Πολυπράγμων και
πολυτάλαντος, ο νεαρός Σουηδός
φωτογράφος, σκηνοθέτης και συγγραφέας Carl-Mikael Ström επισκέφτηκε την Αθήνα, προκειμένου να παρουσιάσει το πρώτο του βιβλίο Montöristen στο πλαίσιο του Athens Photo Festival.
Συναντηθήκαμε
και μιλήσαμε για όλα.
Ο
τίτλος του βιβλίου, Montöristen, αποτελεί ένα σουηδικό νεολογισμό.
Θα μπορούσες να μου πεις περισσότερα γι’ αυτόν;
Ο νεολογισμός προέρχεται
από τη λέξη μοντέρ με την έννοια ότι ποτέ δε μου άρεσαν οι τίτλοι. Δε βλέπω τον
εαυτό μου ως φωτογράφο, σκηνοθέτη, καλλιτέχνη, συγγραφέα, ποιητή. Δεν εξαρτάται
από μένα να τού απονείμω ένα τίτλο.
Ζούμε σε ένα κόσμο όπου η
φωτογραφία είναι απολύτως υπερκορεσμένη. Είμαι πεπεισμένος πως εξακολουθεί να έχει
πολλά να πει, αλλά πιστεύω και ότι πρέπει να βρούμε μια άλλη κατεύθυνση να το
κάνουμε.
Επειδή κρέμεται η
πραγματικότητα από πάνω μας, υποφέρουμε από αυτή. Διαρκώς.
Ποια
είναι η δική σου κατεύθυνση, λοιπόν; Ή έστω αυτή που προσπαθείς να εξερευνήσεις
μέσω της δουλειάς σου;
Προσπαθώ να δείξω κάτι
που βρίσκεται μέσα μου, που είναι η δική μου πραγματικότητα, η οπτική μου στον
κόσμο. Δεν πιστεύω πως η πραγματικότητα φαίνεται όπως φαίνεται.
Αν κοιτάξεις τη φωτογραφία
τεκμηρίωσης, υπάρχει πολλή φανταστική δουλειά, αλλά και πολλές ιστορίες που
έχουν ήδη ειπωθεί. Με ενδιαφέρει η αναζήτηση αυτού που βρίσκεται κάτω από την
επιφάνεια τη στιγμή που συναντάς κάποιον.
Με
τη χρήση όλων των μέσων με τα οποία καταπιάνεσαι.
Ναι.
Ποιο
είναι το νήμα που τα ενώνει, αν υπάρχει ένα;
Ο οπτικός χαρακτήρας
τους, και ότι το οπτικό μιλάει. Η οπτική γλώσσα ανέκαθεν είχε ισχυρό αντίκτυπο
πάνω μου. Η εικόνα, οι λέξεις, το σινεμά είναι όλα οπτικά με ένα τρόπο που δεν
είναι πάντα κατανοητός. Είναι μια πολύ συναισθηματική σύνδεση.
Ποια
είναι μία από τις πιο έντονες εικόνες που μπορείς να ανακαλέσεις στη μνήμη σου;
Πάντα υπάρχει η κλισέ
εικόνα της πρώτης φοράς στο σκοτεινό θάλαμο. Τότε ήμουν πιθανόν έντεκα ή δώδεκα
χρονών, στο σχολείο. Δεν είχα ιδέα, ο δάσκαλος μας έδωσε κάμερες, ασπρόμαυρο
φιλμ, τραβήξαμε, γυρίσαμε, εκθέσαμε το χαρτί, το εμφανίσαμε.
Από τότε «εθίστηκα»,
νομίζω. Ήταν μαγεία. Αλλά είναι κλισέ.
Αυτό
σου συνέβη, ωστόσο. Ήταν το προσωπικό σου βίωμα.
Άλλωστε και τα κλισέ
είναι πολύ αληθινά. Eιλικρινή.
Τι
ακολούθησε εκείνη την πρώτη περίοδο ενασχόλησης με τη φωτογραφία;
Στη διάρκεια της εφηβείας
μου, βασικά τίποτα. Είχα μια κάμερα και φωτογράφιζα, αλλά δεν της έδινα πολλή
προσοχή. Όταν έγινα δεκατεσσάρων, «εθίστηκα» στη μουσική, κι έπαιζα πολλή
μουσική μέχρι τα είκοσι-εικοσιένα.
Έπαιζες
ή συνέθετες;
Έπαιζα και τραγουδούσα σε
διάφορα συγκροτήματα. Χέβι μέταλ, πανκ, ροκ. Αλλά η κάμερα βεβαίως ήταν εκεί,
κατά καιρούς.
Όταν έγινα εικοσιτριών κι
είχα μπουχτίσει με την καθημερινή δουλειά, την παράτησα, αγόρασα μια
βιντεοκάμερα, ξεκίνησα ένα οδικό ταξίδι στις Η.Π.Α. με μερικούς φίλους για
τρεις μήνες και τότε ερωτεύτηκα την κινηματογράφηση.
Εκείνη την περίοδο ήμουν
πιο ανοιχτός από ό,τι είμαι τώρα, ήταν πιο εύκολο να μιλάω με άλλους ανθρώπους,
να επινοώ ιστορίες.
Τότε
περίπου έγινε η φωτογραφία λίγο πιο σοβαρή, επομένως.
Ναι. Ξεκίνησα να φτιάχνω
εικόνες ξανά και πήγα σε κινηματογραφική σχολή.
Έπειτα γράφτηκα στη
Φωτογραφική Σχολή Fata
Morgana
στην
Κοπεγχάγη, μια παλιά σχολή που ιδρύθηκε τη δεκαετία του ’70, πολύ γνωστή. Ακόμα
εργάζεται σ’ αυτή ο ιδρυτής της, ο Martin Bo.
Την πρώτη χρονιά της
φοίτησής μου εκεί έχασα τον πατέρα μου, κι ο Martin Bo έγινε
πατέρας ή μέντοράς μου με ένα τρόπο που ο πατέρας μου δεν ήταν ποτέ. Με έσπρωξε
πολύ. Έφυγα από τη Σουηδία, γιατί δεν μπορούσα να βρω σχολή που να με
προσελκύει.
Στη Fata Morgana υπήρχε
πλήρης ελευθερία, πολλή αυτοπειθαρχία. Δούλευες όσο ήθελες.
Και
λειτούργησε για σένα.
Λειτούργησε για μένα,
ήταν μια εποχή έμπνευσης. Επειδή, εξάλλου, ήταν ιδιωτική σχολή, έπρεπε να
πληρώνω τα δίδακτρα μόνος μου κι ήμουν άφραγκος.
Δε σου επιτρεπόταν να την
εγκαταλείψεις, αλλά κατάφερα να πείσω τον επικεφαλής ότι, αν έμενα στο σκοτεινό
θάλαμο και πλενόμουν, θα ήταν εντάξει. Επί κάποιους μήνες δεν έκανα κάτι άλλο
πέρα από το να δουλεύω. Λίγο φαγητό, λίγος ύπνος.
Κάθε σπουδαστής
καλλιτεχνικής σχολής το έχει περάσει αυτό, να ξοδεύει τα λεφτά του σε αυτό που
χρειάζεται να φιλμάρει, στο φαγητό και σε καμιά μπύρα.
Πώς
εξελίχτηκε η διαδικασία που οδήγησε στη δημιουργία και την έκδοση του πρώτου
σου λευκώματος;
Υπήρξε μια πολύ μακρά
διαδικασία.
Όταν αποφοίτησα από τη Fata Morgana, είχα μια ξεκάθαρη ιδέα
πως ήθελα να συνεχίσω με τη φωτογραφία. Ήμουν κάπως αγχωμένος τότε. Πολλά είχαν
συμβεί γρήγορα. Όταν τα πράγματα ηρέμησαν, άρχισα να φτιάχνω περισσότερα dummies.
