Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

Κατρίν Κορσινί: «Η Γαλλία είναι μια χώρα όπου η ανταρσία συχνά βοά»

 


«Ακτινογραφία» μιας κοινωνίας, μιας σχέσης και ενός συστήματος υγείας σε ρήξη, η νευρώδης ταινία της Γαλλίδας σκηνοθέτριας Κατρίν Κορσινί, Η μεγάλη ρήξη, προβάλλεται στους κινηματογράφους από την 1η Δεκεμβρίου.

Συνομιλώντας με την ανήσυχη δημιουργό.

Η συμβολικά -αλλά και πολύ εύστοχα- τιτλοφορημένη πιο πρόσφατη ταινία σας, Η μεγάλη ρήξη, περιστρέφεται γύρω από την έννοια της ρήξης: εντός της κοινωνίας, μιας σχέσης, ενός συστήματος υγείας.

Πέραν του πραγματικού περιστατικού από τη ζωή σας που «πυροδότησε» τη διαδικασία συγγραφής του σεναρίου, υπήρξε και η προαναφερθείσα έννοια σημείο εκκίνησης;

Είχα βεβαίως κατά νου αυτές τις τρεις ρήξεις: του αγκώνα, της σχέσης ανάμεσα στο ζευγάρι και της κοινωνίας.

Ο όρος «κοινωνική ρήξη» δεν είναι καινούριος. Είναι σχεδόν ειρωνικός, μιας κι εμφανίστηκε στην πολιτική και τη μιντιακή σκηνή κατά τη διάρκεια της καμπάνιας για τις προεδρικές εκλογές του 1995, όταν έγινε το σλόγκαν του υποψηφίου Ζακ Σιράκ.

Ο συγκεκριμένος υποψήφιος είχε υιοθετήσει τον όρο του Εμανουέλ Τοντ ο οποίος δεν είχε εμπλακεί στην προεκλογική εκστρατεία και είχε αναλύσει τη δυσφορία στην πολιτική σκηνή της Γαλλίας που είχε παρατηρηθεί από το 1981.

Το φιλμ εστιάζει σε ένα λεσβιακό ζευγάρι στα πρόθυρα του χωρισμού. Η Ραφ ιδίως, ένα εξαιρετικά ανασφαλές άτομο του οποίου η συμπεριφορά συχνά απέχει λίγο από την υστερία και τη νεύρωση, φαινομενικά «δανείζεται» πολλά από εσάς.

Είστε εξίσου ανασφαλής και ιδιοσυγκρασιακή με εκείνη;

Ασφαλώς, ποτέ δε νιώθω αποδεκτή. Το να γίνω σκηνοθέτρια υπήρξε ένα δύσκολο ταξίδι.

Ήθελα να γίνω ηθοποιός, αλλά δεν είχα αυτοπεποίθηση. Αισθανόμουν ότι με κοίταζαν σαν ένα αντικείμενο, δεν ήμουν ευθυγραμμισμένη με τα πρότυπα της ομορφιάς.

Κατόρθωσα να επεκταθώ και να κάνω ταινίες, συχνά σεμνές, γιατί ένιωθα πως το να κάνω γύρισμα ήταν ήδη κάτι εξωπραγματικό. Πιθανόν εξακολουθώ ακόμα να βιώνω τον θυμό και τη δυσφορία τού να μην αισθάνομαι αποδεκτή.

Είμαι πολύ υπεύθυνη όταν κάνω ένα φιλμ ώστε, για παράδειγμα, να μην υπερβώ τον προϋπολογισμό. Αλλά μπορεί και να παρασυρθώ από τον πανικό όταν δεν παίρνω αυτό που θέλω. Φαίνομαι στέρεη, αλλά έχω πολλές αμφιβολίες.

Από την άλλη, αν και μοιάζω με τον χαρακτήρα -χωρίς φίλτρα-, δεν έχω κάποια διαστροφή. Το να είμαι, όμως, αυθόρμητη μπορεί να προκαλέσει αστείες - και μερικές φορές όχι αστείες καταστροφές.

