Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2025

Γκαμπριέλ Μασκάρου: «Μου αρέσει να δουλεύω στις ρωγμές των συμβάσεων»

 


Δηκτικό σχόλιο για τον επελαύνοντα φασισμό, η βραβευμένη με Αργυρή Άρκτο στην Μπερλινάλε ταινία του Βραζιλιάνου Γκαμπριέλ Μασκάρου, Γαλάζιο Μονοπάτι, αφηγείται την απόπειρα της 77χρονης Τερέζα να αντισταθεί στα κρατικά σχέδια εκτοπισμού της σε «αποικία» ηλικιωμένων.

Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη με αφορμή την κυκλοφορία του φιλμ στους κινηματογράφους από τις 25 Δεκεμβρίου.

Το Γαλάζιο Μονοπάτι είναι ένα σχόλιο για τον επελαύνοντα φασισμό, είτε αυτός μεταμφιέζεται σε «φροντίδα» για τους ηλικιωμένους, είτε δε χρησιμοποιεί κανένα πρόσχημα και απλώς θέλει να εξαλείψει οποιοδήποτε «μη παραγωγικό» στοιχείο.

Πώς ερμηνεύεις την αυξανόμενη απήχηση την οποία ασκεί ο φασισμός σήμερα - από την Ευρώπη μέχρι τη Λατινική Αμερική και από τις Η.Π.Α. μέχρι το Ισραήλ;

Στην ταινία, φαντάζομαι μια κοινωνία που έχει εμμονή με την παραγωγικότητα, όπου οι ηλικιωμένοι πολίτες «καλούνται» να αυτοεξοριστούν μόλις φτάσουν σε μια ορισμένη ηλικία.

Αυτή η γλώσσα της οργάνωσης και της φροντίδας μπορεί εύκολα να γίνει κάλυψη για τον αποκλεισμό, σχεδόν ένα είδος κοινωνικής ευθανασίας.

Ενδιαφέρομαι για το πώς η ιδέα της «προόδου» μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αναδιοργάνωση σωμάτων και ζωών στο όνομα ενός κρατικού σχεδίου.

Αν και η ιστορία είναι συγκεκριμένη, απηχεί ευρύτερες πραγματικότητες:

Ο αναγκαστικός εκτοπισμός, η εκδίωξη ανθρώπων από τις εστίες τους, η απομάκρυνση ολόκληρων ομάδων από τη θέση τους στον κόσμο συχνά παρουσιάζονται από τις επίσημες αφηγήσεις ως συνθήκες αναπόφευκτες, λογικές, ακόμη και ωφέλιμες.

Τι έχει αλλάξει στη Βραζιλία μετά την πτώση του καθεστώτος Μπολσονάρο;

Με λίγα λόγια, η Βραζιλία έχει δείξει στον κόσμο πως η δημοκρατία της είναι πιο ανθεκτική από ό,τι πολλοί φοβόντουσαν. Ακόμα και μετά από μια περίοδο έντονης θεσμικής πίεσης, η χώρα δεν κατέρρευσε.

Ο ίδιος ο Μπολσονάρο έχει έκτοτε καταδικαστεί και βρίσκεται επί του παρόντος στη φυλακή, γεγονός που σηματοδοτεί επίσης πως οι θεσμοί μπορούν να εξακολουθούν να λειτουργούν, ακόμη και υπό πίεση.

Ωστόσο, η ταινία δεν προσπαθεί να δώσει μια συγκεκριμένη πολιτική διάγνωση. Κλίνει περισσότερο στο πλαίσιο ενός πολιτικού μύθου παρά σε μια κοινωνιολογική απάντηση σχετικά με μια συγκεκριμένη κυβέρνηση.

Και γιατί έχουμε τόση εμμονή με την «παραγωγικότητα»;

Στον κόσμο του φιλμ, η παραγωγικότητα μετατρέπεται σε ηθικό έμβλημα του ανήκειν.

Μόλις μια κοινωνία αρχίσει να διαιρεί τους ανθρώπους σε «παραγωγικούς» και «μη παραγωγικούς», γίνεται πολύ εύκολο να σχεδιάσει πολιτικές απόρριψης που μοιάζουν γραφειοκρατικές, αλλά είναι βαθιά βίαιες.

Η εξορία των ηλικιωμένων γίνεται μια σαφής μεταφορά για αυτή την εμμονή, επειδή η γήρανση αντιμετωπίζεται ως συστημική αποτυχία, όχι ως στάδιο της ζωής.




Επιστρέφοντας στην ταινία σου, γιατί αποφάσισες να εστιάσεις στον χαρακτήρα μιας ηλικιωμένης κυρίας, την οποία υποδύεται αριστοτεχνικά η Ντενίζ Γουάινμπεργκ;

Ήθελα να κάνω ένα φιλμ για το δικαίωμα στο όνειρο, με επίκεντρο κάποια που αρνείται να αποδεχτεί τη μοίρα η οποία της έχει επιβληθεί, στην προκειμένη περίπτωση από το κράτος.

Σπάνια βλέπουμε μεγαλύτερους σε ηλικία πρωταγωνιστές στον κινηματογράφο, ειδικά σε δυστοπίες, φαντασιώσεις ή οτιδήποτε πλησιάζει μια ιστορία ενηλικίωσης. Υπάρχει ένας άρρητος κανόνας πως η εξέγερση ανήκει στους νέους.

Ήθελα να αντιταχθώ σε αυτό και να πω ότι ποτέ δεν είναι αργά για να βρεις νέο νόημα και να επιστρέψεις στο κέντρο της δικής σου ιστορίας.

Και πώς τα πήγατε στο πλατό;

Η Ντενίζ Γουάινμπεργκ είναι μια εξαιρετική ηθοποιός, με σημαντικό υπόβαθρο στο θέατρο και αυξανόμενη παρουσία στον κινηματογράφο. Με εξέπληξε με το πόσο βαθιά μελέτησε το κείμενο και πόσο ολοκληρωτικά έκανε δικό της τον χαρακτήρα.

Δεν υπήρχε ούτε μια μέρα που να μην ήταν στο πλατό, είναι σε κάθε σκηνή.

Ακόμα και μέσα από μια μικρή οθόνη και όλα τα μηχανήματα της κινηματογράφησης, μπορούσε να συγκινεί το συνεργείο ξανά και ξανά, ακόμα και όταν επαναλάμβανε την ίδια σκηνή πολλές φορές.

Τα ελικοειδή ποτάμια και οι παραπόταμοι του Αμαζονίου αποτελούν έναν ακόμη κεντρικό χαρακτήρα. Τι σημαίνει για εσένα αυτό το τοπίο και η ανθρωπογεωγραφία αφηγηματικά, πολιτισμικά και υπαρξιακά;

Ήθελα ο Αμαζόνιος να μοιάζει με χαρακτήρα, ένα μέρος που θα μπορούσε να περιέχει μια μοναδική κατάσταση του κόσμου, όχι ακριβώς παρελθόν, παρόν ή μέλλον, και ταυτόχρονα να εμβαθύνει το ταξίδι της πρωταγωνίστριας.

Στην ταινία, ο Αμαζόνιος είναι ταυτόχρονα μαγικός και βιομηχανικός, σχεδόν σουρεαλιστικός και βαθιά πολιτικός.

Αντί να ενισχύσω μια εξιδανικευμένη εικόνα, ήθελα να την εξετάσω ως μια περιοχή αντιφάσεων, όπου το μεγάλης κλίμακας κεφάλαιο και η ποπ κουλτούρα επίσης καταλαμβάνουν και αναδιαμορφώνουν την εικόνα της περιοχής.

Ένας ακόμη -κάπως μαγικός- χαρακτήρας είναι αυτός του παράξενου μπλε σαλιγκαριού, στον οποίο η ταινία σου οφείλει εν μέρει τον (πρωτότυπο) τίτλο της. Πιστεύεις ότι «υπάρχει λίγη μαγεία σε όλα», όπως τραγούδησε κάποτε ο Λου Ριντ;

Και είναι η κινηματογραφική εμπειρία, ανεξάρτητα από το επίπεδο εμπλοκής κάποιου στην ίδια τη διαδικασία της κινηματογράφησης, ένας τρόπος απελευθέρωσης και μοιράσματος λίγης από αυτήν τη μαγεία;

Το φιλμ δίνει μια ξεχωριστή θέση σε ένα μαγεμένο σαλιγκάρι που αφήνει μια μπλε βλέννα με μαγικές δυνάμεις: ανοίγοντας μονοπάτια, βλέποντας το μέλλον.

