Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Αδάν Χοδορόφσκι: «Η ποίηση είναι ένα όμορφο θαύμα»


Εκ των γιων του εμβληματικού Χιλιανού σουρεαλιστή σκηνοθέτη Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, ο πολυσχιδής μουσικός, σκηνοθέτης και ηθοποιός Αδάν Χοδορόφσκι πρωταγωνιστεί στην πιο πρόσφατη ταινία του πατέρα του Ποίηση χωρίς τέλος υποδυόμενος τον ίδιο σε νεανική ηλικία. Από τις πλέον αυτοβιογραφικές ταινίες του αειθαλούς Χιλιανού δημιουργού, και ίσως η ωριμότερη, είναι μια «ωδή» στη ζωή, την ποίηση και το σινεμά, και ταυτόχρονα ένας διάλογος του σκηνοθέτη με τον εαυτό του, το παρελθόν του ίδιου, της οικογένειάς του και του τόπου καταγωγής του, τη χιλιανική ιστορία και την 7η τέχνη. Η ταινία του Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, που εκπροσωπεί επάξια ένα είδος κινηματογράφου, το οποίο τείνει πλέον να εκλείψει, μαζί με τους εκφραστές του, σε καιρούς γενικευμένης ευτέλειας και βιομηχανοποιημένης «αισθητικής», προβάλλεται στις αίθουσες από τις 29 Δεκεμβρίου. Εκμεταλλευόμενοι την αφορμή, κουβεντιάσαμε με τον Αδάν Χοδορόφσκι, τον πρωταγωνιστή της.

Το είδος του σινεμά, το οποίο εκπροσωπούν οι ταινίες του πατέρα σου, εκλείπει. Συμφωνείς;

Είναι αλήθεια, υπάρχουν όλο και λιγότερες ταινίες δημιουργών στις μέρες μας. Το σινεμά γίνεται όλο και περισσότερο βιομηχανία, κι έτσι τα πάντα έχουν να κάνουν με το χρήμα. Όταν, λοιπόν, θέλεις να φτιάξεις μια ταινία όπως αυτή, χάνεις χρήματα και πρέπει να είσαι προετοιμασμένος γι’ αυτό από τη στιγμή που την ξεκινάς.

Παρακολουθώντας την Ποίηση χωρίς τέλος, τη βίωσα ως μια χαρούμενη «ωδή» στη ζωή, την ποίηση, το σινεμά, δοσμένη με τρόπο ευφάνταστο και χιουμοριστικό. Υπήρξε και η διαδικασία των γυρισμάτων μια εξίσου χαρούμενη διαδικασία;

Ναι και όχι. Ασφαλώς και ήταν μια πολύ όμορφη εμπειρία, από τη μία. Από την άλλη, ήταν και δύσκολη, γιατί έπρεπε να ξυπνάμε νωρίς, κάποιες φορές συνέβαιναν ατυχήματα ή άλλα περιστατικά στη διάρκεια των γυρισμάτων, υπήρχαν άνθρωποι τσαντισμένοι ή γελαστοί. Προκύπτουν πολλά συναισθήματα, όταν κάνεις μια ταινία. Την περισσότερη ώρα, πάντως, ήταν μια πολύ ποιητική εμπειρία. Όταν ο πατέρας μου σκηνοθετεί, όταν λέει “action!”, ξεκινά η ποίηση.



Στο σημείο αυτό μας διέκοψαν οι φωνές του γιου του. «Νόμισα πως πρόκειται για νιαούρισμα γάτας», σχολίασα.

Είναι περίεργο που το λες, γιατί χτες το βράδυ ονειρεύτηκα ότι ο γιος μου ήταν μια γάτα!

Ίσως εντάξεις αυτό το στοιχείο σε κάποια μυθοπλαστική κατασκευή στο μέλλον.

Ακριβώς!

Δεν είναι η πρώτη φορά που συμμετέχεις σε ταινία του πατέρα σου. Η πρώτη ήταν το Santa Sangre. Τι θυμάσαι από εκείνη την εμπειρία;

Ήταν απίστευτη! Θυμάμαι που ο πατέρας μου με ρώτησε «θες να παίξεις σε ταινία;» και του απάντησα «εντάξει, υπέροχα». Επρόκειτο για μια ψυχολογική ταινία τρόμου, έβλεπα όλα τα ειδικά εφέ, τους κλόουν, γυναίκες χωρίς χέρια... απίστευτη εμπειρία. Καλός τρόπος να ξεκινήσω τη διαδρομή μου στην κινηματογραφική βιομηχανία.

Έπειτα ήρθε ο Χορός της πραγματικότητας.

Ναι, αλλά στο μεταξύ είχα συμμετάσχει και σε άλλες ταινίες. Σ’ αυτή δε με αναγνωρίζει κανένας, γιατί είχα μακριά μαλλιά, γυαλιά σαν του Τζον Λένον και γενειάδα. Φτάνοντας στο πλατώ, είχα ξεχάσει όλες μου τις ατάκες, επειδή είχα να παίξω 5 χρόνια. Ο πατέρας μου, λοιπόν, ήταν πραγματικά τσαντισμένος. Γι’ αυτό και, όταν έκανα την Ποίηση χωρίς τέλος, φοβόμουν πως θα ξεχνούσα το σενάριο. Δούλεψα, λοιπόν, καθημερινά επί ένα πεντάμηνο πριν τα γυρίσματα, για να μη συμβεί κάτι τέτοιο. Υπήρχε πολλή πίεση, ο πατέρας μου ήταν ο σκηνοθέτης, εγώ υποδυόμουν τον ίδιο... ήταν σκληρή διαδικασία- έχασα 10 κιλά.



Υπήρξε, επίσης, και φορτισμένη εμπειρία, με την έννοια ότι υποδυόσουν τον πατέρα σου, κι εκείνος έπαιζε λίγο στην ταινία, όντας και ο σκηνοθέτης της;

Κάποιες φορές ήταν πολύ συναισθηματική εμπειρία και έπρεπε να ξεχνάω τον εαυτό μου, γιατί έπαιζα εκείνον και τη ζωή του, την ιστορία της οικογένειάς μου, αλλάζοντας το παρελθόν μου, το γενεαλογικό μου δέντρο. Έπρεπε να μετασχηματίσω την οικογένειά μου μέσα από την ερμηνεία μου, γιατί ο γιος μου θα δει την ταινία και θα πει «α, έτσι ήταν η οικογένειά μου».

Αυτοσχεδίασες καθόλου, ή ακολούθησες πιστά το σενάριο, όσο αυτό μπορεί να γίνει σε μια ουσιαστικά σουρεαλιστική ταινία;

Δεν αυτοσχεδίασα καθόλου. Ο πατέρας μου, ωστόσο, παντα λέει «μπορείς να αλλάξεις το κείμενο, αλλά πρέπει να κρατήσεις την ίδια ψυχή και το ίδιο νόημα». Πάντοτε προτιμά, εξάλλου, να κάνει μία λήψη κάθε σκηνής, γι’ αυτό πρέπει να είσαι πολύ συγκεντρωμένος και να διατηρείς την ενέργειά σου για τις σκηνές.

Βίωσες στιγμές σύγκρουσης μαζί του στα γυρίσματα;

Είναι δύσκολο να δουλεύεις με μέλη της οικογένειάς σου. Ο πατέρας μου δεν είναι μόνο σκηνοθέτης, αλλά και μέλος της. Είναι διαφορετικός άνθρωπος, όταν σκηνοθετεί. Υφίσταται πίεση, κάποιες στιγμές είναι αγχωμένος και σου απευθύνεται ανάλογα, άλλες ευτυχής- και πρέπει να τα διαχειριστείς όλα αυτά. Κι αν επρόκειτο για κάποιον σκηνοθέτη που δε γνώριζα, δε θα με ένοιαζε. Αλλά το γεγονός ότι είναι ο πατέρας μου το κάνει ακόμα πιο σημαντικό.



Ήταν ευλογία ή βάρος που γεννήθηκες σε ένα περιβάλλον, στο οποίο δέσποζε η φιγούρα του πατέρα σου;

Ήταν ευλογία. Ο πατέρας πάντοτε μου έλεγε να κάνω αυτό που ήθελα. Δε μου έθετε όρια, και με βοηθούσε πολύ. Αλλά ήθελα να είμαι ο εαυτός μου, γι’ αυτό και άλλαξα το όνομά μου σε Adanowsky, και πολλοί δεν ήξεραν πως ήμουν γιος του. Ήθελα να αποδείξω ότι μπορούσα να τα καταφέρω, χωρίς τη βοήθειά του. Και πέτυχε. Τα κατάφερα. Πλέον, όμως, σε ό,τι κάνω, θα χρησιμοποιώ το πλήρες όνομά μου.

Υιοθετείς, εξάλλου, αντίστοιχα αναγεννησιακή προσέγγιση στην τέχνη, όντας, ταυτόχρονα, μουσικός, συνθέτης, σκηνοθέτης, ηθοποιός και ποιος ξέρει τι άλλο.

Κάνω αυτό που μου αρέσει. Όταν βαριέμαι να φτιάχνω μουσική, παίζω. Όταν βαριέμαι να παίζω, σκηνοθετώ. Πάντοτε απολαμβάνω αυτά που κάνω. Κι αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι η σκηνοθεσία. Το τραγούδι και η σύνθεση, επίσης- είναι η γλώσσα της ψυχής και της καρδιάς. Η σκηνοθεσία, όμως, είναι κάτι ολοκληρωμένο, γιατί δουλεύεις με την εικόνα, τον ήχο, την υποκριτική. Δεν είχα πολύ χρόνο να ασχοληθώ με τη συγγραφή σεναρίου για την καινούρια μου ταινία, αλλά θα είναι μια ταινία τρόμου. Ελπίζω να βρω τα χρήματα για να την υλοποιήσω.

Φαντάζομαι πως κι ο πατέρας σου θα σου έχει προτείνει να συμμετάσχεις στη δική του επόμενη ταινία.

Θα αφορά στα χρόνια του στο Παρίσι και το Μεξικό και θέλει να τον υποδύομαι και πάλι εγώ. Του απάντησα «ναι, φυσικά». Θα συνθέσω και το soundtrack.

Το soundtrack της Ποίησης χωρίς τέλος είναι εξίσου ευφάνταστο και πολυεπίπεδο με την ίδια την ταινία. Πώς το συνέλαβες;

Όταν έπαιζα τις σκηνές, ήδη φανταζόμουν τη μουσική. Μόλις έφτασε, λοιπόν, ο καιρός που έπρεπε να τη συνθέσω, οι μελωδίες βρίσκονταν ήδη στο μυαλό μου. Ενώ έπαιζα, τραγουδούσα μια μελωδία νοερά.



Τι σημαίνει για σένα η ποίηση;

Για μένα ποίηση είναι το σημείο, όπου βρισκόμαστε τώρα. Είμαστε εν μέσω ποίησης. Κι ο πλανήτης το ίδιο, ακόμα και τα αρνητικά που συμβαίνουν. Ένα λουλούδι- το άρωμά του, το σχήμα του, είναι τελειότητα, ομορφιά. Καθετί είναι ομορφιά. Είναι απίστευτο. Κοιτάς τον ουρανό, τα αστέρια, το σύμπαν, το γαλαξία: είναι ένα θαύμα. Η ποίηση είναι ένα όμορφο θαύμα.

Διαβάζεις ποίηση, ή δε σου μένει χρόνος;

Ξεκίνησα να διαβάζω στα 7 μου και παθιάστηκα μ’ αυτή. Έχω γράψει πολλή ποίηση, και μάλιστα μ’ αυτό τον τρόπο γνώρισα τη γυναίκα μου. Έγραφε κι εκείνη, μου έστειλε κάτι, και ξεκινήσαμε να μιλάμε. Έπειτα συναντηθήκαμε σ’ ένα café στο Παρίσι. Εκείνη περίμενε ένα μεγαλόσωμο, παχύ τύπο, εγώ ήμουν νέος, κι έτσι ξεκίνησε η ερωτική μας ιστορία.

Έχεις γνωρίσει και τον Νίκανορ Πάρρα (σημ.: σπουδαίος Χιλιανός ποιητής);

Τον συνάντησα όταν ήταν 80 χρονών και έβγαινε με μια 20χρονη. Έπαιρνε ένα ολόκληρο μπουκαλάκι βιταμίνες C καθημερινά. Έλεγε πως θα τον κάνουν να ζήσει πολλά χρόνια. Και ζει ακόμα, είναι 102 χρονών. Ο πατέρας μου τον συνάντησε πριν τα γυρίσματα.

Ελπίζω και ο πατέρας σου να ζήσει αρκετά, ώστε να γυρίσει αρκετές ακόμα ταινίες. Τις χρειάζεται και ο ίδιος, και η υπόλοιπη οικογένεια των Χοδορόφσκι, και αρκετοί ανά τον κόσμο.

Αναζητά χρήματα για την επόμενη, και μου ζήτησε να πουλήσω για 1.000.000 δολάρια ένα γράμμα του Τζον Λένον προς τον ίδιο από το 1971, όπου τον ρωτούσε αν μπορούσε να μεταφράσει το Imagine στα ισπανικά. Αν, λοιπόν, ακούσεις για κάποιον που θέλει να το αγοράσει, να με ενημερώσεις!

Ευχαριστώ θερμά τον Αδάν Χοδορόφσκι για την κουβέντα και την Ελένη Τεμπονέρα από το Γραφείο Τύπου της Weird Wave για την πολύτιμη συμβολή στο συντονισμό της.

Η ταινία του Αλεχάντρο Χοδορόφσκι Ποίηση χωρίς τέλος προβάλλεται από τις 29 Δεκεμβρίου στον κινηματογράφο Άστορ και στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος σε διανομή της Weird Wave.

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Michaël Dudok de Wit: «Μου αρέσει η απλότητα που είναι δυνατή και διεισδυτική»


Με αξιοθαύμαστη απλότητα και τρυφερότητα, ο Ολλανδός σκηνοθέτης ταινιών animation Michaël Dudok de Wit καταπιάνεται στο, εικαστικά λεπταίσθητο, μεγάλου μήκους ντεμπούτο του μυθοπλασίας Η Κόκκινη Χελώνα με τον κύκλο της ζωής. Αντλώντας επιρροές από την ιαπωνική και την αρχαιοελληνική κουλτούρα, αφηγείται την ιστορία ενός ναυαγού σε ένα ερημονήσι και της συνάντησής του με όλα τα ζωντανά πλάσματα που κατοικούν σ’ αυτό- και γύρω από αυτό. Έχοντας αποσπάσει το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ των Καννών, και 2 βραβεία στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας, ανάμεσά τους και κοινού, η ταινία προβάλλεται από τις 22 Δεκεμβρίου στις αίθουσες. Με αυτή την αφορμή, είχαμε μια απολαυστική κουβέντα με τον πνευματώδη σκηνοθέτη.

Ασχολείσαι με τη δημιουργία ταινιών animation επί πολλά χρόνια. Τι σε έφερε σ’ αυτό το χώρο;

Σπούδασα animation στη Μεγάλη Βρετανία, ολοκλήρωσα τις σπουδές μου το 1978, και αμέσως ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου στο χώρο των διαφημιστικών. Κάνοντας διαφημιστικά και εργαζόμενος πάνω σε απαιτητικά εγχειρήματα με επαγγελματίες, έμαθα τη δουλειά μου. Στην αρχή, ήμουν ευτυχής που τα γύριζα, αλλά μετά έγινα ανήσυχος και ήθελα να σκηνοθετήσω ταινίες μικρού μήκους.

Εκτός από τη βιοποριστική της διάσταση, πόση δημιουργικότητα εμπεριέχει η διαδικασία δημιουργίας ενός διαφημιστικού;

Η δεκαετία του ’80 στη Μεγάλη Βρετανία και στο Λονδίνο, συγκεκριμένα, ήταν πολύ δημιουργική και σχετικά διακριτική, παρόλο που η βασική ιδέα ενός διαφημιστικού είναι επιθετική, να πουλήσει ένα προϊόν. Συνολικά, αισθανόμουν ικανοποίηση κάνοντάς τα. Εξάλλου, έπρεπε να ζήσω, και με τις ταινίες αυτό δε γίνεται. Μολονότι κάποια από τα διαφημιστικά μου δεν είναι όμορφα, υπάρχει πάντοτε κάτι να εξερευνήσεις σ’ αυτό το πεδίο. Έπειτα από 10 χρόνια, ωστόσο, ένιωσα την ανάγκη να δημιουργήσω τις δικές μου ιστορίες.



Το θαυμάσιο Father and daughter (2000) ήταν η πρώτη;

Μεταξύ άλλων, είχα κάνει το Monk and the fish. Προς μεγάλη μου ανακούφιση, αν και η ταινία έχει ποιητικό τέλος, κάτι που δεν αρέσει σε όλους, το κοινό εκτίμησε το φιλμ και έλαβε πολλά βραβεία. Αυτό με έπεισε να συνεχίσω. Ακόμα λαβαίνω e-mails με σχόλια για το Father and daughter, όπου οι αποστολείς τους μου μιλάνε κυρίως για το πώς συνδέεται με τα δικά τους βιώματα.

Και η Κόκκινη Χελώνα χαρακτηρίζεται από αυτό το ποιητικό και λυρικό, αλλά όχι γλυκανάλατο, στοιχείο. Θίγει, εξάλλου, μεγάλα ζητήματα, φαινομενικά φιλόδοξα, όπως η ζωή, η αγάπη και ο θάνατος με μια απλότητα τόσο βαθιά, που καθίσταται πραγματικά εκπληκτική. Αυτός είναι ο τρόπος σου να κάνεις ταινίες, έτσι δεν είναι;

Σε ευχαριστώ για τα κολακευτικά σου σχόλια και νομίζω πως είσαι αρκετά ακριβής, γιατί επιδιώκω την απλότητα. Μου αρέσει η απλότητα που είναι δυνατή και διεισδυτική. Αυτή την απλότητα τη βλέπεις σε πολλούς πολιτισμούς. Προσωπικά την εντοπίζω πολύ στην Ιαπωνία και στην Κίνα. Είναι μια βαθιά συνειδητοποιημένη απλότητα. Πάντοτε δουλεύω προς αυτή την κατεύθυνση, αφηγούμενος αυτό που αισθάνομαι ως ουσιώδες.



Δεν είναι, επομένως, συμπτωματικό το ότι συμπαραγωγός της ταινίας είναι το φημισμένο ιαπωνικό στούντιο Ghibli.

Καθόλου τυχαίο. Το φιλμ ξεκίνησε κυριολεκτικά με το στούντιο Ghibli με έδρα το Τόκιο, και πιο συγκεκριμένα με τον σκηνοθέτη Isao Takahata, ο οποίος υπήρξε για μένα μέντορας και πηγή έμπνευσης, καθώς και παραγωγός της συγκεκριμένης ταινίας: εν μέρει γιατί έχει τεράστια εμπειρία, εν μέρει γιατί είναι Ιάπωνας και, όπως προανέφερα, με συναρπάζει η ιαπωνική κουλτούρα, και, τέλος, επειδή είναι πολύ καλλιεργημένος. Σε πολιτιστικό επίπεδο, με ενδιέφεραν οι αντιλήψεις του για το συμβολισμό, τις μεταφορές, την αφηγηματική ροή, την αποτύπωση συναισθημάτων στο φιλμ. Ένας άλλος λόγος είναι πως το στούντιο Ghibli τρέφει βαθύ σεβασμό για τη φύση, όπως κι εγώ.

Παρακολουθώντας την ταινία σου, βιώνω αυτή αίσθηση της διασύνδεσης όλων των έμβιων όντων. Από την άλλη, αισθάνομαι επίσης ότι ο άνθρωπος παρουσιάζεται σαν ναυάγιο σε ένα ερημονήσι, παλεύοντας να επιβιώσει, να αναπτυχθεί και να βρει νόημα. Ήταν μέρος της ιδέας σου να δημιουργήσεις αυτή την εντύπωση στο κοινό;

Θα το έθετα διαφορετικά, αλλά νομίζω πως το περιέγραψες καλά. Ξέρεις, Γιάννη, δε θα ήθελα να ιδωθεί ως μια ταινία με μεγάλα μηνύματα, αλλά, αν ακολουθήσουν οι θεατές τη ροή της, μπορεί να αναγνωρίσουν το δικό τους σεβασμό για τη φύση. Όλοι σεβόμαστε το φως και τη σκιά, την ομορφιά του βραδιού, την ομορφιά του να νιώθεις τη θερμοκρασία στο πρόσωπό σου... όλα αυτά συνιστούν την καθημερινή μας εμπειρία με τη φύση, ακόμα κι αν ζούμε σε πόλεις. Κι όμως, στην αρχή ο πρωταγωνιστής συγκρούεται με τη φύση, θέλει να εγκαταλείψει το νησί, δεν το νιώθει ως σπίτι του. Σταδιακά, βρίσκεται σε αρμονία μαζί της, αισθανόμενος πως πάντα ταυτιζόταν και πάντα θα ταυτίζεται μ’ αυτή. Προτιμώ, πάντως, οι θεατές να παρασύρονται από την ιστορία, διαλέγοντας ό,τι αναγνωρίζει σ’ αυτή ο καθένας, όχι να ανακοινώνω ποιο είναι το θέμα της. Πραγματικά λατρεύω τις ταινίες, οι οποίες λειτουργούν σε περισσότερα επίπεδα, και απολαμβάνω να κάνω τέτοιες ταινίες.  



Είναι ένα φιλμ για όλα τα ηλικιακά κοινά, νομίζω. Τι αντιδράσεις έχεις αποκομίσει μέχρι στιγμής;

Έχω παραστεί σε 2 προβολές του σε γεμάτα σινεμά, κυρίως με παιδιά ηλικιών από 6 έως 12, και τους γονείς τους. Την πρώτη φορά ήμουν σε επαγρύπνηση για τις αντιδράσεις τους. Μια αστεία λεπτομέρεια ήταν πως σε κάθε κάθισμα υπήρχε ένα δώρο του χορηγού, μια χαρτοσακούλα με τσιπς, γλυκά και ένα αναψυκτικό, που κάνει θόρυβο, όταν τη μετακινείς. Μόλις τα παιδιά έκατσαν, ακουγόταν αυτός ο θόρυβος και σκέφτηκα ότι δε θα βοηθούσε. Αλλά μετά συνειδητοποίησα πως αυτός ο θόρυβος θα μου αποκάλυπτε πόσο συγκεντρωμένα ήταν στην προβολή. Κι αυτό συνέβη. Κάποιες φορές ακουγόταν, κάποιες επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Συνολικά, ήταν πολύ συγκεντρωμένα, κι αυτό με εξέπληξε- έκαναν, επίσης, ερωτήσεις στους γονείς τους.



Στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας η Κόκκινη Χελώνα απέσπασε και το βραβείο κοινού. Εξεπλάγης;

Στην Αθήνα έλαβα 2 βραβεία, κι αυτό ήταν μια αληθινά ευχάριστη έκπληξη. Μπορεί να ακουστεί επιφανειακό, αλλά συγκινήθηκα ιδιαίτερα. Το κοινό μιας χώρας που είχε να αντιμετωπίσει τόσους ναυαγούς, περισσότερους από οποιαδήποτε άλλη την τελευταία διετία, με τόσους νεκρούς έξω από τις ακτές της, να παρακολουθεί μια ταινία για έναν ναυαγό, που μόλις επιβιώνει, και να τη βραβεύει... Ήταν πολύ συγκινητικό.

Πέρα από την απω-ανατολική κουλτούρα, είχες και άλλες πηγές έμπνευσης για το φιλμ;

Ως παιδί διάβαζα πολλά παραμύθια- όχι μόνο τα κλασικά, αλλά και από άλλους πολιτισμούς. Στο Γυμνάσιο μάθαινα Αρχαία Ελληνικά και για την αρχαιοελληνική μυθολογία και τους θρύλους. Η Οδύσσεια μου είχε προξενήσει τεράστια εντύπωση. Είχα, μάλιστα, σκεφτεί ότι θα ήθελα να τη γυρίσω σε ταινία! Η αρχαιοελληνική μυθολογία με διαμόρφωσε ως αφηγητή ιστοριών, όταν ήμουν έφηβος.



Πες μου για τη μέθοδο που ακολούθησες για τη δημιουργία της ταινίας.

Πρώτα έγραψα την ιστορία σε επεξεργαστή κειμένου, κάπου 40 σελίδες. Στη συνέχεια πήγα στο Τόκιο και τους είπα την ιστορία, την άκουσα, μου είπαν «σπουδαία» κι η επόμενη φάση ήταν το storyboard, όπου σκιτσάρεις, σαν να φτιάχνεις κόμικ. Είναι μια πολύ παραδοσιακή μέθοδος, γιατί, αν ξεκινήσεις να κάνεις animation αμέσως και αλλάξεις γνώμη, θα σου κοστίσει ακριβά. Φιλμάρεις το storyboard και προσθέτεις τα ειδικά εφέ. Αυτή η διαδικασία λέγεται “animatique”. Κι απαιτεί χρόνια. Εδώ δουλεύεις την αφηγηματική ροή, τις κινήσεις της κάμερας, την ένταση των συναισθημάτων- όλα τα ουσιώδη της φιλμικής γλώσσας. Νόμιζα πως θα χρειαζόμουν 2 χρόνια, αλλά χρειάστηκα 4.5.



Προς το τέλος, με βοήθησε στη συγγραφή η Γαλλίδα σκηνοθέτρια Pascale Ferran. Είχε εξαιρετική διαίσθηση και εμπειρία της φιλμικής γλώσσας. Ζωγράφισα, επίσης, μια σειρά από έγχρωμα σχέδια από διαφορετικές στιγμές του φιλμ, για να δείξω στους παραγωγούς ποιο ήταν το στιλ της ταινίας. Όταν όλα αυτά ολοκληρώθηκαν και όλοι ήμασταν ευχαριστημένοι, τότε καλέσαμε την ομάδα των σχεδιαστών κινουμένων σχεδίων και των βοηθών τους, για να κάνουμε την ταινία.

Ήταν, λοιπόν, μια συλλογική διαδικασία;

Παρακολουθώντας την τελική εκδοχή του φιλμ, συνειδητοποιείς ότι όλα έγιναν από μια ομάδα, βάσει των δικών μου, κυρίως, σχεδίων στο πλαίσιο της animatique. Υπήρξε, λοιπόν, μια συλλογική διαδικασία, παρότι, από την άλλη, ήταν ένα πολύ προσωπικό φιλμ. Από το στούντιο Ghibli μου είχαν πει πως παράγουν ταινίες για σκηνοθέτες κι ο σκηνοθέτης φέρει την απόλυτη ευθύνη γι’ αυτές, σε αντίθεση με την αμερικανική λογική, βάσει της οποίας η παραγωγός εταιρεία και το στούντιο αποφασίζουν για πολλά και έχουν την αρχική ιδέα. Εγώ, πάλι, ήθελα να έχω feedback και από το στούντιο, και από τους παραγωγούς, και από τους συνεργάτες μου. Ήθελα να είναι κομμάτι του εγχειρήματος, όχι «γρανάζια» μιας μηχανής- να αντλήσω το καλύτερο από τον καθένα και την καθεμία, χωρίς να σκοτώσω το πάθος τους για δημιουργικότητα.

Ευχαριστώ θερμά τον σκηνοθέτη για την απολαυστική συνομιλία.

Η ταινία του Michaël Dudok de Wit Η Κόκκινη Χελώνα προβάλλεται στις αίθουσες από τις 22 Δεκεμβρίου σε διανομή της Seven Films.

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

Bogdan Mirică: «Προτιμώ να κάνω ταινίες από το να τις κατηγοριοποιώ»


Με το νευρώδες υπαρξιακό γουέστερν Όταν ξέσπασε η βία, το οποίο προβλήθηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα στην ενότητα Ένα κάποιο βλέμμα του φετινού Φεστιβάλ των Καννών, ο πρωτοεμφανιζόμενος Ρουμάνος σκηνοθέτης Bogdan Mirică εγγράφει σοβαρές «υποθήκες» για το μέλλον, καταφέρνοντας, ταυτόχρονα, να αντλεί από και να υπερβαίνει την παράδοση του Ρουμανικού Νέου Κύματος. Εκτυλισσόμενο στην υποχθόνια βίαιη ρουμανική εξοχή, το φιλμ αφηγείται την ιστορία του Ρόμαν, ο οποίος είναι αποφασισμένος να πουλήσει τη γη που κληρονόμησε από τον παππού του. Ο τοπικός «βαρόνος» της μαφίας, όμως, έχει διαφορετική γνώμη. Παρακολουθήσαμε το Όταν ξέσπασε η βία στο φετινό Φεστιβάλ του Σαράγεβο, όπου απέσπασε την Ειδική Μνεία της Επιτροπής. Η ταινία προβάλλεται από τις 15 Δεκεμβρίου και στους κινηματογράφους. Κουβεντιάζοντας με τον σκηνοθέτη.

Θα ήταν ακριβές, αν κάποιος περιέγραφε το ντεμπούτο σου μυθοπλασίας Όταν ξέσπασε η βία ως «υπαρξιακό γουέστερν»; Πόσο αντλείς προσωπικά από την παράδοση των γουέστερν σε επίπεδο είδους, αφηγηματικής δομής και θεμάτων;

Για μένα το είδος είναι λιγότερο σημαντικό, κατά κάποιο τρόπο. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι τα μοτίβα, τα οποία συναντιούνται σε όλη την αφήγηση- είναι πιο απτά- και με αυτή την έννοια όντως συμφωνώ ότι τα γουέστερν και το Όταν ξέσπασε η βία μοιράζονται πολλά κοινά μοτίβα: το σύνορο, την αποφασιστικότητα κάποιου, τη δικαιοσύνη και άλλα. Υποθέτω πως το Όταν ξέσπασε η βία θα μπορούσε να περιγραφεί ως υπαρξιακό γουέστερν, καθώς περιστρέφεται γύρω από 3 χαρακτήρες, καθένας από τους οποίους διδάσκει μια διαφορετική φιλοσοφία. Η διαμάχη δε συντελείται ενώ κυνηγούν τον ίδιο θησαυρό ή το ίδιο κομμάτι γης, όπως συμβαίνει στα κλασικά γουέστερν, αλλά όταν οι απόψεις τους για τη ζωή συγκρούονται. 



Πόσο χρόνο χρειάστηκες, προκειμένου να ολοκληρώσεις την ταινία σου, από το αρχικό προσχέδιο μέχρι τις τελευταίες «πινελιές» στη διαδικασία του μοντάζ; Υπήρξαν αλλαγές που συντελέστηκαν καθοδόν;

Υπήρξε μια μακρά διαδικασία. Η ίδια η συγγραφή του σεναρίου κράτησε περίπου 2 χρόνια. Έπειτα, επί ένα χρόνο παρέμεινα σε «αργία», καθώς δεν μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε χρήματα. Τότε κερδίσαμε στον εθνικό διαγωνισμό του CNC, και χρειάστηκαν άλλα δύο χρόνια για την πραγματοποίηση της ταινίας. Πολύ μεγάλο διάστημα, αν το καλοσκεφτείς. Προχώρησα σε σημαντικές αλλαγές στη διαδικασία του μοντάζ. Το φιλμ αρχικά διαρκούσε 3 ώρες- είχε πολύ επικό χαρακτήρα, με μεγάλες σκηνές με κασκαντέρ κ.λπ.-, αλλά τότε αποφάσισα να το κάνω πιο «τσιτωμένο» και ελλειπτικό. Δεν είμαι σίγουρος, εξάλλου, αν στις μέρες έχεις τη δυνατότητα να διαρκεί το ντεμπούτο σου 3 ώρες. Ίσως στην εκδοχή του DVD.



Υπάρχει μια υποχθόνια αίσθηση σε όλο το έρημο τοπίο και στις περισσότερες από τις πράξεις και τις επιλογές των χαρακτήρων. Έτσι βλέπεις την επαρχιακή Ρουμανία; Και πόσο σημαντική ήταν η επιλογή της τοποθεσίας;

Αναζητήσαμε τα σωστά μέρη για πολύ καιρό. Δεν μπορώ να προσδιορίσω επακριβώς ποια ήταν τα κριτήρια, αλλά, με το που βρισκόμουν στο σωστό μέρος, μπορούσα να το πω. Αληθεύει ότι υπάρχει μια γενικότερη υποχθόνια δόνηση στην ταινία, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, αυτή φιλτράρεται μέσα από τα μάτια μου ως παιδιού, όταν περνούσα μεγάλο μέρος των διακοπών μου στην εξοχή, όπου γινόμουν μάρτυρας ορισμένων επεισοδίων άγριας βίας ανάμεσα στους ντόπιους. Το ήθελα, λοιπόν, αυτό, αλλά ήθελα, επίσης, και μια συνολικότερη αίσθηση νοσταλγίας- που είναι επίσης δική μου-, μιας και εκείνος ο κόσμος, τον οποίο ήξερα, σταδιακά εξαφανίζεται.

Ορισμένες από τις πιο συγκρουσιακές σκηνές της ταινίας σου συμβαίνουν εκτός κάδρου. Γιατί επέλεξες αυτή την ελλειπτική προσέγγιση;

Αν είναι σωστά στημένες, νομίζω πως οι ελλείψεις μπορούν να είναι ακόμα πιο τρομακτικές. Επίσης, υπάρχει και το ζήτημα της δοσολογίας- δε θα μπορούσα να έχω 2 τελικές συγκρουσιακές σκηνές. Αυτό θα ήταν περιττό και πιστεύω ότι οι σκηνές θα είχαν αδυνατίσει η μία την άλλη.



Μια προσεκτικά επιλεγμένη ομάδα έμπειρων και εξαιρετικά ταλαντούχων ηθοποιών συμπληρώνει το σκηνοθετικό σου όραμα. Σε ποιο βαθμό η επιλογή αυτή συνέβαλε στο χτίσιμο του «σκελετού» της ταινίας;

Αυτό ήταν από τα πλέον σημαντικά στοιχεία. Έψαχνα ηθοποιούς με μια ορισμένη σωματικότητα- το είδος των ανθρώπων που εντοπίζεις αμέσως σε ένα γεμάτο δωμάτιο. Ήξερα ότι, όταν κάνεις μια ταινία σαν τη δικιά μου, με πολύ λίγους χαρακτήρες, καθένας από αυτούς πρέπει να περιέχει ένα μικρόκοσμο, πρέπει να καταλαμβάνει το χώρο του στην οθόνη. Μερικοί ηθοποιοί παίζουν έτσι, άλλοι είναι έτσι.



Στη συνέντευξη τύπου μετά την προβολή της ταινίας στο φετινό Φεστιβάλ του Σαράγεβο ανέφερες γελώντας πως θα ήθελες να παρακολουθήσεις ένα ρουμανικό φιλμ επιστημονικής φαντασίας ή πορνό στο μέλλον. Θεωρείς ότι το λεγόμενο Ρουμανικό Νέο Κύμα ολοκλήρωσε τον κύκλο του, «φιμώνοντας» μεμονωμένες φωνές στο ρουμανικό κινηματογράφο, ή, σε κάποιο βαθμό, ταυτίζεσαι μ’ αυτό;

Όταν ξεκινά η συζήτηση για το Ρουμανικό Νέο Κύμα, πάντα πηγαίνω σε μια θέση στο βάθος και την ακούω από απόσταση. Δεν εννοώ πως δεν ταυτίζομαι μ’ αυτό, ότι είμαι εναντίον του κ.λπ.- είναι απλώς που είμαι υπερβολικά νέος στο χώρο και προτιμώ να κάνω ταινίες από το να τις κατηγοριοποιώ.

Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησής μου, πόσο κοντά ή πόσο μακριά από το ντεμπούτο σου θα είναι η επόμενη «έφοδος» στη μυθοπλασία;

Αυτή τη στιγμή ασχολούμαι με τη δεύτερη περίοδο μιας γκανγκστερικής σειράς, την οποία γράφω και σκηνοθετώ για λογαριασμό του ευρωπαϊκού HBO. Αρχίζω, λοιπόν, να νιώθω όλο και πιο κοντά σ’ αυτό τον κόσμο- αλλά αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά πως η επόμενη ταινία μου θα καταπιάνεται με το ίδιο θέμα. Θα δούμε.

Ευχαριστώ θερμά τον σκηνοθέτη, ο οποίος, εν μέσω εξαντλητικών γυρισμάτων, βρήκε το χρόνο να απαντήσει στις ερωτήσεις μου.

Η ταινία του Bogdan Mirică Όταν ξέσπασε η βία προβάλλεται από τις 15 Δεκεμβρίου στους κινηματογράφους σε διανομή της AMA Films.

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016

Fred Kelemen: “Every film should be an invitation to a journey”


One of the most idiosyncratic and visionary auteurs of European cinema, Fred Kelemen presented his most recent film Sarajevo Songs of Woe as a world premiere at the 32nd Warsaw Film Festival in October (Free Spirit section). Conceived as a triptych, the film tells, though barely scripted, fragmented tales of hope, despair, love and death revolving around Sarajevo, but, gradually, opening up to something wider and more universal. We sat down with Fred Kelemen in the café of the Warsaw Cinémathèque one day after the world premiere of his film. 

How much do you care about audience, in general?

I care about people, so I try to make films which are not hermetic, and I think a lot about what I transport and how. I’m therefore very aware of the communicative aspect of the whole process. However, I’m not having a certain audience in mind, but the fact that human beings are watching every film, with whom I have to communicate. I know that individuals are very different: some will relate to it, some will not, some will be more open and ready to accept unusual forms, some will encounter problems with those forms. That’s normal. Not just in art, but in life, as well. It’s a matter of different perception.

It’s always important when an artist makes a suggestion to the audience. Then the audience can decide whether to follow or not. Cinema doesn’t have to stick by the rules, every film should be an invitation to a journey to an unknown, but somehow familiar, planet.

Where does the “woe” reference in the film’s title derive from?

When I was editing the film, I had the feeling that the 3 parts of it were 3 different songs. They have a musical structure with a certain rhythm and repetition. It therefore possesses a certain musicality. Film is closer to music than to literature, in general. So, for me these 3 filmic songs, which are related to Sarajevo, but, beyond that, to us and are not comedies, but are songs of woe. Another word for woe would be “elegy”. I also like the sound of 2 “s”. “Woe” is, as well, a word appearing in the quotation at the beginning of the film.

What’s the source of this quotation?

The Tanakh of Hebrew Bible. It can be found in Kohelet, or in the Christian, so called Old Testament it has the title Ecclesiastes. It precedes the Book of Jeremiah, as well called the Book of Lamentations, which inspired the title of the film. There, Jeremiah describes the situation after the Fall of Jerusalem. There is an analogy with what took place in Sarajevo.



In what sense?

In the sense that Jerusalem was occupied by the “barbaric” people and the once proud city was completely destroyed and violated. Jeremiah wrote these songs, this particular book, lamenting about the Fall. A similar situation happened in Sarajevo. Before the war, it was a multicultural city, where people of different ethnicities and religions lived together, it was very alive. The 90s wars destroyed this diversity. I was there very often, because I was teaching at the Film Factory, so I was very much in touch with the town and its people. I could see and feel the woe of the war. For me there is a very clear relation, that’s why I chose this particular title.

Sarajevo is a very special city for you, then, I assume.

Yes and no! It serves as an example for our life, because this kind of destruction of cultural diversity can be seen everywhere nowadays. The whole world moves towards a more conservative, even reactionary, intolerant, nation-centered, anti-humanistic, even fascistic, way of thinking and acting. So, what happened in Sarajevo some decades ago, is now happening almost all over the world. What we can learn from Sarajevo is exactly how to deal with a situation like this, how necessary it is to go back to what has been destroyed during the war: not just places, but also attitudes and human relationships. My film talks about this very much, of course, and of the fragility of all what is tender and beautiful.



Although it does so in a very minimalistic way. It’s barely scripted. Music and sound, on the other hand, play an important role, as if they’re characters themselves in your films. Why is that so?

In all of my films I create these soundscapes. I make very precise collages of sounds by also recording sounds myself. I use the original sounds, as well as the additional sounds, which I record. In Sarajevo Songs of Woe there is only music in the middle part, a pure score. The music was composed by a friend of mine, the Israeli composer and musician Zoe Polanski. A good score adds something to a film and the images, it doesn’t just illustrate them.

Was your latest work shot exclusively in Sarajevo?

Yes, in 2014 and 2015.



Did you encounter any difficulties?

Not so much. The 3rd part was organized from Berlin. I asked a friend of mine living in Sarajevo to visit some locations, for example the Serb Orthodox Church, and enquire whom one should talk to, in order to get a permission for shooting. She went there, talked with the priest and he gave us permission to do the shooting. That was the most difficult. The initial idea of the film was the man standing in a corner observing the kids in the playground discovered by a slow camera movement backwards. Then I thought “who is this man?” Is he really dangerous for the kids, as the shot would suggest, what does he want there? From this filmic moment and thoughts I developed the film. I shot the 1st part in 3 days, the last in 3 and the middle one in 6 nights. The post-production took much more time, because it was done without funding and with the help of friends. I’m happy I could finish the film.

You’re also a friend and associate of Béla Tarr. Would you say that this encounter has contributed to the formation of your own cinematic approach?

Absolutely. Everybody has a path in his life. On this path you meet people, maybe in person, maybe through their work. Some of these are closer to you. The closer ones of course constitute an influence to you. They stabilize your way. Béla was one of the people, who somehow stabilized my way. When I met him, I had already done some short films and I was in a period of quest, in an effort to create on the level of film the flow that you experience in music, in my case especially in the music of Bartók. I was listening to it when I was very young, and it influenced my idea of time in film. When I watched Béla Tarr’s first film, I felt very close to his vision. Later on we became friends, although we’re different people - not twin brothers- and associates. We definitely share a certain vision of cinema.



Is there still space for this sort of visionary cinema?

I would definitely say yes. Maybe it’s a space that is difficult to find, but, in my view, it has to be created. It’s getting smaller and smaller, but the people who work in this field of film art have to defend it and make it grow again. It’s not given freely, you have to fight for it day by day. But it’s the same situation with other things. The democratic idea is shrinking, as well, you have to fight for it, too. If you fight only when you’re sure that you will win, this is no reason why you should fight. You do so, because you believe in something, you cannot give up, and, of course, face the risk of losing.

Was this project a risk?

In Sarajevo Songs of Woe, the warm heart of anarchy is beating. That’s why I like it very much. Even if the film is not shown anywhere anymore, it’s not a risk. If one lived in a world, where the head of an artist would be cut off from him because he wouldn’t create conformist or “successful” art, that would be a risk. But we’re not living in such a world yet. So there is no risk. There is just the cowardly fear of the visionless pragmatics and conformists

Fred Kelemen may be reached through his personal website at http://fredkelemen.com/

I would like to warmly thank him for our thought-provoking conversation, both on and off the record, and for the stills of the film accompanying this post.