Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2019

Geir Gulliksen: «Δεν είναι δυνατό να γράφω αν δεν μπορώ να νιώθω τις προτάσεις στο σώμα μου»


Η σταδιακή κατάρρευση ενός γάμου βρίσκεται στον πυρήνα του αγωνιώδους, νευρώδους και συναισθηματικά φορτισμένου μυθιστορήματος του βραβευμένου Νορβηγού συγγραφέα Geir Gulliksen Η ιστορία ενός γάμου.

Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά ο Geir Gulliksen ρίχνει φως στο συγγραφικό του σύμπαν.

Δοκιμιογράφος, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, εκδότης, είσαι όντως πολυτάλαντος άνθρωπος. Πώς «πλοηγείσαι» ανάμεσα στις διαφορετικές πτυχές της συγγραφικής σου ταυτότητας;

Το πρώτο μου βιβλίο βγήκε όταν ήμουν εικοσιδύο. Το ένιωσα σαν να ήταν της τελευταίας στιγμής, έγραφα από τα δεκατέσσερα. Για πολλά χρόνια στο εξής προσπάθησα να είμαι ένα πολύ αυστηρό είδος συγγραφέα.

Ήθελα να γράψω ποίηση κι ίσως κάποια πολύ σύντομα και σκοτεινά μυθιστορήματα. Κάποια στιγμή κατάλαβα, όμως, πως πορευόμουν σε λάθος μονοπάτι.

Δεν είναι καλή ιδέα να αποφασίζεις εκ των προτέρων τι είδους συγγραφέας θέλεις να είσαι- ούτε και να νομίζεις ότι μπορείς ν’ αποφασίσεις πώς θέλεις να φαίνεσαι ως άνθρωπος. Πρέπει να ασχοληθείς με τον εαυτό σου, με το ποιος πραγματικά είσαι, ιδίως ως συγγραφέας.

Δεν προσπαθώ, λοιπόν, να καθορίσω ποιος πρέπει να είμαι ως συγγραφέας, απλώς προσπαθώ να ακολουθώ αυτά που με σαγηνεύουν, καθώς και τα προβλήματά μου.

Πιστεύω ότι το πιο σημαντικό για έναν συγγραφέα είναι να καταπιάνεται με την ανικανότητά της/του στη ζωή, και να τη χρησιμοποιεί ως αφετηρία για τη συγγραφή.

Κατά τύχη έγινα εκδότης στα τριάντα μου.

Σχεδίαζα να σταματήσω μετά από καναδυό χρόνια, αλλά δεν ήταν δυνατό. Συνδέθηκα βαθιά με τους συγγραφείς που συνεργαζόμουν και με την ιδέα να κάνω τη συγγραφή ευκολότερη για άλλους συγγραφείς.

Τα τελευταία χρόνια εργάζομαι ως εκδότης τις Δευτέρες και τις Τρίτες. Την υπόλοιπη βδομάδα -και τα βράδια- είμαι συγγραφέας.

Το γράψιμο ασφαλώς είναι πολύ σημαντικό για μένα, αυτό σκέφτομαι την περισσότερη ώρα. Αλλά δε θέλω να ξέρω τι είδους συγγραφέας είμαι.

Γιατί, κατά τη γνώμη σου, οι Σκανδιναβοί συγγραφείς και σκηνοθέτες -στην περίπτωσή σου Νορβηγοί- αποδίδουν τόση σπουδαιότητα στη μυθοπλαστική εξερεύνηση της (δυσ)λειτουργίας οικογενειών και ζευγαριών;

Δεν ξέρω, έτσι είναι πράγματι; Σ’ αυτή την περίπτωση, θα προτιμούσα να ακούσω τις σκέψεις σου γιατί μπορεί να ισχύει αυτό!

