Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Νίκος Καμτσής: «Ο ηθοποιός έχει ανάγκη το πρόσωπο του θεατή»

 


Το επώδυνα επίκαιρο υπαρξιακό αριστούργημα του Σάμιουελ Μπέκετ Ω! Τι ευτυχισμένες μέρες παρουσιάζεται από τις 16 Οκτωβρίου σε σκηνοθεσία Νίκου Καμτσή στο θέατρο ΤΟΠΟΣ ΑΛΛΟύ.

Μια από καρδιάς συνομιλία με τον σκηνοθέτη.

Ξεκινώ με τρία «γιατί», αυτονόητα ίσως, αλλά σημαντικά, κατά τη γνώμη μου. Γιατί ο Μπέκετ, γιατί το συγκεκριμένο κείμενο και γιατί τώρα;

Όσον αφορά στον Μπέκετ, η απάντηση είναι αυτονόητη.

Πέραν του ότι είναι ένας «τιτάνας» της παγκόσμιας δραματουργίας.

Δεν είναι μονάχα αυτό. Ο Μπέκετ ως διανοούμενος, θεατράνθρωπος και φιλόσοφος έχει «πιάσει» την πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και την έχει μεταπλάσει με έναν καταπληκτικό τρόπο σε θέατρο.

Κάθε εποχή, λοιπόν, βρίσκει στο κείμενό του κάτι από τον εαυτό της.

Αυτό το κείμενο, για παράδειγμα, των Ευτυχισμένων Ημερών, έχει γραφτεί 60 χρόνια πριν.

Είναι, όμως, τραγικά και δαιμονισμένα επίκαιρο αυτή τη στιγμή που μιλάμε τόσο πολύ για την πανδημία, την ύπαρξη, για τη φιλοσοφία της ζωής, το άγχος της ζωής και του θανάτου.

Ο Μπέκετ λέει κάτι πολύ σημαντικό, στο οποίο στηρίχτηκε και η παράσταση, ότι είναι δύο τα σημαντικά γεγονότα στη ζωή του ανθρώπου: η γέννηση κι ο θάνατος. Όλο το ενδιάμεσο είναι απλώς μια αναμονή.

Μέσα σ’ αυτή την αναμονή ζούμε, δουλεύουμε, δημιουργούμε, κάνουμε οικογένεια και παιδιά. Αυτές είναι κάποιες καθημερινές λειτουργίες.

Το ίδιο κάνει και η Ουίννυ πάνω στη σκηνή.

Καθώς βρίσκεται θαμμένη μέσα στον λόφο μέχρι τη μέση της στην αρχή και μέχρι το λαιμό στο δεύτερο μέρος, κάνει κάποιες καθημερινές κινήσεις, μάς λέει τις αναμνήσεις της γιατί το παρόν είναι τρέχον, το μέλλον άγνωστο.



Και πάντως τίποτα δεν είναι ικανό να την «γεμίσει» ψυχοσωματικά, είναι σαν να ζει σε έναν άλλο χωροχρόνο.

Αυτό είναι το τραγικό της ανθρώπινης ύπαρξης, πως οτιδήποτε κι αν κάνουμε δε μας είναι αρκετό. Είναι απόρροια και τίμημα του ανθρώπινου πολιτισμού. Το ίδιο ερώτημα δεν το θέτουν τα ζώα.

Η Ουίννυ ασχολείται, λοιπόν, με όλα αυτά τα μικρά καθώς βουλιάζει σιγά σιγά προς τον μοιραίο της προορισμό, τον προορισμό κάθε ανθρώπου.

Επομένως, κάθε θεατής -σημερινός, χτεσινός, αυριανός- βλέποντας και ακούγοντας την Ουίννυ και τον Ουίλλυ βρίσκει κάποια πράγματα που έχουν περάσει και από το δικό του το μυαλό- ως αγωνία, ανάμνηση, προβληματισμός, σκέψη.

Είναι σαν αρχέτυπα ανθρώπινων υπάρξεων.

Και αυτό, αλλά και το ένα συμπληρώνει το άλλο. Δεν έχει καμία σημασία -ή έχει τεράστια σημασία- αν είσαι άντρας η γυναίκα. Είναι οι δύο πλευρές της ύπαρξης.

Εστιάζοντας περισσότερο στη χρονική συγκυρία κατά την οποία ανεβαίνει η παράσταση, η δουλειά με το κείμενο και τους ηθοποιούς είχε ξεκινήσει πριν την έλευση της πανδημίας ή συνέβη κατά τη διάρκεια;

Συνέβη με έναν μαγικό τρόπο μεταξύ εμού και της Νικολέτας Βλαβιανού που παίζει την Ουίννυ μερικές μέρες αφότου κλείσαμε.

Γνωριζόμαστε από πολύ παλιά, υπήρξε μαθήτριά μου. Παρόλο που δεν είχε τύχει να συναντηθούμε πάνω στη σκηνή, διατηρούσαμε φιλία, οπότε μιλούσαμε, κατά καιρούς, αρκετά συχνά.

Κάπως έτσι, κουβεντιάσαμε τηλεφωνικά, καθώς βρισκόμασταν σε ένα lockdown. Πολύ φιλικά και αγαπησιάρικα μοιραστήκαμε τις αγωνίες μας για το θέατρο και την ύπαρξή μας.

Και οι δυο ζούμε το θέατρο με έναν βιωματικό, παθιασμένο τρόπο.

Αυτός είναι ο ωραίος τρόπος να βιώνεις το καθετί.

Προέκυψε, λοιπόν, εντελώς φυσιολογικά αυτή η ιδέα και μπήκε αμέσως σε εφαρμογή, μέχρι τις αρχικές διαδικτυακές πρόβες και έως το ανέβασμα της παράστασης.

Πώς μπορεί να λειτουργήσει η διαδικασία της πρόβας ή της διδασκαλίας διαδικτυακά;

Σε μια πρόβα θεάτρου όταν κοιταζόμαστε στα μάτια και αισθανόμαστε την ανάσα ο ένας του άλλου συμβαίνουν διάφορα βιωματικά, ψυχολογικά, μια έρευνα εντός μας σε ερεθίσματα και συναισθήματα. Υπάρχει, επίσης, κι ένα τεχνικό κομμάτι.

Αυτή η διάσταση, και κυρίως στο συγκεκριμένο έργο όπου δεν υπάρχει μεγάλη κίνηση, υλοποιήθηκε λίγο πιο εύκολα.

Όσον αφορά στην επικοινωνία που έχει να κάνει με το ακραιφνώς δημιουργικό, θεατρικό, υποκριτικό μέρος, δεν μπορεί να γίνει διαδικτυακά, και συντελέστηκε από τα τέλη Αυγούστου στο θέατρο με φυσική παρουσία.

Οπότε συμπληρώθηκε το κομμάτι της διαδικασίας που έλειπε από το αμέσως προηγούμενο διάστημα.

Ακριβώς.

Για να ορίσουμε την έννοια του θεάτρου, σημαίνει δημιουργία ζωντανών ανθρώπων μπροστά σε ζωντανούς ανθρώπους σε παρόντα χρόνο.

Με τον κίνδυνο της πανδημίας, αυτή η οριοθέτηση τίθεται σε αμφισβήτηση ή σε εισαγωγικά, πολλά ή λίγα.



