Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Στέλιος Χαραλαμπόπουλος: «Οι κοινωνίες έχουν ανάγκη την παραδειγματική αξία του ήθους»



Το πορτραίτο του φιλειρηνιστή βουλευτή της Ε.Δ.Α. Γρηγόρη Λαμπράκη, που δολοφονήθηκε από τους παρακρατικούς Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη την άνοιξη του 1963, φιλοτεχνεί στο ντοκιμαντέρ Μαραθώνιος μιας ημιτελούς άνοιξης: Γρηγόρης Λαμπράκης ο καταξιωμένος σκηνοθέτης Στέλιος Χαραλαμπόπουλος. Μέσα από ένα πλούσιο αρχειακό υλικό, μέρος του οποίου έρχεται για πρώτη φορά στην επιφάνεια, καθώς και μαρτυρίες ανθρώπων που τον έζησαν από κοντά, ο Χαραλαμπόπουλος αναδεικνύει όλες τις πτυχές της προσωπικότητας, του χαρακτήρα, της ψυχοσύνθεσης και της δράσης του Λαμπράκη, σκιαγραφώντας, παράλληλα, μια εποχή σκοτεινή, με πολλές, ωστόσο, αναλογίες με τη σημερινή. Συναντούμε τον σκηνοθέτη λίγες ώρες πριν την επίσημη πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ στην Τρίπολη.


Δεν είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεσαι σε ντοκιμαντέρ με τη φιλοτέχνηση πορτραίτου ιστορικού προσώπου. Γιατί, λοιπόν, επέλεξες τον Γρηγόρη Λαμπράκη στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία; Σκιαγράφησέ μου λίγο τον άνθρωπο, τον πολιτικό, την εποχή.

Σε κάθε ταινία μου, σε επίπεδο προθέσεων, πάντα με ενδιαφέρει, όταν μιλάω για κάποιο πρόσωπο, να το τοποθετήσω στην εποχή του. Να έχει λόγο κι ο ίδιος, αλλά να αποτυπώνεται και το κλίμα, μέσα στο οποίο διαμορφώνεται. Σαφέστατα και ο δημιουργός έχει μια ματιά και σε καμία περίπτωση δε θεωρώ ότι υπάρχει μια πραγματικότητα από μόνη της και απλώς χρησιμοποιείς ένα μέσο για να την καταγράψεις. Αν και στη «Νύχτα που ο Φερνάντο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη» (σημ.: το ντοκιμαντέρ βγήκε στις αίθουσες το 2008), το «πάντρεμα» της μυθοπλασίας με το ντοκιμαντέρ το έφτασα στα όριά του, για να καταδείξω τις απόψεις μου γύρω από το θέμα.

Ήμουν εφτά χρονών, όταν έμαθα ότι σκότωσαν τον Λαμπράκη, έναν πολύ καλό άνθρωπο, γιατρό με σημαντικό κοινωνικό έργο που φρόντιζε τους φτωχούς δωρεάν, εξαιρετικό αθλητή, που είχε δοξάσει τη χώρα του, και πολύ καλό επιστήμονα, με σπουδαίο έργο στην ενδοκρινολογία.


«Αθυρόκαρδος» και «αθυρόμυαλος», όπως τον χαρακτήρισε ο Μανώλης ο Γλέζος.

Πολύ ωραίες λέξεις, ικανές να αποδώσουν τα κύρια χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Ασφαλώς δεν ήμουν ο μόνος που συγκινήθηκε από τη δολοφονία αυτού του ανθρώπου. Είναι γνωστό ότι η συγκεκριμένη δολοφονία αποτελεί τομή στη νεοελληνική ιστορία και επέδρασε καταλυτικά στις περαιτέρω εξελίξεις στην κεντρική πολιτική σκηνή, αλλά και στο επίπεδο της κινητοποίησης των μαζών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η νεολαία που γεννήθηκε στο όνομά του, επιδιδόμενη σε δραστηριότητες με έμφαση στον πολιτισμό, όπως συναυλίες σε πόλεις και χωριά. Υπήρξε μια άνοιξη, η οποία έμεινε ημιτελής, λόγω της Χούντας. Αργότερα, επειδή πάντοτε με απασχολούσε ο ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορία, μιας και η ιστορία κινείται μέσα από τη δράση κοινωνικο-οικονομικών μηχανισμών, θεωρούσα ότι αυτός ο ρόλος έχει πολύ μικρή συμβολή. Από την άλλη, υπάρχουν παραδείγματα προσωπικοτήτων που απελευθερώνουν ένα τεράστιο συναισθηματικό φορτίο στις μάζες. Αυτό έγινε και με την υπόθεση Λαμπράκη. Η δολοφονία απελευθέρωσε πολύ συναίσθημα στον ελληνικό λαό, αμέσως έγινε φανερή η ανάγκη του να ξεχωρίσει ένα πρότυπο, να δημιουργήσει έναν ήρωα, με τον  οποίο να ταυτιστεί, και, ουσιαστικά, τη μέρα της κηδείας του ο Λαμπράκης ξαναγεννιέται και φτιάχνεται ο μύθος του. Αυτό το θέμα, του ήρωα, με απασχολούσε και στον «Άδη» (σημ.: πρόκειται για το μεγάλου μήκους ντεμπούτο μυθοπλασίας του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, που βγήκε στις αίθουσες το 1996), ο οποίος είναι μια πολύ ελεύθερη διασκευή της «Άλκηστης» του Ευριπίδη. Κι εκεί παίζει ρόλο η έννοια του ήρωα και της θυσίας. Ουσιαστικά, λοιπόν, πρόκειται για μνήμη που έρχεται από τα παιδικά μου χρόνια και κάτι που με απασχολεί σε μεταγενέστερα χρόνια, πώς, δηλαδή, διαμορφώνεται ένας ήρωας και σε ποια στοιχεία του «ακουμπά» η συλλογική συνείδηση.


Αποτελούσε, με βάση και τη δυνατότητα που μας παρέχει η εκ των υστέρων ματιά στα ιστορικά γεγονότα, τόσο σοβαρή απειλή για το τότε καθεστώς, ώστε, τελικά, να δολοφονηθεί;

Σε καμία περίπτωση. Ήταν, όμως, εποχή φανατισμών, στην ακμή του Ψυχρού Πολέμου. Ας μην ξεχνάμε ότι την ίδια χρονιά, το 1963, με την κρίση των πυραύλων στην Κούβα, η ανθρωπότητα φτάνει στο χείλος του γκρεμού, το φιλειρηνικό κίνημα έχει πολύ μεγάλη σημασία και, με αυτή την έννοια, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το κίνημα αυτό ήταν εμπόδιο στα χέρια των πολεμοκάπηλων. Βεβαίως, τότε στην Ελλάδα κυριαρχούν οι δωσίλογοι και η κατάσταση είναι οξυμένη, λόγω του αίματος που χωρίζει τους ανθρώπους. Δεν είναι μόνο η ιδεολογία. Σε καμία περίπτωση, λοιπόν, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η δολοφονία, αν και βέβαια το καθεστώς θεωρούσε τους «συνοδοιπόρους» πιο επικίνδυνους από τους αριστερούς. Ο Λαμπράκης ήταν συνεργαζόμενος με την Ε.Δ.Α. Το καθεστώς θεωρούσε ότι κάποιοι άνθρωποι με κύρος, αθλητές ή επιστήμονες, όταν συνεργάζονται με την Αριστερά, προσδίδουν και σε κείνη κύρος. Ασφαλώς, ο Λαμπράκης ήταν δυναμικός πολιτικός. Είχε κάνει κάποιες δράσεις, όπως η Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης με λίγους άλλους, ήταν το επεισόδιο με τον χιτλερίσκο βουλευτή Παπαδόπουλο στη Βουλή και γενικά διακρινόταν, με σημερινούς όρους, για τον ακτιβισμό του. Ξέφευγε λίγο από τα πλαίσια. Οι ενέργειές του είχαν συμβολικό βάρος, μια παλικαριά. Η δολοφονία του, πάντως, ήταν μια εξαιρετικά ακραία ενέργεια ενός παρακράτους που χρόνια το έφτιαχναν και, τελικά, τους γύρισε μπούμερανγκ.


Μια από τις αρετές της ταινίας είναι τα στοιχεία και οι άνθρωποι που για πρώτη φορά εμφανίζονται στο φακό. Πώς κατάφερες να εντοπίσεις τους ανθρώπους και τα στοιχεία, μετά από τόσες δεκαετίες λησμονιάς;

Ξεκίνησα την ταινία προς τα τέλη του 2010, τρεισήμισι χρόνια μου πήρε, κι έψαχνα να βρω αν ζούσε κάποιος από εκείνους που είχαν περπατήσει μαζί του, έστω και για λίγο, στη Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης. Έτσι ανακάλυψα τον 16χρονο, τότε, Ανδρέα Μαμωνά. Είχαν χαθεί τα ίχνη του. Να φανταστείς ότι τον αναζητήσαμε στον τηλεφωνικό κατάλογο και, τελικά, τον εντοπίσαμε στην Κέρκυρα. Ήταν άρρωστος εκείνο το διάστημα. Μετά από ένα χρόνο, όμως, κατάφερε να έρθει στην Αθήνα και να κάνουμε το γύρισμα. Έψαχνα συστηματικά, δηλαδή, γιατί ήθελα πρωτογενείς μαρτυρίες. Κυρίως με ενδιέφερε το ήθος που έχουν αυτοί οι άνθρωποι και προσπαθήσαμε να το αποτυπώσουμε στο ντοκιμαντέρ. Πράγματι, πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους το σύνθημα «Κάθε νέος και Λαμπράκης», που ακούστηκε για πρώτη φορά στην κηδεία του, το έκαναν πράξη στα δύσκολα χρόνια της Δικτατορίας.


Ποια είναι η κληρονομιά, αφ’ ενός, και η επικαιρότητα, αφ’ ετέρου, της δράσης και των εν γένει αιτημάτων του Λαμπράκη και, μετέπειτα, του κινήματος των «Λαμπράκηδων»;

Πιστεύω ότι οι κοινωνίες έχουν ανάγκη την παραδειγματική αξία του ήθους. Το ήθος του Λαμπράκη ήταν κάτι τέτοιο, εμπνέοντας πολλούς να ακολουθήσουν το παράδειγμά του, ότι οι αγώνες απαιτούν θυσίες και ότι καμιά φορά χρειάζεται να παίρνεις ρίσκα με κίνδυνο και της ίδιας σου της ζωής. Πολλοί από τους νεολαίους τίμησαν το σύνθημα στη Δικτατορία χάνοντας τη ζωή τους, φυλακιζόμενοι, εξοριζόμενοι, βασανιζόμενοι. Σε εποχές ευμάρειας, οι ήρωες περνούν στην αφάνεια, η κοινωνία δεν τους αναζητά. Σε εποχές κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε, όμως, το όνομα του Λαμπράκη ξαναήρθε στα στόματα των νεολαίων που διαδηλώνουν στους δρόμους. Ταυτόχρονα, η επανεμφάνιση παρακρατικών μηχανισμών τον κάνει τραγικά επίκαιρο. Νομίζω ότι οι ιδέες, για τις οποίες πάλευε και για τις οποίες τον σκότωσαν, όπως της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ειρήνης, της εναντίωσης στο φασισμό έχουν ξαναγίνει επίκαιρες. Κοίταξε τι συμβαίνει γύρω μας, τι συνέβη σε όλο τον αραβικό κόσμο μέσα σε ενάμισι χρόνο, σε όλη τη νοτιοανατολική λεκάνη της Μεσογείου, που έχει μετατραπεί σχεδόν σε ένα σφαγείο. Όσα έχουν συμβεί ή συμβαίνουν σε Λιβύη, Τυνησία, Αίγυπτο, Συρία, Ιράκ και τα παιχνίδια που ήδη παίζονται στην Ουκρανία αποδεικνύουν ότι οι άπληστοι καπιταλιστές δεν απέχουν πολύ από το να σφάξουν ξανά την ανθρωπότητα μέσα από ένα οικονομικό ανταγωνισμό, που ουσιαστικά αποτελεί υπόγειο ακήρυχτο πόλεμο. Το αίτημα, δηλαδή, της ειρήνης, το οποίο κατ’ αρχήν αφορά στην κοινωνική αλληλεγγύη ανάμεσα στους λαούς, είναι πολύ επίκαιρο.


Παραμένοντας λίγο σε αυτό το πεδίο, πόσο μοιάζουν και πόσο διαφέρουν το κράτος και το παρακράτος του τότε και του σήμερα, μιλώντας με όρους ιστορικών αναλογιών;

Σαφώς υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές. Το τότε παρακράτος προέρχεται κατευθείαν από την περίοδο της γερμανικής κατοχής, στα πλαίσια ενός σκληρού ιδεολογικού και ταξικού πολέμου, και συντίθεται από τους δωσίλογους και τους συνεργάτες των Γερμανών. Ο Εμφύλιος, που ακολούθησε, χρησιμοποιήθηκε σαν «πλυντήριο» γι’ αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι κατάφεραν να επιβιώσουν και αναρριχήθηκαν σε σημαντικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό  Αυτό το παρακράτος, όπως αποδείχτηκε, έφτανε πολύ ψηλά. Τεράστιες είναι και οι ευθύνες της κυβέρνησης Καραμανλή, μεγάλη και η ανάμειξη του Παλατιού. Σήμερα, τα παρακρατικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την πολύ μεγάλη διείσδυσή τους μηχανισμούς καταστολής (ΜΑΤ, ομάδες «Δίας» και «Δέλτα»). Είναι γνωστό ότι στα ειδικά σώματα της αστυνομίας «σαρώνουν». Δε βρίσκονται σε ψηλότερο επίπεδο, γιατί δεν είναι οι θεσμοί τόσο διαβρωμένοι, ώστε να στηρίξουν τους παρακρατικούς μηχανισμούς, αλλά τουλάχιστον στο επίπεδο της αστυνομίας το πρόβλημα είναι σοβαρό. Σαφώς έχει βαρέσει καμπάνα! Πρέπει να επαγρυπνούμε και να γίνει κάτι. Ούτε και θεωρώ πως μπήκε το μαχαίρι βαθιά στο κόκαλο. Έχει, όμως, ξεκινήσει μια διαδικασία κάθαρσης μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.


Εκτιμώ, βέβαια, ότι αυτό το όψιμο ενδιαφέρον από την πλευρά της εξουσίας εμπεριέχει και μια ισχυρή δόση υποκρισίας.

Ξεκίνησε, ωστόσο, αλλά απαιτούνται γενναία βήματα. Σήμερα, βέβαια, έχουν διαφοροποιηθεί και οι συνθήκες και πρέπει να εξετάσουμε ποιοι άνθρωποι στρέφονται προς αυτή την ακραία ιδεολογία και την αναβίωση του φασισμού. Δεν είναι όλοι φασίστες, πολλοί από αυτούς είναι φτωχοί, απελπισμένοι, νιώθουν ότι δεν έχουν κάπου να στηριχτούν και, μέσα από μια μηδενιστική θεώρηση των πραγμάτων, οδηγούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Δε γνωρίζω τι νομίζουν ότι θα βρουν. Το επικίνδυνο, όμως, είναι ότι, όσο πλησιάζουν σε αυτό το ακραίο μόρφωμα, εξελίσσεται μια διεργασία και, αργά ή γρήγορα, μπορεί να «ποτιστούν» από τις ναζιστικές αντιλήψεις.


Άλλωστε, η κοινωνική βάση της Χ.Α. και παρεμφερών μορφωμάτων δεν είναι αμελητέα, τουλάχιστον στο επίπεδο των παραδοχών ή των αιτημάτων. Δε σημαίνει ότι όσοι την συνθέτουν είναι κατ’ ανάγκη ναζιστές ιδεολογικά, αλλά στο επίπεδο της καθημερινής πρακτικής υπάρχει ένα διευρυνόμενο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας που, αν δε συμμετέχει, ανέχεται μία σειρά από ενέργειες.

Η ίδια η καθημερινότητα γεννά το φασισμό. Δε νομίζω ότι πρόκειται για μια ιδεολογική αίγλη που ξαφνικά έγινε τόσο θελκτική σε κάποια κοινωνικά στρώματα. Υπάρχει από παλιά στην καθημερινότητά μας η υπερπροβολή του ατόμου σε σχέση με την έννοια του δημόσιου αγαθού, για παράδειγμα.


Υπάρχουν, επομένως, κατά την εκτίμησή σου, και ευθύνες και στην Αριστερά, με την έννοια της αδυναμίας ανταπόκρισης στις ανάγκες, τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες των καιρών;

Οι ευθύνες είναι δεδομένες. Επί χρόνια, η Αριστερά δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει με πειστικό τρόπο τις αλλαγές που συντελούνταν παγκοσμίως. Τα εργαλεία της σκέψης και της κριτικής της, δηλαδή, ήταν εξαιρετικά απηρχαιωμένα. Η κατάρρευση, εξάλλου, του λεγόμενου σοσιαλιστικού μπλοκ δημιούργησε, σε όλο τον κόσμο, μία εικόνα απεχθή για το τι έλαβε χώρα εκεί και, ταυτόχρονα, από πάρα πολύ κόσμο, η εφαρμογή του σοσιαλισμού, ορθή ή λανθασμένη, ανάλογα με την οπτική του καθενός, ταυτίστηκε με την ίδια την ιδέα ή τις ιδέες, στο όνομα των οποίων έγιναν όλα. Σε έναν κόσμο ταχύτατα εξελισσόμενο και παγκοσμιοποιημένο, η Αριστερά δεν παρήγαγε νέα σκέψη, ώστε να ερμηνεύσει σωστά και να εμπνεύσει.


Επιστρέφοντας στο ντοκιμαντέρ, δίνεις προτεραιότητα στις προσωπικές μαρτυρίες, στις βιωματικές «καταθέσεις» των ανθρώπων που εμφανίζονται και λιγότερο στην «ακαδημαϊκή» πολιτική ανάλυση της περιόδου. Πρόκειται για συνειδητή επιλογή, φαντάζομαι.

Δεν ήθελα να υπάρχει ένα υπερκείμενο δικό μου σχόλιο. Έχω επιλέξει μία «δίκλωνη» αφήγηση. Ο βίος του Λαμπράκη, από τη μία, με τον οποίο συμπλέκονται σημαντικές στιγμές της νεοελληνικής ιστορίας, και, από την άλλη, το χρονικό της δολοφονίας του. Αυτά τα «σπάω», παρόλο που έτσι ίσως κάποιος εκτιμήσει πως αδυνατίζει η ενεργοποίηση μηχανισμών ταύτισης του θεατή και κινητοποίησης του συναισθήματος. Αποδυναμώνω τη συναισθηματική ταύτιση συνειδητά, γεγονός το οποίο ταυτόχρονα μοιάζει με «ατμομηχανή» που προσθέτει σασπένς στην ταινία- πώς κυλά το 24ωρο της δολοφονίας. Νομίζω ότι έτσι τοποθετώ τον Λαμπράκη στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, του δίνω «φωνή» μέσα από ημερολογιακές σημειώσεις, κείμενα, παρεμβάσεις στη Βουλή, επιστολές και εκθέτω το πώς οδηγούμαστε στη δολοφονία. Γι’ αυτό υπάρχουν αναφορές από την περίοδο του Μεταξά, υπάρχει μια άρρηκτη συνέχεια.


Νομίζω ότι τα ιστορικά ντοκιμαντέρ που δίνουν έμφαση σε ιστορικές περιόδους και φυσιογνωμίες και, ταυτόχρονα, καταγράφουν, διασώζουν και μεταλαμπαδεύουν την ατομική και συλλογική μνήμη σε μεταγενέστερες- και όχι μόνο- γενιές, είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητα σε μια εποχή που η αμνησία, η απογοήτευση και η παραίτηση είναι κυρίαρχες.

Αυτή είναι η παρατήρηση ανθρώπων διαφόρων ηλικιών. Στις νεότερες γενιές άρεσε ο πλούτος των ιστορικών πληροφοριών, γιατί πολλά νεαρά άτομα είχαν μεγάλη άγνοια. Άλλοι, κάποιοι από τους οποίους καθηγητές, επισήμαναν ότι αυτή η ταινία θα πρέπει να προβληθεί στα σχολεία. Η εικόνα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και σαφώς θα μπορούσε να συμβάλλει στην πρόσκτηση ιστορικής γνώσης από τις νέες γενιές. Στο συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ πολλά θίγονται μόνο, αλλά δεν αναπτύσσονται, γιατί μ’ αρέσει να κάνω ταινίες με ποιητικό τρόπο. Δεδομένου πως ουσιώδη στοιχεία της ποίησης είναι η αφαίρεση και η συμπύκνωση, ορισμένα στοιχεία δεν αναπτύσσονται.


Κάποιες πρώτες εντυπώσεις ή αντιδράσεις από την προβολή του ντοκιμαντέρ στην Τρίπολη (σημ.: ο Γρηγόρης Λαμπράκης καταγόταν από το χωριό Κερασίτσα, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Τρίπολη);

Οι άνθρωποι που πήγαν, και από γύρω χωριά, ήταν πολύ συγκινημένοι. Κάθε τόπος είναι υπερήφανος για τα παιδιά του, αν και βέβαια είναι μια περιοχή κατά τεκμήριο συντηρητική. Αλλά νομίζω ότι στις μέρες μας ο Λαμπράκης είναι πλέον αποδεκτός από πολλούς, ακόμα και δεξιούς. Ελάχιστοι φανατικοί θα επικροτούσαν σήμερα τη δολοφονία του.


Το ντοκιμαντέρ του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου Μαραθώνιος μιας ημιτελούς άνοιξης: Γρηγόρης Λαμπράκης προβάλλεται από τις 20 Φεβρουαρίου στους κινηματογράφους.

Η πρώτη δημοσίευση της συνέντευξης έγινε στο http://www.3pointmagazine.gr .

 

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Μικρές Περιπλανήσεις: «Αν πάψουμε να ονειρευόμαστε, θα χαθούμε»



Οι Μικρές Περιπλανήσεις είναι μια πολύ ξεχωριστή, και πολύ ταλαντούχα, μουσική παρέα με βάση την Κω. Με «θητεία» 22 ετών στη δισκογραφία, αν και κανένα από τα αρχικά μέλη του συγκροτήματος δεν ήταν επαγγελματίας μουσικός, υπήρξαν «ανακάλυψη» του αείμνηστου Νίκου Παπάζογλου, ο οποίος τους ενθάρρυνε και τους υποστήριξε από τα πρώτα τους βήματα, μέχρι το θάνατό του. Έχοντας διαγράψει μια διακριτική και σεμνή πορεία στο χώρο του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού, κυκλοφόρησαν πριν από μερικούς μήνες, μετά από δισκογραφική «αποχή» επτά χρόνων, καινούριο CD με τίτλο Άστρα που ψιχαλίζουν φως στην ανεξάρτητη εταιρεία «Μετρονόμος». Αυτό ήταν και η αφορμή της κουβέντας που ακολουθεί.


22 χρόνια έχουν περάσει από τον πρώτο σας δίσκο, που διατηρεί στο ακέραιο τη φρεσκάδα και τη ζεστασιά του. Ποια ανάγκη σας ώθησε να ξεκινήσετε τις περιπλανήσεις σας στο χώρο και το χρόνο, και ανάμεσα στους ανθρώπους; Πόσο σημαντική υπήρξε η ενθάρρυνση και υποστήριξη του Νίκου Παπάζογλου; Σε ποιο βαθμό σας ενέπνευσε και σας διαμόρφωσε το νησί καταγωγής σας, η Κως;

Η μουσική και το τραγούδι από τη φύση τους είναι μια περιπλάνηση στο χώρο, τον τόπο και τους ανθρώπους. Όταν γράφεις τραγούδια, θέλεις να τα ακούσουν και οι άλλοι, άρα υπάρχει η ανάγκη της επικοινωνίας. Αν τύχει και αρέσουν, αυτό τροφοδοτεί την επιθυμία σου να συνεχίσεις. Η ενθάρρυνση και η υποστήριξη του Νίκου  του Παπάζογλου υπήρξε αμέριστη, γενναιόδωρη, μεγαλόψυχη. Δεν το ξεχνάμε  και  δεν τον ξεχνάμε ποτέ. Μας εμπιστεύθηκε και  μας πίστεψε.  Για μας ο Νίκος δεν έχει φύγει. Είναι κοντά μας, μας κοιτά με εκείνο το παιδικό του χαμόγελο και εμείς του το ανταποδίδουμε. Ο γενέθλιος  τόπος- αν και δεν είναι για όλους μας η Κως- και ο τόπος μακρόχρονης διαμονής παίζει καθοριστικό ρόλο σε κάθε άνθρωπο. Είναι οι εικόνες που αποτυπώνεις, τα βιώματα που αποκτάς, η ανθρώπινη εμπειρία που συλλέγεις και όλα αυτά μαζί, σε ένα κράμα, χωρίς ξεκάθαρες αναλογίες διοχετεύονται στη μουσική και το τραγούδι. Η Κως είναι νησί, έχει το θαλασσινό τοπίο, τον ανοιχτό ορίζοντα, τα καράβια που πάνε κι έρχονται. Δεν είναι παράξενο να αποτυπώνονται και στα τραγούδια μας αυτά τα μοτίβα.

Παρότι κανένα από τα αρχικά μέλη της μουσικής σας παρέας δεν υπήρξε επαγγελματίας μουσικός, το δημιουργικό αποτέλεσμα της συνεύρεσής σας συνδυάζει τον πηγαίο χαρακτήρα του καλώς εννοούμενου ερασιτεχνισμού με την τεχνική αρτιότητα του επαγγελματικού «προϊόντος». Πώς το καταφέρνετε;

Αν ισχύει αυτό που λέτε, φαίνεται ότι το ένα δεν αποκλείει το άλλο, αν αγαπάς αυτό που κάνεις, το σέβεσαι και θέλεις να βγάλεις τον καλύτερό σου εαυτό. Ίσως το ένα τροφοδοτεί το άλλο. Δηλαδή, εάν θεωρήσουμε ότι ο ερασιτεχνισμός περιέχει κυρίως το μεράκι, το πάθος, την αγάπη, το πείσμα και ο επαγγελματισμός κυρίως τη γνώση, την οργάνωση και την τεχνική, άρα όλα είναι απαραίτητα για ένα καλό αποτέλεσμα, προσπαθείς με κάθε τρόπο να ισορροπήσεις ανάμεσα στα δύο, δηλαδή δεν απαρνιέσαι τον ερασιτεχνισμό και παλεύεις για τον επαγγελματισμό. 

Νιώθω ότι τα τραγούδια σας πολύ συχνά αποπνέουν μια «αύρα» μελαγχολίας και νοσταλγίας, χωρίς, ωστόσο, να ξεπέφτουν σε εύκολους συναισθηματισμούς. Κάνω λάθος;

Συχνά λένε ότι το τραγούδι γράφεται όταν η ψυχή του ανθρώπου έχει βάσανα και θέλει να ημερέψει, γι’ αυτό βγάζει πίκρα, πόνο, μελαγχολία. Αν ισχύει αυτό, που μάλλον έτσι είναι, δεν είναι παράξενο και τα δικά μας τραγούδια να έχουν αυτή την αύρα. Η νοσταλγία, η γλυκιά επιθυμία για επιστροφή σε γνώριμους τόπους, στην πρώτη πατρίδα, σε χαμένες αγκαλιές, ο νόστος- θέμα που έχει σημαδέψει την ελληνική τέχνη- υπάρχει και στο δικό μας τραγούδι πράγματι και επανέρχεται με πολλές και διαφορετικές εκδοχές. Επειδή, λοιπόν, είναι μάλλον μια βαθιά πρωτογενής ανάγκη, που δε φτιασιδώνεται, και δε χωράει επιτήδευση, ίσως γι’ αυτό ο στίχος δεν ξεπέφτει σε ρηχούς συναισθηματισμούς.

Η νύχτα συναντάται πολλές φορές ως θεματικό μοτίβο στα τραγούδια σας. Την αισθάνεστε οικεία;

Ο χρόνος, αν επιστρέψουμε στην πρώτη  σας ερώτηση, και η περιπλάνηση στις οδούς του, περιλαμβάνει και τη νύχτα. Είναι η ώρα των αποσιωπήσεων, των εκμυστηρεύσεων, της απουσίας του φωτός, των σκιών, της τρομαχτικής διάρκειας, μια μεγάλη αντίθεση στη ζωή μας δηλαδή, που δεν μπορεί να μην έχει σημαντική θέση στο τραγούδι.

Το 2006 κυκλοφορεί το CD …και με Οδηγό μου ένα παιδί, το τελευταίο σας στη «Lyra». Ένα χρόνο αργότερα, η εμβληματική ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία, με την οποία κι εσείς είχατε συνδεθεί σε όλη τη μέχρι τότε πορεία σας, αλλάζει χέρια και ουσιαστικά «τελειώνει» δημιουργικά. Πώς βιώσατε το γεγονός αυτό;

Η «Λύρα» είχε αναλάβει τη διακίνηση και την τελική τεχνική επεξεργασία πριν την κυκλοφορία του δίσκου. Παραγωγός των δίσκων μας ήταν ο Νίκος Παπάζογλου ο οποίος είχε δημιουργήσει την εταιρεία παραγωγής «Στρόγγυλοι Δίσκοι», και μ’ αυτόν υπογράψαμε το πρώτο και τελευταίο μας συμβόλαιο. Το κλείσιμο της «Λύρα» υπήρξε και το τέλος μιας εποχής και η απαρχή μιας νέας που όλοι γνωρίζουμε τα χαρακτηριστικά της. Το αρχικό σοκ το διαδέχτηκε έντονη ανησυχία για το μέλλον. 

Επτά χρόνια δισκογραφικής «αποχής» ακολουθούν, για να φτάσουμε στο φθινόπωρο του 2013, οπότε και επιστρέφετε με τα  Άστρα που ψιχαλίζουν φως. Τι μεσολάβησε σε αυτό το διάστημα και πώς προέκυψε η συνεργασία σας με την επίσης ανεξάρτητη και εκλεκτική εταιρεία «Μετρονόμος»; 

Πάντα μεσολαβεί  ένα χρονικό διάστημα από τον  ένα δίσκο στον άλλο. Ο δίσκος «Άστρα που ψιχαλίζουν φως» κανονικά θα κυκλοφορούσε το 2010, αλλά η ζωή κάνει άλλα σχέδια για τους ανθρώπους και συχνά τροποποιούνται οι αρχικοί σχεδιασμοί. Μετά το θάνατο του Νίκου Παπάζογλου υλοποιήθηκε η επιθυμία του (κάτι που δεν προλάβαμε να κάνουμε μαζί του), ο πρώτος δίσκος που θα γραφόταν στη Νίσυρο, μετά το κλείσιμο του «Αγροτικού», να ήταν των Μικρών Περιπλανήσεων. Σε αυτό συνέβαλλε καθοριστικά η Βαρβάρα Γουίλιαμς, η γυναίκα του Νίκου. Ο δίσκος γράφτηκε στα Νικειά στο σπίτι της οικογένειας Παπάζογλου, αλλά έπρεπε και να εκδοθεί. Το καλό περιοδικό «Μετρονόμος» ήταν γνωστό ότι κάνει και μουσικές παραγωγές. Ανταποκρίθηκε άμεσα και ανέλαβε την έκδοση του νέου δίσκου. 

Αρκούν, τελικά, ο αγέρας και τ’ όνειρο, για να στεριώνεις κάστρα; Υπάρχει κάτι- κάποιο «φως», ίσως- που σας κάνει και στην εποχή μας, εποχή από κάθε άποψη ζόρικη και συχνά καταθλιπτική, να ελπίζετε και να ονειρεύεστε;

Η ερώτησή  σας περιέχει και την απάντηση. Το όνειρο είναι ένα φως μες  στο σκοτάδι. Αν πάψουμε να ονειρευόμαστε, θα χαθούμε. Ο αγέρας, με την κυριολεκτική και τη μεταφορική του σημασία,  μπορεί να στεριώσει κάστρα.  Ξεθεμελιώνει τα σαθρά και ανανεώνει τα στέρεα, δίνει ανάσα στα γερά και στα  καλοφτιαγμένα.  Και ο αγέρας και  το όνειρο είναι εκείνη η ευμετάβλητη, η μαγική ουσία, η απαραίτητη, για να καταφέρνουμε να αντέχουμε στη μίζερη εποχή μας και να ξαναχτίζουμε από την αρχή, αν χρειαστεί.


Η πολυπρόσωπη μουσική παρέα των Μικρών Περιπλανήσεων αποτελείται από τους: Χρήστο Γαμβρέλλη (ακορντεόν, τραγούδι), Νίκο Αρμπιλιά (μπουζούκι, μαντολίνο, τζουράς, μαντόλα, τραγούδι, στίχοι), Μάνθο Αρμπελιά (κιθάρα, τραγούδι), Λεωνίδα Κουλίτση (κιθάρα, τραγούδι, στίχοι), Γιάννη Παπαστεργίου (βιολί, μαντολίνο, τραγούδι), Γιάννη Κολοβό (κοντραμπάσο), Σταυρούλα Κουλίτση (κιθάρα, μπαγλαμάς), Ελένη Κολετζάκη (τραγούδι), Αλέξανδρο Λαμπρίδη (τραγούδι). Τους στίχους στα Άστρα που ψιχαλίζουν φως υπογράφουν ακόμη οι Στέργιος Πολύζος, Μάριος Λεοντίδης, Θεοδόσης Διακογιάννης, Μαρία Μαυροματάκη, Μαρίνα Μπέττα και Γιώργος Χαρτοφίλης.

Ευχαριστώ θερμά τον Θανάση Συλιβό, την κινητήρια δύναμη του «Μετρονόμου» (http://www.metronomos.gr), για την πολύτιμη συνδρομή του στη διεξαγωγή της συνέντευξης.

Η πρώτη δημοσίευση της συνέντευξης έγινε στο http://www.3pointmagazine.gr . 


Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Σαράγεβο, σ' αγαπώ...



Για όσους εξακολουθούν να αυταπατώνται ότι ο πόλεμος στην πρώην ενιαία Γιουγκοσλαβία ξεκίνησε με τους γκανγκστερικούς νατοϊκούς βομβαρδισμούς στο Βελιγράδι, μια επίσκεψη στο Σαράγεβο, την πολύπαθη πρωτεύουσα του ομόσπονδου κράτους της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, ίσως τους βοηθήσει να αναθεωρήσουν τις στερεότυπες αντιλήψεις τους. Δεκαοκτώ χρόνια μετά τον τερματισμό της ανελέητης, σχεδόν τετραετούς (1992-1996) πολιορκίας του από σερβικές και σερβοβοσνιακές στρατιωτικές και παρα-στρατιωτικές δυνάμεις, η οποία είχε ως συνέπεια το θάνατο σχεδόν 15.000 ανθρώπων, κυρίως αμάχων πολιτών, τον τραυματισμό 50.000 άλλων και ανυπολόγιστες καταστροφές στα μνημεία του, το Σαράγεβο αναδεικνύεται εκ νέου σε ασφαλή, γοητευτικό, αλλά και ιστορικά φορτισμένο ταξιδιωτικό προορισμό.

Χτισμένο στις όχθες του ποταμού Μιλιάτσκα (Miljacka), αποτελεί το διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Ο πληθυσμός του ανέρχεται στους 422.000 κατοίκους. Από αυτούς, σύμφωνα με πρόσφατα απογραφικά στοιχεία, οι 322.000 είναι Μουσουλμάνοι, 45.200 Σέρβοι, 28.500 Κροάτες, 750 Εβραίοι, 8.250 «άλλοι» και 300 οι οποίοι, πεισματικά , αυτοπροσδιορίζονται ως «Γιουγκοσλάβοι»… Σε σύγκριση με τα προπολεμικά δημογραφικά δεδομένα, όλες οι επιμέρους πληθυσμιακές ομάδες, πλην των Μουσουλμάνων, παρουσιάζουν αισθητή μείωση. Το ποσοστό ανεργίας παραμένει υψηλότατο. Ο μέσος μισθός για έναν εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα δεν ξεπερνά τα 300 Ευρώ, ενώ οι απασχολούμενοι σε διεθνείς οργανισμούς κερδίζουν τα διπλάσια.

Το Σαράγεβο, θεωρούμενο μέχρι και πριν από τον πρόσφατο πόλεμο « η Ιερουσαλήμ της Ευρώπης», λόγω της σχεδόν απρόσκοπτης συνύπαρξης όλων των μονοθεϊστικών θρησκευτικών δογμάτων στην επικράτειά του, μαρτυρείται γραπτώς για πρώτη φορά το 1507. Το πρώτο ισλαμικό θρησκευτικό σχολείο (μεντρέσα) ιδρύεται το 1537,το 1539 ανεγείρεται η πρώτη (σερβική) ορθόδοξη εκκλησία και το 1565 καταφθάνει η πρώτη οργανωμένη ομάδα Εβραίων. Σε τούτη την πόλη, στις 28 Ιουνίου του 1914, ο Γκαβρίλο Πριντσίπ δολοφονεί τον διάδοχο του αυστρο-ουγγρικού θρόνου αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο και την σύζυγό του, γεγονός που αποτελεί αφορμή για το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο Σαράγεβο φιλοξενούνται, εξάλλου, οι 14οι Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες το Φεβρουάριο του 1984.

Μετά από ολονύχτιο ταξίδι, φτάνω στην πόλη οδικώς μέσω Ζάγκρεμπ ένα συννεφιασμένο πρωινό. Εκτός από λιγοστούς ταξιδιώτες, ο σταθμός των λεωφορείων αποπνέει μια αίσθηση εγκατάλειψης. Αυτό μού προκαλεί μια αόριστη και, όπως αποδεικνύεται αργότερα, αβάσιμη ανησυχία, η οποία πρόκειται σύντομα να υποχωρήσει με την εμφάνιση της γλυκιάς Σέλμα, της νεαρής υπεύθυνης του ξενώνα, όπου θα μείνω, η οποία έχει έρθει να με παραλάβει. Ο ξενώνας («Guest House Rose») βρίσκεται δέκα λεπτά με τα πόδια από την Παλιά Πόλη, τη λεγόμενη Μπαστσάρσια (Bascarsija), σε μια ήσυχη γειτονιά κοντά στο φημισμένο εργοστάσιο ζυθοποιίας και το φραγκισκανικό μοναστήρι του Σαράγεβο. Το δωμάτιο ευρύχωρο, η θέα από το μπαλκόνι μαγευτική, η εξυπηρέτηση φιλική και διακριτική, η τιμή απολύτως λογική . Σας τον συνιστώ ανεπιφύλακτα!


Έπειτα από την απαραίτητη ξεκούραση, κινώ να ανακαλύψω λίγα από τα μυστικά της συναρπαστικής αυτής πόλης. Πρώτος μου σταθμός, ένας από τους λόφους που την περιβάλλουν, όπου είναι ακόμα ορατά τμήματα από τα μεσαιωνικά τείχη. Για να ανέβω εκεί, χρειάζομαι τη βοήθεια δυο μεσόκοπων Βόσνιων γυναικών, οι οποίες, αν και δε γνωρίζουν λέξη αγγλικά, καταφέρνουν να με προσανατολίσουν με τον ιδανικότερο τρόπο, χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες χειρονομίες. «Η θρυλική βοσνιακή φιλοξενία», σκέφτομαι συγκινημένος. Η θέα από το λόφο σού κόβει πραγματικά την ανάσα, η καρδιά σου, όμως, σφίγγεται, όταν αναλογίζεσαι ότι ίσως σε αυτό το σημείο να ήταν εγκατεστημένοι Σέρβοι ελεύθεροι σκοπευτές που σκορπούσαν το θάνατο αδιακρίτως κατά τη διάρκεια της πολιορκίας… Στις παρυφές του λόφου βρίσκεται το υποβλητικό μουσουλμανικό κοιμητήριο Αλιφάκοβατς (Grobljanska cjelina Alifakovac). Στο τέρμα της οδού Αλιφάκοβατς προβάλλει το «Inat Kuca», το καλύτερο ίσως παραδοσιακό εστιατόριο της πόλης. Εδώ θα επιστρέψω για το μεσημεριανό μου.



Προς το παρόν, περνώ στην απέναντι όχθη του ποταμού, για να αντικρίσω το θλιβερό θέαμα του κτιρίου, όπου μέχρι τον πόλεμο στεγαζόταν η Εθνική Βιβλιοθήκη της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης (Nacionalna i univerzitetska biblioteka BiH). Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, οι σερβικές δυνάμεις βομβάρδισαν ανελέητα το ιστορικό αυτό κτίριο, με συνέπεια ένα σημαντικό τμήμα από τα πολύτιμα εκθέματά του να καταστραφεί ολοσχερώς…

Ακολουθώντας την οδό Τελάλι, σύντομα βρίσκομαι στην «καρδιά» της Παλιάς Πόλης, της Μπαστσάρσια. Μετά από μια σύντομη επίσκεψη στο μουσείο της πόλης του Σαράγεβο (Muzej Sarajevo), απ’ όπου και προμηθεύομαι τον εξαιρετικά βοηθητικό οδηγό της πόλης (τοπική έκδοση), κατευθύνομαι προς ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της πόλης, το τζαμί του Γκάζι Χουσρέφ-μπέη επί της οδού Φερχάντια. Ο Χουσρέφ-μπέης, Τούρκος βοσνιακής καταγωγής, κυβέρνησε τη Βοσνία από το 1521 έως το 1541. Το τζαμί, σχεδιασμένο από τον Πέρση αρχιτέκτονα Ατζέμ Εσίρ Αλί, θεωρείται το σημαντικότερο ισλαμικό κτίσμα στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη.

Στάση για ένα χωνάκι κρέμα στο διάσημο ζαχαροπλαστείο/ παγωτατζίδικο Egipat κι έπειτα χαλάρωση στην Πλατεία Απελευθέρωσης (Trg Oslobodenja), όπου απόλυτα προσηλωμένοι μεσήλικες και γέροντες δεν παύουν να παίζουν υπαίθριες παρτίδες σκάκι! Στην ίδια πλατεία βρίσκεται ο επιβλητικός νέος σερβικός ορθόδοξος ναός, εξαιρετική θέα του οποίου μπορείτε να απολαύσετε από τον πρώτο όροφο της Καλλιτεχνικής Πινακοθήκης της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης (Umjetnička galerija Bosne i Hercegovine). Η Πινακοθήκη φιλοξενεί έργα γλυπτικής, ζωγραφικής και φωτογραφίας σύγχρονων και παλαιότερων Βόσνιων καλλιτεχνών. Αξίζει τον κόπο να την επισκεφτείτε!

Το μεσημεριανό αποτελεί μια γευστική πανδαισία. Το εστιατόριο «Inat Kuca», στεγασμένο σε ένα ιστορικό ξύλινο σπίτι οθωμανικής τεχνοτροπίας, όπως και η «αλυσίδα» από κεμπαπτζίδικα «Ζέλιο» («Zeljo»), προσφέρουν μερικές από τις κορυφαίες γαστριμαργικές απολαύσεις στην πόλη. Όσον αφορά στο πρώτο, δοκιμάστε οπωσδήποτε τη «σούπα του μπέη» (σούπα με κομμάτια μοσχαρίσιου κρέατος, λαχανικά και κρέμα), την αφράτη στριφτή τυρόπιτα (χορταστική!), καθώς και την πικάντικη πιπεράτη μπριζόλα. Το κεμπάπ στου «Ζέλιο» είναι σίγουρα το πιο γευστικό και ελαφρύ που έχω δοκιμάσει. Μην το χάσετε!

Αποκορύφωμα της παραμονής μου είναι η απογευματινή μου περιπλάνηση στη συνοικία Γκρμπαβίτσα, στην οποία αναφέρεται η βραβευμένη ταινία της Γιασμίλα Ζμπάνιτς Σαράγεβο σ’ αγαπώ. Όχι τόσο λόγω του αληθινά «πειρασμικού» ζαχαροπλαστείου «Palma», όσο λόγω της τρομακτικής όψης των διάτρητων από βλήματα κτιρίων της συνοικίας… Μια εικόνα που με παραπέμπει συνειρμικά στα κτίρια που είχαν βληθεί κατά τη διάρκεια των δικών μας Δεκεμβριανών.


Μια νότα ελπίδας για το μέλλον της περιοχής κι ένα βούρκωμα που δεν έλεγε να υποχωρήσει θα μου δώσουν, πάντως, το επόμενο βράδυ τα παιδάκια που συμμετέχουν στην παράσταση «Φαντασία και Δημιουργικότητα», στα πλαίσια των «Νυχτών στην Παλιά Πόλη» ( περισσότερες πληροφορίες αναζητήστε στο www.bascarsijskenoci/index_eng.htm). Αρκετά από αυτά ήταν ακόμη αγέννητα την περίοδο της πολιορκίας…

Η πρώτη εκδοχή του παρόντος οδοιπορικού δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γεωτρόπιο της Σαββατιάτικης Ελευθεροτυπίας (τεύχος 445, 25/10/2008).