Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

Αντρές Μπάρμπα: «Η συγγραφική διαδικασία αξίζει μόνο αν δουλεύεις στο σκοτάδι»


Ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα της σύγχρονης ισπανόφωνης λογοτεχνίας, ο Ισπανός συγγραφέας Αντρές Μπάρμπα ρίχνει μέσα από τα μυθιστορήματά του μια ασυνήθιστη ματιά στους μικρόκοσμους των παιδιών και την παιδική ηλικία.

Συναντηθήκαμε μαζί του στην Αθήνα, όπου πρόσφατα βρέθηκε για να παρουσιάσει τη δουλειά του.

«Οι αφηγήσεις και τα χρονικά είναι σαν τους χάρτες», γράφεις στο Φωτεινή πολιτεία. Πώς σχετίζεσαι προσωπικά με τη συγγραφική διαδικασία;

Ενδιαφέρουσα ερώτηση.

Εξαρτάται πολύ από το βιβλίο. Κάποια είναι πιο κοντά στη φιλοσοφική σκέψη. Το συγκεκριμένο ήταν πλησιέστερο στην πολιτική σκέψη: πώς κατασκευάζεται η αλήθεια σε μια κοινωνία μετά από ένα τραυματικό επεισόδιο.

Εκείνο το διάστημα με ενδιέφερε αυτό, είχα διαβάσει πολλά βιβλία σχετικά με το τι είχε συμβεί μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πώς είχε προσπαθήσει η γερμανική κοινωνία να αναδομηθεί στο επίπεδο της πολιτικής σκέψης.

Μου αρέσει πολύ ένα βιβλίο του Γιούργκεν Χάμπερμας για τη συναινετική αλήθεια.

Σ’ αυτό, αρνείται τον αριστοτελικό τρόπο σκέψης, αντιλαμβανόμενος την αλήθεια ως ένα συναινετικό, ελαστικό υλικό που δομούμε μεταξύ μας και πρέπει να αλλάζει για να παραμένει αληθινό.

Εμπνεύστηκες, επομένως, από τη μεταπολεμική γερμανική κοινωνία.

Αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να περιλάβω όσο περισσότερες φωνές ήταν δυνατόν στην κατασκευή της ιστορίας, για να μεταδώσω την αίσθηση της παρουσίας τη στιγμή που κατασκευάζεται η αλήθεια.

Πρόκειται για κάποιο είδος αλληγορίας- η, τουλάχιστον, μπορεί να διαβαστεί έτσι.

Θα μπορούσε. Ήθελα, ωστόσο, η γραφή να είναι πολύ ρεαλιστική, στο ύφος του Τζόζεφ Κόνραντ.

Ποτέ δεν έχουμε την ευκαιρία να μάθουμε από πού προήλθαν εκείνα τα παιδιά. Ίσως δεν έχει και σημασία, τελικά.

Προτείνω μερικές πιθανές απαντήσεις, αλλά αυτό δεν είναι το κύριο ζήτημα του βιβλίου. Το να προσπαθείς να δίνεις μια λογική απάντηση στα πάντα νομίζω πως αποτελεί κίνδυνο για τον συγγραφέα.

Αν αποδεχτούμε το ότι στην πραγματική ζωή δεν μπορούμε να έχουμε μια λογική απάντηση για το καθετί, γιατί τη χρειαζόμαστε στη λογοτεχνία; Η λογοτεχνία πρέπει να αναπαριστά τον τρόπο με τον οποίο αποδεχόμαστε την πραγματικότητα.

Όλοι μας, ακόμα και οι πιο λογικοί, αποδεχόμαστε ένα μικρό βαθμό μαγικής σκέψης στη στάση μας απέναντι στη ζωή.

Αυτό, λοιπόν, προσπαθείς κι εσύ να αναδημιουργήσεις μέσω της γραφής, μια αίσθηση μαγείας;

Το πιο μαγικό πράγμα στη συγγραφική διαδικασία είναι η διαδικασία της κατανόησης. Δε γράφεις για πράγματα που ξέρεις, αλλά για όσα δεν ξέρεις και θέλεις να μάθεις. Αξίζει μόνο αν δουλεύεις στο σκοτάδι ή στο ημίφως.

Αυτό την κάνει μαγική, κατά κάποιο τρόπο, γιατί βασίζεται κυρίως στη διαίσθηση, παρά στη γνώση. Πιθανόν δεν απαντά στην ερώτησή σου!



Είναι μια πολύ συναρπαστική απάντηση. Επιστρέφοντας στο πρώτο εκ των δύο βιβλίων σου που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, το Xέρια μικρά, πηγάζει από μια σαγήνη για την παιδική ηλικία. Πότε πρωτοσαγηνεύτηκες από αυτή;

Ανέκαθεν με ενδιέφεραν πολύ τα παιδιά.

Αρχικά σπούδασα φιλοσοφία. Αυτό που περισσότερο μου αρέσει στην παιδική ηλικία είναι η διαδικασία της μετάβασης, και περισσότερο το πότε αποφασίζουμε ποιοι είμαστε και ποιοι θα γίνουμε.

Και το παράδοξο είναι στις στιγμές της σύγχυσης είναι πιο πιθανό να αποφασίσουμε ποιοι είμαστε και ποιο θα είναι το επόμενο βήμα μας. Αυτές προσφέρονται ιδιαιτέρως για μυθοπλασία κι αφήγηση, καθώς είναι γεμάτες δυνατότητες.

Με ενδιέφερε, εξάλλου, πώς η ίδια η αντίληψη περί παιδικής ηλικίας μεταβάλλεται τους τελευταίους δύο-τρεις αιώνες, μετά το Διαφωτισμό.

Αμφισβητείς, νιώθω, την κυρίαρχη αποτύπωση της παιδικής ηλικίας και των παιδιών. Δεν παρουσιάζονται ως αθώοι άγγελοι ή θύματα, που σίγουρα είναι, επίσης.

Η ουσία του βιβλίου είναι ο χαμένος παράδεισος: πώς, αφότου χάσαμε τον παράδεισο επειδή δεν πιστεύουμε ως κοινωνία στον Θεό πλέον, χρειάζεται να τον αντικαταστήσουμε επί της Γης με την παιδική ηλικία.

Γι’ αυτό και υπάρχει όλη αυτή η μυθολογία περί της παιδικής ηλικίας ως της πιο ευτυχισμένου περιόδου, ότι δεν πειράζει να πεθάνουμε μιας και τουλάχιστον βιώσαμε την ευτυχία ως παιδιά.

Γι’ αυτό κι αρνούμαστε πως και σε εκείνο τον παράδεισο ήμασταν εξευτελισμένοι, βίαιοι, λυπημένοι.

Στο Χέρια μικρά, που είναι ακόμα πιο συμπυκνωμένο, υπάρχει μια μια τρομακτική διάσταση.

Είναι ένα γοτθικό μυθιστόρημα, κατά κάποιο τρόπο, σαν γοτθική μινιατούρα.

Βασίζεται σε ένα πραγματικό συμβάν, το οποίο είχε αφηγηθεί η Κλαρίσε Λισπέκτορ, και ένιωσα πως έπρεπε να κάνω κάτι μ’ αυτό. Όχι υποκύπτοντας στη σκοτεινή πλευρά του, αλλά στη λυρική.

Εξ όψεως είναι σαν μια αρχαιοελληνική τραγωδία, κι αυτό που χρειαζόμουν ήταν ένας χορός. Χρειαζόμαστε παιδιά να μιλάνε για πράγματα για τα οποία δεν είναι ικανά, γιατί η γλώσσα τους δεν είναι αρκετά ακριβής κι εκλεπτυσμένη.

Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι τα συναισθήματά τους δεν είναι εκλεπτυσμένα όπως τα δικά μας. Τι θα συνέβαινε, λοιπόν, αν έβαζα ένα εκλεπτυσμένο μυαλό να περιγράψει με ακρίβεια συναισθήματα ενός παιδιού κι όχι ενός ενήλικα;

Νομίζω ότι λειτουργεί, γιατί δεν είναι ένα ρεαλιστικό βιβλίο, αλλά πιο πολύ παραμύθι.



Εξιστορημένο ταυτόχρονα από διαφορετικούς αφηγητές. Επειδή, όπως προανέφερες, θα λειτουργούσαν ως χορός;

Για να διατηρήσω την πειστικότητά του χρειαζόμαστε τη ρεαλιστική του πλευρά. Για να καταστήσεις τη ρεαλιστική πλευρά πιστευτή, πρέπει να κρατήσεις τη μυθολογική οπτική του χορού.

Νομίζω ότι έτσι κατάλαβα κάτι για την αρχαιοελληνική τραγωδία. Ο Νίτσε είχε ήδη πει πως η σπουδαία ανακάλυψη των Ελλήνων είναι ο χορός. Ο χορός είναι τα πάντα, αλλά δεν είναι κάτι ξεκάθαρο. Εξαρτάται πολύ από τον συγγραφέα.

Κάποιες φορές είναι η φωνή του θεών, άλλες η εσωτερική φωνή του κοινού, κάποτε η έκφραση αυτού που ξέρουμε ότι θα συμβεί, αλλά δεν το θέλουμε. Είναι τόσο ενδιαφέρων, σύγχρονος, διφορούμενος, ελαστικός.

Είναι μια επινόηση εξίσου σπουδαία με το μυθιστόρημα, μια φόρμουλα κλειστή κι ανοιχτή ταυτόχρονα. Ένα παράδοξο. Τέλειο για μυθοπλασία, όμως.

Είσαι πατέρας, αν μου επιτρέπεται η ερώτηση;

Ναι.

Υποθέτω πως το γεγονός αυτό επηρεάζει την προσέγγισή σου στη συγγραφή. Έχει αλλάξει από τότε που έγινες πατέρας;

Όταν έγραφα το Χέρια μικρά, δεν ήμουν. Όταν έγραφα το Φωτεινή πολιτεία, ήμουν. Δεν ξέρω αν βλέπεις κάποιες αλλαγές.

Μου είναι δύσκολο να τις συναισθανθώ, γιατί δεν είμαι πατέρας ο ίδιος. Ως αναγνώστης, ωστόσο, βλέπω μια εξέλιξη από την άποψη της ωρίμανσης.

Είναι σαν την εμπειρία του θανάτου.

Υπάρχουν πολλά που ήδη ξέρεις γι’ αυτόν πριν τον αντιμετωπίσεις μέσα από την απώλεια των γονιών σου. Με όλη τη σχετική πολιτισμική κληρονομιά, είναι παράξενο που είσαι γυμνός απέναντι στη σκέψη του θανάτου.

Για μένα αυτό που άλλαξε περισσότερο αφότου έγινα πατέρας είναι ότι νιώθω καθημερινά πως κάποιος εξαρτάται από μένα- αρχικά για την ίδια την επιβίωσή του κι έπειτα για το καθετί διαρκώς. Αυτό το βάρος αλλάζει τα πάντα στο μυαλό σου.

Είναι τρομακτικό ή αναζωογονητικό;

Είναι και τα δύο.

Κορόιδευα τον Ίαν ΜακΓιούαν, γιατί είχε δηλώσει σε μια συνέντευξη ότι, αφότου έγινε πατέρας, δεν επιτρέπει στον εαυτό του να κλείσει ένα βιβλίο με πολύ τραγικό τρόπο, γιατί έχει την αίσθηση πως πρέπει να δώσει στην επόμενη γενιά ένα κόσμο βιώσιμο.

Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο μου είχε πει σε μια κουβέντα μας: «Περίμενε μέχρι να γίνεις πατέρας». Μισούσε το να σκοτώνει κάποιος ένα παιδί σε ένα μυθιστόρημα. Το έκανα όντας πατέρας. Η πατρότητα σε επηρεάζει με διαφορετικούς τρόπους.

Εκτιμώ το συμπυκνωμένο, περιεκτικό ύφος σου. Είναι το πιο σημαντικό για σένα;

Δεν μπορούμε να κρατήσουμε την προσοχή των ανθρώπων για μεγάλο διάστημα.

Γι’ αυτό κι είναι καθήκον του συγγραφέα, αν θέλει να διαβαστεί, να πει κάτι και να ζητά την προσπάθεια του αναγνώστη, να προσπαθεί να γράφει και να ξαναγράφει το βιβλίο του, ώστε να το κάνει όσο πιο ακριβές είναι δυνατόν.

Αυτό περιλαμβάνει πολλή δουλειά. Το προσχέδιο του Φωτεινή πολιτεία περιείχε 150 επιπλέον σελίδες και χρειάστηκε πολλή δουλειά για να αφαιρεθούν, χωρίς να καταστραφεί η δομή του βιβλίου.

Το Χέρια μικρά είναι το βιβλίο που έχω ξαναγράψει τις πιο πολλές φορές στη ζωή μου- εννιά ή δέκα, νομίζω. Ήταν ένας εφιάλτης. Το μισούσα τόσο. Μισώ να διαβάζω βιβλία που... Δεν έχω υπομονή πια, παλιά είχα.

Μεταφράζω κυρίως κλασικούς. Τον Μόμπι Ντικ, για παράδειγμα. Πόσο πιθανό θα ήταν τώρα ένας πραγματικός αναγνώστης να τον διαβάσει από την αρχή μέχρι το τέλος του;

Απαιτείται, πάντως, προσπάθεια κι εκπαίδευση και από τη δική του πλευρά. Αν το καθήκον σου ως συγγραφέα είναι η περιεκτικότητα και η συντομία, είναι «καθήκον» του αναγνώστη να σε «συναντήσει» κάπου στο μέσο της διαδρομής.

Ένας από τους πιο αγαπημένους μου συγγραφείς είναι ο Τόμας Ντε Κουίνσυ, που είναι δύο συγγραφείς. Ο ένας είναι σαν το κυρίως κείμενο, ο άλλος οι υποσημειώσεις. Μερικές φορές οι υποσημειώσεις είναι πιο ενδιαφέρουσες από το κείμενο.

Η παρέκκλιση είναι η ίδια η φύση της σύγχρονης γραφής. Το να είμαι επί της ουσίας με καθιστά μη σύγχρονο συγγραφέα, πιο κοντά στον Τόμας Μαν. Το σύγχρονο μυαλό βασίζεται περισσότερο στην παρέκκλιση παρά στην ακριβή γραφή.

Η ιδιότητά σου ως μεταφραστή έχει επηρεάσει το συγγραφικό σου στιλ;

Μπορεί. Η παρουσία του Τζόζεφ Κόνραντ στο Xέρια μικρά είναι τόσο ξεκάθαρη.

Υπάρχουν συγγραφείς που είναι επικίνδυνοι, με την καλή έννοια, όπως αυτός. Ή η Κλαρίσε Λισπέκτορ, την οποία αγαπώ. Μιμούμαι τη φωνή της. Κάθε φορά που την διαβάζω, προσπαθώ αμέσως να μιμηθώ τη γραφή της.

Μιας και συμβαίνει να βρισκόμαστε στην Αθήνα, έχεις κάποιον αγαπημένο Έλληνα συγγραφέα πέραν των αρχαίων;

Όταν ήμουν νεαρός αναγνώστης, θυμάμαι την ισχυρή παρουσία του Καζαντζάκη. Έχει γράψει ένα βιβλίο για το Σαν Φρανσίσκο, ήταν πολύ δυνατό. Έχεις κάποιες προτάσεις;

Θα σκεφτώ και θα σου στείλω.

Παρακαλώ, θα το εκτιμούσα!

Ευχαριστώ θερμά την Ντόρα Τσακνάκη, υπεύθυνη Γραφείου Τύπου των Εκδόσεων Μεταίχμιο, για την πολύτιμη συνδρομή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 11ου Φεστιβάλ ΛΕΑ.

Τα μυθιστορήματα του Αντρές Μπάρμπα Χέρια μικρά και Φωτεινή πολιτεία κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

Lisa Gerrard: «Βλέπω τη μουσική ως την ιστορία της ψυχής και της καρδιάς»


Στη σχεδόν σαραντάχρονη μουσική τους διαδρομή, οι αγαπημένοι Αυστραλο-Βρετανοί Dead Can Dance έχουν αψηφήσει και υπερβεί κάθε ταξινόμηση, αφήνοντας το δικό τους στίγμα στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα.

Ενόψει των συναυλιών τους σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα (1 & 3 Ιουλίου), συνομιλούμε με την Lisa Gerrard, την θρυλική τραγουδίστριά τους.

Καλησπέρα!

Πώς είσαι;

Είμαι καλά. Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για όλη την απόλαυση που μου έχετε προσφέρει μέσα από τη μουσική σας ανά τα χρόνια.

Αυτό είναι πολύ γλυκό!

Πώς αντιλαμβάνεστε και προσεγγίζετε τη μουσική; Ως τελετουργία, ως τελετουργική πρακτική;

Όχι, δεν τη βλέπω ως τελετουργική πρακτική, αλλά ως την ιστορία της ψυχής και της καρδιάς, ξέρεις. Είναι το ταξίδι της ανθρώπινης ύπαρξης.

Επέλεξα να εκφραστώ μέσα από τη φόρμα του τραγουδιού, όπως άλλοι μέσω της συγγραφής και της ζωγραφικής. Δεν μπορούμε να εκφραζόμαστε μόνο μέσω της γλώσσας. Υπάρχουν πολλοί τρόποι που μπορούμε να αλληλεπιδράσουμε.

Για μένα το μήνυμα της ψυχής προέρχεται από το τραγούδι.

Μιας και αναφέρατε το τραγούδι, το δικό σας δεν είναι συμβατικό, αλλά ένα αμάλγαμα ψαλμωδιών, ουρλιαχτών, λαρυγγισμών. Είναι το γεγονός αυτό ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεστε τη μουσική δημιουργία;

Όταν φτιάχνω μουσική, συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό το ίδιο πράγμα. Το τραγούδι, νιώθω, προκύπτει πιο αυτόματα, κατευθείαν από την καρδιά, ενώ η μουσική περισσότερο ως αποτέλεσμα σχεδιασμού.

Το τραγούδι είναι μια αντίδραση, όχι ένα σχέδιο. Είναι επίσης ένας τρόπος αφήγησης μιας ιστορίας που γίνεται κατανοητή μέσω του ήχου, σε αντίθεση με την πρακτική γλώσσα.

Το ίδιο το γεγονός ότι χρησιμoποιείτε αυτές τις διαφορετικές προσεγγίσεις στην πρακτική του τραγουδιού φέρνει στην επιφάνεια ή συνδέεται με την ανορθολογική πλευρά του ανθρώπου;

Φέρνει στην επιφάνεια κάτι πολύ συναισθηματικό, το οποίο σχετίζεται περισσότερο με τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, του ανθρώπου που υφίσταται προτού αποκτήσουμε επίγνωση των συστημάτων.

Επειδή, λοιπόν, εκπαιδευόμαστε από πολύ νεαρή ηλικία να αντιδρούμε στα συστήματα, μερικές φορές δημιουργούμε ένα τοίχο έναντι της κατανόησης και της έκφρασης του οργανικού εαυτού μας.

Γι’ αυτό κι η τέχνη είναι πολύ σημαντική, μας απελευθερώνει από τα συστήματα βάσει των οποίων έχουμε διδαχτεί να ζούμε και μας επιτρέπει να έρθουμε σε επαφή με τη φύση αυτού που είμαστε.

Σχετίζεται αυτό με τη διαρκή χρήση οργάνων που σε μεγάλο βαθμό είναι ξεχασμένα, παραμελημένα, υποτιμημένα ή, πολύ απλά, όχι ευρέως χρησιμοποιούμενα από καλλιτέχνες εντός του λεγόμενου «δυτικού» κόσμου;

Τα όργανα που χρησιμοποιούμε χρησιμοποιούνται σε όλο τον κόσμο, δεν κάνουμε κάτι μοναδικό. Δεν περιοριζόμαστε στα συμβατικά δυτικά όργανα. Πολλές πηγές μουσικής τώρα εξερευνούν αυτά τα διαφορετικά όργανα, νομίζω.

Το πρόβλημα είναι ότι είναι πολύ δύσκολο να βρεις οργανοπαίκτες. Μπορεί να υπάρχει το εμπόδιο της γλώσσας. Οι άνθρωποι, επιπλέον, που δουλεύουν εκτός του πλαισίου της δυτικής μουσικής δεν απομακρύνονται από τη δικιά τους φόρμουλα.

Το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής που φτιάχνουμε προέρχεται από τον ήχο του οργάνου, μάς λέει πώς να παράσχουμε χώρο σε εκείνη τη δουλειά. Δεν ελέγχουμε τον ήχο, χειραγωγούμαστε από αυτόν σε μεγάλο βαθμό.

Lisa Gerrard & Brendan Perry (Photo credit: Vaughan Stedman & Stephanie Füssenich) 

Είναι ο ήχος που έχετε παράγει ανά τα χρόνια προϊόν προσωπικών επιρροών από την παιδική και την εφηβική σας ηλικία στην Αυστραλία;

Ακριβώς!

Μεγάλωσα σε μια ελληνική και τουρκική περιοχή στη Μελβούρνη, οπότε ασφαλώς το γεγονός αυτό επηρεάζει τη δουλειά μου- συν το ότι έχω ιρλανδικό υπόβαθρο.

Η δυτική μουσική ήταν κάτι με το οποίο εξοικειώθηκα αργότερα.. Όταν έγινα έφηβη, άρχισα να εκτιμώ την περισσότερο ποπ μουσική. Αλλά εκεί όπου ζούσα και στο σπίτι μου δεν υπήρχε καθόλου τέτοια μουσική.

Πέρα από τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, απολαμβάνετε να εξερευνάτε και τις γλώσσες, γενικότερα;

Όχι, για μένα ποτέ δεν υπήρξε ακαδημαϊκή άσκηση, αλλά μια «έκρηξη» ενθουσιασμού που, κατά μία έννοια, είναι εκστατική. Ο ήχος είναι ήδη μέσα μας, γεννιόμαστε μ’ αυτόν, όχι με κάποιον που διδασκόμαστε να μιλάμε.

Το ρωτώ γιατί υπάρχει κάτι βαθιά αρχέγονο, ανησυχαστικό ή ανοίκειο στον ήχο σας- είτε κάποιος κατανοεί τι τραγουδάτε είτε όχι.

Νιώθω, πνευματικά, το αντίθετο, επειδή είναι οικείος και παρέχει παρηγοριά ή φέρνει τους ανθρώπους σε επαφή με τα συναισθήματά τους χωρίς να τους πουν τι να αισθανθούν. «Ξεκλειδώνει», ανοίγει το συναισθηματικό κέντρο του άλλου ανθρώπου.

Τους κάνει να σκεφτούν τους ίδιους, όχι εμένα. 

Πώς προσεγγίζετε τη συγγραφή στίχων;

Κάθε μουσικό κομμάτι έχει μοναδικό ήχο και μοναδική γλώσσα. Κάποιες φορές οι λέξεις προέρχονται από ένα κομμάτι και καταλήγουν σε ένα άλλο. Δεν περιορίζονται πάντα σε ένα. Διαφορετικά κομμάτια προκαλούν διαφορετικές αφηρημένες γλώσσες.

Συχνά, εξάλλου, οι στίχοι σας φαίνεται να βρίθουν θρησκευτικών, πνευματικών ή φιλοσοφικών αναφορών.

Τίποτα από όλα αυτά. Είναι μια αποκλειστικά συναισθηματική γλώσσα που είναι εκφραστική.

Παρ’ όλα αυτά, έχετε φιλοσοφικές ή θρησκευτικές ανησυχίες ως άνθρωπος;

Πιστεύω ότι αυτό που κάνω είναι εκφραστικό, σχετίζεται με τη γλώσσα του φυσικού άντρα και της φυσικής γυναίκας. Το πνευματικό είναι κάτι διαφορετικό.

Πέρσι το Νοέμβρη κυκλοφόρησε η πιο πρόσφατη δουλειά σας, το Dionysus.

Αυτή η δουλειά ήταν σε μεγάλο βαθμό σύλληψη του Brendan Perry, ήθελε πολύ να τη δημιουργήσει, σαν ένα «δάσος» ήχων, ένα είδος τοπίου δασικής φαντασίας. Δεν ήθελε να υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο τραγούδι. Εγώ υποστήριξα την αντίληψή του.

Σε κάθε περίπτωση, το Dionysus ακούγεται πολύ εμψυχωτικό, σαν ένα είδος εορτασμού. Έτσι το βίωσα.

Εορτασμός. Είναι σωστή λέξη.

Πώς σχετίζεστε με τα κοινά κατά τη διάρκεια των συναυλιών και κατόπιν;

Δε θα ανέβαινα στη σκηνή αν δεν επρόκειτο να δημιουργήσω κάτι με το κοινό. Νιώθω ότι συμμετέχει στην ιστορία της μουσικής εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή. Με την παρουσία των ακροατών η εμπειρία είναι σε μεγάλο βαθμό κοινοτική.

Βιώνετε διαφορετικές αντιδράσεις ανάλογα με τα κατά τόπους κοινά ή ως επί το πλείστον βρίσκετε ομοιότητες στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται και «εισπράττουν» τη μουσική σας;

Δε συμβαίνει κατ’ ανάγκη σε διαφορετικές χώρες, αλλά και μέσα στον ίδιο συναυλιακό χώρο. Μερικές φορές ο χώρος είναι πολύ σημαντικός. Όταν παίζουμε σε πολύ μεγάλα θέατρα, είναι πιο δύσκολο να συνδεθούμε με την ενέργεια των ανθρώπων.

Όταν παίζεις σε μικρότερους χώρους, είναι πιο οικεία και μπορείς να συνδεθείς εύκολα. Διαφέρει, λοιπόν. Δεν έχει τόσο να κάνει με χώρες, αλλά με το χώρο, νομίζω.

Θα δώσετε δύο συναυλίες στην Ελλάδα. Στο Θέατρο Δάσους, στη Θεσσαλονίκη, και στο Ηρώδειο.

Είναι πάντα όμορφο να παίζουμε στην Ελλάδα, γιατί οι Έλληνες κι οι Ελληνίδες είναι πολύ εκφραστικοί άνθρωποι. Δεν κρύβουν τα συναισθήματά τους, κι έτσι πάντα νιώθεις πολύ ασφαλής σε αυτό το περιβάλλον.

Σας αγαπούν πολύ εδώ, απ’ όσο ξέρω.

Αγαπώ την Ελλάδα και το να παίζω εκεί. Είναι κάτι πολύ ξεχωριστό.

Δεν έρχεστε και πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια, πάντως.

Δουλεύω πολύ με τον Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ που ζει στη Ρόδο, κι έτσι περνώ πολύ χρόνο στην Ελλάδα συνεργαζόμενη μαζί του.

Μια τελευταία ερώτηση. Πώς καταφέρνετε να διατηρείτε αυτή την πολύτιμη φωνή;

Δεν κάνω τίποτα για να τη διατηρήσω. Τίποτα! (Γέλιο)

Ευχαριστώ θερμά την Alice Atkinson από την εταιρεία μουσικής παραγωγής Air Edel για την καθοριστική συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Περισσότερες πληροφορίες για τους Dead Can Dance και την Lisa Gerrard, αντίστοιχα, μπορείτε να αναζητήσετε στα επίσημα sites τους (εδώ και εδώ).

Οι Dead Can Dance εμφανίζονται τη Δευτέρα 1 Ιουλίου στο Θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη και την Τετάρτη 3 Ιουλίου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στην Αθήνα, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

«Μονό καπουτσίνο για τέσσερα χέρια»: Μια παράσταση με άποψη, λόγο και ένταση


Δε διαρκεί παραπάνω από 50 λεπτά, είναι, όμως, τόσο μεστή και πυκνή που νιώθεις ότι ο χρόνος έχει διασταλεί. Ο λόγος για τη θεατρική παράσταση Μονό καπουτσίνο για τέσσερα χέρια, που ανεβαίνει μέχρι και τις 27 Ιουνίου στο Κε.Με.Θετ.

«Μια in progress περφόρμανς για το σερβιτοριλίκι, με εξεταζόμενο υποκείμενο την Σερβιτόρα», βασίζεται σε κείμενα της μκχ, η οποία, μετά το διαδικτυακό της “coming out” ως γραφιάς, δοκιμάζει για πρώτη φορά τις δυνάμεις της ως θεατρική συγγραφέας.

Ο λόγος της- ασθματικός, βιωματικός, έντονος, ποιητικός και βαθιά πολιτικός, αντλεί από οικείες εμπειρίες, συστήνοντάς μας μια συγγραφέα που έχει ακόμα πολλά να δώσει.

Πρόκειται, όμως, επί της ουσίας για μια συλλογική διαδικασία- και στη σύλληψη και στην εκτέλεσή της. Με αυτή την έννοια, οι τρεις επί σκηνής πρωταγωνίστριες αναδεικνύουν την πολλαπλότητα του βιώματος της Σερβιτόρας.

Ειδική μνεία χρειάζεται να αποδοθεί στην Εκάτη, η οποία, με την έντονη σωματικότητα που χαρακτηρίζει την ερμηνεία της, ενσαρκώνει το ρόλο της με τρόπο ιδανικό.

Η ευφυής χρήση πρωτότυπης μουσικής λειτουργεί, εξάλλου, σχολιαστικά στο κείμενο, προσδίδοντας ένα επιπλέον επίπεδο ανάγνωσης.

Η θεατρική παράσταση Μονό καπουτσίνο για τέσσερα χέρια, η οποία ανεβαίνει για τρίτη και τελευταία -προς το παρόν- φορά την Πέμπτη 27 Ιουνίου, είναι αφιερωμένη στην a.a.m, προσφάτως αποφυλακισμένη μητέρα δύο αγοριών.

Περισσότερες πληροφορίες εδώ.

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Κάρλος Φονσέκα: «Η λογοτεχνία είναι μια πράξη κοσμοπολιτισμού»



Γεννημένος στην Κόστα Ρίκα, μεγαλωμένος στο Πόρτο Ρίκο, σπουδασμένος στις Η.Π.Α. και κάτοικος Λονδίνου, ο πολίτης και συγγραφέας του κόσμου Κάρλος Φονσέκα βρέθηκε πρόσφατα στην Αθήνα, προκειμένου να παρουσιάσει το παρθενικό του μυθιστόρημα Ο συνταγματάρχης δεν έχει πού να κλάψει.

Τον συναντήσαμε.

Γεννήθηκες στην Κόστα Ρίκα, μεγάλωσες στο Πόρτο Ρίκο, έζησες και σπούδασες στις Η.Π.Α. και τώρα ζεις και διδάσκεις στο Λονδίνο. Πώς αυτά «μεταφράζονται» σε ό,τι είσαι ως άνθρωπος και ως συγγραφέας;

O νομαδισμός, η μετανάστευση είναι ουσιώδη για τη λογοτεχνία, για την αφήγηση ιστοριών. Ποιος λέει ιστορίες, συνήθως; Είτε άνθρωποι που έχουν ταξιδέψει κι επιστρέφουν για να αφηγηθούν ιστορίες όσων είδαν είτε που έχουν ταξιδέψει στο χρόνο.

Στην περίπτωσή μου, άρχισα να μετακινούμαι από πολύ νεαρή ηλικία. Ο πατέρας μου είναι Κοσταρικανός, η μητέρα μου Πορτορικανή. Όταν, λοιπόν, ήμουν επτά, αποφασίσαμε να μετακομίσουμε στο Πόρτο Ρίκο.

Αυτό παρήγαγε κάτι παράξενο. Από πολύ νωρίς, στο Πόρτο Ρίκο με θεωρούσαν Κοσταρικανό και στην Κόστα Ρίκα το αντίστροφο.

Πώς αντιδράς σ’ αυτό;

Ένιωσα ότι προερχόμουν από το πουθενά κατά κάποιο τρόπο, αλλά ταυτόχρονα από δύο μέρη. Αυτό συνεχίστηκε. Όταν έφτασα στις Η.Π.Α., μου είπαν: «Είσαι Λατινοαμερικανός, λοιπόν».

Μέχρι σήμερα, όταν διερωτώμαι για την ταυτότητά μου και τον τρόπο γραφής μου, θεωρώ τον εαυτό μου κυρίως Λατινοαμερικανό.

Πώς ορίζεις το να είσαι Λατινοαμερικανός συγγραφέας; Τι σημαίνει για σένα;

Το πιο σημαντικό, το ότι μοιράζομαι μια κοινή γλώσσα, τα ισπανικά. Το να αντιδρώ και να γράφω στο πλαίσιο της λατινοαμερικανικής παράδοσης.

Ανεξαρτήτως του αν είμαστε Μεξικανοί, Αργεντίνοι, Πορτορικανοί ή Κοσταρικανοί γράφουμε με συγγραφείς όπως ο Ρομπέρτο Μπολάνιο, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες κατά νου.

Υπό αυτή την έννοια ανήκουμε στην ίδια παράδοση.

Ποιος είναι ο αγαπημένος σου, αν υπάρχει ένας;

Πιθανόν ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες.

Τι σε συναρπάζει περισσότερο σ’ αυτόν, τι άλλαξε τη ζωή σου διαβάζοντάς τον;

Η ικανότητά του να κατανοεί ότι οι ιδέες έχουν επίσης δική τους ζωή και πάθος, νομίζω, και πως μπορούμε να αφηγούμαστε μια λογοτεχνία των ιδεών και των εννοιών.

Ταυτόχρονα, υπήρξε ένας συγγραφέας που, όντας τυφλός τις δεκαετίες του ’40, του ’50 και του ‘60, παρήγαγε πολύ σύγχρονες τεχνικές, και μόνο σήμερα συνειδητοποιούμε πόσο πρωτοπόρος ήταν.

Νιώθεις σαν να του χρωστάς;

Όχι μόνο εγώ, κάθε εθνικότητας συγγραφέας από τον Ζορζ Περέκ και τον Ίταλο Καλβίνο μέχρι τον Ρικάρδο Πίγλια. Έρχομαι, λοιπόν, μετά τους κληρονόμους των κληρονόμων.



Σε επηρέασε, επομένως, τόσο στην επιλογή του θέματος του πρώτου μυθιστορήματός σου όσο και στο συγγραφικό σου στιλ;

Μοιράζομαι μαζί του ένα ορισμένο ενδιαφέρον για ιστορικά θέματα, για τα μαθηματικά, για το ζήτημα του τι να κάνουμε με την πληροφορία.

Ακόμα κι ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, ο λεγόμενος συνταγματάρχης, είναι κατά κάποιο τρόπο επηρεασμένος από τον Μπόρχες.

Πρόκειται για έναν άνθρωπο που αποφάσισε να αφοσιωθεί στα βιβλία αντί για τη ζωή και που απομόνωσε τη ζωή από αυτόν, προκειμένου να ζήσει σε ένα είδος βιβλιοθήκης.

Η αρχική έμπνευση προέρχεται από πραγματικό πρόσωπο. Ποιος ήταν;

Το μυθιστόρημα βασίζεται ελεύθερα στη ζωή του μαθηματικού Αλεξάντερ Γκρόθεντικ, ο οποίος πέθανε πριν από τρία χρόνια, αλλά είχε μια από τις πιο συναρπαστικές ζωές που έχω ακούσει.

Οι γονείς του ήταν Ρωσοεβραίοι αναρχικοί που πολέμησαν στην Επανάσταση των Μπολσεβίκων κι έπειτα μετακόμισαν στην Ισπανία, όπου συμμετείχαν στον Εμφύλιο με την πλευρά του Ρεπουμπλικανικού Ερυθρού Σταυρού.

Μετά από άλλα αυτά, ο Γκρόθεντικ υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες ιδιοφυίες του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα με τη θεωρία της κατηγορίας και πολιτικοποιήθηκε την περίοδο του Βιετνάμ.

Αυτό που πιο πολύ με συνεπήρε είναι ότι επέλεξε να περάσει την τελευταία δεκαετία της ζωής του απομονωμένος ως ερημίτης στα Πυρηναία γράφοντας ένα είδος απόλυτης εγκυκλοπαίδειας. Ήθελα να δω γιατί κατέληξε μόνος του.

Εδώ εισέρχεται η μυθοπλασία, επομένως.

Δεν ήθελα να γράψω ένα τυπικό ιστορικό μυθιστόρημα. Πιο πολύ με ενδιέφεραν οι αλληγορικές, μεταφορικές πτυχές της ζωής του. Γι’ αυτό και αποφάσισα να τον ονοματίσω «συνταγματάρχη».

Γιατί;

Μια μικρή αναφορά στο μυθιστόρημα του Μάρκες Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει.

Σε αντίθεση με εκείνο το μυθιστόρημα, στο δικό μου όντως κάποιος τού γράφει, ο Μαξιμιλιάνο Σιενφουέγος, ένας Μεξικανός ομόλογός του που αμφισβητεί λίγο λίγο την απόφασή του να γίνει ερημίτης και που φέρνει τη Λατινική Αμερική στην εικόνα.

Πόσο καιρό σου πήρε να συνθέσεις το πολύπτυχο μυθιστόρημά σου;

Πρόκειται για ένα παράξενο μυθιστόρημα, με την έννοια ότι έγραφα ένα άλλο, που κατέληξε να γίνει το δεύτερό μου, το οποίο είναι πιο περίπλοκο.

Μια μέρα ένιωσα πολύ κουρασμένος, κι άρχισα να γράφω ένα μικρότερο κείμενο. Σταδιακά εξελίχτηκε σε κάτι ξεχωριστό.

Η διαδικασία κράτησε εννιά μήνες, νομίζω, στη διάρκεια των οποίων προφανώς διάβασα πολλά για τη ζωή του Γκρόθεντικ και την Ιστορία της Επιστήμης.

Γενικά, όμως, ήταν εύκολη διαδικασία, γιατί αισθανόμουν πως καθοδηγούμουν από την αφηγηματική φωνή. Ήδη από την αρχή, ακούμε μια φωνή που λέει ότι ακολουθεί τον πρωταγωνιστή σαν κινηματογραφικός φακός.

Εσύ είσαι αυτή η φωνή;

Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ήμουν εγώ, αλλά το βρήκα παράξενο όταν έγραφα εκείνες τις πρώτες γραμμές. Έγραψα, λοιπόν, το μυθιστόρημα για να καταλάβω ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η φωνή. Ήταν μια άσκηση στιλ.

Το ίδιο το συγγραφικό σου στιλ είναι καλειδοσκοπικό και σαγηνευτικό. Προϊόν εσωτερικής προσπάθειας ή κάτι που προέκυψε οργανικά;

Έχω μια διαίσθηση ως προς το ποιο στιλ θέλω να έχω κι έπειτα ξεκινώ να κάνω ασκήσεις. Για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ήξερα πως έπρεπε να καθοδηγηθώ μέσω της πρώτης παραγράφου.

Ήθελα επίσης να έχει μπαρόκ χαρακτήρα στην παράδοση της Καραϊβικής. Άρχισα έτσι να εξασκούμαι μέχρι που βρήκα το ρυθμό. Έπειτα ξεκίνησα να γράφω εκ νέου. Με αυτό το μυθιστόρημα ένιωθα ότι έκανα γυμναστική.

Με ποια έννοια;

Όπως ένας γυμναστής κάνει ένα τρικ και καταλήγει σε μια άλλη θέση. Ήταν ένα πολύ παιχνιδιάρικο μυθιστόρημα στη συγγραφή του και πολύ ψυχαγωγικό για μένα.

Όσο και πολυεπίπεδο.

Αυτό ήταν ξεκάθαρο από την αρχή. Ήξερα πως θα υπήρχαν τουλάχιστον τρία επίπεδα. Η καθημερινή ζωή ενός ηλικιωμένου, η συγγραφή μιας εγκυκλοπαίδειας και οι ιστορικές αναδρομές που οδηγούσαν σε όσα είχε βιώσει τον 20ό αιώνα.

Το ερώτημα, επομένως, ήταν πώς θα ελισσόμουν ανάμεσα σε αυτά.

Πώς θα συνύφαινες.

Χωρίς να φαίνονται ετερόκλιτα.

Ο Κάρλος Φονσέκα με τον συγγραφέα Νίκο Χρυσό


Η λατινοαμερικάνικη τέχνη εστιάζει σε ζητήματα Ιστορίας, πολιτικής, μνήμης και λήθης, νομίζω.

Η Λατινική Αμερική έχει μια μακρά Ιστορία βίας είτε μέσα από στρατιωτικές δικτατορίες είτε γενοκτονίες, όπως στη Γουατεμάλα, την Αργεντινή ή τη Χιλή.

Κατά κάποιο τρόπο, η λογοτεχνία μας προσπαθεί να ξανασκεφτεί αυτή την ιστορική μνήμη.

Είναι εξίσου σημαντικό αυτό και για σένα;

Αν με ρωτήσεις ποιος από τους συγγραφείς του όψιμου 20ού αιώνα ήταν ο πιο επιδραστικός για μένα, θα απαντούσα ο Β.Γκ. Σέμπαλντ.

Επρόκειτο για έναν συγγραφέα που ενδιαφερόταν πολύ για τη μνήμη του 20ού αιώνα, τις αγριότητες, τη σχέση της με τις εικόνες, τους κινδύνους της λήθης.

Σε σχέση, λοιπόν, με τη δουλειά του και τη δουλειά άλλων συγγραφέων που θαυμάζω κατασκεύασα αυτό το μυθιστόρημα, ως ένα είδος μουσείο για τη μνήμη.

Συνδέεται και η διδασκαλία σου με αυτά τα ζητήματα;

Διδάσκω πολλά μαθήματα σχετικά με τα ιστορικά αρχεία και το πώς να φανταζόμαστε τα μυθιστορήματα ως ιστορικά αρχεία, όπου μπορούμε να αποθηκεύουμε θραύσματα μνήμης ή Ιστορίας.

Τα μυθιστορήματα είναι, επομένως, ένας τρόπος να καταπιάνομαι αφηγηματικά με ζητήματα που με ενδιαφέρουν σε ένα πιο φιλοσοφικό επίπεδο.

Αλληλεπιδρούν συγγραφή και διδασκαλία;

Το να γράφω τα μυθιστορήματα και να σκέφτομαι σχετικά με κάποιες διανοητικές αντιπαραθέσεις συμπίπτουν. Συνήθως στοχάζομαι σχετικά με κάποια συζήτηση και ο μόνος τρόπος να απαντήσω είναι μέσω της αφήγησης ιστοριών.

Νιώθεις προνομιούχος έχοντας ακολουθήσει τη διαδρομή που έχεις ακολουθήσει από την Κόστα Ρίκα στο Λονδίνο;

Αισθάνομαι πολύ προνομιούχος που βίωσα αυτή τη μακρά κίνηση.

Στα δεκαπέντε μου ήμουν σίγουρος ότι θα γινόμουν μαθηματικός. Πήρα υποτροφία να σπουδάσω μαθηματικά στην Καλιφόρνια, αλλά τελικά δε σπούδασα, κι αποφάσισα να ασχοληθώ με τη λογοτεχνία.

Αλλά, πάλι, το πρώτο μου μυθιστόρημα αφορά σε έναν μαθηματικό. Κάτι έμεινε, λοιπόν.

Τίποτα δε χάνεται.

Τίποτα δε χάνεται ποτέ.

Πώς σχετίζεσαι με την ευρωπαϊκή, και ειδικότερα τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία;

Μερικοί από τους αγαπημένους μου συγγραφείς είναι Ευρωπαίοι- από τον Σέμπαλντ στον Μάγκρις, τον Κρασναχορκάι και τον Μίρτσεα Καρταρέσκου.

Το καλό με αυτό το ταξίδι στην Ελλάδα είναι ότι γνώρισα μερικούς πολύ καλούς Έλληνες συγγραφείς όπως ο Νίκος Χρυσός. Περιμένω να διαβάσω το μυθιστόρημά του.

Όπως και να έχει, νιώθεις ως πολίτης-συγγραφέας του κόσμου.

Το να βρίσκομαι στην Ευρώπη είναι ενδιαφέρον. Όταν με βλέπουν, νομίζουν πως είμαι Άραβας. Άλλη μια ταυτότητα, λοιπόν! (Γέλιο)

Η λογοτεχνία το επιτρέπει αυτό, είναι μια πράξη κοσμοπολιτισμού, ανοίγματος στον άλλο και η καλύτερη λογοτεχνία πρέπει να είναι νομαδική, κατά κάποιο τρόπο. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να ξεχάσει το μέρος όπου γεννήθηκε.

Ακόμα, όμως, κι ένας συγγραφέας όπως ο Τζέιμς Τζόις ήταν ικανός να συνυφαίνει ευφυώς την Οδύσσεια με το Δουβλίνο, σωστά; Αυτή η διπλή χειρονομία με ενδιαφέρει, ταυτόχρονα οικουμενική και τοπική.

Photo credit (Κάρλος Φονσέκα-κείμενο): Μανώλης Τσάφος.

Ευχαριστώ θερμά την Ισμήνη Κουρούπη από το Γραφείο Τύπου των Εκδόσεων Καστανιώτη για τη συμβολή της στη διοργάνωση της συνέντευξης με τον συγγραφέα, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 11ου Φεστιβάλ ΛΕΑ.

Το μυθιστόρημα του Κάρλος Φονσέκα Ο συνταγματάρχης δεν έχει πού να κλάψει κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.