Στο σπαρακτικό
ντοκιμαντέρ Ιστορίες από τον πληγωμένο τόπο του Γαλλο-Ιρακινού,
εγκατεστημένου στον Λίβανο, Αμπάς Φαντέλ, η ιστορία του
ίδιου και της οικογένειάς του γίνεται το «όχημα» μέσα από
το οποίο αναδεικνύεται το αποτύπωμα του βάρβαρου πολέμου που
εξαπέλυσε το ισραηλινό κράτος.
Μια συζήτηση με
τον σκηνοθέτη ενόψει της προβολής του φιλμ στο πλαίσιο του
14ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας.
Σκηνοθέτης, σεναριογράφος
και κριτικός κινηματογράφου, γεννηθήκατε στη Βαβυλώνα, μια από τις παλαιότερες
σωζόμενες πόλεις στον κόσμο, και από τα 18 σας χρόνια ζείτε και στη Γαλλία, ενώ
σπουδάσατε κινηματογράφο στη Σορβόννη.
Γιατί τελικά σας κέρδισε
η δημιουργία ταινιών;
Η Βαβυλώνα, με τις
στρώσεις μύθων, τα ερείπια και τις θαμμένες ιστορίες της, διαμόρφωσε τη
φαντασία μου πολύ πριν καν σκεφτώ να γίνω σκηνοθέτης.
Το να μεγαλώνεις ανάμεσα
σε αυτά τα απομεινάρια αρχαίων πολιτισμών σε διδάσκει ότι ο χρόνος δεν είναι
γραμμικός και πως κάθε πέτρα περιέχει μια αφήγηση.
Όταν έφτασα στη Γαλλία
στα δεκαοκτώ μου και άρχισα να σπουδάζω κινηματογράφο στη Σορβόννη, κατάλαβα
ότι ο κινηματογράφος ήταν το μόνο μέσο ικανό να συγκρατήσει όλες αυτές τις
διαστάσεις:
Τη μνήμη, τη φαντασία,
την πολιτική, την ποίηση.
Είχα αρχικά προσεγγίσει
τον κινηματογράφο διανοητικά, μέσω της κριτικής και της θεωρίας, αλλά αυτό που
τελικά με κέρδισε ήταν η μοναδική του ικανότητα να μετατρέπει τη βιωμένη
εμπειρία σε κοινή εμπειρία.
Το να γράφω μόνο σε μια
σελίδα μου φαινόταν ανεπαρκές· χρειαζόμουν κίνηση, αναπνοή, φως και την
απρόβλεπτη παρουσία της πραγματικότητας.
Η κινηματογράφηση έγινε ο
πιο φυσικός τρόπος για μένα να συμφιλιώσω την ανάλυση με το συναίσθημα και να
δώσω μορφή στα φαντάσματα τα οποία με συνοδεύουν από τη Βαβυλώνα μέχρι κάθε
μέρος που κατοικώ.
«Η ταινία μου
γεννήθηκε από την ανάγκη να καταθέσω μαρτυρία για έναν πόλεμο που κατέστρεψε
τις ζωές και τα σπίτια μας και να δείξω πώς, παρ’ όλα αυτά, η ανθεκτικότητα και
η ανθρωπιά συνεχίζουν να ακμάζουν μέσα στα ερείπια», σημειώνετε για την
τελευταία σας ταινία, Ιστορίες
από τον πληγωμένο τόπο.
Πού μπορεί να αποδοθεί η
βαθιά σας πρόσδεση/τρυφερότητα προς τον Λίβανο και τον λιβανέζικο λαό;
Σχετίζεται, σε κάποιον βαθμό, με την σύζυγό σας, την διάσημη Λιβανέζα ζωγράφο
και παραγωγό ταινιών, Νουρ Μπαλούκ;
Ο Λίβανος έγινε μέρος της
ζωής μου πολύ πριν το συνειδητοποιήσω.
Είναι ένα από εκείνα τα
μέρη τα οποία σε καλωσορίζουν όχι με μεγαλοπρεπείς χειρονομίες, αλλά με ένα
είδος οικείας γενναιοδωρίας:
Mε τον τρόπο που οι άνθρωποι σου
μιλούν, σε προσκαλούν στο σπίτι τους, μοιράζονται τον κόσμο μαζί σου μέσα από
ένα φλιτζάνι καφέ ή το θραύσμα μιας ιστορίας.
Η πρόσδεσή μου στον
Λίβανο έχει τις ρίζες της σε αυτήν την καθημερινή τρυφερότητα, στην εξαιρετική
ικανότητα του λαού του να ανοικοδομείται ακόμα και όταν η γη τρέμει από κάτω
του.
Φυσικά, η Νουρ έχει
βαθύνει αυτόν τον δεσμό με τρόπους τους οποίους δε θα μπορούσα να προβλέψω.
Μέσα από την παρουσία της
και τη δική της σχέση με τη γη, μου άνοιξε έναν άλλο Λίβανο - έναν Λίβανο απτό,
συναισθηματικό, φωτεινό, ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές.
Το να την αγαπώ σήμαινε
να αγαπώ τη χώρα που την δημιούργησε, τις αναμνήσεις που την διαμόρφωσαν και
τους ανθρώπους των οποίων την ανθεκτικότητα κουβαλάει.
Αλλά θέλω να είμαι σαφής:
η σύνδεσή μου με τον Λίβανο δεν είναι δανεική. Μεγάλωσε μέσα μου μόλις άρχισα
να περπατάω στους δρόμους του και να ακούω τις πληγές του.
Στις Ιστορίες, εσείς
και η οικογένειά σας γίνεστε κυριολεκτικά και μεταφορικά ο φακός/το «όχημα»
μέσα από τα οποία αφηγείστε την Ιστορία/ιστορία ενός τραυματισμένου, αλλά όχι
ηττημένου λαού.
Πόσο απαιτητικό -και όμως
κρίσιμο- είναι να συνυφαίνουμε το μικρό με το μεγάλο, το προσωπικό με το
συλλογικό, να είμαστε αναλυτικοί χωρίς να υποτιμούμε τη βαρύτητα της κοινής
τραυματικής εμπειρίας;
Είναι απαιτητικό ακριβώς
επειδή τα διακυβεύματα είναι τόσο υψηλά.
Όταν η προσωπική σου ζωή
διασταυρώνεται με μια ιστορική τραγωδία, ο πειρασμός είναι είτε να αποσυρθείς
σε μια προσωπική θλίψη είτε να διαλυθείς ολοκληρωτικά στη συλλογική αφήγηση.
Ήθελα να αποφύγω και τα δύο.
Η πρόκληση ήταν να βρεθεί
μια μορφή όπου η μικρή και η μεγάλη κλίμακα φωτίζουν η μία την άλλη αντί να
ανταγωνίζονται.
Χρησιμοποιώντας την
οικογένειά μου -το σπίτι μας, τους φόβους μας, τις καθημερινές μας τελετουργίες
που διαταράσσονταν από τον πόλεμο- μου επέτρεψε να βασίσω την ταινία στη
βιωμένη πραγματικότητα.
Αλλά ταυτόχρονα,
χρειαζόμουν αρκετή απόσταση για να μιλήσω για τη δομική βία η οποία ασκήθηκε
στον Λίβανο και σε τόσες πολλές κοινωνίες στην περιοχή.
Η αναλυτική διάσταση ήταν
απαραίτητη, ωστόσο αρνήθηκα να αφήσω την ανάλυση να αποστειρώσει το συναίσθημα.
Γι' αυτό ο ηλικιωμένος
Λιβανέζος, του οποίου η βιβλιοθήκη μετατράπηκε σε στάχτη, κατέχει τόσο κεντρική
θέση: ενσαρκώνει, με μια μόνο χειρονομία θλίψης, την πολιτισμική εξόντωση που
συνοδεύει τη φυσική καταστροφή.
Όταν μια βόμβα
καταστρέφει ένα σπίτι, καταστρέφει επίσης ένα σύμπαν νοημάτων - βιβλία,
αντικείμενα, αναμνήσεις, αρχεία.
Η κινηματογράφηση αυτών
των απωλειών είναι ένας τρόπος να επιμείνουμε ότι ο ίδιος ο πολιτισμός είναι
ένα πεδίο μάχης και ότι η διαγραφή της Ιστορίας ενός λαού είναι εξίσου
καταστροφική με την απώλεια ζωών.
