Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

Εμίν Αλπέρ: «Αν ζεις στην Τουρκία, πάντα ασχολείσαι με την πολιτική»

 

Εμίν Αλπέρ (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Το «βραδυφλεγές», πολυδιάστατο και υπνωτιστικό πολιτικό νεο-νουάρ/νεο-γουέστερν του Τούρκου σκηνοθέτη Εμίν Αλπέρ, Μέρες ξηρασίας, αποτελεί μια διεισδυτική «ανατομία» της τουρκικής κοινωνίας.

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 2 Φεβρουαρίου. Συναντώντας τον σκηνοθέτη στο περσινό ΦΚΘ.

Οι περισσότερες ταινίες σου έχουν προβληθεί στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Όλες! Αυτή είναι η δεύτερη φορά που παρευρίσκομαι στο Φεστιβάλ. Η σύζυγός μου, η Άννα, κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη.

Πόσο βαθιά συνδέεσαι με την πόλη, λοιπόν; Νιώθεις σαν στο σπίτι σου εδώ;

Ερχόμαστε δυο φορές τον χρόνο, ενώ το καλοκαίρι μένουμε περισσότερο. Στα δεκαπέντε χρόνια γάμου με την σύζυγό μου αισθάνομαι τη Θεσσαλονίκη σαν γενέτειρά μου κατά το ήμισυ, αν και δεν μπορώ ακόμα να μιλήσω ελληνικά.

Από κινηματογραφικής άποψης, βελτιώνεσαι με κάθε καινούριο φιλμ σου.

Ας ελπίσουμε να μπορώ να πω το ίδιο για τα ελληνικά μου!

Η πιο πρόσφατη δουλειά σου, Μέρες ξηρασίας, που κάνει την ελληνική πρεμιέρα της στο πλαίσιο του 63ου ΦΚΘ, είναι ίσως το πιο ολοκληρωμένο και πολυδιάστατο. Τι το ιδιαίτερο είχε η τοποθεσία όπου γυρίστηκε;

Κατ’ αρχάς έπρεπε να είναι ένα ξηρό μέρος, σχεδόν σαν έρημος, οπότε από νωρίς είχα τη Μέση Ανατολία κατά νου. Ταυτόχρονα, αυτή η περιοχή είναι και η πιο συντηρητική στην Τουρκία.

Μετά από εκτεταμένη έρευνα, αποφασίσουμε να γυρίσουμε την ταινία στην Καισάρεια, πολύ κοντά στην Καππαδοκία. Ανέκαθεν θεωρούσα το φιλμ ένα είδος νεο-νουάρ και νεο-γουέστερν.

Εκτιμάς αυτά τα κινηματογραφικά είδη και ως θεατής; Με εξαίρεση τη Φρενίτιδα, θυμάμαι πως οι υπόλοιπες δουλειές σου είναι γυρισμένες στην τουρκική ενδοχώρα.

Είμαι οπαδός και των δύο ειδών. Τα γουέστερν, ιδίως, έχουν ασκήσει μεγάλη επίδραση στη φαντασία μας από την παιδική μας ηλικία. Έβλεπα χιλιάδες γουέστερν στην Τηλεόραση ως παιδί.

Αισθητικά, μού αρέσουν και τα νουάρ, κι έχουν υπάρξει εξίσου επιδραστικά.




Οι Μέρες ξηρασίας είναι μια έντονα πολιτική ταινία, αν και με έμμεσο τρόπο. Συνδέεσαι, επομένως, με την πολιτικοποιημένη εκδοχή των νουάρ;

Μολονότι δεν είναι ο αρχικός μου στόχος, πάντα καταλήγω να γυρίζω πολιτικά φιλμ. Αν ζεις σε μια χώρα όπως η Τουρκία, πάντα ασχολείσαι με την πολιτική. Δεν μπορείς να την αποφύγεις.

Αποτελεί αυτό πρόκληση για σένα το να αποτυπώνεις φιλμικά αυτό το περίπλοκο -και συχνά ασφυκτικό- κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον χωρίς να κάνεις «εκπτώσεις» στο καλλιτεχνικό σου όραμα;

Πάντα βιώνω ένα άγχος και μια ένταση και δεν μπορώ να αποτυπώσω πλήρως όσα έχουμε ζήσει στη χώρα μου: το να συλλαμβάνονται οι φίλοι σου, να απειλείσαι με σύλληψη.

Είναι δύσκολο να αποτυπώσεις αυτή την αίσθηση ασφυξίας, οπότε ναι, είναι πρόκληση.

Είναι επίσης πρόκληση να κάνεις ταινίες χωρίς συμβιβασμούς, καθώς υφίστανται σοβαρές πιέσεις σε σχέση με τη χρηματοδότηση των ταινιών μας, μιας και εξαρτώμαστε από δημόσιους πόρους.

Οι Μέρες ξηρασίας ήταν ίσως το φιλμ που δυσκολεύτηκα πιο πολύ να γυρίσω από όλες τις απόψεις: σεναριακά, και σε επίπεδο παραγωγής και χρηματοδότησης.

Θίγει μια πλειάδα ζητημάτων, από τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά στη σεξουαλική κακοποίηση των γυναικών και την αναπαράσταση LGBTQ χαρακτήρων. Ποιο από αυτά τα θεματικά «νήματα» λειτούργησε ως η αφετηρία;

Ο αρχικός άξονας ήταν ο πολιτικός, ιδίως αυτός που συνδέεται με το ζήτημα της λειψυδρίας, και η διαμάχη ανάμεσα στον δήμαρχο και τον εισαγγελέα. Ήταν, όμως, ανεπαρκής, γι’ αυτό και ήθελα να εισαγάγω επιπλέον επίπεδα.

Έτσι προέκυψε το αφηγηματικό στοιχείο του εγκλήματος σχετικά με την κακοποίηση του γυναικείου χαρακτήρα. Αυτό έκανε το φιλμ πιο νουάρ.

Το τρίτο επίπεδο ήταν εκείνο της ομοφοβίας. Κάποια άλλα επίπεδα δε λειτούργησαν και τα αφαίρεσα. Στο τέλος, προσπαθώ να κάνω την ταινία πιο οργανική.

Η νοοτροπία, οι κοινωνικές στάσεις που αναδεικνύεις συναντώνται μόνο στην Τουρκία ή σε συγκεκριμένες περιοχές της;

Θίγει ζητήματα που έχουν καθολικό χαρακτήρα. Αυτό το φιλμ θα μπορούσε να έχει γυριστεί στον αμερικανικό Νότο, γιατί η έμπνευσή μου αντλείται από βορειοαμερικανικές ταινίες.

Μπορεί να εμπνεύστηκα τους κυνηγούς αγριογούρουνων από τα Αδέσποτα σκυλιά του Σαμ Πέκινπα. Η λειψυδρία μπορεί να παραπέμπει στο Τσάιναταουν του Πολάνσκι.

Δεν προσφέρει πολλή ελπίδα, ωστόσο: ούτε στον θεατή, ούτε σε σχέση με την ανθρώπινη κατάσταση, ούτε και αναφορικά με το κοινωνικοπολιτικό κλίμα στην Τουρκία.

Παρ’ όλα αυτά, μπορώ να πω πως πρόκειται για το πιο αισιόδοξο φιλμ μου, κυρίως λόγω της τελευταίας σκηνής του. Κι έτσι το εξέλαβαν στην Τουρκία.




Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για τον καλών προθέσεων, ευάλωτο εισαγγελέα Εμρέ, που προσπαθεί να βρει την αλήθεια κάτω από την επιφάνεια και συντρίβεται από πολλές απόψεις;

Ο εισαγγελέας αντιπροσωπεύει -περισσότερο ή λιγότερο- εμάς, τους ανθρώπους της πόλης, τους «πολιτισμένους διανοούμενους» που δεν καταλαβαίνουν γιατί εκλέγονται από την πλειοψηφία αυτές οι αυταρχικές, διεφθαρμένες φυσιογνωμίες.

Ασφυκτιούμε λόγω της αδικίας και της διαφθοράς και δεν κατανοούμε γιατί εκλέγονται διαρκώς αυτοί οι άνθρωποι. Ο εισαγγελέας πρέπει, λοιπόν, να βιώνει τα δικά μας συναισθήματα: την απελπισία, την απομόνωση, τον θυμό.

Κι η δικαστίνα Ζεϋνέπ; Φαίνεται βολεμένη και προσαρμοστική.

Η Ζεϋνέπ ενσαρκώνει τον τυπικό γραφειοκράτη που έχει συμβιβαστεί και προσαρμοστεί στην κατάσταση, ενδιαφερόμενη για την καριέρα της. Πάντα συμβουλεύει τον Εμρέ να ακολουθήσει τον δρόμο της, να μην είναι ξεροκέφαλος.

Έπειτα έχουμε τον όχλο.

Έχουμε βιώσει αυτή την οχλοκρατική νοοτροπία τα τελευταία χρόνια: μερικές φορές μέσω των social media, άλλες μέσα από σωματικές απειλές.

Υπάρχουν, εξάλλου, θλιβερά γεγονότα όπως τη Σφαγή της Σεβάστειας τον Ιούλιο του 1993, κατά την οποία 35 άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί από όχλο. Τα τελευταία χρόνια, κυρίως οι Κούρδοι είναι στόχοι αυτής της οχλοκρατικής βίας.

Πρόσφατα, ένας σκηνοθέτης φίλος μου «λιντσαρίστηκε» διαδικτυακά επειδή υπερασπίστηκε μια γιατρό που είχε συλληφθεί. Πάντα ζούμε με αυτές τις απειλές. Ήθελα, λοιπόν, να αποτυπώσω την αίσθηση φόβου και τρόμου.




Πώς κι έχεις ξεφύγει -από σωματικής άποψης- από αυτόν τον τρόμο;

Ως σκηνοθέτες καλλιτεχνικών ταινιών δεν αποτελούμε ακόμα σοβαρούς στόχους της κυβέρνησης. Δεν είμαστε τόσο δημοφιλείς.

Κι όμως, το τελευταίο σου φιλμ επαινέθηκε ευρέως και έλαβε πολλά βραβεία- και στην Τουρκία.

Προφανώς νιώθουμε απειλή. Δεχόμαστε επιθέσεις στα μίντια, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεν είμαστε, πάντως, τόσο επικίνδυνοι ώστε να συλληφθούμε. Πρέπει, βέβαια, να προσέχουμε, να μην είμαστε καμικάζι, να αυτοπροστατευόμαστε.

Διευθύνεις και μια Ταινιοθήκη.

Είναι καινούρια.

Πώς και διορίστηκες εσύ σ’ αυτή τη θέση; Ή σε επέλεξαν οι συνάδελφοί σου;

Αυτή η Ταινιοθήκη δεν επιχορηγείται από το κράτος, ιδρύθηκε από τον Δήμο του Καντίκιοϊ, που διοικείται από την αντιπολίτευση. Δεν είναι κάτι κεντρικό, αλλά είναι σημαντικός θεσμός, άρχισε να λειτουργεί το 2021 και πηγαίνει καλά.

Στην αρχή δεν ήθελα να αναλάβω αυτή τη θέση. Δεν πρόκειται για πλήρη απασχόληση, αλλιώς δε θα μπορούσα να κάνω ταινίες.

Είχες προηγούμενη εμπειρία;

Ως φοιτητής, οπότε και εκδίδαμε ένα κινηματογραφικό περίοδο στο οποίο έγραφα άρθρα.

Χαίρομαι που ατή η Ταινιοθήκη έχει απήχηση σε ολοένα και μεγαλύτερο κοινό, κυρίως νεανικό.

Μιας κι είσαι άνθρωπος του σινεμά, αισθάνεσαι πως ο κινηματογράφος θα εξακολουθήσει να ασκεί επιρροή μετά από ή ανάμεσα σε περιόδους πανδημίας και άλλων κρίσεων;

Η Τουρκία είναι εξαιρετικά διαιρεμένη. Από τη μια, έχουμε μια δυναμική, σκεπτόμενη, γεμάτη ελπίδες νέα γενιά ανθρώπων- είναι ο λόγος να νιώθουμε ελπίδα γι’ αυτή τη χώρα.

Στην Τουρκία το σινεφίλ κοινό είναι νεανικό, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το ίδιο συμβαίνει και με τη λογοτεχνία ή την πολιτική.

Από την άλλη, οι υποστηρικτές του Ερντογάν έχουν πολύ μικρή απήχηση στη νέα γενιά. Στους/στις κάτω των 30 το κόμμα του δεν αποσπά περισσότερο από το 15%, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις.

Αν στις επικείμενες εκλογές ηττηθεί ο Ερντογάν, θα υπάρχουν πολλοί λόγοι να είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον της Τουρκίας.

Είναι πιθανή μια τέτοια εξέλιξη;

Επί του παρόντος, ναι, γιατί υπάρχει οικονομική κρίση κι έχει υποχωρήσει η δημοφιλία του. Θα έκανε, όμως, τα πάντα για να κερδίσει αυτές τις εκλογές.

Υφίσταται βιώσιμη εναλλακτική στο καθεστώς του;

Η κατάσταση στην Τουρκία είναι τόσο σκοτεινή, ώστε δεν έχεις την πολυτέλεια να σκέφτεσαι για τους διαδόχους. Ο οποιοσδήποτε θα ήταν καλύτερος από τον Ερντογάν. Ζούμε σε μια ημι-φασιστική δικτατορία.

Έξι κόμματα συνθέτουν τον συνασπισμό της Αντιπολίτευσης και συμπράττουν.

Υπάρχει και το φιλοκουρδικό HDP, που λειτουργεί ως ανεξάρτητος αντιπολιτευτικός πόλος.

Το HDP είναι πάντα απομονωμένο, και το πιο πιθανό είναι ότι θα υποστηρίξει τον υποψήφιο του συνασπισμού της Αντιπολίτευσης. Ο χειρότερος υποψήφιος της Αντιπολίτευσης θα ήταν πολύ καλύτερος από τον Ερντογάν.

Η συνέντευξη με τον σκηνοθέτη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 63ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Ευχαριστώ θερμά τον Δημήτρη Κερκινό, «ψυχή» του τμήματος Ματιές στα Βαλκάνια όπου το φιλμ έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα του, για την πολύτιμη συνδρομή του στη διοργάνωσή της.

Η ταινία του Εμίν Αλπέρ Μέρες ξηρασίας προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 2 Φεβρουαρίου σε διανομή του Mικρόκοσμου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου