Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Κλερ Σιμόν: "Μου αρέσουν οι χαρακτήρες που βρίσκονται στην αρχή μιας καινούριας ζωής"



Αυτοδίδακτη σκηνοθέτρια, σεναριογράφος, μοντέρ, ηθοποιός, φωτογράφος, η Γαλλίδα Κλερ Σιμόν είναι μια ξεχωριστή και πολυσχιδής δημιουργός. Με ματιά οξυδερκή και βαθιά ανθρωποκεντρική, εστιάζει, τόσο μέσα από τις ταινίες μυθοπλασίας, όσο και μέσα από τα ντοκιμαντέρ της, σε χαρακτήρες που προέρχονται από ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες: εφήβους, γυναίκες, μετανάστες. Η πιο πρόσφατη δουλειά της, το Gare du Nord, συνυφαίνει τη μυθοπλασία και το ντοκουμέντο, φιλοτεχνώντας το πορτρέτο της σύγχρονης, πολυπολιτισμικής Γαλλίας και, ταυτόχρονα, του πιο πολυσύχναστου σιδηροδρομικού σταθμού του Παρισιού. Στα πλαίσια του 54ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (1-10 Νοεμβρίου) διοργανώνεται αφιέρωμα στην Κλερ Σιμόν, το οποίο περιλαμβάνει 4 χαρακτηριστικές δημιουργίες της. Παρά το φορτωμένο πρόγραμμά της, είχε την καλοσύνη να απαντήσει στις ερωτήσεις μας.


Είστε αυτοδίδακτη σκηνοθέτρια. Σε ποιο βαθμό λειτούργησε το γεγονός αυτό ως πρόκληση ή ως εμπόδιο, ιδίως στα πρώτα στάδια της καριέρας σας; Τι σημαίνει ο κινηματογράφος για σας;


Κινηματογράφος σημαίνει ελευθερία, το μυστήριο του χρόνου. Ίσως μια νέα θρησκεία; Σημαίνει ακόμη πολλή ευχαρίστηση, σκέψη, αντιπαράθεση, αγώνα για να βρεις χρήματα. Αρχικά έμαθα παρακολουθώντας ταινίες και όντας μοντέρ. Κάθε ταινία που έκανα με δίδαξε πολλά. Μαθαίνω, επίσης, διδάσκοντας.


Πολλοί από τους χαρακτήρες σας είναι έφηβοι, γυναίκες και μετανάστες. Γιατί επιλέγετε να εστιάζετε σε αυτούς;


Δεν τους επιλέγω, μου αρέσουν αυτοί οι χαρακτήρες. Νιώθω κοντά τους. Και είναι ευκολότερο να έχεις να κάνεις με χαρακτήρες που αναζητούν κάτι, το οποίο δεν έχουν, χαρακτήρες που βρίσκονται στην αρχή μιας καινούριας ζωής, όπως οι έφηβοι, ή οι μετανάστες. Ονειρεύονται μια νέα ζωή, το βρίσκω δυνατό αυτό. Οι γυναίκες αλλάζουν, επίσης, τη θέση τους, έτσι μπορεί να βρίσκονται στα πρόθυρα ενός καινούριου τρόπου βίωσης της γυναικείας τους υπόστασης. Θα ήθελα, ωστόσο, να αφηγηθώ ιστορίες λευκών αντρών. Χρειάζεται, όμως, χρόνος για να βρω τον κατάλληλο τρόπο να τους αποτυπώσω από μια διαφορετική οπτική γωνία.


Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις ταινίες μυθοπλασίας και το ντοκιμαντέρ;


Και τα δύο είναι κινηματογράφος, αλλά αποτελούν διαφορετικές κινήσεις: στην περίπτωσή μου, το ντοκιμαντέρ συνίσταται στο να αντλείς την ιστορία από την πραγματικότητα, ενώ στη μυθοπλασία να αντλείς την πραγματικότητα από μια ιστορία.


Σε παλαιότερη συνέντευξή σας έχετε δηλώσει πως «αν η κοινοτοπία περιέχει μυθοπλασία, τότε η δουλειά του κινηματογραφιστή είναι να την ξετρυπώνει». Θα θέλατε να το σχολιάσετε;


Είναι παλιά ιστορία. Ο κινηματογράφος έχει φωτογραφική προέλευση: εκτυπώνει την πραγματικότητα μηχανικά, οπτικά. Παρακολουθώντας τις πρώτες ταινίες, όπως εκείνες των αδερφών Λυμιέ, είναι προφανές πως από πίνακας της καθημερινότητας μετουσιώνεται σε ιστορία. Τι σημαίνει «καλή ιστορία»; Αντικρίζοντας την κοινοτοπία της καθημερινότητας, νιώθουμε ότι δε συμβαίνει κάτι ιδιαίτερο, αλλά στην πραγματικότητα κάτι συμβαίνει και μια μέρα θα τελειώσει ή θα αλλάξει και, κατά κάποιο τρόπο, αυτή είναι η ελάχιστη προϋπόθεση για να δημιουργήσεις μια ιστορία- το τέλος. Θα ήθελα, επίσης, να επισημάνω ότι μου αρέσουν οι χαρακτήρες ή οι καταστάσεις που φαντάζουν τόσο συνηθισμένες, ώστε δε θα θεωρούνταν αρκετά ξεχωριστές για να αποτελέσουν αντικείμενα αφήγησης- σαν να επρόκειτο για τις φτωχές «ιστορίες».


Στις ταινίες σας η αποτύπωση και η εξερεύνηση του (κοινωνικού) χώρου είναι εξίσου σημαντικές με την απεικόνιση των χαρακτήρων. Γιατί;


Μου δίνει περισσότερη ελευθερία! Ο σχεδιασμός ενός χαρακτήρα μπορεί να εντάσσεται σε κάποιου τύπου προγραμματισμό, ένα ψυχολογικό σκίτσο χωρίς εκπλήξεις. Μου αρέσουν, με ενδιαφέρουν οι χώροι από κοινωνική και τοπογραφική άποψη, καθώς ένας χώρος περιέχει όλων των ειδών τους χαρακτήρες, ιστορίες που δε θα μπορούσες να φανταστείς.


