Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

«Γεια σας και καλή αντάμωση, ως νικητές!», ένα ντοκιμαντέρ-εργαλείο ιστορικής αυτογνωσίας


92 ετών σήμερα, ο παλαίμαχος αγωνιστής Ηλίας Μεταλλίδης αποτελεί τη ζωντανή ενσάρκωση μιας άλλης Αριστεράς: της αντάρτικης. Γεννημένος στην Ξηρόβρυση του νομού Κιλκίς το 1925, γίνεται μέλος του Κ.Κ.Ε. και της ΕΠΟΝ το 1943. Στη διάρκεια της Κατοχής, συμμετέχει στο απελευθερωτικό κίνημα. Φυλακίζεται και βασανίζεται στο στρατόπεδο Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη, από το οποίο, 18 χρονών τότε, δραπετεύει, δεχόμενος ριπές από τον Γερμανό φρουρό. Κατατάσσεται στον ΕΛΑΣ και στο 1ο Τάγμα του 13ου Συντάγματος Πεζικού. Μετά τη Βάρκιζα, βγαίνει στην παρανομία. Το Σεπτέμβριο του 1946 εντάσσεται στον ΔΣΕ, και αργότερα εξελίσσεται σε λοχαγό του. Μέσα σε 3 χρόνια, δίνει 114 μάχες και τραυματίζεται 4 φορές. Καταλήγει πολιτικός πρόσφυγας στο Ουζμπεκιστάν της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπου διαγράφεται από το Κ.Κ.Ε. Το 2010 κυκλοφορεί το βίβλίο του Θυμόμαστε, διδασκόμαστε, προχωράμε! Με τον ΕΛΑΣ και τον ΔΣΕ στην Κεντρική Μακεδονία.

6 χρόνια μετά, το ντοκιμαντέρ του Νίκου Νούλα Γεια σας και καλή αντάμωση, ως νικητές! καταγράφει, μέσα από την αφήγηση του Ηλία Μεταλλίδη ως βιωμένη ιστορία, τη δράση των ανταρτών του ΔΣΕ το 1948-49, από τη μάχη της Φλώρινας, μέχρι την επίθεση του «Εθνικού» Στρατού στο Βίτσι (ύψωμα Λέσιτς) και το Γράμμο. «Η γνωριμία μου με τον Ηλία Μεταλλίδη ξεκίνησε όταν ανέλαβα την επιμέλεια των χειρογράφων του βιβλίου του. Ο Μεταλλίδης είχε γράψει τη βιωμένη ιστορία για την περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας, διότι είχε κρίνει ότι υπήρχε ένα κενό στην ιστορική καταγραφή», μου εξηγεί ο Νίκος Νούλας, λίγο πριν την αθηναϊκή πρεμιέρα της ταινίας την Πέμπτη 24 Μαρτίου στον κινηματογράφο Αλκυονίδα.

«Μέσα από την επαφή μας, δημιουργήθηκε μια πολύ βαθιά ανθρώπινη σχέση. Όταν συναναστρέφεσαι με ήρωες που έχουν δώσει τη ζωή τους, πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός, γιατί, από τη μία, μπορεί να πεις πως είναι ένας άνθρωπος όπως όλοι, γεγονός που ισχύει, αλλά, από την άλλη, πρέπει να μπορέσεις να καταλάβεις αυτό, το οποίο διαπερνά όλη του την ύπαρξη, ότι είναι ένας μαχητής: γι’ αυτό και λέει πως “εγώ τη χλαίνη μου την έχω κρεμασμένη στο Γράμμο”. Στη νοοτροπία και την ψυχοσύνθεσή  του, είναι ένας αντάρτης», συνεχίζει ο σκηνοθέτης.

«Ένα κομμάτι αυτής της σχέσης ήταν και οι αφηγήσεις του, όπου το βιωματικό στοιχείο ήταν πολύ έντονο. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα να τις καταγράψουμε, προσπαθώντας να αποδώσουμε την έντασή τους, χωρίς να είναι “στημένες”. Αυτό ήταν και το πιο δύσκολο. Δεν πρόκειται, άλλωστε, ακριβώς για μια βιωματική αφήγηση σε πρώτο ενικό, ούτε μια αφηρημένη ιστορία. Οι αφηγήσεις του γίνονται σε πρώτο πληθυντικό. Είναι ένα στοιχείο ήθους κι η ακραία μορφή αυτού του ήθους, χωρίς να είναι επιτηδευμένη, είναι η εξιστόρηση των βαρύτατων τραυματισμών του σαν να πρόκειται για μια απώλεια του αγώνα περισσότερο, παρά για μια δικιά του τραγωδία. Για μένα αυτό είναι συγκλονιστικό. Γι’ αυτό χρησιμοποιεί τη φράση “εμείς, Nίκο, είμαστε απλοί λαϊκοί αγωνιστές”. Δε δίνει καμιά άλλη δάφνη στον εαυτό του, παρά τα μετάλλια που έχει πάρει από τον ΔΣΕ για τη δράση του», συμπληρώνει.



Υπό τους ήχους αντάρτικων τραγουδιών στην αίθουσα του κινηματογράφου και με την προσέλευση παλαιών και νέων συντρόφων να αυξάνεται, ο Νίκος Νούλας διευκρινίζει: «Δε θέλουμε το ντοκιμαντέρ να είναι μια υμνολογία απέναντι σε ένα πρόσωπο και σε ένα κίνημα. Πιστεύουμε ότι έναν άνθρωπο δεν τον τιμάς τοποθετώντας τον σε ένα βάθρο σαν να είναι θεός, γιατί τους θεούς μπορεί να τους προσκυνούν, αλλά μετά τους γκρεμίζουν. Νομίζω πως η πιο μεγάλη τιμή για έναν άνθρωπο είναι να κατανοήσεις την ανθρωπινότητά του, αγαπώντας τους αγώνες του και την ανθρώπινή του διάσταση. Ούτε φιλοδοξώ να προσποιηθώ τον πολιτικό “κληρονόμο” του Μεταλλίδη. Εξάλλου, δεν ταυτιζόμαστε σε διάφορες πολιτικές μας απόψεις. Είναι βασικό θέμα αυτογνωσίας για ένα αριστερό κίνημα να ασχολείται με το παρελθόν με πνεύμα όχι εξιδανικευτικό, αλλά κριτικό, και συνιστά στοιχείο κοσμοθεωρίας ο τρόπος, με τον οποίο προσεγγίζεις τους ανθρώπους που φαίνονται ή πολλοί τους θεωρούν “απόμαχους”. Το πώς στέκεσαι απέναντι σε ανθρώπους της προηγούμενης γενιάς, δείχνει το πώς στέκεσαι απέναντι στη ζωή».

Όσο για το στόχο του ντοκιμαντέρ: «Εμείς θέλουμε να ανοίξει μια συζήτηση για τη δεκαετία ’40-’50. Αν το ντοκιμαντέρ αποτελέσει ένα ακόμα έναυσμα για το άνοιγμά της, θα είμαστε πολύ χαρούμενοι. Η Αριστερά του 21ου αιώνα δε θα είναι μια επαλήθευση των ιστορικών ρευμάτων της Αριστεράς στο ορθό, δε θα αφορά στο πώς ένα ρεύμα, με κάποιο φτιασίδωμα, θα “αναστηλωθεί” τον 21ο αιώνα. Θα είναι μια αναδημιουργία, γι’ αυτό και η συζήτηση δε θα πρέπει να γίνεται με όρους δικαίωσης κάποιων ιστορικών ρευμάτων, αλλά με μεγαλύτερη στοχαστικότητα απέναντι στα ιστορικά γεγονότα», υπογραμμίζει ο σκηνοθέτης.

Και καταλήγει: «Ο τίτλος του ντοκιμαντέρ φέρει μια διπλή αλληγορία. Η πρώτη, ότι μια προηγούμενη γενιά, που βρίσκεται στη “δύση” της ζωής της, μας χαιρετάει, συνδέοντας τους παλιούς αγώνες με τους σημερινούς. Η δεύτερη, πως, παρά την υποχώρηση, τη δυσφήμηση ή τη διαστρέβλωση των αριστερών ιδεών στις μέρες μας, μπορεί να υπάρξει νίκη, κι ας φαίνεται να πληθαίνουν τα μαύρα “σύννεφα” του πολέμου, του φασισμού, της ξενοφοβίας ή της καπιταλιστικής επέλασης στον ορίζοντα».

«Σας ευχαριστώ που δείχνετε ενδιαφέρον για τους αγώνες του λαού, οι οποίοι περιγράφονται στο ντοκιμαντέρ. Να ξέρετε ότι ήταν αγώνες πολύ σκληροί, γιατί εμείς παλεύαμε για το σοσιαλισμό και η αστική τάξη με τις πλάτες των Αμερικάνων πάλευε για να κρατήσει την Ελλάδα στη σφαίρα επιρροής τους. Σκοτώθηκαν πολλοί και από τις δύο πλευρές. Αλλά οι αγώνες δε σταμάτησαν, ούτε θα σταματήσουν. Ας βγάλει η νεολαία τα σωστά συμπεράσματα. Πού οδηγείται ένα κίνημα όταν υπογράφει Βάρκιζες και συνθηκολογεί; Πού οδηγούν οι αυταπάτες για το ρόλο των “καλών”  ιμπεριαλιστών; Τα επόμενα χρόνια μπαίνει ξανά το καθήκον της ριζικής αλλαγής πολιτικής. Σε αυτό το σημείο είμαι αισιόδοξος», θα μου επισημάνει ο παλαίμαχος αντάρτης, με τη διαύγεια και τη σεμνότητα που τον διακρίνουν.

Ευχαριστώ θερμά τους Ηλία Μεταλλίδη και Νίκο Νούλα για την πολύτιμη συμβολή τους στην πραγματοποίηση της συνομιλίας.

Το βιβλίο του Ηλία Μεταλλίδη Θυμόμαστε, διδασκόμαστε, προχωράμε! Με τον ΕΛΑΣ και τον ΔΣΕ στην Κεντρική Μακεδονία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Α/συνέχεια.

Το ντοκιμαντέρ του Νίκου Νούλα Γεια σας και καλή αντάμωση, ως νικητές! προβάλλεται από την Πέμπτη 24 Μαρτίου αποκλειστικά στον κινηματογράφο Αλκυονίδα, Ιουλιανού 42-46.

Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

Mark Cousins: «Το σινεμά είναι μια μηχανή ενσυναίσθησης»


Σκηνοθέτης, κριτικός κινηματογράφου, προγραμματιστής κινηματογραφικών φεστιβάλ και συγγραφέας, ο Βορειοϊρλανδός, «γέννημα-θρέμμα» του Μπέλφαστ, Mark Cousins βρέθηκε πριν από μερικές μέρες στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο του αφιερώματος στο έργο του, που διοργάνωσε το 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Πνευματώδης, φιλικός και χειμαρρώδης, με το χαρακτηριστικά ατίθασο τσουλούφι του, υπήρξε ένας απολαυστικός συνομιλητής.

Τόσο στην κινηματογραφική, όσο και στη δημοσιογραφική/ ερευνητική σου δουλειά, επικαλείσαι συχνά το διάσημο σχόλιο του Ουσμάν Σεμπέν «δε λέμε ιστορίες για να εκδικηθούμε, αλλά για να βρούμε τη θέση μας στον κόσμο». Συμμερίζεσαι την προσέγγισή του;

Αυτό, για το οποίο μιλά ο Σεμπέν, είναι η ανάκτηση. Η Αφρική, γενικότερα, και η Σενεγάλη, η χώρα του, θα μπορούσαν να έχουν «βράσει» από το μίσος απέναντι στον αποικιοκρατικό κόσμο για αιώνες. Ξέρεις, όμως, λέει πως η εκδίκηση είναι τοξική, είναι καρκίνος. Έχουμε πιο σημαντική δουλειά να κάνουμε, να βρούμε ποιοι είμαστε και πού πηγαίνουμε. Συμφωνώ, λοιπόν, απόλυτα. Η εκδίκηση αφορά στο παρελθόν, το να βρεις τη θέση σου στον κόσμο το μέλλον. Στην κοινωνία του, ο Σεμπέν υπήρξε συγγραφέας και έγινε κινηματογραφιστής γιατί ήθελε να αφηγηθεί ιστορίες στον ευρύτερο πληθυσμό. Συμφωνώ, επίσης, με τον υπαινικτική αισιοδοξία στο σχόλιό του.

Πώς βιώνεις προσωπικά την κινηματογραφική αφήγηση ιστοριών;

Οι άνθρωποι λένε πως οι ιστορίες είναι το πιο σημαντικό πράγμα στις ταινίες. Νομίζω ότι είναι μία διάσταση των ταινιών. Το φίλμ είναι μαγεία και μύθος, όσο είναι και ιστορία. Γι’ αυτό, όταν πηγαίνω σινεμά, θέλω να δω την ταινία στη μεγάλη οθόνη: είναι μεγαλύτερη από τη ζωή, κάτι μεγεθυμένο. Θέλω να νιώσω σαν παιδί μπροστά από αυτήν την εικόνα, να μεταφερθώ, με την καλύτερη έννοια της λέξης. Η ιστορία είναι ένα από τα πράγματα που πετυχαίνουν αυτή τη μεταφορά, αλλά όχι το μόνο. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, το σύμπαν της ταινίας.

Είναι και η φόρμα, επίσης.

Απολύτως. Η πρώτη ταινία που με έκανε να απολαύσω τον κόσμο του φίλμ ήταν ο Πόλεμος των άστρων κι αυτή ήταν εικόνα όσο και ιστορία. Όπως ξέρουμε, ο αυθεντικός Πόλεμος των άστρων ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως για τη φόρμα. Το να παρακολουθείς μια ταινία είναι σαν να εισέρχεσαι σε ένα κτίριο. Περπατάς μέσα σε ένα χώρο κι υπάρχουν στροφές. Πώς ένα κτίριο αποκαλύπτει τον εαυτό του; Αυτό κάνει και το φίλμ, κι αυτό είναι η διάσταση της φόρμας.



Επιπλέον, είναι εργαλείο έκφρασης, αλλά και απελευθέρωσης.

Το σινεμά είναι μια μηχανή ενσυναίσθησης. Μιλώ από την οπτική ενός θεατή. Αυτό που έκανα στην πρώτη μου ταινία είναι ότι πήρα τα μέσα παραγωγής από μένα και τα παρέδωσα σε αυτά τα παιδιά κι αυτό είναι ένα άλλο είδος ενσυναίσθησης, πώς το παιδί εξωτερικεύει τη δικιά του οπτική στον κόσμο, και τι κάνει; Κοιτάζει το κεφάλι ενός πιτσιρίκου που παίζει με τη λάσπη. Αυτό που είναι σπουδαίο στην πρώτη ταινία, αυτό που αγάπησα, είναι ότι ξεκίνησε με μένα, έπειτα παρέδωσα την κάμερα στο αγόρι, μετά σε ένα μικρότερο και, σιγά σιγά, διαμορφώθηκε ένας κύκλος ανθρώπων που αλληλοκοιτάζονταν. Νομίζω πως η σπουδαιότητα του σινεμά έγκειται στο να μας επιτρέπει να ρίχνουμε το βλέμμα μας στο μυαλό των άλλων ανθρώπων, αποκεντρώνοντάς μας. Ένας από τους ήρωές μου είναι ο Κοπέρνικος, που αποφάσισε ότι ασφαλώς δεν είμαστε το κέντρο του σύμπαντος. Αυτό είναι πολύ σημαντικό να το καταλάβουμε όλοι. Ότι εγώ στη Σκωτία δεν είμαι το κέντρο του σύμπαντος. Το Λονδίνο δεν είναι το κέντρο, η Νέα Υόρκη δεν είναι το κέντρο. Η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη είναι το κέντρο αυτού του σύμπαντος. Στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ θα υπάρχουν πιθανότατα 200 κόσμοι να εισέλθεις, κι αυτό είναι τόσο συναρπαστικό, το σινεμά είναι το καλύτερο μέσο για να το πετύχεις.

Πόσο καθοριστική έχει υπάρξει η παιδική ηλικία στη διαμόρφωση της κινηματογραφικής - και όχι μόνο- ματιάς σου;

Κάποιος είπε, έχω την εντύπωση ο Τζόρτζ Μπέρναρντ Σο, ότι «δε σταματάμε να παίζουμε επειδή μεγαλώνουμε, μεγαλώνουμε επειδή σταματάμε να παίζουμε». Νομίζω πως, καθώς μεγαλώνουμε, νιώθουμε ότι πρέπει να γίνουμε ενήλικες, να ντυνόμαστε και να συμπεριφερόμαστε διαφορετικά, να φοράμε τη «στολή» της ενήλικης ζωής, να γινόμαστε πιο συγκρατημένοι, να παίζουμε λιγότερο. Μαθαίνω τόσο πολλά, όταν περνάω χρόνο με τα παιδιά, γιατί είναι τόσο εφευρετικά, αλλά και γιατί τα συναισθήματά τους αλλάζουν τόσο γρήγορα- τη μια στιγμή στο μυαλό ενός παιδιού «βρέχει», την άλλη έχει «λιακάδα». Ένα παιδί εκφράζει τις επιθυμίες του με ακραία αμεσότητα. Ως ενήλικοι, μπορούμε να μάθουμε από όλα αυτά.

Τι νομίζεις ότι κάνει ένα καλό παιδικό φίλμ;

Το αγαπημένο μου παιδικό φίλμ είναι το The boot του Μοχάμεντ Άλι Ταλεμπί. Τα καλύτερα είναι αυτά όπου το παιδί δεν αντιμετωπίζεται ως μαριονέτα, αλλά συν-σκηνοθετεί την ταινία, όπου έχει την ελευθερία να είναι ο εαυτός του, γι’ αυτό κι οι Ιρανοί είναι καλοί στο να κάνουν ταινίες. Γι’ αυτό κι οι ενήλικες σκηνοθέτες δεν είναι καλοί στο να πουν στα παιδιά τι να κάνουν Αυτό που πρέπει να κάνουν είναι να αφήσουν στα παιδιά τα χώρο να συν-σκηνοθετήσουν. Οι καλύτερες ταινίες για παιδιά πρέπει να είναι συν-σκηνοθετημένες από τα ίδια.



Διατηρείς την παιδικότητά σου;

Όπως κι όλοι, βιώνω στιγμές απελπισίας στη ζωή, και, όπως όλοι, μπορώ να νιώσω το εγώ μου να παίρνει την κατάσταση στα χέρια του . Προσπαθώ, όμως, να είμαι όσο πιο παιδικός γίνεται. Σήμερα το πρωί ξύπνησα νωρίς και με γοήτευσε η ιδέα να περπατήσω τριγύρω. Αυτός ο ενθουσιασμός, αυτή η κεντρομόλος δύναμη, νομίζω πως είναι αρκετά παιδική. Κι η ανυπομονησία. Είμαι πολυ ανυπόμονος, ξέρεις. Τα θέλω όλα τώρα, σαν παιδί. Άρα, έχω αρκετές παιδικές ποιότητες ακόμη. Μια από τις πιο σοβαρές κριτικές που διατυπώνω για τον ακαδημαϊκό κόσμο είναι ότι δεν έχει κανένα από αυτά αυτά τα χαρακτηριστικά. Οι ακαδημαϊκοί είναι εγκέφαλος και δοχεία. Τίποτε το εκρηκτικό εκεί. Γι’ αυτό κι είναι προβληματικός κόσμος, νομίζω.

Πώς αποφάσισες να «μεταπηδήσεις» από τη δημοσιογραφία στη σκηνοθεσία;

Ξεκίνησα ως κινηματογραφιστής. Στα 1994 ενεπλάκην στη διοργάνωση φεστιβάλ. Έκανα, μεταξύ άλλων, ντοκιμαντέρ για το νεοναζισμό, για την άρνηση του Ολοκαυτώματος. Έπειτα, παρατήρησα ότι έλειπε κάτι, το οπτικό κομμάτι, κι ήθελα να επιστρέψω σε αυτό. Όταν φιλμάρεις, βρίσκεσαι σε ένα είδος ζώνης. Και το σημαντικό, άλλαξε η τεχνολογία. Σε προηγούμενες φάσεις, χρειαζόμουν διευθυντή φωτογραφίας και μεγάλο συνεργείο. Όταν επέστρεψα στη σκηνοθεσία, αποφάσισα να γίνω ο διευθυντής φωτογραφίας του εαυτού μου. Απέκτησα, λοιπόν, πολύ πιο στενή σχέση με την κάμερα και, το πιο σημαντικό, με τα παιδιά. Έτσι, αφότου άλλαξε η τεχνολογία, το σινεμά μου θύμιζε πιο πολύ τον εαυτό μου, ήταν πιο απελευθερωμένο, είχε περισσότερο πόθο για περιπλάνηση. Ταξίδευες πιο γρήγορα με την κάμερα. Ήταν, επομένως, καλύτερα για μένα.

Έχεις ερευνήσει συστηματικά την ιστοριογραφία του σινεμά. Θεωρείς ότι κάτι τέτοιο είναι προϋπόθεση για την καλύτερη εκτίμηση και βίωση μιας ταινίας;

Ο Ντέιβιντ Λίντς ίσα που παρακολουθεί ταινίες. Ο Κρίστοφερ Ντόιλ, με τον οποίο έχω κάνει 2 ταινίες, το ίδιο. Άρα, μερικοί από τους πιο σημαντικούς δημιουργούς εικόνων δεν παρακολουθούν σινεμά. Εγώ το χρειάζομαι απόλυτα. Με τον ίδιο τρόπο που έχω ανάγκη να διαβάζω βιβλία. Έχω μεγάλο «λεξιλόγιο», γιατί έχω δει πολλές ταινίες. Ξέρω τι θα έκανε ο Χίτσκοκ. Και χρειάζομαι να έχω δει πολλές ταινίες, για να έχω επιλογές όταν γυρνάω μια σκηνή. Κάποιοι, ωστόσο, δεν το χρειάζονται. Ίσως είναι πιο επινοητικοί ή δεν έχουν την ανάγκη να εκφράζονται με πιο φρέσκο τρόπο.

Γιατί ο χαρακτήρας που «υποδύεται» το Μπέλφαστ στην πιο πρόσφατη ταινία σου Είμαι το Μπέλφαστ είναι γυναικείος;

Οι περισσότεροι από τους δυνατούς χαρακτήρες στο Μπέλφαστ, όταν μεγάλωνα, ήταν γυναίκες. Οι άντρες ήταν πολύ σιωπηλοί, πήγαιναν στην πάμπ και έπιναν. Οι γυναίκες ήταν μελοδράματα, ηφαιστειακές εκρήξεις συναισθημάτων. Το Μπέλφαστ, επίσης, παρήγαγε υφάσματα, και τα επεξεργάζονταν οι γυναίκες. Το 56% του πληθυσμού, εξάλλου, αποτελείτο από γυναίκες- πολλές, λοιπόν! Γιατί ηλικίας 10.000 ετών; Γιατί έχω περάσει πολύ καιρό στη Δυτική Αφρική και με ενδιαφέρει η ιδέα του μυθικού αφηγητή. Φυσικά, αυτό το στοιχείο υπάρχει και στην ελληνική κουλτούρα, στους Αβορίγινες και σε άλλους αρχαίους πολιτισμούς. Ήθελα να φανταστώ έναν άνθρωπο που ερχόταν από πολύ παλιά, πιο πριν από τις Ταραχές στο Μπέλφαστ, πολύ πριν από το ίδιο το Μπέλφαστ. Να δώσω μια οπτική στο μέρος που να αποπνέει μαγικό ρεαλισμό.

Στο στόχαστρό σου είναι η μισαλλοδοξία. Είμαστε σε καλό δρόμο σε ό,τι αφορά την υπέρβασή της;

Πολλά από τα ζητήματα στην Ιρλανδία και στην Ελλάδα προκύπτουν από πραγματικά κοινωνικά και ιστορικά προβλήματα, δεν είναι απλώς μίσος. Έτσι και στη χώρα μου, πολλή από την οργή είναι δικαιολογημένη. Υπάρχει, όμως, κι ένα κομμάτι που είναι απλώς ένα αυτοπροωθούμενο μίσος, γεννημένο, επίσης, από την άγνοια. Τα πράγματα καλυτερεύουν κάπως. Δε σκοτώνουμε πλέον ο ένας τον άλλο στην Ιρλανδία, γεγονός πολύ καλό. Αλληλούια! Πάντως, οι άνθρωποι εξακολουθούν να μένουν χωριστά, μόνο το 7% των μαθητών πηγαίνει σε μικτά σχολεία Καθολικών και Προτεσταντών. Αυτό είναι πραγματικά πρόβλημα. Οπότε είμαι προσεκτικά αισιόδοξος.

Δεδομένου ότι το Είμαι το Μπέλφαστ δε μοιάζει με ντοκιμαντέρ, αναρωτιόμουν αν σκέφτεσαι να γυρίσεις ταινία μυθοπλασίας.

Δεν το σκέφτηκα ως ντοκιμαντέρ. Μόλις ολοκλήρωσα μια ταινία που λέγεται Stockholm my love, καθαρά μυθολαστική. Κανένα ντοκιμαντερίστικο στοιχείο σε αυτήν. Πρωταγωνιστεί η μουσικός Νένε Τσέρι, που υποδύεται μια αρχιτέκτονα. Έχουμε ξεκινήσει να ερευνούμε αν μπορούμε να την προβάλλουμε σε φεστιβάλ. Ίσως το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο.

Πώς σου φαίνεται η Θεσσαλονίκη;

Είχα έρθει εδώ πριν από 15 χρόνια, οδικώς από τη Σκωτία. Δεν υπάρχουν πολλά μέρη στον κόσμο που συντίθενται από τόσο πολλά ιστορικά επίπεδα. Μπορείς να περπατάς τριγύρω και να βλέπεις διαφορετικά επίπεδα του παρελθόντος και του παρόντος στο ίδιο «πλάνο». Θυμάσαι την ταινία του Τζον Σέιλς Lone star; Θυμάσαι μια σκηνή που εκτυλίσσεται στο παρόν κι η κάμερα μετακινείται στο παρελθόν; Αυτή είναι η πραγματικότητα που βιώνεις περπατώντας στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Κι αυτό είναι συναρπαστικό. Μου αρεσουν τα μέρη, όπου συντελούνται οπτικά ταξίδια στο χρόνο.

Θα επέστρεφες ποτέ στο Μπέλφαστ;

Ζω στη Σκωτία 30 χρόνια. Το Μπέλφαστ είναι τόσο κοντά, 30 λεπτά με το αεροπλάνο. Πηγαίνω, λοιπόν, εκεί αρκετά συχνά, 2-3 φορές το μήνα. Αλλά παραμένει ένα πολύ συντηρητικό μέρος. Πολύ θρησκευόμενο. Και δεν είμαι καθόλου θρησκευόμενος. Δεν μπορώ να διαχειριστώ κάτι τέτοιο. Η ζωή είναι τόσο εξωπραγματικά υπέροχη, γιατί πρέπει να επινοούμε άλλη μια αόρατη σφαίρα πάνω από αυτήν; Έχω, επομένως, ζητήματα με τους πολύ θρησκευόμενους ανθρώπους. Και υπάρχουν υπερβολικά πολλοί από δαύτους στο Μπέλφαστ. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που δε ζω εκεί.

Ευχαριστώ την Δήμητρα Νικολοπούλου, υπεύθυνη του Γραφείου Τύπου του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και τον Δημήτρη Κερκινό, επιμελητή του αφιερώματος στον Mark Cousins, για την πολύτιμη συμβολή τους στην πραγματοποίηση της κουβέντας.