Ήθελα να δείξω τη δυσάρεστη πλευρά των ανθρώπων που δημιουργούν και νομίζουν ότι βρίσκονται στο κέντρο των πάντων, αλλά και να το διακωμωδήσω ώστε να μπορέσω να διακωμωδήσω και τους υπόλοιπους χαρακτήρες της ταινίας.




Η νοσοκόμα Κιμ (μια εκπληκτική Aïssatou Diallo Sagna), από την άλλη, μοιάζει να είναι η φωνή και το σώμα της κοινής λογικής, της αξιοπρέπειας και της ανθρωπιάς.

Θα θέλατε να αναφερθείτε πιο αναλυτικά στη δημιουργία του χαρακτήρα της και στην υπέροχη ηθοποιό που τον ενσαρκώνει;

Ήταν ένας δευτερεύων χαρακτήρας, αλλά στα πιο τρελά μου όνειρα ήλπιζα ότι, αν έβρισκα τον κατάλληλο άνθρωπο για να την υποδυθεί, θα κατέληγε να είναι ο κεντρικός. Αντιπροσωπεύει το νοσοκομείο, το οποίο είναι η «ψυχή» του φιλμ.

Είναι δύσκολο για μια μη ηθοποιό να ανταγωνιστεί με ηθοποιούς τόσο δυνατούς όσο εκείνους που είχα στη διάθεσή μου. Έπρεπε να βασιστώ στην εμπειρία της Aïssatou στην τεχνογνωσία της, στην ικανότητά της ν’ ακούει, στην ανθρωπιά της.

Κατάφερα ακόμα και να κλέψω μερικές λέξεις της για την κατάσταση στο νοσοκομείο.

Ήταν περιτριγυρισμένη από πραγματικούς πάροχους φροντίδας, γεγονός το οποίο συνέβαλε στην αλήθεια του χαρακτήρα της. Και κάποια στιγμή το θαύμα συνέβη, η ταινία εστίασε σ’ εκείνη και ξέχασα τους βασικούς ηθοποιούς.

Επιπλέον, η Aïssatou Dialo Sagna, που συνεχίζει να εργάζεται στο νοσοκομείο, είναι η ηρωίδα του επόμενου φιλμ μου.

Σε αντίθεση με την Κιμ και το υπόλοιπο προσωπικό που προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, το δημόσιο σύστημα υγείας της Γαλλίας καταρρέει ταχύτατα- και μου θυμίζει το κατασυκοφαντημένο ελληνικό.

Ποιος ή -ακόμα καλύτερα- ποια πολιτική ευθύνεται γι’ αυτό το χάλι;

Είναι χρόνια λαθών. Διάβασα πρόσφατα στον Le Monde συνεντεύξεις διαφορετικών υπουργών Υγείας κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια και νομίζω πως καθένας εξ αυτών φέρει μερίδιο ευθύνης.

Ενώ είχαμε ένα εξαιρετικό σύστημα υγείας, οι λομπίστες κατάφεραν να διαλύσουν ό,τι λειτουργούσε. Μας λείπουν οι γιατροί εξαιτίας πολιτικών που επιβράδυναν την εκπαίδευσή τους διά της επιβολής ενός αριθμητικού περιορισμού.

Τα Επείγοντα είναι θύματα αυτής της κατάστασης: οι ασθενείς δεν έχουν πλέον γιατρούς και τα γεμίζουν πλήρως. Με τη σειρά τους, τα Επείγοντα έχουν έλλειψη σε κλίνες λόγω έλλειψης προσωπικού.

Είναι ένα καλάθι γεμάτο τρύπες, που οι πάροχοι φροντίδας προσπαθούν μάταια να μπαλώσουν.

Έπειτα έχουμε τον Γιαν (έναν θυμωμένο, βουτηγμένο στο άγχος Pio Marmaï), προλετάριο οδηγό νταλίκας, μέλος του κινήματος των «Κίτρινων Γιλέκων» και θύμα της αστυνομικής καταστολής.  

Μιας και αυτό το κίνημα αποτελείτο επίσης από κεντρώα, ακόμα και ακροδεξιά στοιχεία, γιατί επιλέξατε να αποτυπώσετε τον μυθοπλαστικό του «εκπρόσωπο» έτσι; Ανανέωσαν τα Κίτρινα Γιλέκα την πολιτική ζωή της Γαλλίας;

Η Γαλλία είναι μια χώρα όπου η ανταρσία συχνά βοά. Τα Κίτρινα Γιλέκα ήταν ένα δημοφιλές κίνημα. Τα αριστερά κινήματα έδειξαν ενδιαφέρον γι’ αυτό ίσως λίγο αργά.

Πρέπει να ειπωθεί ότι τα Κίτρινα Γιλέκα δεν επιθυμούσαν την οποιαδήποτε πολιτική ανατροπή. Ήταν, ωστόσο, ένα πολύ αλληλέγγυο κίνημα, πολύ χαρούμενο, που μίλησε για τη δυσφορία μιας Γαλλίας η οποία δεν ακούγεται και υφίσταται διακρίσεις.  

Όταν δεν έχεις άλλη επιλογή από το να πάρεις το αμάξι σου, η τιμή της βενζίνης είναι σημαντική. Ήταν το κίνημα των ανθρώπων που δεν μπορούν να ζήσουν με τη σύνταξή τους και δεν τη «βγάζουν» μέχρι το τέλος του μήνα.

Σήμερα στη Γαλλία πολλοί άνθρωποι -και μάλιστα νέοι- ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.

Για μένα, ο Γιαν αντιπροσωπεύει κάποιον που συμμετέχει σε διαδήλωση στο Παρίσι για πρώτη φορά στη ζωή του, για να κάνει τη φωνή του να ακουστεί. Είναι αφελής, αλλά θέλει να ακουστεί.

Μπορούμε να δούμε ότι η κατάσταση επιδεινώνεται κι αυτό είναι τρομακτικό γιατί βοηθάει την ακροδεξιά.




Επιστρέφοντας στην αφετηρία, πώς μια κατακερματισμένη, διχασμένη, «εξαρθρωμένη» κοινωνία -όπως, για παράδειγμα, η σύγχρονη γαλλική- μπορεί να ανακτήσει μια αίσθηση συλλογικού εαυτού/σκοπού;

Εμπιστεύεστε την πολιτική, με την ευρύτερη έννοια του όρου;

Δεν είμαι γαλήνια. Έχουμε υποδαυλίσει ις φλόγες του διχασμού. Τον αφήσαμε να συμβεί. Οι τελευταίες εκλογές μού άφησαν μια πικρή γεύση. Για πρώτη φορά, πραγματικά δίστασα να ψηφίσω.

Δε με ηρεμεί το να βλέπω τόσο πολλούς ακροδεξιούς βουλευτές. Στ’ αλήθεια με φοβίζει το μέλλον.

Ελπίζω ότι η νεολαία θα ξυπνήσει όπως ξέρει όταν το περιμένεις λιγότερο. Προς το παρόν, δεν το νιώθω από συλλογικής άποψης, αλλά σε κατακερματισμένα κομμάτια της κοινωνίας. Καλό είναι αυτό, αρκεί όμως ενόψει των κινδύνων που ελλοχεύουν;

Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, πολλές από τις ταινίες σας εξερευνούν τη γυναικεία επιθυμία και σεξουαλικότητα, συχνά εντός ενός λεσβιακού συγκείμενου.

Νομίζετε πως η φιλμική αναπαράσταση της γυναικείας σεξουαλικότητας έχει σταδιακά ωριμάσει και γίνει πιο βαθιά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον λεγόμενο «καλλιτεχνικό» ευρωπαϊκό κινηματογράφο;

Νομίζω πως ακόμα υπάρχουν πολλές ταινίες με πολύ δυαδική, στερεοτυπική αποτύπωση της σχέσης ενός ζευγαριού. Αλλά δεν έχω τόσο ευρεία εποπτεία, οπότε θα ήταν δήθεν ν’ απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση.

