Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Αλέξανδρος Βρεττάκος: «Η χαρά της δημιουργίας δίνει νόημα στη ζωή σου»


Δημιουργικά ανήσυχος φωτογράφος και δάσκαλος φωτογραφίας, και παράλληλα καθηγητής φυσικής αγωγής, ο Κοζανίτης Αλέξανδρος Βρεττάκος τρέφει βαθιά αγάπη για τα Βαλκάνια και τους ανθρώπους τους.

Κουβεντιάζουμε μαζί του με αφορμή τη συμμετοχή του στον φετινό διαγωνισμό φωτογραφίας πορτρέτου του φημισμένου περιοδικού LensCulture.

Μπήκες στον κόσμο της φωτογραφίας από μικρός ή αυτό συνέπεσε με τη σπουδή σου στον τομέα της φυσικής αγωγής στο Νόβι Σαντ;

Στράφηκα στη φωτογραφία ξαφνικά, γιατί είναι η πιο καλλιτεχνική πόλη της Σερβίας, με πολλούς μουσικούς, ζωγράφους, γλύπτες. Είναι πανέμορφη, και βολεύει να μετακινείσαι με τα πόδια.

Τη δεκαετία του ’80 που ήταν πανάκριβα τα φωτογραφικά υλικά στην Ελλάδα, εκεί ήταν πάμφθηνα. Με κόστιζε το φιλμ μία δραχμή, να φανταστείς! Έπαιρναν πολύ φτηνά φωτογραφικά από τη Ρωσία.

Ανέκαθεν σε γοήτευε ο σκοτεινός θάλαμος.

Ο φωτογραφικός θάλαμος μου δημιουργούσε την αίσθηση ότι τα ‘κανα όλα μόνος μου, με τα χέρια μου. Τότε στην Ελλάδα δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα.

Επειδή δεν υπήρχε το διαδίκτυο, πολλά έμεναν μυστικά και στους φωτογράφους. Δεν μπορούσες να τα μάθεις από κανέναν παρά μόνος σου. Το μεγάλο μυστικό ήταν βέβαια η ίδια η δουλειά.

Άρα πρώτη αφετηρία ήταν η αγάπη μου για το μυστήριο του σκοτεινού θαλάμου. Ακόμα και σήμερα, τυπώνω κάποια φιλμ για να αισθανθώ πως κάτι μυστικιστικό γεννιέται.


Για να μην ξεχνιέσαι.

Ακόμα και στις μέρες μας, όταν κάποια παιδιά που ασχολούνται με την ψηφιακή γνωρίζουν την αναλογική, παρατάνε την ψηφιακή.

Έζησες και σπούδασες στο Νόβι Σαντ σε μια περίοδο που υπήρχε ακόμα η Γιουγκοσλαβία. Ποιο ήταν το περισσότερο γοητευτικό στοιχείο της εμπειρίας σου ως φοιτητή;

Γι’ αυτούς που ζούσαν εκεί, όταν τους έλεγα «Τι ωραία περνάτε», δεν το αναγνώριζαν.

Εγώ, όμως, έβλεπα ότι υπήρχε ομορφιά. Μπορεί να υπήρχε ένα πέπλο μελαγχολίας στα μεγάλα κτίρια και τους ομιχλώδες χειμώνες, αλλά ένιωθες σαν να να βρισκόσουν μονίμως σε μια ταινία του Ταρκόφσκι.

Δεν είχε σημασία πώς είναι το σπίτι σου. Από τη στιγμή που έβγαινες και κυκλοφορούσες έξω, όλα ήταν εκεί. Εδώ δε μας ενδιαφέρει τόσο αυτό.

Πώς ήταν οι άνθρωποι στην αλληλεπίδραση; Η μελαγχολία που χαρακτήριζε το αστικό τοπίο χαρακτήριζε σε έναν βαθμό κι αυτούς;

Όχι ιδιαίτερα, ήταν πιο πολύ προσωπικό θέμα. Υπήρχε βέβαια μια μελαγχολία που πήγαζε από πολιτικούς παράγοντες και τις αλλαγές που συντελούνταν.

Επειδή ήμουν Έλληνας, όμως, με είχαν αγκαλιάσει πολύ οι Σέρβοι. Υπάρχει μια αίσθηση των Βαλκανίων που είναι κοινή σε όλες τις χώρες.


Προσωπική μου αγάπη είναι η Βοσνία και το Σαράγεβο, αλλά μπορώ να αντιληφθώ την εγγύτητα και την οικειότητα. Γενικά αισθάνομαι πολύ μεγάλη άνεση στα Βαλκάνια.

Ακριβώς. Μόλις βλέπουν ελληνικό διαβατήριο στα Βαλκάνια, ανοίγουν όλες οι πόρτες και κυκλοφορείς παντού. Κι αυτό βοηθάει πολύ τη δουλειά μου, γιατί φωτογραφίζω.

Ήταν, λοιπόν, κι ένα σχολείο η εκεί παραμονή σου, σε φωτογραφικό και κοινωνικό επίπεδο;

Περισσότερο υπήρξε σχολείο η ατμόσφαιρα της χώρας. Η αυστρο-ουγγρική αρχιτεκτονική, τα πιάνα και τα βιολιά που άκουγα από τα ανοιχτά παράθυρα, οι γραμμές του χώρου -και τα δέντρα ακόμα- έπαιζαν όλα το ρόλο τους.

Η επιλογή της ενότητας με την οποία πρόσφατα διαγωνίστηκες στο LensCulture, Αξιοπρέπεια, έγινε με κριτήριο την αγάπη που τρέφεις για τα Βαλκάνια και τους ανθρώπους τους;

Ήθελα να λάβω μέρος σ’ αυτό τον διαγωνισμό και η σχέση μου με τους ανθρώπους είναι πολύ καλή. Δημιουργείται μια πολύ παράξενη κατάσταση όταν φωτογραφίζεις ανθρώπους, ιδιαίτερα άγνωστους.

Με κάποιους συνδέεσαι αμέσως και σου ανοίγονται. Από αυτή τη δουλειά, που την είχα κάνει στα Βαλκάνια, επέλεξα τα καλύτερα πορτρέτα. Είδα ότι, ενώ ήταν άνθρωποι της υπαίθρου, έβγαζαν έναν απίστευτα αξιοπρεπή χαρακτήρα στην εικόνα τους.

Έχει μια δύναμη -και όχι μόνο φωτογραφική- η εικόνα τους, που εμείς οι αστοί, οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων, έχουμε χάσει.

Έχουν και μια καθαρότητα βλέμματος.

Όταν φοβάσαι τη φωτογραφική μηχανή, δεν μπορεί να βγει εύκολα μια καλή φωτογραφία. Συνήθως, οι άνθρωποι της υπαίθρου, επειδή δεν έχουν να κρύψουν κάτι, κοιτάνε τον φακό σαν να κοιτάνε έναν άνθρωπο.

Αυτό αλλάζει τα δεδομένα και στο βλέμμα και στη συμπεριφορά τους. Δεν υποδύονται, είναι ειλικρινείς απέναντι στον φακό, γι’ αυτό και «βγάζουν» αυτό που είναι.


Εσύ θα αυτοπροσδιοριζόσουν ως φωτογράφος πορτρέτων ή δρόμου;

Όχι. Αν παρακολουθήσει κάποιος τη δουλειά μου, μπορεί να μπερδευτεί, θα αναρωτηθεί τι κάνω.

Δίπλα σε ένα πιο εικαστικό, πρωτοποριακό άλμπουμ, τις Μυθοβραχίες, μπορεί να είναι το πανηγύρι του Άη Συμιού, κάτι εντελώς διαφορετικό, ή εννοιολογική φωτογραφία όσον αφορά στην αμαρτία, με την έννοια του σφάλματος.

Συνεπώς το έργο και η προσέγγισή σου είναι πολυδιάστατα.

Ακριβώς. Παλαιότερα ανησυχούσα, κι έλεγα ότι όλοι οι φωτογράφοι έχουν ένα στιλ. Μήπως πρέπει να δουλέψω περισσότερο, γiα να βρω αυτό που με αντιπροσωπεύει; Στην πορεία ανακάλυψα πως τέτοιος άνθρωπος είμαι, μ’ αρέσουν όλα.
Το ότι ασχολούμαι με όλα τα πράγματα φωτογραφικά σημαίνει πως σε όλα βρίσκω μια ομορφιά στη ζωή. Ο φωτογράφος φαίνεται μέσα από τη δουλειά του.

Παράλληλα, «η τελευταία ελπίδα μας είναι η προσπάθεια για δημιουργία», γράφεις στο συνοδευτικό κείμενο του πρότζεκτ Τελευταία Ελπίδα..

Αυτό το άλμπουμ έχει πολύ ενδιαφέρον. Στη ζωή ένα 10% θα είναι χαρούμενες στιγμές, ένα 20% δυσκολίες και το υπόλοιπο 70%  βαρεμάρα.

Άρα, το να ζεις αυτή τη βαρεμάρα περιμένοντας να πεθάνεις γέρος, μίζερος και ανήμπορος είναι μια τραγική κατάσταση. Επειδή, όμως, δεν μπορώ να δεχτώ την τραγικότητα της ζωής, καταφεύγω στη δημιουργία.

Για να καταλάβουμε την αξία της ζωής, πρέπει να την αντιληφθούμε μέσα από τη φθορά και τον θάνατο.


Οπότε ένας τρόπος να εντείνεις, να επεκτείνεις ή να εμβαθύνεις στην απόλαυση της ζωής είναι η δημιουργία, με όποιον τρόπο επιλέγει ο καθένας.

Μπορεί να είσαι τσαγκάρης και να φτιάχνεις παπούτσια. Η χαρά της δημιουργίας είναι που σε κρατάει και δίνει νόημα στη ζωή σου.

Στην τρέχουσα δυστοπική συγκυρία, πώς μετασχηματίζεται και η ίδια η έννοια της φωτογράφισης τόσο σε σχέση με το αστικό/ημιαστικό/αγροτικό τοπίο, όσο και με τους ανθρώπους και τις δραστηριότητές τους- ή την ερημιά;

Η δημιουργία των καλλιτεχνών γενικότερα «σκοτώνεται» μέσα από την ελευθερία και την ευημερία. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες δημιουργούν στις δύσκολες στιγμές. «Στερεύουν» όταν όλα πάνε καλά.

Το τοπίο γύρω μας έχει αλλάξει σημαντικά χωρίς τους ανθρώπους. Οι όγκοι και οι γραμμές αναδεικνύονται με διαφορετικό τρόπο στην πόλη. Τώρα φωτογραφίζεις τον υπαινιγμό της παρουσίας των ανθρώπων. Αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον.

Μιας και διδάσκεις φωτογραφία, ποιες πτυχές της διδάσκονται;

Πολύ καλή ερώτηση, δε μου την έχουν ξανακάνει.

Αυτό που προσπαθώ να μεταδώσω στους μαθητές είναι το πώς να δουλεύουν πολύ, να τους καλλιεργήσω, γιατί το ταλέντο δε διδάσκεται. Δεν ξέρω κι αν υπάρχει, ούτε ασχολούμαι καθόλου μ’ αυτό.

Πρέπει, όμως, να αρέσει στον άλλο, για να αντέξει να φωτογραφίζει αρκετά. Όταν, λοιπόν, πρέπει να πάρουν την απόφαση ν’ ασχοληθούν περισσότερο, αυτό τους περισσότερους τους τρομάζει, γιατί η φωτογραφία απαιτεί πια πολλά από αυτούς.

Όλα τα πράγματα, ωστόσο, με τα οποία ασχολούμαστε με πάθος, απαιτούν μετά από εμάς περισσότερα, έτσι δεν είναι; Αυτό, επομένως, που έχει αξία είναι να βρούμε στη ζωή πράγματα που μας δημιουργούν πάθος. Τότε ζούμε πραγματικά!

Η επιλογή των φωτογραφιών που συνοδεύουν την ανάρτηση έγινε σε συνεργασία με τον φωτογράφο, τον οποίο και ευχαριστώ.

Περισσότερες πληροφορίες για τον Αλέξανδρο Βρεττάκο και τη δουλειά του μπορείτε να βρείτε στο προσωπικό του site.



Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

Κλοέ Μεντί: «Η νουάρ αφήγηση περιγράφει τις κοινωνικές ανισότητες»


Η ατιμώρητη δολοφονία του δεκαπεντάχρονου Σαΐντ από αστυνομικό σε μια επαρχιακή γαλλική πόλη βρίσκεται στον πυρήνα του πολυβραβευμένου νουάρ Τίποτε δεν χάνεται της πολλά υποσχόμενης νεαρής Γαλλίδας συγγραφέως Κλοέ Μεντί.

Παθιασμένη και πολιτικοποιημένη, όπως και το μυθιστόρημά της που κυκλοφόρησε πριν από μερικές βδομάδες στα ελληνικά, η Κλοέ Μεντί μάς μιλά για την αστυνομική βία, τη δικαιοσύνη, τη λογοτεχνία και την πολιτική.

Άρχισες να γράφεις ενώ ήσουν ακόμα στο γυμνάσιο, και υπήρξες αρκετά τυχερή ώστε στα 22 σου να εκδοθεί η πρώτη δουλειά σου. Τι απολαμβάνεις πιο πολύ στη συγγραφική διαδικασία;

Όταν είμαι εντός της συγγραφής ενός μυθιστορήματος, η έμπνευση καταλήγει να έρχεται από μόνη της και τρέφεται με τα πάντα.

Αυτό που διαβάζω, βλέπω, ακούω από μέρα σε μέρα μεταμορφώνεται με ασυνείδητο τρόπο για να εμπλουτίσει την ίντριγκα, το βάθος των χαρακτήρων κ.λπ.

Είναι μια διαδικασία ανεξέλεγκτη, αρκετά σπάνια και εντελώς μαγική.

Το μυθιστόρημά σου Τίποτε δεν χάνεται, που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά, μπορεί να ταξινομηθεί ως «νουάρ». Πώς αντιλαμβάνεσαι αυτό το είδος, ιδίως στο πλαίσιο της σύγχρονης Γαλλίας;

Για μένα, η νουάρ αφήγηση είναι μια αφήγηση όπου τα κοινωνικά θέματα είναι κυρίαρχα.

Σε γενικές γραμμές, περιγράφει τις κοινωνικές ανισότητες και είναι μια συχνά απαισιόδοξη και καταθλιπτική ανάγνωση, που γίνεται για να προσελκύσει τον αναγνώστη.

Το αντίθετο μιας feel-good λογοτεχνίας, η οποία μπορεί να μιλά για τα ίδια πράγματα, αλλά να τα βλέπει με ελαφρύτερο τρόπο.

Το βιβλίο δανείζεται τον τίτλο του από το φημισμένο παράθεμα «Στη φύση τίποτε δε χάνεται, τίποτε δε δημιουργείται, όλα αλλάζουν», που αποδίδεται στον Αντουάν Λαβουαζιέ. Εφαρμόζεται αυτό και στην κοινωνία και τις ανθρώπινες σχέσεις;

Συμβολικά, ναι.

Για παράδειγμα, η Γαλλία επί μακρόν υπήρξε αποικιακό κράτος, οι αποικίες της πολέμησαν για να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους.

Το αποικιακό πνεύμα, ωστόσο, δεν έχει εξαφανιστεί ως διά μαγείας.

Εξακολουθεί να υπάρχει, πιο λεπτό, μέσα από αυτό που ονομάζεται μετα-αποικιοκρατία, της οποίας το πιο διαδεδομένο παράδειγμα είναι το πατερναλιστικό και περιφρονητικό βλέμμα που συχνά επικεντρώθηκε σε ορισμένες αφρικανικές χώρες.

Πάντα τίθεται το ερώτημα για το πώς αυτές οι «αξίες» μεταμορφώνονται. Πάνω σε τι παίζουν σήμερα, σε τι σχετίζονται; Δε θα μπορούσαν να εξαφανιστούν.

Στην πραγματικότητα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό το απόσπασμα μεταφράζεται ψυχολογικά, αν το προσαρμόσουμε στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, και κοινωνιολογικά, αν το προσαρμόσουμε σε κοινωνική κλίμακα.

Στο Τίποτε δεν χάνεται, όλοι οι χαρακτήρες που αντιμετώπισαν τον ατιμώρητο θάνατο του Σαΐντ συνεχίζουν να υποφέρουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ακόμη και αν έχουν περάσει περισσότερα από δέκα χρόνια.

Αυτό μπορεί να προσλάβει προφανείς αλλά και πιο ολέθριες μορφές, όπως το γεγονός ότι ο Mατιά δεν εμπιστεύεται την αστυνομία και δεν αισθάνεται καθόλου ασφαλής με τους μπάτσους, τους οποίους συγκρίνει με τους γκάνγκστερ. 

Αυτή είναι η περίπτωση πολλών παιδιών, αλλά και εφήβων και ενηλίκων.

To Τίποτε δεν χάνεται εκτυλίσσεται σε μια αδιάφορη -και υφιστάμενη ραγδαίο εξευγενισμό- επαρχιακή γαλλική πόλη. Πόσο παρόμοια με τον τόπο όπου μεγάλωσες είναι αυτή η πόλη;

Μεγάλωσα σε μια όχι ενδιαφέρουσα μικρή πόλη, πολύ κοντά στη Λυών.

Η Λυών είναι μια μητρόπολη που εξευγενίζεται με τρομακτική ταχύτητα. Χτίστηκε σύμφωνα με μια αρχιτεκτονική αστυνόμευσης, με τεράστιες αρτηρίες όλες παράλληλες - αδύνατο να χαθείς μέσα της. αδύνατο να χάσεις την αστυνομία...

Ήταν μια πόλη γνωστή για τον πλούτο της για πολύ καιρό. Το κέντρο της πόλης έρχεται σε αντίθεση με τα γύρω προάστια.

Στη γενιά των γονιών μου, ήταν ακόμα δυνατό να ζήσεις στη Λυών, αλλά στη δικιά μου κανείς δεν έμεινε. Η τιμή των ακινήτων γίνεται απρόσιτη ακόμη και στα προάστια.

Η ομοιότητα, όμως, σταματά στον εξευγενισμό. Ήθελα να τοποθετήσω τη δράση σε μια ανώνυμη πόλη, χωρίς κανένα ιδιαίτερο στίγμα, ώστε όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι να προβάλλουν τους δικούς τους τόπους ζωής εκεί.

Δεν κατονομάζεται, και θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε μέση πόλη στη Γαλλία- και σε πολλές άλλες χώρες, φαντάζομαι.

Ο βάναυσος φόνος του 15χρονου Σαΐντ από μπάτσο βρίσκεται στον πυρήνα της αφήγησης, και είναι το κομβικό γεγονός που τελικά μετασχηματίζει τη ζωή κάθε ανθρώπου που εμπλέκεται σ’ αυτόν.

Είναι η αστυνομική βία και ατιμωρησία μια από τις κύριες αγωνίες σου σε κοινωνικό επίπεδο;

Όταν ήμουν δώδεκα ή δεκατριών, ο Zyed και o Bouna, δύο έφηβοι που ζούσαν στο Clichy-sous-Bois σε μια γειτονιά εργατικής τάξης, κατέφυγαν σε έναν ηλεκτρικό μετασχηματιστή ενώ καταδιώκονταν από αστυνομικούς. Πέθαναν από ηλεκτροπληξία.

Πριν το καταδείξει η έρευνα, υπήρχε ήδη υποψία ότι η αστυνομία ήξερε πού ήταν και δεν έκανε τίποτα για να τους βγάλει έξω.

Ήταν ένα πολύ ευαίσθητο πολιτικό πλαίσιο.

Ο Νικολά Σαρκοζί, ο υπουργός Εσωτερικών εκείνη την εποχή, ο οποίος δυστυχώς θα γινόταν ο επόμενος πρόεδρος, πολλαπλασίασε τις προκλήσεις, περιγράφοντας ως «σκουπίδια» ορισμένους κατοίκους λαϊκών περιοχών, μιλώντας για «τον καθαρισμό τους με ατμοκαθαριστή Kärcher».

Πολλές παράμετροι έκαναν το θάνατο αυτών των δύο παιδιών τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Υπήρξαν ταραχές, πρώτα στο Clichy, μετά σε πολλές άλλες περιοχές.

Ήταν η πρώτη φορά στη Γαλλία που οι ταραχές εξαπλώθηκαν πέρα ​​από την πόλη στην οποία έλαβε χώρα η αστυνομική βία. Διήρκεσαν δύο εβδομάδες, και τα μέσα ενημέρωσης μιλούσαν μόνο για αυτό.

Η καταδίκη ήταν σχεδόν ομόφωνη.

Τα αιτήματα δε λήφθηκαν υπόψη, οι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί έφτυσαν τις ταραχές, κάποιος είπε: «Δεν ξέρουν πώς να εκφραστούν, δεν έχουν παιδεία» ή «Όταν κάποιος έχει κάτι να πει δεν καίει αυτοκίνητα».

Δε μοιράζομαι τις συνθήκες διαβίωσης πολλών ανθρώπων σε αυτές τις περιοχές, αλλά η οργή μου φάνηκε απλώς μια προφανής απάντηση, δίκαιη και απολύτως νόμιμη.

Τα παιδιά ήταν νεκρά, η αστυνομική βία ήταν καθημερινή, ακόμα κι αν δεν κατέληγε πάντα με τον χειρότερο τρόπο - για να μην αναφέρουμε την οικονομική, κοινωνική, δικαστική βία. Θα έπρεπε οι άνθρωποι να έχουν υπογράψει αναφορές;

Να έπαιρναν ήσυχα ένα μικρόφωνο και να έλεγαν «Γεια σας παιδιά, δεν είναι ωραίο, θα πρέπει να σταματήσει»; Για μένα, ήταν απλά κάτι γαμημένο.

Μου έκανε μεγάλη εντύπωση, με οδήγησε να είμαι πιο προσεκτική στις αντιδράσεις των μέσων ενημέρωσης, των δικαστικών και της αστυνομίας. Από εκεί, είναι εύκολο να δούμε το «κόκκινο νήμα» της αστυνομικής βίας, όταν καταλήγει στον θάνατο.

Οι καταδίκες των μπάτσων είναι εξαιρετικά σπάνιες, συχνά διατηρούν την ίδια θέση.

Από την άλλη πλευρά, κάποιος που κατηγορείται ότι έριξε ένα αυγό κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης κινδυνεύει με έξι μήνες φυλάκισης, ακόμη κι αν δεν άγγιξε κανέναν. Και αυτό μόνο με την κατάθεση των αστυνομικών που τον είδαν να ξεκινά...

Στη Γαλλία, τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν από τα Κίτρινα Γιλέκα, επειδή πολλοί άνθρωποι έχουν δει αυτή τη βία της αστυνομίας μπροστά τους, τη μαγνητοσκόπησαν και τη μεταδίδουν στα κοινωνικά δίκτυα.

Οι ειδήσεις δεν αφορούν μόνο τα φώτα της δημοσιότητας των επαγγελματικών μέσων κι αυτό είναι μια υπέροχη αρχή.

Τη στιγμή που σου γράφω, ο μαγνητοσκοπημένος θάνατος του Τζορτζ Φλόιντ στις Η.Π.Α. προκάλεσε αντιδράσεις σε αρκετές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, όπου έχουν πραγματοποιηθεί διαδηλώσεις κατά της αστυνομικής βίας σε πολλές πόλεις.

Είναι η πρώτη φορά που υπήρξαν τόσο άμεσες και μαζικές αντιδράσεις. Δεν ξέρω τι θα φέρουν, αλλά το βρίσκω ενθαρρυντικό.

Από την άλλη, τα παραδοσιακά μέσα συνεχίζουν να παίζουν το ρόλο τους ως μαντρόσκυλα. Περιορίζονται στην καταγγελία της βίας σε ορισμένες διαδηλώσεις και εξηγούν γιατί η γαλλική αστυνομία δεν έχει καμία σχέση με την αμερικανική.

 Αυτό ισχύει σε πολλά σημεία, αλλά συγκαλύπτει την ουσιαστική συζήτηση, δηλαδή την ατιμώρητη βία της αστυνομίας στη Γαλλία και το γεγονός ότι τα θύματα αυτής της βίας είναι πάνω απ’ όλα φυλετικοποιημένα άτομα.

O Mατιά, ο εντεκάχρονος κεντρικός αφηγητής, είναι ένα αγόρι που, αν και λειτουργεί παιδιάστικα από διάφορες απόψεις, χαρακτηρίζεται από την ωριμότητα ενός ενήλικα, κι αυτό φαίνεται επίσης από τον τρόπο που εκφράζεται.

Πόσο κοντά νιώθεις σ’ αυτόν τον χαρακτήρα;

Νομίζω πως έπρεπε να πάρω έναν παιδικό χαρακτήρα επειδή τα παιδιά είναι συχνά πιο ευαίσθητα στην ανισότητα από τους ενήλικες.

Δεν έχουν ακόμη εσωτερικεύσει το γεγονός ότι ζουν σε μια νεοφιλελεύθερη κοινωνία και όλες τις αδικίες που τη συνοδεύουν.

Η ανισότητα τα υπερβαίνει και είναι σχετικά αδιάφορα απέναντι στις καπιταλιστικές θεωρίες που τη δικαιολογούν. Δε μιλώ για όλα τα παιδιά, φυσικά.

Μερικές φορές νιώθω σαν παιδί όταν προσπαθώ να εξηγήσω σε ανθρώπους που δεν είναι ευαίσθητοι στην εξέγερση που βιώνω απέναντι σε ορισμένες αδικίες. Με κοιτάζουν έτσι, σε κάθε περίπτωση.

Δεν είμαι πολύ δυνατή στη συζήτηση, βιώνω τα πράγματα οπτικά και δυσκολεύομαι να τα κατανοήσω -προφορικά παρά γραπτά.

Δεν καταλαβαίνω καν γιατί υπάρχει ανάγκη να τα εξηγήσω, καθώς μου φαίνονται προφανή, και χάνω γρήγορα την υπομονή μου.

Αν με έβαζαν σε ένα μιντιακό σετ μαζί με επαγγελματίες της ρητορικής, θα ερχόμασταν στα χέρια τα πρώτα τριάντα δευτερόλεπτα της συζήτησης.

Ο Ματιά είναι η αντανάκλαση όλων αυτών των πραγμάτων.

Kαι οι υπόλοιποι χαρακτήρες αναπτύσσονται σε βάθος, σε όλη την πολυπλοκότητα και τις αντιφάσεις τους. Θα ήθελες να μου πεις περισσότερα για τις προκλήσεις που αντιμετώπισες προσπαθώντας να δημιουργήσεις ένα τόσο πλούσιο «σύμπαν»;

Ειλικρινά, τελείωσα το Τίποτε δεν χάνεται πριν από πέντε χρόνια και δε θυμάμαι πολύ καλά τη συγγραφική διαδικασία. Δυσκολεύτηκα, όμως, πολύ με τον χαρακτήρα του αστυνομικού.

Είχε την άποψή του σε κάποιο σημείο του βιβλίου, κι αυτό μου το συνέστησε ιδιαιτέρως ένας εκδότης που τελικά δεν αποδέχτηκε το μυθιστόρημα. Δε θα την έγραφα η ίδια, αλλά την άφησα γιατί προσέδιδε βάθος στο κείμενο.

Η Αμελιά, η μητέρα του Ματιά, ήταν επίσης δύσκολο να περιγραφεί. Είχα πρόβλημα να βάλω τον εαυτό μου στη θέση της, δεν είχα τις δεξιότητες για να την καταλάβω, ενώ κατάλαβα όλους τους άλλους χαρακτήρες μου πολύ καλά.

Κατέληξε, ωστόσο, να γίνει αξιόπιστος χαρακτήρας στα μάτια αρκετών αναγνωστών.

H έννοια της δικαιοσύνης συνδυαζόμενη με εκείνη της ενοχής διερευνώνται διαλεκτικά στο βιβλίο σου. Πώς μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη, όταν το σύστημα, συμπεριλαμβανομένων της δικαστικής εξουσίας και των μίντια, προστατεύει αυτούς που κατέχουν την εξουσία;

Πιστεύω ότι απάντησα εν μέρει σε αυτήν την ερώτηση παραπάνω, όταν μίλησα για την αστυνομική βία.

Αλλά δεν πιστεύω καθόλου στην πιθανότητα αμερόληπτης δικαιοσύνης σε ένα πολιτικό σύστημα που αναθέτει την εξουσία μόνο στις ανώτερες, λευκές, ελίτ τάξεις. Οι δικαστές προέρχονται επίσης από αυτήν την ελίτ.

Καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον, έχουν την ίδια γλώσσα, τους ίδιους κώδικες. Αντιθέτως, οι άνθρωποι που βρίσκονται στη λάθος πλευρά των δικαστηρίων είναι κυρίως φυλετικοποιημένοι και από τις κατώτερες τάξεις.

Δε μιλάνε τη γλώσσα αυτής της ελίτ, δε διαθέτουν τους κώδικες, είναι εκ των προτέρων καταδικασμένοι.

Έχω περάσει πολύ καιρό στα δικαστήρια και σχεδόν ποτέ δεν έχω δει δικαστή να προσπαθεί πραγματικά να κατανοήσει την κατάσταση των ανθρώπων ενώπιόν του.

Όταν αυτό συμβαίνει, ο κατηγορούμενος είναι συστηματικά λευκός και από τη μεσαία ή την ανώτερη τάξη, έτσι ώστε ο δικαστής μπορεί να προβάλει τον εαυτό του σ’ εκείνον πιο εύκολα.

Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, πιέζουν μόνο τον εναγόμενο και παρακάμπτουν την υπεράσπισή του, για να του δείξουν πόσες άλλες επιλογές είχε από το να κάνει αυτό που έκανε.

Το βρίσκω εντελώς άσεμνο να βλέπω πλούσιους από πλούσια περιβάλλοντα να κάνουν κήρυγμα στους φτωχούς για το πώς θα μπορούσαν να έχουν έναν καλύτερο μήνα. Είναι εξαιρετικά βίαιο, για μένα πολύ περισσότερο από το να ρίξω μια πέτρα.

Οι συνέπειες είναι πολύ πιο σοβαρές, μιλάμε για ποινές φυλάκισης. Αλλά κανένας από τα μέσα ενημέρωσης, τους δικαστές ή τους πολιτικούς δεν το αποκαλεί βία...

Υπάρχει ένα κομμάτι στο Τίποτε δεν χάνεται, όπου ο Ματιά διαβάζει μια λίστα από ονόματα κατοίκων της παλιάς γειτονιάς του. Πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι καταδικάστηκαν τη χρονιά που προηγήθηκε του θανάτου του Σαΐντ.

Βλέπουμε ότι οι ποινές είναι εξαιρετικά σκληρές σε σύγκριση με τις κατηγορίες.

Η λίστα τελειώνει με το όνομα του Σαΐντ Ζαϊντί, τιμωρημένου με θάνατο επειδή εξεγέρθηκε στη διάρκεια ενός ελέγχου στοιχείων. Έπειτα, με το όνομα του δολοφόνου του, του μοναδικού «ντόπιου Γάλλου» -ή σχεδόν-, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος...

Για μένα, αυτό το κομμάτι καταδεικνύει καλά το πρόβλημα αυτού του δικαστικού συστήματος.

Μιας και το μυθιστόρημά σου είναι παθιασμένα πολιτικό, πώς θα περιέγραφες τη δικιά σου σχέση με την πολιτική, ιδίως στην «εποχή» της πανδημίας;

Δεν μπορώ ν’ απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση χωρίς να γράψω ένα καινούριο μυθιστόρημα. Λυπάμαι!


Ευχαριστώ θερμά τον Jimmy Gallier, «ψυχή» των Eκδόσεων Jigal, για την πολύτιμη συνδρομή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα της Κλοέ Μεντί Τίποτε δεν χάνεται κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση του Γιάννη Καυκιά.



Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

Η μετεμφυλιακή Δραπετσώνα μέσα από την «πένα» της Γεωργίας Δ. Καρατζιά


Οδοιπορικό στη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Δραπετσώνα της προσφυγιάς και της φτωχολογιάς, αλλά, έμμεσα, και της ρημαγμένης Ελλάδας, η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία της Γεωργίας Δ. Καρατζιά Δραπετσώνα, η θυμωμένη μαγιά αποτελεί ένα πολύτιμο ντοκουμέντο και ταυτόχρονα ένα απολαυστικό αφήγημα.

Γεννημένη πριν από σχεδόν 88 χρόνια στο κεφαλοχώρι Κακόβατος του νομού Ηλείας, η Γεωργία Δ. Καρατζιά μετακομίζει σε πολύ νεαρή ηλικία, ούτε 17 χρονών, στη Δραπετσώνα, προκειμένου να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές της.

Παντρεύεται σε νεαρή ηλικία και επί τριάντα χρόνια δουλεύει πλάι στον σύζυγό της ως έμπορος. «Ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος και έζησα μαζί του εβδομήντα χρόνια αληθινής αγάπης, μύθος για την εποχή την παρούσα», λέει η ίδια.

Η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία της, έργο ζωής το οποίο γράφεται επί δεκαετίες, αναπλάθει δεξιοτεχνικά τη σχέση της με τον τόπο και τους ανθρώπους του, που την καθορίζουν αποφασιστικά και στη μετέπειτα διαδρομή της.

Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αναδύεται και ανασυστήνεται με τρόπο ανεπιτήδευτο, ακριβή, νοσταλγικό και συγκινητικό ένας κόσμος με ευγένεια, ήθος και σοφία, ο κόσμος της εργατικής τάξης και της προσφυγιάς της Δραπετσώνας.

Μακριά από εύκολους συναισθηματισμούς, ωραιοποιήσεις και ναρκισσιστική αυτοαναφορικότητα, η Δραπετσώνα..., συνυφαίνει την προσωπική και τη συλλογική Ιστορία, χωρίς να απουσιάζουν οι αιχμηρές κοινωνικο-πολιτικές παρατηρήσεις.

Έτσι, η κυρα-Ευγενούλα, η σπιτονοικοκυρά της αφηγήτριας, η κυρα-Ναζαρέτ, η Μπαμπέσα, ο Μήτσουλας, ο μπαρμπα-Δανήλος πέρα από υπαρκτοί άνθρωποι λειτουργούν και ως φορείς νοημάτων, ποιοτήτων και σημασιών που τους υπερβαίνουν.

Η ανάγνωση του βιβλίου παράγει εικόνες και ήχους, και συχνά έχεις την αίσθηση ότι παρακολουθείς τον Δράκο ή, ακόμα περισσότερο, τη Συνοικία το όνειρο.

Η πλούσια ντοπιολαλιά των χαρακτήρων, Μικρασιατών προσφύγων και «Παλιοελλαδιτών», αναπαράγεται με ακρίβεια και σεβασμό, και ρέει αβίαστα.

«Ποτέ στη ζωή μου δεν παραιτήθηκα, πόσω μάλλον τώρα, που το οφείλω στα χρυσά μου εγγόνια. Θέλω τώρα να ξέρουν πώς ζούσε ο κόσμος στις φτωχογειτονιές του Πειραιά και τι τραβούσε να σταθεί στα πόδια του», γράφει η συγγραφέας.

Η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία της Γεωργίας Δ. Καρατζιά Δραπετσώνα, η θυμωμένη μαγιά, ένα βιβλίο για όσους δεν παραιτούνται και δεν εγκαταλείπουν τα όνειρά τους, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Anubis.