Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Χρύσανθος Κωνσταντινίδης: «Στόχος μου ήταν η συλλογική μνήμη»


Κοινωνούς ενός συλλογικού τραύματος, του ναζιστικού ολοκαυτώματος του τόπου καταγωγής του, των Λιγκιάδων Ιωαννίνων, μας καθιστά ο πρωτοεμφανιζόμενος ντοκιμαντερίστας Χρύσανθος Κωνσταντινίδης με το Μπαλκόνι-Μνήμες Κατοχής. Μέσα από τις μαρτυρίες επιζησάντων και των απογόνων τους και με τη χρήση μιας κινηματογραφικής γλώσσας που συνδυάζει ευαισθησία και ερευνητική εμβάθυνση, ο σκηνοθέτης καταθέτει μια δουλειά επείγουσα και επίκαιρη.

Το Μπαλκόνι-Μνήμες Κατοχής πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο 20ό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, και από τις 26 Απριλίου κυκλοφορεί στις αίθουσες. Με αυτή την ευκαιρία, συναντιόμαστε με τον σκηνοθέτη.



Κατάγεσαι από τους Λιγκιάδες Ιωαννίνων. Αυτός υπήρξε ο βασικός λόγος για την ενασχόλησή σου με το ζήτημα του ναζιστικού ολοκαυτώματος του χωριού, το οποίο συντελέστηκε σχεδόν 75 χρόνια πριν, στις 3 Οκτωβρίου 1943;

Ανατρέχοντας σε παλιές συμπεριφορές της μάνας και του παππού μου κατάλαβα πώς το γεγονός της σφαγής των Λιγκιάδων επηρέασε την ψυχολογία του παππού μου, πώς αυτή πέρασε συμπεριφορικά στην μητέρα μου και πώς κατέληξε σε μένα. Αυτό που μεταφέρθηκε είναι ένα πένθος. Άρχισα, λοιπόν, να το ψάχνω φιλοσοφικά. Η αρχική μου ιδέα αφορούσε στην καταγραφή του γεγονότος ιστορικά, με υπόβαθρο την επίδρασή του στις επόμενες γενιές.

Πότε ξεκίνησε η διαδικασία συλλογής του υλικού και κινηματογράφησης;

Το 2010. Με μια κάμερα είχα πάρει μια συνέντευξη από τον τελευταίο επιζώντα, τον Παναγιώτη Μπαμπούσκα, που ζει ακόμα, κι έπειτα από κάποιους θείους. Μετά, προσπάθησα να βρω συνεργάτες. Στη συνέχεια, διάβασα την τριλογία Μνήμες Κατοχής του  Γερμανού ιστορικού Christoph Schminck-Gustavus, το τελευταίο μέρος της οποίας αναφέρεται στους Λιγκιάδες.



Ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί μαζί σου;

Γνωριστήκαμε, συμπαθήσαμε ο ένας τον άλλον, ανταλλάξαμε μέιλ και μου παραχώρησε το υλικό από τις κασέτες με τις μαρτυρίες των επιζώντων που είχε συλλέξει. Όλη η έρευνά του περιστρέφεται γύρω από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Νιώθει ντροπή που η χώρα του διέπραξε αυτά τα εγκλήματα και ως αντιφασίστας θέλει να κάνει κάτι. Η δουλειά του, λοιπόν, αφορά στο να μάθουν τα νέα παιδιά τι ήταν ο ναζισμός και ο πόλεμος και πώς μπορούμε να τους αποφύγουμε.

Η ταινία σου χρηματοδοτήθηκε από πόρους του Ελληνογερμανικού Ταμείου για το Μέλλον, γεγονός που με προβλημάτισε ως προς τα κίνητρα των μηχανισμών του γερμανικού κράτους. Θα ήθελες να μου μιλήσεις για το ζήτημα της χρηματοδότησης;

Έχοντας φτιάξει ένα τρέιλερ 5-6 λεπτών και καταρτίσει ένα κοστολόγιο, μαζεύαμε σιγά σιγά χρήματα από Γερμανούς ιδιώτες. Μη φανταστείς ότι πληρωνόταν κανένας από τους συντελεστές- μόνο τη βενζίνη για τις μετακινήσεις, τα ξενοδοχεία, το φαγητό.

Το 2015 ενεργοποιήθηκε το Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον. Kανονίσαμε  ραντεβού με τους υπεύθυνους, θέσαμε υπόψη τους το φάκελο της χρηματοδότησης και εγκρίθηκε. Ήταν μια σχέση χρηματοδότη-χρηματοδοτούμενου, χωρίς κανενός είδους παρέμβαση. Πληρώθηκαν και ασφαλίστηκαν οι πάντες, και με μεροκάματο προ κρίσης, ενώ προστέθηκε και συνεργείο.



Αισθανόσουν άγχος απέναντι στους ανθρώπους που προσέγγιζες;

Πήγαινα στο χωριό κάθε Πάσχα και καλοκαίρι. Με ήξεραν, τους ήξερα- όχι τόσο καλά, βέβαια. Όταν ήμουν πιτσιρικάς, έρχονταν στην γιαγιά μου. Κουβέντιαζαν κι έκλαιγαν. Ήταν μεν πιο εύκολη η πρόσβαση, αλλά, όταν κατάγεσαι από το ίδιο μέρος και κουβαλάς όλο αυτό το φορτίο, διπλασιάζεται η ευθύνη σου.

Η γιαγιά Ευφροσύνη, με όλη την εσωτερικευμένη ενοχή που κουβαλά σε σχέση την υποτιθέμενη ευθύνη της για την καταστροφή του χωριού -γεγονός αβάσιμο-, είναι συγκλονιστική. Θα της άξιζε ξεχωριστό ντοκιμαντέρ.

Αν δεν τελείωνε η ταινία, μόνο και μόνο που έζησα αυτές τις στιγμές με την γιαγιά, ήταν σημαντικό.

Οι ήρωες του Μπαλκονιού αναδύονται ως ήρωες μιας ιστορίας και μιας εποχής, γεγονός που λείπει από τα δημοσιογραφικού ή δημοσιογραφίστικου τύπου ντοκιμαντέρ.

Η κλασική «συνταγή» στο ελληνικό ντοκιμαντέρ -και όχι μόνο- είναι η αφήγηση μιας ιστορίας μέσα από μερικά πορτρέτα. Το καθιστά πιο «ευανάγνωστο» από το κοινό. Στόχος μου ήταν η συλλογική μνήμη. Στο ντοκιμαντέρ μου εμφανίζονται 60 άτομα, όταν το χωριό σήμερα έχει 50 μόνιμους κατοίκους. Στην ταινία δεν αναφέρονται ονόματα. Συγκρατείς τρεις από τους ήρωες: τον Γερμανό ιστορικό, την γιαγιά Ευφροσύνη και τον Παναγιώτη Μπαμπούσκα, τον τελευταίο επιζώντα.

Η προσέγγισή σου διακρίνεται, εξάλλου, από μια ποιητικότητα που δεν καταντά μελοδραματική.

Η ιστορία από μόνη της είναι τραγική, αλλά ήθελα να κρατήσω μια ισορροπία. Έχω «κόψει», λοιπόν, πολλά κλάματα, και αφήσει κάποια. Με τη φωτογραφία και τη μουσική, η οποία χρησιμοποιείται σε ορισμένα σημεία, επιδιώκαμε να εισαγάγουμε τον θεατή σε ένα κλίμα πένθους με πιο αξιοσέβαστο τρόπο. Στην πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη ήθελα να δω τις αντιδράσεις του κόσμου στη διάρκεια της ταινίας. Οι περισσότεροι ξερόβηχαν. Αν το ερμηνεύσεις ψυχολογικά, είναι ένα αγκομαχητό, μια δύσπνοια.



Διαπιστώνω ένα διαρκές και συστηματικό ενδιαφέρον ικανού τμήματος του κοινού για ντοκιμαντέρ ιστορικοπολιτικής φύσης με έμφαση στο στοιχείο των προσωπικών μαρτυριών, το οποίο ανατροφοδοτείται από μια διαρκή παραγωγή τέτοιου τύπου ντοκιμαντέρ. Υπάρχει κοινωνική ανάγκη για τέτοιες καταγραφές;

Δεν ξέρω αν έχει το κοινό την ανάγκη να αναζητήσει, να μάθει, αλλά οι άνθρωποι που έχουν βιώσει το οτιδήποτε και οι μετέπειτα γενιές, στις οποίες ανήκω κι εγώ, με την ίδια καταγωγή έχουν την ανάγκη να το πουν. Είναι λυτρωτικό γι’ αυτούς. Στην Ελλάδα υπάρχει το κλασικό μνημόσυνο των στεφάνων, στοιχείο που λείπει από το ντοκιμαντέρ μου. Στα μνημόσυνα μιλάνε μόνο οι αρχές. Ο μάρτυρας, αυτός που έχει βιώσει κάτι, δε μιλάει.

Σε μια περίοδο απενοχοποιημένης επανόδου του ακροδεξιού και νεοναζιστικού εξτρεμισμού, δουλειές όπως η δικιά σου υπενθυμίζουν με τον τρόπο τους τι σημαίνει ναζισμός σε όλες του τις εκφάνσεις.

Στην ελληνική κοινωνία υπάρχει κόσμος που έχει μπερδέψει πολύ τα πράγματα. Επειδή ήρθαν οι ναζί στην Ελλάδα, κάποιος μπορεί να ισχυρίζεται πως είναι αντιναζιστής σε ό,τι αφορά τους Γερμανούς, αλλά, σε ό,τι αφορά τους Έλληνες, είναι το ίδιο. Αυτό έχει να κάνει με την επεξεργασία της μνήμης. Δε γίνεται μετά από τόσα χρόνια τα ιστορικά βιβλία να μην αναφέρονται παρά μόνο επιγραμματικά στον Εμφύλιο. Γι’ αυτό κι επικρατεί αυτή η σύγχυση. Στόχος μου, λοιπόν, είναι και πώς μπορούν αυτά τα γεγονότα να τα δουν τα παιδιά. Σ’ εκείνα απευθύνεται το ντοκιμαντέρ περισσότερο.

Περισσότερες πληροφορίες για το ντοκιμαντέρ, εδώ.

Το ντοκιμαντέρ του Χρύσανθου Κωνσταντινίδη Το Μπαλκόνι-Μνήμες Κατοχής προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Πέμπτη 26 Απριλίου σε διανομή της New Star.

Τρίτη 24 Απριλίου 2018

Ζοζέφ Νταχέρ: «Ο πόλεμος στη Συρία ωφελεί μόνο τις αντεπαναστατικές δυνάμεις σε όλες τις πλευρές»


Aκαδημαϊκός, συγγραφέας, σοσιαλιστής ακτιβιστής συριακής καταγωγής και ιδρυτής του μπλογκ Syria Freedom Forever, ο Ζοζέφ Νταχέρ επισκέπτεται την Αθήνα, προκειμένου να συμμετάσχει στην εκδήλωση-συζήτηση Επανάσταση και Αντεπανάσταση στη Συρία την Πέμπτη 26 Απριλίου στην ΑΣΟΕΕ. Με αυτή την αφορμή, μας παραχώρησε μια εκτενή και διαφωτιστική συνέντευξη.

Ό,τι ξεκίνησε ως μια λαϊκή, πιθανόν αυθόρμητη και ασυντόνιστη εξέγερση εναντίον του Μπασάρ αλ-Άσαντ πριν από επτά χρόνια, σταδιακά κλιμακώθηκε σε ένα γενικευμένο εμφύλιο πόλεμο, ο oποίος ακόμα μαίνεται. Ποια ήταν η σύνθεση των αντιμαχόμενων πλευρών, στο εσωτερικό της Συρίας και το εξωτερικό, τότε και πώς αυτή έχει αλλάξει μέσα στα χρόνια;

Η εξέγερση στη Συρία είναι ριζωμένη σε παρόμοιες συνθήκες με τις άλλες χώρες: στην απουσία δημοκρατίας, την κοινωνικο-οικονομική κρίση, τη διαφθορά και την καταστολή.

Η Συρία ήταν ένα δεσποτικό καθεστώς, υπό την εξουσία μιας οικογένειας τα τελευταία 40 χρόνια, κι επίσης ένα αστικό κληρονομικό καθεστώς που πέρασε μέσα από μια διαδικασία νεοφιλελευθεροποίησης και ιδιωτικοποίησης, η οποία επιταχύνθηκε σημαντικά με την άνοδο του Μπασάρ αλ-Άσαντ στην εξουσία. 60% του πληθυσμού ζούσε κάτω ή λίγο πάνω από το όριο φτώχειας το 2011. Η Συρία υπόκειτο στην ίδια μορφή καπιταλισμού των διαπλεκόμενων συμφερόντων που ήταν κυρίαρχος στην περιοχή.

Η απουσία δημοκρατίας και η αυξανόμενη φτωχοποίηση σημαντικών τμημάτων της συριακής κοινωνίας σε ένα κλίμα διαφθοράς και εντεινόμενων κοινωνικών ανισοτήτων άνοιξαν το δρόμο για τη λαϊκή εξέγερση, η οποία δεν περίμενε τίποτε άλλο παρά μια σπίθα. Αυτή αρχικά προήλθε από το εξωτερικό με την πτώση των δικτατόρων σε Τυνησία και Αίγυπτο, κι έπειτα από το εσωτερικό της χώρας με το βασανισμό των παιδιών της Ντάρα. Αυτά τα στοιχεία θα πυροδοτήσουν τη διαδικασία.

Τα πιο σημαντικά συστατικά της εξέγερσης στη Συρία ήταν οι οικονομικά περιθωριοποιημένοι Σουνίτες αγρότες και οι αυτοαπασχολούμενοι και μισθωτοί εργαζόμενοι των πόλεων, οι οποίοι πλήττονται περισσότερο από την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, κυρίως με την άνοδο του Μπασάρ αλ-Άσαντ στην εξουσία.

Η γεωγραφία των κέντρων της εξέγερσης- στο Ιντλίμπ, στην Ντάρα και σε άλλες μεσαίου μεγέθους πόλεις, καθώς και σε περισσότερο αγροτικές περιοχές- δείχνει ένα μοτίβο: όλες ήταν ιστορικά προπύργια του κόμματος των Μπααθιστών, έχοντας επωφεληθεί από την πολιτική των αγροτικών μεταρρυθμίσεων στη δεκαετία του ’60. Υπήρξε μια συνεχής φτωχοποίηση αυτών των αγροτικών περιοχών από τη δεκαετία του ’80. Οι ξηρασίες από το 2006 επιτάχυναν την αγροτική έξοδο.

Πολλοί ακτιβιστές χριστιανικής προέλευσης συμμετείχαν, επίσης, σε αντικαθεστωτικές δραστηριότητες.

Ένα ακόμα σημαντικό κομμάτι της εξέγερσης, το πιο «κοσμοπολίτικο», ήταν οι φοιτητές, οι νεαροί απόφοιτοι, και τμήματα της μεσοαστικής τάξης, στη Δαμασκό, το Χαλέπι, τη Χομς και τη Ράκα. Θα γίνονταν σημαντικό μέρος του κινήματος διαμαρτυρίας κατά την αρχή της εξέγερσης.

Η Ένωση Ελεύθερων Σύρων Φοιτητών (UFSS) ιδρύθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου του 2011, για να αγωνιστεί εναντίον του καθεστώτος, και για μια πλουραλιστική δημοκρατία των πολιτών, με ίση μεταχείριση όλων των πολιτών. Ο αριθμός των μελών της αυξήθηκε ραγδαία, και τα περισσότερα συριακά πανεπιστήμια με ακτιβιστές δημιούργησαν ένα παράρτημα. Ήρθαν αντιμέτωποι με την καταστολή των μελών της φιλοκαθεστωτικής φοιτητικής ένωσης, και των υπηρεσιών ασφαλείας. Μέχρι τον Ιούλιο του 2012, οι φοιτητές αποτελούσαν το 25% των ατόμων που σκοτώθηκαν από την έναρξη του κινήματος διαμαρτυρίας, σύμφωνα με την UFFS.

Ορισμένοι καπιταλιστές ενεπλάκησαν, επίσης, στην εξέγερση, κυρίως με το Συριακό Συνασπισμό, νεολαία προερχόμενη από την ανώτερη μεσοαστική τάξη σε μερικές πόλεις.

Ωστόσο, αν και η εξέγερση στη Συρία συνετίθετο ως επί το πλείστον από τη λαϊκή και την εργατική τάξη, στην πλειονότητά της από σουνιτικές σέκτες, απέτυχε να συμπεριλάβει λαϊκές τάξεις από μειονοτικά θρησκευτικά περιβάλλοντα σε μαζικό επίπεδο και, επιπλέον, απέτυχε να «μεταφράσει» μια τέτοια συμπερίληψη πολιτικά.

Αρχικά, η συριακή αντιπολίτευση βάσης υπήρξε η βασική «μηχανή» της λαϊκής εξέγερσης ενάντια στο καθεστώς Άσαντ. Συντήρησε την εξέγερση επί χρόνια, οργανώνοντας και καταγράφοντας τις διαδηλώσεις και τις πράξεις πολιτικής ανυπακοής, και παρέχοντας στους ανθρώπους κίνητρο να συμμετάσχουν στις διαδηλώσεις.  Ένας αριθμός προοδευτικών και δημοκρατικών νεανικών δικτύων και ομάδων αναδύθηκε σε όλη τη χώρα. Το καθεστώς στοχοποίησε ιδίως τέτοια δίκτυα ακτιβιστών. Σκότωσε, φυλάκισε, απήγαγε και εξώθησε στην εξορία αυτούς τους ακτιβιστές.

Από τις πρώτες μέρες της επαναστατικής διαδικασίας, το καθεστώς αντιμετώπισε τις διαδηλώσεις με έντονη βία και αυτή αυξήθηκε με τις μαζικές επεμβάσεις Ιράν, Ρωσίας και Χεζμπολά τα επόμενα χρόνια. Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε ένα ογκούμενο αριθμό λιποταξιών ανάμεσα σε κληρωτούς και αξιωματικούς, που αρνούνταν να πυροβολούν ειρηνικούς διαδηλωτές, ενώ, ταυτόχρονα, η αρχικά ανοργάνωτη ένοπλη αντίσταση άρχισε να αναδύεται προς τα τέλη Μαΐου/αρχές Ιουνίου του 2011.

Τους επόμενους μήνες, ιδρύθηκε ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός (FSA). Η ένοπλη αντίσταση σχεδόν γενικεύτηκε στο τέλος του 2011, προσδίδοντας νέα δυναμική στην εξέγερση. Ο FSA δεν ήταν ποτέ ένας μοναδικός και ενωμένος θεσμός, αλλά πιο πολύ ένα δίκτυο από ανεξάρτητες στρατιωτικές ομάδες που μάχονταν κάτω από την «ομπρέλα» του. Οι διάφορες δυνάμεις του FSA εξασθένησαν σημαντικά με την πάροδο των χρόνων.

Κατά τραγικό τρόπο, κάθε ήττα της δημοκρατικής αντίστασης δυνάμωνε και ωφελούσε τις ισλαμιστικές και φονταμενταλιστικές ομάδες στο έδαφος. Η ανάδυσή τους στη στρατιωτική σκηνή σε κάποιες περιοχές υπήρξε αρνητική για την επανάσταση, καθώς αντιτίθεντο στους στόχους της (δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα). Επιτέθηκαν και συνεχίζουν να επιτίθενται σε δημοκράτες ακτιβιστές, ενώ συχνά προσπάθησαν να επιβάλλουν την εξουσία τους στους θεσμούς, οι οποίοι είχαν αναπτυχθεί από τους ντόπιους, γεγονός που οδήγησε στην αντίσταση των τοπικών πληθυσμών στις αυταρχικές συμπεριφορές τους.

Η οικονομική βοήθεια, η οποία δόθηκε από τους συμμάχους του καθεστώτος, τη Ρωσία, το Ιράν και τη Χεζμπολά, του επέτρεψε να διατηρήσει τους κρατικούς θεσμούς και τις παροχές τους και να επιβιώσει πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά. Το κράτος παρέμεινε ο βασικός εργοδότης και πάροχος των πόρων και των υπηρεσιών στη διάρκεια του πολέμου. Η καταστροφική ανθρωπιστική και κοινωνικο-οικονομική κατάσταση στη Συρία ενίσχυσε το ρόλο του κράτους.

Το Ιράν και η Ρωσία αύξησαν ουσιωδώς την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική επιρροή στη χώρα, καθώς οι επεμβάσεις τους βάθυναν. Η συνέχιση και η σταθεροποίηση του καθεστώτος έγιναν, επομένως, ακόμα πιο σημαντικές απ’ ό,τι στην αρχή της εξέγερσης για τη διατήρηση όχι μόνο των γεωπολιτικών, αλλά και των αυξανόμενων οικονομικών συμφερόντων τους. Η Τεχεράνη και η Μόσχα αναζητούσαν ιδιαιτέρως μελλοντικές οικονομικές ευκαιρίες κατά τη διαδικασία ανοικοδόμησης της Συρίας, προκειμένου να ωφεληθούν από αυτές.

Η οιονεί πλειοψηφία των δυτικών κρατών, καθοδηγούμενων από τις Η.Π.Α., δεν ήταν πρόθυμη να εμπλακεί υπερβολικά βαθιά στην οργάνωση της αντίστασης στο καθεστώς του Άσαντ και, ιδίως, στην ανατροπή του. Αρχικά απέρριψαν κάθε σχέδιο παροχής βοήθειας σε ένοπλες αντιπολιτευόμενες ομάδες στον αγώνα τους κατά του καθεστώτος, αφήνοντας, παράλληλα, χώρο στη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και την Τουρκία να δράσουν και να προσφέρουν όπλα σε διάφορες ένοπλες αντιπολιτευόμενες ομάδες. Η απροθυμία των Η.Π.Α. να οραματιστούν ένα σχέδιο ανατροπής του καθεστώτος ή μια αποφασιστική επέμβαση εναντίον του οδήγησε στην εξασθένηση και ακόμα περισσότερες διαιρέσεις ανάμεσα στις μονάδες του FSA, και στην άνοδο ισλαμιστικών φονταμενταλιστικών και τζιχαντιστικών κινημάτων.

Η Συρία δεν αντιμετωπίστηκε ως χώρα στρατηγικού ενδιαφέροντος από τις Η.Π.Α., κυρίως γιατί δε διέθετε αποδεδειγμένα σημαντικά πετρελαϊκά αποθέματα. Η σημασία της Συρίας αρχικά συνδεόταν περισσότερο με τη γεωγραφική της θέση στην περιοχή που συνορεύει με την Τουρκία, το Ιράκ, το Λίβανο και το Ισραήλ και, κατά δεύτερο, με τη σχέση της με το Ιράν και το ρόλο της στην ισραηλο-αραβική διαμάχη.

Οι επίσημοι των Η.Π.Α. ήταν, εξάλλου, απρόθυμοι να επέμβουν στρατιωτικά στην περιοχή με μαζικό τρόπο όπως στο παρελθόν στο πλαίσιο μιας στρατηγικής «αλλαγής καθεστώτος», την οποία είχαν εγκαταλείψει στα πρόθυρα της εξέγερσης. Αυτή ήταν μια ευθεία συνέπεια των μαθημάτων, τα οποία είχαν διδαχτεί από το Ιράκ και τις πολυάριθμες αποτυχίες που ακολούθησαν. Οι στόχοι των Η.Π.Α. συνίσταντο περισσότερο στο να περιορίσουν τις αλλαγές στην περιοχή αναζητώντας, τον περισσότερο καιρό, συμφωνίες και κατανόηση μεταξύ αρχαίων καθεστώτων ή τμημάτων τους.

Η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και ιδιωτικά δίκτυα από τις μοναρχίες του Κόλπου χρηματοδότησαν και υποστήριξαν διάφορες στρατιωτικές και πολιτικές ομάδες, ιδίως ισλαμιστικά φονταμενταλιστικά και κάποια τζιχαντιστικά κινήματα, ως ένα τρόπο να προωθήσουν δυνάμεις στο έδαφος, οι οποίες να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους. Το Κατάρ, από την πλευρά του, είδε την εξέγερση ως ευκαιρία να αυξήσει την επιρροή στην περιοχή. Οι μοναρχίες του Αραβικού Κόλπου φοβόντουσαν την εδραίωση μιας μορφής φιλελεύθερης δημοκρατίας στη Συρία που θα απειλούσε τη δική τους εξουσία και τα συμφέροντα, αν δημοκρατικές σκέψεις και χώροι εξαπλώνονταν.

Κατά τον ίδιο τρόπο, η Τουρκία υποστήριξε ισλαμιστικά φονταμενταλιστικά κινήματα και άλλες ένοπλες αντιπολιτευόμενες ομάδες, πρώτα εναντίον του καθεστώτος της Δαμασκού, αλλά αυτός ο στόχος εγκαταλείφθηκε μέσα στο χρόνο. Η βασική της προτεραιότητα έγινε ολοένα και περισσότερο η ήττα του κουρδικού PYD και η εκκαθάριση των δυνάμεών του στα σύνορα. Η πολιτική των μοναρχιών του Κόλπου και της Τουρκίας προώθησε τις ισλαμιστικές φονταμενταλιστικές και τζιχαντιστικές ομάδες, διαιρώντας, παράλληλα, τις δυνάμεις του FSA μέσω ποικιλόμορφης υποστήριξης.

Οι διάφορες διεθνείς ιμπεριαλιστικές και οι περιφερειακές κυρίαρχες δυνάμεις ήθελαν ιδίως να περιορίσουν τις αυξανόμενες ικανότητες των τζιχαντιστικών δυνάμεων που δρουν σε Ιράκ και Συρία. Συμμερίζονταν όλο και περισσότερο ένα κοινό ενδιαφέρον για τον τερματισμό της εξέγερσης στη Συρία και για την επίτευξη μιας λύσης, στο πλαίσιο της οποίας η δομή του καθεστώτος δε θα άλλαζε ριζικά, γεγονός αρκετά απομακρυσμένο από τους αυθεντικούς στόχους του κινήματος διαμαρτυρίας. Όλες ενδιαφέρονταν για ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον, που θα τους επέτρεπε να χτίσουν και να αναπτύξουν το πολιτικό και οικονομικό τους κεφάλαιο, ανεξαρτήτως των αιτημάτων του κινήματος.

Υπήρχε σχεδόν συναίνεση μεταξύ όλων των διεθνών και των περιφερειακών δυνάμεων σχετικά με ένα ορισμένο αριθμό ζητημάτων κατά τη διάρκεια του μέσου του 2017: τη διάλυση του κινήματος διαμαρτυρίας που ξεκίνησε το Μάρτιο του 2011, τη σταθεροποίηση του καθεστώτος της Δαμασκού με τον Μπασάρ αλ-Άσαντ ως επικεφαλής με μικρής/μεσαίας διάρκειας θητεία, την αντίθεση στην αυτονομία των Κούρδων και την απόπειρα στρατιωτικής ήττας τζιχαντιστικών ομάδων όπως το Ισλαμικό Κράτος και το Μέτωπο αλ-Νούσρα. Υπήρχε μια παγκόσμια τάση που στόχευε στη διάλυση της εξέγερσης στη Συρία στο όνομα του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία».

Ποια είναι η γνώμη σου για τη συνεχιζόμενη πολιτική και κοινωνική επανάσταση στη Ροζάβα, ιδίως έπειτα από την πρόσφατη πτώση της πόλης Αφρίν, ως αποτέλεσμα της στρατιωτικής επιχείρησης του τουρκικού κράτους εκεί;

Κατ’ αρχήν, επίτρεψέ μου να πω ξεκάθαρα ότι υπήρξα αντίθετος στην τουρκική στρατιωτική επιχείρηση και την κατοχή της πόλης Αφρίν.

Για να θυμίσω, στα μέσα του Μαρτίου του 2018 ο τουρκικός στρατός και οι Σύροι αντιπρόσωποί του κατέλαβαν την πόλη Αφρίν, έπειτα από την απόσυρση των δυνάμεων του YPG. Μετά την κατάκτηση και κατοχή της πόλης, μαχητές συριακών αντιπολιτευόμενων ένοπλων ομάδων συνδεόμενων με την Άγκυρα λεηλάτησαν κατοικίες πολιτών και καταστήματα, ενώ γκρέμισαν ένα άγαλμα του σιδηρουργού Kawa, μιας κεντρικής και συμβολικής φιγούρας σε ένα κουρδικό θρύλο για τον εορτασμό του Newroz.

Οι ακτιβιστές της αντιπολίτευσης πρέπει να είναι ξεκάθαροι στην αντίθεσή τους απέναντι στο Συριακό Συνασπισμό. Αποτελούμενος κυρίως από φιλελεύθερες, ισλαμικές και συντηρητικές προσωπικότητες και ομάδες, όχι μόνο υποστήριξε την τουρκική στρατιωτική επέμβαση και συνέχισε τη σοβινιστική και ρατσιστική πολιτική του εναντίον των Κούρδων στη Συρία, αλλά και συμμετείχε σ’ αυτή την επιχείρηση κάνοντας έκκληση σε Σύρους πρόσφυγες στην Τουρκία να ενταχθούν στις συριακές ένοπλες αντιπολιτευόμενες ομάδες που μάχονταν στο Αφρίν. Ζητούσαν την τουρκική στρατιωτική επέμβαση για πολύ καιρό, και έχουν ενθαρρύνει τον αραβικό σοβινισμό και το ρατσισμό εναντίον των Κούρδων, ακόμα και δικαιολογώντας και υποστηρίζοντας την παρουσία ισλαμιστικών φονταμενταλιστικών κινημάτων.

Εμείς ως προοδευτικοί στη Συρία πρέπει να αγωνιστούμε ριζικά ενάντια στον αραβικό σοβινισμό, παρόντα σε μεγάλα τμήματα της αντιπολίτευσης και την άρνηση της αυτοδιάθεσης των Κούρδων. Η ανάδυση του κουρδικού εθνικού ζητήματος κατά την εξέγερση έθεσε σημαντικά ερωτήματα στο κίνημα διαμαρτυρίας και αμφισβήτησε την περιεκτικότητα ορισμένων τομέων του. Παρά την αρχική ενότητα στα αιτήματα και στις ενέργειες μεταξύ των αραβικών και των κουρδικών λαϊκών ομάδων, οι διάφοροι παράγοντες της αραβοσυριακής αντιπολίτευσης, είτε εντός είτε εκτός της χώρας, ήταν ανίκανοι να απαντήσουν στα αιτήματα του κουρδικού πληθυσμού της Συρίας.

Αντιθέτως, επέδειξαν την ίδια στάση άρνησης και σοβινισμού όπως το καθεστώς, ενώ ο Συνασπισμός ευθυγραμμίστηκε με την τουρκική κυβέρνηση και υποστήριξε την κατασταλτική πολιτική της εναντίον του κουρδικού πληθυσμού σε Τουρκία και Συρία. Οι κύριοι παράγοντες της αραβοσυριακής αντιπολίτευσης αρνήθηκαν εντελώς το κουρδικό εθνικό ζήτημα.

Από την πλευρά του, το PYD, με την καλοπροαίρετη στάση της Δαμασκού, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία της εξέγερσης για να γίνει ο κυρίαρχος κουρδικός πολιτικός παράγοντας στη Συρία, προσπαθώντας, παράλληλα, να προωθήσει τα δικά του συμφέροντα.

Επικεντρώθηκαν στην οικοδόμηση των δικών τους θεσμών και μιας οργανωμένης κοινωνίας με μια αποτελεσματική στρατιωτική ισχύ, με πολλή πρόοδο και επιτεύγματα σε ορισμένους τομείς, συμπεριλαμβανομένων την εκκοσμίκευση των νόμων, τα δικαιώματα των γυναικών, τη συμπερίληψη και συμμετοχή γυναικών και θρησκευτικών και εθνικών μειονοτήτων σε θεσμούς και κοινωνία. Εφάρμοσαν, ωστόσο, κατασταλτική πολιτική εναντίον ανταγωνιστικών κουρδικών οργανώσεων και, σε κάποιες περιπτώσεις, εναντίον πολιτών, κυρίως Αράβων.

Σε μια ευρύτερη διάσταση, η επιχείρηση στο Αφρίν αντικατόπτρισε την αδυναμία όλων των δημοκρατικών και προοδευτικών παραγόντων στη Συρία ενόψει της καταστροφής της συριακής επανάστασης από το καθεστώς Άσαντ και τους συμμάχους του, και τη συνακόλουθη ανανεωμένη δύναμη αυτού του καθεστώτος, το οποίο απέσπασε την αποδοχή από όλους τους διεθνείς παράγοντες.

Αυτό που χρειάζεται απεγνωσμένα είναι η αλληλεγγύη ανάμεσα σε όλους τους επαναστάτες (Άραβες, Κούρδους, και από όλες τις άλλες εθνικές μειονότητες) που αντιτίθενται στο καθεστώς Άσαντ και όλες τις περιφερειακές και διεθνείς ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και υποστηρίζουν τους αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη, τα δικαιώματα των γυναικών και των καταπιεσμένων μειονοτήτων.

Γενικότερα, καμία λύση για το κουρδικό ζήτημα και μια περιεκτική Συρία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την αναγνώριση των Κούρδων ως κανονικού «λαού» ή «έθνους» στη Συρία και την παροχή άνευ όρων υποστήριξης στην αυτοδιάθεσή τους στη Συρία και αλλού. Αυτό, ωστόσο, δε δικαιολογεί τη μη άσκηση κριτικής στην οποιαδήποτε αρνητική πολιτική του PYD, και οποιουδήποτε άλλου κουρδικού κόμματος.

Σε σχέση με την προηγούμενη ερώτησή μου, πώς αξιολογείς τον αυξανόμενα επιθετικό ρόλο του τουρκικού κράτους; Ποιος είναι ο κύριος στόχος του;

Συμπληρωματικά σε όσα απάντησα στην πρώτη σου ερώτηση, η στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας εξυπηρέτησε εσωτερικούς στόχους συνθλίβοντας το κουρδικό ζήτημα και ικανοποιώντας την τουρκική Ακροδεξιά και τους ακραίους εθνικιστές. Επιπρόσθετα, καθώς η μάχη ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, οι Η.Π.Α. ανακοίνωσαν την προθυμία τους να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από τη Συρία, γεγονός που θα άφηνε στην Τουρκία την ευκαιρία να επέμβει στρατιωτικά, όπως έκανε με το Αφρίν, στις βορειοανατολικές περιοχές της χώρας, οι οποίες ελέγχονται από το PYD, χωρίς αντίθεση από τις Η.Π.Α. Ο Ερντογάν έχει, στην πραγματικότητα, διακηρύξει ότι οι τουρκικές δυνάμεις θα εντείνουν την επίθεσή τους εναντίον των Κούρδων μαχητών του YPG κατά μήκος των συνόρων της Τουρκίας με τη Συρία και, αν χρειαστεί, στο βόρειο Ιράκ.

Η Τουρκία, ωστόσο, είναι απλώς ένας από τους πολυάριθμους διεθνείς «παίκτες». Κάποιοι εκ των υπολοίπων, συγκεκριμένα οι ΝΑΤΟϊκοί σύμμαχοι, κυρίως οι Η.Π.Α., η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο πρόσφατα εξαπέλυσαν εκτεταμένους αεροπορικούς βομβαρδισμούς υποτίθεται για να πλήξουν χημικές εγκαταστάσεις σχετιζόμενες με τον Άσαντ. Πώς σχολιάζεις τις ατζέντες των υπόλοιπων υπερδυνάμεων στη Συρία, με αφορμή αυτούς τους βομβαρδισμούς;

Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι, αν και υφίστανται αντιπαρατιθέμενα συμφέροντα ανάμεσα σε διεθνείς και περιφερειακές δυνάμεις που επεμβαίνουν στη Συρία, κανένας από αυτούς τους παράγοντες δε νοιάζεται για την εξέγερση ή για τους επαναστάτες. Αντιθέτως, έχουν επιχειρήσει να υπονομεύσουν το λαϊκό κίνημα κατά του Άσαντ και έχουν επιτυχημένα εργαστεί για την ενδυνάμωση των σεκταριστικών και εθνικών εντάσεων στη χώρα.

Οι δυνάμεις που επεμβαίνουν είναι ενωμένες στην αντίθεσή τους στο λαϊκό αγώνα. Επιδιώκουν να επιβάλουν το status quo σε βάρος των συμφερόντων των εργατικών και των λαϊκών τάξεων. Γι’ αυτό ακριβώς και το να βλέπει κάποιος την επανάσταση στη Συρία μόνο υπό το πρίσμα του καπιταλιστικού ανταγωνισμού και της γεωπολιτικής δυναμικής δεν αρκεί. Αυτό το πρίσμα εγγενώς συσκοτίζει την πολιτική και κοινωνικο-οικονομική απογοήτευση του συριακού πληθυσμού, οι οποίες πυροδότησαν την εξέγερση.

Σχετικά με τα πλήγματα σε εγκαταστάσεις με χημικά όπλα που συνδέονται με τον Άσαντ. Δεν αναφέρθηκαν απώλειες, κι οι περισσότερες εγκαταστάσεις είχαν εκκενωθεί λίγες μέρες πριν την επίθεση, χάρη στις προειδοποιήσεις της Ρωσίας. Οι Η.Π.Α., το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία δήλωσαν πως οι επιθέσεις δεν αποσκοπούσαν στο να παραλύσουν την άμυνα του συριακού καθεστώτος ή να προκαλέσουν «αλλαγή καθεστώτος». Μοναδικός τους προορισμός ήταν να αποτρέψουν τον Άσαντ από το να χρησιμοποιήσει χημικά όπλα. Με άλλα λόγια, το καθεστώς του Άσαντ και οι σύμμαχοί του μπορούν να συνεχίσουν τις σφαγές αμάχων με «συμβατικά όπλα».

Οι δυτικές δυνάμεις από την αρχή της εξέγερσης ποτέ δεν επεδίωξαν τη ριζική αλλαγή στη Συρία. Τουναντίον, ήθελαν μόνο επιφανειακή αλλαγή με την αντικατάσταση του επικεφαλής του καθεστώτος, αλλά τη διατήρηση των δομών του. Απέτυχαν, ωστόσο.

Συμπερασματικά, αντιτίθεμαι σε όλες τις ξένες επεμβάσεις και όλα τα αυταρχικά καθεστώτα, και υποστηρίζω τον αγώνα των λαϊκών τάξεων για ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα.

Πώς θα συνόψιζες τις μελλοντικές προοπτικές της δημοκρατίας «από τα κάτω» στη Συρία, αν έχουν απομείνει κάποιες; Συνιστούν τη βασική προϋπόθεση για τον τερματισμό του επταετούς εφιάλτη;

Κανείς δεν αρνείται ότι δε βρισκόμαστε πλέον στο Μάρτιο του 2011 και πως η κατάσταση των δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων είναι πολύ αδύναμη σήμερα στη Συρία. Οι επαναστατικές διαδικασίες είναι μακροπρόθεσμα γεγονότα, χαρακτηριζόμενα από υψηλότερα και χαμηλότερα επίπεδα κινητοποίησης σύμφωνα με το πλαίσιο. Χαρακτηρίζονται ακόμα και από περιόδους ήττας, αλλά δύσκολα μπορούμε να πούμε πότε τελειώνουν. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως στη Συρία, όταν οι συνθήκες που επέτρεψαν την έναρξη της εξέγερσης είναι ακόμα παρούσες, ενώ το καθεστώς απέχει πολύ από το να βρει τρόπους να τις λύσει.

Αυτές οι συνθήκες, ωστόσο, δεν αρκούν για να τις μετατρέψουν σε πολιτικές ευκαιρίες, ιδίως μετά από επτά χρόνια ενός καταστροφικού και δολοφονικού πολέμου, συνοδευόμενου από μια γενική κόπωση του συριακού πληθυσμού, που στη μεγάλη πλειονότητά του αποζητά να επιστρέψει σε μια μορφή σταθερότητας στη χώρα. Οι συνέπειες του πολέμου και της καταστροφής θα βαραίνουν πιθανότατα για χρόνια.

Μαζί μ’ αυτή την κατάσταση, κανένα δομημένο αντιπολιτευόμενο σώμα με σημαντικό μέγεθος και ακολούθους δεν πρόσφερε ένα περιεκτικό και δημοκρατικό πρότζεκτ, το οποίο θα μπορούσε να έχει απήχηση σε μεγάλα τμήματα κοινωνίας, ενώ οι αποτυχίες των εξόριστων αντιπολιτευόμενων ομάδων και των ένοπλων άφησαν έντονη απογοήτευση και πίκρα σε όσους συμμετείχαν και/ή διάκειντο φιλικά προς την εξέγερση.

Το άλλο στοιχείο, το οποίο θα μπορούσε, επίσης, να παίξει ένα ρόλο στη διαμόρφωση μελλοντικών γεγονότων, είναι η εκτεταμένη καταγραφή της εξέγερσης. Έχει υπάρξει σημαντική ηχογράφηση, μαρτυρίες και τεκμηρίωση του κινήματος διαμαρτυρίας, όσων ενεπλάκησαν και οι τρόποι των ενεργειών. Η επαναστατική διαδικασία στη Συρία που ξεκίνησε το 2011 είναι μια από τις πλέον καταγεγραμμένες. Αυτή η μνήμη θα παραμείνει και θα μπορούσε να εμπνεύσει και να ενημερώσει μελλοντική αντίσταση. Οι πολιτικές εμπειρίες που έχουν συσσωρευτεί από την αρχή της εξέγερσης δε θα εξαφανιστούν.

Υπάρχουν, πάντως, ακόμα μερικοί θύλακες απομονωμένης αντίστασης σε κάποιες περιοχές, αλλά έχουν εξασθενήσει πολύ. Επιπλέον, γίνονται μερικές προσπάθειες στην εξορία για το χτίσιμο δημοκρατικών και προοδευτικών δικτύων.

Λαμβάνοντας υπόψη τη συχνά συγκεχυμένη και περίπλοκη πολιτική και κοινωνική κατάσταση στη Συρία, πού πιστεύεις ότι ένα λειτουργικό διεθνές κίνημα αλληλεγγύης πρέπει να εστιάσει τις προτεραιότητές του;

Πολλά μπορούν να γίνουν. Νομίζω πως οι προοδευτικοί άνθρωποι πρέπει να κάνουν έκκληση για τον τερματισμό του πολέμου, που προξένησε φρικτά βάσανα. Οδήγησε σε μαζικό εκτοπισμό ανθρώπων εντός της χώρας και εκατομμυρίων εκτός ως προσφύγων. Ο πόλεμος στη Συρία ωφελεί μόνο τις αντεπαναστατικές δυνάμεις σε όλες τις πλευρές. Τόσο από πολιτική, όσο και από ανθρωπιστική σκοπιά, ο τερματισμός του είναι μια απόλυτη αναγκαιότητα.

Ομοίως, πρέπει να απορρίψουμε όλες τις απόπειρες νομιμοποίησης του καθεστώτος Άσαντ, και να αντιταχθούμε σε όλες τις συμφωνίες που το διευκολύνουν να διαδραματίσει τον οποιονδήποτε ρόλο στο μέλλον της χώρας. Μια «λευκή επιταγή» στον Άσαντ σήμερα θα ενθαρρύνει μελλοντικές προσπάθειες άλλων δεσποτικών και αυταρχικών κρατών να συνθλίψουν τους πληθυσμούς τους, αν συμβεί να εξεγερθούν.

Πρέπει να εγγυηθούμε, επίσης, τα δικαιώματα των πολιτών εντός της Συρίας, εμποδίζοντας, ιδίως, περισσότερους καταναγκαστικούς εκτοπισμούς και διασφαλίζοντας τα δικαιώματα των προσφύγων (δικαίωμα επιστροφής, δικαίωμα σε οικονομικές αποζημιώσεις σε περίπτωση καταστροφής των σπιτιών τους, δικαιοσύνη για τις απώλειες των συγγενών τους κ.λπ.)

Ο Άσαντ και οι διάφοροι συνεργάτες του καθεστώτος πρέπει να καταστούν υπόλογοι για τα εγκλήματά τους. Το ίδιο ισχύει για τις ισλαμιστικές φονταμενταλιστικές και τζιχαντιστικές ομάδες, και τις υπόλοιπες ένοπλες ομάδες.

Χρειάζεται να υποστηρίξουμε τους δημοκρατικούς και προοδευτικούς παράγοντες και κινήματα ενάντια και στις δύο πλευρές της αντεπανάστασης: το καθεστώς και τους ισλαμιστές φονταμενταλιστές αντιπάλους του. Πρέπει να χτίσουμε ένα ενωτικό μέτωπο βασισμένο στους αρχικούς στόχους της επανάστασης: δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, λέγοντας «όχι» στο σεκταρισμό και το ρατσισμό.

Χρειάζεται, βεβαίως, να αντιταχθούμε σε όλους τους ιμπεριαλιστικούς και αυταρχικούς παράγοντες που επεμβαίνουν στη Συρία.

Στις χώρες της, η Αριστερά διεθνώς πρέπει, επίσης, να αγωνίζεται:

Για το άνοιγμα των συνόρων σε μετανάστες και πρόσφυγες, και ενάντια στην οικοδόμηση τειχών ή τη μετατροπή της Ευρώπης σε φρούριο, το οποίο θα καταστήσει τη Μεσόγειο νεκροταφείο μεταναστών.

Εναντίον όλων των μορφών ισλαμοφοβίας και ρατσισμού.

Εναντίον της συνεργασίας των δυτικών κρατών με δεσποτικά καθεστώτα και το αποικιακό, ρατσιστικό κράτος-απαρτχάιντ του Ισραήλ (στην τελευταία περίπτωση, να υποστηρίζει την εκστρατεία BDS).

Ενάντια σε περισσότερη «ασφάλεια» και αντιδημοκρατικές πολιτικές στο όνομα του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία».

Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι σ’ αυτό: η ατιμωρησία που παρέχεται στα συνεχιζόμενα δολοφονικά εγκλήματα του δεσποτικού καθεστώτος του Άσαντ, με τη βοήθεια και/ή τη συνενοχή των διεθνών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ενθαρρύνει άλλους δικτάτορες και αυταρχικά καθεστώτα να καταστέλλουν βίαια τους ανθρώπους τους. Αυτό αποτελεί επίσης μέρος μιας καθολικής τάσης του ολοκληρωτισμού παρούσας παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων φιλελεύθερων δημοκρατιών σε δυτικές χώρες, με την προέλαση και την εμβάθυνση του νεοφιλελευθερισμού.

Ως ακαδημαϊκός, συγγραφέας, σοσιαλιστής ακτιβιστής συριακής καταγωγής και ιδρυτής του μπλογκ Syria Freedom Forever, πώς αντιλαμβάνεσαι την ευθύνη σου απέναντι στους Σύρους;

Είναι σημαντικό για μένα να συμμετέχω όσο περισσότερο μπορώ στην οικοδόμηση προοδευτικής γνώσης, ικανοτήτων και δικτύων, ώστε, καλώς εχόντων των πραγμάτων, να προκύψει κάτι θετικό για τις συριακές λαϊκές τάξεις. Έχοντας συριακή καταγωγή αλλά όντας και διεθνιστής, γιατί πιστεύω ότι οι αγώνες και οι μοίρες μας συνδέονται.

Πιστεύω πως στο σημερινό κόσμο, το να είναι κάποιος σοσιαλιστής ακτιβιστής καθώς και ακαδημαϊκός σημαίνει να συνδυάζει τη θεωρία και την πρακτική της διαρκούς κριτικής και την κινητοποίηση για μια κοινωνία που σέβεται τα δημοκρατικά και τα κοινωνικά δικαιώματα. Κατανοώ αυτό τον αγώνα εντός ενός πλαισίου οικουμενικών και ανθρωπιστικών αρχών.

Κατά τη γνώμη μου, αυτός ο δημιουργηθείς διαχωρισμός ανάμεσα στον σοσιαλιστή ακτιβιστή και τους ακαδημαϊκούς, όπου διαγράφεται μια γραμμή, η οποία αντιμετωπίζει τους διανοούμενους ως τους πατριάρχες και τους ακτιβιστές ως τις δύσμοιρες μάζες που έχουν απελπιστική ανάγκη καθοδήγησης, δε θα έπρεπε να υπάρχει. Αντιθέτως, υφίσταται μια αληθινά διαλεκτική σχέση μεταξύ των δύο που δεν πρέπει να απορρίπτεται ή να αγνοείται.

Ο ακτιβιστής/ακαδημαϊκός πρέπει διαρκώς να αμφισβητεί τις κυρίαρχες ιδεολογίες, καθώς και τις προκαταλήψεις και τις διακρίσεις που παράγονται από το σύστημα της κυρίαρχης εξουσίας. Ο ρόλος του ακτιβιστή ακαδημαϊκού είναι να θέτει ενοχλητικά ερωτήματα, να έρχεται αντιμέτωπος με την ορθοδοξία και το δόγμα, να είναι κάποιος που δεν μπορεί να αφομοιωθεί εύκολα από κυβερνήσεις και εταιρείες, και του οποίου ο λόγος ύπαρξης είναι να εκπροσωπεί όλους εκείνους τους ανθρώπους και τα ζητήματα που έχουν ξεχαστεί ή υφίστανται διακρίσεις.

Υπό αυτή την έννοια, προσπαθώ να μην περιορίζω την ακαδημαϊκή μου δουλειά στο ακαδημαϊκό περιβάλλον, αλλά να την εντάσσω σε μια πολιτική προοπτική. Η δουλειά μου είναι να καλλιεργώ συζητήσεις και αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε δημοκράτες και προοδευτικούς στη Συρία και να προσπαθώ να μαθαίνω από τα μαθήματα της επαναστατικής διαδικασίας και τα λάθη που διαπράττονται.

Γενικότερα, επιχειρώ μέσω της δουλειάς μου να βοηθήσω, ως κομμάτι της προσπάθειάς μου να συμμετάσχω στον αγώνα για μια δημοκρατική, κοσμική, ομοσπονδιακή Συρία, χωρίς διακρίσεις και με αλληλεγγύη σε άλλους ανθρώπους στους αγώνες.

Ο Ζοζέφ Νταχέρ συμμετέχει στην εκδήλωση-συζήτηση Επανάσταση και Αντεπανάσταση στη Συρία, την οποία συνδιοργανώνουν η Αναρχοσυνδικαλιστική Πρωτοβουλία Ροσινάντε, η Ανασύνθεση ΟΝΡΑ, η Αντιεξουσιαστική Κίνηση Αθήνας, το Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, η Δικτύωση για τη Ριζοσπαστική Αριστερά και το site elaliberta.gr την Πέμπτη 26 Απριλίου, 19:00, στην ΑΣΟΕΕ.

Σάββατο 21 Απριλίου 2018

Ευαγγελία Κρανιώτη: «Αυτό που με ώθησε στον κινηματογράφο είναι πως φάνταζε λιγότερο “καθαρό” μέσο»


Υπεύθυνη για μια από τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές εκπλήξεις των τελευταίων χρόνων, το ντοκιμαντέρ Exotica, Erotica, Etc., η εικαστικός και σκηνοθέτρια Ευαγγελία Κρανιώτη επέστρεψε φέτος με το Obscuro Barroco, μια εξερεύνηση της μεταβαλλόμενης ταυτότητας του Ρίο ντε Τζανέιρο μέσα από μια κατάδυση στο μικρόκοσμο της queer κοινότητας της πόλης, με «όχημα» την εμβληματική τρανς ακτιβίστρια και ηθοποιό Luana Muniz.

Το ντοκιμαντέρ πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα του στη φετινή Μπερλινάλε, όπου απέσπασε το βραβείο Teddy, και την πανελλήνια στο 20ό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Ενόψει σειράς προβολών του σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα και Αμαλιάδα, «συναντηθήκαμε» με την σκηνοθέτρια μέσω Skype.



Η πολύ ξεχωριστή εικαστική σου ματιά, όπως αποτυπώνεται και στο Exotica, Erotica, Etc. και στο πρόσφατο Obscuro Barroco, είναι προϊόν της ενασχόλησής σου με τη φωτογραφία και τις εγκαταστάσεις, μεταξύ άλλων;

Το γεγονός ότι τα πρώτα μου πρότζεκτ έλαβαν χώρα στο ευρύτερο πεδίο της τέχνης με έκανε αρχικά να θέσω στον εαυτό μου ερωτήματα αισθητικής φύσης. Κι αυτό δεν μπορούσε να χαθεί, γιατί το ίδιο μου το βλέμμα έχει «σμιλευτεί» μέσα από χρόνια ενασχόλησης με την εικόνα. Απλώς εξελίχτηκε «αγκαλιάζοντας» και το λόγο, άλλη μια από τις μεγάλες μου αγάπες από μικρή. Αυτά τα δύο απέκτησαν νόημα εφόσον άρχισα να θέλω να διηγούμαι ιστορίες.

Τα δύο πρότζεκτ, επομένως, σίγουρα συνδέονται, γιατί τα κινηματογράφησα η ίδια, σαν να ήμουν ένας σεισμογράφος ή παλμογράφος. Ακόμη και η οποιαδήποτε ανατριχίλα, είτε δικιά μου είτε του ανθρώπου που κινηματογραφούσα, πέρναγε στην εικόνα.



Δεδομένου ότι και στα δύο ντοκιμαντέρ σου συνυπάρχουν στοιχεία τεκμηρίωσης και μυθοπλασίας, είναι στις μελλοντικές σου προθέσεις η στροφή προς μια πιο «καθαρή» μυθοπλασία;

Αυτό που με ώθησε στον κινηματογράφο και στην κινούμενη εικόνα είναι πως φάνταζε στα μάτια μου λιγότερο «καθαρό» μέσο. Είχε κάτι το βαθιά ανθρώπινο, μια άλλη ένταση μέσα του. Φαντάζομαι ότι, επειδή έχω μάθει να κινηματογραφώ μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο κι όταν ξεκίνησα αυτό το πρότζεκτ δεν είπα «πάω να κάνω ένα ντοκιμαντέρ», αλλά «πάω να ζήσω μια πολύ ενδιαφέρουσα περιπέτεια», την απέδωσα με τον τρόπο που της άξιζε, κι αυτός ήταν η κινηματογράφηση.

Ο ίδιος ο τίτλος του ντοκιμαντέρ συμπυκνώνει το βίωμά σου σχετικά με την πόλη του Ρίο ντε Τζανέιρο;

Σίγουρα το επίθετο «σκοτεινό» ήταν κομμάτι της εμπειρίας μου στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Από την άλλη, ο τίτλος Obscuro Barroco είναι απόηχος της οπτικής εμπειρίας που συνιστά η ταινία, στο πλαίσιο της οποίας σχεδόν αποκλειστικά κινηματογράφησα το φως, τα χρώματα, τις λάμψεις στο σκοτάδι.

Από κει και πέρα, η προσθήκη του μπαρόκ στον τίτλο ήταν πολύ συνειδητή, αποτέλεσμα της έρευνας που διεξήγαγα όταν αποφάσισα να κάνω ένα πρότζεκτ στην πόλη του Ρίο, η οποία με ώθησε στην κινηματογράφηση.



Επέστρεψα εκεί συνειδητά τη χρονιά των Ολυμπιακών, για να επισπεύσω αυτό που είχα κατά νου, το οποίο αρχικά ήταν μια μεγάλη εγκατάσταση, ένα οπτικοακουστικό αρχείο που θα οργάνωνα ως αλφαβητάρι. Σ’ αυτό το πλαίσιο, είχα ξεκινήσει μια έρευνα σχετικά με πολλές πτυχές της ζωής του Ρίο, κάποιες από τις οποίες αφορούσαν στην αρχιτεκτονική και την ιστορία του.

Τότε άρχισα να ψάχνω το μπαρόκ ως έννοια και τη σχέση του με τη βραζιλιάνικη κουλτούρα και ταυτότητα. Η Βραζιλία, ως νέο κράτος, έχει θέμα με την προέλευσή της και το τι χρωστάει στις φυλές, από τις οποίες αποτελείται.

Αποτυπώνεις, άλλωστε, το ρευστό, μεταβαλλόμενο χαρακτήρα της ταυτότητας και της ίδιας της πόλης.

Δε θα μπορούσα παρά να επιλέξω την queer κοινότητα, όταν συνειδητοποίησα ότι και για μένα το Ρίο είναι αυτή η συνεχής καμπύλη, η οποία διαρκώς μεταμορφώνεται. Αλλά επίσης, επειδή πρόκειται για ένα πρότζεκτ πάνω στον Άλλο, είμαι εγώ που κοιτώ, «αγγίζω» με το βλέμμα μου μια άλλη κουλτούρα, την οποία νιώθω απίστευτα οικεία.

Εκεί έβρισκα το δεύτερο μισό που απαρτίζει την τραγωδία ως έννοια και εμπειρία, το διονυσιακό, αν υποθέσουμε πως ως κληρονομιά φέρουμε το απολλώνειο. Αυτή την ανάμειξη των δύο άρχισα να ψάχνω στην ιστορία της Βραζιλίας. Έτσι οδηγήθηκα στο μπαρόκ, όταν έμαθα περισσότερα για την περίοδο της αποικιοκρατίας, κατά την οποία το ευρωπαϊκό μπαρόκ ήρθε στη Βραζιλία, μετατρεπόμενο σ’ αυτό που συνθέτει πλέον τη βραζιλιάνικη κουλτούρα.



Είναι, ωστόσο, ένα μπαρόκ, το οποίο οφείλει την ύπαρξή του στην πρόσμειξη των λαών, μαύρων και λευκών, στο γεγονός ότι οι λευκοί  αποικιοκράτες απέκτησαν παιδιά με τις σκλάβες τους, κι αυτά τα παιδιά, που δεν ήταν ούτε σκλάβοι, αλλά ούτε ελεύθεροι, προωθήθηκαν στη μουσική και στην τέχνη. Αυτά, λοιπόν, τα παιδιά πήραν τα εργαλεία του ευρωπαϊκού μπαρόκ και τα έκαναν κάτι άλλο. Μέσα από τα χέρια τους γεννήθηκε το βραζιλιάνικο, καθ’ όλα υβριδικό μπαρόκ.

Αυτή η «αντίσταση» μέσω της τέχνης και η περίοδος κατά την οποία αναδύθηκε η έννοια του “homem barroco” στη λογοτεχνία, δηλαδή του ανθρώπου της εποχής μπαρόκ, με έκαναν να ανακαλύψω την έννοια ενός τραγικού ήρωα μέσα στο βραζιλιάνικο μπαρόκ, ενός ανθρώπου διχασμένου ανάμεσα στα ένστικτα και τη λογική, στο σώμα και το πνεύμα, γεγονός που βρήκα να ταιριάζει πολύ τόσο με τη δική μας τραγική κληρονομιά, όσο και με το χαρακτήρα της πόλης.

Βήμα βήμα, λοιπόν, στράφηκα σ’ αυτό που μου φάνηκε ότι συνένωνε τα δύο: στα σώματα. Η βραζιλιάνικη κουλτούρα είναι πολύ σωματική.



Όπως σωματική είναι και η ταινία σου.

Δε θα μπορούσε να μην είναι. Γι’ αυτό και ξαφνιάστηκα όταν είδα ότι μια κουλτούρα που από μόνη της είναι πανσεξουαλική έχει την ίδια έχθρα είτε λόγω θρησκείας είτε λόγω machismo απέναντι στους ανθρώπους, οι οποίοι -για μένα- την ενσαρκώνουν απόλυτα.

Άρχισα, έτσι, να αναζητώ τη δυαδικότητα στα πάντα: ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, το αρσενικό και το θηλυκό. Ήταν, επομένως, ξεκάθαρο πως έπρεπε να στραφώ προς ένα σώμα που είχε βιώσει οριακές εμπειρίες αναφορικά με την ταυτότητά του, αν μ’ ενδιέφερε να εξερευνήσω τη βραζιλιάνικη ταυτότητα μέσα από τον ίλιγγο του μπαρόκ και της σωματικότητας.

Και η Luana Muniz ήταν το «όχημα», μέσω του οποίου μπορούσες να αποδώσεις αυτό που ήθελες.

Ένιωσα σαν να κοιτάζω το Ρίο ντε Τζανέιρο στα μάτια.



Το Οbscuro Barroco είναι ένα πορτρέτο και της ίδιας, έστω κι αν δεν είχες ξεκινήσει με αυτή την πρόθεση. Συναντηθήκατε τυχαία;

Όταν δουλεύεις με την πραγματικότητα, συμβαίνουν πράγματα που δεν είχες προβλέψει. Κάποια άλλα τα κυνηγάς. Όταν συναντηθήκαμε, δεν είχα προβλέψει ότι θα υπήρχε αυτή την έλξη. Δουλεύεις το τυχαίο στο ντοκιμαντέρ, αλλά επιμένεις τόσο πολύ, που εντέλει είναι σαν να προκαλείς πράγματα (γέλιο). Σχεδόν όπως συμβαίνει και με τη μυθοπλασία. Είναι σαν να ξεκινάς από τον αντίθετο πόλο, αλλά να καταλήγεις στο ίδιο κέντρο.

Το σώμα της ήταν σαν ένα μανιφέστο, όπως ανέφερες στο Q&A μετά την πανελλήνια πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ σου στο 20ό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Ήταν τόσο ατίθασο σώμα, σαν καλλιτεχνική δημιουργία, σαν να μπορούσε να διασχίζει τους δρόμους ακόμα και ακρωτηριασμένο, σαν να είχε τη δικιά του γεννήτρια ζωής. Το σώμα της Luana, όπως και πολλών τραβεστί, ήταν μπαρόκ. Η ίδια ανήκε στη γενιά που ήθελε τις υπερβολικές καμπύλες. Σαν να έπρεπε να περάσει στην κοινωνική συνείδηση αυτού του είδους το σώμα, για να ανοίξει το δρόμο ελευθερίας και σε άλλα σώματα, σε άλλου είδους ταυτότητες, πολλαπλές. Ήταν ένας ογκόλιθος, που του άξιζε να ζει σαν κομμάτι της φύσης.

Παρόλα αυτά, ήταν κομμάτι της Luana, η οποία δεν υπάρχει πια, κι έτσι το σώμα της παραμένει μόνο στη φαντασία και μέσα από την ταινία.


Δραστηριοποιείσαι κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, εκτός ελληνικών συνόρων. Θα σε ενδιέφερε μελλοντικά να καταπιαστείς μ’ ένα θέμα περισσότερο εστιασμένο στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα;

Ήδη υπάρχουν τέτοιες ιστορίες στο μυαλό μου που σκοπεύω να αφηγηθώ μέσα από εικόνες. Το ότι δε ζω στην Ελλάδα με κάνει να την επιθυμώ, να τη νοσταλγώ. Αν έμενα εκεί, δεν ξέρω αν θα ήμουν τόσο ευαίσθητη στα ερεθίσματα της ελληνικής πραγματικότητας, ή αν θα είχα το βλέμμα μου στραμμένο αλλού. Εντέλει λαμβάνω ερεθίσματα από την Ελλάδα, στα οποία δεν είμαι καθόλου αδιάφορη. Ελπίζω, λοιπόν, πως ένα από τα επόμενα πρότζεκτ μου θα κινηματογραφηθεί εκεί.

Σε άγχωσε η δημοφιλία που κατέκτησες μέσω του Exotica, Erotica, Etc.;

Νιώθω ότι χτίζω σιγά σιγά και πολύ αθόρυβα αυτό που θέλω να κάνω, οπότε δεν αισθάνθηκα τέτοια πίεση. Ήταν, ωστόσο, πολύ ευπρόσδεκτη η υποδοχή της ταινίας: τόσο, ώστε να μου δώσει κουράγιο και επιθυμία να συνεχίσω. Ένα ραντεβού με το κοινό που ήθελα ν’ ανανεώσω!

Photo credit (Ευαγγελία Κρανιώτη): EPA/Hayoung Jeon.

Το ντοκιμαντέρ της Ευαγγελίας Κρανιώτη Obscuro Barroco προβάλλεται την Τετάρτη 25 Απριλίου στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών (19:30) στο πλαίσιο του CineDoc, στη Θεσσαλονίκη, αίθουσα Σταύρος Τορνές (21:00), στην Πάτρα, κινηματογράφος Πάνθεον (21:30) και στην Αμαλιάδα, CineCinema (22:00). Επαναπροβάλλεται την Κυριακή 29 Απριλίου στην Αθήνα στον κινηματογράφο Δαναό (16:00).