Γιατί η σιωνιστική
οντότητα προσπαθεί, λοιπόν, συστηματικά να σβήσει κάθε ίχνος αραβικού
πολιτισμού στον Λίβανο, την Παλαιστίνη και αλλού;
Και γιατί άλλες αποικιακές/φονταμενταλιστικές δυνάμεις από τη Δύση μέχρι την Ανατολή επιχειρούν να κάνουν το ίδιο σε διαφορετικά πλαίσια;
Επειδή η κυριαρχία δεν ικανοποιείται ποτέ μόνο με τη στρατιωτική υπεροχή· επιδιώκει επίσης και συμβολική υπεροχή.
Η διαγραφή του αραβικού πολιτισμού στον Λίβανο, την Παλαιστίνη και αλλού είναι μια στρατηγική τόσο παλιά όσο και η ίδια η αποικιοκρατία:
Αν αφαιρέσεις τα πολιτιστικά, ιστορικά και γλωσσικά θεμέλια ενός λαού, κάνεις την αποστέρησή του να φαίνεται φυσική, αναπόφευκτη, ακόμη και δικαιολογημένη.
Ο πολιτισμός είναι μια
μορφή κυριαρχίας. Το να καις βιβλία, να βομβαρδίζεις πανεπιστήμια, να
ισοπεδώνεις γειτονιές πλούσιες σε μνήμη - αυτά δεν είναι παράπλευρες απώλειες.
Είναι σκόπιμες τακτικές
που αποσκοπούν στην αποκοπή ενός λαού από το παρελθόν του.
Από την Αλγερία μέχρι την
Παλαιστίνη, από τους ιθαγενείς της Αμερικής μέχρι το σημερινό Σιντζιάνγκ,
δυνάμεις μεθυσμένες από την κυριαρχία ανέκαθεν στοχοποιούσαν τον πολιτισμό, τη
γλώσσα και τη μνήμη.
Είναι ευκολότερο να
οικειοποιηθείς τη γη όταν πρώτα σβήσεις τις ιστορίες που συνδέουν τους
ανθρώπους με αυτήν.
Κι όμως, αυτή η
στρατηγική αποτυγχάνει πάντα μακροπρόθεσμα, επειδή ο πολιτισμός δεν
εξαφανίζεται μαζί με τα τείχη τα οποία τον στέγαζαν. Μεταναστεύει, επιβιώνει,
μεταλλάσσεται, επιστρέφει.
Αφιερώνετε τις Ιστορίες
«στα παιδιά που έχουν μάθει να διαβάζουν στα μάτια των ενηλίκων ό,τι οι
λέξεις δεν τολμούν να πουν».
Δεν μπορώ να φανταστώ τι
μπορεί να περνάει από το μυαλό της μικρής σας κόρης μετά από τέτοιες
τραυματικές συνθήκες. Πώς τα βγάζει πέρα, αλήθεια;
Τα
παιδιά αντιλαμβάνονται τα πάντα, ακόμα και αυτά που προσπαθούμε να κρύψουμε.
Η αντιμετώπιση δεν είναι
μια μεμονωμένη πράξη. Είναι μια διαδικασία. Μιλάμε στην κόρη μας χωρίς να την
κατακλύζουμε. Δημιουργούμε τελετουργίες καθησυχασμού. Την περιβάλλουμε με
αγάπη, μουσική, τρυφερότητα.
Κουβαλάει μέσα της αυτήν
την εμπειρία, ναι, αλλά κουβαλάει και μια εξαιρετική ανθεκτικότητα.
Η ταινία είναι εν μέρει
μια προσπάθεια να τιμήσει τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά διαβάζουν τον κόσμο -
όχι μέσα από τις λέξεις, αλλά μέσα από το τρέμουλο στη φωνή των ενηλίκων.
Την αφιερώνετε επίσης «στους
ενήλικες που περπατούν ανάμεσα σε ερείπια, κρατώντας στα χέρια τους τα κλειδιά
για σπίτια τα οποία δεν υπάρχουν πια, και που, παρά τις ανοιχτές ουλές τους,
ψιθυρίζουν στην πληγωμένη γη: ό,τι έχει πέσει θα ξανασηκωθεί».
Πώς φαντάζεστε λοιπόν το
μέλλον του Λιβάνου, μιας χώρας σε «κύηση», όπως αναφέρεται στο ντοκιμαντέρ σας;
Ο Λίβανος είναι μια χώρα
που βρίσκεται διαρκώς σε ερείπια και διαρκώς σε ανοικοδόμηση.
Το να την αποκαλούμε χώρα
«σε κύηση» δεν είναι μεταφορά: κάτι πράγματι σχηματίζεται, επώδυνα, κάτω από το
βάρος της διαφθοράς, της βίας και της γεωπολιτικής ασφυξίας.
Τα ερείπια είναι
πραγματικά, αλλά το ίδιο ισχύει και για την απίστευτη ζωτικότητα των ανθρώπων οι
οποίοι αρνούνται να εξαφανιστούν.
Οραματίζομαι το μέλλον
του Λιβάνου όπως φαντάζεται κανείς ένα παιδί που μαθαίνει να περπατάει - με
αβεβαιότητα, με σκουντουφλήματα, αλλά και με ακαταμάχητη αποφασιστικότητα.
Το μέλλον δε θα προέλθει
από τις πολιτικές ελίτ· θα προέλθει από την πολιτική φαντασία εκείνων οι οποίοι
κρατούν τα κλειδιά των χαμένων σπιτιών, από τις γυναίκες που κρατούν ζωντανές
τις κοινότητες, από τους νέους που αρνούνται τον κυνισμό.
Πιστεύω ότι η ίδια η γη
θέλει να επουλωθεί και πως ο λαός -παρά τις ανοιχτές πληγές- είναι ικανός να
εφεύρει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο βασιζόμενο στην αξιοπρέπεια, τη δικαιοσύνη
και τη μνήμη.
Και πώς οραματίζεστε το
μέλλον της κινηματογραφίας, πειραματικής ή μη, μετά τη Γάζα και τον Λίβανο,
πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από άλλους πολέμους, άλλες γενοκτονίες;
Η κινηματογραφική
παραγωγή θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις ηθικές, πολιτικές και αισθητικές
προκλήσεις της εποχής μας με πολύ περισσότερο θάρρος.
Οι πόλεμοι στη Γάζα και
τον Λίβανο σηματοδοτούν ένα σημείο καμπής: εκθέτουν τα όρια των συμβατικών
μορφών ντοκιμαντέρ, την ανεπάρκεια της ουδετερότητας και την ευθύνη που φέρουμε
ως δημιουργοί εικόνας.
Δεν μπορούμε πλέον να
προσποιούμαστε ότι ο κινηματογράφος μπορεί να παραμείνει αποστασιοποιημένος από
την καταστροφή.
Νομίζω πως το μέλλον
βρίσκεται στις υβριδικές μορφές - εκεί όπου η μαρτυρία συναντά την ποίηση, η
ανάλυση την ευαλωτότητα, εκεί όπου η ίδια η κινηματογραφική γλώσσα γίνεται μια
πράξη αντίστασης.
Ο πόλεμος ανέκαθεν
διαμόρφωνε τον κινηματογράφο, αλλά σήμερα το καθήκον είναι διαφορετικό:
Πρέπει να εφεύρουμε
εικόνες οι οποίες αντιτίθενται στην προπαγάνδα,
διαφυλάσσουν τις διαγραμμένες ιστορίες και τιμούν τη θλίψη χωρίς να την
εκμεταλλεύονται.
Η κινηματογραφική
δημιουργία πρέπει να γίνει ένας χώρος όπου μιλούν οι φιμωμένοι, διασώζονται
αρχεία και η φαντασία γίνεται πολιτική δύναμη.
Με άλλα λόγια, μετά τη
Γάζα και τον Λίβανο, το σινεμά δεν μπορεί να επιστρέψει στην αθωότητα. Πρέπει
να γίνει πιο πορώδες, πιο ατρόμητο, πιο υπεύθυνο - και πιο ανθρώπινο.
Eυχαριστώ θερμά
τον σκηνοθέτη για τον χρόνο που μου διέθεσε, καθώς και για
την παραχώρηση της φωτογραφίας του.
Η ταινία του Αμπάς Φαντέλ Ιστορίες
από τον πληγωμένο τόπο προβάλλεται, σε πανελλήνια πρεμιέρα,
στο πλαίσιο του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 14ου
Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας την Κυριακή 14
Δεκεμβρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (αίθουσα Α, 21:00).
Στην προβολή θα παρευρεθούν
ο σκηνοθέτης Αμπάς Φαντέλ και η παραγωγός του φιλμ και σύζυγός
του, Νουρ Μπαλούκ.




Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου