Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Safy Nebbou: «Το να προσπαθείς να είσαι κάποιος άλλος εγείρει προβλήματα»


Με πρωταγωνίστρια την ακαταμάχητη Ζιλιέτ Μπινός, η ταινία του Safy Nebbou Ποια νομίζεις ότι είμαι είναι ένα «καλοκουρδισμένο» ψυχολογικό θρίλερ για τη μοναξιά και τον έρωτα στην εποχή των social media με σαφείς χιτσκοκικές αναφορές.

Κουβεντιάζοντας με τον σκηνοθέτη, με αφορμή την κυκλοφορία του φιλμ στους κινηματογράφους από τις 25 Ιουλίου.

Η ταινία σου βασίζεται στο πρόσφατο ομότιτλο μυθιστόρημα της Camille Laurens. Τι σε ενέπνευσε σ’ αυτό και πόσο άλλαξε στη διάρκεια των γυρισμάτων;

Το πρώτο που με ενέπνευσε ήταν η πρωτοτυπία του θέματος, η δομή του μυθιστορήματος.

Αναπόφευκτα, όταν διασκευάζουμε ένα μυθιστόρημα κάνουμε επιλογές, φυσικά ακολουθούμε κατευθύνσεις που συχνά είναι πιο προσωπικές. Το προσαρμόζουμε κινηματογραφικά, και προσαρμοζόμαστε κι οι ίδιοι.

Η διαδικασία της κινηματογραφικής διαχείρισης της διασκευής σε προβλημάτισε, σε δυσκόλεψε- αν όχι σε φόβισε;

Δεν ήταν περίπλοκη. Δεν αντιμετώπισα ιδιαίτερα προβλήματα, περιέργως. Το σενάριο είναι αρκετά σύνθετο, αλλά για μένα ήταν πολύ ψυχαγωγικό. Προσπάθησα, λοιπόν, να βρω τις λύσεις.

Ήταν πιο δύσκολο να κάνω το Στα δάση της Σιβηρίας, γιατί η αφήγηση ήταν πολύ πιο γραμμική.

Πρόκειται για ένα φιλμ, μεταξύ άλλων, για τη μοναξιά στην εποχή των social media και της ολοένα πιο έντονης εισόδου της τεχνολογίας στην καθημερινότητά μας. Θεωρείς ότι τα social media έχουν ενισχύσει αυτή τη μοναξιά;

Είναι πολύ νωρίς για να αναλύσουμε πραγματικά την επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Υπάρχουν κι άλλες ταινίες που ασχολούνται με αυτό με τρόπο πιο συγκεκριμένο και βαθύ.

Κάποιοι μέσω των social media έχουν ωφεληθεί, έχουν βρει φίλους, ένα έρωτα. Για κάποιους άλλους, όμως, είναι πιο δραματικό όλο αυτό, πιο χρονοβόρο, εμπλέκονται με τρόπο πολύ πιο άσχημο.

Μέσα από τα social media επινοούνται, εξάλλου, ταυτότητες, όπως βλέπουμε να συμβαίνει και στην ταινία σου. Το βρίσκεις επικίνδυνο;

Δεν ξέρω. Δεν έχουμε αρκετές περιπτώσεις, πρέπει να περιμένουμε, είναι νωρίς.

Έχω συναντήσει και μιλήσει με ψυχιάτρους, ψυχοθεραπευτές και ψυχολόγους για την ταινία και μου είπαν πως πολλοί ασθενείς τους έχουν θέμα εξάρτησης από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Οι πιο πολλοί άνθρωποι στις μέρες μας το τελευταίο πράγμα που κάνουν πριν πέσουν για ύπνο είναι να κοιτάξουν το τηλέφωνό τους και το πρώτο πριν σηκωθούν να το ανοίξουν.

Αν δεν είναι επικίνδυνο, το να προσπαθείς να είσαι κάποιος άλλος εγείρει κάποια προβλήματα.



Όλοι οι ήρωες κι οι ηρωίδες του φιλμ γίνονται θύτες και θύματα κατά τη διάρκειά της, ενώ το πραγματικό συγχέεται με το φανταστικό, κάτι που μου θύμισε λίγο τη ματιά του Χίτσκοκ. Σε έχει επηρεάσει ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης;

Όντως έχω επηρεαστεί από τον Χίτσκοκ σε αυτή την ταινία. Υπάρχει κάτι χιτσκοκικό ακόμα και στην αισθητική της κατασκευή. Ο τρόπος που τη σκηνοθέτησα δεν είναι πολύ νατουραλιστικός, έχει έντονα συμβολικό χαρακτήρα.

Ο ίδιος δε ο ήρωας έχει ερωτευτεί μια γυναίκα την οποία στην ουσία δε βλέπει, οπότε αυτό δημιουργεί ένα αίσθημα ιλίγγου.

Η Ζιλιέτ Μπινός είναι μια αγαπημένη ηθοποιός- διεθνώς, στη Γαλλία και στην Ελλάδα. Θα μπορούσες να φανταστείς το φιλμ με άλλη πρωταγωνίστρια; Πώς κύλησε η μεταξύ σας συνεργασία;

Ήταν η πρώτη επιλογή.

Την ήξερα από πριν, ήμασταν μέλη κριτικής επιτροπής σε κάποιο Φεστιβάλ στη Γαλλία. Η σχέση μας είναι αδελφική, είμαστε κι οι δυο πολύ δουλευταράδες, οπότε ήταν μια πραγματικά πολύ εποικοδομητική συνεργασία.

Έβαλε κάτι από τον εαυτό της στο ρόλο, άντλησε στοιχεία από την προσωπικότητά της, από προσωπικά βιώματα ή σκέψεις;

Διάβασε το μυθιστόρημα αφού δέχτηκε το ρόλο, συζητήσαμε και πρότεινε πράγματα. Είναι ένας άνθρωπος που δουλεύει πάρα πολύ και προσπαθεί να ξεπεράσει το ίδιο του το χάρισμα.

Έχει ξεκινήσει να προβάλλεται στη Γαλλία; Εντυπώσεις κοινού και κριτικής;

Βγήκε στις 27 Φεβρουαρίου. Tα σχόλια του Τύπου είναι θετικά, έχει πουληθεί σε τριανταεφτά χώρες και από όλες τις ταινίες μου -είναι η έκτη- έχει το καλύτερο feedback.

80% γυναίκες έχουν παρακολουθήσει την ταινία γιατί η ηρωίδα είναι γυναίκα, οπότε υπάρχει μια ταύτιση.



Πάντως αυτό που της συμβαίνει θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα.

Όντως, αλλά στη Γαλλία έχουν δυστυχώς σκιαγραφήσει το πορτρέτο αυτού του ανθρώπου με γυναικεία χαρακτηριστικά.

Άλλωστε κι ο συμπρωταγωνιστής της, που υποδύεται το ρόλο του Άλεξ, λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο, αν και πολύ νεότερος.

Ναι, μόνο που είναι η δική της ιστορία. Θα έπρεπε, λοιπόν, να διευρυνθεί αυτό το προφίλ.

Έχοντας ξανάρθει πολλές φορές στην Αθήνα, αισθάνεσαι οικεία εδώ;

Αγαπώ πολύ την Ελλάδα. Πρωτοήρθα πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια κι έκτοτε έρχομαι κάθε χρόνο με την οικογένειά μου, καλώ φίλους, νοικιάζω σπίτι, αγαπώ τη Φολέγανδρο και την Τήνο.

Αισθάνομαι πολύ οικεία με τους Έλληνες.

Ευχαριστώ θερμά την Σταματίνα Στρατηγού, υπεύθυνη Τύπου του Γαλλικού Ινστιτούτου Ελλάδος, για τη συνδρομή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης, και την Ειρήνη Τζουρά για τη διερμηνεία.

Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 20ού Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Ελλάδος στην Αθήνα.

Η ταινία του Safy Nebbou Ποια νομίζεις ότι είμαι προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 25 Ιουλίου σε διανομή της Rosebud.21.

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2019

Κρίστοφερ Κινγκ: «Η μουσική είναι μια οικουμενική γλώσσα»


Βραβευμένος μουσικός παραγωγός, συλλέκτης δίσκων γραμμοφώνου, λάτρης της ηπειρώτικης μουσικής και «επίτιμος» Ηπειρώτης, ο Αμερικανός Κρίστοφερ Κινγκ είναι συγγραφέας του απολαυστικού βιβλίου Ηπειρώτικο Μοιρολόι.

Πρόκειται για ένα βιωματικό, ευρυμαθές και ιδιοσυγκρασιακό οδοιπορικό στην αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης. Κουβεντιάζοντας με τον συγγραφέα, λίγο πριν τον συναντήσουμε στο φετινό Φεστιβάλ Βωβούσας.

Πώς γεννήθηκε, αναπτύχθηκε και ωρίμασε η αγάπη σου για τους παλιούς δίσκους γραμμοφώνου με την πάροδο του χρόνου;

Όταν πρωτοάκουσα το Dark was the night cold was the ground του Blind Willie Johnson, συνειδητοποίησα ότι αυτή ήταν η μουσική που έψαχνα και πως δεν υπήρχε τίποτα άλλο για μένα εκτός από αυτό.

Ήταν σαν αποκάλυψη.

Ξεκίνησε στα δεκαπέντε μου.

Όταν άλλα παιδιά ήταν βαθιά απορροφημένα από τις κασέτες των Led Zeppelin, των R.E.M. και τις υπόλοιπες ανοησίες, εγώ γέμιζα το χρόνο μου πηγαίνοντας σε σοφίτες, υπόγεια και αγορές, προσπαθώντας να βρω παλιούς δίσκους γραμμοφώνου.

Σε καταλαβαίνω.

Στο παρελθόν υπήρξα συλλέκτης δίσκων βινυλίου κι ένιωθα λίγο σαν παρίας συγκρινόμενος με τον «φυσιολογικό» ακροατή. Αισθάνεσαι κι εσύ ότι, κατά καιρούς, δε συμβαδίζεις με τον κόσμο, την κοινωνία, τη μουσική του σήμερα;

Αυτό είναι πιθανόν ευφημισμός. (Γέλιο)

Είμαι ένας κινούμενος και ομιλών αναχρονισμός από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.

Από την άλλη, δε νομίζω πως το να νιώθω αποξενωμένος είναι αναγκαστικά ένα πεδίο μόνο για έναν άνθρωπο όπως εγώ. Σε καθέναν συμβαίνει κάποια στιγμή στη ζωή του.

Χάρη στη συναυλία του Λέοναρντ Κοέν στην Ισταμπούλ, κατέληξες να ανακαλύψεις ένα δίσκο του Κίτσου Χαρισιάδη. Αισθάνθηκες εκείνη τη στιγμή ότι αυτό το ενδιαφέρον θα εξελισσόταν στην αναζήτηση και τη χαρά ολόκληρης ζωής;

Όχι.

Αρχικά νόμιζα πως αυτή μουσική -όπως κι άλλες που βρίσκονταν στα ράφια μου-αντιπροσώπευε ένα αδιέξοδο, μια μουσική παράδοση που κάποτε ήταν στιβαρή, αλλά που από καιρό είχε πάψει να υπάρχει.

Μόνο αφότου άκουσα το Ηπειρώτικο Μοιρολόι του Αλέξη Ζούμπα και ταξίδεψα στην Ήπειρο για πρώτη φορά συνειδητοποίησα ότι αυτό που συναντούσα ήταν μια στιβαρή μουσική κουλτούρα.

Η απουσία κοινής γλώσσας λειτούργησε ως σοβαρό εμπόδιο;

Στην αρχή, ναι.

Έπειτα, όμως, συνειδητοποίησα πως μπορείς να ακούσεις ένα τραγούδι από το Ζαγόρι ή το Πωγώνι διαθέτοντας μια βασική κατανόηση της γλώσσας και τα τραγούδια βγάζουν νόημα, γιατί η μουσική γλώσσα είναι οικουμενική.

Το πιο απαιτητικό ζήτημα στη συγγραφή του βιβλίου μου ήταν, ωστόσο, η απουσία επάρκειάς μου στα ελληνικά. Κάθε χρόνο βελτιώνομαι όλο και περισσότερο, πάντως!

Οπότε θα συμφωνείς ότι η μουσική είναι μια από τις μορφές τέχνης που υπερβαίνουν φραγμούς τάξης, γλώσσας, εκπαίδευσης πιο πολύ από άλλες, έχοντας ευκολότερα απήχηση στον άνθρωπο.

Αυτό το συμπέρασμα συνάγω προς το τέλος του βιβλίου.

Ίσως η πρώτη έκφραση επικοινωνίας να ήταν ένας συνδυασμός γλώσσας και μουσικής, σαν ένα τιτίβισμα.

Συνεπώς, η μουσική όντως υπερβαίνει τη φυλή, την τάξη, τα πάντα, γιατί είναι μια οικουμενική γλώσσα.

Πόσο εκτεταμένα έχεις ταξιδέψει στην Ήπειρο όλα αυτά τα χρόνια;

Έχω πρακτικά πάει σε κάθε χωριό στο Κεντρικό και το Δυτικό Ζαγόρι, στο μεγαλύτερο μέρος του Πωγωνίου και στην περιοχή γύρω από την Κόνιτσα, το Μέτσοβο, τα Ιωάννινα, την Πρέβεζα και την Άρτα.

Οι μόνες περιοχές που δεν έχω επισκεφτεί σε βάθος βρίσκονται στα νοτιοανατολικά, στα σύνορα με την Πίνδο.

Πόσο συχνά επισκέφτεσαι την ευρύτερη περιοχή;

Συνήθως επισκέφτομαι την Ήπειρο τρεις φορές το χρόνο, όλες τις εποχές, και μένω περί τις τριανταπέντε με σαρανταπέντε μέρες τη φορά.

Αντανακλάται το βαθύ ενδιαφέρον κι ο σεβασμός σου στην τοπική κουλτούρα στη συμπεριφορά των ντόπιων απέναντι σου, στα φιλόξενα αισθήματα με τα οποία σε περιβάλλουν;

Mε έχουν αγκαλιάσει θερμά σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που έχω συναντήσει σε πολλά από τα χωριά τα οποία έχω επισκεφτεί. Αυτό που αναζητώ είναι, τελικά, να μη με βλέπουν ως τον «Κρις τον Αμερικανό», αλλά, απλά, ως «τον Κρις».

Αυτό έχει συμβεί σε κάποια μέρη, κι είναι καλό σημάδι. Δεν είμαι εξωτικός πλέον.

Έχεις ενσωματωθεί σε σημαντικό βαθμό στο πολιτισμικό πλαίσιο. Δεν ξέρω αν ένας τέτοιος στόχος μπορεί να υλοποιηθεί πλήρως.

Όχι, είναι ανόητο.

Είσαι Έλληνας, έχεις γεννηθεί και μεγαλώσει στην Αθήνα. Όσες επισκέψεις κι αν πραγματοποιήσεις σε κάποια αγροτική περιοχή, θα εξακολουθήσεις να θεωρείσαι Αθηναίος.



Μπορείς να ανακαλέσεις την πιο έντονη ανάμνηση/εμπειρία σου από όλα τα ταξίδια στην Ήπειρο;

Δύσκολη ερώτηση, γιατί τα τελευταία εννιά χρόνια είναι γεμάτα από βαθιές αναμνήσεις.

Η πιο διαρκής εμπειρία για μένα ήταν η αλληλεπίδραση, η διαμονή κι η επικοινωνία με τους Σαρακατσάνους, κυρίως εκείνους στη Βίτσα και τα γύρω χωριά. Σχεδόν νιώθω σαν μέλος της οικογένειας. Είναι πολύ θερμοί, ανοιχτοί και φιλόξενοι.

Εκτιμάς ότι η αυθεντικότητα μπορεί να εντοπιστεί όπου υπάρχουν συγκεκριμένες συνθήκες παραγωγής μουσικής;

Θεωρείς  πως τα μπλουζ του Δέλτα ή τα ηπειρώτικα μοιρολόγια είναι τα μόνα είδη μουσικής που δικαίως διεκδικούν «διαπιστευτήρια» αυθεντικότητας;

Πρώτα απ’ όλα, δεν είμαι φασίστας!

Δεν υπονόησα κάτι τέτοιο!

Δε θεωρώ, λοιπόν, ότι η αισθητική μου θα έπρεπε να εξουσιάζει την αισθητική του οποιουδήποτε άλλου.

Δεύτερον, είναι γεγονός πως ορισμένες μελωδίες και τραγούδια από την Ήπειρο, τα μπλουζ του Δέλτα, την πρώιμη αμερικανική country, καθώς και τις ουκρανικές μπάντες εγχόρδων και τη μουσική cajun με συγκινούν κατά τέτοιο τρόπο που τα αγαπώ.

Αν πρέπει να επιχειρηματολογήσω γιατί, είναι επειδή μου λένε κάτι σχετικά με την αυθεντικότητα. Δε θα ήθελα, όμως, να υπαγορεύσω σε κάποιον τι είναι ή δεν είναι αυθεντικό. H αισθητική μου είναι πολύ προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή.

Το ύφος του βιβλίου σου άλλοτε παραπέμπει σε αρχαιολογική/ανθρωπολογική μελέτη, άλλοτε σε βιωματική καταγραφή μιας προσωπικής οδύσσειας, άλλοτε ακόμα και σε μυθοπλασία.

Πώς εξελίχθηκε και μεταβλήθηκε το συγγραφικό σου στιλ κατά τη διάρκεια της συγγραφής;

Είναι δύσκολο να μιλήσεις για το συγγραφικό σου στιλ, όταν πρόκειται για πολύ οργανική διαδικασία.

Δεν είμαι εκπαιδευμένος συγγραφέας. Είμαι ένας εκπαιδευμένος φιλόσοφος, αν αυτό σημαίνει κάτι. Ή ένας εκπαιδευμένος νεκροθάφτης. Ο τρόπος που γράφω είναι ο τρόπος που μιλάω και σκέφτομαι.

Κάποιες φορές βλέπω τα πράγματα υπό το πρίσμα μιας πολεμικής ταινίας, άλλες σκέφτομαι σαν αρχαιολόγος, ορισμένες σαν κοινωνιολόγος, μερικές σαν συγγραφέας ταξιδιωτικών οδοιπορικών.

Το φιλοσοφικό μου υπόβαθρο με βοηθά να σκέφτομαι κριτικά. Από την άλλη, βοηθά και με το χιούμορ. Το συγγραφικό μου στιλ είναι, λοιπόν, μια οργανική εκδήλωση του τρόπου που βγάζω άκρη στον κόσμο.

Πώς έχει ανταποκριθεί το αναγνωστικό κοινό στις Η.Π.Α. στο βιβλίο σου; Το αντιμετωπίζει ως την παράξενη δουλειά κάποιου περίεργου ή ως κάτι βαθύτερο και πιο σημαντικό;

Υπάρχει ευρεία γκάμα αντιδράσεων.

Κάποιοι συγκινήθηκαν τόσο βαθιά, που θέλουν να πάνε στην περιοχή και να βιώσουν τη μουσική μόνοι τους. Από την άλλη, υπάρχουν εκείνοι που απωθήθηκαν από την πολύ περιορισμένη αίσθηση του γούστου μου.

Έχουν τα γραπτά σου και οι κυκλοφορίες των δίσκων ασκήσει επίδραση σε κάποιους, τους έχουν κινητοποιήσει να εξερευνήσουν τα ηπειρώτικα;

Δεν ξέρω πώς μετρά κάποιος τη μουσική επίδραση. Κάποιοι σημαντικοί μουσικοί στις Η.Π.Α. κι αλλού, πάντως, πρωτοάκουσαν ηπειρώτικα μέσα από τους δίσκους που εξέδωσα.

Έχουν, εξάλλου, πουληθεί 9.000 αντίτυπα του δίσκου του Κίτσου Χαρισιάδη στις Η.Π.Α.- τα 8.500 από αυτά πιθανότατα όχι σε Έλληνες.

Το ζήτημα, Γιάννη, είναι ότι -αν είσαι ερωτευμένος με κάποιον- θέλεις να μοιραστείς το συναίσθημά σου, να τον εξυμνήσεις. Παράπλευρο αποτέλεσμα; Kι οι άλλοι βλέπουν την ομορφιά του.

Aν, λοιπόν, ακούσω κάτι που θεωρώ πως είναι όμορφο, μπορεί και κάποιος άλλος να νιώσει έτσι και να θελήσει να το μοιραστεί.

Ελπίζω, λοιπόν, ότι θα συνεχίσεις να «σκάβεις».

Τα πρώτα σαρανταεφτά χρόνια μου αντιπροσωπεύουν το πρώτο μέρος της ζωής μου, κι αυτή η δουλειά το δεύτερο. Αυτό είναι το έργο της ζωής μου.

Περισσότερα για τον Κρίστοφερ Κινγκ και τη δουλειά του μπορείτε να διαβάσετε στο πρoσωπικό του site.


Το ντοκιμαντέρ του Paul Duane Ὅσον ζῇς, φαίνου, ένα οδοιπορικό στη μουσική της Ηπείρου με κύριο «ξεναγό» τον Κρίστοφερ Κινγκ, προβάλλεται στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Βωβούσας την Παρασκευή 19 Ιουλίου.

Το Σάββατο 20 Ιουλίου πραγματοποιείται συζήτηση στο πλαίσιο του Φεστιβάλ με τον Κρίστοφερ Κινγκ.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

Στιούαρτ Στέιπλς: «Αποδεχόμενος τα τραγούδια, εισέρχεσαι πάντα σε ένα είδος πόνου»


Μια εγκάρδια και κεφάτη συνομιλία με τον Στιούαρτ Στέιπλς, τη μαυλιστική βαρύτονη φωνή των ατμοσφαιρικών Tindersticks, ενόψει της συναυλίας τους στο Ηρώδειο το Σάββατο 13 Ιουλίου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.

Είσαι στο Παρίσι;

Στη Γαλλία, αλλά όχι στο Παρίσι. Κάπου τρεις ώρες νότια από αυτό.

Ηχογραφείτε κάτι καινούριο;

Βρισκόμαστε στο τελευταίο στάδιο της ηχογράφησης ενός καινούριου άλμπουμ των Tindersticks.

Η πρώτη σας εμφάνιση στην Ελλάδα, στο Ρόδον, ήταν μια από τις πιο φορτισμένες συναισθηματικά συναυλίες που έχω πάει. Θυμάσαι κάτι ιδιαίτερο από τότε;

Μπορώ να θυμηθώ πολύ καλά.

Είναι κάπως παράξενο για μας.

Ο Νιλ, ο Ντέιβιντ κι εγώ προερχόμαστε από την εργατική τάξη μιας πόλης στο μέσο της Αγγλίας και προσπαθούσαμε να κάνουμε μουσική επί πολύ καιρό.

Κάποια στιγμή η μουσική σου είναι σαν να εκρήγνυται, και σε προσκαλούν παντού στον κόσμο για να παίξεις.

Περνάς νύχτες όπως εκείνη στο Ρόδον, στη διάρκεια των οποίων συνδέεσαι με όλους αυτούς τους ανθρώπους με ένα τρόπο τόσο βαθύ που σε σοκάρει. Δεν ήμασταν μεγαλωμένοι έτσι ώστε να γνωρίζουμε πως υπάρχουν τέτοια μέρη.

Συνέβη, όμως. Υποθέτω απλώς ότι, όταν ξεκινούσατε με τους Asphalt Ribbons στις αρχές της δεκαετίας του ’90, δεν είχατε κάποια συγκεκριμένη φιλοδοξία ή σχέδιο να γίνετε διάσημοι παγκοσμίως.

Από μουσικής άποψης μεγαλώσαμε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα εποχή και σε ένα πολύ ιδιαίτερο μέρος. Μεγαλώσαμε περικυκλωμένοι από τόσο πολλές και διαφορετικές φυλές και ιδέες.

Όσο πιο πολύ ταξιδεύω στην Ευρώπη, τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ πόσο ξεχωριστό μέρος ήταν η Βρετανία τότε.

Για μας ως παιδιά στην κατάστασή μας υπήρχαν μόνο δύο διαφυγές, η μουσική και το ποδόσφαιρο- για έναν νεαρό, ώστε να αποδράσει από το περιβάλλον του.

To σχολείο μου βρισκόταν κοντά σε ένα ορυχείο και οι περισσότεροι συμμαθητές μου πήγαν στο ορυχείο. Αυτό αναμενόταν από αυτούς.

Εσύ, ωστόσο, ακολούθησες μια άλλη κατεύθυνση.

(Γέλιο) Δεν επρόκειτο περί ενός ονείρου να γίνω διάσημος. Ήταν απλά η μόνη οδός διαφυγής στην πραγματικότητα, σε επίπεδο καθημερινότητας.

Παρακολούθησες μαθήματα τραγουδιού όταν ήσουν νεότερος ή απλώς ένιωσες αυτή την κλίση;

Κυκλοφορούσε αυτό το ανέκδοτο εκείνο τον καιρό. Πάντα υπάρχει κάποιος που θέλει να παίξει κιθάρα, κάποιος ντραμς και κάποιος που θέλει να κάνει επίδειξη. Κι αυτός είναι συνήθως ο τραγουδιστής. Έτσι σχηματίζονταν οι μπάντες.

Έμαθα να παίζω κιθάρα αργότερα. Με το πρώτο μας συγκρότημα θέλαμε να εκφράσουμε ιδέες, υποθέτω. Ακόμα και τώρα, διαγράψαμε ένα πλήρη κύκλο.

Αν έχω μια ιδέα που θέλω να εξερευνήσω με το συγκρότημα, ακόμα κι αν ξέρω περί τίνος πρόκειται μουσικά, θα σκεφτώ πώς να τη διατηρήσω όσο πιο ελεύθερη γίνεται για κείνους. Έστω κι αν ξέρω ότι μπορώ να πάρω μια κιθάρα και να παίξω το τραγούδι.

Έχω συνειδητοποιήσει πως είναι πολύ καλύτεροι από μένα. (Γέλιο) Πάντα επιστρέφω στις απαρχές όταν δεν μπορούσα να παίξω τίποτα και χτυπούσα πόρτες ανθρώπων λέγοντας «αυτή είναι η ιδέα, δεν ξέρω πώς να την κάνω κάτι χειροπιαστό».

Τι απολαμβάνεις περισσότερο στη συγγραφή στίχων και στο τραγούδι;

Το να τραγουδώ για ή με τους ανθρώπους έχει εξελιχθεί σε κάτι απρόσμενα σημαντικό στη ζωή μου. Όταν άρχισα να φτιάχνω μουσική, ό,τι είχα ήταν μια φωνή και δεν μπορούσα να τραγουδήσω, δεν είχα καμία αίσθηση μουσικότητας.

Έμαθα, λοιπόν, στην πορεία. Ήταν ένα μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού. Μόλις στον τέταρτο, ίσως, δίσκο μας, το Simple Pleasure, άρχισα να παίρνω τη φωνή μου πιο σοβαρά, κι αυτό σηματοδότησε την έναρξη μιας περιόδου δυσφορίας για μένα.

Τώρα, όμως, νιώθω πως η συγγραφή στίχων και το τραγούδι είναι εναρμονισμένα, σε ισορροπία, όλα είναι ένα.

Το να είσαι μέλος ενός συγκροτήματος μοιάζει με ερωτική σχέση με τους χωρισμούς, τις αποσύρσεις και τις επανασυνδέσεις;

Τα τελευταία δύο χρόνια δούλευα μόνος μου, και συνέθεσα το soundtrack για την ταινία της Κλερ Ντενί Μαύρη Τρύπα. Έκανα επίσης ένα σόλο άλμπουμ πέρσι.

Οι πέντε μας ζούμε κάνοντας μουσική μαζί, κι αυτό είναι σημαντικό. Αν, όμως, το κάναμε καθημερινά, σύντομα θα συντριβόταν από την επανάληψη. Ακόμα και τώρα, είναι δύσκολο που δεν έχουμε κάνει δίσκο επί τέσσερα χρόνια.

Η ηχογράφηση των τελευταίων μηνών δημιούργησε μια ενέργεια και μια επιθυμία που όντως τις νιώθω στο άλμπουμ και μεταξύ μας. Αν το είχαμε κάνει χρόνια πριν, μετά τις συναυλίες για τον προηγούμενο δίσκο, δε θα τις είχε.

Είναι σημαντικό, λοιπόν, να απομακρυνόμαστε ο ένας από τον άλλο. Την τελευταία φορά δώσαμε 95 συναυλίες, νομίζω!

Στο τέλος, είπα: «Παιδιά είναι σπουδαίο, αλλά έχω ανάγκη το χώρο μου τώρα».

Επιστρέφοντας στην ερώτησή σου, δουλεύουμε με τον Νιλ από τα δεκαεφτά μας, κι είμαστε πολύ καλοί στο να τσαντίζουμε ο ένας τον άλλο. Στο συγκρότημα είναι αντικομφορμιστής, ποτέ δε θα ήθελα να τον «στρώσω». 



Η τελευταία προσωπική σου δουλειά, το Arrhythmia, είναι η πιο πειραματική σου μέχρι σήμερα. Γιατί την ονόμασες έτσι;

Με ενδιέφεραν οι «σπασμένοι» ρυθμοί, κι αυτό κλιμακώθηκε στο τελευταίο τραγούδι, το Step into the grey. Απλώς ένιωσα ότι ο τίτλος ήταν...

Κατάλληλος;

Εννοιολογικά ταίριαζε με τον τρόπο που ένιωθα για εκείνη την περίοδο και γράφοντας αυτά τα τραγούδια. Δεν ήθελα να επιβάλω αυτή τη δουλειά στην μπάντα.

Ήθελες να εξερευνήσεις αυτές τις ιδέες μόνος σου.

Πρέπει να επιτρέπεται στο συγκρότημα να βρίσκεται εκεί που θέλει, και κάποιες ιδέες δεν το αφήνουν να συμβεί. Δε νομίζω πως αυτός είναι ο πιο απολαυστικός τρόπος να δουλεύεις με τους ανθρώπους.

Έχοντας συνθέσει τη μουσική για διάφορες ταινίες της Κλερ Ντενί, πώς σχετίζεσαι μαζί της σε προσωπικό και καλλιτεχνικό επίπεδο;

Έχει τη φήμη του αυστηρού ανθρώπου με τους δημοσιογράφους, αλλά όλοι όσοι συνεργάζονται μαζί της την αγαπούν.

Θεμελιωδώς, προσφέρει ένα είδος ελευθερίας στους ανθρώπους, σαν να ξέρει τι θέλει όταν αυτό της παρουσιάζεται. Αυτό δίνει σε ανθρώπους σαν εμένα ένα χώρο να εξερευνήσουν κι έπειτα να ξεκινήσουν ένα διάλογο μαζί της.

Δεν έχω μεγάλη φιλοδοξία να είμαι συνθέτης μουσικής για ταινίες. Είμαι προνομιούχος που την έχω συναντήσει κι έχω δουλέψει μαζί της.

Θα σκεφτόσουν ποτέ να εγκαταλείψεις το τραγούδι;

Δεν ξέρω.

Αν βρίσκεσαι σε μια κατάσταση όπως στην τρέχουσα, ενόψει μιας δεκαοκτάμηνης περιόδου, χρειάζεσαι πολλή ενέργεια για να οργανώσεις και να δώσεις συναυλίες. Όταν βγει ο καινούριος δίσκος, θα είμαστε 55. Με το επόμενο, ίσως 60! (Γέλιο)

Δεν μπορώ να φανταστώ να θέλω ποτέ να σταματήσω να τραγουδάω.

Μιας και αναφέρθηκες στην ηλικία με παιχνιδιάρικο και χιουμοριστικό τρόπο, διαχειρίζεσαι αποτελεσματικά το πέρασμα του χρόνου;

Για τα τελευταία εικοσιπέντε-εικοσιέξι χρόνια έχω μπορέσει να ξυπνάω το πρωί σκεπτόμενος τι θέλω να κάνω και να έχω την αίσθηση ενός προνομίου ότι έχω καταφέρει να ζήσω τη ζωή μου κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Και σε κρατάει ενεργό.

Ναι. Αν αυτό σταματήσει, δεν ξέρω τι θα συμβεί στην αντίπερα όχθη.

Όταν έρχονται ιδέες, έχεις μονάχα μια επιλογή- να τις αποδεχτείς ή όχι. Όταν τα τραγούδια όντως έρχονται, πρέπει να τα αποδέχεσαι.

Αποδεχόμενος τα τραγούδια, εισέρχεσαι πάντα σε ένα είδος πόνου. Το ίδιο συμβαίνει και με τη σύνθεση ενός soundtrack. Με τον ενθουσιασμό της εξερεύνησης πάντα υπάρχει πόνος. (Γέλιο)

Σε τρομάζει καθόλου η επικείμενη συναυλία σας στο Ηρώδειο;

Λίγο, υποθέτω. Με τρομάζει κάπως η οποιαδήποτε συναυλία, στην πραγματικότητα. Πριν, όμως, ανέβω στη σκηνή, κοιτάζω γύρω μου, βλέπω την μπάντα μου και λέω «όλα θα πάνε καλά».

Παίρνεις δύναμη από τη συλλογική δύναμη.

Photo credit (Tindersticks-κεντρική): Christophe Agou.

Περισσότερες πληροφορίες για τους Tindersticks και τη δουλειά τους μπορείτε να αναζητήσετε στο επίσημο site τους.

Οι Tindersticks εμφανίζονται live στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού το Σάββατο 13 Ιουλίου, 21:00, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2019

Φώτος Λαμπρινός: «Μέσα στην ευρωπαϊκή κατάρρευση, καταρρέει κι η Ελλάδα»


Διακεκριμένος σκηνοθέτης με μακρά θητεία στο πεδίο της δημιουργίας ντοκιμαντέρ, ο Φώτος Λαμπρινός φιλοτεχνεί με το πιο πρόσφατο βιβλίο του, Παλαμηδίου 10, μια «τοιχογραφία» της παιδικής κι εφηβικής του ηλικίας και συνάμα μιας μεγάλης περιόδου της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας.

Συναντηθήκαμε μαζί του, και κουβεντιάσαμε για τη ζωή, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, την πολιτική, την Αριστερά, την Ευρώπη και την Ελλάδα.

«Γιατί μόνο ό,τι αφηγούμαστε τελειώνει», αποφαίνεται η Anna Seghers, κάτι που προτάσσετε στο βιβλίο σας Παλαμηδίου 10. Νιώσατε την ανάγκη, μέσω αυτού, να κλείσετε «λογαριασμούς» με ένα μεγάλο μέρος της ζωής σας, και ανθρώπους;

Ακριβώς έτσι.

Αισθάνθηκα την ανάγκη, χωρίς να έχω λογοτεχνικές ή συγγραφικές φιλοδοξίες, να αφηγηθώ με όσο γίνεται πιο εύληπτο τρόπο γεγονότα της ζωής μου που δεν είναι και τόσο συνηθισμένα, αν και εκείνη την εποχή πολλά παιδιά είχαν τη δική μου τύχη.

Με επηρέασαν πολύ τρία βιβλία: το Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο της αγαπημένης μου φίλης Άλκης Ζέη, το Ο πρώτος άνθρωπος του Αλμπέρ Καμύ και το Τότε που ζούσαμε του Ασημάκη Πανσέληνου.

Παρόλο που και τα τρία οι συγγραφείς τους τα ονομάζουν μυθιστορήματα, εγώ δε θέλησα να πω το δικό μου μυθιστόρημα, αλλά ντοκιμαντέρ. Τι κάνω μια ζωή, άλλωστε;

Μου έκανε εντύπωση όταν το διάβασα στην εισαγωγή.

Δεν είναι ένας όρος που συνηθίζεται. Έχει, όμως, πολλή ακρίβεια.

Είναι σαν μια ταινία, μόνο που δεν πρόκειται για ταινία.

Πρόκειται για βιβλίο-ντοκιμαντέρ, γιατί το 90% όσων αφηγούμαι είναι πραγματικά. Κάποια μπορεί να μη συνέβησαν έτσι. Είναι και το πώς τα θυμάσαι όταν έχουν περάσει 60, 70 ή περισσότερα χρόνια. Τώρα είμαι 83, δεν είναι παίξε-γέλασε!

Αν και το βιβλίο μιλάει για πολλά πράγματα, προσπάθησα να μην είναι πολυλογούδικο και να μην έχει τη σχολαστικότητα που κουράζει τον αναγνώστη.

Ταυτόχρονα, ενώ είναι βαθιά προσωπικό, συνιστά την «τοιχογραφία» μιας πολύ μεγάλης περιόδου της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας και μια «ανθρωπογραφία».

Αναγκαστικά.

Είτε το ήθελα είτε όχι, μ’ αυτό τον κόσμο συναναστράφηκα, αυτοί οι άνθρωποι ήταν στην «καρδιά» των γεγονότων που έζησα- από τον Ζαχαριάδη και τον Βελουχιώτη, μέχρι τον Μέμο Μακρή και τον Ντίνο Τσαλόγλου, που υπεραγαπούσα.

Επειδή είναι διάσημοι, δεν αλλάζουν τα πράγματα. Απλώς έτυχε να βρεθώ ανάμεσά τους λόγω του πατέρα μου και των γενικότερων συνθηκών.

Πότε συνειδητοποιήσατε πόσο σημαντικοί ήταν κάποιοι άνθρωποι περισσότερο σε σχέση μ’ αυτό που έκαναν και λιγότερο μ’ αυτό που ήταν όταν τους είχατε γνωρίσει ως πιτσιρικάς;

Πολύ αργότερα, αν εξαιρέσουμε μύθους όπως ο Βεάκης ή ο Σικελιανός. Ακόμη και το ότι ο Ζαχαριάδης έκατσε στην καρέκλα δίπλα μου και με αγκάλιασε, το θεώρησα μια τυχαία μεν, αλλά φυσική συμπεριφορά.

Πρωτίστως, το βιβλίο σας είναι ένας φόρος τιμής στους γονείς σας. Πιο πολύ για την μητέρα σας;

Και για τους δύο. Απλώς σε σχέση με την μητέρα υπάρχουν και κείμενα της ίδιας.

Το παρατήρησα. Είχαν δημοσιευτεί;

Όχι όλα, μερικά είναι γραμμένα από τη δική μου φαντασία.

Άλλα είναι δημοσιευμένα σε ένα βιβλιαράκι που είχαν γράψει οι κομμουνίστριες εξόριστες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία, για να φτιάξουν το μνημείο της Γυναίκας της Αντίστασης στον τόπο των εκτελέσεων πίσω από το Σωτηρία.

Και το φτιάξανε.

Υπάρχει και το κομμάτι του πατέρα, που είναι εμπλουτισμένο με πολύ αρχειακό υλικό διαφόρων ειδών.

Ο πατέρας μου ήταν δραστήριος ως διανοούμενος λογοτέχνης. Εκτός από τα πάρα πολλά κείμενά του που τα έχω δώσει στο ΕΛΙΑ αλλά τα έχω σκανάρει κιόλας, εξέδωσε και αρκετά βιβλία.

Θα άξιζε να εκδώσω αυτά τα κείμενα. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, θα δούμε.

Αισθάνεστε ότι γνωρίσατε τους γονείς σας κάπως βαθύτερα, διαφορετικά ή καλύτερα μέσα από τη διαδικασία της συγγραφής;

Όχι τόσο αυτό. Υπάρχει, όμως, ένα γεγονός των τελευταίων χρόνων που έχει σχέση με το βιβλίο.

Μέσα από μια γραφειοκρατική διαδικασία που έθεσα σε κίνηση, κατάφερα, επί ΣΥΡΙΖΑ, να πάρω το φάκελο του πατέρα μου από την Ασφάλεια.

Πώς και δεν είχε καταστραφεί;

Ο δικός μου και της μητέρας μου είναι από τους καμένους -μου το είπαν από την Ασφάλεια-, αλλά του πατέρα μου σώθηκε, και είναι ογκωδέστατος.

Μέσα από αυτό το φάκελο -δεν ντρέπομαι να το πω- γνώρισα λίγο παραπάνω ή λίγο καλύτερα τον πατέρα μου, διότι εγώ ήμουν δέκα χρονών, όταν έφυγε για τη Γαλλία. Τι να έχω μάθει μέχρι τα δέκα μου; Όσο και να μεγαλώναμε γρήγορα τότε.

Και μεγαλώνατε γρήγορα.

Μεγαλώναμε αλματωδώς. Δεν καταλαβαίναμε αν αυτό που ζούσαμε, σκεφτόμασταν ή κάναμε αντιστοιχούσε στην ηλικία μας. Δε δίναμε καμία σημασία. Φερόμασταν σαν μεγάλοι άνθρωποι.

Όταν ένα παιδί έρχεται με την οτομοτρίς έξι χρονών μόνο του από την Πάτρα και βρίσκει το σπίτι του άδειο, δεν είναι κάτι συνηθισμένο.

Παρ όλα αυτά, δεν είμαι ο μόνος που έχει ζήσει κάτι τέτοιο. Και δεν είναι μόνο η Κατοχή ή τα Δεκεμβριανά, αλλά κι ο Εμφύλιος, η δεκαετία του ’40.

Είμαι ένας από όλους που έζησαν αυτή τη φοβερή δεκαετία στο πετσί τους, χωρίς να δώσουν ιδιαίτερη έμφαση στο τι τράβηξαν ή δεν τράβηξαν.

Δεν είναι μικρό πράγμα, πάντως, που καταφέρατε να επιβιώσετε και να καταπιαστείτε με ό,τι καταπιαστήκατε στις κατοπινές δεκαετίες.

Πηγαίνοντας από το ένα σπίτι στο άλλο δεν πέθανα, γιατί δεν ήταν και τόσο απαραίτητο να πεθάνω. (Γέλιο)

Από την άλλη, ήταν τέτοιο το περιβάλλον, που το να πεις στον πατέρα σου «θέλω να γίνω σκηνοθέτης», ήταν φυσική εξέλιξη, όχι κάτι εξωπραγματικό.

Εσείς το είπατε και το εννοούσατε, όμως.

Σαφώς, αλλά αν κρίνουμε και από τη σύνθεση της τάξης μου στη Σχολή Σταυράκου, δεν έπαιξε ρόλο η ταξική προέλευση των σπουδαστών.

Ο Δήμος ο Θέος τι ήταν; Ένα παιδί από πολύ φτωχή οικογένεια της Καρδίτσας. Ήρθε τελείως άφραγκος στην Αθήνα για να σπουδάσει σινεμά. Με χίλια βάσανα κατάφερνε να επιβιώνει μεταξύ 1954 και 1959 δουλεύοντας μεροκάματο ως εργάτης.

Στη συνέχεια έκανε πολύ σπουδαίες ταινίες. Είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες σκηνοθέτες που έχει βγάλει η Ελλάδα το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Και δεν ήταν ο μόνος.

Το Κλέφτης ποδηλάτων του Βιτόριο ντε Σίκα ήταν από τις ταινίες που σας είχαν σημαδέψει τότε, όπως αναφέρετε στο βιβλίο; Είναι η αγαπημένη μου.

Βέβαια. Αλλά, όσο προχωρούσαν τα χρόνια μου άρεσε περισσότερο το Umberto D. Καθώς, όμως, διαμορφωνόμουν κινηματογραφικά, αγαπούσα περισσότερο τον Βισκόντι. Έχω θαυμάσει το έργο του, και το θαυμάζω μέχρι σήμερα.

Μετά από πολλά χρόνια στη Γαλλία ανακάλυψα τον Μιζογκούτσι. Ο δάσκαλός μου ο Μιχαήλ Ρομ, επίσης, ήταν εξαιρετικός. Το Εννιά μέρες ενός χρόνου άλλαξε το σοβιετικό σινεμά.

Το σπίτι της Παλαμηδίου 10 υπάρχει ακόμα;

Δυστυχώς όχι.

Με την παρέα τα τελευταία δέκα-δεκαπέντε χρόνια πηγαίναμε βόλτες στη γειτονιά. Υπήρχε και μια ταβερνούλα όπου τρώγαμε και θυμόμασταν τα παλιά. Όταν πρωτοπήγαμε, το σπίτι ήταν γιαπί, κι έπειτα είχε χτιστεί μια περίεργη πολυκατοικία.

Το συγκινητικό, ωστόσο, είναι ότι η γειτονιά, σε μεγάλο ποσοστό, έχει μείνει ίδια: η Πύλου, η Αλκυόνης, η Ναυπλίου, η Ιωαννίνων.

Τώρα στην περιοχή μένουν κυρίως μετανάστες;

Έτσι λένε. Εγώ, όμως, πιστεύω πως ζουν και πάρα πολλοί Έλληνες. Αρκετοί από αυτούς από παλιά. Βέβαια, ένα μεγάλο ποσοστό της δικής μου γενιάς έχει φύγει.

Δεν ξέρω πού να τους βρω για να διαβάσουν το βιβλίο! (Γέλιο)

Έχει αλλάξει ριζικά, αν όχι δραματικά, κι η υπόλοιπη Αθήνα.

Η Ομόνοια, για παράδειγμα, ήταν ένα κουκλί, μια από τις ωραιότερες πλατείες. Tο Παρίσι θα μπορούσε να τη ζηλέψει. Κανείς εκεί δε σκέφτεται να αλλάξει τη Βαντόμ ή την αγαπημένη μου, την πλατεία ντε Φούρστενμπεργκ. Αλλά στην Ελλάδα...

...Όλα συμβαίνουν.

Εδώ κατέστρεψαν την πλατεία Κολωνακίου, οι περιβοήτοι Αντωνακάκηδες. Είναι ανάγκη να καταστρέψεις τη μνήμη μου; Είναι από τα πιο αγαπημένα μου μέρη, γιατί εκεί, πιτσιρίκι, έδωσα τα πρώτα φιλιά με την αγαπημένη μου.

Τώρα δεν μπορώ να πάω, είναι τίγκα στο τσιμέντο. Της άλλαξαν τα φώτα. Με ποιο δικαίωμα;

Υπάρχουν στιγμές, μέρη ή άνθρωποι που νοσταλγείτε περισσότερο ή θυμάστε με μεγαλύτερη τρυφερότητα;

Όλα αυτά τα πρόσωπα, αλλά πάνω από όλα τους γονείς μου. Όταν τα φέρνω στη μνήμη μου, με συγκινούν πολύ.

Δεν είναι τυχαίο ότι η παρέα της Παλαμηδίου που ξεκίνησε το ’50 επέζησε μέχρι σήμερα. Ήμασταν τέσσερις και μείναμε δύο, ο Ιορδάνης -ο «Ντάνυ»- κι εγώ. Αυτοί οι δύο βλεπόμαστε πάρα πολύ συχνά. Μέχρι πέρυσι ζούσε κι ο Χάρης, ο τρίτος.

Βέβαια ο Αντρέας ήταν ο σπουδαίος της παρέας κι ο συνδετικός κρίκος, αλλά ήταν ο πρώτος που χάσαμε. Ήταν μια από τις απώλειες της ζωής μου. Τον αγαπούσα πάρα πολύ. Είναι πολύ μεγάλο πράγμα η παιδική φιλία.

Άλλωστε, «όλα όσα έμαθα μέχρι τα επτά μου χρόνια, δεν τα ξέχασα ποτέ. Όλα όσα δεν έμαθα μέχρι τα επτά μου χρόνια- ποτέ μου δεν τα έμαθα», που έγραφε κι η Τσβετάγιεβα. Κι αυτό ως στάση ζωής, παρά ως γνώσεις.

Ακριβώς. Το κυρίαρχο στοιχείο σ’ αυτή τη γνώση είναι το ήθος. Αν, δηλαδή, το περιβάλλον σου σού ενσπείρει την έννοια του ήθους μέχρι τα έξι-επτά σου χρόνια, δεν το ξεχνάς ποτέ. Το εισπράττεις, το σέβεσαι και, όσο μπορείς, το τηρείς.

Το ευρύτερο περιβάλλον σας σάς ενέσπειρε και το «σπόρο» της αμφιβολίας, της αμφισβήτησης.

Κυρίως ο Σωτήρης Πατατζής.

Απέναντι στα πράγματα, την πολιτική, τη θρησκεία.

Απέναντι στα δεδομένα. Η αμφισβήτηση που εισήγαγε ο Πατατζής με το «σαράκι της αμφιβολίας» ήταν καθοριστική στη ζωή μου. Λόγω του πατέρα μου, θα μπορούσα να κάνω κομματική καριέρα, αν ήθελα. Δεν το έκανα.

Και στη Μόσχα, κατόπιν, δεν ένιωθα την ανάγκη να στρατευτώ και να μπω στο Κόμμα. Με ενδιέφερε πολύ περισσότερο το σινεμά, η λογοτεχνία, η σκέψη. Την εποχή που ήμουν στη Σοβιετική Ένωση δεν υπήρχε λαός που διάβαζε τόσο πολύ.

Δεν υπήρχε βαγόνι τρένου που να μην έχει κάποιος ένα βιβλίο στο χέρι του. Άλλωστε οι Ρώσοι ποτέ δε σε ρωτάνε αν έχεις διαβάσει κάτι. Αν το θυμάσαι σε ρωτάνε. Αυτό το περιβάλλον ήταν για μένα πολύ πιο ενδιαφέρον από το κομματικό.

Πολύ πιο ζωντανό.

Πιο ενδιαφέρον πνευματικά, καλλιτεχνικά. Σκηνοθέτης ήθελα να γίνω, όχι γραμματέας επιτροπής. Έτσι, ολοκλήρωσα τη διπλωματική μου με «άριστα», και με αυτό το διαβατήριο έκανα ό,τι έκανα αργότερα.

Άλλωστε, όπως το γράφετε, ανέκαθεν ήσασταν εναντίον εξαρτήσεων κάθε είδους, οπότε δε θα μπορούσε να έχει συμβεί κάτι διαφορετικό.

Παρόλο που δεν ήταν όλα αυτά τόσο συνειδητά. Ήταν μια συμπεριφορά που έβγαινε σχεδόν αυθόρμητα.

Ο τρόπος γραφής σας φανερώνει, εξάλλου, εξαιρετική αυτοπειθαρχία και αυτοέλεγχο. Θέμα ψυχοσύνθεσης;

Αυτό με εκπλήσσει. Διαβάζοντας το βιβλίο τυπωμένο δε μου γεννιέται αυτή η αίσθηση, αλλά ίσως υπάρχει χωρίς να το συνειδητοποιώ.

Η απουσία του εύκολου συναισθηματισμού είναι αξιοσημείωτη.

Αν προκύψει κάποιος εύκολος συναισθηματισμός, απορρίπτεται αυτόματα. Δεν είναι στο χαρακτήρα μου.

Έχοντας βιώσει τόσα στο πλαίσιο της ευρύτερης Αριστεράς, και σε εποχές πιο ζόρικες από τη σημερινή, πώς τη βλέπετε τώρα; Υπάρχει κάπου, κάπως;

Πολύ δύσκολη ερώτηση.

Θεωρώ ότι η ήττα του σοβιετικού μοντέλου είναι καθοριστική. Μοιραία, με την έννοια ότι δεν επανέρχεται αυτό. Απόδειξη πως ο Πούτιν αναπαράγει ό,τι αρνητικό είχε το σταλινικό καθεστώς, σε συνδυασμό με τον Μεγάλο Πέτρο και την Μεγάλη Αικατερίνη.

Όσο πολύτιμα κι αν ήταν τα «μέταλλα» της μαρξιστικής και της σοσιαλιστικής θεωρίας το 19ο αιώνα -που ήταν, γιατί ξεσήκωσαν έναν ολόκληρο πλανήτη-, δυστυχώς στον 20ό αιώνα σκουριάσανε.

Αυτό που θα προκύψει στο μέλλον δε θα έχει καμία σχέση με αυτά που ξέραμε μέχρι τώρα. Το έργο σοβιετική, σοσιαλιστική επανάσταση έχει τελειώσει.

Από την άλλη, υπάρχει το εμφανές γεγονός της Ευρώπης.

Τεράστια τμήματα του ευρωπαϊκού πληθυσμού πήραν στα χέρια τους τις Διακηρύξεις των σοσιαλιστών πολεμιστών και της σοσιαλδημοκρατίας, τις έσκισαν και τις πέταξαν στο καλάθι των αχρήστων, έτσι που δεν έχει κανένα νόημα αυτή η ιστορία.

Η ταξική βάση της κοινωνίας υπάρχει, ωστόσο, απλώς δεν εκφράζεται με βάση όσα έλεγαν οι μαρξιστές κι οι σοσιαλιστές τον 19ο και τον 20ό αιώνα.

Ως αυτοκρατορία, η Ευρώπη έχει τελειώσει. Κι αυτό όχι τόσο επειδή πέταξε στα σκουπίδια τις σοσιαλιστικές επαγγελίες, ούτε γιατί ανεβαίνει η Ακροδεξιά- αλλά επειδή δεν παράγει πλέον πνευματική «τροφή».

Δεν υπάρχει διανόηση, λογοτεχνία, κινηματογράφος, θέατρο, μουσική. Δεν υπάρχει τίποτα. Η ταινία του Ξαβιέ Λεγκράν, για παράδειγμα, που πήρε και βραβεία, είναι αδιάφορη, μέτρια. Το μοντάζ δεν το συζητάω, είναι του γιου μου! (Γέλιο)

Στα καθ’ ημάς, υπάρχει κάτι αισιόδοξο;

Η Ελλάδα δε μετράει σ’ αυτά τα θέματα.

Από την περίοδο που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής απέρριψε τη βιομηχανική, την επενδυτική δραστηριότητα μεγάλης κλίμακας, για να στρέψει τη χώρα στον τουρισμό, η Ελλάδα έχει τη «μεγάλη» προοπτική να ζει από αυτόν.

Αν παράγει κάποιο έργο καλλιτεχνικό, πνευματικό, είναι για παρεούλες. Πολλοί λίγοι αντιλαμβάνονται τι σημαίνει μια παράσταση του Στάθη Λιβαθινού, ένα βιβλίο της Άλκης Ζέη, ή η δική μου ταινία, Η μεγάλη ουτοπία.

Μέσα στην ευρωπαϊκή κατάρρευση, καταρρέει κι η Ελλάδα. Απόδειξη ότι γυρνάμε πάλι στα «τζάκια». Ουσιαστικά γυρνάμε στην Τουρκοκρατία, από την οποία ποτέ δε φύγαμε.

Την κρίση την πληρώνουμε λόγω Χούντας. Η Χούντα ήταν σοβαρή τομή στην ελληνική κοινωνία, για την οποία δε μιλάει κανένας. Η δικαιολογία είναι πως είναι πολύ πρόσφατη, αλλά αυτή δεν είναι και τόσο πειστική.

Η Χούντα έφερε στην επιφάνεια την απωθημένη εικόνα της Τουρκοκρατίας, και μαζί το νεόπλουτο ραγιαδισμό.

Εκτιμώ, πάντως, ότι συμβαίνουν και στην Ελλάδα πράγματα που μπορούν να κινητοποιήσουν ορισμένους ανθρώπους προς μια διαφορετική κατεύθυνση.

Αυτοί οι άνθρωποι δεν ορίζουν τη μοίρα της χώρας. Την ορίζει η πλειονότητα, κι αυτή επιστρέφει στα «τζάκια». Και καλά να πάθει!

Ευχαριστώ ιδιαιτέρως την Ισμήνη Κουρούπη από το Γραφείο Τύπου & Επικοινωνίας των Εκδόσεων Καστανιώτη για τη συνδρομή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης.

Το βιβλίο του Φώτου Λαμπρινού Παλαμηδίου 10 κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.