Κουβαλάει μια ποιητική αντίφαση που μιλάει και για τα γηρατειά: αργό στην κίνηση, άπειρο σε δυνατότητες. Αφήνει ένα γαλάζιο ίχνος σαν να φυτεύει έναν σπόρο για ένα διαφορετικό μέλλον.




Ποια είναι τελικά η άπιστη καπετάνισσα/«καλόγρια»; Πώς σχετίζεσαι προσωπικά με τη θρησκεία;

Στην πραγματικότητα εμπνεύστηκα από το Salesman (1969), το σινεμά ντιρέκτ ντοκιμαντέρ των Albert και David Maysles.

Ήθελα έναν πραγματιστή χαρακτήρα που να αντιμετωπίζει την πίστη μέσα από ένα μισθοφορικό πρίσμα, κάποια που μπορεί να μοιάζει με σωτήρα, αλλά δεν είναι η σωστή φιγούρα, έχει ελαττώματα.

Το αν η σεκάνς που προηγείται της τελικής σκηνής αποτελεί μια κατάδυση στη φαντασία/το φαντασιακό (της Τερέζα) ή όχι παραμένει παιχνιδιάρικα ασαφές. Το ταξίδι της, παρόλα αυτά, φαίνεται να συνεχίζεται.

Σε ποιον βαθμό επενδύεις στην αμφισημία ως αφηγηματικό/στιλιστικό εργαλείο;

Έχω μια πραγματική αγάπη για τον κινηματογράφο που κάνει εικασίες για την πραγματικότητα μέσα από φανταστικές ιδέες οι οποίες θα μπορούσαν ακόμα να είναι αληθινές.

Δε χρειάζεσαι κάποιο συγκεκριμένο gadget για να αλλάξεις τον χώρο και τον χρόνο.

Οι πολιτισμικές και συμπεριφορικές αλλαγές μπορούν να σηματοδοτήσουν μια δυστοπία πιο ριζικά από οποιαδήποτε τεχνολογία.

Έτσι, μου αρέσει να δουλεύω στις ρωγμές των συμβάσεων, αφήνοντας το λυρικό και το παιχνιδιάρικο να αλληλεπιδρούν και διατηρώντας τον κόσμο του φιλμ μοναδικό χωρίς να επιβάλω στα πάντα μία σταθερή ερμηνεία.

Είναι η ελευθερία, δημιουργική, υπαρξιακή, κοινωνικοπολιτική, πραγματικά εφικτή στις μέρες μας; Και αν ναι, τι χρειάζεται για να είναι ένας άνθρωπος ελεύθερος και ποιο είναι το τίμημα;

Η ταινία προορίζεται ως μια ωδή στην ελευθερία και στην άρνηση ενός επιβεβλημένου πεπρωμένου. Η Τερέζα είναι 77 ετών, η ώρα της να φύγει έχει φτάσει και αρνείται αυτόν τον κανόνα.

Το ταξίδι της είναι μια αναζήτηση για την ελευθερία και για ένα μακροχρόνιο όνειρο, αλλά και μια προθυμία να δοκιμάσει νέες ταυτότητες και νέους τρόπους ύπαρξης, με έναν πρωτότυπο, μη δογματικό τρόπο.

Ευχαριστώ θερμά την παραγωγό του φιλμ Ρέιτσελ Ντέιζι Έλις για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης και τον σκηνοθέτη για τον χρόνο του και την παραχώρηση της φωτογραφίας του.

Η ταινία του Γκαμπριέλ Μασκάρου Γαλάζιο Μονοπάτι προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 25 Δεκεμβρίου σε διανομή της Weird Wave.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου