Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

Γκέλα Μπαμπλουάνι: «Στο φιλμ νουάρ με προσέλκυσε η παιδική ηλικία μου»


Επιστρέφοντας στο φιλμ νουάρ που τον έφερε στο κινηματογραφικό προσκήνιο (13 Τζαμέτι), ο ταλαντούχος Γαλλο-Γεωργιανός σκηνοθέτης Γκέλα Μπαμπλουάνι καταδύεται με την ταινία Η ληστεία στο μικρόκοσμο τριών ανθρώπων που παραβαίνουν το νόμο με απρόβλεπτες συνέπειες. Κουβεντιάζοντας μαζί του, με αφορμή την κυκλοφορία της δουλειάς του στις αίθουσες από τις 31 Μαΐου.

Δεδομένου ότι και ο πατέρας σου είναι σκηνοθέτης, ισχύει στην περίπτωσή σου το γνωμικό «το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει»;

Στην πραγματικότητα όχι. (Γέλια). Στην οικογένεια είμαστε τέσσερα παιδιά και κανένα δε σπούδασε κινηματογράφο. Όλα, ωστόσο, καταλήξαμε σ’ αυτόν. Προσωπικά σπούδασα νομική. Ήθελα να γίνω συγγραφέας, δεν ήθελα καθόλου να γίνω σκηνοθέτης.

Ποιο ήταν το σημείο καμπής, λοιπόν;

Θα γύριζα ένα μικρού μήκους φιλμ με κάποιον. Την τελευταία στιγμή, μου είπε «δε θέλω να το κάνω πλέον». «Δε θέλεις να το κάνεις, θα προσπαθήσω εγώ», του απάντησα. Ούτε καν το είπα στον πατέρα μου. Ό,τι γύριζα το πρώτο διήμερο ένιωθα πως ήταν φρικτό. Κι έτσι μου πήρε δυο χρόνια. Περισσότερο μάθαινα, παρά οτιδήποτε άλλο. Μάθαινα πώς να δουλεύω με τους ηθοποιούς, πού να τοποθετώ την κάμερα, πώς να κάνω μοντάζ, πώς να γράφω. Αυτό ήταν το σχολείο μου.

Κι ένα προσωπικό στοίχημα που είχες να κερδίσεις.

Όταν ξεκινάω κάτι, δυσκολεύομαι πολύ να αποφασίσω τι θα κάνω. Όταν, όμως, το αποφασίσω, το πάω μέχρι το τέλος. Δεν έχει σημασία τι θα συμβεί.



Τι σε προσέλκυσε στο φιλμ νουάρ, κατ’ αρχήν;

Νομίζω η παιδική ηλικία μου. Μεγάλωσα στο δρόμο. Τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και οι αρχές της δεκαετίας του ’90 ήταν κόλαση. Έχω δει πολλή βία, αλλά δε μ’ εντυπωσιάζουν τα όπλα. Αυτό που εξακολουθεί να με ενοχλεί είναι η βία που μπορεί να ασκήσει ο ένας στον άλλο κυρίως για υλικούς λόγους.

Κι αυτό εξηγεί τον ίδιο τον τίτλο της τελευταίας σου ταινίας.

Νομίζω ότι η κοινωνία διαιρείται όλο και περισσότερο σε δύο μέρη. Υπάρχει η «υψηλή» και η «χαμηλή» κοινωνία. Δεν επικοινωνούν μεταξύ τους πλέον. Πέραν της ανθρώπινης ιδιότητάς τους, κάποιοι δεν έχουν κανένα άλλο κοινό μεταξύ τους. Η πλειονότητα των ανθρώπων στον κόσμο γίνονται φτωχοί και η μειονότητα εκείνων που γίνονται πιο πλούσιοι μειώνεται όλο και πιο πολύ. Υπάρχει, επομένως, μια ανισορροπία στις μέρες μας και τα υλικά αγαθά τρελαίνουν τους ανθρώπους.

Μ’ αυτή την έννοια, η Χάβρη, όπου είναι γυρισμένο το φιλμ σου, μοιάζει με την Τιφλίδα, όπου μεγάλωσες;

Όχι και τόσο. Ερχόμενος στη Γαλλία, είχα την εντύπωση ότι η παιδική ηλικία μου στη Γεωργία ήταν κάτι ξεχωριστό. Έπειτα, όμως, συνειδητοποίησα πως αυτή η βία βρίσκεται παντού. Ίσως δεν είναι εξίσου ακραία, αλλά τα ίδια συμβαίνουν παντού για τον ίδιο λόγο. Είναι θέμα ανθρώπινης φύσης.



Δεν της δίνεις σημασία, όταν βρίσκεσαι εκεί. Υπάρχει το πάνω και το κάτω μέρος της πόλης. Σ’ αυτό έκανα τα γυρίσματα. Όλοι μου έλεγαν «είναι τρελό γκέτο, μην πας εκεί». Εγώ, όμως, έγινα φίλος με τους κατοίκους της περιοχής. Δύο από τους ηθοποιούς προέρχονται από τη γειτονιά.

Γεγονός που προσθέτει, άρα, στην αυθεντικότητα των ερμηνειών και της πλοκής.

Είναι πολύ φτωχή περιοχή, και οι κάτοικοί της αγωνίζονται πολύ. Δεν το συνειδητοποιείς μέχρι που φτάνεις εκεί. Θα έκαναν τα πάντα για τα λεφτά; Ναι, γιατί δεν έχουν καμία άλλη υποστήριξη.

Χρησιμοποιείς εξαιρετικά τη σκιά και το φως, δύο ουσιώδη στιλιστικής φύσης συστατικά του φιλμ νουάρ.

Καθένας έχει το στιλ του, νομίζω. Υπό μία έννοια, είμαι της παλιάς σχολής. Σκέφτομαι ποιο φακό να χρησιμοποιήσω, πώς να «χτίσω» την κάθε σκηνή. Καθετί πρέπει να είναι καδραρισμένο, οι ηθοποιοί πρέπει να σταματούν τη σωστή στιγμή. Δίνω πολλή σημασία στη σύνθεση. Για μένα, το σινεμά υπήρξε πάντα οπτική εμπειρία. Συνδέεται κάπως με τη ζωγραφική, γιατί βάση των εικόνων είναι η ζωγραφική. Πρέπει, λοιπόν, οι εικόνες να έχουν κάτι οπτικά ενδιαφέρον και όμορφο.



Το σύγχρονο γεωργιανό σινεμά είναι πολύ ζωντανό. Πώς σχετίζεσαι μ’ αυτό;

Υπήρξε μια τεράστια παύση μετά τη δεκαετία του ’90 και τώρα αναδύεται μια νέα γενιά. Ειλικρινά νομίζω ότι θα κάνουν σπουδαία πράγματα. Το σινεμά είναι η μορφή τέχνης που ταξιδεύει καλύτερα. Αυτή η γενιά κάνει τεράστια πρόοδο, αναβιώνοντας τις δόξες του γεωργιανού κινηματογράφου του παρελθόντος.

Μοιάζεις να γυρίζεις ταινίες με το πάσο σου. Αν εξαιρέσουμε το φιλμ που συν-σκηνοθέτησες με τον πατέρα σου και το remake του ντεμπούτου σου, η Ληστεία είναι η δεύτερη «κανονική» μεγάλου μήκους ταινία σου. Θα σου πάρει κι η επόμενη εξίσου μεγάλο χρονικό διάστημα, ή τη δουλεύεις ήδη;

(Γέλια). Δουλεύω ήδη πάνω σ’ αυτή. Πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό.

Στιλιστικά και πάλι στην παράδοση του νουάρ;

Ναι, άλλα πολύ διαφορετικό. Γράφω μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε γυναικείες φυλακές. Παραμένει στον κόσμο της βίας, αλλά αυτή τη φορά με γυναίκες.  

Η ταινία του Γκέλα Μπαμπλουάνι Η ληστεία προβάλλεται από τις 31 Μαΐου στους κινηματογράφους σε διανομή της Weird Wave.

Τετάρτη 23 Μαΐου 2018

Rojava Film Commune: «Το σινεμά μπορεί να είναι χειραφετητικό, εξανθρωπιστικό και απολαυστικό»


Λίγες μέρες πριν από την προβολή στο πλαίσιο του B-FEST της πρώτης μεγάλου μήκους κινηματογραφικής παραγωγής της Ιστορίες των κατεστραμμένων πόλεων παρουσία του σεναριογράφου της ταινίας Önder Çakar, η Κινηματογραφική Κομμούνα της Ροζάβα, ένα από τα πιο ελπιδοφόρα εγχειρήματα που ξεπήδησαν από την επανάσταση στην περιοχή, μας συστήνεται.

Η Rojava Film Commune (στο εξής Κινηματογραφική Κομμούνα της Ροζάβα) γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου του 2015. Ποιο είναι το γενικότερο υπόβαθρο -ταξικό, εκπαιδευτικό, εθνοτικό, πολιτικό- των μεμονωμένων καλλιτεχνών που την απαρτίζουν; Είναι μόνο ντόπιοι, ή και αλληλέγγυοι από το εξωτερικό;

Τα μέλη της Κινηματογραφικής Κομμούνας της Ροζάβα είναι καλλιτέχνες, σκηνοθέτες και ακτιβιστές από τη Ροζάβα, που εμπλέκονταν ενεργά στην προώθηση της τοπικής κουλτούρας και των τεχνών ακόμα και πριν την επανάσταση. Κυρίως Κούρδοι. Από τον προηγούμενο χρόνο γίνονται προσπάθειες να διευρυνθεί η βάση, ενσωματώνοντας περισσότερα μέλη αραβικής καταγωγής και, ελπίζουμε, μειονοτικούς όπως Ασσύριους, Τσετσένους ή Τουρκμένους.

Μερικοί από τους σπουδαστές της Ακαδημίας μας εντάχθηκαν στην Κομμούνα μετά την ολοκλήρωση της μονοετούς εκπαίδευσης και τώρα συνιστούν οργανικό κομμάτι της.

Αυτή τη στιγμή δύο άτομα από το εξωτερικό συμμετέχουν στην Κομμούνα. Ένα εξ αυτών είχε εμπλακεί  στην επανάσταση επί πολλά χρόνια ως πολίτης και το άλλο κατά το παρελθόν είχε στρατολογηθεί στο YPG, αλλά και τα δύο ήταν ήδη σκηνοθέτες στις χώρες τους.



Θα θέλατε να συνοψίσετε τις αρχές και τους στόχους της Κομμούνας; Σε ποιο βαθμό έχουν μέχρι στιγμής υλοποιηθεί οι δεύτεροι;

Η Κομμούνα αποσκοπεί στην ενθάρρυνση του τοπικού πληθυσμού και στην προσέγγιση του κινηματογράφου ως εργαλείου που μπορεί να αψηφήσει την κυρίαρχη αφήγηση, όπου οι καταπιεσμένοι δεν είναι τίποτα περισσότερο από θέματα σε οποιουδήποτε είδους καλλιτεχνική προσπάθεια.

Πιστεύουμε ακόμα ότι η δημιουργική δύναμη της επανάστασης στη Ροζάβα πρέπει να τροφοδοτήσει το νεαρό σινεμά στην περιοχή. Αλλά η επανάσταση θα ωφεληθεί, επίσης, από πιο ελεύθερες και πρωτοποριακές απόψεις, οι οποίες μπορούν να μοιραστούν τις αξίες της με ευρύτερα κοινά, να προωθήσουν την κριτική σκέψη και να αμφισβητήσουν την παραδοσιακή προπαγάνδα.

Το σινεμά είναι, επίσης, μια τέλεια διεθνιστική μορφή τέχνης που μπορεί να δημιουργήσει συνδέσεις ανάμεσα στους αγώνες και τους πολιτισμούς ανεξαρτήτως γεωγραφικής απόστασης και γλώσσας.

Μέχρι τώρα, δύο γενιές σπουδαστών έχουν ανακαλύψει τον κινηματογράφο και τον τόπο τους ως μέλη της κοινωνίας του, κατανοώντας πως κι εκείνοι έχουν λόγο σ’ αυτό το πολιτικό εγχείρημα και ότι κι οι ίδιοι δικαιούνται να γιορτάζουν την πολιτιστική ταυτότητά τους. Οι περισσότεροι σπουδαστές είναι γυναίκες, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά πως ο ρόλος τους στην κοινωνία της Ροζάβα πρέπει να είναι ηγετικός.



Φέτος, η συμπρόεδρος της Κομμούνας Sevinaz Evdikê σκηνοθέτησε το πρώτο μικρού μήκους φιλμ που γυρίστηκε στην απελευθερωμένη Ράκα, ως μια απόλυτα συμβολική δήλωση ενάντια στη μεσαιωνική κυριαρχία του Ισλαμικού Κράτους. Το Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Ροζάβα, καθώς και πολλές προβολές και εργαστήρια, έχουν με αργούς ρυθμούς μετατρέψει τον τοπικό πληθυσμό σε αφηγητές και τα κοινά μπορούν να δημιουργήσουν, να απολαύσουν και να συζητήσουν για ταινίες από όλο τον κόσμο.

Υπάρχουν ακόμα πολλά να γίνουν, και η Κομμούνα παραμένει μικρή, αλλά τα βήματα που έχουν ήδη γίνει σε τόσο αντίξοες συνθήκες αποδεικνύουν πως το σινεμά έχει ευθύνη για την οικοδόμηση του νέου αφηγήματος της Συρίας και του εξανθρωπισμού μιας ρημαγμένης από τον πόλεμο χώρας, όπου η ζωή εξακολουθεί να ξεπερνά το θάνατο και την καταστροφή.

Πώς συνδέεται η Κομμούνα με τους συνεχιζόμενους ευρύτερους αγώνες που συντελούνται στην περιοχή και πέρα από αυτή;

Όπως προείπαμε, η δουλειά της, είτε πρόκειται για κινηματογραφικές παραγωγές, το ντουμπλάρισμα ταινιών στα κουρδικά ή την ανοικοδόμηση της κινηματογραφικής αίθουσας της Amûdê, συνίσταται στην προσπάθεια εμψύχωσης των μειονοτήτων και της προστασίας της κουρδικής πολιτιστικής κληρονομιάς μετά από πολλά χρόνια καταπίεσης και καταναγκαστικής αφομοίωσης από το καθεστώς του Άσαντ.

Προσπαθεί, όμως, επιπλέον να προάγει μια πιο δημοκρατική κατανόηση της παραγωγής ταινιών κατά τη διαδικασία της δημιουργίας τους, αλλά και όταν αυτές προβάλλονται. Το να εκπαιδεύει νεαρούς ντόπιους και να ενθαρρύνει τις γυναίκες να αναλάβουν ηγετικούς ρόλους συνδέεται με το βασικό μέλημα της επανάστασης, που είναι η εμψύχωση των γυναικών και της νεολαίας.



Σε μια περιοχή όπου τα ξένα Μ.Μ.Ε. επιβάλλουν τις δικιές τους οριενταλιστικές ατζέντες και τα αυταρχικά καθεστώτα εξαλείφουν τη διαφωνία και την κριτική σκέψη, οι τοπικές φωνές και τα εργαλεία δημιουργικής αφήγησης ιστοριών είναι πιο σημαντικά από ποτέ.

Κατά τον ίδιο τρόπο που το ιρανικό σινεμά μας δίδαξε ότι μπορείς να δημιουργήσεις υψηλή τέχνη, να σαγηνεύσεις το κοινό και να ασκήσεις κριτική στο καθεστώς κάτω από τη μύτη του, ή που ο σύγχρονος λατινοαμερικανικός κινηματογράφος αποδεικνύει πως οι κοινωνικο-πολιτικοί αγώνες μπορούν να βρουν ισχυρούς συμμάχους στις ταινίες, ελπίζουμε και στη Ροζάβα να αποδείξουμε ότι το σινεμά μπορεί να είναι χειραφετητικό, εξανθρωπιστικό και απολαυστικό ακόμη και στις πιο σκληρές συνθήκες.



Το φιλμ των Sêro Hindê και Önder Çakar Ιστορίες των κατεστραμμένων πόλεων, που κυκλοφόρησε το 2016 και πρόκειται να προβληθεί στο πλαίσιο του φετινού B-FEST, είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία, η οποία υλοποιήθηκε από την Κομμούνα. Αποτελούν και οι δύο καλλιτέχνες οργανικό κομμάτι της, ή απλώς διάκειντο ευνοϊκά στον αγώνα της;

Τόσο ο Sêro Hindê όσο και ο Önder Çakar υπήρξαν εκ των βασικών ιδρυτών της Κομμούνας. Ο πρώτος έχοντας ένα πάθος για τις παραδόσεις και την τέχνη της περιοχής και μια βαθιά κατανόησή τους, και ο δεύτερος φέρνοντας μια πιο στρατευμένη προσέγγιση στην αφήγησή της. Επί του παρόντος, ο Sêro Hindê είναι ακόμα ο συμπρόεδρος της Κομμούνας, αναλαμβάνοντας ενεργό ρόλο στη διδασκαλία και βοηθώντας νέους σκηνοθέτες, καθώς και αναπτύσσοντας καινούριες παραγωγές, όπως ένα φιλμ για τους αφηγητές Γιεζίντι.

Τέχνη ενάντια στον πόλεμο, τέχνη σε καιρό πολέμου, τέχνη του πολέμου: ποια από αυτές τις φράσεις περιγράφει πιο κατάλληλα αυτό που κάνει η Κινηματογραφική Κομμούνα της Ροζάβα, και πώς τα μέλη της οραματίζονται το μέλλον της, ιδίως μετά την πρόσφατη πτώση του Αφρίν;

Αν το περιγράφει κάποια από όλες αυτές, τότε τέχνη σε καιρό πολέμου. Ίσως περισσότερο τέχνη και αγώνας, καθώς πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και θέλουμε να αποτυπώσουμε σχετίζονται με προβλήματα εντός της κοινωνίας, τα οποία δε συνδέονται με τον πόλεμο. Ένας από τους κύριους στόχους της Ακαδημίας είναι να γιορτάσει τη ζωή στην περιοχή και τη δημιουργική δύναμη που τροφοδοτεί μια πολύ ιδιαίτερη επανάσταση. Ένα πιο πρόσφατο ντοκιμαντέρ της, το Darên bi Tenê εστιάζει στους Dengbêj, τραγουδιστές και αφηγητές της περιοχής που ανέλαβαν να αποτυπώσουν τη ζωή και την ουσία των εθνών τους ανά τα χρόνια.



Ένα χρόνο πριν, εγκαινιάσαμε την Κινηματογραφική Κομμούνα του Αφρίν. Δυστυχώς, όλα χάθηκαν και τα μέλη της εκτοπίστηκαν από τα σπίτια τους μετά την τουρκική τζιχαντιστική εισβολή. Τα μέλη της Κομμούνας εργάζονταν σκληρά πάνω σε ταινίες σχετικά με την καταστροφή του Χαλεπίου και, πιο πρόσφατα, με την αντίσταση στο Αφρίν. Μια ομάδα από την Κινηματογραφική Κομμούνα της Ροζάβα πήγε, επίσης, και κινηματογράφησε τις τελευταίες μέρες του νοσοκομείου του Αφρίν και του προσωπικού του.

Η Κομμούνα αντιλαμβάνεται τη διαρκή απειλή, με την οποία η Ροζάβα και ολόκληρη η Ομοσπονδία Βόρειας Συρίας είναι αντιμέτωπες, άλλα έχει και την επίγνωση του ότι ο αγώνας μας είναι μακροπρόθεσμος. Και η ευθύνη μας απέναντι στην περιοχή, τις επαναστατικές αξίες, το διεθνισμό και το σινεμά παραμένει ισχυρή.

Περισσότερες πληροφορίες για την Κινηματογραφική Κομμούνα της Ροζάβα, εδώ.

Στο πλαίσιο του φετινού Β-FEST, θα πραγματοποιηθεί προβολή του φιλμ Ιστορίες των κατεστραμμένων πόλεων, παρουσία του σεναριογράφου Önder Çakar και του Mirko Turunc (Salonicasolidarity Afrin), την Παρασκευή 25 Μαΐου στις 19:00 στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (Πειραιώς 256). Θα ακολουθήσει ζωντανή τηλεδιάσκεψη με μέλη της Κινηματογραφικής Ακαδημίας της Ροζάβα.

Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

Μπλαντίν Λενουάρ: «Ο ρατσισμός και ο σεξισμός είναι για μένα παρεμφερείς αγώνες»


Με μια απολαυστική Ανιές Ζαουί στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η ταινία της Μπλαντίν Λενουάρ 50 φορές άνοιξη είναι μια γλυκόπικρη δραματική κωμωδία για τα γυναικεία άγχη, τις αντιφάσεις, τους φόβους, την αποφασιστικότητα και την αντοχή στο πέρασμα του χρόνου. Συνομιλώντας με την σκηνοθέτρια, ενόψει της κυκλοφορίας της ταινίας της στις αίθουσες από τις 17 Μαΐου.

Η ταινία 50 φορές άνοιξη είναι μια γλυκόπικρη δραματική κωμωδία για τα γυναικεία άγχη, τις αντιφάσεις, τους φόβους, την αποφασιστικότητα, την αντοχή. Γεννήθηκε από τη δικιά σου ανησυχία για το πέρασμα του χρόνου και του αντίκτυπού του στη ζωή ενός ανθρώπου;

Πλησιάζοντας τα 40, φοβόμουν πολύ να γεράσω, σαν να ήταν το τέλος κοντά, και οι άντρες φίλοι μου δεν ένιωθαν καθόλου τέτοιο φόβο! Αντιλήφθηκα ότι ολόκληρη η κοινωνία υποτιμούσε τις γυναίκες από τη στιγμή που εκείνες δεν ήταν πλέον γόνιμες, δεν ήταν πλέον ικανές να δώσουν γιους και κόρες στους άντρες. Είμαστε μονάχα συσκευές που κάνουν παιδιά; Σίγουρα όχι. Αλλά τριγύρω είχα πολλές υπέροχες φίλες ηλικίας 50 χρονών, μόνες τους, με τους συζύγους τους να έχουν φύγει με νεότερες γυναίκες και τα παιδιά να έχουν εγκαταλείψει το σπίτι, κι ήταν πολύ δύσκολο να βλέπω αυτή την κατάσταση. Τι αδικία!  

Ήθελα να κάνω μια ταινία που θα απέτιε φόρο τιμής σ’ αυτές τις ηρωίδες της καθημερινότητας, οι οποίες δεν υπάρχουν καθόλου στο σινεμά ούτε και σε κάποιο μέσο. Γιατί στις ταινίες δεν αναγνωρίζω τις γυναίκες που γνωρίζω στη ζωή. Δε βλέπω τη σπουδαία αλληλεγγύη  που υπάρχει ανάμεσα στις γυναίκες, οι οποίες περνούν το χρόνο τους βοηθώντας τις φίλες, τις αδερφές, τις κόρες, τις μητέρες τους. Στις ταινίες δε βλέπω το χιούμορ, το κουράγιο, την ανθρώπινη ζεστασιά. Έκανα το φιλμ που ήθελα να δω, αυτό που μοιάζει με ό,τι γνωρίζω! Είναι υπέροχο να είσαι γυναίκα, αυτό που είναι δύσκολο είναι η εικόνα, την οποία ορισμένοι άντρες μας επιστρέφουν...



Το σπουδαίο στο να μεγαλώνεις, για μένα επί παραδείγματι, είναι ότι αντιμετωπίζομαι περισσότερο ως σκηνοθέτρια παρά ως γυναίκα! Όταν ξεκίνησα στα 25 μου, δεν ήμουν και τόσο άσχημη, και δυσκολευόμουν να ακουστώ- οι παραγωγοί προτιμούσαν να με κοιτάνε παρά να με ακούνε! Τώρα, όλα είναι πιο εύκολα στην επαγγελματική ζωή μου! Γελάω μ’ αυτό σήμερα, αλλά είναι φρικτό να μη σε παίρνουν στα σοβαρά επειδή είσαι γυναίκα...

Η υπέροχη Ανιές Ζαουί ενσαρκώνει την πρωταγωνίστριά σου Ορόρ με ευαισθησία και πληθωρικότητα.

Δεν ήξερα καθόλου ποια θα υποδυόταν το ρόλο όταν έγραφα το σενάριο! Το σκέφτηκα πολύ αργότερα, κατά την περίοδο της παραγωγής. Ήταν μονάχα μια ηθοποιός της ταινίας, γιατί και στην ίδια αρέσει να είναι μονάχα μια ηθοποιός στις ταινίες!

 «Ανακαλύπτεις τις διακρίσεις καθώς γερνάς», λέει στην Ορόρ γελώντας ένας γυναικείος χαρακτήρας. Είναι συνηθισμένο φαινόμενο στη σύγχρονη Γαλλία ο ηλικιακός ρατσισμός είτε στους χώρους εργασίας ή, γενικότερα, στην κοινωνική ζωή;

Ο ρατσισμός και ο σεξισμός είναι για μένα παρεμφερείς αγώνες: να εκλείψει το πιστεύω πως ο κόσμος ανήκει αποκλειστικά στους λευκούς, πλούσιους, ετερόφυλους. Ο κόσμος είναι περισσότερο ποικιλόμορφος! Αυτό ονομάζεται διαθεματικότητα των αγώνων, το να κατανοείς πως εγώ, ως λευκή γυναίκα, δε βιώνω τις ίδιες δυσκολίες με μια μαύρη, ή με μια λεσβία, ή με μια Μουσουλμάνα. Όλες μαζί μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα, να αποδομήσουμε αυτή την αντρική κυριαρχία που εμποδίζει τις γυναίκες να προχωρήσουν. Πολλοί άντρες εξεγείρονται με την κατάσταση, θα ήταν αρκετό για την αλλαγή της κοινωνίας. Αλλά όσο η εξουσία βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια λευκών και πλούσιων αντρών, θα πολεμήσουμε!



Αποσπάσματα συνέντευξης της φεμινίστριας ανθρωπολόγου Φρανσουάζ Εριτιέ, όπου αναφέρεται στο πώς γίνονται αντιληπτοί και αντιληπτές άντρες και γυναίκες σε διαφορετικά στάδια της ζωής τους, ενσωματώνονται επίσης στην αφήγησή σου. Θεωρείς τον εαυτό σου φεμινίστρια;

Ναι, ασφαλώς. Θα είμαι φεμινίστρια μέχρι να αποκτήσουν οι γυναίκες τα ίδια δικαιώματα με τους άντρες, για όσο η βία εναντίον των γυναικών δεν πολεμιέται πιο στιβαρά. Υπάρχει ακόμα πολλή δουλειά, κι είναι πολιτική. Γνωρίζουμε μόνο πως είναι η εκπαίδευση που θα τα αλλάξει όλα. Γιατί καμιά άλλη χώρα, εκτός από τη Σουηδία, δεν εκπαιδεύει τα αγοράκια και τα κοριτσάκια στην ισότητα; Αυτό είναι μεγάλο ερώτημα.

Η Φρανσουάζ Εριτιέ συνέβαλε στην οικοδόμηση της συνειδητότητάς μου, και τη διάνοιξη του γενικότερου διανοητικού μονοπατιού μου. Η σκέψη της είναι πολύ σημαντική. Δυστυχώς, πέθανε δύο μήνες μετά την κυκλοφορία της ταινίας.



Το τραγούδι της Νίνα Σιμόουν I got life συνοψίζει με τέλειο τρόπο το πνεύμα της ηρωίδας και της ταινίας. Το «άκουγες» στο μυαλό σου καθώς δούλευες πάνω στο σενάριο;

Όχι κατά τη διάρκεια της συγγραφής. Είχα την ανάγκη να δείξω μια μελαγχολική σκηνή. Η Ορόρ θυμάται τις κόρες της όταν ήταν ακόμα μικρές, στο σπίτι. Ήθελα να είναι μια χαρούμενη, αναζωογονητική ανάμνηση- όχι θλιμμένη. Όλοι χορεύουν με τα παιδιά τους! Διάλεξα το συγκεκριμένο τραγούδι για τους στίχους του ασφαλώς, αλλά και γιατί είναι οι κόρες μου που χορεύουν, και ξέρουν πολύ καλά αυτό το τραγούδι!

Καταφέρνεις να αποτυπώνεις την αίσθηση μιας επαρχιακής γαλλικής πόλης εξαιρετικά πετυχημένα. Έχεις ζήσει ποτέ σε μια τέτοια πόλη;

Μεγάλωσα στα παρισινά προάστια.  

Ήθελα να κάνω γυρίσματα σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, ώστε η εύθραυστη οικονομική κατάσταση της Ορόρ να μην τοποθετήσει το φιλμ σ’ ένα υπερβολικά σκληρό σκηνικό. Σ’ αυτό το είδος μικρής πόλης, με λίγα χρήματα μπορεί κάποιος να νοικιάσει ένα σπιτάκι, να κάνει βόλτα στην ακροθαλασσιά ή να ασχολείται με τον κήπο του- είναι δωρεάν! Το φιλμ έπρεπε να είναι φωτεινό, ακόμα και χωρίς χρήματα. Σε μια μεγάλη πόλη η ιστορία θα ήταν πιο σκοτεινή.



Το 50 φορές άνοιξη έχει καλό τέλος. Κάτι τέτοιο δεν είναι συχνά μη ρεαλιστικό;

Το καλό τέλος είναι ότι η Ορόρ ξαναβρήκε την αυτοπεποίθησή της: χάρη στην καριέρα της, χάρη στη διαρκή γυναικεία αλληλεγγύη που έχει βιώσει, χάρη στον εραστή της, ο οποίος τη βοήθησε να ανακαλύψει ξανά το κοιμισμένο σώμα της, χάρη στη ζωική της δύναμη. Θέλει να τρέξει προς έναν άντρα, να κάνει μια αρχή, να πάρει ένα ρίσκο. Να ξαναβρεί την αγάπη, το μοίρασμα. Με μια παλιά αγάπη είναι ίσως πιο εύκολο, είναι μια ανακουφιστική βάση- όχι; Το πραγματικό καλό τέλος δεν είναι τούτο- ίσως δε λειτουργήσουν τα πράγματα με τον Τοτός. Είναι η κόρη της η Λουσί, η οποία αντικρίζει την μητέρα της ευτυχισμένη, και δε φοβάται να γεράσει. Η εμπιστοσύνη της μητέρας της μεταφέρεται και στην ίδια, η ζωή δεν είναι τρομακτική πια.

Μ’ αυτή την ταινία ήθελα οι γυναίκες να νιώσουν δυνατές, ευτυχισμένες και περήφανες και να μη φοβούνται ποτέ πια να γεράσουν. Όπως οι άντρες. Εφόσον ο πιο μεγάλος στόχος μου είναι η ισότητα, και οι γυναίκες είναι άνθρωποι όπως οι άλλοι!

Photo credit (Μπλαντίν Λενουάρ): Νίκος Κατσαρός/FFF 2018.

Ευχαριστώ θερμά την Σοφία Αγγελίδου από την One from the Heart για τη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης με την σκηνοθέτρια.

Η ταινία της Μπλαντίν Λενουάρ 50 φορές άνοιξη προβάλλεται από την Πέμπτη 17 Μαΐου στους κινηματογράφους σε διανομή της One from the Heart.