Από την άλλη, νιώθω ότι πολλά κινούνται, αλλά προς το παρόν δεν μπορώ να «μετρήσω» αυτές τις αλλαγές. Στρέφω το βλέμμα μου πολύ σε άλλες χώρες.

Αυτό που με θλίβει είναι η μοίρα των γυναικών σε πολλές χώρες στον κόσμο. Αυτό που μου δίνει ελπίδα είναι η εξέγερση των γυναικών στο Ιράν. Τι κουράγιο! Τις θαυμάζω. Η καταπίεση των γυναικών είναι απαράδεκτη.

Ευχαριστώ θερμά την Ευάννα Βενάρδου, υπεύθυνη Τύπου της Weird Wave, για την καθοριστική συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Η ταινία της Κατρίν Κορσινί Η μεγάλη ρήξη προβάλλεται στους κινηματογράφους από την 1η Δεκεμβρίου σε διανομή της Weird Wave.



Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022

Γκιόργκι Ντραγκομάν: «Είναι σχεδόν αδύνατον να θυμηθείς τον πόνο»

 

Γκιόργκι Ντραγκομάν (Φωτογραφία: Anna T. Szabó)

«Αμάλγαμα» πολιτικής αλληγορίας και «ενήλικου» παραμυθιού, το μυθιστόρημα του ουγγρικής καταγωγής συγγραφέα και μεταφραστή Γκιόργκι Ντραγκομάν, Η πυρά, είναι μια «σπουδή» στη μνήμη, τον πόνο, την κάθαρση και την ενηλικίωση.

Συζητώντας με τον συγγραφέα με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά.

Γεννημένος στο Τίργκου Μούρες της Ρουμανίας, μετακόμισες οικογενειακώς στην Ουγγαρία λίγο πριν την ανατροπή του βάρβαρου καθεστώτος του Τσαουσέσκου το 1989.

Έχεις ξεπεράσει τα τραύματα που σου προκλήθηκαν στην πρώιμη παιδική ηλικία σου;

Μεγάλωσα σε μια δικτατορία, κι ευτυχώς το γνώριζα, οπότε από μικρή ηλικία έμαθα να μην εμπιστεύομαι την εξουσία ή τις αρχές.

Δε θα αποκαλούσα αυτή την έλλειψη εμπιστοσύνης «τραύμα», πιστεύω ότι είναι αρκετά χρήσιμο να υποθέτεις πάντα το χειρότερο σε μια τέτοια σχέση. Φοβάμαι πως είναι αρκετά απίθανο να ξαναμπορέσω να σκεφτώ ως αισιόδοξος.

Επιπλέον, υπέστης πρόσθετες διακρίσεις εξαιτίας της ουγγρικής εθνοτικής καταγωγής σου;

Περίπου την εποχή που γεννήθηκα εισήχθη η έννοια της εθνικής ομοιογένειας στην κομμουνιστική ιδεολογία στη Ρουμανία.

Ως συνέπεια, πολίτες που ανήκαν σε οποιαδήποτε εθνοτική μειονότητα πιέζονταν να εγκαταλείψουν τη χώρα και εγκαινιάστηκε μια πολιτική επιταχυμένης αφομοίωσης.

Από την οπτική γωνία ενός παιδιού αυτό σήμαινε ότι βιβλία και περιοδικά στην ουγγρική γλώσσα κατάσχονταν συστηματικά στα σύνορα, και όλο και περισσότερα σχολικά μαθήματα γίνονταν στα ρουμανικά, ακόμα και σε μειονοτικά σχολεία.

Στο σχολείο η πίεση ήταν απτή, αλλά έξω από αυτό ήταν μικρότερη, επομένως είχα πολλούς Ρουμάνους φίλους. Στα αέναα πολεμικά παιχνίδια που παίζαμε η εθνικότητα των αντιπάλων δεν έπαιζε ρόλο.

Το μυθιστόρημα Η πυρά, ιστορημένο με τον τρόπο του παραμυθιού, συντελείται σε μια μη κατονομαζόμενη ανατολικοευρωπαϊκή χώρα που μπορεί να είναι (ή να μην είναι) η Ρουμανία.

Γιατί ήταν η δημιουργία αυτής της συχνά απόκοσμης, μυστικιστικής ατμόσφαιρας τόσο σημαντική για σένα; Νομίζεις πως λίγη μαγεία μπορεί τελικά να σώσει τη ζωή ενός ανθρώπου;

Δε νομίζω ότι πρόκειται για ένα παραμύθι, πιο πολύ είναι μια κάπως γοτθική διερεύνηση της οντολογίας της θρησκείας.

Έχουμε μια Γιαγιά τραυματισμένη από την εμπλοκή της στο Ολοκαύτωμα, η οποία αποσύρεται σε έναν κόσμο δικό της που καθορίζεται από μια πρωτο-ορθοδοξία, μια πολύ απομονωμένη και προσωπική θρησκεία την οποία φτιάχνει για τον εαυτό της.

Είναι ένας παράξενος συνδυασμός ανιμισμού βασισμένου στο φολκλόρ και αναμιγμένου με ορθοδοξία κατά έναν πολύ σωματικό, σχεδόν κουνγκ-φου τρόπο. Η Γιαγιά είναι η μοναδική αυθεντία αυτής της πολύ σωματικής θρησκείας.

Όταν η δεκατριάχρονη Έμα προσελκύεται σ’ αυτόν τον μοναχικό κόσμο, τον βιώνει ως κάτι μαγικό.

Το μυθιστόρημά σου είναι επίσης μια ιστορία ενηλικίωσης. Πρωταγωνίστρια είναι η δεκατριάχρονη Έμα, που προσπαθεί να επιβιώσει μετά τον θάνατο των γονιών της.

Ποιο είναι το πιο συναρπαστικό χαρακτηριστικό των ανθρώπων νεαρής ηλικίας -πραγματικών και μυθοπλαστικών-, κατά τη γνώμη σου;

Η γνωριμία με την Έμα υπήρξε ένα ενδιαφέρον ταξίδι, ήταν απρόσμενο το πόσο δυνατή και αυτάρκης ήταν. Σκληρή σαν καρφί και ασυμβίβαστη, ικανή να μετατρέπει τις ευαλωτότητες της εφηβείας σε ακλόνητη δύναμη.

Η Έμα κάπου αναλογίζεται πως ο πόνος μάς βοηθάει να θυμόμαστε, να θυμόμαστε τα πάντα, γιατί μόνο όσα θυμόμαστε υπάρχουν. Θα ήθελες να αναλύσεις τη σύνδεση μεταξύ πόνου και μνήμης;

Στην πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατον να θυμηθείς τον πόνο. Το απόσπασμα που ανέφερες είναι διαμορφωμένο από την Γιαγιά κατά την απόπειρά της να διδάξει στην Έμα την αρκετά βάναυση μέθοδό της διαχείρισης της θλίψης.

Αυτή μπορεί να ερμηνευτεί ως ένα μάθημα στον αυτοτραυματισμό, όπου ο πόνος τον οποίο προκαλείς στον εαυτό σου σε καυτηριάζει από τον πόνο που άλλοι θα μπορούσαν να προκαλέσουν σε σένα.

Αυτός είναι ο τρόπος της Γιαγιάς, και μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος έχει να κάνει με τη σχέση της Έμα με το ζήτημα. Μαθαίνει την τέχνη της θύμησης, και οι αναγνώστες συχνά βιώνουν κάτι παρόμοιο.

Έχω λάβει πολλά γράμματα αναγνωστών όπου μου έγραφαν ότι το βιβλίο τούς έκανε να θυμηθούν μέρος της εφηβείας τους το οποίο δεν είχαν σκεφτεί επί δεκαετίες.

Η Γιαγιά σε κάποιο σημείο επισημαίνει πως τις ιστορίες που πονάνε πολύ μπορούμε να τις λέμε μονάχα με έναν τρόπο μέσα από τον οποίο οι ακροατές θα νιώθουν ότι συνέβησαν στους ίδιους.

Είναι, για σένα, η λογοτεχνία ένας τρόπος μοιραζόμαστε, κι έτσι να ξεπερνάμε τα τραύματα;

Αυτή είναι η αισιόδοξη εκδοχή, και δε θα πήγαινα τόσο μακριά.

Το πιο πολύ στο οποίο μπορώ να ελπίζω είναι η ενσυναίσθηση, αυτό μπορεί η καλή λογοτεχνία να επιβάλει στον αναγνώστη: την πιθανότητα -και ίσως την επιθυμία- να προσπαθήσει να καταλάβει τους άλλους.

Και οι επαναστάσεις; Είναι συχνά προορισμένες να επανεγκαταστήσουν και να διαιωνίσουν τους ίδιους εξουσιαστικούς μηχανισμούς τους οποίους σκόπευαν φαινομενικά να ανατρέψουν;

Το ερώτημα είναι τι συμβαίνει μετά την επανάσταση.

Μέσα στην ευφορία της απελευθέρωσης είναι εύκολο να ξεχάσουμε το παρελθόν, και η επώδυνη δουλειά της κατανόησης της βίας του παρελθόντος είναι εύκολο να προσπεραστεί.

Αυτό μπορεί όντως να σημαίνει ότι ο τρόπος που η δομή της εξουσίας καθόρισε το σύνολο της καταπιεσμένης κοινωνίας δε θα αναλυθεί και κατανοηθεί ποτέ.

Οι συνέπειες είναι διττές: από τη μία, η απουσία συμφιλίωσης μπορεί μακροπρόθεσμα να δηλητηριάσει το ηθικό της κοινωνίας. Μπορούμε τώρα να δούμε πως αυτό το δηλητήριο, δυνατό και αργό, δεν παύει να είναι θανατηφόρο.

Από την άλλη, η μη σύγκρουση με το παρελθόν θα επιτρέψει στους προηγούμενους φορείς της εξουσίας να συνεχίσουν να την ασκούν υπό διαφορετικό μανδύα.

Η Πυρά φέρνει στον νου τη δυστοπική, απειλητική ποιότητα των μυθιστορημάτων του Λάζλο Κρασναχορκάι και το Βαμμένο πουλί του Γιέρζι Κοζίνσκι.

Θα ενέτασσες τους συγκεκριμένους συγγραφείς στις επιρροές σου από την άποψη του συγγραφικού στιλ, των θεματικών ανησυχιών και της πολιτικής στάσης;

Όχι απαραιτήτως. Ο Μπέκετ, ο Κάφκα, ο Χάσεκ και ο Κέρτες είναι οι λογοτεχνικοί μου ήρωες, ιδίως σε ό,τι αφορά τη σχέση με και τη στάση τους απέναντι στην εξουσία.

Ως προς τις επιρροές μου, θα μπορούσα ακόμα να αναφέρω τον Κόρμακ Μακάρθι, την Χέρτα Μίλερ και τον Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ. 

«Όταν μιλάω για την Ευρώπη, μιλάω για την ελευθερία. Αλλά σκέφτομαι την μητέρα μου», γράφεις στο δοκίμιό σου My mother, Europe.

Με ποια έννοια συνδέονται η ελευθερία και η μητέρα σου; Και σε ποιον βαθμό μπορεί η Ευρώπη να συσχετιστεί ακόμα μ’ αυτό το ιδεώδες;

Η μητέρα μου έκλαιγε όταν την πήγα να δει τα ίχνη του Τείχους του Βερολίνου, γιατί το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της σημαδεύτηκε από την αίσθηση του εγκλεισμού.

Δεν μπορούσε ν’ αποκτήσει διαβατήριο επί δεκαετίες, και ήταν περιορισμένη στη Ρουμανία.

Οπότε το να περπατά πάνω στα σκιώδη ίχνη του Τείχους του Βερολίνου ήταν μια καθαρτική εμπειρία για εκείνη. Για την μητέρα μου, το όνειρο μια Ευρώπης χωρίς σύνορα, το όνειρο της ελευθερίας έχει πραγματοποιηθεί.

Μπορούμε βέβαια να παραπονιόμαστε για τη γραφειοκρατία και για πολλά άλλα σχετικά με την Ευρώπη, αλλά η θεμελιώδης αλήθεια μιας αναίμακτης ειρηνικής Ε.Ε. παραμένει ακόμα, εντός των ορίων της.

Η γοητευτικά ιδεαλιστική φύση αυτού του ονείρου έχει μάλιστα γίνει πολύ πιο ξεκάθαρη τώρα που ο πόλεμος μαίνεται ξανά- τα διακυβεύματα είναι πολύ πιο ξεκάθαρα, ακόμα και για τους αμφισβητίες.

Το καθεστώς του Όρμπαν είναι από τα πιο ολοκληρωτικά και ακροδεξιά σε παγκόσμιο επίπεδο, κι όμως γίνεται σχετικά ανεκτό από τους θεσμούς της Ε.Ε.

Πού αποδίδεις τη μακροζωία του και πως ένας συγγραφέας όπως εσύ, ο οποίος έχει βιώσει άλλες δικτατορίες, επιβιώνει και δημιουργεί υπό αυτές τις ασφυκτικές συνθήκες;

Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που διαπράχθηκαν κατά την αλλαγή του ουγγρικού καθεστώτος ήταν η σχεδόν ολική άρνηση να δημοσιοποιηθούν οι φάκελοι της μυστικής αστυνομίας.

Μέχρι σήμερα, οι περισσότεροι φάκελοι είναι μη προσβάσιμοι από τους απλούς πολίτες. Δεν υπήρξε καθαρτική σύγκρουση με το παρελθόν και η μηχανική του συστήματος καταπίεσης δεν εκτέθηκε ποτέ πραγματικά.

Κανένας δε μετανόησε, και δεν υπήρχε κανένας να συγχωρήσει.

Πίσω από το ευφορικό προσωπείο της αλλαγής καθεστώτος παρέμειναν οι εξουσιαστικές δομές του παρελθόντος δημιουργώντας ένα βαλτώδες σύστημα διαφθοράς.

Μετά από μια περίοδο κυοφορίας οι προηγούμενοι φορείς της εξουσίας επανήλθαν στο πολιτικό σύστημα.

Ήμουν πολύ νέος για να ψηφίσω στις πρώτες ελεύθερες εκλογές και ορκίστηκα να μην το κάνω εφόσον δεν ανοίξουν οι μυστικοί φάκελοι.

Μετά από εικοσιπέντε χρόνια έγινε σαφές ότι, αν διατηρήσω την εφηβική αποφασιστικότητά μου, δε θα έχω την ευκαιρία να ψηφίσω ποτέ, επομένως έπρεπε να παραβώ τον όρκο μου.

Δυστυχώς, η Ε.Ε. δε διαθέτει τις δομές διαχείρισης της διαφθοράς και της συνεπαγόμενης κατάληψης του κράτους.

Οι διαδικασίες που εφαρμόζονται είναι επώδυνα αργές και γραφειοκρατικές, και η ίδια η Ε.Ε. δεν είναι προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει ένα αδίστακτο ολιγαρχικό σύστημα που θέλει να μετατρέψει τους πόρους της σε όπλο εναντίον της.

Σε σχέση με τον προσωπικό μηχανισμό μου αντιμετώπισης, η παιδική ηλικία μου με έχει κατά κάποιον τρόπο «εμβολιάσει» απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση.

Ξέρω πως το πιο σημαντικό πράγμα είναι να συνεχίσω να γράφω και να δουλεύω για όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες.

Είμαι ξεροκέφαλος και επίμονος, και θα συνεχίσω να αφηγούμαι τις ιστορίες μου σχετικά με την ελευθερία και την εξουσία για όσο μπορώ.

Ευχαριστώ θερμά την Αμέρισσα Μπάστα, υπεύθυνη Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας των Εκδόσεων Κλειδάριθμος, για τη συνδρομή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα του Γκιόργκι Ντραγκομάν Η πυρά κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος σε μετάφραση της Γωγώς Αρβανίτη.