Η τελευταία σας ταινία Gare du Nord αφορά στο μεταβαλλόμενο πρόσωπο της σύγχρονης, πολυπολιτισμικής Γαλλίας. Ποιος ήταν ο στόχος της ταινίας και σε ποιο βαθμό σας ανησυχεί η νεοναζιστική βία σε όλη την Ευρώπη;


Στόχος μου ήταν να κάνω μια ταινία μέσα στον και γύρω από το σιδηροδρομικό σταθμό «Gare du Nord» και ταυτόχρονα να φιλοτεχνήσω ένα πορτρέτο της σύγχρονης Γαλλίας. Ήθελα να μοιραστώ το γεγονός ότι η ιστορία ενός ανθρώπου που γνωρίζεις στο σταθμό αλλάζει την προκατάληψη που είχες απέναντί του πριν του/ της μιλήσεις. Και για μένα αυτό μπορεί να επεκταθεί ενάντια στις γενικότερες προκαταλήψεις που ορισμένοι άνθρωποι έχουν προς ταξιδιώτες, αγνώστους, μετανάστες- τους ανθρώπους του κόσμου. Φαίνεται πως σε ορισμένες χώρες οι ακροδεξιοί αποκτούν κοινό. Είναι αξιολύπητο. Δε νομίζω, ούτε πιστεύω, ότι ο εφιάλτης του ναζισμού μπορεί να επιστρέψει και πραγματικά δε μου αρέσουν οι φωνές που ακούγονται για την επιστροφή της Αποκάλυψης- δεν τις πιστεύω. Ασφαλώς, όμως, αισθάνομαι πολύ ανήσυχη για το ότι οι άνθρωποι μπορεί να πιστεύουν τόσο ηλίθιες και κακές αντιλήψεις και να διαπράττουν τόσο φοβερές πράξεις.


Στο προσωπικό της site http://www.clairesimon.fr/ μπορείτε να βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την ίδια και τη δουλειά της (στα γαλλικά).

Κατά τη διάρκεια του 54ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης προβάλλονται 4 χαρακτηριστικές δημιουργίες της Κλερ Σιμόν: Διαφορετικά, ναι (1997), Θα καείς (2006), Τα γραφεία του Θεού (2008) και, η πιο πρόσφατη, Gare du Nord (2012). Η Κλερ Σιμόν αναμένεται στη Θεσσαλονίκη μέσα στις επόμενες μέρες





Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Ασημίνα Προέδρου: "Η φασιστική απειλή σε καμία περίπτωση δεν εξατμίστηκε ξαφνικά"



Ένα εξαιρετικά επίκαιρο και οξύ κοινωνικό σχόλιο για την ανάδυση της νεοναζιστικής και ρατσιστικής βίας, μέσα από την ιστορία ενός νεαρού από λαϊκή συνοικία, οργανωμένου οπαδού στον τοπικό σύνδεσμο ποδοσφαιρικής ομάδας, που μπλέκεται σε μια νεοναζιστική συμμορία, αποτελεί η μικρού μήκους ταινία της Ασημίνας Προέδρου Red Hulk. Το Red Hulk έκανε την πρεμιέρα του στο φετινό Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, όπου απέσπασε το 1ο βραβείο μυθοπλασίας και τιμητικές διακρίσεις καλύτερης ανδρικής ερμηνείας (Φρίξος Προέδρου) και φωτογραφίας (Χριστίνα Μουμούρη). Ως καλύτερη ελληνική μικρού μήκους ταινία ανακηρύχτηκε και στο 19ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας». Με αφορμή ένα νέο κύκλο προβολών της ταινίας που ξεκινά την Πέμπτη, 31 Οκτωβρίου, από την Ταινιοθήκη της Ελλάδος, κουβεντιάσαμε με την σκηνοθέτρια.

Η κύρια αρετή του Red Hulk είναι, νομίζω, η αφηγηματική του λιτότητα, πυκνότητα και υπαινικτικότητα. Δεν προσφέρει «έτοιμες» ερμηνείες για την ανάδυση της νεοναζιστικής και ρατσιστικής βίας, αλλά παρέχει νύξεις και «τροφή» για σκέψη. Ήταν συνειδητή επιλογή σου ή υπαγορεύτηκε και από το φορμά της ταινίας;

Η διαδικασία δημιουργίας μιας ταινίας -έτσι όπως το καταλαβαίνω εγώ- απαιτεί πολλή δουλειά και σκέψη από την αρχή μέχρι την ολοκλήρωσή της, και προφανώς το μεγαλύτερο μέρος των αποφάσεων που λαμβάνει ο σκηνοθέτης μαζί με τους συνεργάτες του είναι συνειδητές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε λειτουργείς ταυτόχρονα και με το ένστικτό σου. Νομίζω, όμως, ότι το ζήτημα δεν είναι μόνο τι αποφάσεις θα πάρεις, αλλά πώς αυτές θα υλοποιηθούν. Κι εκεί είναι και η μεγαλύτερη δυσκολία. Τι σημαίνει, για παράδειγμα, «υπαινικτική αφήγηση» στην πράξη; Τι σημαίνει για το σενάριο, για το πώς θα παίξει ο ηθοποιός, για την επιλογή των πλάνων, το μοντάζ; Εμείς χρειαστήκαμε πολλούς μήνες δουλειάς και πολλή σκέψη για να προσεγγίσουμε τους στόχους που είχαμε βάλει. Το ότι η ταινία ήταν μικρού μήκους ίσως έκανε την αφήγηση πιο πυκνή και ελλειπτική, όμως θα έπαιρνα σχεδόν τις ίδιες αποφάσεις, ακόμα και αν η ταινία ήταν μεγάλου μήκους.

Γιατί επέλεξες έναν οργανωμένο οπαδό ποδοσφαιρικής ομάδας ως τον πρωταγωνιστή της ταινίας; Πόσο κράτησαν τα γυρίσματα;

Στην ταινία παρακολουθούμε την πορεία του ήρωα για ένα σχετικά μικρό διάστημα, από τη στιγμή που εμπλέκεται στη δολοφονία ενός Πακιστανού μετανάστη. Δεδομένου του ότι ήθελα να ξεκινήσω με τη σκηνή του φόνου, θεώρησα ότι θα βοηθούσε την ιστορία (θα ήταν πιο ρεαλιστικό το προφίλ του), αν ο ήρωας ήταν ήδη ενταγμένος και έχαιρε αποδοχής από ένα σύνδεσμο μιας ποδοσφαιρικής ομάδας, καθώς θα τόνιζε τη μεγάλη ανάγκη του ήρωα για ένταξη, αλλά και τη ροπή του προς τη βία και την εξοικείωση με αυτήν. Η ύπαρξη του συνδέσμου με «βοήθησε» και στην ίδια την πλοκή, γιατί από τη στιγμή που αποκαλύπτεται ότι έχει μπλέξει με τους φασίστες, κάποιοι από το σύνδεσμο αρχίζουν και τον αμφισβητούν - κάτι που επιδρά στον ήρωα.Ο άλλος λόγος που επέλεξα να είναι οργανωμένος οπαδός, είναι ότι θεώρησα ενδιαφέρον να αναδείξουμε πώς οι φασιστικές ομάδες προσπαθούν να «τραβήξουν» κόσμο από το χώρο των φιλάθλων. Τα γυρίσματα διήρκεσαν επτά ημέρες. Η παραγωγή της ταινίας, από την προ-παραγωγή μέχρι την ολοκλήρωσή της, πάνω από ένα χρόνο


Η προβολή και βράβευση του Red Hulk στη Δράμα συνέπεσαν με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Γράφτηκε ότι η ταινία σου υπήρξε «προφητική». Συμφωνείς;

Η ταινία δεν είναι προφητική. Γεγονότα, όπως αυτά που αφηγείται, συμβαίνουν εδώ και χρόνια, όχι μόνο πριν την προβολή ή τα γυρίσματα, αλλά και πριν από την προετοιμασία του «Red Hulk». Το ότι η προβολή συνέπεσε με μια ακόμα φασιστική δολοφονία -αυτή τη φορά ενός νέου Έλληνα- δεν είναι προφητεία, είναι μια τραγική, διαβολική σύμπτωση. Από την άλλη, με την ταινία δεν ήθελα απλώς να κάνω απλώς μια περιγραφή της πραγματικότητας, αλλά να προσπαθήσω να ερευνήσω γεγονότα, σχέσεις, διαδικασίες και κάτω από το προφανές. Η ταινία ήταν επίκαιρη, όταν ξεκίνησε η προετοιμασία της και, δυστυχώς,  παραμένει επίκαιρη, αφού η φασιστική απειλή σε καμία περίπτωση δεν εξατμίστηκε ξαφνικά, παρά τα όσα είδαμε στα κανάλια τον τελευταίο μήνα


Πολλοί όψιμα «ανακάλυψαν» τον αντιφασισμό, ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, και πολυδιάστατος είναι και διάχυτος στην ελληνική κοινωνία. Πώς πιστεύεις ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο; Σε ποιο βαθμό αποτελεί η τέχνη εργαλείο αφύπνισης και συνειδητοποίησης; 

Στον όρο «Φασισμός» πολλοί και διάφοροι προσπαθούν να αποδώσουν πολλά και διάφορα περιεχόμενα, αυτό και μόνο αρκεί για να δείξει ότι είναι ένα θέμα «καυτό» που σχετίζεται με σφοδρά συγκρουόμενα συμφέροντα. Σίγουρα δεν είναι απλά ένα εφεύρημα του Μουσολίνι, ούτε γενικά και αόριστα κάθε έκφραση αυταρχισμού, ρατσισμού ή σαδιστικής απολυταρχίας. Φυσικά δεν έχουμε την πολυτέλεια να εκπλησσόμαστε από τα media που μέχρι πριν ένα-ενάμιση μήνα χάιδευαν και προωθούσαν του φασίστες, ενώ τώρα εμφανίζονται δήθεν να τους κατακεραυνώνουν, αλλά παράλληλα κρατάνε ανοιχτή όλη τους την ιδεολογικοπολιτική ατζέντα (ρατσισμός, ξενοφοβία, «νόμος και τάξη», ατομική λύση στα όρια του συστήματος, στρατο-αστυνομοκρατία, αυταρχισμός κλπ), έχοντας απλά κατεβάσει το brand-name από τη μαρκίζα. Δυστυχώς, το λαϊκό-εργατικό κίνημα και η πολιτική του πρωτοπορία βρίσκονται τα τελευταία χρόνια σε μια πρωτοφανή αμηχανία. Έχουν υπάρξει στιγμές μαζική λαϊκής κινητοποίησης, οι οποίες, όμως, παρέμειναν αποσπασματικές και ανοργάνωτες, ενώ δυστυχώς τον τελευταίο ενάμιση χρόνο έχουν εκλείψει ακόμα και αυτές. Σε αυτές τις συνθήκες, η άρχουσα τάξη και οι διεθνείς της σύμμαχοι «παίζουν μπάλα μόνοι τους», ενώ ο λαός παρακολουθεί τις κοινωνικές εξελίξεις σαν να ήταν αυτές φυσική καταστροφή. Δεν είναι μόνο ότι δεν υπάρχει ιδεολογική-πολιτική απάντηση στην κυρίαρχη ατζέντα που σε θεωρητικό επίπεδο γεννάει (έστω ως πιο ακραία έκφραση της) το φασισμό. Παράλληλα, η απόγνωση, ο τρόμος, το –φαινομενικά, έστω, απόλυτο- αδιέξοδο επιβίωσης οδηγεί ακόμα περισσότερο κόσμο να υποκύπτει στα ταπεινότερα ένστικτα και να «απαγκιάζει» κάτω από τη φτερούγα όσων έχουν πειστεί ιδεολογικά πολιτικά από τους φασίστες.
Η Τέχνη είναι εργαλείο και όπλο, έχει το δικό της ρόλο να παίξει, αλλά δεν αρκεί από μόνη της. Ακόμα και οι συλλογικότητες που μπορεί και πρέπει να δημιουργούνται στην Τέχνη, αν και μπορούν να αλληλοτροφοδοτούνται, δεν μπορούν όμως να υποκαταστήσουν τους συλλογικούς φορείς σε πολιτικό και συνδικαλιστικό επίπεδο, οι οποίοι δυστυχώς, όπως ήδη είπα, θεωρώ ότι βρίσκονται σε βαθιά κρίση.


Πόσο δύσκολο είναι να υλοποιείς τα δημιουργικά σου πλάνα μέσα στους ζοφερούς καιρούς που ζούμε;
Υπάρχουν πολλές δυσκολίες- οικονομικές, χρόνου, ψυχικών αντοχών κλπ. Μάλιστα στον κινηματογράφο που είναι κατεξοχήν συλλογική τέχνη είναι και περισσότερες, γιατί δεν αθροίζονται απλώς οι δυσκολίες καθενός συντελεστή, αλλά πολλαπλασιάζονται. Από την άλλη, οι ζοφεροί καιροί που ζούμε γεννούν μια εκρηκτική ανάγκη για έκφραση.  

Ετοιμάζεις κάποια καινούρια δουλειά;

Υπάρχουν διάφορες σκέψεις, αλλά σε εμβρυακό στάδιο προς το παρόν



Το Red Hulk της Ασημίνας Προέδρου προβάλλεται την Πέμπτη, 31/10, 21:00, την Παρασκευή, 1/11, την ίδια ώρα, και την Τετάρτη, 6/11, 17:00, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, στα πλαίσια του προγράμματος «Το Φεστιβάλ Δράμας ταξιδεύει». Την Παρασκευή, 1/11, 19:00, και το Σάββατο, 9/11, 22:15, προβάλλεται στη Θεσσαλονίκη (Αίθουσα «Τώνια Μαρκετάκη»), στα πλαίσια του 54ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Το Σάββατο, 2/11, 20:00, προβάλλεται, επίσης, στη Λευκάδα, στον κινηματογράφο «Απόλλων». 


Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Πέδρο Κόστα: "Ο πειραματικός κινηματογράφος ποτέ δεν ήταν του γούστου μου. Αλλά ούτε και ο παραδοσιακός"



Λάτρης του Όζου, αλλά και του Τορνέ, ο Πορτογάλος Πέδρο Κόστα είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους σκηνοθέτες. 

Ισορροπώντας δεξιοτεχνικά ανάμεσα στην αβάν-γκαρντ και τον συμβατικό αφηγηματικό κινηματογράφο, στην ταινία μυθοπλασίας και το ντοκιμαντέρ, ο Κόστα είναι, κυρίως, γνωστός για την τριλογία που γύρισε στην γκρεμισμένη, πλέον, φτωχογειτονιά της Λισαβόνας Φονταΐνιας ανάμεσα στο 1997 και το 2006. 

Στην πολυεπίπεδη αυτή saga, όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος, περιλαμβάνονται οι ταινίες Οστά (1997), Στο δωμάτιο της Βάντα (2000) και Νεολαία εμπρός (2006). Στην τριλογία, όπου συμμετέχουν κάτοικοι της συνοικίας, σε μεγάλο βαθμό μετανάστες από το Πράσινο Ακρωτήρι, επιχειρείται να αποτυπωθεί η καθημερινότητά τους, αφτιασίδωτη, σκληρή, μελαγχολική, αλλά και με ψήγματα αισιοδοξίας. 

Με αφορμή το πλήρες αφιέρωμα στο έργο του Πέδρο Κόστα, το οποίο πραγματοποιείται στα πλαίσια του 7ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας, είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε από κοντά με τον σκηνοθέτη, έναν άνθρωπο εξαιρετικά προσιτό, χαμηλών τόνων και με ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ.


Τι σας έλκυσε, κατ’ αρχήν, στη συνοικία Φονταΐνιας;


Δεν επρόκειτο για έλξη, ήταν κάτι μοιραίο. Έκανα μία ταινία το 1994, το «Σπίτι από λάβα», στο Πράσινο Ακρωτήρι, τον τόπο από τον οποίο ήρθαν οι περισσότεροι μετανάστες στη Λισαβόνα και στη συνοικία Φονταΐνιας. Όταν επέστρεψα στην Πορτογαλία μετά τα γυρίσματα, κουβαλούσα μια μεγάλη τσάντα γεμάτη γράμματα, δώρα, αντικείμενα για τους συγγενείς τους στη Φονταΐνιας. Έτσι ανακάλυψα τη γειτονιά, λοιπόν. Στην πραγματικότητα, ήδη στο «Σπίτι από λάβα» έκανα ένα μικρό γύρισμα σε αυτή τη γειτονιά. Είναι μια από τις τελευταίες σκηνές της ταινίας. Τα γράμματα και τα δώρα λειτούργησαν σαν κωδικοί: έδινα τα γράμματα και οι πόρτες άνοιγαν αυτομάτως. Ήταν σαν ευλογία, όχι με τη θρησκευτική έννοια. Εξακολουθούσα, λοιπόν, να πηγαίνω εκεί, γιατί με προσκαλούσαν σε γεύματα, δείπνα, γιορτές. Κι έτσι αισθάνθηκα έντονη έλξη: για τους ανθρώπους, για τον τρόπο ζωής τους, για τον τρόπο, με τον οποίο αντιστέκονταν. Η Φονταΐνιας εκείνη την εποχή ήταν σαν γκέτο. Σαν περιτειχισμένο κάστρο, όπου έμεναν άνθρωποι φοβισμένοι, περικυκλωμένοι από πολλές αρνητικές καταστάσεις. Σταδιακά άρχισα να θέλω να γυρίσω μια ταινία εκεί, κι αυτή ήταν τα «Οστά». Ήμουν εγώ, προσπαθώντας να βρω πράγματα εκεί, ανθρώπους. Η Βάντα είναι ήδη σε εκείνη την ταινία. Αλλά έπρεπε να μπω και να βγω. Στην ταινία υπάρχει ο χαρακτήρας της νοσοκόμας. Είναι λιγάκι σαν εμένα, νομίζω. Σαν τουρίστρια. Σαν ξένη. Έτσι ήμουν σε εκείνη τη χρονική συγκυρία, παρότι είχα αρκετούς φίλους, κυρίως από τις νεώτερες γενιές. 




Άλλαξε αυτή η αίσθηση με την πάροδο των ετών; Πώς εξελίχτηκε η συνεργασία σας με τους κατοίκους της περιοχής;


Ασφαλώς. Δεν ισχυρίζομαι ότι έγινα ένας από αυτούς, αλλά μιλώ κρεολικά, ξέρω το Πράσινο Ακρωτήρι, το έχω επισκεφτεί μερικές φορές, γνωρίζω πολλά για τη ζωή τους και τις παραδόσεις τους, μου αρέσει η μουσική, τα χρώματα, η αισθητική τους. Για μένα ήταν μια αποκάλυψη ο τρόπος που ήταν οργανωμένοι και αντιστέκονταν ως κοινότητα. Μου λένε ότι δεν το αντιλαμβάνεσαι αυτό παρακολουθώντας τις ταινίες. Βλέπεις μόνο θλίψη, παθητικότητα, παραίτηση, τάσεις αυτοκαταστροφής. Ξεχνούν, όμως, ότι, ακόμα και για το «Δωμάτιο της Βάντα», την πιο «ντοκιμαντερίστικη» ταινία της τριλογίας, κάναμε πολλές πρόβες και λήψεις. Ακόμη και οι πιο «κατεστραμμένοι» χαρακτήρες, όπως η Βάντα και τα αγόρια, δούλεψαν πολύ, έκαναν πρόβες, επινόησαν ιστορίες. Μια ταινία είναι ένα είδος τελετής, υπάρχει μια τελετουργία. Αυτό που εννοώ είναι ότι ήθελαν να δουλέψουν, ότι μπορούσαν να δουλέψουν, διαισθάνθηκαν μια πιθανότητα να πουν κάτι για τους εαυτούς τους. Βασίζονταν σ’ εμένα, με εμπιστεύονταν, αποδέχτηκαν αυτή την τελετουργία, για την οποία δε γνώριζαν τίποτα. Ήθελαν να αφήσουν μια μαρτυρία. Πρόσφατα η Βάντα μου είπε: «Ξέρεις, η Βάντα εκείνης της ταινίας είναι τελειωμένη, νεκρή. Από εδώ και πέρα θα υπάρχει μόνο μέσω του φιλμ». Το ίδιο και η γειτονιά. Δεν ξέρεις πώς έμοιαζε η Αθήνα το 1935, το μαθαίνεις μέσω των ταινιών, της φωτογραφίας. Αλλά υπάρχει και το μυστήριο «είναι όντως έτσι;». Δε θα το μάθεις με βεβαιότητα ποτέ. «Είναι ντοκιμαντέρ, αλλά, ταυτόχρονα, είναι και ταινία μυθοπλασίας. Υπάρχει ένα στοιχείο αβεβαιότητας, ακόμη και ψεύδους», μου έλεγε η Βάντα.




Επικοινωνείτε ακόμη με κάποιους από αυτούς τους ανθρώπους;


Βέβαια. Άλλωστε έχω γυρίσει μερικές μικρού μήκους ταινίες στην περιοχή και τώρα ολοκληρώνω μια καινούρια δουλειά. Αυτά που δεν υπάρχουν είναι η γειτονιά, που έχει γκρεμιστεί, οι νεκροί και κάποιοι που έχουν εξαφανιστεί από τον εύθραυστο κόσμο των αντικοινωνικών ανθρώπων. Έτσι συμβαίνει και στην Ελλάδα, όπως και παντού. Άνθρωποι χάνονται... Είναι κι ο θάνατος, άλλος κόσμος αυτός. Η Ζίτα, η αδερφή της Βάντα, πέθανε σε ηλικία 23 χρονών κι έπειτα πέθαναν πολλά από τα αγόρια, εξαιτίας ασθενειών που σχετίζονταν με τη χρήση ναρκωτικών και την απόλυτη εξουθένωση. «Κάποιοι άνθρωποι, επειδή γεννήθηκαν εδώ, έχασαν κάθε όρεξη για ζωή», μου είπε κάποτε η Βάντα. Το αισθάνθηκα αυτό, είναι μια θλιβερή τιμωρία, γιατί, καθώς βλέπεις στις ταινίες, είναι ευαίσθητοι, λογικοί, ταλαντούχοι, γενναιόδωροι άνθρωποι.


Ποιος ήταν ο στόχος σας, γυρίζοντας αυτήν την τριλογία;


Πρώτα απ’ όλα ήθελα να κάνω καλές, δυνατές, ενδιαφέρουσες ταινίες- και στο οπτικοακουστικό επίπεδο. Κι έπειτα καθοδηγήθηκα απ’ όσα μου είπαν. Αν είναι ντοκιμαντέρ, τότε πρόκειται για ντοκιμαντέρ σχετικά με τη συνάντηση της δικής μου ευαισθησίας με τη δική τους. Δεν πρόκειται για ντοκιμαντέρ με θέμα τους φτωχούς ανθρώπους ή τα ναρκωτικά. Μιλούν για ανθρώπους που φτάνουν στα άκρα: από την απόλυτη απελπισία, σε μικροδευτερόλεπτα ευτυχίας. Αν μπορείς να το αντιληφθείς, τότε μπορείς να παρακολουθήσεις αυτές τις ταινίες. Ο Μπουνιουέλ, ο οποίος ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως για την αστική τάξη, το είχε πει με πολλή σαφήνεια: «Προσπαθήστε λιγάκι να δείτε πέρα από την ηλιθιότητα αυτών των ανθρώπων και θα ανακαλύψετε ένα δευτερόλεπτο απελπισίας». Πάντοτε υπάρχει ένας χαρακτήρας στις ταινίες του Μπουνιουέλ που φοβάται τη ζωή. Το ίδιο συμβαίνει και στο «Δωμάτιο της Βάντα». Αλλά, τότε, μέσα σε ένα μικροδευτερόλεπτο, το βλέμμα τους φωτίζεται για κάποιον άγνωστο λόγο. Δεν ήθελα να κάνω κάτι ψεύτικο, λοιπόν, μια ταινία με μουσική και χορό.


Μιας και αναφέρατε τον Μπουνιουέλ, έχετε σχολιάσει ότι δεν εκτιμάτε ιδιαιτέρως τους σύγχρονους σκηνοθέτες, τουλάχιστον τους περισσότερους, ονοματίζοντας τον Όζου, ανάμεσα σε άλλους, ως μια από τις κύριες επιρροές σας. Ποια είναι η ιδιαιτερότητα του Όζου, κατά τη γνώμη σας;


Τα πάντα! Είναι τόσο ιδιαίτερος, που αφιέρωσε τη ζωή του στην παρατήρηση, στη μεταγραφή σε φιλμ της καθημερινότητας, της οικογενειακής ζωής. Οι ιστορίες του είναι τόσο πυκνές, τόσο βαθιές. Όλη του τη ζωή δούλευε πάνω στις διαφορετικές εκδοχές των πολύ μικρών λεπτομερειών και χειρονομιών. Δεν το έχει κάνει κάποιος άλλος, νομίζω. Αν δεν υπήρχε ο Όζου, ποτέ δε θα είχε υπάρξει το «Δωμάτιο της Βάντα». Πρόκειται για την ίδια εμμονή, το να εισέρχεσαι στο δωμάτιο, στην οικογένεια. Συμβαίνει, βέβαια, με διαφορετικό τρόπο και στη μουσική. Ο Μπαχ ενδιαφερόταν πολύ για τις παραλλαγές, συνθέτοντας θρησκευτική, κοσμική, φωνητική και οργανική μουσική.


 

Σας έχει επηρεάσει, επίσης, η ζωγραφική; Πολλά πλάνα στις ταινίες σας παραπέμπουν σε πίνακες.


Δεν ξέρω. Κι οι ζωγράφοι που μ’ αρέσουν είναι, επίσης, αρχαίοι, γιατί δεν μπορώ να βρω σύγχρονους. Το ίδιο ισχύει και με τους σκηνοθέτες. Ο κινηματογράφος, η ζωγραφική, το θέατρο δεν έχουν στις μέρες μας την ίδια επίδραση και ισχύ που είχαν κάποτε. Ο κινηματογράφος είναι μια εξαιρετικά πορώδης τέχνη. Μπορείς να ενσωματώσεις σε αυτόν πολλά, όπως τη μουσική, την αναπαράσταση της ζωής. Κι αυτό  δε γίνεται σήμερα με ισορροπημένο τρόπο. Το πώς γυρίζονται, παράγονται και χρηματοδοτούνται οι ταινίες, έχει, επίσης, μεγάλη σημασία για μένα. Υπάρχει η αμερικανική και η ευρωπαϊκή δομή. Καμία από τις δύο δε με ικανοποιεί. Δεν αναγνωρίζω κάτι που δεν έχω ξαναδεί στις ταινίες που παρακολουθώ στις μέρες μας. Ίσως γιατί προσπαθούμε να αντιγράψουμε πράγματα που έχουν ήδη γίνει. Υπάρχουν καλές στιγμές, δευτερόλεπτα. Ολόκληρη ταινία, όμως… Δύσκολο.


Έχω την εντύπωση ότι η δουλειά σας στέκεται σε κινηματογραφικά «σταυροδρόμια»: δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, στην ολότητά της, ως «αβάν-γκαρντ», αλλά ούτε και συμβατικός κινηματογράφος. Είναι αλήθεια;


Έτσι είναι. Πολύ καλή παρατήρηση, δεν την κάνουν πολλοί. Ποτέ δε μου άρεσε η αβάν-γκαρντ, μου προκαλούσε βαριεστημάρα. Ο πειραματικός κινηματογράφος ποτέ δεν ήταν του γούστου μου. Αλλά ούτε και ο παραδοσιακός, ακαδημαϊκός κινηματογράφος. Μου αρέσουν, όμως, οι αφηγηματικές δομές, η αφήγηση. Πιστεύω σε αυτό. Όταν έκανα την τριλογία στη Φονταΐνιας, είχα κατά νου ένα έπος. Υπάρχει μια  ιστορία εκεί, μια φόρμα που πρέπει να αναζητήσεις.


Το πλήρες αφιέρωμα στο έργο του Πέδρο Κόστα στα πλαίσια του 7ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας, το οποίο διεξάγεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, ολοκληρώνεται την Κυριακή, 27 Οκτωβρίου. Περισσότερες πληροφορίες για τις ταινίες και τις ώρες προβολών μπορείτε να αναζητήσετε στο site του Φεστιβάλ http://aagff.tainiothiki.gr .


Η πρώτη δημοσίευση της συνέντευξης έγινε στο http://www.3pointmagazine.gr .


Οι φωτογραφίες του Πέδρο Κόστα είναι του Βαγγέλη Πατσιαλού





Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Βαλερί Μασαντιάν: "Το να βρίσκεσαι στην πρωτοπορία σημαίνει πολλή μοναξιά"



Η Νανά, το πολυβραβευμένο μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο της Γαλλίδας φωτογράφου αρμενικής καταγωγής Βαλερί Μασαντιάν προβάλλεται, επιτέλους, και στην Ελλάδα στις 23 Οκτωβρίου, στα πλαίσια του 7ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας, το οποίο διεξάγεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Η ταινία διαγωνίζεται στην ενότητα «Αφηγηματικά + Όχι». Σε ενιαίο πρόγραμμα προβάλλεται και το φετινό πειραματικό μικρού μήκους φιλμ της Βαλερί Μασαντιάν Αμέρικα. Ηρωίδα της ασυνήθιστης Νανάς είναι η εκπληκτική τετράχρονη Kelyna Lecomte, η οποία «υποδύεται» το χαρακτήρα μιας παιδούλας που καλείται να τα βγάλει πέρα μόνη της, όταν η μητέρα της την εγκαταλείπει στο δάσος. Ενόψει της προβολής, κουβεντιάσαμε με την σκηνοθέτρια, η οποία αποδείχτηκε και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνομιλήτρια!



Γιατί επιλέξατε να σκηνοθετήσετε την Νανά από την οπτική γωνία ενός παιδιού;


Γιατί ήθελα να προσπαθήσω να κάνω μία ταινία για την παιδική ηλικία. Για εκείνη την πολύ σύντομη περίοδο, όταν τα ανθρώπινα όντα είναι ικανά να επικοινωνήσουν, δεν είναι, όμως, ακόμη πολιτισμένα ή κοινωνικές υπάρξεις. Για την ελευθερία που κουβαλά, την ξεροκεφαλιά, τη δύναμη της θέλησης, το φαντασιακό που ένα παιδί έχει, τη σχέση με τον κόσμο…


Πρόκειται για μία ιστορία χειραφέτησης και ανακάλυψης του εαυτού, λοιπόν;


Εσείς θα μου πείτε! Για μένα είναι, κυρίως, μια ταινία για την αντίσταση, για την προσαρμοστικότητα.




Η ερμηνεία της μικρής Kelyna Lecomte είναι στ’ αλήθεια εκπληκτική. Πώς την εντοπίσατε και πόσο εύκολη υπήρξε η συνεργασία μαζί της; Ακολουθήθηκε το σενάριο αυστηρά, ή υπήρχε χώρος και για αυτοσχεδιασμό;


Δεν μπορείς να μιλήσεις για ερμηνεία ή αυτοσχεδιασμό, όταν αναφέρεσαι στην Kelyna. Δεν υπήρχε σενάριο, μόνο η ιδέα για ένα παιδί που μένει σ’ αυτόν τον κόσμο, στη φύση, εγκαταλελειμμένο από ένα σημείο και μετά. Το μόνο σενάριο βρισκόταν σε αυτό που έψαχνα, πώς μπορούσα να «χαθώ», ώστε, τελικά, να αγγίξω κάτι από την ουσία εκείνης της ηλικίας σε ένα παιδί. Ποτέ δεν της είπα να πει ή να κάνει κάτι. Δεν είχα την «ιστορία» της ταινίας. Την έψαχνα και όντως τη βρήκα στη μονταζιέρα. Το πιο καθοδηγητικό που της είπα ήταν να μπει στο σπίτι, να ανοίξει το παράθυρο και να ανάψει φωτιά.


Πέρασα πολλούς μήνες με την Kelyna. Κι εκείνη κι εγώ έπρεπε να μάθουμε η μία την άλλη, να έχουμε εμπιστοσύνη μεταξύ μας, να χτίσουμε έναν δεσμό που κανένας και τίποτα δε θα μπορούσε να «μολύνει». Κάτι σαν αγάπη, υποθέτω. Ήξερα, λοιπόν, τον ρυθμό της, ήξερα ότι δεν μπορούσε να περπατήσει ίσια, ήξερα πόσο ξεροκέφαλη ήταν, το ήξερα και το χρειαζόμουν και το αγαπούσα ότι ποτέ δε θα υπάκουε και πάντα θα αντιστεκόταν. Έτσι δουλέψαμε. Ήξερα ότι, αν της έλεγα κάτι του τύπου «Νομίζεις ότι θα μπορούσες να φέρεις εκείνο το κρεβάτι μέσα στο σπίτι και να το στρώσεις;», θα με κοίταζε προκλητικά και θα έλεγε «ναι» και θα το έκανε. Ήξερα ότι θα της έπαιρνε 20 λεπτά κι αυτό ήθελα να φιλμάρω. Όταν την κινηματογραφούσα να το κάνει, δεν κινηματογραφούσα ένα παιδί να στρώνει ένα κρεβάτι. Κινηματογραφούσα μία μικρή ανθρώπινη ύπαρξη να κατακτά τον κόσμο. Τουλάχιστον αυτό σήμαινε για μένα και για κάποιους άλλους ανθρώπους. Το ίδιο, όταν ντυνόταν για πρώτη φορά στη ζωή της. Είπε ότι δεν ήξερε πώς, της ζήτησα να προσπαθήσει…


Κάνοντας, λοιπόν, μια ταινία με την Kelyna ήταν να ζεις. Δεν είχαμε ωράριο, ή όποια άλλη αηδία. Ο ήλιος αποφάσιζε πού θα κάνουμε γυρίσματα. Ο μόνος που αυτοσχεδίαζε από την αρχή μέχρι το τέλος ήμουν εγώ, όχι εκείνη. Για την Kelyna, το να κάνεις μια ταινία είναι να περνάς τον χρόνο σου με την Βαλερί, να κοιτάς πράγματα, να περπατάς στο δάσος…


Είχατε προηγούμενη εμπειρία με παιδιά σε οποιοδήποτε επίπεδο;


Οι μικροί άνθρωποι και τα ζώα είναι οι υπάρξεις, με τις οποίες τα πάω καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο. Δεν  υπάρχει λόγος να κάνεις χαζομάρες μαζί τους. Επίσης, είχα παιδί όταν ήμουν πολύ νέα και πάντοτε τα θεωρούσα αυτόνομες υπάρξεις, όχι το αντικείμενό μου ή το αντικείμενό μας. Η δυτική αντίληψη του παιδιού «μου» μου φαίνεται πολύ παράξενη, γιατί, αν παρατηρήσεις προσεκτικά, υπονοεί ένα ορισμένο δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω στον άνθρωπο. 



Το υπόβαθρό σας ως φωτογράφου αντανακλάται στο καδράρισμα και στους φωτισμούς της ταινίας. Πώς αποφασίσατε να μετακινηθείτε από τη φωτογραφία στη σκηνοθεσία;


Γιατί συνειδητοποίησα μέσω αγαπημένων μου προσώπων ότι η μοναξιά της φωτογραφίας μπορεί να εφαρμοστεί και στον κινηματογράφο. Αυτό που εννοώ είναι ότι η φωτογραφία είσαι εσύ, η κάμερά σου, το στομάχι σου, ο ερπετώδης εγκέφαλός σου και τα πόδια σου. Τώρα με λίγο εξοπλισμό μπορείς να κάνεις το ίδιο και στις ταινίες. Δε χρειάζεσαι βοηθούς βοηθών να σε βοηθήσουν σε κάτι για το οποίο δεν χρειάζεσαι βοήθεια. Το ίδιο ισχύει και με το φωτισμό. Η φωτογραφία είναι ένα «παγωμένο» δευτερόλεπτο, μπορείς μέσα σε εκείνο το κομμάτι του δευτερολέπτου να εντοπίσεις συναισθήματα, φόβο, χαρά, εγκατάλειψη. Και, ναι, αυτό σχετίζεται με σένα και το άτομο που φωτογραφίζεις. Αλλά στην ταινία, η σάρκα της ζωής έχει μέσω του χρόνου και της κίνησης έναν παλμό που η φωτογραφία δεν μπορεί να έχει. Αν μετέφερα, επίσης, ένα πράγμα από τη φωτογραφία στον κινηματογράφο, είναι το γεγονός πως, όταν κάποιος κοιτάζει μία φωτογραφία, κοιτάζει, δεν το σκέφτεται εκ των προτέρων, κοιτάζουν και αισθάνονται, αναζητούν, θέτουν ερωτήματα, σκέφτονται. Μια φωτογραφία δεν είναι ένα επεξηγημένο, υπογραμμισμένο, υποτιτλισμένο αντικείμενο, αφήνει μια ελευθερία σε αυτόν που κοιτάζει, κι αυτό για μένα είναι σημαντικό. Μεγάλο μέρος του κινηματογράφου το σέβεται ακόμη αυτό. Δυστυχώς δεν είναι αυτό που η «βιομηχανία» υπερασπίζεται.



Χωρίς να χαλάσουμε την απόλαυση των θεατών, σε τι αφορά η πρόσφατη μικρού μήκους ταινία σας Αμέρικα;


Στ’ αλήθεια μισώ το να εξηγώ. Αν μου άρεσε, θα έγραφα βιβλία. Δεν το κάνω, φτιάχνω ταινίες. Όταν η «Νανά» κυκλοφόρησε στις Η.Π.Α., το NorthWest Film Forum μου πρότεινε να συμμετάσχω σε ένα πρόγραμμα με τίτλο «One Shot». Βασικά σου πρόσφεραν μία μέρα γυρισμάτων, μία κάμερα και ένα ρολό φιλμ- έτσι για τα 35 χιλιοστά είναι 11 λεπτά, που δεν μπορείς να μοντάρεις. Αυτό ήταν το παιχνίδι. Για κάποιους είναι ένα παραμύθι, για άλλους πολιτικό φυλλάδιο. Και τα δύο μου κάνουν.



Είστε μία από τις συνιδρύτριες της κινηματογραφικής εταιρείας «Gaijin». Ποια αναγκαιότητα γέννησε την εταιρεία και ποιοι είναι οι στόχοι σας;


Όταν αναζητούσα πόρους για την «Νανά», είχα γράψει ένα εικοσασέλιδο σενάριο και μάζεψα χρήματα για μια μικρού μήκους ταινία. Ποτέ δεν είχα την πρόθεση να κάνω μία ταινία μικρού μήκους, αλλά αυτό δεν το ήξερε κανένας. Είναι που ποτέ δε θα καθόμουν να γράψω 90 σελίδες ανοησιών για το τι θα έλεγε ή έκανε ένα παιδί, τη στιγμή που γνώριζα ότι ήθελα να δουλέψω με ένα τετράχρονο και πως ποτέ δεν επρόκειτο να την κάνω τη μαϊμού ή το παιχνιδάκι μου. Στη Γαλλία, όταν βρίσκεις χρήματα για μία ταινία μικρού μήκους, έρχεσαι αντιμέτωπος με παραγωγούς που σου τηλεφωνούν, γιατί έτσι είναι το σύστημα, για να σου πουν ότι δε νοιάζονται πραγματικά για την ταινία, αλλά, αν όντως είναι οι παραγωγοί, βρίσκουν αυτομάτως πόρους για την εταιρεία τους. Τηλεφώνησαν, λοιπόν… Και δεν απάντησα. Ήξερα ότι δεν έχω καμία σχέση με αυτόν τον τρόπο σκέψης, ότι θα μπορούσα να κάνω μία προσπάθεια, αλλά θα κατέληγε άσχημα. Δεν είμαι ευγενικός άνθρωπος.


Έχω δουλέψει σε μεγάλου μήκους ταινίες άλλων ανθρώπων και συνάντησα μία κοπέλα, πολύ διαφορετική από μένα, αλλά πραγματικά έξυπνη, και αρέσαμε η μία στην άλλη, ή, περισσότερο, σεβόμαστε η μία την άλλη. Εργαζόταν, και εξακολουθεί να εργάζεται, σε μια «κανονική» εταιρεία. Της είπα, λοιπόν, ότι σκεφτόμουν να δημιουργήσω μια δική μου εταιρεία και τη ρώτησα αν ήθελε να συμμετάσχει. Διαμορφώσαμε τους κανόνες, ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που μια «φυσιολογική παραγωγή» κάνει. Έπρεπε να οικοδομηθεί στην εμπιστοσύνη- την πραγματική, αμοιβαία εμπιστοσύνη. Και μέχρι τώρα λειτουργεί άψογα. Η «Gaijin» είναι, βλέπεις, εργαλείο, όχι επιχείρηση. Ίσως εκεί έγκειται όλη η διαφορά. Έτσι, προς το παρόν, κάνουμε παραγωγή κυρίως στις ταινίες μου, αλλά, αν συναντήσουμε ανθρώπους που δεν είναι κακομαθημένοι, αλλά υπεύθυνα άτομα που δουλεύουν και χρειάζονται μία δομή, είναι ευπρόσδεκτοι να μας τηλεφωνήσουν.



Και οι δύο ταινίες σας πρόκειται να προβληθούν στα πλαίσια του 7ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας. Θεωρείτε τον εαυτό αβάν-γκαρντ δημιουργό και, αν ναι, τι σημαίνει αυτό εν έτει 2013;


Κατά πρώτον, το πρόγραμμα του Φεστιβάλ είναι εκπληκτικό και αναγκαίο και το αντιλαμβάνομαι ως μία πράξη αντίστασης, όχι μόνο στο κινηματογραφικό πεδίο, αλλά και για τη διανοητική υγεία. Συγχαρητήρια σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που, δυστυχώς, δε θα συναντήσω, λοιπόν. Αβάν-γκαρντ… Δεν ξέρω… Ας κοιτάξω τον ορισμό στο λεξικό: «ο όρος αβάν-γκαρντ αναφέρεται στην επέκταση των ορίων του τι θεωρείται νόρμα ή στάτους κβο, κυρίως στον τομέα του πολιτισμού». Νομίζω ότι κι άλλοι άνθρωποι δούλεψαν όπως εγώ. Πολλοί. Είναι απλώς που το «σύστημα»  αρνείται να το δει, να το ακούσει, να το σεβαστεί. Έτσι, ναι, ενώπιον αυτού του «συστήματος», θα μπορούσες να το ονομάσεις πρωτοπορία. Ενώπιον, όμως, της σημερινής πραγματικότητας, θα το ονόμαζα απλώς σαφές και πραγματιστικό! Έτσι, υποθέτω ότι το να βρίσκεσαι στην πρωτοπορία σήμερα ή στο παρελθόν πάντοτε σήμαινε το ίδιο πράγμα: να δουλεύεις 5 φορές περισσότερο από τους υπόλοιπους ανθρώπους, να νιώθεις πολλή μοναξιά, να αρνείσαι να χρησιμοποιήσεις τη δουλειά για να αποπλανήσεις τον οποιονδήποτε και να ζορίζεσαι να πληρώσεις το νοίκι σου. Κι αν είσαι τυχερός, να αρπάζεσαι από αυτό και να έχεις έναν όγκο δουλειάς, τον οποίο κάποια στιγμή οι άνθρωποι δε θα μπορούν παρά να αναγνωρίσουν- τότε κι ο σπιτονοικοκύρης σου θα είναι ευτυχισμένος!



Περισσότερες πληροφορίες για τις ταινίες της Βαλερί Μασαντιάν μπορείτε να βρείτε στο site http://www.gaijin.fr/GAIJIN/HOME.html  .



Οι ταινίες της Βαλερί Μασαντιάν Αμέρικα και Νανά προβάλλονται στις 23 Οκτωβρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Ιερά Οδός 48 & Μεγάλου Αλεξάνδρου 134-36), στην Αίθουσα Α, 22:00, στα πλαίσια του 7ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας.


Η πρώτη δημοσίευση της συνέντευξης έγινε στο  http://www.3pointmagazine.gr/ .