Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Michaël Dudok de Wit: «Μου αρέσει η απλότητα που είναι δυνατή και διεισδυτική»


Με αξιοθαύμαστη απλότητα και τρυφερότητα, ο Ολλανδός σκηνοθέτης ταινιών animation Michaël Dudok de Wit καταπιάνεται στο, εικαστικά λεπταίσθητο, μεγάλου μήκους ντεμπούτο του μυθοπλασίας Η Κόκκινη Χελώνα με τον κύκλο της ζωής. Αντλώντας επιρροές από την ιαπωνική και την αρχαιοελληνική κουλτούρα, αφηγείται την ιστορία ενός ναυαγού σε ένα ερημονήσι και της συνάντησής του με όλα τα ζωντανά πλάσματα που κατοικούν σ’ αυτό- και γύρω από αυτό. Έχοντας αποσπάσει το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ των Καννών, και 2 βραβεία στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας, ανάμεσά τους και κοινού, η ταινία προβάλλεται από τις 22 Δεκεμβρίου στις αίθουσες. Με αυτή την αφορμή, είχαμε μια απολαυστική κουβέντα με τον πνευματώδη σκηνοθέτη.

Ασχολείσαι με τη δημιουργία ταινιών animation επί πολλά χρόνια. Τι σε έφερε σ’ αυτό το χώρο;

Σπούδασα animation στη Μεγάλη Βρετανία, ολοκλήρωσα τις σπουδές μου το 1978, και αμέσως ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου στο χώρο των διαφημιστικών. Κάνοντας διαφημιστικά και εργαζόμενος πάνω σε απαιτητικά εγχειρήματα με επαγγελματίες, έμαθα τη δουλειά μου. Στην αρχή, ήμουν ευτυχής που τα γύριζα, αλλά μετά έγινα ανήσυχος και ήθελα να σκηνοθετήσω ταινίες μικρού μήκους.

Εκτός από τη βιοποριστική της διάσταση, πόση δημιουργικότητα εμπεριέχει η διαδικασία δημιουργίας ενός διαφημιστικού;

Η δεκαετία του ’80 στη Μεγάλη Βρετανία και στο Λονδίνο, συγκεκριμένα, ήταν πολύ δημιουργική και σχετικά διακριτική, παρόλο που η βασική ιδέα ενός διαφημιστικού είναι επιθετική, να πουλήσει ένα προϊόν. Συνολικά, αισθανόμουν ικανοποίηση κάνοντάς τα. Εξάλλου, έπρεπε να ζήσω, και με τις ταινίες αυτό δε γίνεται. Μολονότι κάποια από τα διαφημιστικά μου δεν είναι όμορφα, υπάρχει πάντοτε κάτι να εξερευνήσεις σ’ αυτό το πεδίο. Έπειτα από 10 χρόνια, ωστόσο, ένιωσα την ανάγκη να δημιουργήσω τις δικές μου ιστορίες.



Το θαυμάσιο Father and daughter (2000) ήταν η πρώτη;

Μεταξύ άλλων, είχα κάνει το Monk and the fish. Προς μεγάλη μου ανακούφιση, αν και η ταινία έχει ποιητικό τέλος, κάτι που δεν αρέσει σε όλους, το κοινό εκτίμησε το φιλμ και έλαβε πολλά βραβεία. Αυτό με έπεισε να συνεχίσω. Ακόμα λαβαίνω e-mails με σχόλια για το Father and daughter, όπου οι αποστολείς τους μου μιλάνε κυρίως για το πώς συνδέεται με τα δικά τους βιώματα.

Και η Κόκκινη Χελώνα χαρακτηρίζεται από αυτό το ποιητικό και λυρικό, αλλά όχι γλυκανάλατο, στοιχείο. Θίγει, εξάλλου, μεγάλα ζητήματα, φαινομενικά φιλόδοξα, όπως η ζωή, η αγάπη και ο θάνατος με μια απλότητα τόσο βαθιά, που καθίσταται πραγματικά εκπληκτική. Αυτός είναι ο τρόπος σου να κάνεις ταινίες, έτσι δεν είναι;

Σε ευχαριστώ για τα κολακευτικά σου σχόλια και νομίζω πως είσαι αρκετά ακριβής, γιατί επιδιώκω την απλότητα. Μου αρέσει η απλότητα που είναι δυνατή και διεισδυτική. Αυτή την απλότητα τη βλέπεις σε πολλούς πολιτισμούς. Προσωπικά την εντοπίζω πολύ στην Ιαπωνία και στην Κίνα. Είναι μια βαθιά συνειδητοποιημένη απλότητα. Πάντοτε δουλεύω προς αυτή την κατεύθυνση, αφηγούμενος αυτό που αισθάνομαι ως ουσιώδες.



Δεν είναι, επομένως, συμπτωματικό το ότι συμπαραγωγός της ταινίας είναι το φημισμένο ιαπωνικό στούντιο Ghibli.

Καθόλου τυχαίο. Το φιλμ ξεκίνησε κυριολεκτικά με το στούντιο Ghibli με έδρα το Τόκιο, και πιο συγκεκριμένα με τον σκηνοθέτη Isao Takahata, ο οποίος υπήρξε για μένα μέντορας και πηγή έμπνευσης, καθώς και παραγωγός της συγκεκριμένης ταινίας: εν μέρει γιατί έχει τεράστια εμπειρία, εν μέρει γιατί είναι Ιάπωνας και, όπως προανέφερα, με συναρπάζει η ιαπωνική κουλτούρα, και, τέλος, επειδή είναι πολύ καλλιεργημένος. Σε πολιτιστικό επίπεδο, με ενδιέφεραν οι αντιλήψεις του για το συμβολισμό, τις μεταφορές, την αφηγηματική ροή, την αποτύπωση συναισθημάτων στο φιλμ. Ένας άλλος λόγος είναι πως το στούντιο Ghibli τρέφει βαθύ σεβασμό για τη φύση, όπως κι εγώ.

Παρακολουθώντας την ταινία σου, βιώνω αυτή αίσθηση της διασύνδεσης όλων των έμβιων όντων. Από την άλλη, αισθάνομαι επίσης ότι ο άνθρωπος παρουσιάζεται σαν ναυάγιο σε ένα ερημονήσι, παλεύοντας να επιβιώσει, να αναπτυχθεί και να βρει νόημα. Ήταν μέρος της ιδέας σου να δημιουργήσεις αυτή την εντύπωση στο κοινό;

Θα το έθετα διαφορετικά, αλλά νομίζω πως το περιέγραψες καλά. Ξέρεις, Γιάννη, δε θα ήθελα να ιδωθεί ως μια ταινία με μεγάλα μηνύματα, αλλά, αν ακολουθήσουν οι θεατές τη ροή της, μπορεί να αναγνωρίσουν το δικό τους σεβασμό για τη φύση. Όλοι σεβόμαστε το φως και τη σκιά, την ομορφιά του βραδιού, την ομορφιά του να νιώθεις τη θερμοκρασία στο πρόσωπό σου... όλα αυτά συνιστούν την καθημερινή μας εμπειρία με τη φύση, ακόμα κι αν ζούμε σε πόλεις. Κι όμως, στην αρχή ο πρωταγωνιστής συγκρούεται με τη φύση, θέλει να εγκαταλείψει το νησί, δεν το νιώθει ως σπίτι του. Σταδιακά, βρίσκεται σε αρμονία μαζί της, αισθανόμενος πως πάντα ταυτιζόταν και πάντα θα ταυτίζεται μ’ αυτή. Προτιμώ, πάντως, οι θεατές να παρασύρονται από την ιστορία, διαλέγοντας ό,τι αναγνωρίζει σ’ αυτή ο καθένας, όχι να ανακοινώνω ποιο είναι το θέμα της. Πραγματικά λατρεύω τις ταινίες, οι οποίες λειτουργούν σε περισσότερα επίπεδα, και απολαμβάνω να κάνω τέτοιες ταινίες.  



Είναι ένα φιλμ για όλα τα ηλικιακά κοινά, νομίζω. Τι αντιδράσεις έχεις αποκομίσει μέχρι στιγμής;

Έχω παραστεί σε 2 προβολές του σε γεμάτα σινεμά, κυρίως με παιδιά ηλικιών από 6 έως 12, και τους γονείς τους. Την πρώτη φορά ήμουν σε επαγρύπνηση για τις αντιδράσεις τους. Μια αστεία λεπτομέρεια ήταν πως σε κάθε κάθισμα υπήρχε ένα δώρο του χορηγού, μια χαρτοσακούλα με τσιπς, γλυκά και ένα αναψυκτικό, που κάνει θόρυβο, όταν τη μετακινείς. Μόλις τα παιδιά έκατσαν, ακουγόταν αυτός ο θόρυβος και σκέφτηκα ότι δε θα βοηθούσε. Αλλά μετά συνειδητοποίησα πως αυτός ο θόρυβος θα μου αποκάλυπτε πόσο συγκεντρωμένα ήταν στην προβολή. Κι αυτό συνέβη. Κάποιες φορές ακουγόταν, κάποιες επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Συνολικά, ήταν πολύ συγκεντρωμένα, κι αυτό με εξέπληξε- έκαναν, επίσης, ερωτήσεις στους γονείς τους.



Στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας η Κόκκινη Χελώνα απέσπασε και το βραβείο κοινού. Εξεπλάγης;

Στην Αθήνα έλαβα 2 βραβεία, κι αυτό ήταν μια αληθινά ευχάριστη έκπληξη. Μπορεί να ακουστεί επιφανειακό, αλλά συγκινήθηκα ιδιαίτερα. Το κοινό μιας χώρας που είχε να αντιμετωπίσει τόσους ναυαγούς, περισσότερους από οποιαδήποτε άλλη την τελευταία διετία, με τόσους νεκρούς έξω από τις ακτές της, να παρακολουθεί μια ταινία για έναν ναυαγό, που μόλις επιβιώνει, και να τη βραβεύει... Ήταν πολύ συγκινητικό.

Πέρα από την απω-ανατολική κουλτούρα, είχες και άλλες πηγές έμπνευσης για το φιλμ;

Ως παιδί διάβαζα πολλά παραμύθια- όχι μόνο τα κλασικά, αλλά και από άλλους πολιτισμούς. Στο Γυμνάσιο μάθαινα Αρχαία Ελληνικά και για την αρχαιοελληνική μυθολογία και τους θρύλους. Η Οδύσσεια μου είχε προξενήσει τεράστια εντύπωση. Είχα, μάλιστα, σκεφτεί ότι θα ήθελα να τη γυρίσω σε ταινία! Η αρχαιοελληνική μυθολογία με διαμόρφωσε ως αφηγητή ιστοριών, όταν ήμουν έφηβος.



Πες μου για τη μέθοδο που ακολούθησες για τη δημιουργία της ταινίας.

Πρώτα έγραψα την ιστορία σε επεξεργαστή κειμένου, κάπου 40 σελίδες. Στη συνέχεια πήγα στο Τόκιο και τους είπα την ιστορία, την άκουσα, μου είπαν «σπουδαία» κι η επόμενη φάση ήταν το storyboard, όπου σκιτσάρεις, σαν να φτιάχνεις κόμικ. Είναι μια πολύ παραδοσιακή μέθοδος, γιατί, αν ξεκινήσεις να κάνεις animation αμέσως και αλλάξεις γνώμη, θα σου κοστίσει ακριβά. Φιλμάρεις το storyboard και προσθέτεις τα ειδικά εφέ. Αυτή η διαδικασία λέγεται “animatique”. Κι απαιτεί χρόνια. Εδώ δουλεύεις την αφηγηματική ροή, τις κινήσεις της κάμερας, την ένταση των συναισθημάτων- όλα τα ουσιώδη της φιλμικής γλώσσας. Νόμιζα πως θα χρειαζόμουν 2 χρόνια, αλλά χρειάστηκα 4.5.



Προς το τέλος, με βοήθησε στη συγγραφή η Γαλλίδα σκηνοθέτρια Pascale Ferran. Είχε εξαιρετική διαίσθηση και εμπειρία της φιλμικής γλώσσας. Ζωγράφισα, επίσης, μια σειρά από έγχρωμα σχέδια από διαφορετικές στιγμές του φιλμ, για να δείξω στους παραγωγούς ποιο ήταν το στιλ της ταινίας. Όταν όλα αυτά ολοκληρώθηκαν και όλοι ήμασταν ευχαριστημένοι, τότε καλέσαμε την ομάδα των σχεδιαστών κινουμένων σχεδίων και των βοηθών τους, για να κάνουμε την ταινία.

Ήταν, λοιπόν, μια συλλογική διαδικασία;

Παρακολουθώντας την τελική εκδοχή του φιλμ, συνειδητοποιείς ότι όλα έγιναν από μια ομάδα, βάσει των δικών μου, κυρίως, σχεδίων στο πλαίσιο της animatique. Υπήρξε, λοιπόν, μια συλλογική διαδικασία, παρότι, από την άλλη, ήταν ένα πολύ προσωπικό φιλμ. Από το στούντιο Ghibli μου είχαν πει πως παράγουν ταινίες για σκηνοθέτες κι ο σκηνοθέτης φέρει την απόλυτη ευθύνη γι’ αυτές, σε αντίθεση με την αμερικανική λογική, βάσει της οποίας η παραγωγός εταιρεία και το στούντιο αποφασίζουν για πολλά και έχουν την αρχική ιδέα. Εγώ, πάλι, ήθελα να έχω feedback και από το στούντιο, και από τους παραγωγούς, και από τους συνεργάτες μου. Ήθελα να είναι κομμάτι του εγχειρήματος, όχι «γρανάζια» μιας μηχανής- να αντλήσω το καλύτερο από τον καθένα και την καθεμία, χωρίς να σκοτώσω το πάθος τους για δημιουργικότητα.

Ευχαριστώ θερμά τον σκηνοθέτη για την απολαυστική συνομιλία.

Η ταινία του Michaël Dudok de Wit Η Κόκκινη Χελώνα προβάλλεται στις αίθουσες από τις 22 Δεκεμβρίου σε διανομή της Seven Films.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου