Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

Συνομιλώντας με τους Νίκο Labôt και Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου για την ταινία «Η δουλειά της»


Ένα βαθύ ανθρωποκεντρικό δράμα εγγεγραμμένο στο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της Ελλάδας του σήμερα, η ταινία Η δουλειά της, μεγάλου μήκους ντεμπούτο μυθοπλασίας του Νίκου Labôt, δομείται γύρω από την ιστορία της σαραντάρας Παναγιώτας (Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου), που πιάνει για πρώτη φορά στη ζωή της δουλειά, και μάλιστα ως καθαρίστρια, εξελισσόμενη από ένα άβουλο ον σε μια χειραφετημένη γυναίκα.

Κουβεντιάζοντας με τους Νίκο Labôt και Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου ενόψει της κυκλοφορίας της ταινίας στις αίθουσες από τις 28 Φεβρουαρίου.

Νίκος Labôt: «Θεωρώ την ταινία μια ζωντανή διαδικασία»

Μιας και η ταινία σου εμπνέεται από πραγματικά γεγονότα και βασίζεται σε ένα από τα πλέον συνεκτικά σενάρια ελληνικών φιλμ των τελευταίων χρόνων, θα ήθελα να μου μιλήσεις γι’ αυτά.

Αυτό που αρχικά με κινητοποίησε ήταν η ιστορία μιας γυναίκας, η οποία ζει κάπου στην επαρχία με την οικογένειά της και τα δυο παιδιά τους. Δεν έχει δουλέψει στη ζωή της και το γεγονός ότι βρήκε δουλειά την έκανε να αλλάξει τη ματιά της στον εαυτό της και τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα. Τέτοιους ανθρώπους τους παρατηρούμε καθημερινά γύρω μας.

Αυτά, εξάλλου, που συμβαίνουν στον εργασιακό χώρο συντελέστηκαν και στην πραγματική ιστορία. Μιλώντας, επίσης, με καθαρίστριες από το σωματείο της ΠΕΚΟΠ μου τα επιβεβαίωσαν, όπως και πολλά άλλα. Και χειρότερα.



Πόσα χρόνια «πάλευες» με το σενάριο;

Το πάλευα μαζί με τη χρηματοδότηση. Όσο αναβάλλονταν οι εγκρίσεις από το Ε.Κ.Κ., τόσο κι εγώ το δούλευα. Έπρεπε να εξελιχθεί κι αυτό, όπως εξελισσόμουν κι εγώ. Μέχρι και το μοντάζ άλλαζα πράγματα. Θεωρώ την ταινία μια ζωντανή διαδικασία.

Πόσο δύσκολο ήταν να μπεις στο μυαλό, τον ψυχισμό, την καθημερινότητα ενός γυναικείου χαρακτήρα; Ή δεν ήταν, τελικά;

Ήταν δύσκολο, αλλά λιγότερο από όσο περίμενα, με την έννοια ότι κι εγώ έχω βαθιά μέσα μου μια θηλυπρεπή φύση, οπότε έπρεπε να αναζητήσω και να βρω τις ευαίσθητες «χορδές» αυτής της γυναίκας.

Άντλησα, λοιπόν, πολλά από το οικογενειακό μου περιβάλλον και την μητέρα μου, η οποία γειτνιάζει σε κάποιες ιδέες και συμπεριφορές με την Παναγιώτα. Είναι άνθρωπος «παλαιάς κοπής», πιο συντηρητική, θρησκευόμενη, με ηθικές αναστολές. Επίσης, από ανθρώπους που συνάντησα στην πορεία, όπως οι καθαρίστριες του σωματείου.

Όλα αυτά τα στοιχεία εισήχθησαν, επομένως, στη συνέχεια στη διαδικασία διαμόρφωσης του χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας.

Ακόμα κι αν δεν είναι εύκολο να τον περιγράψεις, ήξερα μέσα μου τι άνθρωπος είναι αυτός, οπότε «πυροβολούσα» την Μαρίσσα με ό,τι υλικό είχα και κάναμε ένα προσωπικό «σκανάρισμα» της ίδιας. Εξετάσαμε τα κοινά των δύο γυναικών και μετά δουλέψαμε με την Μαρίσσα, για να δούμε τι κρατάμε και τι όχι.

Αυτά, κατά την προετοιμασία. Στο γύρισμα όλα λειτούργησαν πιο αυτοσχεδιαστικά, γιατί έπρεπε να έχουμε την αίσθηση του τώρα.

Όλοι έχουν το χώρο και το χρόνο τους στην ταινία. Ήταν, άρα, κι η δικιά σου επιθυμία και επιλογή να λειτουργήσει έτσι.

Έπρεπε να υπάρχουν στιγμές αληθινές όπου να νομίζουμε ως θεατές πως είμαστε δίπλα σε αυτούς τους ανθρώπους, κι αυτό έγινε και στην προετοιμασία και στις πρόβες.

Πόσο απαιτητικό ήταν να διευθύνεις τόσες και τόσους ηθοποιούς, και μάλιστα τόσο πετυχημένα;

Με φόβιζε. Το στοίχημα ήταν να νομίζουν όλοι ότι ζουν τη στιγμή. Οι ατάκες άλλαζαν όπως βόλευαν τις ίδιες και τους ίδιους και όπως μου ακούγονταν πιο φυσικές. Όταν καταλάβαιναν αυτή τη διαδικασία όλοι οι ηθοποιοί, παρά το αρχικό άγχος τους, τα πράγματα γίνονταν πιο εύκολα. Με πολλή συζήτηση και πολλές πρόβες έγιναν όλα.

Πώς κατάφερες να συνταιριάξεις αυτά τα φαινομενικά διαφορετικά, αλλά όχι αλληλοαποκλειόμενα επίπεδα, την ύπαρξη χαρακτήρων με σάρκα και οστά και την «εγγραφή» τους σε συγκεκριμένα κοινωνικο-πολιτικά συμφραζόμενα;

Σεβόμενος τον θεατή. Όταν ως θεατή μου κάνουν κάτι «νιανιά», χάνει την αλήθεια του. Προσωπικά δε θεωρώ τον θεατή χαζό. Θεωρούσα πως δε θα του δώσω τα πάντα «στο πιάτο». Ήθελα να είναι σαφής η ιστορία, ο άξονας, ο χαρακτήρας της γυναίκας.

Τα υπόλοιπα επίπεδα, όμως, θα μπορούσε να τα καταλάβει χωρίς να του πούμε το οτιδήποτε. Όπως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή. Δε λέμε τα πάντα, τα αισθανόμαστε. Αυτή την ενσυναίσθηση ήθελα να βιώσει ο θεατής.

Το φιλμ σου μου θύμισε λίγο την Γκλόρια του Σεμπαστιάν Λέλιο.

Χαίρομαι πάρα πολύ. Προσωπικά είδα την Γκλόρια πολύ μετά, μόλις το 2018, έχοντας ολοκληρώσει και το μοντάζ.

Μιας και η Δουλειά της έχει ήδη προβληθεί αρκετά διεθνώς -όπως επίσης και βραβευτεί-, τι φαίνεται να συγκινεί περισσότερο τα διαφορετικά κοινά;

Πιο πολύ τα συγκινεί η ύπαρξη αυτής της γυναίκας, η δύσκολη στιγμή που ζει. Ειδικά οι γυναίκες ταυτίζονται, ακόμα και σε χώρες ανεπτυγμένες, οι οποίες δεν αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα, όπως το Βέλγιο. Μια καθαρίστρια στη Λιέγη είπε σε αμφιθέατρο ότι αυτό που είδε στην ταινία το ζει, κι ας μην έχει τα ίδια προβλήματα. Και στο Les Arcs ήταν συγκινητική η υποδοχή και ωραία η κουβέντα.

Είναι το σινεμά που κάνεις και το σινεμά που σ’ αρέσει να βλέπεις περισσότερο;

Μου αρέσουν πολλά διαφορετικά κινηματογραφικά είδη. Για την επόμενη ταινία μου, ας πούμε, έχω δύο ιδέες, οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Οι ταινίες που αγαπάω τα τελευταία χρόνια είναι αυτές που έχουν ένα κοινωνικό αντίκτυπο, που σου περνάνε κάτι αληθινό, που μπορείς να διαλεχθείς μαζί τους, στα όρια του ντοκιμαντέρ καμιά φορά. Όπως του Φαραντί.

Από κει και πέρα, θαυμάζω σινεμά, το οποίο δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που κάνω, όπως του Ταρκόφσκι ή η Επιστροφή του Ζβιάγκιντσεφ.

Κινηματογραφική σχολή σίγουρα δεν υπάρχει στην Ελλάδα, ούτε τα πάω καλά με ετικέτες- “weird” ή αλλες. Σε συνδέει, ωστόσο, κάτι με άλλους σκηνοθέτες και άλλες σκηνοθέτριες της ίδιας ηλικιακής κλάσης;

Τα τελευταία δέκα, κυρίως, χρόνια, η δικιά μου γενιά έχει κάνει ένα «μπραφ». Βλέπουμε καλές ταινίες, καλούς σκηνοθέτες. Δεν υπάρχει κάποιο ρεύμα, αλλά υπάρχει μια αίσθηση αλληλεγγύης. Από τη δικιά μου «φουρνιά» στη Σταυράκου έχουμε βγει γύρω στους δεκαπέντε σκηνοθέτες που έχουν κάνει μεγάλου μήκους, κι ο ένας βοηθάει ή στηρίζει τον άλλο με όποιο τρόπο μπορεί. Κι αυτό είναι σημαντικό.

Ελπίζω, λοιπόν, το κοινό να αγκαλιάσει τη δουλειά σου και να δει σ’ αυτή κάτι από τον εαυτό του.

Σ’ ευχαριστώ, μακάρι! 



Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου: «Θέλει πολλή δύναμη για να ξεπεράσεις τον εαυτό σου»

Από πού «αρδεύσατε» για να ενσαρκώσετε το ρόλο της Παναγιώτας με τόση αλήθεια και πειστικότητα;

Δεν ήταν πολύ εύκολο να αντλήσεις από κάπου, καθότι δε συνηθίζουμε να δίνουμε σημασία σε τέτοιους ανθρώπους. Με τον Νίκο κάναμε πάρα πολλές πρόβες και συζητήσεις για να μπορέσουμε να βρούμε τον κόσμο της.

Έπειτα έκανα πολλή προσωπική παρατήρηση ανθρώπων -γυναικών και αντρών-, σωμάτων, βλεμμάτων, κινήσεων, συμπεριφορών, και πολλή πρόβα μόνη μου, αλλά και με την οικογένεια και τους φίλους της ηρωίδας.

Πόσο ζόρικη, επίπονη, χρονοβόρα υπήρξε αυτή η διαδικασία;

Επίπονη δεν ήταν, ούτε ζόρικη. Απαιτητική και προκλητική υπήρξε. Αυτοί οι δύο παράγοντες μας έδιναν ακόμα μεγαλύτερη ορμή, για να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου αυτός ο χαρακτήρας να μην είναι σχήμα, να είναι άνθρωπος. Αυτή, για μένα τουλάχιστον, ήταν η μεγαλύτερη αγωνία. Θα ήταν πολύ εύκολο να ήταν η Παναγιώτα ένα σχήμα. Συνήθως αυτούς τους ανθρώπους τους βλέπουμε στερεοτυπικά.

Πόσο κυρίαρχες είναι οι «Παναγιώτες» ως τρόπος αντίληψης και συμπεριφοράς στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, και δη σε περίοδο κρίσης;

Σε πρώτο επίπεδο ο αριθμός μπορεί να μην είναι τόσο μεγάλος. Σε δεύτερο, όμως, το οποίο δεν αγγίζει μόνο το γυναικείο φύλο, αλλά τον άνθρωπο που προσπαθεί σε περίοδο κρίσης και προσωπικών και κοινωνικών δυσχερειών να βρει τον εαυτό του και να αντιμετωπίσει τον κόσμο από την αρχή, θεωρώ ότι σχεδόν όλοι μας ανήκουμε σ’ αυτή την κατηγορία.

Μεταμορφωθήκατε -και όχι μόνο σωματικά- μέσα από το ρόλο που υποδυθήκατε. Νιώθετε να σας έχει αλλάξει καθ’ οιονδήποτε τρόπο;

Με έχει «ανοίξει» περισσότερο ως άνθρωπο απέναντι στους συνανθρώπους μου. Σ’ αυτή τη δουλειά, όταν έρχεσαι σε επαφή με κείμενα προσπαθώντας πάντα να βρεις έναν άνθρωπο μέσα στον άνθρωπο που εσύ είσαι, πέρα από την αξία αυτών των κειμένων υπάρχουν και στοιχεία που κρατάς ως άνθρωπος από τους ανθρώπους που συναντάς μέσα στους ρόλους. Σίγουρα.

Από τη μέχρι τώρα επαφή με τα διαφορετικά κοινά σε φεστιβάλ του εξωτερικού και στη Θεσσαλονίκη πέρσι τι έχετε «εισπράξει»;

Πολύ θετικές αντιδράσεις, πολύ συγκινητικές, και κουβέντες πολύ εποικοδομητικές.

Τι τα ενέπνευσε, τι τα συγκίνησε περισσότερο;

Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν πως με προσέγγισε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι αντρών, οι οποίοι συνέπασχαν με την ηρωίδα. Πέρα, λοιπόν, από την ταύτιση με το φύλο ή τα δικαιώματα της γυναίκας, υπήρχαν άνθρωποι που συγκινήθηκαν από τη διαδρομή της.

Από το γεγονός, δηλαδή, ότι ξεκινά ως ένας άνθρωπος παραιτημένος, συγκρατημένος, φοβισμένος...

Θέλει πολλή δύναμη για να ξεπεράσεις τον εαυτό σου, γενικότερα, και να βγεις από το «κλουβί» που εσύ ο ίδιος έχεις πιστέψει πως σου αναλογεί. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να αγγίξει όλους τους ανθρώπους, νομίζω.

Αναδύεται, τελικά, ως μια νικήτρια της ζωής στο τέλος της ταινίας, μετά από μια επίπονη διαδρομή συνειδητοποίησης και χειραφέτησης;

Μόνο στο τέλος της ταινίας βλέπουμε τη δυνατότητα συνειδητοποίησης που έχει αυτός ο άνθρωπος. Στη διαδρομή του φιλμ δε συνειδητοποιεί. Απλά δέχεται τα ερεθίσματα και την αλλάζουν εκ των πραγμάτων, χωρίς όμως αυτή να τα διαχειρίζεται συνειδητά.

Κι αυτό σίγουρα αποπνέει μια αληθινή αισιοδοξία, γιατί δεν είναι κάτι επιτηδευμένο.

Ούτε διδακτικό.

Εύχομαι η ταινία να έχει την αρμόζουσα επιτυχία στις αίθουσες!

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!

Ευχαριστώ θερμά την Νατάσσα Πανδή, υπεύθυνη επικοινωνίας της ταινίας, για την πολύτιμη συμβολή της στη διοργάνωση των συνεντεύξεων.

Η ταινία του Νίκου Labôt Η δουλειά της με πρωταγωνίστρια την Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 28 Φεβρουαρίου σε διανομή της Weird Wave.

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

Αλεξέι Γκερμάν Jr: «Σπανίως φιλμ και πολιτική συνενώνονται σε ταλαντούχο έργο τέχνης»


Έχοντας αποσπάσει το βραβείο καλλιτεχνικού επιτεύγματος στην περσινή Μπερλινάλε, η ταινία του Ρώσου σκηνοθέτη Αλεξέι Γκερμάν Jr Εξόριστος συγγραφέας με κεντρικό ήρωα τον διάσημο Ρώσο διαφωνούντα συγγραφέα Σεργκέι Ντοβλάτοφ προβάλλεται από τις 21 Φεβρουαρίου στις αίθουσες.

Συζητώντας με τον σκηνοθέτη για τον Ντοβλάτοφ, την τέχνη, την πολιτική και την κατάσταση στη σημερινή Ρωσία.

Επηρέασε το γεγονός ότι είσαι γιος του διαφωνούντος Ρώσου σκηνοθέτη Αλεξέι Γκερμάν την επιλογή δουλειάς σου, ακόμα και του αφηγηματικού σου στιλ; Αντιμετωπίζεις την πατρική κληρονομιά ως ευλογία ή ως βάρος;

Σε κάποιο βαθμό με επηρέασε, γιατί είμαι ο γιος του, ενώ ο πατέρας μου είναι ένας εκπρόσωπος της κινηματογραφικής σχολής του Λένινγκραντ, που έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες, αφηγηματικά χαρακτηριστικά και διακεκριμένους εκπροσώπους. Οπότε, σίγουρα, ορισμένα από αυτά είναι σημαντικά και στιλιστικά είμαι συγκεκριμένα προσανατολισμένος στην κινηματογραφία του Λένινγκραντ των δεκαετιών του ’70 και του ’80, της οποίας ο πατέρας μου υπήρξε εκπρόσωπος. 



Αρκετά απρόσμενα, η ζωή, η προσωπικότητα και η δουλειά του Σεργκέι Ντοβλάτοφ μού ήταν άγνωστες πριν παρακολουθήσω την ταινία σου. Πότε τον πρωτοανακάλυψες ως αναγνώστης, τι σε συνάρπασε στα βιβλία του και τι σε ώθησε να τον αποτυπώσεις κινηματογραφικά;

Υπάρχει μεγάλος αριθμός σπουδαίων Ρώσων καλλιτεχνών και συγγραφέων που δεν είναι καθόλου γνωστοί στη Δύση. Από πολλές απόψεις, η ρωσική κουλτούρα είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτή από τους ξένους. Πολλοί από τους σπουδαίους συγγραφείς μας απλώς δεν είναι κατανοητοί στη Δύση, γιατί, γενικότερα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι ψυχικές καταστάσεις μας διαφέρουν και έτσι, κατά τη γνώμη μου, το ότι ο Ντοβλάτοφ δεν είναι ευρύτερα γνωστός στη Δύση είναι ένα τραγικό λάθος, το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί μέσω της όχι καλής κατανοησιμότητάς του.

Τον ανακάλυψα αρκετά νωρίς. Ο Ντοβλάτοφ είναι ένας από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα στη Ρωσία, και πιστεύω πως η μοίρα του είναι ενδιαφέρουσα κυρίως λόγω της αποφασιστικότητάς του.

Ήταν ένας μεγαλόσωμος Νότιος άνθρωπος, ένας άνθρωπος με νότια εμφάνιση σε μια κρύα βόρεια πόλη, που πιο πολύ από όλα ήθελε να γίνει συγγραφέας και δεν είχε καμία τέτοια ευκαιρία, κι έπρεπε να πεθάνει για να γίνει διάσημος στην πατρίδα του. Να πεθάνει, να μεταναστεύσει, να υποφέρει κ.λπ. Όλα αυτά τα βάσανα είχαν σωρευτική επίδραση, η οποία μπορεί να ιδωθεί στην πρόζα του. 



Η ταινία σου εστιάζει σε μερικές μόνο μέρες της ζωής του. Από αίσθηση αφηγηματικής οικονομίας ή, ίσως, γιατί εκείνη η περίοδος μπορεί να λειτουργήσει  ως συμπύκνωση των βασάνων του στο πλαίσιο του κομμουνιστικού καθεστώτος;

Επιλέξαμε αυτό το είδος αφήγησης, γιατί κάναμε ένα είδος «αντι-βιογραφικού φιλμ». Μια «φέτα χρόνου» και μια εικόνα της περιόδου 1971-1972 ήταν σημαντικές για μας. Ήταν σημαντικό να κοιτάξουμε μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα τη ζωή κάποιου. Δε θέλαμε να κάνουμε την κλασική παραγωγή του τύπου «γεννήθηκε, σπούδαζε, παντρεύτηκε, μεγάλωσε».

Θέλαμε να αδράξουμε μια «φέτα χρόνου», ανθρώπους και να ταξιδέψουμε μέσα από το χώρο της σοβιετικής ζωής. Γι’ αυτό εστιάσαμε σε μερικές μόνο μέρες. Αυτή η ταινία δε βασίζεται σε μια δραματουργία, όπως πολλές στις μέρες μας. Πρώτα από όλα οικοδομείται πάνω στην αντίληψη και την κλεφτή ματιά.

Ζωντανεύεις δεξιοτεχνικά έναν απελπισμένο, απογοητευμένο, κι όμως αποφασισμένο -ακόμα και χιουμορίστα- χαρακτήρα, καθώς και το ευρύτερο, σκοτεινά μποέμικο περιβάλλον όπου διαβιούσε. Διεξήγες εκτεταμένη έρευνα, προκειμένου να πετύχεις αυτό το αποτέλεσμα;

Ναι, πράγματι κάναμε μεγάλη έρευνα, βρήκαμε όντως πολλές εκατοντάδες φωτογραφίες και συζητήσαμε με τους ομολόγους του Ντοβλάτοφ. Αν και γνωρίζω ο ίδιος εκείνη την περίοδο αρκετά καλά, είχαμε πολλούς συμβούλους. Παρόλα αυτά, πολλοί από τους χαρακτήρες του φιλμ είναι μυθοπλαστικοί, και πολλοί πραγματικοί, όπως για παράδειγμα ο Σαλόμ Σβαρτζ, ένας σπουδαίος καλλιτέχνης, ο οποίος, δυστυχώς, υπέστη καταπίεση από την κυβέρνηση και τερμάτισε τη ζωή του αρκετά τραγικά.

Ωστόσο, για μια ακόμα φορά, η περίοδος ήταν το πιο σημαντικό για μας. Να μπούμε μέσα της, να νιώσουμε συμμέτοχοι, να βιώσουμε την αίσθηση ενός ταξιδιού, να μεταφερθούμε στο 1971 με τη βοήθεια μιας κινηματογραφικής μηχανής του χρόνου. Και νομίζω ότι πως το πετύχαμε. Βρέθηκαν χιλιάδες έγγραφα, και κάποια εξ αυτών ακόμα είναι άγνωστα στο κοινό. 



Διατηρεί ο Σεργκέι Ντοβλάτοφ την επικαιρότητά του ως συγγραφέας στις μέρες μας;

Ναι, τη διατηρεί, καθώς πολλά από αυτά για τα οποία μιλά και γράφει πάντοτε υπήρξαν και πάντοτε θα παραμένουν στη ζωή της Ρωσίας. Και το γεγονός ότι οι άνθρωποι τον διαβάζουν συχνά και πολύ τώρα, το αποδεικνύει.

Είναι η τέχνη, γενικότερα, και το σινεμά, ειδικότερα, μια πράξη ανυπακοής, διαφωνίας ή αντίστασης, κατά τη γνώμη σου;

Ναι, πιθανόν είναι. Πιστεύω, ωστόσο, πως στο σινεμά η τέχνη της κινηματογραφίας είναι κατ’ αρχήν σημαντική, παρά η πολιτική. Μερικές φορές υπάρχουν σπουδαίες ταινίες όπου η κινηματογραφία και η πολιτική είναι ένα, και πολύ συχνά πολλά κακά φιλμ όπου η πολιτική αντικαθιστά την κινηματογραφία, και αν αφαιρέσεις το κομμάτι της πολιτικής δε θα απομείνει καθόλου ταινία.

Αρκετά σπανίως φιλμ και πολιτική συνενώνονται σε κάποιο ταλαντούχο έργο τέχνης.

Βρίσκεις ομοιότητες και διαφορές από την άποψη του βαθμού καλλιτεχνικής ελευθερίας ανάμεσα στη σύγχρονη Ρωσία και την πρώην Σοβιετική Ένωση;

Η Ρωσία και η Σοβιετική Ένωση δεν μπορούν να συγκριθούν. Στη Σοβιετική Ένωση υπήρχε απόλυτη λογοκρισία, πολλά ήταν απαγορευμένα: ταινίες, βιβλία, ζωγραφική. Στη Σοβιετική Ένωση δεν μπορούσες να εκφράσεις τη γνώμη σου ανοιχτά, επομένως μια τέτοια σύγκριση συνήθως βασίζεται σε μια φτωχή γνώση του θέματος.

Στην πραγματικότητα, η Ρωσία είναι μια εντελώς διαφορετική χώρα, όπου πολλά περισσότερα επιτρέπονται από ό,τι στη Σοβιετική Ένωση.

Σίγουρα, έχουμε επίσης πολλούς με ακροδεξιές απόψεις, που προσπαθούν να ελέγξουν την τέχνη. Σίγουρα, πιθανόν, σε σύγκριση με τη Δυτική Ευρώπη έχουμε πιο αυστηρούς ελέγχους και περιορισμούς, κι έτσι είναι. Ωστόσο, η σημερινή κατάσταση στη Ρωσία σε σχέση με εκείνη στη Σοβιετική Ένωση είναι διαμετρικά αντίθετες. Η Ρωσία δεν είναι η Σοβιετική Ένωση. Είναι μια πολύ πιο ανοιχτή χώρα, όπου ο καλλιτέχνης έχει περισσότερη ελευθερία. Το γεγονός ότι κάναμε μια ταινία για τον Ντοβλάτοφ το αποδεικνύει. 



Δεν είναι, πάντως, κάπως αντιφατικό για ένα φιλμ σχετικά με έναν διαφωνούντα καλλιτέχνη του παρελθόντος να λαμβάνει κρατική χρηματοδότηση, ενώ, ταυτόχρονα, ο ακριβώς ίδιος κρατικός μηχανισμός διώκει σκηνοθέτες όπως ο Κίριλ Σερεμπρένικοφ;

Ο Κίριλ Σερεμπρένικοφ λάμβανε κρατική χρηματοδότηση πολύ περισσότερο από τον Εξόριστο συγγραφέα, και για τις ταινίες και για τις θεατρικές δουλειές του. Αυτή τη στιγμή, η υπόθεση του Σερεμπρένικοφ σχετίζεται με ένα οικονομικό έγκλημα. Νομίζω ότι η δίκη του ήταν άδικη και δεν είναι ένοχος.

Ωστόσο, δεν μπορούμε να πούμε πως δεν είχε λάβει κρατική χρηματοδότηση -γιατί είχε- και επί πολλά χρόνια η χρηματοδότηση του πρότζεκτ του ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που έχω ποτέ λάβει από το κράτος.

Η κρατική χρηματοδότηση είναι κοινή πρακτική στη Ρωσία. Ταυτόχρονα, έχουμε πολλούς ιδιωτικούς πόρους, και πολλά χρήματα από την Ε.Ε. Έτσι, για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να κατανοήσουμε ότι η κρατική χρηματοδότηση δεν είναι η κύρια πηγή για τον Εξόριστο συγγραφέα, καθώς εισπράξαμε χρήματα από το Channel One Russia, την Πολωνία, τη Σερβία, την Ε.Ε. κ.λπ.

Ποια είναι γνώμη σου για την ποικιλόμορφη παραγωγή της νεότερης γενιάς Ρώσων σκηνοθετών; Θεωρείς τον εαυτό σου κομμάτι της, καλλιτεχνικά μιλώντας;

Δε θεωρώ τον εαυτό μου κομμάτι μιας γενιάς Ρώσων σκηνοθετών. Δε νομίζω πως αυτή η γενιά ενώνεται με κάτι πέραν της ηλικίας. Οι νεαροί σκηνοθέτες μας είναι πολύ διαφορετικοί, κάνουν διαφορετικές ταινίες και μιλάνε για διαφορετικά πράγματα, κι αυτό είναι πολύ καλό. Είναι επίσης καλό που έχουμε τον Ζβιάγκιντσεφ, τον Χλέμπνικοφ, τον Μπίκοφ, και, για άλλη μια φορά, τον Σερεμπρένικοφ. Αυτά τα φιλμ είναι διαφορετικά, υπέροχα και σπουδαία.

Δε μας ενώνει η ίδια αισθητική, η ίδια κατανόηση της τέχνης, αλλά σίγουρα μας ενώνει το γεγονός ότι θέλουμε να κάνουμε ταινίες και να τις κάνουμε όχι για τα λεφτά, αλλά γιατί αυτό είναι σημαντικό για μας.

Αισθητικά, λοιπόν, δε συνδεόμαστε, καθώς αυτή η γενιά είναι στ’ αλήθεια ποικιλόμορφη. Σχετικά με την εποχή, ναι, υπάρχει αρκετή ενότητα, γιατί εμφανιστήκαμε κατά την ίδια περίοδο. Τουλάχιστον αυτό νιώθω.

H ταινία του Αλεξέι Γκερμάν Jr Εξόριστος συγγραφέας προβάλλεται από τις 21 Φεβρουαρίου στους κινηματογράφους σε διανομή της AMA Films.