Πρόσφατα, ωστόσο, διάβασα τη νέα και πολύ τολμηρή βρετανική μετάφραση της Οδύσσειας από την Έμιλι Γουίλσον, και σίγουρα κι εκείνο το βιβλίο αφορά, επίσης, σε κάποιο βαθμό στην αγάπη, την οικογενειακή ζωή και την πιθανότητα ευτυχίας-όχι;

Η ιστορία ενός γάμου φαίνεται να είναι εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα της προσωπικής σου ζωής. Υπήρξε η συγγραφική διαδικασία ένας τρόπος «εξορκισμού» κάποιων «δαιμόνων»; Κι αν ναι, πέτυχε το στόχο της;

Βεβαίως κι είναι εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα. Η λέξη «κλειδί», ωστόσο, είναι το εμπνευσμένο, δεν πρόκειται καθόλου για αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα.

Καθετί που γράφω είναι εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα, αλλά όταν γράφω μυθοπλασία είναι αναγκαίο για μένα να αφήνω πίσω του την προσωπική μου οπτική, τις δικές μου απόψεις.

Ξεκάθαρα, αυτό το μυθιστόρημα παίζει με το γεγονός ότι ο αφηγητής προσπαθεί να πει την ιστορία από τη σκοπιά της γυναίκας του, αλλά αυτό δε σημαίνει πως αφορά σε μένα ως συγγραφέα που προσπαθεί να εξερευνήσει την οπτική υπαρκτών προσώπων.

Ήθελα να εξερευνήσω το πώς μιλάμε για την αγάπη όταν η αγάπη έχει πεθάνει, και πώς ένας άντρας που αποπειράται να καταλάβει μια γυναίκα από την οποία έχει αποξενωθεί θα μπορούσε να σκέφτεται.

Ο Γιον, ο πρωταγωνιστής/αφηγητής του βιβλίου και άντρας με το φετίχ του «κερατά», επιδιώκει να εξετάσει τη σταδιακή κατάρρευση του γάμου με την Τίμι από τη σκοπιά της. Γιατί έκανες αυτή την επιλογή;

Μόλις πρόσφατα, μία Νορβηγίδα κριτικός έγραψε ότι αυτό το μυθιστόρημα έχει περισσότερο να κάνει με την αντιπαράθεση παρά με την αναγνώριση, και χάρηκα πολύ με τον τρόπο ανάγνωσής της.

Ήθελα να φέρω τον εαυτό μου και τους αναγνώστες μου αντιμέτωπους με έναν άντρα που κάνει επιλογές τις οποίες οι περισσότεροι θα αισθάνονταν ως αποκρουστικές. Μία οικογενειακή θεραπεύτρια που ξέρω είπε πως από τις πρώτες σελίδες και σε όλο το μυθιστόρημα έλεγε ξανά και ξανά «όχι, όχι, όχι» στις επιλογές του Γιον.

Με χαροποίησε και μένα αυτό- ήθελα να εξερευνήσω εμπειρίες τις οποίες οι περισσότεροι από μας θα εύχονταν να αποφύγουν στην ερωτική τους ζωή.

Ίσως, όμως, πρέπει ν’ απαντήσω αλλιώς. Ο Γιον είναι ένας άντρας που φοβάται πολύ μη χάσει την γυναίκα του. Φοβάται -σωστά ή λανθασμένα- ότι μπορεί να ερωτευτεί κάποιον άλλο. Οι περισσότεροι θα βιώσουμε, τουλάχιστον μία φορά, τέτοιο φόβο.

Το αληθινά ενδιαφέρον είναι πως, όταν πραγματικά φοβάσαι κάτι, μπορεί να είσαι εκείνος που το κάνει να συμβεί. Νομίζω ότι αυτό κάνει ο Γιον. Καταστρέφει την ερωτική του σχέση, γιατί φοβάται πως θα καταστραφεί από κάποιον άλλο.

Πιστεύω ότι πολλοί έχουν καταστρέψει μια ερωτική σχέση από φόβο μήπως καταστραφεί. Αυτό με ενδιέφερε πιο πολύ όταν έγραφα το μυθιστόρημα.

Ο ρυθμός και ο συγγραφικός τρόπος της Ιστορίας ενός γάμου είναι αγωνιώδεις, γεμάτοι νεύρο και εξαιρετικά έντονοι. Δουλεύεις πολύ και τους δύο, ώστε να πετύχεις την επιθυμητή διεισδυτικότητα και αληθοφάνεια;

Δεν είναι δυνατό για μένα να γράφω αν δεν μπορώ να νιώθω τη συγγραφή, τις προτάσεις, στο ίδιο μου το σώμα.

Σ’ αυτή την περίπτωση, είχα κρατήσει πολλές σημειώσεις πριν ξεκινήσω να γράφω- κρατώ τις περισσότερες σημειώσεις για τα μυθιστορήματά μου στο τηλέφωνο-  και θεώρησα πως ήξερα για το είδος των συναισθημάτων και της απελπισίας για τα οποία θα έγραφα.

Όταν, όμως, άρχισα στ’ αλήθεια να γράφω, βίωσα την αγωνία της ερωτικής ιστορίας με τρόπο για τον οποίο δεν ήμουν προετοιμασμένος. Έγραψα με ένα παράξενο είδος χαράς, ένα είδος γιόρτασε-αυτή-τη-δυστυχία συναισθήματος.

Το κλείσιμο του μυθιστορήματός σου είναι ιδιαιτέρως δυνατό με ένα απελπισμένο τρόπο, επισημαίνοντας τη βεβαιότητα του αφηγητή για το τέλος της αγάπης κι άλλων έντονων συναισθημάτων. Είναι κι η δική σου προσέγγιση αυτή;

Καθώς έγραφα τη σκηνή που σκέφτεσαι, αισθανόμουν ότι κάθε λέξη ήταν αληθινή- έτσι είναι, πάντα, σκέφτηκα. Είχα την αίσθηση πως τελικά το είχα καταλάβει, έτσι πεθαίνει η αγάπη, πάντα.

Έπειτα, όμως, από καμιά ώρα είχα γυρίσει στη ζωή μου. Έχω ένα ευτυχισμένο γάμο, και πιστεύω στην αγάπη, πιστεύω ότι θα διαρκέσει. Νομίζω, λοιπόν, πως η σκηνή ήταν αληθινή στο μυθιστόρημα, και σε εκείνη τη φάση της ιστορίας.

Ήταν ο μόνος τρόπος να αντικρίσω την αγωνία και άλλα έντονα συναισθήματα μέσω του Γιον.

Σκόπευα να γράψω ένα πολύ πιο μεγάλο μυθιστόρημα, αλλά όταν έφτασα σε εκείνο το τέλος κατάλαβα ότι δε θα ήταν καλή ιδέα να γράψω περαιτέρω.

Η αγάπη πεθαίνει «όχι μ’ έναν βρόντο, μα μ’ έναν λυγμό», παραφράζοντας το ποίημα του Τ.Σ. Έλιοτ. Δε θα έλεγα πως πρόκειται για γενική αλήθεια- ελπίζω όχι, τουλάχιστον! Αλλά είναι η αλήθεια στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα.

Η Νορβηγία θα είναι η τιμώμενη χώρα στην επικείμενη Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης. Ποια είναι η άποψή σου για την ποικίλη παραγωγή της σύγχρονης νορβηγικής λογοτεχνίας; Ταυτίζεσαι με κάποια λογοτεχνική τάση;

Δεν ταυτίζομαι με κάποια λογοτεχνική τάση. Νομίζω ότι το πιο σημαντικό στη λογοτεχνία είναι πως έχει ελευθερία, πως κάθε συγγραφέας μπορεί να εξερευνήσει οτιδήποτε νιώθει αναγκαίο.

Ούτε και με τη νορβηγική λογοτεχνία ταυτίζομαι ιδιαιτέρως πολύ. Οι πιο σημαντικοί συγγραφείς για μένα είναι συγγραφείς όπως η Μαργκερίτ Ντιράς, ο Ντ. Χ. Λόρενς και η Πολωνή ποιήτρια Βισουάβα Σιμπόρσκα.

Photo credit (Geir Gulliksen): Oda Berby.

Ευχαριστώ ιδιαιτέρως την Monica Gram, ατζέντισσα του Geir Gulliksen, για την ευγενική και πολύτιμη βοήθειά της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα του Geir Gulliksen Η ιστορία ενός γάμου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ποταμός.

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2019

Kike Ferrari: «Πιστεύω στη λογοτεχνία ως μια δημιουργική στρατηγική για την κριτική σκέψη»


Συγγραφέας, εργάτης, πατέρας, ο Αργεντίνος Kike Ferrari είναι μια πολυσύνθετη και εκρηκτική προσωπικότητα.

Συνομιλώντας μαζί του με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία στα ελληνικά του καυστικού, πολιτικοποιημένου νεο-νουάρ μυθιστορήματός του Από μακριά μοιάζουν με μύγες.

Συγγραφέας, εργάτης, πατέρας: πώς επικαλύπτονται, συγκλίνουν ή αποκλίνουν αυτοί οι «μικρόκoσμοι» που ταυτόχρονα κατοικείς; Και πώς επηρεάζουν την εμπλοκή σου με τη συγγραφή λογοτεχνίας;

Με φυσικό τρόπο. Όλοι μας είμαστε συντεθειμένοι από αυτούς τους «μικρόκοσμους» που αναφέρεις. Κανένας δεν είναι μόνο συγγραφέας, μόνο ταξιτζής, μόνο αστροναύτης ή εργάτης σε εργοστάσιο.

Κατά κάποιο τρόπο, όλα αυτά που συνθέτουν τη ζωή μου -και πέραν αυτών, η πολιτική και οι πολεμικές τέχνες, και η αγάπη μου για τον ποταμό Plate, για παράδειγμα- τρέφουν τη δουλειά μου ως συγγραφέα, ακόμα κι αν αποσπούν χρόνο από αυτή.

Διαβάζοντας το απολαυστικά καυστικό Από μακριά μοιάζουν με μύγες, το διάσημο μότο που αποδίδεται στον Μπακούνιν, «Η φαντασία θα καταστρέψει την εξουσία και το γέλιο θα σας θάψει», ερχόταν διαρκώς στο μυαλό μου.

Πιστεύεις πως η φαντασία και το γέλιο αποδομούν την εξουσία;

Πιστεύω στη λογοτεχνία ως μια δημιουργική στρατηγική για την κριτική σκέψη. Ότι η φαντασία, το χιούμορ, η βία των λέξεων -ακόμα κι η υπεκφυγή- είναι ανατρεπτικά εργαλεία που ασκούν μια πάρα πολύ διαβρωτική επίδραση στην εξουσία.

Μιλώντας γιαυτή, είναι ο Μάτσι, ο ορατός πρωταγωνιστής του μυθιστορήματός σου, η ενσάρκωση της καπιταλιστικής νοοτροπίας της εξουσίας με όλη της την αλαζονεία, την κοινοτοπία και τη θρασυδειλία;

Ή πρόκειται για χαρακτήρα περισσότερο συνδεδεμένο με τη σύγχρονη Ιστορία και πολιτική της Αργεντινής;

Ο Μάτσι είναι, ή τουλάχιστον έτσι προσπάθησα να τον κάνω, μια ζωντανή φυσιογνωμία παρά ένα παράδειγμα.

Προφανώς, όταν αποτυπώνεις ένα μέλος μιας κοινωνικής τάξης μ’ αυτό τον ακραίο τρόπο, είναι δύσκολο να μην αποτυπώσεις την τάξη ως σύνολο.

Καταυτό τον τρόπο, ο Μάτσι κατέληξε να αποτελεί την επιτομή του νεοφιλελεύθερου ανθρώπου. Και φαντάζομαι πως στη χώρα σου ένας τέτοιος άνθρωπος δε διαφέρει και πολύ από τον αντίστοιχο στη δική μου.

Το Από μακριά μοιάζουν με μύγες μπορεί να ταξινομηθεί ως «αστυνομική λογοτεχνία», αν και με ένα πρωτότυπο και αναζωογονητικό τρόπο, καθώς η ίδια η έννοια του «εγκλήματος» είναι διφορούμενη και ανοιχτή σε ποικίλες ερμηνείες. Ήταν σκόπιμη αυτή η επιλογή σου;

Αντιλαμβάνομαι το είδος ως πλαίσιο αναφοράς, μια υπόθεση για την ανάγνωση. Όταν γράφω αστυνομική λογοτεχνία, αυτό που ψάχνω είναι μια αφήγηση για το έγκλημα και την κοινωνία.

Αναφορικά με την τυποποίηση της φόρμας -ξέρεις, ο ντετέκτιβ που πίνει ουίσκι σε ένα βρόμικο γραφείο με ανεμιστήρα ταβανιού, όταν η ξανθιά με τα μακριά πόδια μπαίνει μέσα- αυτή δε με ενδιαφέρει ούτε στο ελάχιστο.

Γι’ αυτό και το Από μακριά μοιάζουν με μύγες κινείται σαν σφαίρα -ή το προσπαθεί- τόσο γρήγορα όσο η BMW του Μάτσι.

Νομίζεις ότι η αστυνομική λογοτεχνία συνιστά ένα είδος εγγενώς πολιτικό, ή που τουλάχιστον μπορεί να λειτουργήσει ως πλατφόρμα για κοινωνικό και πολιτικό σχολιασμό και παρέμβαση;

Όντως νομίζω πως μπορεί να είναι ένα όχημα για κάτι τέτοιο.

Ακριβώς όπως η επιστημονική φαντασία, που θέτει σε αμφισβήτηση την ιδέα μας για την πραγματικότητα και την αποξενωμένη σχέση μας με τα αντικείμενα, η νουάρ λογοτεχνία, όπως μερικές φορές ονομάζεται, αναπόφευκτα αποκαλύπτει μέσα από την εξέταση του θέματός της το άσχημο πρόσωπο της κοινωνίας όπου ζούμε.

Δηλαδή του καπιταλισμού.

Τσιτωμένο και με γρήγορο ρυθμό, το Από μακριά μοιάζουν με μύγες αποπνέει πολύ κινηματογραφική αίσθηση. Απολαμβάνεις να παρακολουθείς ταινίες;

Βεβαίως. Η γενιά μου είναι σημαδεμένη από το σινεμά, ακόμα κι εκείνοι από μας που προτιμούσαμε το διάβασμα.

Νομίζω ότι για πολλούς από μας το Blade Runner, ο Σημαδεμένος, ο Εξολοθρευτής, ο Ρόκι, το Pulp Fiction και το π υπήρξαν εξίσου επιδραστικά με τη Βουή και το πλήθος ή τον Ξένο.

Υπό ποια έννοια νιώθεις κομμάτι της πλούσιας νοτιοαμερικανικής λογοτεχνικής παράδοσης και με ποιους τρόπους έχεις επηρεαστεί από Βορειοαμερικανούς συγγραφείς επίσης, όπως ο Μπουκόφσκι;

Για εκείνους από μας που έχουμε γεννηθεί στην περιφέρεια, υπάρχει μια ένταση, μια διπλή αίσθηση του ανήκειν, όπως το περιέγραψε ο Μπόρχες πολύ καιρό πριν.

Από τη μία, έχουμε την τοπική μας παράδοση- στην περίπτωσή μου, την αστική λογοτεχνία του Rio de la Plata: τον Μπόρχες, τον Onetti, τον Arlt, μεταξύ άλλων. Από την άλλη, την παγκόσμια λογοτεχνία.

Επομένως, οι Βορειοαμερικανοί συγγραφείς -ο Φόκνερ, ο Χέμινγουεϊ, η ΜακΚάλλερς- υπήρξαν μεγάλη επίδραση.

Το ίδιο, όμως, κι ο Ντοστογιέφσκι κι ο Τσέχοφ. Ο Χιλιανός Μπολάνιο κι ο Μεξικανός Πάκο Τάιμπο. Το γαλλικό νεο-νουάρ και το βρετανικό New Weird.

Ένας συγγραφέας αποτελείται από πολλά πράγματα.

Έχεις ζήσει τόσο στις Η.Π.Α. όσο και στην Αργεντινή. Ποιες είναι οι διαφορές και οι ομοιότητες που εντοπίζεις στις δύο κοινωνίες; Θα αισθανόσουν ως απόκληρος στις σημερινές Η.Π.Α.;

Πάνω από όλα, οι βασικές διαφορές βρίσκονται στο πολιτισμικό πεδίο.

Στο Μπουένος Άιρες, όλα είναι προορισμένα να μοιράζονται: τρώμε πίτσες αρκετά μεγάλες για οκτώ άτομα, πίνουμε μπύρα και μάτε με το λίτρο. Το καθετί είναι έτσι.

Στις Η.Π.Α. οι μερίδες είναι όλες ατομικές: το φαγητό, ο καφές του πρωινού, εκείνες οι μικρές μπύρες.

Η βορειοαμερικανική κοινωνία είναι κομμένη και ραμμένη στην ατομική μονάδα. Δεν αποτελεί μονάχα σύμπτωση που υφίσταται λίγη οργάνωση μέσα στην εργατική τάξη.

Δεν ξέρω πώς θα ένιωθα σήμερα, αλλά ποτέ -ούτε μια φορά- δεν αισθάνθηκα «στο σπίτι μου» εκεί, κι ούτε για ένα λεπτό δεν έπαψε να μου λείπει η χώρα μου.

Με εντυπωσίασε η σχεδόν άμεση ανταπόκρισή σου στο αίτημά μου για μια συνομιλία. Είναι ο διάλογος με τους αναγνώστες σου -είτε στην Αργεντινή είτε αλλού στον κόσμο- ένα θεμελιώδες συστατικό της συγγραφικής διαδικασίας;

Όχι, δεν είναι κομμάτι της συγγραφικής διαδικασίας. Της λογοτεχνικής διαδικασίας, όμως, ναι. Όταν γράφω -κι αυτή είναι μια στιγμή κατά την οποία προσπαθώ να μη σκέφτομαι τον αναγνώστη- δε συντελείται ακόμα η λογοτεχνία.

Η λογοτεχνία είναι ένας μηχανισμός που ενεργοποιείται όταν οι αναγνώστες έρχονται σε επαφή με το κείμενο. Ο διάλογος μαζί τους ολοκληρώνει τη δουλειά μου και αποτελεί τεράστιο πλούτο.

Και, τέλος, πότε θα έρθεις στην Ελλάδα; Στοιχηματίζω ότι οι αναγνώστες αστυνομικής λογοτεχνίας εδώ θα ήθελαν πολύ να αλληλεπιδράσουν μαζί σου!

Eλπίζω σύντομα. Επρόκειτο να έρθω τον Απρίλιο, αλλά για διάφορους λόγους δεν κατέστη δυνατό. Προς το παρόν, είμαι απλά ευτυχισμένος που το βιβλίο μου κατάφερε να φτάσει εκεί.

Η φωτογραφία του συγγραφέα που συνοδεύει το κείμενο μού παραχωρήθηκε από τον ίδιο.

Το μυθιστόρημα του Kike Ferrari Από μακριά μοιάζουν με μύγες κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.