Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2025

Χρήστος Θεοδωρίδης: «Σ’ έναν εκφασισμένο κόσμο το θέατρο είναι ο τελευταίος τόπος ελευθερίας»

 

Χρήστος Θεοδωρίδης (Φωτογραφία: Ξένια Θεμελή)

Βασισμένη στο βαθιά πολιτικό και συνάμα επώδυνα προσωπικό ομώνυμο κείμενο του Εντουάρ Λουί, η παράσταση Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου της Ορχήστρας των Μικρών Πραγμάτων επέστρεψε επί σκηνής από τις 29 Νοεμβρίου.

Συζητώντας με τον σκηνοθέτη της, Χρήστο Θεοδωρίδη.

Βασισμένη στο βαθιά πολιτικό και συνάμα επώδυνα προσωπικό ομώνυμο κείμενο του Εντουάρ Λουί, η παράσταση Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου της Ορχήστρας των Μικρών Πραγμάτων από τις 29 Νοεμβρίου επέστρεψε στο ΠΛΥΦΑ.

Τι σας ώθησε να καταπιαστείτε με αυτό το «υλικό» στο συλλογικό εγχείρημά σας και ποια ανάγκη υπαγόρευσε την επιστροφή;

Οι επιλογές έργων που κάνω πάντα βασίζονται σε μια ανάγκη της «στιγμής», με την έννοια του τώρα.

Δεν καταπιάνομαι με έργα που δε με συγκινούν, και για να με συγκινήσει ένα έργο θα πρέπει να απηχεί τον προβληματισμό και τις ανησυχίες που έχω τη δεδομένη περίοδο και κάπως να διαμορφώνει με έναν εύσχημο τρόπο αυτό το οποίο νιώθω.

Και ακριβώς επειδή αναγκαστικά ζω στην κοινωνία και τον κόσμο που έχουμε τώρα φτιάξει, δεν μπορώ παρά να έχω τις ανησυχίες που προκύπτουν από τον κόσμο αυτόν.

Συνεπώς, οι επιλογές μου βασίζονται πάντα στο τι πιστεύω ότι αφορά αυτόν τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Έτσι έγινε και με το έργο του Λουί.

Πάντα με ενθουσίαζε η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ προσωπικού και συλλογικού, μικρής ανθρώπινης ιστορίας και πολιτικοκοινωνικής Ιστορίας.

Και το Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου έχει ακριβώς αυτό στον πυρήνα του. Το νήμα που συνδέει μια πολιτική απόφαση με την αλλαγή της ζωής ενός συγκεκριμένου ανθρώπου. Συχνά το ξεχνάμε αυτό.

Η επιστροφή της παράστασης αποφασίστηκε κυρίως από το γεγονός ότι δεν είχαμε τελειώσει ακόμη με το υλικό και καλλιτεχνικά, αλλά βασικά σε επίπεδο ουσίας.

Όταν σήμερα οι πολιτικοί -τόσο στη χώρα μας όσο και αλλού- λυμαίνονται με τόσο ξεδιάντροπο τρόπο τις ζωές μας, δε γίνεται να μην μιλήσεις για αυτό.

Τι ξαναδουλεύτηκε -αν αυτό συνέβη- στη δεύτερη εκδοχή; Kαι πόσο, τελικά, είναι καθετί με το οποίο καταπιανόμαστε δημιουργικά ένα έργο σε εξέλιξη;

Για μένα η θεατρική διαδικασία ποτέ δεν τελειώνει, και δε θα μπορούσα να το εννοώ με μεγαλύτερη έμφαση αυτό. Κάθε πρόβα είναι μια παράσταση και κάθε παράσταση είναι μια πρόβα. Δεν είμαι από τους σκηνοθέτες που «παραδίδουν» το έργο.

Όσο μου επιτρέπουν οι υποχρεώσεις μου, βρίσκομαι συνέχεια στο θέατρο, βλέπω, παρατηρώ, ξανασκέφτομαι και αλλάζω πράγματα.

Δίνω συνεχώς παρατηρήσεις στους ηθοποιούς, στους χειριστές ήχου και φώτων, σε όλους όσους εμπλέκονται στο αποτέλεσμα. Αυτό μπορεί να είναι για κάποιους πονοκέφαλος, αλλά για μένα είναι επιβεβλημένο.

Το θέατρο είναι μια ολοζώντανη διαδικασία. Όσο «μεγαλώνουμε» εμείς που το φτιάχνουμε, τόσο μεγαλώνει κι αυτό. Όσο πλουτίζουμε σε σκέψη, τόσο πλουτίζει κι αυτό.

Έχουμε το μοναδικό προνόμιο να μη λέμε «κρίμα που δεν το έκανα έτσι τότε», όπως σε μια ταινία ή ένα τραγούδι, και δε θα το εκμεταλλευτούμε; Αυτό είναι και το αντίβαρο στο γοητευτικά προσωρινό του θέατρου.

Τώρα, όσον αφορά στο Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου, ελάχιστα πράγματα αλλάξανε από την πρώτη φορά που παραστάθηκε. Κάπως είχα την ανάγκη να μην πειράξω τίποτα σε αυτό.

Σίγουρα άλλαξε η σκέψη μας, η οποία εμπλουτίστηκε από τη ζωή των δύο χρόνων που απείχε η παράσταση. Κι αυτό είναι το πιο πολύτιμο.

Η επιμελημένη από εσένα μουσική -τόσο η ορχηστρική, όσο και συγκεκριμένα τραγούδια- η οποία επενδύει την παράσταση εντάσσεται οργανικά στην αφήγηση, εμπλουτίζοντας τη δραματουργία κι όχι διασκεδάζοντάς την.

Με ποιο κριτήριο έγινε η επιλογή και η ένθεσή της στα συγκεκριμένα σημεία της αφήγησης;

Η μουσική για μένα είναι η ανώτατη των τεχνών. Δε χρειάζεται πλαίσιο, δε χρειάζεται συνθήκη και χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά. Και αποτελεί βασικό εργαλείο της δουλειάς μου. Ζω με μουσική, σκέφτομαι με μουσική, σκηνοθετώ με μουσική.

Οι επιλογές γίνονται πάντα κατά τη διάρκεια των δοκιμών πάνω στην πράξη. Για μένα, το να βρω το μουσικό σύμπαν της παράστασης ισοδυναμεί με το να βρω την παράσταση, να καταλάβω το τι κάνω.

Όταν το βρίσκω -και αυτό βασίζεται σε ένα φίλτρο που ποτέ δεν το διπλοσκέφτομαι-, όταν πω για κάτι ότι αυτό είναι σωστό, τότε ξεκινάω να καταλαβαίνω τι είναι η παράσταση που φτιάχνω.

Η μουσική για μένα αφηγείται, δε διακοσμεί. Γεμίζει τα κενά τα οποία αφήνει ο λόγος με έναν τρόπο που το νόημα γίνεται δυνάμει απέραντο.

Αυτή ήταν και η λογική την οποία ακολούθησα στον Λουί. Με δύο συγκεκριμένες επιταγές.

Ήθελα εξαρχής ένα μοτίβο που θα επαναλαμβάνεται, κάτι που να μεγεθύνει  τη διαδικασία της ανάμνησης στην οποία μπαίνουν οι ηθοποιοί και ταυτόχρονα ήθελα γαλλικά κυρίως τραγούδια που να σημαίνουν όμως κάτι για μένα.

Επικοινώνησα κατευθείαν με το υλικό του έργου και για έναν επιπλέον λόγο:

Oι αναμνήσεις του Εντουάρ, λόγω της σεξουαλικής του ταυτότητας, ταυτίζονταν συχνά με τις δικές μου από την παιδική και εφηβική μου ηλικία και για αυτό ήθελα να βάλω μέσα νησίδες από το δικό μου παρελθόν. Και αυτές οι νησίδες ήταν τα τραγούδια.

Η πολιτική ήταν για τον πατέρα του Εντουάρ Λουί «ζήτημα ζωής και θανάτου», όπως ακούγεται στην παράσταση. Ποια είναι η δικιά σου σχέση με την πολιτική στο επίπεδο της θεατρικής γραφής και πρακτικής;

Για μένα το θέατρο είναι κατεξοχήν πολιτικό. Ίσως είναι η τελευταία αμόλυντη, ουσιαστικά πολιτική πράξη σε έναν κόσμο που απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από τον κόσμο των ιδεών.

Για δύο-τρεις ώρες κοινό και ηθοποιοί μοιράζονται σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα. Δημιουργούν μια οντότητα συμπαγή, που ακόμη κι αν διαλύεται με το τέλος της παράστασης, δε γίνεται παρά να αφήνει τα σημάδια της.

Αυτό το θέατρο με ενδιαφέρει και έτσι αποφάσισα να πηγαίνω, σημάδι το σημάδι. Σιγά σιγά. Και ναι, η πολιτική είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Τουλάχιστον για τους μη έχοντες.

Όπως λέει και το έργο, αυτοί που ασκούν την εξουσία, ελάχιστα επηρεάζονται από αυτήν, όποια ιδεολογία κι αν ακολουθούν, γιατί ανήκουν στους έχοντες. Ο τρόπος όμως που επηρεάζει τις ζωές των πολλών, των μη εχόντων, είναι καθοριστικός για αυτές.

Κι έτσι για άλλη μια φορά επιστρέφουμε στην ρίζα όλων, την ταξική διαφορά. Κι ακριβώς επειδή είμαι  δέκτης αυτής της διαφοράς στην ζωή μου δε γίνεται να μη με ενδιαφέρει στο θέατρο.

Πάντα ψάχνω την πολιτική διάσταση των έργων με τα οποία ασχολούμαι, ή καλύτερα θα πω το αντίθετο, τα έργα με τα οποία βρίσκω να με γοητεύουν έχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μια πολιτική διάσταση.


Φωτογραφία: Αναστασία Γιαννάκη


Εκτός από τον λόγο, η παράσταση (υποθέτω και το κείμενο όπου βασίζεται, αντίστοιχα) κουβαλάει και λίγη -άβολη- σιωπή, ιδίως στα πρώτα λεπτά, που σε κάποιους θεατές προκαλεί δυσφορία έως και νευρικό γέλιο.

Πώς διαχειρίζεσαι τη σιωπή σε δημιουργικό επίπεδο και γιατί, κατά τη γνώμη σου, τόσο συχνά μάς ξεβολεύει, τόσο στις διαπροσωπικές σχέσεις μας όσο και ως θεατές;

Η αρχική σιωπή στην παράσταση προέκυψε από δύο λόγους.

Ο πρώτος είναι να μπουν οι ηθοποιοί ειλικρινά στη διαδικασία ανάμνησης που απαιτεί το έργο.

O δεύτερος, να θέσει μία κατάσταση στο κοινό, όπου θα αναγκαστούν να διαχειριστούν όπως λέτε τη σιωπή, τη στιγμή που στην έξω ζωή μας βομβαρδιζόμαστε συνέχεια με θόρυβο, τις περισσότερες φορές ανούσιο, θόρυβο ήχων, εικόνων, άχρηστων σκέψεων.

Είναι σαν να λέει η παράσταση, «Ωραία τώρα, ήρθατε εδώ, δώστε χρόνο να ξανασκεφτείτε πώς ζούμε». Η σιωπή είναι βασικό εργαλείο της δουλειάς μου, παρότι αγαπώ πολύ τον λόγο, συχνά δεν τον χρειάζομαι.

Νιώθω ότι καταλαβαίνω περισσότερα στη σιωπή. Κι αυτό γιατί στη σιωπή είμαστε γυμνοί. Είναι πολύ πιο πιθανό ο βαθύς πυρήνας του εαυτού μας να αναδύεται με τη σιωπή παρά με τον λόγο.

Γι’ αυτό μας ξεβολεύει στη ζωή μας. Γι’ αυτό δεν την προτιμούμε. Νιώθουμε πως ζούμε, ότι προχωράμε, πως κάνουμε κάτι, ότι επικοινωνούμε όταν μιλάμε. Δε θα μπορούσε να είμαστε πιο μακριά από την αλήθεια.

Ποτέ ο λόγος δε θα μεταφέρει ακριβώς αυτό που νιώθουμε ή σκεφτόμαστε, στον άλλον. Είναι το μόνο μας εργαλείο, αλλά εξαιρετικά αποτυχημένο.

Η σιωπή, από την άλλη, μπορεί να μεταφέρει πιο ολοκληρωμένα τις ιδέες και τα συναισθήματά μας. Πιο πυρηνικά, στο σωστό τους μέγεθος.

Ποτέ άλλοτε στην Ιστορία δεν είχαμε τόσους τρόπους να επικοινωνούμε και ταυτόχρονα να αισθανόμαστε πιο μόνοι από ποτέ.

Ένας τελευταίος άξονας τον οποίο θα ήθελα να θίξω είναι εκείνος των αναμνήσεων. Σε ποιον βαθμό είμαστε, τελικά, οι δημιουργοί των αναμνήσεών μας ή πόσο διαμορφωνόμαστε από αυτές; Μας απελευθερώνει το να θυμόμαστε;

Δύσκολη διαδικασία η ανάμνηση. Κι αυτό γιατί η ανάμνηση καταλήγει μια αυθύπαρκτη οντότητα, συχνά πολύ μακριά από το γεγονός που τη γέννησε. Δε θυμόμαστε ποτέ αυτό που έγινε, αλλά αυτό που ερμηνεύσαμε ότι έγινε.

Και ο χρόνος με τη διαβρωτική, αλλά και λυτρωτική του λειτουργία ενδυναμώνει την ερμηνεία μας  απομακρύνοντάς μας κι άλλο από το αρχικό συμβάν και προσδίδοντας σε αυτό ιδιότητες που ποτέ δεν είχε.

Και μεγαλώνουμε με αυτές στο μυαλό μας, κι έτσι μοιραία μας διαμορφώνουν. Γιατί οι μετέπειτα επιλογές μας βασίζονται σε πράγματα που οριακά ποτέ δεν έγιναν. Και τις δημιουργούμε και μας δημιουργούν ταυτόχρονα, δηλαδή.

Δεν ξέρω αν μας απελευθερώνει το να θυμόμαστε. Κάποιος θα έλεγε πως ίσως ναι, ίσως όχι - εξαρτάται πάντα από το τι είναι αυτό που θυμάσαι.

Ωστόσο, είναι αναπόφευκτη διαδικασία. Δε γίνεται να μη θυμάσαι. Απλώς συμβαίνει. Ακόμη και στους ανοιακούς ανθρώπους.

Αν παρατηρήσετε, δεν είναι ότι δε θυμούνται, στην ουσία απαλλάσσονται από ένα τεράστιο πρόσφατο παρελθόν και κρατάνε σφιχτά κάποιες από τις πολύ βασικές τους αναμνήσεις.

Ίσως αυτές που τους ορίσανε πιο ισχυρά, ίσως αυτές που είναι οι ομορφότερες, δεν ξέρω.

Τώρα που το σκέφτομαι, αν πούμε ότι οι αναμνήσεις μας ορίζουν, ότι ορίζουν αυτό που είμαστε, πιθανόν όταν για τον οποιονδήποτε λόγο ξεχνάς, το κάνεις γιατί επιλέγεις τον εαυτό που θέλεις να θυμάσαι.

Απ’ όσο γνωρίζω (και παρακαλώ διόρθωσέ με, αν κάνω λάθος) εν πολλοίς δε βιοπορίζεσαι από το θέατρο. Aπό επιλογή, λόγω αντικειμενικών δυσκολιών, εξαιτίας άλλων παραγόντων;

Τα τελευταία χρόνια είμαι στην ευτυχή θέση να βιοπορίζομαι επιτέλους και από το επάγγελμα μου. Είτε από τη σκηνοθετική μου δουλειά, είτε από τη διδασκαλία -γιατί και αυτήν την θεωρώ αναπόσπαστο κομμάτι αυτού που κάνω.

Όταν διδάσκω νέους ηθοποιούς ή σκηνοθέτες, προχωράω τη σκέψη μου και συνεπώς τη δουλειά μου.

Μέχρι όμως τα σαράντα μου θα πω, η δουλειά μου στο θέατρο δεν ήταν αρκετή για να μου εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή ζωή κι έτσι βιοποριζόμουν κυρίως ως dj.

Ξεκίνησα από τα 19 μου να παίζω μουσική σε μαγαζιά γιατί πέρα από τον προφανή λόγο του βιοπορισμού, η μουσική ήταν πάντα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου.

Ακόμη και τώρα μου αρέσει να το κάνω κυρίως γιατί ταυτόχρονα σκέφτομαι, τις πιο σημαντικές ιδέες μου τις έχω όταν παίζω μουσική.

Ο βασικότερος λόγος, ωστόσο, να βγάζω τα προς το ζην από μια φαινομενικά άσχετη με το θέατρο δουλειά ήταν κυρίως γιατί ήθελα να είμαι σε θέση να κάνω τα πράγματα όπως ακριβώς θέλω να τα κάνω και με αυτούς που ήθελα να τα κάνω.

Μέχρι τώρα, και είμαι πραγματικά περήφανος για αυτό, ποτέ δεν έκανα κάτι που δεν ήθελα ή με τον τρόπο και τους ανθρώπους που δε με ικανοποιούσαν.

Αποφάσισα, δηλαδή, συνειδητά να υπάρξω στον χώρο μόνο με τους δικούς μου όρους και όχι με τους όρους των άλλων.


Φωτογραφία: Αναστασία Γιαννάκη


Θέτεις, λοιπόν, όρους, όρια και προϋποθέσεις όσον αφορά στην έκφραση της δημιουργικής ελευθερίας σου είτε σε ατομικό επίπεδο, είτε στο πλαίσιο του συλλογικού εγχειρήματος της Ορχήστρας των Μικρών Πραγμάτων;

Ναι. Αδιαπραγμάτευτα ναι. Έχω πει πολλά «όχι» που θα μου εξασφάλιζαν μισθό, αλλά ταυτόχρονα δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις τις οποίες έθετα.

Και δεν είναι κάτι εξωπραγματικό αυτές οι προϋποθέσεις. Απλώς να με συγκινεί βαθιά το υλικό και οι άνθρωποι. Παλιότερα πίστευα ότι το θέατρο μπορεί να αλλάξει μαζικά τους ανθρώπους, τώρα πια δυστυχώς δεν το πιστεύω.

Ωστόσο, πιστεύω πως αλλάζει τουλάχιστον εμένα και τους ανθρώπους που εμπλεκόμαστε στη δημιουργία. Κι αυτό μου είναι αρκετό. Αν λοιπόν αυτό δεν είναι εξασφαλισμένο, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να το κάνω.

Δεν μπορώ να στηρίξω κάτι που δεν πιστεύω βαθιά. Κι όχι γιατί πιστεύω σε καμιά ιερότητα του θεάτρου, όχι. Αλλά πιστεύω βαθιά στην ειλικρίνειά του.

Σ’ αυτό το παράδοξο, ότι ένας κόσμος κατασκευασμένος είναι πιο ειλικρινής από την πραγματική ζωή. Πως λοιπόν θα διατηρήσω αθώα και αμόλυντη αυτήν την ειλικρίνεια, αν δεν είμαι πρώτα εγώ ο ίδιος ειλικρινής με μένα;

Κατά τη γνώμη σου, πόσο ορατός είναι ο κίνδυνος δημιουργικής κόπωσης/φθοράς ενός σκηνοθετη, συγγραφέα ή ηθοποιού ακριβώς λόγω της ανάγκης ή/και επιθυμίας βιοπορισμού μέσω (και) του θεάτρου και πώς, τελικά, αποφεύγεται;

Είναι ορατός και σημαντικός  σε όλα τα επαγγέλματα που αναφέρατε αν και όχι στον ίδιο βαθμό.  Αυτήν την στιγμή στην Ελλάδα έχουμε πολύ λιγότερους σκηνοθέτες και συγγραφείς από ηθοποιούς.

Οι ηθοποιοί συχνά θα βρεθούν στη θέση να κάνουν πράγματα που δεν πιστεύουν κυρίως λόγω της υπερπροσφοράς που υπάρχει στον χώρο. Και δεν είναι καθόλου κατακριτέο αυτό.

Πώς θα πληρώσεις το νοίκι σου σε ένα κόσμο που γίνεται όλο και πιο διαχωρισμένος ταξικά και πιο σκληρός με σένα; Σε έναν  κόσμο που σε εκδικείται επειδή δεν έχεις λεφτά;

Το μόνο επιβεβλημένο είναι να ξέρεις τι κάνεις και πώς να διατηρείς αλώβητη αυτήν την ουσία μέσα σου, αυτό όνειρο που σε έσπρωξε να ασχοληθείς με την τέχνη.

Το ίδιο συμβαίνει και με τους σκηνοθέτες ή τους συγγραφείς ή όλα τα υπόλοιπα δημιουργικά επαγγέλματα που σχετίζονται με το θέατρο.

Ωστόσο, από τη δική μου τη μεριά τουλάχιστον, θεωρώ κατά τι πιο εύκολο να διατηρήσουν αυτήν την αρχική τους ανάγκη.

Ας πούμε και το άλλο, αν λέμε όλοι ναι σε όλα, πώς θα αλλάξει αυτός ο χώρος; Τι ευθύνη έχουμε απέναντι σ’ αυτό;

Σε μία χώρα με μία κυβέρνηση που όταν δεν αδιαφορεί για τον πολιτισμό, τον εχθρεύεται επειδή καταλαβαίνει ότι γενικότερα η τέχνη έστω και σήμερα, έστω και με αυτόν τον τρόπο, διαμορφώνει συνειδήσεις. Και δεν μπορεί να το επιτρέψει αυτό...

Σ’ έναν εκφασισμένο κόσμο το θέατρο, για μένα, είναι ο τελευταίος τόπος ελευθερίας και σ’ έναν παράλογο κόσμο, ο τελευταίος τόπος λογικής.

Ευχαριστώ θερμά την Λία Κεσοπούλου για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Η παράσταση Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου, μια παραγωγή της Ορχήστρας των Μικρών Πραγμάτων σε σκηνοθεσία του Χρήστου Θεοδωρίδη, παρουσιάζεται στο ΠΛΥΦΑ (Κτίριο 7Α, Κορυτσάς 39, Βοτανικός) μέχρι την Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2026.

Επί σκηνής: Γιώργος Κισσανδράκης, Διονύσης (Ντένης) Μακρής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου