Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

Εμανουέλ Νικό: «Το να επιζείς της αιμομιξίας είναι η ιστορία μιας ολόκληρης ζωής»

 

Εμανουέλ Νικό (Φωτογραφία: Emilie Montagner)

Θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα της, η μικρή Νταλβά «ξανακερδίζει» επώδυνα την παιδική της ηλικία στο αιχμηρό και ευαίσθητο μεγάλου μήκους ντεμπούτο της Εμανουέλ Νικό, Με τα μάτια της Νταλβά.

Μια συζήτηση με την σκηνοθέτρια, με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας της στις αίθουσες από τις 23 Νοεμβρίου.

Το Με τα μάτια της Νταλβά, το αξιοσημείωτο μεγάλου μήκους ντεμπούτο σας, εξερευνά τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης και τη δυνατότητα θεραπείας από το τραύμα και έναρξης μιας νέας ζωής.

Βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα; Τι σας προσελκύει στην παιδική ηλικία από μυθοπλαστική και ψυχολογική άποψη;

Η ιστορία του φιλμ είναι εξ ολοκλήρου φανταστική, αλλά εν μέρει προήλθε από μια αληθινή ιστορία που μου αφηγήθηκε ένας εκπαιδευτικός. Ο τελευταίος συνεργάστηκε με την αστυνομία.

Η δουλειά του συνίστατο στο να απομακρύνει τα παιδιά, των οποίων οι γονείς ήταν ύποπτοι για κακοποίηση, από τα σπίτια τους και στη συνέχεια να τα τοποθετεί σε κέντρο υποδοχής κακοποιημένων παιδιών.

Μια μέρα ήρθαν σε επαφή μαζί του για να πάρει ένα εξάχρονο κορίτσι που έμενε μόνο του με τον πατέρα του· ο άνδρας ήταν ύποπτος για αιμομιξία.

Όταν βρέθηκε στο σπίτι τους, ο παιδαγωγός αντιμετώπισε ένα πολύ σεξουαλικό, πολύ αισθησιακό παιδί που είχε μια σαγηνευτική σχέση μαζί του. Το τοποθέτησε σε ανάδοχο σπίτι. Δεν το ξαναείδε. Αυτό ήταν το μόνο που ήξερα για αυτήν την ιστορία.

Ήθελα να αφηγηθώ την ιστορία αυτού του μικρού κοριτσιού σε λίγο μεγαλύτερη ηλικία, δώδεκα ετών, στη φάση της προεφηβείας, των πρώτων συναισθημάτων της. Κάπως έτσι γεννήθηκε η Νταλβά.

Στις προηγούμενες μικρού μήκους ταινίες μου, έχω ήδη εξερευνήσει πολύ το θέμα του ελέγχου.

Στο Με τα μάτια της Νταλβά ήθελα να το εξερευνήσω στη σχέση ενός γονιού με το παιδί του γιατί πιστεύω ότι είναι η επιρροή από την οποία είναι πιο περίπλοκο να ξεφύγεις.

Όταν είμαστε παιδιά, οι γονείς μας είναι «θεοί» ό,τι κι αν κάνουν...

Φανταστείτε ένα δωδεκάχρονο κορίτσι στο οποίο λέμε από τη μια μέρα στην άλλη: «Ο πατέρας σου δε σε αγαπούσε, σε χειραγωγούσε»...

Ήθελα να εξερευνήσω το ψυχολογικό ταξίδι αυτού του μικρού κοριτσιού που ξεκινά εντελώς υπό την επιρροή του πατέρα του χωρίς ποτέ να έχει κρίνει τις πράξεις του και θα καταλήξει να τον καταδικάσει.

Παρά τη βίαιη χροιά της, η ταινία σας, η οποία περιγράφεται ως «σιωπηλό κύμα σοκ», φιλοτεχνείται με έναν μάλλον ήπιο, γεμάτο χάρη και συγκρατημένο τρόπο, με λίγα μόνο βίαια ξεσπάσματα.

Γιατί υιοθετήσατε αυτή την προσέγγιση;

Πάνω από όλα, ήθελα να κάνω μια ταινία για την αντοχή, μια ταινία φωτεινή και γεμάτη ελπίδα. Ήθελα η αντοχή να είναι το βυθισμένο μέρος του παγόβουνου και η αιμομιξία το αναδυόμενο.

Αυτός είναι ο λόγος επέλεξα να ξεκινάει το φιλμ τη στιγμή της σύλληψης του πατέρα και της τοποθέτησης της Νταλβά στο κέντρο υποδοχής κακoποιημένων παιδιών.

Φυσικά ήθελα επίσης να μιλήσω για την αιμομιξία, αλλά είναι ένα θέμα τόσο ταμπού και «απωθητικό» για πολλούς ανθρώπους, που δεν ήθελα να το προσεγγίσω κατά μέτωπο.

Γι αυτό επέλεξα να το δουλέψω με έναν πολύ πιο υπόγειο τρόπο και να αποκαλύψω τις συνέπειες.

Χάρη σε αυτήν την προσέγγιση ελπίζω να μπορέσω να μιλήσω σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους για αυτό το θέμα χωρίς κανείς να καλύπτει τα μάτια ή τα αυτιά του όταν βλέπει την Νταλβά.


Nταλβά (Ζελντά Σαμσόν)


Η Zελντά Σαμσόν, η εκπληκτική νεαρή πρωταγωνίστριά σας, ενσαρκώνει έναν περίπλοκο χαρακτήρα χαμένο μεταξύ παιδικής ηλικίας και εξαναγκαστικής ενηλικίωσης.

Ποιες ιδιότητες αναζητούσατε όταν κάνατε κάστινγκ γι’ αυτόν τον χαρακτήρα και ποιες ιδιότητες ανακαλύψατε στη Zελντά;

Για να δώσω σάρκα και οστά στον χαρακτήρα της Νταλβά, αναζητούσα μια νεαρή κοπέλα προερχόμενη από μεσαία τάξη, ακόμη και πλούσια, που δεν μπορεί να της αποδοθεί μια ηλικία.

Μια έφηβη με το ένα πόδι ακόμα στην παιδική ηλικία και το άλλο ήδη στην ενήλικη ζωή.

Βασικά, έψαχνα επίσης για έναν έφηβο που να έχει τη σιγουριά και τη χάρη μιας μικρής αθλήτριας ενόργανης γυμναστικής.

Ανάρτησα ανακοινώσεις σε σχολές κλασικού χορού, κέντρα ιππασίας, σχολές γυμναστικής, μουσικές σχολές. Έλαβα 5000 αιτήσεις.

Ανάμεσα στη μάζα των υποψηφίων, η εντεκάχρονη, τότε, Zελντά απέσπασε την προσοχή μου αμέσως. Της ζήτησα ένα σύντομο αυτοπαρουσιαστικό βίντεο.

Βιντεοσκόπησε, λοιπόν, τον εαυτό της στο δωμάτιό της και εκφραζόταν με ένα τόσο πλούσιο και σταθερό λεξιλόγιο για την ηλικία της.

Μου εξήγησε πως ήθελε να γίνει αστροφυσικός, ν ασχοληθεί με τη σκοτεινή ύλη, φανταζόταν τον εαυτό της νικήτρια του βραβείου Νόμπελ! Διατύπωνε, επίσης, έναν φεμινιστικό λόγο προς τα αγόρια της τάξης της.

Διέθετε πραγματικά μια εντυπωσιακή ωριμότητα. Και μια σιγουριά, μια δύναμη, κάτι αναιδές και πάνω απ όλα ένα υπερ-κινηματογραφικό πρόσωπο. Ήταν αδύνατο να του δώσω ηλικία. Ήξερα αμέσως ότι η Νταλβά ήταν αυτή.

Έπρεπε, όμως, να πείσω τους παραγωγούς μου γιατί η Zελντά δεν έμοιαζε με το εξαιρετικά χαριτωμένο και «θηλυκό» νεαρό κορίτσι που αρχικά είχαμε αποφασίσει να αναζητήσουμε.

Ήταν λίγο σκυμμένη, κοίταζε πολύ προς το έδαφος και είχε αυτή την πολύ άγρια, αγορίστικη πλευρά.

Στο τέλος των κάστινγκ δούλεψα με μια μακιγιέζ, μια κομμώτρια και μια ενδυματολόγο. Η Ζελντά μεταμορφώθηκε ξαφνικά και όλοι επιτέλους κατάλαβαν ότι μπορούσε να υποδυθεί την Νταλβά.

Όσο ταλαντούχα κι αν είναι, δεν παύει να είναι ένα παιδί χωρίς υποκριτική εμπειρία, και ως εκ τούτου απαιτούνταν συγκεκριμένες συμβουλές από εσάς.

Πόσο δύσκολη ήταν αυτή η καθοδήγηση και σε ποιον βαθμό της αποκαλύψετε τον ρόλο της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας;

Χρειάστηκε να δουλέψουμε πολύ με την Zελντά πάνω στον τρόπο που παρίστανε μια μικρή κυρία. Άφησα αυτή τη δουλειά στα χέρια της Caroline Faust, μιας πρώην χορεύτριας. Δουλέψαμε το παιχνίδι τρεις μήνες πριν την ταινία.

Η Ζελντά ήταν, ωστόσο, πολύ εγκεφαλική, κι αυτό αποτελούσε πολύπλοκη συνθήκη. Μου πήρε λίγο χρόνο για να καταλάβω πώς να λειτουργήσω μαζί της. Κάποια στιγμή συνέβη.

Απέναντι στην Ζελντά αναφερόμουν στην Νταλβά ως κάποια που ήταν πάντα εκεί στο δωμάτιο, δίπλα μας. Της είπα όλα όσα ήξερα για εκείνη, όλα όσα είχα φανταστεί.

Επίσης, μερικές φορές της μίλησα προσωπικά για πράγματα που μου είχαν συμβεί και ειδικά για όσα ένιωθα βαθιά μέσα μου εκείνες τις στιγμές. Έπρεπε να την «θρέψω» όσο το δυνατόν περισσότερο. Η Zελντά, η Νταλβά και εγώ ήμασταν μια τριάδα.

Επέστρεφα πίσω από την κάμερα, η Zελντά γινόταν ξαφνικά ένα με την Νταλβά μόνο στη διάρκεια της λήψης και πάλι ο εαυτός της μόλις έκανα «cut».

Για να απαντήσω στην ερώτησή σας πιο συγκεκριμένα, για διάφορους λόγους δεν αποκάλυψα τον ρόλο της ή την ιστορία στη Zελντά καθώς τα γυρίσματα προχωρούσαν.

Πρώτα απ όλα, δε γυρίσαμε καθόλου την ταινία με χρονολογική σειρά λόγω όλου αυτού του θέματος των μαλλιών (μαλλιά που μεγαλώνουν, τρίχες που κουρεύονται...), η σειρά των γυρισμάτων καθορίστηκε από αυτό το εξαιρετικά τεχνικό ζήτημα.

Δεν ήθελα να κρύψω τίποτα από τη Zελντά, δεν είναι αυτός ο τρόπος δουλειάς μου.

Ήθελα να ξέρει τα πάντα από την αρχή, για να είμαι σίγουρη πως συμφωνεί να συμμετάσχει έχοντας πλήρη γνώση των γεγονότων.

Δεν μπορώ να με φανταστώ να κάνω μια ταινία γύρω από το ζήτημα της συναίνεσης και να κρύβω στοιχεία από την νεαρή μου πρωταγωνίστρια.

Έπειτα, ήθελα να εμπιστευτώ την Zελντά, την εξυπνάδα της, την ικανότητά της να μπορεί να επαναφέρει τον εαυτό της σε ένα δεδομένο πλαίσιο χάρη στις εξηγήσεις μου, και το έκανε πολύ καλά.

Η Σαμιά (Fanta Guirassy), η συγκάτοικός της στη δομή υποδοχής και προοδευτικά στενή της φίλη, προέρχεται από διαφορετικό ταξικό και μορφωτικό υπόβαθρο.

Ποια είναι η σημασία αυτού του χαρακτήρα στην εξέλιξη της ιστορίας;

Μέσα από τον χαρακτήρα της Σαμιά, θέλησα να δημιουργήσω μια αντίστιξη προς τον χαρακτήρα της Νταλβά.

Εμπνεύστηκα τον χαρακτήρα της Σαμιά από μια νεαρή κοπέλα που το πραγματικό της όνομα είναι το ίδιο.

Την συνάντησα σε ένα κέντρο υποδοχής έκτακτης ανάγκης, στο οποίο εντρύφησα για πολύ καιρό στην αρχή της συγγραφής του σεναρίου. Είμαι ακόμα σε επαφή μαζί της.

Θεώρησα ενδιαφέρον το να φέρω αντιμέτωπους δύο χαρακτήρες που, λόγω της οικογενειακής τους ιστορίας, είναι διαμετρικά αντίθετοι μεταξύ τους. Η Σαμιά είναι μια πιθανή έφηβη, ενώ η Νταλβά είναι ένας πιθανός μικρός ενήλικας.

Σε μεγάλο βαθμό χάρη στη Σαμιά θα αρχίσει η Νταλβά να ανοίγει τα μάτια της σε όλα όσα θα έπρεπε να είναι της ηλικίας της και σε όσα δεν είναι.

Ένα από τα καλύτερα μέσα για να ξεφύγεις από τον έλεγχο είναι η αντιπαράθεση με τον άλλον, αυτόν που είναι «ελεύθερος».

Όταν συναντιούνται, η Σαμιά είναι πολύ πιο ελεύθερη από την Νταλβά, έχει κάνει πολύ δρόμο με τη μητέρα της, κάτι που η Νταλβά δεν είχε κάνει καθόλου με τον πατέρα της.

Παρόλα αυτά, η σκηνή στην οποία οι δύο έφηβες κάνουν μακιγιάρονται, μας υπενθυμίζει πως η Σαμιά εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από το οικογενειακό της ιστορικό.

Κατά τη διάρκεια της ενασχόλησής μου με αυτό το κέντρο, με εντυπωσίασε πολύ η αλληλεγγύη ανάμεσα στα παιδιά, η οριζόντια σχέση μεταξύ τους. Ήθελα να μιλήσω γι’ αυτό στο Με τα μάτια της Νταλβά.


Σαμιά (Fanta Guirassy), Νταλβά (Ζελντά Σαμσόν)


Ο Tζέιντεν (Alexis Manenti), ο εργαζόμενος στη δομή φιλοξενίας, μοιάζει με την (υγιή) πατρική φιγούρα που η Νταλβά δεν είχε ποτέ. Ισχύει;

Ναι, απολύτως!

Ο Ζακ (Jean-Louis Coulloc'h), στον ρόλο του πατέρα του και του δράστη της κακοποίησής της, απεικονίζεται ως ένας ίσως συντετριμμένος και πιθανώς μετανιωμένος άντρας.

Γιατί επιλέξατε να τον αποτυπώσετε υπό αυτό το σχεδόν συμπαθητικό φως;

Ο Jean-Louis Coulloc'h είναι ο ηθοποιός που υποδυόταν τον εραστή της λαίδης Τσάτερλι το 2006!

Ήταν πολύ περίπλοκο να βρεις τον ηθοποιό για αυτόν τον ρόλο, πολλοί αρνήθηκαν να εμφανιστούν στο κάστινγκ. Και ήμουν πολύ απαιτητική.

Μέσα από συναντήσεις και προβληματισμούς έφτασε το όνομα του Jean-Louis. Έκανα κάποια έρευνα, έπεσα πάνω σε μια ταινία μικρού μήκους στην οποία πρωταγωνιστούσε και τον ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά.

Είμαι πεπεισμένη ότι τα απόλυτα τέρατα δεν υπάρχουν και χρειαζόμουν έναν σύνθετο ηθοποιό, με ζωώδη πλευρά, μια πληγωμένη αρκούδα, που όμως το βλέμμα του είναι γεμάτο ανθρωπιά, γεμάτο τρυφερότητα, γεμάτο αγάπη.

Αγαπά την κόρη του, πολύ άσχημα, την κατέστρεψε, αλλά την αγαπάει...

Ποια είναι η γνώμη σας για τη λειτουργία των δομών υποδοχής για κακοποιημένα παιδιά στο Βέλγιο; Εκπληρώνουν τον ρόλο τους; Ή είναι απλώς μια προσωρινή λύση σε ένα πρόβλημα που απαιτεί ευρύτερα κινήσεις;

Αυτό το κέντρο είναι σαν αυτά όπου ο πατέρας μου, πρώην εκπαιδευτικός, εργάστηκε με παιδιάσε όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Ήταν πριν από δεκαπέντε χρόνια.

Κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου, ανακάλυψα πιο αυστηρές δομές, πιο δυσλειτουργικές επίσης, στις οποίες δεν υπήρχαν αρκετά χρήματα, αλλά εξαντλημένοι παιδαγωγοί...

Η ιδέα της ανάπτυξης της ιστορίας της ταινίας, που είναι ήδη σκοτεινή, σε μια αρένα εξίσου σκοτεινή, δεν είχε νόημα για μένα. Αν επικαλύψεις το μαύρο με μαύρο, δε βλέπεις πια τίποτα.

Πάνω από όλα, ήθελα να επισημάνω αυτή τη διαστρεβλωμένη αντίληψη την οποία έχει η Νταλβά για τον κόσμο.

Αρχικά, βλέπει τον πατέρα της ως σωτήρα της, την αστυνομία ως εκτελεστές, το σπίτι της ως καταφύγιο και τη δομή φιλοξενίας ως ένα εξαιρετικά εχθρικό μέρος.

Αυτός είναι από τους λόγους που ήθελα να παρουσιάσω το κέντρο υποδοχής ως ένα ζεστό μέρος όπου η Νταλβά αισθάνεται τόσο άσχημα.

Για να είμαι ειλικρινής, από την αρχή της συγγραφής του σεναρίου σκέφτηκα να τοποθετήσω τις υπηρεσίες παιδικής μέριμνας στο «εδώλιο».

Και όχι άδικα: το πρώτο βιβλίο που διάβασα σχετικά με την κατάσταση των ανάδοχων παιδιών ήταν μια απολύτως καυστική και συγκλονιστική μαρτυρία από ένα πρώην ανάδοχο παιδί, τον Lyes Louffok.

Στο βιβλίο του, το Dans l'enfer des foyers, ο Lyes κατήγγειλε τον τρόπο με τον οποίο είχαν λειτουργήσει οι υπηρεσίες παιδικής μέριμνας απέναντί ​​του: «Είμαστε μόνο κοινωνικές περιπτώσεις, λίγο πολύ ογκώδη αρχεία…»

Αρχικά, το βιβλίο μου προκάλεσε τέτοιο θυμό και τέτοια ανάγκη να ουρλιάξω αυτό που ανακάλυπτα, ώστε επικοινώνησα με τον Lyes για να προσαρμόσω τη μαρτυρία του.

Τελικά ο συγγραφέας απέρριψε την πρότασή μου, εξηγώντας μου ότι δεν ήταν έτοιμος να δει την προσωπική του ιστορία να βγαίνει στην οθόνη με αυτόν τον τρόπο. Με συμβούλεψε να γράψω τη δική μου ιστορία στην οποία θα έβαζα τον δικό μου θυμό.

Όλ αυτά καταστάλαξαν μέσα μου για πολλούς μήνες και μετά γεννήθηκε η Νταλβά.

Αυτή η οργή προς τις υπηρεσίες παιδικής μέριμνας δεν ήταν δική μου αλλά του Lyes. Αποφάσισα να εστιάσω στην πυκνή ιστορία της Νταλβά, στην ανασυγκρότησή της.

Το θέμα της θεσμικής κακομεταχείρισης υπήρχε για πολύ καιρό στο παρασκήνιο του σεναρίου μου, αλλά δεν εξυπηρέτησε την ιστορία μου, την επιβράδυνε, έδωσε την εντύπωση συνεχών παρεκκλίσεων.

Σιγά σιγά αυτές οι σκηνές εξαφανίστηκαν. Δεν μπορείς να τα πεις όλα, αυτό κυρίως έμαθα με αυτή την πρώτη ταινία.

Εδώ, επέλεξα να πω την ιστορία της Νταλβά, όχι του Lyes.

Στο τέλος του φιλμ ξεκινά η δίκη του πατέρα της. Μπορεί πραγματικά να αποδοθεί δικαιοσύνη σε ένα πατριαρχικά δομημένο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα;

Σε μια πατριαρχική κοινωνία -ή όχι- το να επιζείς της αιμομιξίας και να ανασυγκροτείσαι είναι η ιστορία μιας ολόκληρης ζωής... Και έχω την αίσθηση πως η δίκη είναι μόνο το πρώτο «λιθαράκι» αυτής της ανασυγκρότησης.

Ποιος είναι ο ρόλος του κινηματογράφου ως εργαλείου ευαισθητοποίησης;

Θεωρώ ότι ο κινηματογράφος είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο μέσω του οποίου μπορείς να μιλάς σε όλους για τα πάντα χωρίς να είσαι ενοχλητικός.

Το καλύτερο πράγμα που θέλω από την ταινία μου είναι να τη δουν όσο το δυνατόν περισσότερο στους εκπαιδευτικούς κύκλους.

Αναμφίβολα το έχετε ακούσει, αλλά πριν από δύο χρόνια δημοσιοποιήθηκαν τρομακτικά στατιστικά στοιχεία σχετικά με την αιμομιξία στη Γαλλία: δύο παιδιά ανά σχολική τάξη ήταν θύματα αιμομιξίας.

Θα ήθελα όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά και έφηβοι να γνωρίσουν την Νταλβά, αυτό το κοριτσάκι που σταδιακά καταλαβαίνει τι του συνέβη και «ξαναβρίσκει την ελευθερία του».

Αν το φιλμ μπορούσε να απελευθερώσει κάποιους ανθρώπους, αυτό θα ήταν το μεγαλύτερο δώρο μου.

Η ταινία της Εμανουέλ Νικό Με τα μάτια της Νταλβά προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 23 Νοεμβρίου σε διανομή του Cinobo.