Το βιβλίο έχει υπάρξει με
τόσους διαφορετικούς τρόπους τα τελευταία πέντε χρόνια. Τα τελευταία δύο-τρία,
αφότου γεννήθηκε ο γιος μου, όλα άλλαξαν. Απομακρύνθηκα από τη ”snapshot” φωτογραφία,
ασχολούμενος με την αναζήτηση του βαθύτερου.
Αυτό ήταν ειλικρινές,
γιατί βλέποντας τις φωτογραφίες μου ένιωθα χαμένος, επειδή τα είχα δει όλα στο
παρελθόν. Όταν, άλλωστε, γεννήθηκε ο γιος μου, δεν μπορούσα να δουλέψω όπως
είχα συνηθίσει. Eίχα
άλλες ευθύνες, να είμαι εκεί ως πατέρας.
Συνεπώς
η εμπειρία σου ως φωτογράφος άλλαξε ριζικά αφότου έγινες πατέρας, υποθέτω.
Ασφαλώς. Εμπνεύστηκα. Όλα
άλλαξαν με απροσδόκητο τρόπο. Η εγκυμοσύνη ήταν κάτι πολύ αφηρημένο για μένα.
Με οδήγησε, νομίζω, σε ένα πιο ήρεμο μέρος. Έπρεπε, επίσης, να βγάλω από μέσα
μου όλη τη δυσφορία χωρίς να το βάλω στα πόδια.
Δούλεψες
και με το κείμενο.
Ήταν ο τρόπος να
καταπιαστώ με αυτό που είχε συμβεί στην πραγματικότητα. Μιας και δεν είμαι
εκπαιδευμένος συγγραφέας, λοιπόν, ήταν πολύ απελευθερωτική διαδικασία το να μην
υπάρχουν προκαθορισμένοι κανόνες.
Ήταν επίσης σπουδαίο να
τα βγάλω όλα έξω.
Ήταν
για σένα σαν ημερολόγιο ή χρονικό, φτιαγμένο με ένα προσωπικό και πειραματικό
αφηγηματικό στιλ;
Για μένα ήταν κάτι αρκετά
αυτόματο. Έγραψα περίπου 1.700 σελίδες στη διάρκεια του πρώτου χρόνου ζωής του
γιου μου. Ασφαλώς είναι ημερολόγιο και χρονικό, αλλά πιο πολύ απελευθέρωση.
Επίσης δεν έχει και τόση σημασία τι είναι αλήθεια και τι όχι.
Είναι, όμως, πιο εύκολο
να βάλεις λέξεις στο χαρτί, παρά φωτογραφίες.
Και
ακόμα δυσκολότερο, να συνδυάζεις τα δύο.
Αυτό ήταν κόλαση. Δεν
ήθελα ούτε τα κείμενα να εξηγούν τις εικόνες, ούτε οι εικόνες τα κείμενα.
Ασφαλώς μπορείς να βρεις συνειρμούς, αλλά αυτό εξαρτάται από τον αναγνώστη. Δε
θα τις εξηγήσω.
Δε
χρειάζεται καθοδήγηση.
Δε νομίζω πως η τέχνη
πρέπει να σε καθοδηγεί, πρέπει να σε οδηγεί σε οτιδήποτε θέλεις.
Πώς
γνωρίστηκες με τους ανθρώπους του VOID;
Συνάντησα τον João και
την Μυρτώ στο Παρίσι πριν από τριάμιση χρόνια, γίναμε φίλοι, τους έδειξα το
πρώτο dummy
κι
έπειτα δουλέψαμε πάνω στα γραφιστικά. Το sequencing για
το βιβλίο διήρκεσε ενάμιση χρόνο.
Έκανα έντεκα ή δώδεκα dummies πριν
φτάσουμε στην τελική εκδοχή το Μάιο του 2018 στη Λισαβόνα.
Είσαι
ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα.
Το έχω αποδεχτεί, το ότι
έκανα την επιμέλεια επί μιάμιση ώρα, το σκάναρα κι ήταν το ίδιο. Το να
προσπαθήσω να την κάνω διαφορετικά θα ήταν πραγματικά αστείο.
Είναι
μια όμορφη δουλειά που πρέπει να εκτιμηθεί από όσο το δυνατόν περισσότερους.
Σε ευχαριστώ!
Μίλησέ
μου για το κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό κλίμα στη Σουηδία και για την
απόφασή σου να μετακομίσεις στο Παρίσι.
Για μένα υπήρχε μεγάλη
διαφορά μεταξύ Σουηδίας και Δανίας. Είναι μεν πολύ κοντά, αλλά η προσέγγιση
στον πολιτισμό είναι τόσο διαφορετική σε τόσα επίπεδα.
Η Σουηδία είναι πολύ εγκλωβισμένη,
δε θέλουν να δείξουν αυτό το πρόσωπο παραέξω, γιατί συνιστά το απόλυτο καλό
στον κόσμο. Ξέρουμε το καλύτερο, είμαστε προοδευτικοί, που είναι βεβαίως καλό,
αλλά έχει και το τίμημά του.
Με κουράζει υπερβολικά η
στενομυαλιά σχετικά με τα πάντα στη Σουηδία. Αρχίζει, νομίζω, να χαλαρώνει λίγο
σε πολιτικό επίπεδο, αλλά θεωρώ επικίνδυνη την τάση να χτίζεις μια κοινωνία στη
βάση της καλοσύνης. Δε θες να έχεις άβολες συζητήσεις.
Η ελευθερία του λόγου,
όμως, περιλαμβάνει την ελευθερία του λόγου. Ο οποιοσδήποτε μπορεί να πει το
οτιδήποτε. Αν, λοιπόν, ακούς μόνο αυτά με τα οποία συμφωνείς, ποτέ δεν έχεις
κάτι να υπερασπιστείς.
Πώς θα μεγαλώσεις; Θα
τυφλωθείς. Χρειάζεσαι κάποια αντίσταση.
Αυτό
το φαινόμενο αφορά και στον κόσμο της τέχνης στη Σουηδία;
Για να είμαι ειλικρινής,
έχω μείνει απολύτως αποκομμένος από αυτόν. Δεν παρακολουθώ, ούτε προσπαθώ να
παρακολουθώ κάτι, δεν αναζητώ να βρίσκομαι εκεί, γιατί δε θέλω. Υπάρχουν καλοί
καλλιτέχνες στη Σουηδία, αλλά αυτό συμβαίνει παντού.
Ελπίζω
το Παρίσι να σε ενθαρρύνει να κάνεις τη δουλειά σου με τον τρόπο σου και να
ωριμάσεις.
Το απολαμβάνω
περισσότερο. «Βράζει». Στη Σουηδία δε «βράζει». Κι αν αυτό συμβαίνει, συμβαίνει
προς την απολύτως λανθασμένη κατεύθυνση. Όσο μεγαλώνεις ως άνθρωπος, κάθε
κομμάτι σου μεγαλώνει.
Πόσα
ξέρεις για την εγχώρια φωτογραφική σκηνή;
Όχι πολλά. Εκτιμώ πολύ τη
δουλειά του Γιώργου Γιατρομανωλάκη. Κι εκείνη της Μυρτώς Στείρου είναι πολύ
δυνατή. Σύντομα θα πρέπει να εστιάσει στο να τη δείξει περισσότερο.
Οι φωτογραφίες του Carl-Mikael
Ström που συνοδεύουν το κείμενο επιλέχτηκαν από τον ίδιο.
Ευχαριστώ
θερμά την Μυρτώ
Στείρου από το VOID
για
την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης.
Το βιβλίο του Montöristen κυκλοφορεί
από το VOID σε
350 αντίτυπα.
Μέρος της δουλειάς του φιλοξενείται από τις 25 Ιουνίου μέχρι τις 25 Ιουλίου στο VOID
(Τούσα Μπότσαρη 20, Κουκάκι) στο
πλαίσιο της έκθεσης The
Other
Sons
& Daughters,
η οποία αποτελεί μέρος του Athens Photo Festival.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου