωνα τραυματική αμνησία, δεν ήξερα τι είχε υποστεί το σώμα μου χρόνια πριν. Πάλευα με έναν δαίμονα που δεν είχε πρόσωπο. Υπήρχε κάτι μέσα μου που δεν μπορούσα να εκφράσω και να του δώσω μορφή.

Ενώ έγραφα αυτό το βιβλίο, δεν είχα ιδέα ότι θα εξελισσόταν σε κάτι τόσο όμορφο. Υπήρχε τόση οργή μέσα μου, τόσο επιτακτική ανάγκη να το γράψω, που δε σκεφτόμουν αν θα βρω μια καινούρια γλώσσα. Απλά συνέβη.

Λίγο λίγο, σελίδα τη σελίδα, λέξη τη λέξη μπόρεσα τελικά να αρθρώσω και να δώσω ρυθμό σε αυτή την «ήπειρο» που δεν ήξερα πώς να εκφράσω. Μιας και κατάφερα κάτι τέτοιο, μπορούσα και να το μοιραστώ με άλλες και άλλους.

Υπάρχει κάτι περίεργο με τη σεξουαλική βία, σού αποσπούν τις λέξεις σου. Ο δράστης είναι ο άρχοντας των λέξεων. Όταν λέει, «είναι καλό, το κάνω για σένα, είμαι φίλος σου, σου αρέσει», αυτές οι λέξεις σε μολύνουν, σε «αποικιοποιούν».

Βλέπεις τι σου έχει συμβεί μέσω των δικών του λέξεων. Είσαι, άρα, εντελώς αποσυνδεδεμένος από τον εαυτό, τις σκέψεις και τα συναισθήματά σου. Μου πήρε πολλά χρόνια ν’ ανακαλέσω τις λέξεις του και να συνειδητοποιήσω: «Δεν το είπα εγώ».

Μόνο βρίσκοντας τις σωστές λέξεις κατάφερα και πάλι να γίνω ο εαυτός μου, να «απο-αποικιοποιηθώ» από τη βία, τις σκέψεις, το μίσος του.

Δεν ξέρω αν είμαι πολύ σαφής!

Είσαι απολύτως σαφής. Δε θα κατάφερνα να ήμουν εξίσου ξεκάθαρος αν μου είχε συμβεί ένα τόσο τραυματικό γεγονός στην πρώιμη ζωή μου.

Εφόσον, όμως, το βιβλίο σου είναι απολύτως αυτοβιογραφικό, αναρωτιέμαι γιατί σε κάποιες περιπτώσεις προτιμάς την πρωτοπρόσωπη και σε άλλες την τριτοπρόσωπη αφήγηση.

Η απάντηση θα είναι πολύ απλή. Δε δούλεψε. Όταν γράφεις, προκύπτει ό,τι προκύπτει, και μερικές φορές αντιστέκεται.

Όταν, λοιπόν, έγραφα σε πρώτο πρόσωπο, δεν ακουγόταν σωστό. «Ο Ναπολέων είσαι και γράφεις σε πρώτο πρόσωπο;», έλεγα στον εαυτό μου.

Μόνο κατά τη συμπλήρωση των 2/3 της δουλειάς συνειδητοποίησα πως όλες εκείνες οι στιγμές που δεν μπορούσα να δω το πρώτο πρόσωπο ήταν στιγμές κατά τις οποίες ήμουν εντελώς αποσυνδεδεμένη από τον εαυτό μου.

Εκείνες τις στιγμές δεν είχα μια κανονική ταυτότητα, δεν υπήρχε ένα «εγώ». Δεν μπορούσα να γράψω «εγώ», γιατί δεν ήμουν ένα πρόσωπο, ήμουν ένα παζλ με διασκορπισμένες ψηφίδες.

Ενώ έγραφα, κατέφτασε το πρώτο πρόσωπο, και το άφησα.

Οπότε η απάντηση δεν ήταν και τόσο απλή! Κι η ηθοποιία, σε έχει βοηθήσει να συνειδητοποιήσεις και να ξεπεράσεις τα τραύματά σου- ή, σε έναν βαθμό, υπήρξε κι αυτή μια τραυματική εμπειρία;

Επί πολύ καιρό υπήρξε για μένα ένας τρόπος αισθάνομαι πράγματα σε ένα ασφαλέστερο περιβάλλον. Όταν βρισκόμουν στη σκηνή, είχα ασφάλεια και μπορούσα να χρησιμοποιώ λέξεις που δεν ήταν δικές μου και μου ηχούσαν σωστές.

Σ’ αυτόν τον χώρο μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου, μιας και κανένας άλλος δεν μπορούσε να με δει, γιατί ήμουν κρυμμένη πίσω από έναν χαρακτήρα, κι αυτό μου έδινε πολλή ελευθερία.

Έπειτα, όμως, επειδή δεν υπάρχει ένας αληθινά ασφαλής χώρος όταν έχεις βιαστεί μικρή, όλα τα συμπτώματά μου επανεμφανίστηκαν. Έτσι, ακόμα και στη σκηνή, άρχισα να νιώθω μίσος και να κρίνω τον εαυτό μου.

Όταν είσαι ηθοποιός, αφήνεις την επιθυμία των άλλων να σε γεμίσει, γίνεσαι η μαριονέτα τους. Για πολύ καιρό ήταν βολικό για μένα να είμαι η μαριονέτα άλλων, μιας και δεν ήξερα ποια ήμουν.

Μετά, όμως, αυτό έγινε μαρτύριο, συνειδητοποίησα πόσο απομακρυσμένη ήμουν από τον εαυτό μου. Μου έλεγαν: «Να είσαι ο εαυτός σου». Και ποιος διάoλο ήταν αυτός;

Δεν είναι σύμπτωση, λοιπόν, που επέλεξα αυτή τη δουλειά. Έμαθα πολλά, υπέφερα πολύ και, τελικά, υπήρξε πολύ σημαντική και για τη συγγραφή μου, γιατί έμαθα να γράφω με τα συναισθήματα και το σώμα μου. Το γράψιμό μου είναι οργανικό.

Έμαθες ακόμα περισσότερα όταν έγινες μητέρα, υποθέτω.

Ναι, άλλη ιστορία αυτό. Μεγάλη περιπέτεια. (Γέλιο).

Υπήρξαν στιγμές που αισθάνθηκες ότι δε θα τα καταφέρεις;

Η πρώτη περίοδος ήταν η πιο δύσκολη ολόκληρης της ζωής μου. Ήμουν εντελώς χαμένη. Βίωνα τεράστιο άγχος και βίαια οράματα, φοβόμουν πολύ για τον εαυτό μου και πως θα βλάψω το μωρό μου. Στιγμές απόλυτης απελπισίας.

Όχι πολύ αργότερα συνάντησα την θεραπεύτρια Μυριέλ Σαλμονά που μου είπε ότι δεν ήμουν εγώ αυτή, αλλά ήταν το μίσος που με «αποικιοποιούσε». Ίσως το αγοράκι μου χρειαστεί να κάνει κι αυτό θεραπεία!

Το κίνημα #MeToo έχει πρόσφατα αποκτήσει κάποια δυναμική στην Ελλάδα. Όσο για τη Γαλλία, έχει επιδράσει στη διαμόρφωση του δημόσιου λόγου σχετικά με ζητήματα έμφυλης βίας ή του τρόπου αντίληψής τους σε κοινωνικό επίπεδο;

Μπορώ να δω πως υπάρχει σημαντική αλλαγή, ιδίως σε σχέση με τον νόμο για την αιμομιξία.

Όπως ξέρεις, η αιμομιξία είναι η πιο συνήθης μορφή σεξουαλικής βίας και μια από τις λιγότερο καταγραφόμενες. Νόμιζα ότι θα περνούσαν χρόνια μέχρι να τεθεί επί τάπητος. Ακόμα κι οι δημοσιογράφοι, δε χρησιμοποιούν την οπτική του δράστη πλέον.

Ο σχετικός νόμος είναι καταστροφικός και απολύτως μη λειτουργικός, αλλά αλλάζει. Παλαιότερα, μπορούσες να πεις ότι ένα ανήλικο παιδί άνω των πέντε ετών συναινεί στη σεξουαλική σχέση με έναν ενήλικα.

Πώς θα μπορούσε να τεκμηριωθεί συναίνεση;

Στη Γαλλία πρέπει να αποδείξεις, μεταξύ άλλων, ότι υπήρχε βία, περιορισμός και απειλή για τεκμηριωθεί βιασμός. Στην περίπτωση βιασμού ανήλικου από ενήλικο αρκεί το ότι ο δράστης είναι ενήλικος.

Τώρα ελπίζω πως η ηλικία του συναινούντος ανήλικου/συναινούσας ανήλικης θα γίνουν τα 15 χρόνια.

Σε κάθε περίπτωση, δεν επικρατεί σιωπή.

Όλοι στη Γαλλία έχουν πλέον επίγνωση ότι ο βιαστής δεν είναι ένας αλλόκοτος τύπος, αλλά ο πατέρας σου, ο θείος σου, ο ξάδερφός σου. Κι αυτό συνιστά μια τεράστια αλλαγή.

Τα στερεότυπα για τον βιασμό αλλάζουν, ενώ ακούμε τα θύματα, κάτι που ποτέ δε συνέβαινε πριν. Είμαι αισιόδοξη.

Γίνεσαι όντως 40 την 1η Μαρτίου του 2021;

Ναι!

Νιώθεις περισσότερο ισορροπημένη, πιο ολοκληρωμένη, ηρεμότερη, πιο σθεναρή, ίσως, ως άνθρωπος τώρα;

Αισθάνομαι ζωντανή, κι αυτό δεν είναι ένα συναίσθημα που βίωνα ακόμα και πέντε χρόνια πριν!

Ανέκαθεν υπήρξα μαχήτρια και επιζήσασα, και τώρα νιώθω πως μπόρεσα να καταθέσω τα όπλα. Μερικές φορές αυτό είναι τρομακτικό, γιατί όταν είσαι μαχητής, πάντα έχεις κάτι να κάνεις, κι αυτό σου δίνει ζωή και μια αίσθηση ανακούφισης και βεβαιότητας.

Αισθάνομαι ότι το δωμάτιο είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο νόμιζα, υπάρχουν πολλές κατευθύνσεις που θα μπορούσα να πάρω, και μερικές φορές νιώθω λίγο χαμένη.

Πάντα είχα έναν στόχο, να γίνω καλύτερα. Τώρα που τα συμπτώματά μου έχουν εξαφανιστεί, που θεραπεύτηκα, αυτό μου δίνει όρεξη και ταυτόχρονα με τρομάζει. Δεν είμαι πολεμίστρια πια.

Η μείζων μάχη της ζωής σου δόθηκε και κερδήθηκε, πάντως. Σε αναμονή περαιτέρω μαχών σε άλλα πεδία, λοιπόν. Ίσως λογοτεχνικά. Ετοιμάζεις κάτι καινούριο;

Γράφω μυθοπλασία. Δουλεύω πολύ πάνω στον οικοφεμινισμό, σε ένα είδος μανιφέστου. Η συγγραφή είναι ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου αυτή τη στιγμή.

Ευχαριστώ θερμά την Gabriela Panaget από τις Εκδόσεις Grasset για την καθοριστική συμβολή της στη διοργάνωση της συνέντευξης.

Το αφήγημα της Adélaïde Bon Το κοριτσάκι στον παγετώνα κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Στερέωμα σε μετάφραση της Άννας Δαμιανίδη.



Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

Rudi Erebara: “We were potential enemies earmarked for prison”

 

Rudi Erebara (Photo credit: Xhodi Hysa)

Kafka “meets” Kundera on Albanian soil in the awarded novel The Epic of the Morning Stars by Albanian author and poet Rudi Erebara.

Uncovering of the immorality of Enver Hoxha’s dictatorial regime and a tribute to the famous Albanian painter Edison Gjergo, the book is available in Greek by Strange Days Books.

An in depth conversation with the author.

The Epic of the Morning Stars is both a fictional yet very compelling uncovering of the immorality of Enver Hoxha’s dictatorial regime and a tribute to painter Edison Gjergo and the spirit of independent art in general.

What do you most vividly recall from your teenage years, while growing up during the last stages of the regime?

I recall my early childhood in the sunlit Tirana gardens that now have gone extinct; also in the movie sets around Albania alongside my father. He was one of Albania’s first film directors and amongst the most important directors we had.

He took me along for a simple reason: my brother was just born and my mother could not take care of both of us at the same time while working as a teacher.

So, I followed my father in two movies -On the verge of the summer and Freedom forest-, both on the subject of the war against the fascist Italian invaders. Life was beautiful back then.

The death of my grandmother and my crying at her funeral marked the end of those happy times.

Afterwards, something brutal happened that terminated my childhood, once and for all: my uncle, with whom I was very close, tried in his mid-twenties to escape from Albania with his friend, Petros.

They attempted to flee from the Ohrid Lake, towards Yugoslavia or Greece, and that was it. We never heard from them again, even to this day. They were considered enemies of the state, and so were their families.

Our family and the family on my mother’s side, were luckier than the rest, because the regime did not banish us from Tirana, as they did with the family members of my uncle’s friend.

They suffered badly and, to my knowledge, they were amongst the first Albanians to cross the border over to Greece in 1990. They live in Greece today as we speak.

From the day the secret police came to pay us a visit, all the youngsters of my neighborhood got the habit of taking me to spots where no one could see us to ask me where my uncle was. I did not know.

I was too young to understand what an enemy of the state was and what it meant to be one. I was an undeclared enemy of the state.

However, I understood fear quite well. Fear never left my brains until 1990, when I joined the Student Movement for Democracy. The parents of most of the older kids who asked me were my uncle was worked with the state police and secret police.

They came to live in our neighborhood in the new apartment buildings built by the regime, some on my grandfather’s land. In less than 10 years, we, the natives of the oldest neighborhood in Tirana, became a real minority in a political sense.

Fear guided us. Fear taught us what the right thing to do on every occasion was. We searched the archives, even through television, to find my uncle and his friend up to 2007, but the search was futile.

Fear was to us what a stethoscope is to the doctor, a way to find out if any infectious danger had entered our life.

Hundreds of thousand Albanians shared the same plight. We were potential enemies earmarked for prison just to fulfill the need of the regime for actual enemies.

We were useful more than just potential inmates; the regime might need us just to supply free labor in mines, construction, etc. We knew it. There was no need to be actually guilty of something.

Why does Edison Gjergo constitute such a fundamental influence on you?

Edison Gjergo, the painter, and his friends and colleagues, painter and architect Maks Velo and painter Ali Oseku, were all condemned to prison sentences pursuant to that infamous law, 55/gj, for agitation and propaganda against the “state of the people”.

All three of them got 9-year sentences, and were sent to a forced labor camp in a devil’s den called Spaç, a chrome mine in the middle of three mountains in northern Albania.

Their life story was to us, arts students, a sort of a scary movie. Their fate was a taboo in each and every discussion. We did not even know how they looked like. At that time we didn’t know whether they were still in or out of prison.

But to us, they were absolutely famous, great artists, great humans. They were such big artists, that the regime, in order to prevail against them, had to put them in jail, so all of us could take a lesson for free of what happens if you don’t obey and serve the regime.

By the end of lyceum, we had fallen in love with these great artists, of whom we knew only the legend. Their art was prohibited, so it had to be great- as it is, actually. For their art, they paid with their life.

The absence of their faces in this story made them even more sublime. The conception of this book, the The Epic of the Morning Stars, started back then. That was forty years ago.

It bore the same title with the eponymous painting by Edison Gjergo, the ticket that opened the gates of Hell to him.

As for Maks Velo, I knew nothing about him back then. We became friends in 1991, and our friendship lasted until the day he left this world, last year. Our last coffee -he had tea- was one week before the total quarantine.

He told me about his last book, about the suicides of people on the day of their release after a long jail sentence. Real stories. Velo published over 7 books, memories and fiction based on memories. True books.

As for the great artist Ali Oseku, he was my professor in the Academy of Fine Arts, then later and to this day a dear friend. He is still doing great with art until now.

This memory has been following me throughout all these years as pain, danger and risk- all tightly interwoven with the fate my family would have had if I had done something wrong, just like my father.

It was very personal, in the way that a final verdict is. It was something that all of us have been carrying along. We were all possible enemies of the state.

Nowadays, I am glad that nothing grave or drastic, has happened to us in real life, because, luckily, we did not make that single big mistake, the one the fish commits with the hook. We did not take the bait. It was almost inevitable.

To face it, I wrote a book for my children and their generation, so that they could read what has happened to us all.

At present, that part of our history under the dictatorial regime is being published in 3 -and soon in 4- European languages, to fill a blind spot in the European history of war against evil.

Your novel unfolds in 1978, when the rupture between Enver Hoxha’s regime and Maoist China takes place. Why is this year so crucial in recent Albanian history?

1978 has a tremendous historic importance for Albania, because it marked the end of a wave of a soft liberalism characterized by a plethora of imprisonments of artists, musicians, actors and singers.

Even one minister of Culture ended up in jail for almost 10 years.

His son is the public intellectual Fatos Lubonja, a great human being who survived 18 years of prison once risking execution, while serving a 10-year sentence in a forced labor camp.

That was the year when Albania entered its darkest period since the Ottoman occupation. Total isolation.

It started the “made in Albania” communist dictatorship, under the same old Marxist- Leninist ideology, yet outside the Soviet or Chinese payroll. The whole of Albania was transformed overnight into a natural prison.

Like those old Soviet Babushka dolls, several of the novel’s characters, and especially the protagonist/alter ego of Edison Gjergo Edmond/Suleiman, are in conversation with/fighting against a secret self. Why?

After 1978, in absence of the help from the big communist economies, only propaganda was abundant in Albania, because it came for free.

The regime resorted to unlimited propaganda to justify the absence of the most elementary goods such as food. 80% of population ate corn bread for most of the year, as its everyday meal.

The government started picking on the healthy people as possible enemies to imprison just to make the wheels of economy turn, so they could be forced to work under terrible conditions in the chrome and iron mines.

In one way, the Albania we inherit to this day is the Albania that was left from 1978. After the breakup with China, the economy declined with no return. Everything was destroyed.

By the end of the ‘80s, there was food shortage as in Germany after Second World War. I have queued for long hours, from 2 o’clock in the morning until 6:30 just to get 100 gr of ground meat, because the available stock did not last until 7.

Only the first bunch of people could buy some. The rest had to return and wait another day.

By the end of the ‘80s, we were back to the restrictions after the Second World War: 1 kg of meat every two weeks per family of five. There was no milk, except for babies.

I have grown old and still experience this problem with milk, like most people. I just cannot drink milk. My body will not accept it 30 years from that time.

The washed-off red, a highly imaginative literary device, sets the narrative -and the characters’ problems- in motion. Is this a hint at the decomposition of an imposed political ideal?

The washed off red actually happened that day. It is a story that took place for real during the May Day parade because of the sweat, or just after a light May rain. The fact is that the only thing that the dictatorship offered in abundance was violence.

Hundreds of thousands of people got paid to live the same shitty life like their victims, but what they got paid for was to use violence. And this was a political duty. It had little else to do with life in progress. There was no ration in violence.

Somehow, people started recalling as the good old times the era of Russian rule over Albania, and later on they created an idyll about the abundance of what they called the “Chinese times”.

Communism in Albania never came to the point to become something to be idolized. It was just a propaganda that justified killing in the name of progress.

By 1978, all educated members of the Albanian elite were ether killed, imprisoned - sometimes for life-, or just crushed to inexistence.

As an example, I have to recall what happened in February 19, 1951. A small device exploded inside the courtyard of the embassy of the Soviet Union in Tirana.

For this incident, resulting in just one broken glass, 21 males and one female were shot. They were all innocent. They had nothing to do with the incident. They were killed, buried and in the next day they were judged.

Now, we have proof that the list for this genocide was prepared in the beginning of February. That was at least 12 days before the incident. All the victims were from elite Albanian families. The woman was the first Albanian female scientist.

In The Epic of the Morning Stars Kafka “meets” Kundera on Albanian ground. Would you cite them among your literary influences?

Well, Kafka was prohibited, just as was Dostoevsky and hundreds of others from the top list of the greatest writes of humankind. We all read these authors after 1992.

Have you personally faced prejudice or underestimation with regard to your work both from Western European literary critics and/or readers just because you happen to come from the literary “periphery”?

My book was just published and, unfortunately, this has happened under the unfavorable conditions of COVID-19 pandemic. In addition to Greek, it is available in Bulgarian and Italian, and will hopefully be published in Spanish too.

It was hard to make it work, because of the shortage of translators from Albanian to languages other than those of neighboring countries. How it is going to do in the market, let’s see.

Many thanks to the translators of my book in these languages. I have not had the chance to hold a copy of it in other translations yet, with the exception of the one in Italian, a language that I can read and write.

Yes, it is such a tremendous achievement for me, exactly because I come from this literary periphery.

So far, there are Albanian writers published in other languages, but no one so far got any close to the success of Ismail Kadare, our most famous writer, from 1960’s up to now.

Your novel The Epic of the Morning Stars is available in Greek by Strange Days Books, a small peripheral social co-operative enterprise functioning in a pretty much “communist” spirit within a capitalist economy.

I want to thank Strange Days Books, the translator Elson Zguri and his friend Almir Hoxhaj, who brought my book into Greek.

The truth is that for most, or maybe all of the contracts I have signed with publishing houses, I barely believed that my book was going to make it. But it did, thanks to the help of the European Union.

Without their help, I still believe that it was never going to make it, to be published as it did. Now, as I said, let’s see how it does with the foreign readers.

Here, at home, it has been a success. As for Strange Days Books, I wish them the best for the future, feeling grateful.

How do you connect with contemporary Greece in its various aspects?

Well, I was hoping to be present in Greece for the first time on this occasion. Tough luck, though!

And it is going to be a very long time before I get there, since there are no vaccines in Albania yet and the borders are still closed just to remind us how it was during the Cold War.

I have read plenty of Greek authors in Albanian translations. Yannis Ritsos was big back then.

You see, if someone wants to understand what communism is like, should first accept it within himself, that Yannis Ritsos, Pablo Neruda, Vladimir Mayakovsky are not really what communists are in reality.

Elitis, Kavafis, Seferis, I’ve read them with love. All great poets.

Exploiting a real, deadly and very dangerous pandemic, a global totalitarianism is on the rise. To what extent is it similar to or does it differ from the totalitarianism that was prevalent in Albania for 45 years?

At this point, I may say, half joking, that we are somehow immune from this totalitarianism.

We who have lived under communism maybe don’t know much from Western lifestyle, maybe we are still quite behind in many aspects of that, but I assure you that we can “sniff” a dictatorship a soon as it shows up.

Who would have thought that we would come to see people that walk with masks on and stay put in a bar for 4 hours without a mask on, as it’s happening in Albania for months now?

And finally, what kind of Albania -culturally, politically, socially- and Europe do you envision nowadays?

An Albania inside the European Union gives me some hope that we will win the mafia controlling our government and destroying our lives with the same people that run communist Albania some 30 years ago.

It has to happen pretty soon, because I don’t know how many people are going to be left in this country.

Over the past 8 years, another half a million has emigrated from Albania to Europe or USA. We desperately need to be part of the EU, today, because even tomorrow feels too far for me.

I warmly thank Gregory Papadoyiannis of Strange Days Books for his valuable contribution to the organization of the interview and the author Rudi Erebara for his kindness and time.

Rudi Erebara’s novel Τhe Epic of the Morning Stars is published in Greek by Strange Days Books, translated by Elson Zguri and edited by Αlmir Hoxhaj.



Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

Rudi Erebara: «Ήμασταν δυνητικοί εχθροί προορισμένοι να φυλακιστούμε»

 

Rudi Erebara (Photo credit: Xhodi Hysa)

Ο Κάφκα «συναντά» τον Κούντερα σε αλβανικό έδαφος στο βραβευμένο μυθιστόρημα του Αλβανού συγγραφέα Rudi Erebara Το έπος των άστρων της αυγής.

Ξεσκέπασμα της ανηθικότητας του δικτατορικού καθεστώτος του Χότζα και φόρος τιμής στον φημισμένο Αλβανό ζωγράφο Edison Gjergo, το βιβλίο κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο Παράξενες Μέρες. Μια σε βάθος συνομιλία με τον συγγραφέα.

Το Έπος των άστρων της αυγής είναι ένα μυθοπλαστικό -αλλά πειστικό- ξεσκέπασμα του δικτατορικού καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα και ένας φόρος τιμής στον ζωγράφο Edison Gjergo και το πνεύμα της ανεξάρτητης τέχνης.

Τι θυμάσαι πιο έντονα από την εφηβεία σου, ενώ μεγάλωνες στη διάρκεια των τελευταίων σταδίων του καθεστώτος;

Θυμάμαι την πρώιμη παιδική μου ηλικία στους ηλιόλουστους κήπους των Τιράνων που τώρα έχουν εξαφανιστεί. Επίσης, στα κινηματογραφικά πλατώ ανά την Αλβανία δίπλα στον πατέρα μου.

Ήταν ένας από τους πρώτους Αλβανούς σκηνοθέτες, και εκ των πιο σημαντικών που είχαμε.

Με έπαιρνε μαζί του για έναν απλό λόγο: μόλις είχε γεννηθεί ο αδερφός μου και η μητέρα μου δεν μπορούσε να φροντίζει και τους δυο μας ταυτόχρονα, ενώ εργαζόταν ως δασκάλα.

Ακολούθησα, λοιπόν, τον πατέρα μου σε δύο ταινίες, Στα πρόθυρα του καλοκαιριού και στο Δάσος της ελευθερίας, αμφότερες σχετικά με τον πόλεμο ενάντια στους φασίστες Ιταλούς εισβολείς. Η ζωή ήταν όμορφη τότε.

Ο θάνατος της γιαγιάς μου και το κλάμα στην κηδεία της σηματοδότησαν το τέλος εκείνων των ευτυχισμένων καιρών.

Έπειτα, κάτι βάναυσο συνέβη, το οποίο έβαλε τέλος, μια για πάντα, στην παιδική μου ηλικία: ο θείος μου, με τον οποίο ήμουν πολύ κοντά, στα εικοσιπέντε του, μαζί με τον φίλο του τον Πέτρο, προσπάθησαν να δραπετεύσουν απ’ την Αλβανία.

Επιχείρησαν να διαφύγουν από τη λίμνη της Οχρίδας, για να πάνε στην Γιουγκοσλαβία ή στην Ελλάδα, κι αυτό ήταν. Δεν ξανακούσαμε γι’ αυτούς ποτέ ξανά, ακόμα και μέχρι σήμερα. Θεωρήθηκαν εχθροί του κράτους, το ίδιο κι οι οικογένειές τους.

Η οικογένειά τους και η οικογένεια από την πλευρά της μητέρας μου ήταν πιο τυχερές από τους υπόλοιπους, γιατί το καθεστώς δε μας εξόρισε απ’ τα Τίρανα, όπως έκανε με τα μέλη της οικογένειας του φίλου του θείου μου.

Υπέφεραν άσχημα, κι απ’ όσο ξέρω ήταν ανάμεσα στους πρώτους Αλβανούς που διέσχισαν τα σύνορα για την Ελλάδα το 1990. Τώρα που μιλάμε ζουν στην Ελλάδα.

Από τη μέρα που η μυστική αστυνομία ήρθε να μας επισκεφτεί, όλοι οι νεαροί στη γειτονιά μου απέκτησαν τη συνήθεια να με πηγαίνουν σε σημεία όπου κανένας δεν μπορούσε να μας δει, για να με ρωτήσουν πού ήταν ο θείος μου. Δεν ήξερα.

Ήμουν πολύ νέος για να κατανοήσω τι ήταν ο εχθρός του κράτους και τι σήμαινε να είσαι ένας. Ήμουν ένας μη κηρυγμένος εχθρός του κράτους. Καταλάβαινα, ωστόσο, τον φόβο πολύ καλά.

Ο φόβος ποτέ δεν εγκατέλειψε το μυαλό μου μέχρι το 1990, όταν εντάχθηκα στο Φοιτητικό Κίνημα για Δημοκρατία.

Οι γονείς των περισσότερων μεγαλύτερων παιδιών, τα οποία ρωτούσαν πού είναι ο θείος μου, δούλευαν για την κρατική και τη μυστική αστυνομία.

Ήρθαν να ζήσουν στη γειτονιά μου στα καινούρια διαμερίσματα χτισμένα από το καθεστώς, κάποια στη γη του παππού μου.

Σε λιγότερο από δέκα χρόνια,  εμείς, οι γηγενείς της παλαιότερης γειτονιάς των Τιράνων, μετατραπήκαμε σε πραγματική μειονότητα με την πολιτική έννοια.

Ο φόβος μάς καθοδηγούσε. Ο φόβος μάς δίδασκε ποιο είναι το σωστό να κάνουμε σε κάθε περίσταση.

Ψάξαμε στα αρχεία, ακόμα και μέσω της Τηλεόρασης, να βρούμε τον θείο μου και τον φίλο του μέχρι το 2007, αλλά η αναζήτηση ήταν ανώφελη.

Ο φόβος ήταν για μας ό,τι το στηθοσκόπιο για τον γιατρό, ένας τρόπος ν’ ανακαλύψουμε αν κάποιος μολυσματικός κίνδυνος είχε εισβάλει στη ζωή μας.

Εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανοί μοιράζονταν το ίδιο βάσανο. Ήμασταν δυνητικοί εχθροί προορισμένοι να φυλακιστούμε, απλώς για να ικανοποιήσουμε την ανάγκη του καθεστώτος για πραγματικούς εχθρούς.

Ήμασταν χρήσιμοι περισσότερο από απλοί δυνητικοί έγκλειστοι. Το καθεστώς μπορεί να μας χρειαζόταν απλά και μόνο ως δωρεάν εργατικό δυναμικό για τα ορυχεία, τον κατασκευαστικό τομέα κ.λπ. Το ξέραμε. Δε χρειαζόταν να είσαι όντως ένοχος για κάτι.

Γιατί ο Edison Gjergo αποτελεί μια τόσο θεμελιώδη επιρροή σ’ εσένα;

Ο ζωγράφος Edison Gjergo κι οι φίλοι και συνάδελφοί του, ζωγράφος και αρχιτέκτονας Maks Velo και ζωγράφος Ali Oseku, καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης βάσει ενός διαβόητου νόμου, για αγκιτάτσια και προπαγάνδα εναντίον του «λαϊκού κράτους».

Απ’ όσο ξέρω, επιβλήθηκε και στους τρεις ποινή φυλάκισης εννιά ετών, και στάλθηκαν για καταναγκαστική εργασία σε μια φωλιά του διαβόλου που λεγόταν Spaç, ένα ορυχείο χρωμίου ανάμεσα σε τρία βουνά στη βόρεια Αλβανία.

Η ιστορία της ζωής τους ήταν για εμάς, τους φοιτητές της Καλών Τεχνών, ένα είδος θρίλερ. Η μοίρα τους ήταν ένα ταμπού σε κάθε συζήτηση. Ούτε καν ξέραμε πώς έμοιαζαν. Τότε δεν ξέραμε αν ήταν ακόμα έγκλειστοι ή όχι.

Για εμάς, όμως, ήταν απολύτως διάσημοι, σπουδαίοι καλλιτέχνες και άνθρωποι.

Ήταν τόσο μεγάλοι ως καλλιτέχνες, που το καθεστώς, για να επικρατήσει έναντι αυτών, έπρεπε να τους φυλακίσει, ώστε να πάρουμε ένα δωρεάν μάθημα τού τι συμβαίνει αν δεν το υπακούς και το υπηρετείς.

Μέχρι το τέλος του λυκείου είχαμε ερωτευτεί αυτούς τους σπουδαίους καλλιτέχνες, για τους οποίους γνωρίζαμε μόνο τον θρύλο που τους περιέβαλλε. Η τέχνη τους ήταν απαγορευμένη, οπότε έπρεπε να είναι σπουδαία - όπως και είναι.

Για την τέχνη τους πλήρωσαν με τη ζωή τους. Η απουσία των προσώπων τους σ’ αυτή την ιστορία τούς έκανε ακόμα πιο μεγαλειώδεις.

Η σύλληψη αυτού του βιβλίου ξεκίνησε τοτε, σαράντα χρόνια πριν. Άρχισε με τον τίτλο του ίδιου του πίνακα του Edison Gjergo, το εισιτήριο που του άνοιξε της πύλες της Κολάσεως.

Όσο για τον Maks Velo, δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτόν τότε. Γίναμε φίλοι το 1991, και η φιλία μας κράτησε μέχρι τη μέρα που άφησε αυτόν τον κόσμο, πέρυσι.

Ο τελευταίος καφές μας -εκείνος ήπιε τσάι- ήταν μια εβδομάδα πριν την πλήρη καραντίνα. Μου είπε για το τελευταίο του βιβλίο, για τις αυτοκτονίες αποφυλακισμένων την πρώτη μέρα μετά από μακροχρόνιο εγκλεισμό.

Πραγματικές ιστορίες.

Ο Velo εξέδωσε πάνω από εφτά βιβλία, αναμνήσεις και μυθοπλασία βασισμένη σε αναμνήσεις. Αληθινά βιβλία. Όσον για τον σπουδαίο καλλιτέχνη Ali Oseku, ήταν καθηγητής μου στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, και μετέπειτα αγαπημένος φίλος.

Μέχρι και σήμερα κάνει σπουδαία τέχνη.

Αυτές οι μνήμες με συνόδευαν όλα αυτά τα χρόνια ως πόνος, κίνδυνος, ρίσκο, όλα σφιχτοδεμένα με τη μοίρα που θα είχε η οικογένειά μου αν έκανα κάποιο λάθος, ακριβώς όπως ο πατέρας μου.  

Ήταν κάτι πολύ προσωπικό, όπως είναι μια τελική ετυμηγορία. Κάτι που όλοι μας κουβαλούσαμε. Ήμασταν όλοι πιθανοί εχθροί του κράτους.

Σήμερα είμαι χαρούμενος που δε συνέβη τίποτε σοβαρό στην πραγματική ζωή, γιατί - ευτυχώς- δε διαπράξαμε εκείνο το μοναδικό μεγάλο λάθος, αυτό που το ψάρι κάνει με το αγκίστρι. Δεν τσιμπήσαμε το δόλωμα. Ήταν σχεδόν αναπόφευκτο.

Έγραψα ένα βιβλίο για τα παιδιά μου και τη γενιά τους, ώστε να μπορέσουν να διαβάσουν τι συνέβη σε όλους μας.

Τώρα, εκείνο το τμήμα της Ιστορίας μας υπό δικτατορικό καθεστώς εκδίδεται σε τρεις, και σύντομα τέσσερις, ευρωπαϊκές γλώσσες, για να συμπληρώσει ένα τυφλό σημείο στην ευρωπαϊκή Ιστορία του πολέμου ενάντια στο κακό.

To μυθιστόρημά σου εκτυλίσσεται το 1978, όταν συντελείται η ρήξη μεταξύ του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα και της μαοϊκής Κίνας. Γιατί είναι αυτή η χρονιά τόσο κρίσιμη στην πρόσφατη Ιστορία της Αλβανίας;

Το 1978 είναι τεράστιας ιστορικής σημασίας για την Αλβανία, γιατί σηματοδότησε το τέλος ενός κύματος ήπιου φιλελευθερισμού και έκλεισε με πληθώρα φυλακίσεων καλλιτεχνών, μουσικών, ηθοποιών και τραγουδιστών.

Ακόμα κι ένας υπουργός Πολιτισμού κατέληξε στη φυλακή για σχεδόν δέκα χρόνια.

Ο γιος του είναι ο δημόσιος διανοούμενος Fatos Lubonja, ένας σπουδαίος άνθρωπος που επέζησε δεκαοκτώ χρόνων εγκλεισμού και μια φορά κινδύνεψε με εκτέλεση, ενώ εξέτιε δεκαετή ποινή σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας.

Ήταν η χρονιά που η Αλβανία εισήλθε στη σκοτεινότερη περίοδό της από την οθωμανική κατοχή. Απόλυτη απομόνωση.

Ξεκίνησε την κομμουνιστική δικτατορία “made in Albania”, υπό την ίδια παλιά μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία, όμως εκτός του σοβιετικού ή κινέζικου μισθολογίου. Όλη η Αλβανία μετατράπηκε εν μια νυκτί σε φυσική φυλακή.

Σαν εκείνες τις σοβιετικές κούκλες, τις μπάμπουσκες, πολλοί από τους χαρακτήρες του βιβλίου, και κυρίως ο πρωταγωνιστής/alter ego του ζωγράφου Εντμόντ/Σουλεϊμάν, συνομιλούν με ή μάχονται κόντρα σ’ έναν μυστικό εαυτό.

Γιατί;

Μετά το 1978, καθώς απουσίαζε η βοήθεια από τις μεγάλες κομμουνιστικές οικονομίες, μόνο η προπαγάνδα υπήρχε σε αφθονία στην Αλβανία, γιατί ήταν δωρεάν.

Το καθεστώς κατέφυγε σε απεριόριστη προπαγάνδα για να δικαιολογήσει την έλλειψη των πιο στοιχειωδών αγαθών, όπως το φαγητό. Το 80% του πληθυσμού έτρωγε καλαμποκόψωμο τον περισσότερο καιρό ως το καθημερινό του γεύμα.

Η κυβέρνηση άρχισε να επιλέγει τους υγιείς ανθρώπους ως πιθανούς εχθρούς προς εγκλεισμό μονάχα για να κάνει τα γρανάζια της οικονομίας να γυρίζουν, έτσι ώστε να υποχρεώνονται να εργάζονται υπό φρικτές συνθήκες στα ορυχεία.

Κατά κάποιον τρόπο, η Αλβανία που κληρονομούμε μέχρι σήμερα είναι η Αλβανία που απέμεινε από το 1978.

Mετά τη ρήξη με την Κίνα, η οικονομία πήρε την κάτω βόλτα ανεπιστρεπτί. Όλα καταστράφηκαν.

Στεκόμουν στην ουρά επί ώρες, από τις 2 τα ξημερώματα μέχρι τις 6:30, μόνο και μόνο για να πάρω εκατό γραμμάρια κιμά, γιατί το διαθέσιμο στοκ εξαντλείτο μέχρι τις 7.

Μόνο η πρώτη ομάδα ανθρώπων μπορούσε να αγοράσει κάτι. Οι υπόλοιποι έπρεπε να επιστρέψουν και να περιμένουν άλλη μέρα.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80 γυρίσαμε στους περιορισμούς, όπως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένα κιλό κρέας κάθε δυο βδομάδες για μια πενταμελή οικογένεια. Δεν υπήρχε γάλα, παρά μόνο για τα μωρά.

Έχω γεράσει αντιμετωπίζοντας αυτό το πρόβλημα με το γάλα, όπως οι περισσότεροι. Απλά δεν μπορώ να πιώ γάλα. Το σώμα μου δεν το δέχεται τριάντα χρόνια αργότερα.

Το ξεπλυμένο κόκκινο, ένα πολύ επινοητικό λογοτεχνικό εύρημα, θέτει την αφήγηση -και τα προβλήματα των χαρακτήρων- σε κίνηση. Είναι μια νύξη για την αποσύνθεση ενός επιβεβλημένου πολιτικού ιδεώδους;

Το ξεπλυμένο κόκκινο συνέβη πραγματικά εκείνη τη μέρα. Είναι μια αληθινή ιστορία. Συντελέστηκε κατά την παρέλαση της Πρωτομαγιάς εξαιτίας του ιδρώτα, ή απλά μετά το μαγιάτικο ψιλόβροχο.

Γεγονός είναι πως το μόνο που η δικτατορία παρείχε αφειδώς ήταν η βία. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι πληρώνονταν για να βιώνουν την ίδια σκατοζωή με τα θύματά τους, αλλά αυτό για το οποίο πληρώνονταν ήταν η χρήση βίας.

Κι αυτό ήταν πολιτικό καθήκον. Λίγο είχε να κάνει με τη ζωή σε πρόοδο. Δεν υπήρχε περιορισμός στη βία.

Κατά κάποιον τρόπο, οι άνθρωποι άρχισαν να αναπολούν την εποχή της ρωσικής κυριαρχίας στην Αλβανία, κι αργότερα δημιούργησαν μια ειδυλλιακή κατάσταση για την αφθονία αυτού που αποκαλούσαν «κινέζικοι καιροί».

Ο κομμουνισμός στην Αλβανία ποτέ δεν έφτασε μέχρι του σημείου να εξιδανικευτεί. Ήταν απλώς προπαγάνδα που δικαιολογούσε το φονικό στο όνομα της προόδου.

Μέχρι το 1978 όλη η μορφωμένη ελίτ της Αλβανίας είτε φονεύτηκε και φυλακίστηκε, μερικές φορές ισόβια, είτε απλώς συντρίφτηκε μέχρι να μην υπάρχει. Ως παράδειγμα, ας θυμηθώ τι συνέβη στις 19 Φεβρουαρίου του 1951.

Μια μικρή συσκευή εξερράγη στην αυλή της Πρεσβείας της Σοβιετικής Ένωσης στα Τίρανα. Γι’ αυτό το περιστατικό, που κατέληξε σε μόλις ένα σπασμένο τζάμι, πυροβολήθηκαν εικοσιένας άντρες και μία γυναίκα.

Ήταν όλοι αθώοι. Δεν είχαν σχέση με το περιστατικό. Φονεύτηκαν, θάφτηκαν και την επομένη δικάστηκαν. Τώρα έχουμε αποδείξεις ότι η λίστα γι’ αυτή τη γενοκτονία καταρτίστηκε στις αρχές Φεβρουαρίου.

Κι αυτό συνέβη τουλάχιστον δώδεκα μέρες πριν το περιστατικό. Όλα τα θύματα ήταν από αλβανικές οικογένειες της ελίτ. Η γυναίκα ήταν η πρώτη Αλβανίδα επιστήμονας.

Στο Έπος των άστρων της αυγής ο Κάφκα «συναντά» τον Κούντερα σε αλβανικό έδαφος. Θα τους παρέθετες ανάμεσα στις λογοτεχνικές επιρροές σου;

O Kάφκα ήταν απαγορευμένος, όπως κι ο Ντοστογιέφσκι κι εκατοντάδες άλλοι από τη λίστα των κορυφαίων συγγραφέων της ανθρωπότητας. Όλοι διαβάσαμε αυτούς τους συγγραφείς μετά το 1992.

Έχεις προσωπικά βιώσει προκατάληψη ή υποτίμηση σε σχέση με τη δουλειά σου από Δυτικοευρωπαίους κριτικούς λογοτεχνίας/αναγνώστες, μόνο και μόνο επειδή συμβαίνει να προέρχεσαι από τη λογοτεχνική «περιφέρεια»;

Το βιβλίο μου μόλις εκδόθηκε, δυστυχώς υπό τις μη ευνοϊκές συνθήκες της πανδημίας του κορονοϊού. Εκτός από τα ελληνικά, κυκλοφορεί στα βουλγαρικά, τα ιταλικά και, ας ελπίσουμε, στα ισπανικά.

Ήταν δύσκολο να το κάνω να λειτουργήσει, λόγω της έλλειψης μεταφραστών από τα αλβανικά σε γλώσσες εκτός εκείνων των γειτονικών χωρών. Πώς θα τα καταφέρει στην αγορά, θα το δούμε.

Ευχαριστώ πολύ τους μεταφραστές του βιβλίου μου στις συγκεκριμένες γλώσσες. Μέχρι στιγμής δεν είχα τη δυνατότητα να πιάσω στα χέρια μου ένα από αυτά τα αντίτυπα, με εξαίρεση την έκδοση στα ιταλικά, που μπορώ να διαβάζω και να γράφω.

Ναι, πρόκειται για ένα τόσο σημαντικό επίτευγμα για μένα, ακριβώς επειδή προέρχομαι από αυτή τη λογοτεχνική περιφέρεια.

Μέχρι τώρα, έχουν υπάρξει Αλβανοί συγγραφείς που έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες, κανένας όμως δεν πλησίασε καν την επιτυχία του Ισμαήλ Κανταρέ, του πιο διάσημου συγγραφέα μας από τη δεκαετία του ’60 και μετά.

Το Έπος των άστρων της αυγής κυκλοφορεί στα ελληνικά από τον εκδοτικό οίκο Παράξενες Μέρες, ένα μικρό, περιφερειακό κοινωνικό-συνεταιριστικό εγχείρημα, που λειτουργεί με «κομμουνιστικό» πνεύμα εντός μιας καπιταλιστικής οικονομίας.

Θέλω να ευχαριστήσω τον εκδοτικό οίκο Παράξενες Μέρες, τον μεταφραστή Έλσον Ζγκούρη και τον φίλο του Αλμίρ Χότζαϊ που κατέστησαν το βιβλίο μου διαθέσιμο στα ελληνικά.

Η αλήθεια είναι ότι ίσως για όλα τα συμβόλαια που έχω υπογράψει μ εκδοτικούς οίκους μόλις που πίστευα πως το βιβλίο μου θα τα κατάφερνε. Αυτό, όμως, συνέβη χάρη στη βοήθεια της Ε.Ε.

Χωρίς αυτή, εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν επρόκειτο ποτέ να τα καταφέρει, να εκδοθεί όπως συνέβη. Ας δούμε πώς θα τα πάει με τους αναγνώστες στο εξωτερικό. Εδώ στην πατρίδα έχει υπάρξει επιτυχία.

Όσο για τον εκδοτικό οίκο Παράξενες Μέρες, τους εύχομαι τα καλύτερα για το μέλλον, νιώθοντας ευγνώμων.

Ποια είναι η σύνδεσή σου με την Ελλάδα στις διάφορες εκφάνσεις της;

Ήλπιζα να είμαι παρών στην Ελλάδα για πρώτη φορά με αυτή την αφορμή, αλλά γκαντεμιά!

Θα περάσει αρκετός καιρός μέχρι να έρθω εκεί, μιας και δεν υπάρχουν ακόμα εμβόλια στην Αλβανία και τα σύνορα παραμένουν κλειστά, για να θυμόμαστε πώς ήταν η κατάσταση στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Έχω διαβάσει πολλούς Έλληνες συγγραφείς σε αλβανική μετάφραση. Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν μεγάλος στο παρελθόν.

Αν κάποιος θέλει να κατανοήσει με τι μοιάζει ο κομμουνισμός, θα πρέπει πρώτα να αποδεχτεί ότι ο Ρίτσος, ο Νερούδα, ο Μαγιακόφσκι δεν είναι αυτό που στην πραγματικότητα είναι οι κομμουνιστές.

Ελύτης, Καβάφης, Σεφέρης. Τους έχω διαβάσει με αγάπη. Σπουδαίοι ποιητές όλοι.

Εκμεταλλευόμενος μια πραγματική, θανατηφόρα και πολύ επικίνδυνη πανδημία, ένας οικουμενικός ολοκληρωτισμός αναδύεται.

Σε ποιον βαθμό μοιάζει με ή διαφέρει από τον ολοκληρωτισμό που κυριαρχούσε στην Αλβανία επί σαρανταπέντε χρόνια;

Σ’ αυτή τη φάση, μπορώ να πω, χαριτολογώντας εν μέρει, πως έχουμε κατά κάποιον τρόπο ανοσία σ’ αυτόν τον ολοκληρωτισμό.

Εμείς που ζήσαμε υπό κομμουνιστικό καθεστώς ίσως δεν ξέρουμε πολλά για τον δυτικό τρόπο ζωής, ίσως είμαστε ακόμα αρκετά πίσω από αυτή την άποψη, αλλά σε διαβεβαιώ ότι μπορούμε να «μυριστούμε» τη δικτατορία μόλις εμφανιστεί.

Ποιος θα το πίστευε πως θα βλέπαμε ανθρώπους να περπατούν με μάσκες και να μένουν στη θέση τους σε ένα μπαρ επί τέσσερις ώρες χωρίς μάσκα, όπως συμβαίνει στην Αλβανία μήνες τώρα;

Τελικά, τι είδους Αλβανία -πολιτισμικά, κοινωνικά, πολιτικά- και Ευρώπη οραματίζεσαι στις μέρες μας;

Μια Αλβανία εντός της Ε.Ε. μου δίνει κάποια ελπίδα ότι θα νικήσουμε τη μαφία, η οποία ελέγχει την κυβέρνησή μας και καταστρέφει τις ζωές μας με τους ίδιους ανθρώπους που κυβερνούσαν την κομμουνιστική Αλβανία κάπου τριάντα χρόνια πριν.

Αυτό πρέπει να συμβεί πολύ γρήγορα, γιατί δεν ξέρω πόσοι άνθρωποι θα απομείνουν σ’ αυτή τη χώρα.

Στη διάρκεια των προηγούμενων οκτώ ετών άλλο μισό εκατομμύριο άνθρωποι εγκατέλειψαν την Αλβανία μεταναστεύοντας στην Ευρώπη ή στις Η.Π.Α.

Χρειαζόμαστε απελπισμένα να είμαστε μέρος της Ε.Ε., σήμερα, γιατί ακόμα και το αύριο μού φαντάζει υπερβολικά μακρινό.

Ευχαριστώ θερμά τον Γρηγόρη Παπαδογιάννη από τον εκδοτικό οίκο Παράξενες Μέρες για την πολύτιμη συνδρομή του στη διοργάνωση της συνέντευξης και τον συγγραφέα Rudi Erebara για τον χρόνο και την ευγένειά του.

Το μυθιστόρημα του Rudi Erebara Το έπος των άστρων της αυγής κυκλοφορεί στα ελληνικά από τον εκδοτικό οίκο Παράξενες Μέρες σε μετάφραση του Έλσον Ζγκούρη και επιμέλεια του Αλμίρ Χότζαϊ.