Η αναγκαιότητα, ωστόσο, παραμένει- τόσο των δημιουργικά εμπλεκόμενων στη διαδικασία μιας παράστασης όσο και των κριτικών θεατών.

Πραγματικά παραμένει. Ο σύγχρονος άνθρωπος θα το καταλάβει αργά ή γρήγορα. Ελπίζω και του εύχομαι να μην το καταλάβει επώδυνα.

Την περίοδο της καραντίνας αναρτήθηκαν διαδικτυακά πολλές παλιές παραστάσεις στο όνομα της ψυχαγωγίας των εγκλείστων.

Σε αυτό ήμουν εντελώς αντίθετος, γι’ αυτό και ως ΤΟΠΟΣ ΑΛΛΟύ δεν αναρτήσαμε καμία παράσταση, παρότι έχουμε γυρισμένες, και με πολύ καλές συνθήκες.

Ο θεατής που παρακολουθεί μια παράσταση μέσω live streaming βλέπει στην πραγματικότητα ένα κινηματογραφικό έργο. Αυτό, ενδεχομένως, είναι μια νέα τέχνη. Θέατρο όπως το όρισα πριν από λίγο, όμως, δεν είναι.

Αυτή την έλλειψη, την απώλεια ελπίζω να μην τις πληρώσουμε ακριβά.

Η παρακολούθηση της θεατρικής μετάπλασης ενός ασφυκτικού κειμένου με μάσκα υπήρξε για μένα μια αλλόκοτη εμπειρία.

Και για τον ηθοποιό, που βλέπει μισά πρόσωπα, απρόσωπα μάτια - δεν ξέρεις αν μιλάνε, προσέχουν, γελάνε, κλαίνε. Ο ηθοποιός έχει ανάγκη το πρόσωπο του θεατή, το τι εκπέμπει και τι ανάσα τού επιστρέφει.

Πραγματοποιώντας μια υπέρβαση, τοποθετήσαμε τη δράση πάνω στις θέσεις των θεατών και τους θεατές πάνω στη σκηνή, ακριβώς για να έχουμε το social distancing, αλλά και για να υπάρχει αισθητικό ενδιαφέρον και μια πρόκληση.

Ήρθε ένα σκηνικό και «φώλιασε», αν θέλεις, μέσα στις θέσεις των θεατών. Οι ηθοποιοί έμαθαν να περπατάνε εκεί και βεβαίως αντιστράφηκε όλο το θέατρο.

Συνεπώς κληθήκατε όλοι συντελεστές να απαντήσετε σε και να διαχειριστείτε δημιουργικά πολλών ειδών προκλήσεις. Και το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικά πετυχημένο.

Οποιαδήποτε παράσταση είναι πάντα μία πρόκληση.   

Το θέμα είναι πώς στεκόμαστε απέναντί της: αν την αποφεύγουμε κάνοντας πράγματα που προκύπτουν από τη ρουτίνα του θεάτρου ή αν την αντιμετωπίζουμε ως κάτι καινούριο.

Μέσα σε συνθήκες συνεχιζόμενης και εντεινόμενης υγειονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής κρίσης παγκοσμίως, η ίδια η ενασχόληση με το θέατρο παραμένει -αν δε γίνεται περισσότερο- περιπέτεια και τόλμημα.

Θα σου εκμυστηρευτώ μια μεγάλη μας αγωνία, και προσωπική και όλων όσων εργάζονται κάτω από την «ομπρέλα» του ΤΟΠΟΣ ΑΛΛΟύ.

Καθημερινά, παρατηρούμε τα επιδημιολογικά δεδομένα και η αύξηση των κρουσμάτων μάς προκαλεί αγωνία, πολύ περισσότερο που βιώσαμε από τον Μάρτιο μέχρι τώρα μία αγνωμοσύνη εκ μέρους της πολιτείας.

Τα μέτρα για τα θέατρα ανακοινώθηκαν στις 10-11 Οκτωβρίου, τη στιγμή που εμείς ξεκινούσαμε στις 16.

Δυστυχώς, διαχρονικά το πεδίο του πολιτισμού δεν ήταν ψηλά στις προτεραιότητες της εκάστοτε κυβέρνησης, οπότε δεν εκπλήσσει και πολύ αυτή η στάση.

Ο οποιοσδήποτε θεατής, ωστόσο, αν γυρίσει και κοιτάξει γύρω του, περιστοιχίζεται από έργα τέχνης. Αυτά τα έχει σχεδιάσει κάποιος που, λίγο η πολύ, είναι καλλιτέχνης.

Μάς αφήνουν λιγάκι στην άκρη γιατί μας εντάσσουν στον τομέα της διασκέδασης, παρότι «τρέχουν» πολλά στο θέατρο, όχι μόνο για τους εργαζόμενους, αλλά και όσον αφορά στην ίδια την ανθρωπιά μας.

Αν, λοιπόν, αργότερα συμβούν ακόμα περισσότερα πράγματα που είναι απάνθρωπα και μας κάνουν λιγάκι κανίβαλους, ας μη διαμαρτυρόμαστε.

Άλλωστε όλες οι μορφές τέχνης είναι μια ανάταση, ένα αποκούμπι, μια αφύπνιση, μια διέξοδος, ιδίως όταν υλοποιούνται με τον κατάλληλο τρόπο.

Είναι άδικο, γιατί από τον Μάρτιο μέχρι τώρα όσες παραστάσεις πραγματοποιήθηκαν δεν έδωσαν ούτε ένα κρούσμα.

Νομίζω ότι ένας υπουργός Πολιτισμού που διαχειρίζεται τις τύχες αυτού του χώρου θα έπρεπε να πει: «Έχετε σκάσει κλεισμένοι έξι μήνες μέσα, πηγαίνετε στις πλατείες, πηγαίνετε στα θέατρα, διότι είναι ασφαλή, η είσοδος κι η έξοδος είναι συντεταγμένες».

Απολυμαίνουμε όλοι τις θέσεις και τους χώρους μας πάρα πολύ συχνά, κατά συνέπεια: «Πηγαίνετε, κάνει καλό και στην ψυχή και στο μυαλό και στην καρδιά σας».

Όταν βιώνεις κάτι αφυπνιστικό, βγαίνεις άλλος άνθρωπος.

Αυτό που αυτή τη στιγμή προσωπικά φοβάμαι δεν είναι τόσο ο κορονοϊός όσο είναι ο φόβος. Ο φόβος των ανθρώπων για όλα όσα συμβαίνουν, ενδεχομένως φυσιολογικά.

Εύχομαι κι η δικιά σας παράσταση να συνεχιστεί, όπως είναι προγραμματισμένη, και η προσέλευση να είναι ικανοποιητική, για τις δεδομένες συνθήκες.

Από το στόμα σου και στου θεατή το αυτί!

Ευχαριστώ θερμά την Άντα Κουγιά, υπεύθυνη επικοινωνίας, για την πολύτιμη συνδρομή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Η παράσταση Ω! Τι ευτυχισμένες μέρες σε σκηνοθεσία Νίκου Καμτσή με τους Νικολέτα Βλαβιανού και Νίκο Καραστέργιο παρουσιάζεται στο θέατρο ΤΟΠΟΣ ΑΛΛΟύ (Κεφαλληνίας 17 & Κυκλάδων, Κυψέλη) κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 20:30.



Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Hubert Sauper: «Το σινεμά είναι μια μορφή προφητείας»

 


Ένας παιχνιδιάρικος, τρυφερός και εξαιρετικά πολιτικός φόρος τιμής στην κουβανική ουτοπία, το βραβευμένο ντοκιμαντέρ του σημαντικού Αυστριακού σκηνοθέτη Hubert Sauper Επίκεντρο είναι μια πολυεπίπεδη δουλειά.

Κουβεντιάζουμε μαζί του με αφορμή την προβολή της ταινίας του στο πλαίσιο της online έκδοσης του 11ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας (16-26 Οκτωβρίου).

Ένιωσα το Επίκεντρο σαν ένα είδος φόρου τιμής στην κουβανική ουτοπία, ίσως ένα ρέκβιεμ σ’ αυτή. Αυτή ήταν η πρόθεσή σου;

Το εγχείρημα δεν ξεκίνησε κατ’ ανάγκη με την Κούβα κατά νου.

Η ιδέα ήταν ο εντοπισμός του τρόπου με τον οποίο η αφήγηση μιας αυτοκρατορίας ή ενός έθνους αναδύεται και πώς η ουτοπία ενός καινούριου κόσμου συγχρονίζεται με το κινηματογραφικό πλατό, που από μόνο του είναι ένα είδος ουτοπίας.

Κι η Κούβα;

Η Κούβα ήρθε στο μυαλό μου γιατί ανακάλυψα ότι η αμερικανική αυτοκρατορία γεννήθηκε de facto στην Αβάνα. Βεβαίως η ιδέα ήταν πολύ παλαιότερη και προέκυψε όταν οι Η.Π.Α. απελευθερώθηκαν από την ευρωπαϊκή αυτοκρατορία.

H Αβάνα ήταν de facto μια βορειοαμερικανική πόλη κατά κάποιον τρόπο, γιατί από την εισβολή των Η.Π.Α. στην πόλη αυτή έγινε ένα είδος αποικίας, ένα προτεκτοράτο.

Αποτελεί η Αβάνα μεταφορά για την υπόλοιπη Κούβα ή πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό;

Η Αβάνα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, μια εκλεπτυσμένη, δυτική πόλη. Ήταν, τουλάχιστον, όταν η αμερικανική μαφία βρισκόταν εκεί, κι ενώ τα φώτα έλαμπαν στην Αβάνα οι χωριάτες της ανατολικής Κούβας λιμοκτονούσαν.

Ήταν ήδη ένα νησί ακραίων αντιθέσεων. Για κάποιο λόγο, η Κούβα είναι ο παράδεισος του ιμπεριαλιστή, η φαντασίωση Ευρωπαίων και Αμερικανών.

Γιατί οι Αμερικανοί γοητεύονται τόσο πολύ από τα παλιά σπίτια, τα παλιά αυτοκίνητα; Γιατί πρόκειται για την ίδια τους την Ιστορία. Οι παλιές Σεβρολέτ δεν έχουν καθόλου να κάνουν με την Κούβα, αλλά με τις Η.Π.Α.

Είναι σαν ένα παράθυρο στον χρόνο για τις Η.Π.Α.

Συνεπώς το κυρίαρχο δυτικό, βορειοαμερικανικό βλέμμα είναι μια άλλη μορφή και έκφανση αποικιοποίησης και ιμπεριαλισμού.

Ακριβώς!

Κατάγεσαι από την Ελλάδα, άρα γνωρίζεις Ιστορία. Η αρχαιοελληνική αυτοκρατορία, για παράδειγμα, κατεύθυνε το βλέμμα της στην αιγυπτιακή, κι οι Ρωμαίοι προσπαθούσαν να μιμηθούν τους αρχαίους Έλληνες.

Στις μέρες μας οι Κινέζοι προσπαθούν να μιμηθούν τους Αμερικανούς. Πάντοτε μια αυτοκρατορία πεθαίνει και μια άλλη γεννιέται.

Αυτό το βλέμμα εκδηλώνεται και μέσω της φλογερής επιθυμίας να απαθανατιστούν στιγμιότυπα ανθρώπων, καταστάσεων, τοποθεσιών.

Ως ντοκιμαντερίστας είσαι κομμάτι αυτής της κουλτούρας. Αναμφίβολα με σαγηνεύει η παρακμάζουσα βιομηχανική δόξα της Αβάνας.

Ένα εργοστάσιο που στο παρελθόν παρασκεύαζε Coca Cola και τώρα καταρρέει είναι πιο σαγηνευτικό για ανθρώπους όπως εμείς από κάποιο που λειτουργεί στην εντέλεια.



Πάντως το δικό σου βλέμμα είναι πολύ πιο κριτικό και αναστοχαστικό, κι αυτό το διαφοροποιεί από το προαναφερθέν.

Το πρώτο πράγμα που έκαναν οι Ευρωπαίοι όταν έφτασαν στην Ιαπωνία ήταν να στείλουν έναν «στρατό» από φωτογράφους, για να φωτογραφίσουν τα πάντα: τις Γιαπωνέζες, τις κερασιές, το όρος Φουτζιγιάμα.

Οι Ευρωπαίοι έστελναν ζωγράφους στο Κονγκό, κι εκείνοι επέστρεφαν για να ζωγραφίσουν πανοράματα που έδειχναν πώς έμοιαζε η χώρα και οι κάτοικοί της. Έφεραν επίσης πίσω ζωντανούς Κονγκολέζους και τους επεδείκνυαν σε κλουβιά.

Σήμερα δε χρειάζεται να βάλεις τους Μασάι σε κλουβιά, αλλά να τους φωτογραφίσεις. Πρόκειται για το ίδιο αντανακλαστικό.

Περίγραψέ μου τη μέθοδό σου, τη διαδικασία της έρευνας, των γυρισμάτων, του μοντάζ.

Όλες αυτές οι διαδικασίες είναι κατά τη μέθοδό μου πολύ επικαλυπτόμενες.

Διεξάγω έρευνα, ταξιδεύω στο μέρος για το οποίο ενδιαφέρομαι, αρχίζω να φιλμάρω ερευνητικό υλικό που κάποιες φορές καταλήγει να περιληφθεί στην ταινία γιατί είναι μοναδικό.

Δουλεύεις, εξάλλου, πολύ μόνος σου ή με ολιγομελές συνεργείο.

Δουλεύω με μικρό συνεργείο όταν κάνω γύρισμα, αλλά με μεγάλο όταν πραγματοποιώ έρευνα. Προσπαθώ να κρατώ το τεχνικό κομμάτι στο απολύτως μίνιμουμ: ένας άνθρωπος με μια μικρή κάμερα και ένα μικρόφωνο στη μέση του πουθενά!

Η διαδικασία γυρίσματος ταινιών, ωστόσο, είναι πολύ νοητική, απαιτεί πολύ χρόνο και παρακάμψεις.

Οι άνθρωποι που γνωρίζεις καθ’ οδόν και που γνώρισες στην Κούβα σε βοηθούν να αναδιαμορφώσεις την πορεία σου;

Ήξερα ότι το Επίκεντρο θα ήταν μια πολύπλοκη ιστορία στην αφήγησή της, αλλά δεν ήθελα να φαντάζει ακαδημαϊκή. Οι ακαδημαϊκοί είναι βεβαίως σημαντικοί και διαβάζω αυτά που γράφουν, αλλά δε θέλω να τους βλέπω στις ταινίες μου.

Έπρεπε, λοιπόν, να βρω εναλλακτικούς τρόπους να κάνω ένα φιλμ. Τα παιδιά μιας ορισμένης ηλικίας είναι για μένα μια εκπληκτική έμπνευση.

Στην Κούβα, τα δεκάχρονα είναι εξαιρετικά πολιτικοποιημένα και βεβαίως ενδιαφέρονται γι’ αυτή την τρελή φιγούρα που συνιστώ για εκείνα.



Είναι σαν παιχνίδι.

Με συναρπάζει το πώς είναι, πώς διαποτίζονται από την καστρική προπαγάνδα. Θέλω όμως να δείξω ότι είναι πολύ περισσότερα από αυτό, έχουν πολύ βαθύ τρόπο σκέψης.

Τα αποκαλείς «μικρούς προφήτες». Γιατί «προφήτες», και ποιου πράγματος;

Για να τους δώσω αξία. Tο σινεμά είναι μια μορφή προφητείας, νομίζω, αλλά όχι με τη θρησκευτική έννοια. Δεν είχα κατά νου τον Μωάμεθ ή τον Ιησού. Είναι μια μορφή προφητείας κατά τον ίδιο τρόπο που επινοήθηκε ο Apollo 11.

Η διπλωματική σου τιτλοφορείται «Το φιλμ ως διαθήκη». Είναι ακόμα για σένα και διαθήκη;

Κάθε έργο τέχνης είναι ένα είδος διαθήκης.

Η διπλωματική μου αφορούσε στις τελευταίες ταινίες των Σιρίλ Κολάρ, Αντρέι Ταρκόφσκι και Γιόρις Ίβενς. Ήταν, αντιστοίχως, 30, 50 και 90 χρονών όταν τις έκαναν. Ο Ταρκόφσκι ήταν σχεδόν στην ηλικία μου, είμαι 54 τώρα.

Με ενδιέφερε, λοιπόν, ο τρόπος με τον οποίο το σινεμά διαμορφώνει την πραγματικότητα, περισσότερο ίσως από το πώς η πραγματικότητα διαμορφώνει το σινεμά.

Το Χόλιγουντ διαμορφώνει την ανθρωπότητα κατά αδιανόητο τρόπο. Γιατί ένα νεαρό παιδί στην Αβάνα θέλει εν μέσω μιας ζεστής νύχτας να κολυμπήσει σε μια πισίνα; Επειδή μια πισίνα συνδέεται με το Αμερικανικό Όνειρο, με το να είσαι εύπορος.

Αυτά τα παιδιά βρίσκονται στα «διασταυρούμενα πυρά» δύο φαντασιώσεων, του Αμερικανικού Ονείρου και της Κουβανικής Επανάστασης.



Έχοντας ταξιδέψει και διαμείνει στην Κούβα, πώς πιστεύεις ότι θα εξελιχθεί η κατάσταση στη χώρα σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο;

Όταν ξεκίνησα με το Επίκεντρο, εκτιμούσα αυτό που εκτιμούσαν όλοι, ότι όταν πέθαινε ο Κάστρο όλα θα άλλαζαν. Αυτό δε συνέβη. Για μένα αυτό ήταν δύσκολο, γιατί ως κινηματογραφιστής ήθελα να αποτυπώσω τον μετασχηματισμό μιας κοινωνίας.

Στην τελική, όμως, ήταν κάτι καλό, γιατί η ταινία αφορά σε κάτι πολύ ευρύτερο από την Κούβα.

Αφορά στο πώς λειτουργεί η συλλογική ψυχολογία του αποικιοκρατούμενου και του αποικιοκράτη, πώς η αφήγηση του αποικιοκράτη διαμορφώνεται μέσω του σινεμά, και αναδεικνύει την όλη συζήτηση περί του πραγματικού και μη πραγματικού.

Δεν μπορώ να κινηματογραφήσω την Κούβα ή την Αφρική έτσι, γιατί δεν υπάρχουν. Μπορώ να περιγράψω ένα μέρος μόνο βάσει του συνόλου των εμπειριών μου.

Το Επίκεντρο είναι πιο ήπιο, τρυφερότερο από άλλες δουλειές σου, αν και όχι λιγότερο συγκρουσιακό.

Αν έκανα άλλο ένα φιλμ για το ανατολικό Κονγκό και τη γενοκτονία, θα είχα καταρρεύσει. Έπρεπε, λοιπόν, να «αποδράσω» για λίγο από την Αφρική. Ξέρω υπερβολικά πολλά για κι έχω δει υπερβολικά πολλά εκεί πια.

Στην Κούβα, πάντως, δεν ήρθα σωματικά αντιμέτωπος με τη γενοκτονία ή τον πόλεμο.

Μιας κι η ταινία προβάλλεται στο πλαίσιο του 11ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας, πώς αντιλαμβάνεσαι τον πειραματισμό στο σινεμά;

Εσύ ως θεατής είσαι ο τελικός σκηνοθέτης. Το φιλμ γράφεται τέσσερις φορές: την πρώτη στο χαρτί, τη δεύτερη με την κάμερα, την τρίτη μέσω του μοντάζ και την τέταρτη στο μυαλό και την καρδιά του θεατή.

Υπάρχει, επομένως, πάντα αυτή η διαλεκτική ανάμεσα στον δημιουργό και τον δέκτη/ «αναγνώστη» μιας ταινίας. Η διαλεκτική πάντα προωθείται. Κάποια τωρινά φιλμ θυμίζουν ταινίες του ’50, άλλα είναι πιο σύνθετα αφηγηματικά.

Νομίζω ότι είμαι κομμάτι του δεύτερου ρεύματος, και είμαι πολύ ευτυχής που άνθρωποι όπως εσύ «διαβάζουν» και νιώθουν τη δουλειά μου όπως θα ήθελα να βιωθεί και να «διαβαστεί».

Πολλά απ’ όσα κάνω είναι για να σου δώσω την ευκαιρία να ταξιδέψεις διανοητικά.

Ευχαριστώ θερμά τις Ευάννα Βενάρδου και Νίνα Βελιγράδη από το τιμ του 11ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας για την πολύτιμη συνδρομή τους στη διοργάνωση της συνέντευξης.

Το ντοκιμαντέρ του Hubert Sauper Επίκεντρο προβάλλεται στο πλαίσιο του Διεθνούς Διαγωνιστικού της διαδικτυακής εκδοχής του 11ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας (16-26 Οκτωβρίου).



Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

Χουάν Βιγιόρο: «Γράφουμε την ιστορία του κόσμου για να αντέξουμε αυτό που συνέβη»

 


Ο ρόλος του μάρτυρα στη θρησκεία, στη δικαιοσύνη και στην προσωπική ζωή βρίσκεται στην «καρδιά» του πολυεπίπεδου μυθιστορήματος του Μεξικανού Χουάν Βιγιόρο, ενός από τους κορυφαίους Λατινοαμερικανούς λογοτέχνες, Ο μάρτυρας.

Συνομιλώντας με τον συγγραφέα με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κουκκίδα.

Συνιστά, κατ’ εσάς, ο Μάρτυρας μια μεξικανική εκδοχή της ομηρικής Οδύσσειας, όπου τη θέση του Οδυσσέα καταλαμβάνει ο κεντρικός χαρακτήρας, Χούλιο Βαλδιβιέσο, και της Ιθάκης το Μεξικό - πραγματικό και επινοημένο, παρελθοντικό και παροντικό;

Ποια είναι η συνειδητή ή υποσυνείδητη συνάφειά του με το αρχαιοελληνικό κείμενο;

Η παρουσία της Οδύσσειας είναι ουσιώδης για κάθε άνθρωπο που βιώνει έναν ξεριζωμό. Μάλιστα, οι γιατροί μιλούν για το «Σύνδρομο του Οδυσσέα» προκειμένου να αναφερθούν στη νοσταλγία για τον τόπο καταγωγής.

Ο ήρωάς μου, ο Χούλιο Βαλδιβιέσο, λείπει πάνω από είκοσι χρόνια από το Μεξικό τη στιγμή που αποφασίζει να επιστρέψει σε αυτό.

Υπό αυτή την έννοια, έρχεται αντιμέτωπος με το θέμα που πραγματεύεται ο Όμηρος. Εμείς οι Μεξικάνοι δε διαθέτουμε κουλτούρα μετανάστευσης, πέρα από όσους καταλήγουν στις ΗΠΑ για οικονομικούς λόγους.

Ο Χούλιο Βαλδιβιέσο αποτελεί εξαίρεση. Έχει παραμείνει με τη θέλησή του μακριά από τη χώρα του και πρέπει τώρα να γυρίσει σε μια πατρίδα η οποία, μέχρι κάποιο βαθμό, δεν είναι πλέον δική του, καθώς έχει περάσει πολύ καιρό μακριά της.

Η έννοια της μαρτυρίας -στο επίπεδο της προσωπικής (και όχι μόνο) ζωής του Χούλιο, στο πεδίο της δικαιοσύνης και της θεολογίας- κατέχει κυρίαρχη θέση στο μυθιστόρημά σας.

Αποτελεί η λογοτεχνία ένα είδος μαρτυρίας; Κι αν ναι, ποιου και προς ποιον;

Η ερώτησή σας είναι θεμελιώδης για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα.

Σύμφωνα με τη νομική επιστήμη, υπάρχουν κανόνες οι οποίοι προσδιορίζουν ποιος μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστος μάρτυρας σε μια δίκη.

Αν πρόκειται για συγγενή του θύματος, ή κάποιον ο οποίος ήταν μεθυσμένος όταν έλαβε χώρα το συμβάν ή για ένα άτομο που χρησιμοποιεί γυαλιά αλλά δεν τα φορούσε τις επίμαχες στιγμές, η μαρτυρία του χάνει την αξία της.

Στη λογοτεχνία είναι πιο δύσκολο να καθορίσουμε τίνος η μαρτυρία είναι αληθινή.

Όλοι μας έχουμε προκαταλήψεις, πάθη που μας κάνουν υποκειμενικούς, προβλήματα νευρικής φύσεως τα οποία αλλοιώνουν όσα βλέπουμε.

Το μυθιστόρημά μου αποτελεί μια διερεύνηση της δυνατότητας να καταθέσουμε μια αληθινή μαρτυρία για τα γεγονότα.

Έπειτα είναι κι η ποίηση, κυρίως εκείνη του Ραμόν Λόπες Βελάρδε, που προβάλλει ως άλλος πρωταγωνιστής, αντιφατικός και ζωτικός συνάμα. Αποτελεί αντίβαρο, αντίδοτο, καταφύγιο ίσως;

Ο Λόπες Βελάρδε είχε μια μυθιστορηματική ζωή.

Πέθανε στα τριάντα τρία του, χωρίς να έχει δει τη θάλασσα, χωρίς να έχει δικό του ρολόι, χωρίς να είναι ιδιοκτήτης κανενός σπιτιού.

Αγάπησε τέσσερις γυναίκες, ανταποκρίθηκαν και οι τέσσερις στον έρωτά του, καμία ωστόσο δε θέλησε να τον παντρευτεί, ενώ όλες πέθαναν ανύπαντρες. Μη μου πείτε ότι δεν πρόκειται για μυθιστορηματικό υλικό!

Επιπλέον είναι ο πιο γνωστός και πιο πολυδιαβασμένος ποιητής στο Μεξικό. Στο εξωτερικό δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση, με εξαίρεση τον Μπέκετ ο οποίος τον μετέφρασε στα αγγλικά και τον Μπόρχες που ήξερε τα ποιήματά του απέξω.

Με ενδιέφερε πολύ να ενσωματώσω τον «εθνικό ποιητή» μας στην πλοκή, όχι μόνο εξαιτίας της σπουδαιότητάς του, προκειμένου να εκφραστεί ο μεξικάνικος συναισθηματισμός, αλλά και εξαιτίας της ασυνήθιστης ζωής του.

Στη βιογραφία του υπάρχει ένα κενό κάποιων ημερών, κατά τις οποίες κανείς δε γνωρίζει τι έκανε. Φαντάστηκα αυτές τις ημέρες στον Μάρτυρα.

Τέλος, ήθελα να γράψω όχι μόνο για τον ποιητή, αλλά και για τους αναγνώστες του, για τον κόσμο που τον απαγγέλλει από μνήμης και του αποδίδει ιστορίες οι οποίες πιθανότατα είναι αναληθείς.

Ένα από τα πρόσωπα που υπερερμηνεύει τους στίχους τους είναι ένας ιερέας ο οποίος πιστεύει βαθιά ότι ο Λόπες υπήρξε άγιος και ότι η απόδειξη των θαυμάτων του βρίσκεται στα ποιήματά του.

«Η τηλεόραση δεν ανήκει στον κλάδο της κουλτούρας, αλλά της νευρολογίας», αποφαίνεται ο Δονασιάνο δηκτικά για τον αντίποδα της ποίησης, που επίσης «ανατέμνεται» στον Μάρτυρα.

Μάλλον αποστρέφεστε την τηλεόραση, έτσι δεν είναι;

Εγώ δεν την αποστρέφομαι καθόλου.

Ο Δονασιάνο ανήκει σε εποχή παλαιότερη των ΜΜΕ και του φαίνεται φριχτό το γεγονός ότι ο εγκέφαλος δέχεται τόσο πολλά ηλεκτρονικά ερεθίσματα (φανταστείτε και να είχε γνωρίσει και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης!)

Ένα από τα θέματα που πραγματεύεται ο Μάρτυρας είναι ο τρόπος με τον οποίο αναπαριστούμε την πραγματικότητα, πώς πλάθονται οι μύθοι, πώς αφηγούμαστε την Ιστορία, και η τηλεόραση έχει παίξει καθοριστικό ρόλο σχετικά.

Επιστρέφοντας στο Μεξικό, ο Χούλιο Βαλδιβιέσο δέχεται την πρόταση να αναλάβει ρόλο συμβούλου σε μια ιστορική τηλεοπτική σειρά.

Και ας λάβουμε υπόψη μας εδώ ότι αυτός ο τρόπος, οι τηλεοπτικές σειρές, αποτελούν το πλέον δημοφιλές μέσο διάδοσης των γεγονότων.

O Χούλιο, πάντως, σίγουρα αποστρέφεται τους Supertramp - που συνηχούν παράδοξα με τον Trump! Αντικατοπτρίζουν την κενότητα, τη ρηχότητα και τη φτήνια της κυρίαρχης βορειοαμερικανικής κουλτούρας;

Πράγματι, ο Χούλιο μισεί τους Supertramp, όχι όμως τόσο για την ίδια τη μουσική τους, όσο επειδή του θυμίζουν μια δραματική στιγμή της ζωής του, τη στιγμή που έγινε λογοκλόπος, αντιγράφοντας τη διπλωματική του εργασία.

Σε κάποιες περιπτώσεις, αντί να κατηγορούμε τους εαυτούς μας για τα λάθη που διαπράττουμε, μεταθέτουμε την οργή μας σε άλλο πράγμα.

Οι Rolling Stones ή οι Pink Floyd είναι πανίσχυροι αντίπαλοι. Χρειαζόμουν ένα συγκρότημα λιγότερο ισχυρό, ανώδυνο, λίγο επιφανειακό, με ένρινες φωνές...

Πολλοί/ές ριζοσπαστικά σκεπτόμενοι/ες ανά τον κόσμο θαυμάζουν το κίνημα των Ζαπατίστας, το οποίο εξακολουθεί να βάλλεται από κράτος, καρτέλ και παραστρατιωτικές οργανώσεις, και επιδεικνύουν την αλληλεγγύη τους σ’ αυτό.

Εσείς πώς το προσεγγίζετε;

Είναι ό,τι πιο σημαντικό έχει συμβεί στο Μεξικό τα τελευταία τριάντα χρόνια.

Χάρη στους Σαπατίστας το θέμα των αυτοχθόνων μπήκε στην ατζέντα της μοντερνικότητας.

Όταν εγώ ήμουν παιδί, έμαθα στο σχολείο ότι οι Αζτέκοι και οι Ίνκας του παρελθόντος ήταν θρυλικοί και ως απόδειξη είχαμε τις πυραμίδες και τους θησαυρούς που γέμιζαν τα μουσεία, κανείς, ωστόσο, δε μιλούσε για τους αυτόχθονες του παρόντος.

Το κίνημα των Σαπατίστας απέδειξε πως η κληρονομιά των αυτοχθόνων εξακολουθεί να είναι ζωντανή και ότι, σε μεγάλο βαθμό, το μέλλον μας εξαρτάται από αυτήν.

Στάθηκα κοντά στο κίνημα των Σαπατίστας από την αρχή, ενώ ο πατέρας μου είναι θαμμένος στο Καρακόλ δε Οβεντίκ (“caracol” de Oventik), επομένως το όλο θέμα σημαίνει πολλά για μένα.

«Σε τούτη την κοιμισμένη χώρα η κουλτούρα ταξιδεύει καλύτερα με κάρο», λέει κάπου αφοριστικά ο θείος του Χούλιο, Δονασιάνο, και «εδώ έχουμε δημοκρατία στις λαμογιές» ο Φραντσέσκο.

Είναι μια «κοιμισμένη χώρα», μια «δημοκρατία στις λαμογιές» το Μεξικό;

Ο Δονασιάνο ζει προσκολλημένος στο παρελθόν, γι’ αυτό εμπιστεύεται περισσότερο τα αργά πράγματα.

Πιστεύει ότι η προφορική παράδοση, οι ανεκδοτολογικές ιστορίες και οι φήμες έχουν μεγαλύτερη δύναμη από τις φευγαλέες ειδήσεις των μαζικών μέσων.

Από τη μεριά του ο Φραντσέσκο αντιλαμβάνεται ότι η χώρα είναι εξαρτημένη από τη διαφθορά και ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να ολοκληρώσεις μια διαδικασία είναι η δωροδοκία.

Πρόκειται για δυο κριτικές ματιές σε μια κατακερματισμένη πραγματικότητα που μοιάζει δίχως μέλλον.

Ο Χούλιο επιστρέφει στο Μεξικό το 2001, όταν το Θεσμικό Επαναστατικό Κόμμα βγαίνει για πρώτη φορά ηττημένο από τις εκλογές, έπειτα από εβδομήντα ένα χρόνια στην εξουσία.

Θεωρεί πως θα βρει μια χώρα ανανεωμένη, διαπιστώνει όμως ότι η δημοκρατική εναλλαγή, της οποίας ηγείται ένα συντηρητικό κόμμα, συνιστά ένα μυστήριο ταξίδι προς τα πίσω.

Επιπλέον, «μια μονάχα σημαντική γεωγραφική διαίρεση έχει: τα καρτέλ», σύμφωνα με τον «Βίκινγκ»;

Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 2004, δυο χρόνια προτού ο Φελίπε Καλδερόν εξαγγείλει τον παράλογο «πόλεμο κατά του ναρκεμπορίου» και η χώρα βυθιστεί στη βία.

Ο Μάρτυρας προοικονομεί το γεγονός ότι το οργανωμένο έγκλημα θα γίνεται όλο και πιο ισχυρό και υπονοεί πως η χώρα έχει ήδη μοιραστεί σε καρτέλ. Δυο χρόνια μετά όλοι μιλούσαν για το ίδιο θέμα.

Άλλαξε, τελικά, κάτι στην πολιτική κατάσταση της χώρας υπό την προεδρία του -παρουσιαζόμενου ως «αριστερού»- Λόπες Ομπραδόρ, σχεδόν έναν αιώνα μετά την ανακήρυξη της Μεξικανικής Ανεξαρτησίας;

Είναι πολύ αμφίβολο πως ο Λόπες Ομπραδόρ είναι αριστερός, δεδομένου ότι συμμάχησε με την Ευαγγελική Εκκλησία, τα συντηρητικά τμήματα των παραδοσιακών κομμάτων, τους διεφθαρμένους συνδικαλιστές ηγέτες, τους κυρίαρχους επιχειρηματίες της χώρας.

Ένα παράδειγμα: ο υπαίτιος για την εκλογική απάτη του 1988 είναι ο υπεύθυνος της Επιτροπής Ηλεκτρικής Ενέργειας.

Ο Λόπες Ομπραδόρ αντιτίθεται στους επιστήμονες, στον πολιτισμό, στον φεμινισμό, στο κάλεσμα για συμμετοχή των Σαπατίστας... Τίποτε από τα παραπάνω δεν είναι αριστερό.

Είναι ένας λαϊκιστής που προσπαθεί να διορθώσει τις καταχρήσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων πολεμώντας τη διαφθορά, πράγμα που είναι θετικό, αλλά δεν αρκεί.

Χρειάζεται μια μοντέρνα δημόσια πολιτική για μια ανάπτυξη ισότιμη και οικολογικά βιώσιμη. Τέτοιου είδους προτάσεις λείπουν.

«Ιστορία δεν είναι αυτό που συμβαίνει, αλλά η θεραπεία που δεχόμαστε για την πραγματικότητα», υποστηρίζει ο Φέλιξ Ροβιρόσα. To συμμερίζεστε;

Πρόκειται μια μελαγχολική φράση, ειπωμένη από έναν πεσιμιστή, η οποία εντούτοις περιέχει μεγάλη δόση αλήθειας.

Η εξιστόρηση των γεγονότων δεν είναι ποτέ ουδέτερη. Γράφουμε την ιστορία του κόσμου για να περιγράψουμε αυτό που συνέβη, πάνω απ’ όλα όμως για να το αντέξουμε.

Ευχαριστώ ιδιαιτέρως την Ασπασία Καμπύλη για τη φροντισμένη μετάφραση των ερωτήσεών μου στα ισπανικά και των απαντήσεων του συγγραφέα στα ελληνικά.

Το μυθιστόρημα του Χουάν Βιγιόρο Ο μάρτυρας κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κουκκίδα σε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη.



Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

Χάλιντ Χαλίφα: «Κάθε μυθιστόρημα είναι μια μάχη με τη μνήμη»

 


Διανθισμένο με «πινελιές» «μαύρου» χιούμορ, το μυθιστόρημα του Χάλιντ Χαλίφα, ενός από τους επιφανέστερους σύγχρονους Άραβες συγγραφείς, Ο θάνατος είναι ζόρικη δουλειά είναι μια σπαρακτική μαρτυρία για την τραγωδία της Συρίας.

Εν μέσω αυξανόμενων κρουσμάτων κορονοϊού και στη Συρία, ο συγγραφέας μάς ανοίγει την καρδιά του. Το μυθιστόρημά του κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

Ξεκινήσατε να γράφετε το μυθιστόρημα Ο θάνατος είναι ζόρικη δουλειά κλινήρης στο νοσοκομείο μετά από καρδιακή προσβολή.

Να εικάσω ότι αυτός είναι ο λόγος που περιβάλλεται από μια «αύρα» θανάτου -σωματικού και ψυχικού-, ερημιάς και ήττας;

Αυτό συνέβη κυρίως λόγω των συνθηκών που εκείνη την περίοδο του 2013 επικρατούσαν γύρω μου, τόσο στο νοσοκομείο όσο και στην πόλη.

Ο πόλεμος βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόμουν, όπως και από το σπίτι όπου ζούσα. Όλα όσα με περιέβαλλαν απέπνεαν θάνατο και ερημιά.

Οι διεθνείς εξελίξεις απομόνωσαν τη Συρία και ξαφνικά η χώρα βρέθηκε στον αέρα. Κανείς δε νοιάζεται για τα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα, ο κόσμος καθορίζει τις ισορροπίες του πολέμου.

Η απόφαση ήταν να μην αφήσουν το καθεστώς να πέσει, με οποιοδήποτε κόστος. Ναι, ένιωθα μια πρωτόγνωρη πίκρα, ένιωθα μια ερημιά και μια ήττα που συνεχίζουν να με συντροφεύουν μέχρι τώρα.    

«Το χειρότερο στον πόλεμο είναι πως το παράλογο γίνεται κοινότοπο κι η τραγωδία καθημερινότητα», γράφετε στις πρώτες σελίδες της υπαρξιακής «οδύσσειας» μιας οικογένειας και μιας χώρας σε καιρό πολέμου.

Είναι παράλογοι και τραγικοί οι ήρωες κι οι ηρωίδες σας;

Δεν κατηγοριοποιώ τους ήρωές μου, αλλά στον πόλεμο όλοι μας μεταμορφωνόμαστε. Ο θαρραλέος μπορεί να γίνει δειλός και η έννοια του ηρωισμού οπωσδήποτε αλλάζει.

Γι’ αυτό δε σκέφτομαι ότι οι ήρωές μου έχουν σταθερά και αμετάβλητα χαρακτηριστικά, αλλά ζυμώνονται μέσα σε μια ζωή γεμάτη αλλαγές και αντιφάσεις.

Γι’ αυτό και η υπαρξιακή οδύσσεια αυτής της οικογένειας ίσως είναι μια αφορμή για να αποτινάξουμε τον μισό αιώνα φόβου και απώλειας που ζήσαμε εμείς οι Σύροι υπό τον ζυγό ενός και μοναδικού καθεστώτος, και τη δικτατορία που έβαλε πάλι τη χώρα σ’ ένα τούνελ από όπου δεν είναι καθόλου εύκολο να βγει.

Στον πόλεμο τα μεγαλύτερα γεγονότα πράγματι μετατρέπονται σ’ ένα συνηθισμένο γεγονός.

Δεν ξέρω για ποιον λόγο, αλλά πιστεύω πως ο οποιοσδήποτε πόλεμος είναι πάντα μεγαλύτερος από το οποιοδήποτε γεγονός και τα απρόοπτα του πολέμου κανείς δεν τα γνωρίζει ούτε και μπορεί να τα αποφύγει.

«Το πραγματικό νόημα της αγάπης είναι αυτό που χάνουμε και όχι αυτό που ζούμε», σκέφτεται ο Μπούλμπουλ, ο νεότερος γιος. Γιατί συμβαίνει αυτό, κατά τη γνώμη σας;

Θα έπρεπε να ρωτήσουμε τον Μπούλμπουλ γιατί συμβαίνει αυτό, αφού το μυθιστόρημα γράφτηκε κατά κύριο λόγο από τον χαρακτήρα του Μπούλμπουλ.

Συγχρόνως, αποτέλεσε μια απόπειρα αποτίναξης μισού αιώνα ζωής μέσα στην καταπίεση, την αδικία και τον φόβο.

Ο Μπούλμπουλ, μέσα από τις απώλειές του, επινόησε μια παράλληλη ζωή ώστε να αντισταθμίσει το μπουκέτο τριαντάφυλλα που έχασε μην μπορώντας να το αρπάξει την κατάλληλη στιγμή.

Ίσως μια μέρα ανακαλύψουμε ότι ο Μπούλμπουλ έχει δίκιο, και η αγάπη είναι όντως αυτό που χάνουμε και όχι εκείνο που καυχιόμαστε πως ζήσαμε και ζούμε.

«Το να παραδοθεί κανείς στη μνήμη είναι το καλύτερο που μπορεί να κάνει για να απαλλαγεί από τις πληγές των αναμνήσεων», γράφετε κάπου αλλού. Ανακαλείτε και ανακουφιστικές, αναζωογονητικές αναμνήσεις;

Κάθε μυθιστόρημα είναι μια μάχη με τη μνήμη.

Όταν έγραφα το βιβλίο μου Δεν υπάρχουν μαχαίρια στις κουζίνες αυτής της πόλης, δεν είχα φανταστεί πόσες εικόνες θα αναδύονταν από το μακρινό παρελθόν και θα απαιτούσαν το μερίδιό τους από τη γραφή, θα απαιτούσαν να αποκτήσουν παρουσία.

Οι περισσότερες ήταν αναμνήσεις επώδυνες και τραυματικές.

Δυστυχώς οι αναζωογονητικές αναμνήσεις χάνονται ή μοιάζουν σκόρπιες σε σημείο που νιώθω ότι δεν είχα ποτέ καμία αναζωογονητική ανάμνηση.

Αυτό δεν είναι αλήθεια, καθώς έζησα μια ζωή θυελλώδη και μέσα σε αυτήν πολλές υπέροχες στιγμές, για τις οποίες ελπίζω μια μέρα να γράψω. 

Η Νιβίν, η σύζυγος του Αμπντελατίφ, «είχε πειστεί πως ο καλύτερος τρόπος για να νικήσεις τον πόλεμο ήταν να πάψεις να μιλάς γι’ αυτόν». Το πιστεύετε;

Ναι, πιστεύω ότι το να πάψεις να μιλάς για τον πόλεμο μετριάζει κάπως τον πόνο του όμως δεν σβήνει τις ουλές του ούτε θεραπεύει τις βαθιές πληγές του.

Το να πάψεις να μιλάς γι’ αυτόν βοηθά στο να περνά ο χρόνος με λιγότερο πόνο, όμως αυτός ο πόνος δεν τελειώνει.

Υπάρχει, πάντως, και αρκετό χιούμορ -«μαύρο» μεν, αλλά σίγουρα χιούμορ- στο βιβλίο σας. «Ενδημεί» στην αραβική και τη συριακή ψυχοσύνθεση ή/και σας χαρακτηρίζει προσωπικά;

Ναι, πιστεύω ότι η συριακή ψυχοσύνθεση διαθέτει τους δικούς της μηχανισμούς του χιούμορ, παρόλο που η εικόνα που έχει ο κόσμος για τους Σύρους είναι ότι είναι ένας «βαρύς» λαός.

Στην πραγματικότητα, μέσα στην ψυχοσύνθεση και την Ιστορία μας, όπως και σε κάθε λαό, υπάρχει ένα μακρύ παρελθόν στο χιούμορ.

Ακόμα και στις στιγμές της μεγαλύτερης θλίψης και του σφοδρότερου πόνου, ξεπηδούν ασυγκράτητοι χείμαρροι αστείων.

«Είναι δουλειά των σκεπτόμενων ανθρώπων να μη βρίσκονται στην πλευρά των δημίων», υπογραμμίζει ο Αλμπέρ Καμί στο Ούτε θύματα ούτε δήμιοι.

Διαβάζοντας το Ο θάνατος είναι ζόρικη δουλειά τείνω να συμπεράνω πως επιλέγετε την πλευρά των θυμάτων. Ισχύει;

Σε όλα μου τα βιβλία ήμουν, συνεχίζω να είμαι και θα παραμείνω στην πλευρά των θυμάτων.

Είναι αδύνατον κανείς να γράφει υπό συνθήκες ή υπό τον όρο να βρίσκεται στην πλευρά των δολοφόνων και των δυναστών. Η Ιστορία αυτού του τόπου γράφτηκε από ισχυρούς που εκ προθέσεως αγνόησαν τον πόνο των θυμάτων.

Αν και δεν πρόκειται για «στρατευμένα» αντικαθεστωτικό μυθιστόρημα, σίγουρα εμπεριέχει γενναία δόση κριτικής στις βαναυσότητες του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ. Ποια είναι η σχέση σας με την εξουσία; Σας ανέχεται;

Σε όλη μου τη ζωή τάχθηκα εναντίον της δικτατορίας και προέρχομαι από μια οικογένεια που δεν ασπάστηκε ούτε μια μέρα τη δικτατορία.

Ως οικογένεια πληρώσαμε το τίμημα, όπως όλες οι οικογένειες της συριακής αντίστασης.

Και παρόλο που δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα για να μιλήσει κανείς για το τι συνέβη, ο πόνος και ο φόβος ήταν κομμάτι της ζωής μου και της ζωής της οικογένειάς μου.

Έτσι, η ακανθώδης σχέση μου με την εξουσία κρατά από παλιά κι εκείνο που με σώζει είναι ότι δεν εμπλέκομαι με άμεσο τρόπο στην πολιτική.

Παρόλα αυτά, όμως, δε γλίτωσα, όπως νομίζουν όλοι, καθώς σχεδόν όλα μου τα βιβλία είναι απαγορευμένα και οι παρενοχλήσεις δε σταμάτησαν παρά τους τελευταίους μήνες.

Τι είδους πολιτιστική ζωή υπάρχει σε μια χώρα ρημαγμένη από έναν γενικευμένο πόλεμο με διεθνείς διαστάσεις, που πλέον έχει εισέλθει στον δέκατο χρόνο του;

Στη διάρκεια των τελευταίων δέκα χρόνων η κυβέρνηση ενέτεινε τη χειραγώγηση όλων των πολιτιστικών δραστηριοτήτων με σκοπό να προωθήσει τη δική της εκδοχή για όσα συνέβησαν.

Απέτυχε, όμως, παταγωδώς, αφού παρουσίαζε μία εσφαλμένη και ψευδή αφήγηση μέσα από ανθρώπους χωρίς ταλέντο και από μισθοφόρους.

Απέμειναν να εργάζονται ορισμένοι άνθρωποι που ασχολούνταν με άλλες μορφές τέχνης.

Όπως κάποιοι δραματουργοί που δε σταμάτησαν να δουλεύουν, με κύριο εκπρόσωπό τους τον Σύρο σκηνοθέτη Οσάμα Γάναμ και τους πειραματισμούς του στο θέατρο μαζί με τους σπουδαστές του.

Επίσης, συνέχισαν να δουλεύουν και αρκετοί καλλιτέχνες των πλαστικών τεχνών που δε διέκοψαν την παραγωγή τους, παρόλο που η αγορά έκλεισε.

Όμως η εικόνα σε γενικές γραμμές είναι αξιοθρήνητη, ειδικά μετά τον διαχωρισμό των Σύρων διανοούμενων σε εκείνους του εξωτερικού και αυτούς του εσωτερικού.

Ο θάνατος είναι, αναμφίβολα, ζόρικη δουλειά - κι η ζωή ακόμα περισσότερο, θα πρόσθετα. Κι εσείς, επίμονα, εξακολουθείτε να ζείτε και να δημιουργείτε στη Συρία και τη Δαμασκό. Τι σας κρατάει εκεί; Και τι προσδοκάτε από το μέλλον;

Είναι απλό, εδώ είναι το σπίτι μου και η χώρα μου για την οποία συνεχίζω να νοιάζομαι, να αγαπώ κάθε της πέτρα. Κι ως τώρα συνέχισα να είμαι εδώ παρά τη δυσκολία, παρόλο που ήταν σχεδόν ακατόρθωτο.

Δε θα σας μιλήσω για τις συνθήκες ζωής που μοιράζομαι με είκοσι εκατομμύρια Σύρους, αλλά θα σας δώσω ένα μικρό παράδειγμα:

Εδώ και δέκα χρόνια δε ζήσαμε ούτε μια ολόκληρη μέρα με ηλεκτρικό ρεύμα κι εδώ και δέκα μέρες το αυτοκίνητό μου είναι σταματημένο γιατί δεν υπάρχει βενζίνη... και πολλές άλλες δυσκολίες.

Νιώθω ότι πήρα τη σωστή απόφαση όταν αποφάσισα να μοιραστώ με τον λαό μου τον πόνο του. Το σημαντικότερο είναι πως τα κατάφερα, ενώ κάποιοι από τους φίλους μου δεν μπόρεσαν να αντέξουν τις πιέσεις που υπέστησαν αυτοί και οι οικογένειές τους.

Και αναγκάστηκαν να φύγουν.

Ευχαριστώ θερμά την Ισμήνη Κουρούπη από το Γραφείο Τύπου & Επικοινωνίας των Εκδόσεων Καστανιώτη για την πολύτιμη συνδρομή της στη διοργάνωση της συνέντευξης.

Ευχαριστώ, επίσης, ιδιαιτέρως την Αγγελική Σιγούρου, η οποία επιμελήθηκε τη μετάφραση των ερωτήσεών μου στα αραβικά και των απαντήσεων του συγγραφέα στα ελληνικά.

Το μυθιστόρημα του Χάλιντ Χαλίφα Ο θάνατος είναι ζόρικη δουλειά κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση της Αγγελικής Σιγούρου.