Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 63ο ΦΚΘ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 63ο ΦΚΘ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2023

Houman Seyedi: «Για μένα, η Ιστορία είναι σαν ένας ιός»

 


Το σύγχρονο ιρανικό σινεμά δείχνει και πάλι τα «δόντια» του, αυτή τη φορά μέσα από τη βραβευμένη στη Βενετία ταινία του Houman Seyedi, Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος, που προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 16 Φεβρουαρίου.

Πρωταγωνιστής της ο Σακίμπ, ένας φτωχός άστεγος εργάτης που βρίσκει δουλειά σ’ ένα κινηματογραφικό πλατό και συντρίβεται από τυράννους διαφόρων ειδών. Συζητώντας με τον Houman Seyedi.

«Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, κάνει όμως ομοιοκαταληξίες», σύμφωνα με το διάσημο απόφθεγμα που αποδίδεται στον Μαρκ Τουέιν, το οποίο παραθέτεις στην αρχή της πιο πρόσφατης ταινίας σου, Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος.

Με ποια έννοια η Ιστορία «κάνει ομοιοκαταληξίες»;

Για μένα, η Ιστορία είναι σαν ένας ιός. Τον γνωρίζεις, τον πολεμάς, αλλά επιστρέφει, με διαφορετική μορφή αυτή τη φορά, όμως πιο δυνατός.

Είναι σαν ένα ποίημα: μεγαλώνει μέσα σου χωρίς να το συνειδητοποιείς, οι δικτάτορες μεγαλώνουν χωρίς να το συνειδητοποιείς.

Ταινία μέσα στην ταινία, ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος είναι ένας στοχασμός για την Ιστορία, τον μύθο, το σινεμά και την πολιτική υπό το πρίσμα του Σακίμπ (Mohsen Tanabandeh), ενός φτωχού άστεγου εργάτη που βρίσκει δουλειά σ’ ένα κινηματογραφικό πλατό και συντρίβεται από τυράννους διαφόρων ειδών.

Νοιάζεσαι για/ταυτίζεσαι με τους αδικημένους της σύγχρονης ιρανικής κοινωνίας- και επιπλέον κάθε κοινωνίας; Και γιατί αποφάσισες να υιοθετήσεις το αφηγηματικό εύρημα του φιλμ-μέσα-στο-φιλμ;

Ο καλλιτέχνης εκμεταλλεύεται την κοινωνία του, μέσω άλλων κοινωνιών. Πάντοτε μισούσα τη δομή της ταινίας μέσα στην ταινία, αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος.

Γι’ αυτό το φιλμ αναζητούσα έναν ψεύτικο κόσμο, ένα πρόπλασμα σπιτιού και δραματική δύναμη, και όλα αυτά δεν υπάρχει καλύτερο μέρος να βρεθούν από ένα κινηματογραφικό πλατό. Δεν ήταν μια ταινία.




Ο Σακίμπ συνδέεται με την Λαντάν, μια κωφάλαλη πόρνη. Γιατί αποτυπώνεται ως τέτοια;

Σκόπευες να προβείς σ’ ένα σχόλιο σχετικά με ένα ακανθώδες κοινωνικό ζήτημα, ή γιατί κι εκείνη είναι περιθωριοποιημένη όσο ο Σακίμπ, αν και με διαφορετικό τρόπο;

Προέρχομαι από μια κοινωνία όπου οι γυναίκες βρίσκονταν πάντα στο περιθώριο, αντιμετωπίζονταν σαν εργαλεία, δεν είχαν καμία επιλογή, δεν έπρεπε τις δει κανένας, ούτε να ακουστούν. Με το που εμφανίζονται, διαγράφονται γρήγορα.

Η Λαντάν είναι μια γυναίκα, θύμα αδαούς συμπεριφοράς. Πρόκειται για την εξουσία, ούτε καν την αγάπη δεν επιτρέπει.

Άλλοτε ίσα που ακούγεται, άλλοτε είναι γλυκομίλητος κι άλλοτε γίνεται αθυρόστομος σε βαθμό (αυτο)καταστροφής: ο Mohsen Tanabandeh παραδίδει μια δυνατή, πολυεπίπεδη ερμηνεία. Τι εκτιμάς περισσότερο στην υποκριτική του;

Ο Mohsen είναι ένας ευφυής ηθοποιός. Είναι πολύ ενδιαφέρον να δουλεύεις μαζί του. Όταν του εμπιστεύεσαι τον χαρακτήρα που έχεις συνθέσει, νιώθεις άνεση. Είναι υπέροχος στο να δημιουργεί τη στιγμή.


Mohsen Tanabandeh


Ο σκηνοθέτης της ταινίας-μέσα-στην-ταινία -που φέρει αφύσικες ομοιότητες με τον Αμπάς Κιαροστάμι- και τα περισσότερα μέλη του συνεργείου γίνονται λίγο λίγο κυνικοί και μοχθηροί «μικρο»-δικτάτορες/γκάνγκστερ.

Μετατρέπεται, κατά τη γνώμη σου, η φιλμική διαδικασία συχνά σε μια καταπιεστική εμπειρία;

Η ομοιότητα με τον δάσκαλο Κιαροστάμι είναι εντελώς συμπτωματική.

Πιστεύω ότι τα ανθρώπινα συμφέροντα συχνά μας κάνουν να κλείνουμε τα μάτια μας στην καταπίεση.

Επειδή θέτουμε τον εαυτό μας ως προτεραιότητα, επειδή νομίζουμε πως τα προβλήματα των άλλων δεν είναι τα δικά μας, σε ευθυγράμμιση με τη φιλμική κατασκευή βοηθάμε τον δικτάτορα.

Το συνταρακτικό τέλος της ταινίας φέρνει στον νου τη ρήση του Καρλ Μαρξ περί της επανάληψης της Ιστορίας ως φάρσας αλλά και την αναφορά της Χάνα Άρεντ στην «κοινοτοπία του κακού».

Πώς θα μπορούσαμε -συλλογικά όσο και ατομικά- να αποφύγουμε να γίνουμε οι υπαίτιοι του «κακού» στο κοινωνικό πεδίο;

Το μεγάλο ζήτημα εδώ είναι ότι μπορούμε να διαχωρίσουμε το καλό από το κακό.

Όταν, ωστόσο, βρισκόμαστε σε μια τέτοια κατάσταση, δε συνειδητοποιούμε τη λανθασμένη συμπεριφορά μας και πολλές φορές δε συνειδητοποιούμε πόσο έντονη επίδραση ασκούμε στη οικοδόμηση ενός δικτάτορα.

Το βλέμμα μας είναι εστιασμένο στην πραγματικότητα, και πιστεύουμε πως είμαστε ασφαλείς μέχρι να πλησιάσει ο κίνδυνος. Πρέπει, όμως, να γνωρίζουμε ότι αρκεί ένας δικτάτορας για να συμβεί ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος- όχι περισσότεροι.




Ο Τζαφάρ Παναχί, διεθνώς καταξιωμένος συνάδελφος και συμπατριώτης σου, αποφυλακίστηκε με εγγύηση πριν από μερικές μέρες.

Μιλώντας για ολοκληρωτικά καθεστώτα γενικότερα, πώς ένας σκηνοθέτης του σινεμά κατορθώνει να παρακάμψει τη λογοκρισία, όποια μορφή κι αν αυτή πάρει, διατηρώντας το δημιουργικό του όραμα ζωντανό;

Φαντάσου ότι έχεις απομείνει μονάχος σ’ ένα δάσος. Tι θα κάνεις; Πώς θα συνεχίσεις να ζεις και να επιβιώνεις; Γρήγορα μαθαίνεις το μονοπάτι, το μονοπάτι του αγώνα, και βρίσκεις μια δύναμη που ίσως ποτέ δεν είχες φανταστεί ότι θα έβρισκες.

Θα μπορούσες να έχεις υποχωρήσει, όμως αποφάσισες να επιμείνεις. Είναι δύσκολο, αλλά πιθανό.

Ευχαριστώ θερμά τον Mohammad Atebbai (Iranian Independents) για την καθοριστική συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Η ταινία του Houman Seyedi Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 16 Φεβρουαρίου σε διανομή του Cinobo.



Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

Εμίν Αλπέρ: «Αν ζεις στην Τουρκία, πάντα ασχολείσαι με την πολιτική»

 

Εμίν Αλπέρ (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Το «βραδυφλεγές», πολυδιάστατο και υπνωτιστικό πολιτικό νεο-νουάρ/νεο-γουέστερν του Τούρκου σκηνοθέτη Εμίν Αλπέρ, Μέρες ξηρασίας, αποτελεί μια διεισδυτική «ανατομία» της τουρκικής κοινωνίας.

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 2 Φεβρουαρίου. Συναντώντας τον σκηνοθέτη στο περσινό ΦΚΘ.

Οι περισσότερες ταινίες σου έχουν προβληθεί στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Όλες! Αυτή είναι η δεύτερη φορά που παρευρίσκομαι στο Φεστιβάλ. Η σύζυγός μου, η Άννα, κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη.

Πόσο βαθιά συνδέεσαι με την πόλη, λοιπόν; Νιώθεις σαν στο σπίτι σου εδώ;

Ερχόμαστε δυο φορές τον χρόνο, ενώ το καλοκαίρι μένουμε περισσότερο. Στα δεκαπέντε χρόνια γάμου με την σύζυγό μου αισθάνομαι τη Θεσσαλονίκη σαν γενέτειρά μου κατά το ήμισυ, αν και δεν μπορώ ακόμα να μιλήσω ελληνικά.

Από κινηματογραφικής άποψης, βελτιώνεσαι με κάθε καινούριο φιλμ σου.

Ας ελπίσουμε να μπορώ να πω το ίδιο για τα ελληνικά μου!

Η πιο πρόσφατη δουλειά σου, Μέρες ξηρασίας, που κάνει την ελληνική πρεμιέρα της στο πλαίσιο του 63ου ΦΚΘ, είναι ίσως το πιο ολοκληρωμένο και πολυδιάστατο. Τι το ιδιαίτερο είχε η τοποθεσία όπου γυρίστηκε;

Κατ’ αρχάς έπρεπε να είναι ένα ξηρό μέρος, σχεδόν σαν έρημος, οπότε από νωρίς είχα τη Μέση Ανατολία κατά νου. Ταυτόχρονα, αυτή η περιοχή είναι και η πιο συντηρητική στην Τουρκία.

Μετά από εκτεταμένη έρευνα, αποφασίσουμε να γυρίσουμε την ταινία στην Καισάρεια, πολύ κοντά στην Καππαδοκία. Ανέκαθεν θεωρούσα το φιλμ ένα είδος νεο-νουάρ και νεο-γουέστερν.

Εκτιμάς αυτά τα κινηματογραφικά είδη και ως θεατής; Με εξαίρεση τη Φρενίτιδα, θυμάμαι πως οι υπόλοιπες δουλειές σου είναι γυρισμένες στην τουρκική ενδοχώρα.

Είμαι οπαδός και των δύο ειδών. Τα γουέστερν, ιδίως, έχουν ασκήσει μεγάλη επίδραση στη φαντασία μας από την παιδική μας ηλικία. Έβλεπα χιλιάδες γουέστερν στην Τηλεόραση ως παιδί.

Αισθητικά, μού αρέσουν και τα νουάρ, κι έχουν υπάρξει εξίσου επιδραστικά.




Οι Μέρες ξηρασίας είναι μια έντονα πολιτική ταινία, αν και με έμμεσο τρόπο. Συνδέεσαι, επομένως, με την πολιτικοποιημένη εκδοχή των νουάρ;

Μολονότι δεν είναι ο αρχικός μου στόχος, πάντα καταλήγω να γυρίζω πολιτικά φιλμ. Αν ζεις σε μια χώρα όπως η Τουρκία, πάντα ασχολείσαι με την πολιτική. Δεν μπορείς να την αποφύγεις.

Αποτελεί αυτό πρόκληση για σένα το να αποτυπώνεις φιλμικά αυτό το περίπλοκο -και συχνά ασφυκτικό- κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον χωρίς να κάνεις «εκπτώσεις» στο καλλιτεχνικό σου όραμα;

Πάντα βιώνω ένα άγχος και μια ένταση και δεν μπορώ να αποτυπώσω πλήρως όσα έχουμε ζήσει στη χώρα μου: το να συλλαμβάνονται οι φίλοι σου, να απειλείσαι με σύλληψη.

Είναι δύσκολο να αποτυπώσεις αυτή την αίσθηση ασφυξίας, οπότε ναι, είναι πρόκληση.

Είναι επίσης πρόκληση να κάνεις ταινίες χωρίς συμβιβασμούς, καθώς υφίστανται σοβαρές πιέσεις σε σχέση με τη χρηματοδότηση των ταινιών μας, μιας και εξαρτώμαστε από δημόσιους πόρους.

Οι Μέρες ξηρασίας ήταν ίσως το φιλμ που δυσκολεύτηκα πιο πολύ να γυρίσω από όλες τις απόψεις: σεναριακά, και σε επίπεδο παραγωγής και χρηματοδότησης.

Θίγει μια πλειάδα ζητημάτων, από τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά στη σεξουαλική κακοποίηση των γυναικών και την αναπαράσταση LGBTQ χαρακτήρων. Ποιο από αυτά τα θεματικά «νήματα» λειτούργησε ως η αφετηρία;

Ο αρχικός άξονας ήταν ο πολιτικός, ιδίως αυτός που συνδέεται με το ζήτημα της λειψυδρίας, και η διαμάχη ανάμεσα στον δήμαρχο και τον εισαγγελέα. Ήταν, όμως, ανεπαρκής, γι’ αυτό και ήθελα να εισαγάγω επιπλέον επίπεδα.

Έτσι προέκυψε το αφηγηματικό στοιχείο του εγκλήματος σχετικά με την κακοποίηση του γυναικείου χαρακτήρα. Αυτό έκανε το φιλμ πιο νουάρ.

Το τρίτο επίπεδο ήταν εκείνο της ομοφοβίας. Κάποια άλλα επίπεδα δε λειτούργησαν και τα αφαίρεσα. Στο τέλος, προσπαθώ να κάνω την ταινία πιο οργανική.

Η νοοτροπία, οι κοινωνικές στάσεις που αναδεικνύεις συναντώνται μόνο στην Τουρκία ή σε συγκεκριμένες περιοχές της;

Θίγει ζητήματα που έχουν καθολικό χαρακτήρα. Αυτό το φιλμ θα μπορούσε να έχει γυριστεί στον αμερικανικό Νότο, γιατί η έμπνευσή μου αντλείται από βορειοαμερικανικές ταινίες.

Μπορεί να εμπνεύστηκα τους κυνηγούς αγριογούρουνων από τα Αδέσποτα σκυλιά του Σαμ Πέκινπα. Η λειψυδρία μπορεί να παραπέμπει στο Τσάιναταουν του Πολάνσκι.

Δεν προσφέρει πολλή ελπίδα, ωστόσο: ούτε στον θεατή, ούτε σε σχέση με την ανθρώπινη κατάσταση, ούτε και αναφορικά με το κοινωνικοπολιτικό κλίμα στην Τουρκία.

Παρ’ όλα αυτά, μπορώ να πω πως πρόκειται για το πιο αισιόδοξο φιλμ μου, κυρίως λόγω της τελευταίας σκηνής του. Κι έτσι το εξέλαβαν στην Τουρκία.




Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για τον καλών προθέσεων, ευάλωτο εισαγγελέα Εμρέ, που προσπαθεί να βρει την αλήθεια κάτω από την επιφάνεια και συντρίβεται από πολλές απόψεις;

Ο εισαγγελέας αντιπροσωπεύει -περισσότερο ή λιγότερο- εμάς, τους ανθρώπους της πόλης, τους «πολιτισμένους διανοούμενους» που δεν καταλαβαίνουν γιατί εκλέγονται από την πλειοψηφία αυτές οι αυταρχικές, διεφθαρμένες φυσιογνωμίες.

Ασφυκτιούμε λόγω της αδικίας και της διαφθοράς και δεν κατανοούμε γιατί εκλέγονται διαρκώς αυτοί οι άνθρωποι. Ο εισαγγελέας πρέπει, λοιπόν, να βιώνει τα δικά μας συναισθήματα: την απελπισία, την απομόνωση, τον θυμό.

Κι η δικαστίνα Ζεϋνέπ; Φαίνεται βολεμένη και προσαρμοστική.

Η Ζεϋνέπ ενσαρκώνει τον τυπικό γραφειοκράτη που έχει συμβιβαστεί και προσαρμοστεί στην κατάσταση, ενδιαφερόμενη για την καριέρα της. Πάντα συμβουλεύει τον Εμρέ να ακολουθήσει τον δρόμο της, να μην είναι ξεροκέφαλος.

Έπειτα έχουμε τον όχλο.

Έχουμε βιώσει αυτή την οχλοκρατική νοοτροπία τα τελευταία χρόνια: μερικές φορές μέσω των social media, άλλες μέσα από σωματικές απειλές.

Υπάρχουν, εξάλλου, θλιβερά γεγονότα όπως τη Σφαγή της Σεβάστειας τον Ιούλιο του 1993, κατά την οποία 35 άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί από όχλο. Τα τελευταία χρόνια, κυρίως οι Κούρδοι είναι στόχοι αυτής της οχλοκρατικής βίας.

Πρόσφατα, ένας σκηνοθέτης φίλος μου «λιντσαρίστηκε» διαδικτυακά επειδή υπερασπίστηκε μια γιατρό που είχε συλληφθεί. Πάντα ζούμε με αυτές τις απειλές. Ήθελα, λοιπόν, να αποτυπώσω την αίσθηση φόβου και τρόμου.




Πώς κι έχεις ξεφύγει -από σωματικής άποψης- από αυτόν τον τρόμο;

Ως σκηνοθέτες καλλιτεχνικών ταινιών δεν αποτελούμε ακόμα σοβαρούς στόχους της κυβέρνησης. Δεν είμαστε τόσο δημοφιλείς.

Κι όμως, το τελευταίο σου φιλμ επαινέθηκε ευρέως και έλαβε πολλά βραβεία- και στην Τουρκία.

Προφανώς νιώθουμε απειλή. Δεχόμαστε επιθέσεις στα μίντια, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεν είμαστε, πάντως, τόσο επικίνδυνοι ώστε να συλληφθούμε. Πρέπει, βέβαια, να προσέχουμε, να μην είμαστε καμικάζι, να αυτοπροστατευόμαστε.

Διευθύνεις και μια Ταινιοθήκη.

Είναι καινούρια.

Πώς και διορίστηκες εσύ σ’ αυτή τη θέση; Ή σε επέλεξαν οι συνάδελφοί σου;

Αυτή η Ταινιοθήκη δεν επιχορηγείται από το κράτος, ιδρύθηκε από τον Δήμο του Καντίκιοϊ, που διοικείται από την αντιπολίτευση. Δεν είναι κάτι κεντρικό, αλλά είναι σημαντικός θεσμός, άρχισε να λειτουργεί το 2021 και πηγαίνει καλά.

Στην αρχή δεν ήθελα να αναλάβω αυτή τη θέση. Δεν πρόκειται για πλήρη απασχόληση, αλλιώς δε θα μπορούσα να κάνω ταινίες.

Είχες προηγούμενη εμπειρία;

Ως φοιτητής, οπότε και εκδίδαμε ένα κινηματογραφικό περίοδο στο οποίο έγραφα άρθρα.

Χαίρομαι που ατή η Ταινιοθήκη έχει απήχηση σε ολοένα και μεγαλύτερο κοινό, κυρίως νεανικό.

Μιας κι είσαι άνθρωπος του σινεμά, αισθάνεσαι πως ο κινηματογράφος θα εξακολουθήσει να ασκεί επιρροή μετά από ή ανάμεσα σε περιόδους πανδημίας και άλλων κρίσεων;

Η Τουρκία είναι εξαιρετικά διαιρεμένη. Από τη μια, έχουμε μια δυναμική, σκεπτόμενη, γεμάτη ελπίδες νέα γενιά ανθρώπων- είναι ο λόγος να νιώθουμε ελπίδα γι’ αυτή τη χώρα.

Στην Τουρκία το σινεφίλ κοινό είναι νεανικό, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το ίδιο συμβαίνει και με τη λογοτεχνία ή την πολιτική.

Από την άλλη, οι υποστηρικτές του Ερντογάν έχουν πολύ μικρή απήχηση στη νέα γενιά. Στους/στις κάτω των 30 το κόμμα του δεν αποσπά περισσότερο από το 15%, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις.

Αν στις επικείμενες εκλογές ηττηθεί ο Ερντογάν, θα υπάρχουν πολλοί λόγοι να είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον της Τουρκίας.

Είναι πιθανή μια τέτοια εξέλιξη;

Επί του παρόντος, ναι, γιατί υπάρχει οικονομική κρίση κι έχει υποχωρήσει η δημοφιλία του. Θα έκανε, όμως, τα πάντα για να κερδίσει αυτές τις εκλογές.

Υφίσταται βιώσιμη εναλλακτική στο καθεστώς του;

Η κατάσταση στην Τουρκία είναι τόσο σκοτεινή, ώστε δεν έχεις την πολυτέλεια να σκέφτεσαι για τους διαδόχους. Ο οποιοσδήποτε θα ήταν καλύτερος από τον Ερντογάν. Ζούμε σε μια ημι-φασιστική δικτατορία.

Έξι κόμματα συνθέτουν τον συνασπισμό της Αντιπολίτευσης και συμπράττουν.

Υπάρχει και το φιλοκουρδικό HDP, που λειτουργεί ως ανεξάρτητος αντιπολιτευτικός πόλος.

Το HDP είναι πάντα απομονωμένο, και το πιο πιθανό είναι ότι θα υποστηρίξει τον υποψήφιο του συνασπισμού της Αντιπολίτευσης. Ο χειρότερος υποψήφιος της Αντιπολίτευσης θα ήταν πολύ καλύτερος από τον Ερντογάν.

Η συνέντευξη με τον σκηνοθέτη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 63ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Ευχαριστώ θερμά τον Δημήτρη Κερκινό, «ψυχή» του τμήματος Ματιές στα Βαλκάνια όπου το φιλμ έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα του, για την πολύτιμη συνδρομή του στη διοργάνωσή της.

Η ταινία του Εμίν Αλπέρ Μέρες ξηρασίας προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 2 Φεβρουαρίου σε διανομή του Mικρόκοσμου.



Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Χλίνουρ Πάλμασον: «Το πιο δύσκολο στη δημιουργία φιλμ είναι το να είσαι ειλικρινής»

 

Χλίνουρ Πάλμασον (Φωτογραφία: Didar Domehri)

Υπαρξιακό road movie με έντονες θρησκευτικές «αποχρώσεις», η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του Ισλανδού σκηνοθέτη Χλίνουρ Πάλμασον, Η χώρα του Θεού, προβάλλεται από τις 26 Ιανουαρίου στους κινηματογράφους.

Μια εφ’ όλης της ύλης συνομιλία μαζί του.

Η τρίτη σου μεγάλου μήκους ταινία, Η χώρα του Θεού, ξεκίνησε με την ανακάλυψη κάποιων φωτογραφιών από το παρελθόν της Ισλανδίας;

Άρχισα να γράφω το σενάριο το 2013 και το θυμάμαι ενοχλητικό, άκαμπτο και συγκεχυμένο. Όταν εμπνεύστηκα την παράμετρο των φωτογραφικών πλακών, η διαδικασία συγγραφής του έγινε συναρπαστική και αστεία για μένα.

Ξεκίνησα, λοιπόν, να φαντάζομαι την κάθε εικόνα και το ποιοι ήταν οι άνθρωποι που ο ιερέας Λούκας, ο πρωταγωνιστής του φιλμ, φωτογράφιζε. Αυτό ερέθισε τη φαντασία μου.

Γι’ αυτό επέλεξες και το τετράγωνο φορμά για τα κάδρα σου;

Η ιδέα για τις φωτογραφίες είναι μυθοπλαστική, ξέρεις. Πολλοί πιστεύουν ότι η Χώρα του Θεού εμπνέεται από πραγματικές εικόνες.

Κι εγώ κάτι τέτοιο νόμιζα.

Δεν προσπαθώ να το συγκαλύψω ή να πω ψέματα γι’ αυτό. Ένιωσα πως το συγκεκριμένο στοιχείο ήταν το «κλειδί» που θα ενέπλεκε τους θεατές στην ταινία. Ποια ήταν η ερώτησή σου, όμως;

Για το τετράγωνο φορμά.

Δοκίμαζα διάφορα φορμά, στην πραγματικότητα, καθώς κινηματογραφούσα τοπία για ένα πρότζεκτ στα νησιά Φερόες.

Όταν, πριν από μερικά χρόνια, γύριζα το Μια λευκή, λευκή μέρα, χρησιμοποίησα το Super 35.

Έχω παρακολουθήσει και τις δύο προηγούμενες δουλειές σου, την πρώτη μάλιστα (Winter brothers) στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Λατρεύω το να βρίσκομαι σ’ αυτή την πόλη- και στην Ελλάδα, γενικότερα. Είναι απολύτως εντυπωσιακά. Δεν έχω ταξιδέψει στην Αθήνα, ωστόσο, πρέπει να το κάνω σύντομα.

Ας επιστρέψουμε στα του φορμά.

Ακόμα κι η κάμερα που χρησιμοποιεί ο Λούκας προσομοιάζει στο παλιό χολιγουντιανό φορμά, κι αυτό υπήρξε μια ευχάριστη έκπληξη.




Πού είναι γυρισμένη η ταινία;

Αποκλειστικά στην Ισλανδία, γύρω από την περιοχή όπου ζω.

Τι σε σαγήνευσε τόσο πολύ στο θρησκευτικό/μεταφυσικό στοιχείο, ώστε να επιθυμείς να το εξερευνήσεις υπό το πρίσμα ενός ιερέα ως κεντρικού χαρακτήρα;

Όλα ξεκίνησαν ως εξερεύνηση των καταβολών μου, με το να αντιπαραβάλλω τα αντίθετα. Αντιπαρέβαλλα την Ισλανδία με τη Δανία, την ισλανδική σημαία με τη δανέζικη, τα ισλανδικά με τα δανέζικα, δημιουργώντας δράμα μέσα από αυτό.

Μιλάω δανέζικα και ισλανδικά, κι έχω ζήσει και στις δύο χώρες, οι οποίες έχουν μια κοινή Ιστορία που ήθελα να καταλάβω αν εμπεριέχει κάτι άξιο προς εξερεύνηση. Όσο περισσότερο εμβάθυνα στη διαδικασία, τόσο περισσότερο χανόμουν.

Αυτό ελπίζω πάντα, να πάρει τον έλεγχο το κάθε εγχείρημα και να με εκπλήξει.  Δεν έχω προκαθορισμένες ιδέες σχετικά με το οτιδήποτε. Πιο πολύ μ’ ενδιαφέρει να θέτω ερωτήματα παρά να δίνω απαντήσεις.

Δε γνώριζα για τους εθνικούς/εθνικιστικούς ανταγωνισμούς ανάμεσα στις δύο χώρες- ακόμα και την ίδια την κοινή τους «προϊστορία». Με αυτή την έννοια, το φιλμ σου λειτούργησε και σε μια πληροφοριακή διάσταση για μένα.

Αυτό το ζήτημα ποτέ δεν έχει αποτυπωθεί κινηματογραφικά. Πρόκειται για μια ελάχιστα ειπωμένη ιστορία.

Γιατί συμβαίνει αυτό, κατά τη γνώμη σου;

Επειδή τείνουμε να εξερευνούμε τα πιο βίαια ζητήματα.

Το μοναδικό στη σχέση των δύο χωρών είναι ότι η Ισλανδία έγινε μερικώς ανεξάρτητη από τη Δανία το 1918 και πλήρως το 1944 και δε χύθηκε ούτε μια σταγόνα αίμα! Υπάρχει πολύ λίγο δράμα σ’ αυτό, έτσι δεν αποτελεί αντικείμενο αφήγησης.

Εμένα, όμως, ανέκαθεν μ’ ενδιέφεραν οι ιστορίες που αφορούν στη βασική συμπεριφορά των ανθρώπων. Όσο πιο περιορισμένη είναι η ευρεία αφήγηση, τόσο περισσότερο μπορείς να εξερευνήσεις τις πρωτόγονες ανθρώπινες ανάγκες/επιθυμίες.

Δε με ελκύουν οι περίπλοκες αφηγήσεις, ούτε καν οι πλοκές.

Πάντα τείνεις να εστιάζεις σε λειτουργικές, δυσλειτουργικές ή ανταγωνιστικές σχέσεις - ενδοοικογενειακές, ερωτικές ή ανάμεσα σε μέλη μιας κοινότητας.

Γιατί, ωστόσο, ο πρωταγωνιστής «έπρεπε» να είναι «άνθρωπος του Θεού»- ή, ίσως, ένας εξερευνητής της ζωής και του εαυτού του;

Θα μπορούσε να είναι ένας καλλιτέχνης. Η ταινία εκτυλίσσεται περί τα 1875, μια εποχή κατά την οποία οι Καθολικοί και οι Λουθηρανοί μάχονταν για την κυριαρχία στην Ισλανδία.

Είναι ένας ρομαντικός, αδαής ονειροπόλος που αναζητά ανθρώπους στα -ακόμα και στις μέρες μας- ακατοίκητα υψίπεδα της Ισλανδίας. Αν γεννιόταν σήμερα, πιθανότατα δε θα ήταν ιερέας.

Οπότε, η περίοδος που εκτυλίσσεται η αφήγηση «χρωμάτισε» την απόφασή μου. Και δεν είναι καν απόφαση. Απλά ο Λούκας φορούσε ιερατικό ένδυμα και κουβαλούσε μια κάμερα. Είναι ταυτόχρονα άνθρωπος του Θεού και μοντέρνος. Αντίθεση.

Ενώ δούλευα πάνω σ’ αυτό το φιλμ, διαρκώς αναζητούσα τα αντίθετα, και προσπαθούσα να τα φιλοτεχνήσω πολύ ξεκάθαρα, στα όρια του κλισέ ή της καρικατούρας. Ελπίζω, πάντως, οι χαρακτήρες να μη γίνονται καρικατούρες.




Είναι, για σένα, το σινεμά ένα εργαλείο εξερεύνησης του εαυτού σου και των ορίων του- ή και της υπέρβασής τους- και καλύτερης γνωριμίας μαζί του;

Είναι κάπως σαν ταμπού να μιλάς για τα φιλμ ως κάτι προσωπικό. Δε θέλω το σινεμά μου να είναι ιδιωτικό κατά καμία έννοια.

Θέλω, όμως, να είναι προσωπικό, να εξερευνώ το περιβάλλον μου και να περνώ χρόνο με τους ανθρώπους που αγαπώ, θαυμάζω και θέλω να συνεργαζόμαστε, κι αυτό προσπαθώ να κάνω.

Είναι πολύ σημαντική η ενέργεια των ανθρώπων, και «χρωματίζει» την ίδια την ταινία. Δεν έχω δει το Winter brothers από τότε που το έκανα, αλλά ξέρω πως διαθέτει μια ορισμένη ενέργεια, και αντανακλά τη δική μου ενέργεια εκείνης της περιόδου.

Η Χώρα του Θεού έχει μια σωματικότητα, και η δημιουργία της ήταν δύσκολη για το συνεργείο και το καστ. Έπρεπε να ταξιδεύουμε διαρκώς, τα γυρίσματα έγιναν σε εξωτερικούς χώρους, ενώ έβρεχε και χιόνιζε.

Είναι σαν να αποτελούμε κι εμείς κομμάτι του ταξιδιού. Θέλω οι ηθοποιοί με τους/τις οποίους/οποίες συνεργάζομαι να ωριμάζουν ώστε να γίνουν οι χαρακτήρες που υποδύονται.

Δεν μπορούμε να το προσχεδιάσουμε, και δυσκολεύομαι να μιλάω για τους χαρακτήρες και τις βιογραφίες τους. Θα αισθανόμουν σαν απατεώνας αν το έκανα.

Ίσως δε χρειάζεται καν.

Δεν έχει κάποια σχέση- κι αν το νιώθεις κάλπικο, τότε είναι κάλπικο. Πρέπει να είσαι ειλικρινής. Το πιο δύσκολο στη δημιουργία φιλμ είναι απλά το να είσαι ειλικρινής.

Είναι δύσκολο να είσαι δημιουργικός στο πλατό, γιατί το ίδιο το πλατό είναι μη δημιουργικό.

Το αδυσώπητο φυσικό τοπίο, στο οποίο αναφέρθηκες, κυριαρχεί στις ταινίες σου. Ήταν καθοριστικό και στη ζωή σου, ήδη από την παιδική ηλικία σου;

Ο καιρός και το τοπίο σε διαμορφώνουν, νομίζω. Όσο πιο δραματικές είναι οι καιρικές συνθήκες, τόσο περισσότερο σε καλύπτουν. Τις νιώθεις όταν σου λείπουν. Όταν ζούσα στη Δανία, αισθανόμουν την ασφυκτική ανάγκη να επιστρέψω στην Ισλανδία.

Πρόκειται για την επιθυμία για κάτι ιδιοσυγκρασιακό και αχανές. Τώρα που μιλάμε, έξω επικρατεί απόλυτη ησυχία, γιατί απόψε αναμένεται καταιγίδα: νιώθω αυτή την ενέργεια, κι αποτελεί τεράστιο μέρος της ζωής μου κι αυτού που κάνω.

Ο καιρός μού το υπαγορεύει. «Είμαστε σκλάβοι του καιρού», έγραφε στην ποιητική του συλλογή Η ενέργεια των σκλάβων ο Λέοναρντ Κόεν. Αληθεύει.




Δουλεύεις συνήθως ενστικτωδώς ή είσαι μεθοδικός κι οργανωμένος; Ή και τα δύο;

Παράξενο που το ρωτάς. Και τα δύο. Ανέκαθεν ήμουν ονειροπόλος. Εξαρτάται, όμως, από το ίδιο το υλικό. Αγαπώ το να δουλεύω. Είναι πιθανόν η αγαπημένη μου ασχολία.

Παρακολουθείς ταινίες κάνοντας ταινίες, ή το αποφεύγεις;

Δεν το αποφεύγω γιατί με επηρεάζει, αλλά γιατί δεν έχω χρόνο. Αλλά λατρεύω την παρακολούθηση φιλμ. Προσπαθώ να βλέπω δύο κάθε εβδομάδα σε Blue-ray, γιατί δεν έχουμε κινηματογράφους στην πόλη μου.

Χάλια!

Ζω σε μια πολύ απομονωμένη τοποθεσία και πρέπει να οδηγήσω πέντε ώρες για να βρω ένα σινεμά. Προσπαθούμε, ωστόσο, να ξανανοίξουμε έναν κινηματογράφο που λειτουργούσε όταν ήμουν παιδί.

Όντας αναγνωρισμένος, θα σε ακούσουν πιο προσεκτικά. Εξωφεστιβαλικά, υπάρχει ζωντανό κινηματογραφικό κοινό στην Ισλανδία;

Η Ισλανδία διαθέτει μια πολύ υγιή κινηματογραφική βιομηχανία για το μέγεθός της. Είμαστε, όμως, πολύ λίγοι παγκοσμίως, οπότε στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κοινό, αλλά μεμονωμένοι θεατές.

Δόξα τω Θεώ, χάρη στα φεστιβάλ και τη διεθνή διανομή, φτιάχνουμε ταινίες για διεθνή κοινά. Δε θα επιβίωνε η καρδιά μου αν απλά έκανα φιλμ για Ισλανδές και Ισλανδούς!

Για να είμαι απολύτως ειλικρινής, οι ταινίες μου τιμώνται πιο πολύ διεθνώς παρά στην πατρίδα μου.

Πάντως παρακολουθούνται και -κατά καιρούς- κερδίζουν σημαντικά βραβεία, επομένως αυτό σε βοηθάει να συνεχίζεις.

Αυτό είναι το πιο σημαντικό, αν μπορείς να συνεχίζεις: ως σκηνοθέτες αυτό αγαπάμε. Η διαδικασία είναι τα πάντα- το επόμενο βήμα, το επόμενο φιλμ.

Η ταινία του Χλίνουρ Πάλμασον Η χώρα του Θεού προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 26 Ιανουαρίου σε διανομή της One from the Heart.