Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

Hania Rani: «Στη ζωή και στην τέχνη αναζητώ κάποιο βάθος»

 

Hania Rani (Φωτογραφία: Aleksandra Zaborowska)

Διαρκώς εξελισσόμενη και πολυπράγμων, η αγαπημένη πιανίστα, συνθέτρια -και ενίοτε τραγουδίστρια- Πολωνή Hania Rani μοιράζεται στο δεύτερο προσωπικό της άλμπουμ, Music for Film and Theatre, συνθέσεις της για το σινεμά και το θέατρο.

Μαζί με αυτές μοιράζεται σκέψεις για τη ζωή, τη μουσική, τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη φήμη, και την αγάπη της για την Ελλάδα και τους Έλληνες.

Το σωστά και περιεκτικά τιτλοφορημένο δεύτερο ατομικό σου άλμπουμ, Music for Film and Theatre, υποδηλώνει μια ορισμένη στοργή για τις ταινίες και το θέατρο. Τι είδους φιλμ και θεατρικά σε ιντριγκάρουν πιο πολύ και γιατί;

Δύσκολο να το ορίσω, γιατί το σινεμά είναι τέχνη.

Αλλά γενικά -στη ζωή και στην τέχνη- αναζητώ κάποιο βάθος, προσπαθώντας να απορρίψω τις αφηγήσεις που είναι χτισμένες μόνο σε επιφανειακές παρατηρήσεις και απόψεις.

Τον περισσότερο καιρό το βρίσκω σε ένα πιο “off” σινεμά, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις.

Για παράδειγμα, θεώρησα την ταινία Η άφιξη εξαιρετικά ικανοποιητική και ενδιαφέρουσα, ίσως επίσης εξαιτίας του εκπληκτικού σάουντρακ του Γιόχαν Γιόχανσον.

Αυτό το άλμπουμ συνταιριάζει συνθέσεις σου που είτε ακούγονται στο αντίστοιχο φιλμ και θεατρικό είτε όχι.

Πώς λειτούργησε η όλη διαδικασία σε πρώτο χρόνο; Είχες διαβάσει το σενάριο των ταινιών ή το κείμενο των θεατρικών πριν καταπιαστείς με τη σύνθεση;

Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στη σύνθεση μουσικής για θεατρικά και για τον κινηματογράφο.

Θα έλεγα ότι το βασικό είναι η διαδικασία προετοιμασίας του κομματιού. Στο σινεμά πολύ συχνά -αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις- παίρνεις το έτοιμο cut της ταινίας, οπότε μια κάπως έτοιμη αφήγηση, με διαλόγους, πλοκή, ηθοποιούς, συναισθήματα.

Στο θέατρο ξεκινάς από το μηδέν, συνθέτοντας μουσική ταυτόχρονα με τη διαδικασία της δημιουργίας του θεατρικού από τον σκηνοθέτη, με ηθοποιούς, σκηνογράφο και την υπόλοιπη ομάδα.

Είναι μια εξαιρετικά ρευστή δομή που αλλάζει και κινείται πολλές φορές, μερικές φορές μετά την επίσημη πρεμιέρα. Απαιτεί ευελιξία και προσοχή, αλλά και επιτρέπει στον συνθέτη να τσεκάρει τα πράγματα και να γίνει πραγματικό μέλος του συνεργείου.

Με το φιλμ προσωπικά νιώθω λίγο μεγαλύτερη πίεση, κυρίως χρονική.

Υπάρχουν συνήθως πολύ περισσότερα χρήματα και ευθύνη, και εκτός του σκηνοθέτη είναι παρόντες παραγωγοί και διανομείς- τόσο πολλές φωνές με τις δικές τους ιδέες και γνώμες.

Από την άλλη, αγαπώ το σινεμά γιατί μπορεί να τελειοποιήσει τη μουσική στο επίπεδο του ήχου και του post-production. Το βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον.

Χρειάζεται, εξάλλου, να βρεις τον σωστό τρόπο έκφρασης. Είναι πολύ εύκολο να υπερβάλεις, κάνοντας τα πράγματα να ακούγονται «υπερβολικά».

Απαιτείται πολλή ευστροφία και έρευνα για να βρεις τις σωστές απαντήσεις και να ευχαριστήσεις την υπόλοιπη ομάδα, περιλαμβανομένου και του συνθέτη!

Παίζεις πιάνο και συνθέτεις, κατά καιρούς τραγουδάς, και τώρα «βυθίζεσαι» στα σάουντρακ για φιλμ και θεατρικά: είναι σαφές ότι δεν εφησυχάζεις! Είναι η εξέλιξη κι ο πειραματισμός ζήτημα -καλλιτεχνικής- ζωής και θανάτου για σένα;

Είναι θέμα επιλογής. Το να εμπλέκομαι σε τόσο πολλά διαφορετικά πρότζεκτ είναι ο μόνος τρόπος να αναπτύξω την τέχνη μου, νομίζω. Δε μ’ ενδιαφέρει να επαναλαμβάνω τα ίδια μοτίβα, ακόμα κι αν έχουν αποδειχτεί πετυχημένα.

Σταδιακά έχεις γίνει εξαιρετικά πετυχημένη τόσο από κριτικής όσο και από εμπορικής άποψης. Δε θα ήταν παράξενο, αν ήσουν μια ποπ ή ροκ σελέμπριτι.

Δεν είναι, ωστόσο, λίγο ασύμβατο για μια πιανίστα με κλασική παιδεία; Πώς διαχειρίζεσαι τη φήμη;

Ελπίζω να παρέμεινα και να παραμείνω η ίδια. Το μισώ όταν παρατηρώ ότι παίρνω κάποιες καταστάσεις ως δεδομένες- όπως τα βραβεία, τις sold out συναυλίες ή τις θετικές κριτικές. Μπορεί επίσης να εξαφανιστούν κάποια στιγμή.

Στ’ αλήθεια μ’ αρέσει να ζω μια κανονική ζωή: να παίρνω το τρένο, να κάνω ποδήλατο, να συμμετέχω σε όλες τις κανονικές δραστηριότητες. Δε νιώθω πως χρειάζομαι ιδιαίτερη βοήθεια γιαυτό. Θα μου φαινόταν αμήχανο.

Το μόνο που θα μπορούσε να μου αρέσει στο να γίνω διάσημη είναι η πιθανότητα συνεργασίας με σπουδαίους ανθρώπους, η ηχογράφηση μουσικής σε σπουδαία στούντιο και το να μπορώ να κάνω φιλόδοξα σχέδια σχετικά με τις καλλιτεχνικές μου ιδέες ή οποιοδήποτε είδος ακτιβισμού βρίσκω αναγκαίο.

Αν και στην πραγματικότητα όχι προϊόν της πανδημίας στην ολότητά του, το Music for Film and Theatre σίγουρα σημαδεύεται από αυτή, έστω και μόνο χρονικά.

Τι σου έλειψε πιο πολύ σ’ αυτή την περίοδο; Και τι σου έδωσε τη μεγαλύτερη χαρά;

Μου έλειψαν οι άνθρωποι, κυρίως εκείνοι που μου είναι πιο αγαπητοί. Δεν μπορούσα να ταξιδέψω και να τους συναντήσω. Αυτό ήταν πραγματικά επώδυνο και ανάσανα με πολλή ανακούφιση όταν μπορούσα να ξαναπάρω τρένο.

Όταν ξεκίνησε η πανδημία, ήμουν κάπως χαμένη και μπερδεμένη, με άγχωνε το ότι έπρεπε να ακυρώσω την κυκλοφορία του δεύτερου ατομικού δίσκου μου. Αλλά έμαθα πως δεν μπορείς να ελέγχεις τα πάντα. Τα πράγματα μερικές φορές πάνε στραβά.

Έχει περάσει παραπάνω από ενάμισης χρόνος από την -κυριολεκτικά- μαγευτική πρώτη σου συναυλία στην Αθήνα. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία για σένα και πότε σχεδιάζεις να επιστρέψεις;

Ήταν πράγματι ξεχωριστή. Στ’ αλήθεια ερωτεύτηκα την Ελλάδα και τους Έλληνες. Από τις πιο ευγενικές καρδιές που έχω ποτέ συναντήσει- δεν κάνω πλάκα.

Ήταν ξεχωριστή και γιατί πήγαμε στην Αθήνα για να γυρίσουμε το βιντεοκλίπ ενός από τα αγαπημένα μου κομμάτια, το Leaving.

Έμεινα στο διαμέρισμα του στενού Έλληνα φίλου μου και μουσικού, του Γιώργου Παπαδόπουλου, κι είχα στη διάθεσή μου λίγο καιρό ώστε όντως να απολαύσω το μέρος, περνώντας πολλή ώρα ώρα, κοντά στη θάλασσα και τη φύση.

Έχω τόσο όμορφες αναμνήσεις από εκείνες τις μέρες. Στ’ αλήθεια ονειρεύομαι να επιστρέψω. Επί σκηνής και ως ανθρώπινη ύπαρξη!

Ευχαριστώ θερμά τον Kerstan Mackness από την Gondwana Records για την καθοριστική συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Το άλμπουμ της Hania Rani Music for Film and Theatre κυκλοφορεί από την Gondwana Records.



Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021

Claudia Piñeiro: «Στη συγγραφή δουλεύεις με τον πόνο για να τον μεταμορφώσεις»

 

Claudia Piñeiro (Φωτογραφία: Mauro Rico/Secretaría de Cultura de la Nación)

Κατ’ επίφαση νουάρ, το μυθιστόρημα της διάσημης Αργεντίνας συγγραφέως Claudia Piñeiro Η Ελένα Ξέρει είναι ένας βαθύς υπαρξιακός στοχασμός πάνω στην ανθρώπινη ευαλωτότητα και τη φθαρτότητα του σώματος, ιδίως του γυναικείου.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε το καλοκαίρι στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Carnívora. Μια συνομιλία με την συγγραφέα.

Είστε διάσημη -και όχι μόνο στην Αργεντινή- κυρίως ως συγγραφέας νουάρ μυθιστορημάτων. Πώς αντιλαμβάνεστε τη θέση σας μέσα σε αυτό το πολύπτυχο λογοτεχνικό σύμπαν;

Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για τον εαυτό του και τη θέση του στο λογοτεχνικό σύμπαν, πρόκειται, νομίζω, για κάτι που το αντιλαμβάνονται καλύτερα οι άλλοι, παρά ο ίδιος.

Φυσικά, ωστόσο, καταλαβαίνω πως είμαι από τις τυχερές, δεδομένου ότι υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί μεταξύ τους αναγνώστες που διαβάζουν αυτά που γράφω, τόσο στη χώρα μου, όσο και σε άλλα μέρη του κόσμου.

Υποψιάζομαι πως αυτό συμβαίνει επειδή ό,τι γράφω έχει πολλά επίπεδα και ο κάθε αναγνώστης μπορεί να εξερευνήσει αυτό που τον ενδιαφέρει περισσότερο. Για κάποιους μπορεί να είναι η ιστορία, για άλλους, οι χαρακτήρες.

Κάποιοι διαβάζουν τα βιβλία μου ως νουάρ, ενώ πολλοί άλλοι, όχι. Μερικοί διαβάζουν την επιφάνεια, άλλοι καταδύονται και ψάχνουν κάτι περισσότερο.

Επίσης, νιώθω ικανοποιημένη και περήφανη που ανήκω σε μια ομάδα γυναικών συγγραφέων, οι οποίες, εδώ και χρόνια και χάρη στους αγώνες τους, είναι πλέον ευπρόσδεκτες στον λογοτεχνικό κόσμο που για μεγάλο διάστημα επεφύλασσε δευτερεύουσα θέση τόσο στις ίδιες όσο και στο έργο τους.

To Η Ελένα Ξέρει, ωστόσο, μόνο κατ’ επίφαση θα μπορούσε να περιγραφεί ως τέτοιο.

Περισσότερο παραπέμπει σε έναν βαθύ υπαρξιακό στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη ευαλωτότητα και τη φθαρτότητα του σώματος, ιδίως του γυναικείου. Συμφωνείτε;

Απολύτως. Ο αναγνώστης ξέρει πριν από την Ελένα και αυτό που κάνει είναι να τη συντροφεύει ώσπου κι εκείνη να μάθει.

Το μυθιστόρημα αφηγείται την πορεία της ηρωίδας σε μια καθημερινή εποποιία που, μολονότι μοιάζει ασήμαντη, απαιτεί σημαντική προσπάθεια από την ίδια.

Η νουάρ πλοκή παίζει δευτερεύοντα ρόλο και λειτουργεί, νομίζω, κυρίως ως υπενθύμιση του γεγονότος ότι στο τέλος της ιστορίας αυτό που ψάχνει να βρει κανείς είναι η αλήθεια.

Δε φοβάστε να εξερευνήσετε μυθοπλαστικά ψυχικά πεδία επώδυνα, όπως μια ανίατη ασθένεια, από την οποία στην προκειμένη περίπτωση πάσχει η Ελένα, η πρωταγωνίστρια του βιβλίου.

Τι σας ελκύει στην αδυναμία, τη φθορά, τον θάνατο;

Ο πόνος είναι στη ζωή, στη συγγραφή δουλεύεις με τον πόνο για να τον μεταμορφώσεις σε κάτι άλλο.

Η μητέρα μου είχε Πάρκινσον, όπως και η Ελένα, και πέθανε από αυτή την αρρώστια.

Με πονούσε πολύ να βλέπω αυτό που συνέβαινε στο κορμί της και συνειδητοποίησα ότι, καθώς η αρρώστια προχωρούσε, ο κόσμος έπαψε να την κοιτάζει, λες και αυτό το έκανε από σεβασμό προς το πρόσωπό της, για να μην αισθάνεται η ίδια άσχημα.

Όπως, όμως, γράφει η Susan Sontag στο Η νόσος ως μεταφορά, είναι πολύ επώδυνο όταν οι άλλοι αποστρέφουν το βλέμμα από εσένα.

Νομίζω ότι το Η Ελένα Ξέρει αποζημιώνει αυτό τον πόνο, διότι υποχρεώνει τον αναγνώστη να κοιτάξει το άρρωστο κορμί, το οποίο το παρακολουθεί σε πρώτο πλάνο σαν μια κάμερα.

«Υπάρχει μόνο ένα πραγματικά σοβαρό φιλοσοφικό πρόβλημα, κι αυτό είναι η αυτοκτονία», έγραφε ο Αλμπέρ Καμύ. Η Ρίτα, η κόρη της Ελένα, φέρεται να αυτοκτόνησε, αλλά μπορεί και όχι.

Είναι η αυτοκτονία (και) πράξη απελευθέρωσης;

Τρέφω μεγάλο σεβασμό στην αυτοκτονία. Συχνά, αυτή η πράξη ερμηνεύεται ως  ένδειξη εγωισμού του αυτόχειρα προς τους υπολοίπους. Διαφωνώ απολύτως.

Πιστεύω ότι είναι η ύστατη πράξη κάποιου που δεν αντέχει άλλο τον πόνο, που υποφέρει με τόσο βάναυσο τρόπο, ώστε ακόμα και μόνο η ιδέα ότι ο χρόνος θα συνεχίσει να κυλάει του φαίνεται ανυπόφορη, και, υπό αυτή την έννοια, τον απελευθερώνει από τον πόνο.

Η Ισαμπέλ, πάλι, είναι επί χρόνια παγιδευμένη εντός των στεγανών μιας επιβεβλημένης μητρότητας.

Πόσο κομβικό είναι για εσάς το ζήτημα της αυτοδιάθεσης του γυναικείου σώματος, ιδίως σε μια περίοδο που αυτό βάλλεται ποικιλοτρόπως;

Το θέμα της θέσης της γυναίκας στην κοινωνία, της μητρότητας, επιθυμητής ή όχι, της επιβολής των πολιτισμικών προκαταλήψεων πάνω στο γυναικείο σώμα, με απασχολούν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, σε όλα μου τα βιβλία.

Όπως επίσης επανέρχονται διαρκώς σε αυτά ο θάνατος, η υποκρισία, η σιωπή, τα οικογενειακά μυστικά.

Επιπλέον, είμαι φεμινίστρια και τα τελευταία χρόνια έλαβα με πολύ ενεργό τρόπο μέρος στη μάχη που δόθηκε στη χώρα μου ώστε να θεσπιστεί νομικά το δικαίωμα για ασφαλή και δωρεάν έκτρωση.

Σήμερα, οι γυναίκες στην Αργεντινή είμαστε σε επιφυλακή ώστε να εφαρμόζεται ο σχετικός νόμος και συνεχίζουμε τον αγώνα για περισσότερα δικαιώματα. Συνεπώς, ναι, είναι ένα θέμα που με ενδιαφέρει πολύ.

«Η Ελένα ξέρει», επαναλαμβάνεται κάθε τόσο σαν μάντρα. Ή μήπως όχι; Τελικά τι όντως ξέρουμε για το οτιδήποτε και τον οποιονδήποτε; Και πώς θα ορίζατε την έννοια της «γνώσης»;

Μου αρέσει να θέτω υπό αμφισβήτηση έννοιες που θεωρούνται αυτονόητες, όπως η αλήθεια, η οικογένεια, η Εκκλησία, οι κανόνες που επιβάλλει η κοινωνία.

Υπάρχουν άνθρωποι που βαδίζουν στη ζωή νομίζοντας ότι τα ξέρουν όλα.

Άλλοι, πάλι, λιγότερο σίγουροι, κάνουν ερωτήσεις σε κάθε βήμα. Προτιμώ να ανήκω στη δεύτερη κατηγορία, οι ερωτήσεις μάς κάνουν να γνωρίζουμε ό,τι είναι δυνατόν να γνωρίσουμε, ποτέ τα πάντα.

Δεδομένου ότι είστε και σεναριογράφος, ενώ βιβλία σας έχουν διασκευαστεί για τον κινηματογράφο, τι αντλείτε από τη σχέση σας με το συγκεκριμένο μέσο;

Προσπαθώ να διαφοροποιώ τη μια γραφή από την άλλη.

Υπάρχουν, ωστόσο, μνήμες από τον κινηματογράφο που έχουν εν γένει επιβληθεί στη λογοτεχνία, καθότι ο αναγνώστης έχει «εκπαιδευτεί» από τον κινηματογράφο κατά τον 20ό αιώνα.

Οπότε σήμερα αποδέχεται με φυσικότητα την ελλειπτικότητα, τις απότομες διακοπές του χρόνου, τα φλας μπακ και άλλα ευρήματα που βλέπει στην οθόνη.

Ένα πράγμα που μου αρέσει να δανείζομαι από τα σενάρια και να το φέρνω στη λογοτεχνία είναι η αφηγηματική δομή, καθώς η πλοκή ξετυλίγεται και ανοίγει αβύσσους μπροστά σε όλους τους χαρακτήρες με τέτοιο τρόπο, ώστε ο αναγνώστης να καταλαβαίνει ποιοι πραγματικά είναι.

To μυθιστόρημα Η Ελένα Ξέρει είναι το πρώτο βιβλίο σας που μεταφράζεται στα ελληνικά από τον εκδοτικό οίκο Carnívora, ο οποίος με μεράκι συνεχίζει να μάς συστήνει «διαμάντια» της σύγχρονης ισπανόφωνης λογοτεχνίας.

Αισθάνεστε οικειότητα με τη σύγχρονη ελληνόφωνη λογοτεχνία;

Δυστυχώς δε διαβάζω ελληνικά, γι’ αυτό εξαρτώμαι από τις μεταφράσεις στα ισπανικά. Είχα, ωστόσο, την τύχη να παρουσιάσω τον Πέτρο Μάρκαρη στο Μπουένος Άιρες και έχω διαβάσει όλα του τα βιβλία.

Και υπάρχει ένα διαμάντι που ανακάλυψα σε ένα από τα ταξίδια μου στην Ισπανία, ο Θεόδωρος Καλλιφατίδης, ένας Έλληνας συγγραφέας που ζει εδώ και καιρό στη Σουηδία.

Η Samanta Schewblin μου τον σύστησε και την ευγνωμονώ. Το Μια ζωή ακόμα είναι ένα καταπληκτικό βιβλίο.

Ευχαριστώ θερμά την Ασπασία Καμπύλη, μεταφράστρια του μυθιστορήματος στα ελληνικά, και για τη ρέουσα μετάφραση των ερωτήσεών μου στα ισπανικά και των απαντήσεων της συγγραφέως στα ελληνικά.

Το μυθιστόρημα της Claudia Piñeiro Η Ελένα Ξέρει κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Carnívora σε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη.



Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

Alex Camilleri: «Ήταν στο “DNA” του φιλμ πως η Μάλτα θα ήταν η Μάλτα»

 


Με έναν πρωταγωνιστή-αποκάλυψη, τον ψαρά Jesmark Scicluna, το μεγάλο μήκους ντεμπούτο μυθοπλασίας του Αμερικανο-Μαλτέζου Alex Camilleri Luzzu είναι ένα δυνατό δράμα κοινωνικού ρεαλισμού.

Ενόψει της προβολής του στο πλαίσιο του 27ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας παρουσία σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή, κουβεντιάζουμε με τον Alex Camilleri.

Για τους περισσότερους η Μάλτα είναι ένας τουριστικός προορισμός ή μια πύλη για μετανάστες/-τριες από τη Βόρειο Αφρική, δε συσχετίζεται με τον εγχώρια παραγόμενο κινηματογράφο, πόσο μάλλον με σινεφίλ νεορεαλιστικές ταινίες.

Πόσο σημαντικό ήταν για σένα να τοποθετήσεις το Luzzu εντός αυτού του κοινωνικού, πολιτισμικού και γεωγραφικού πλαισίου;

Σ’ ευχαριστώ για την προσέγγισή σου.

Πρόκειται για ένα φιλμ που υφίσταται από μόνο του, αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι εκτυλίσσεται εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου.

Μπορείς να μετρήσεις στα δάχτυλα του ενός χεριού τις μαλτέζικες ταινίες που έχουν γυριστεί στη Μάλτα. Δεν έχει υπάρξει πραγματική τοπική κινηματογραφική βιομηχανία ποτέ.

Από την άλλη, η Μάλτα έχει γίνει φόντο πολλών χολιγουντιανών μεγάλου προϋπολογισμού έπη, όπως το το Gladiator ή το Troy.

Ήταν, λοιπόν, στο “DNA” του φιλμ πως η Μάλτα θα ήταν η Μάλτα, σχεδόν για πρώτη φορά. Η ταινία προήλθε βεβαίως από την επιθυμία μου να δω μια τέτοια ταινία. Το πρώτο κοινό της είμαι εγώ.

Έχεις μαλτέζικη καταγωγή, έτσι δεν είναι;

Οι γονείς μου είναι Μαλτέζοι και μετανάστευσαν στις Η.Π.Α., όπου μεγάλωσα. Ανέκαθεν έλπιζα και ήθελα να δω ανεξάρτητα μαλτέζικα φιλμ αντίστοιχα με όσα γυρίζονται οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Γιατί όχι και στη Μάλτα;

Οι χαρακτήρες, επομένως, θα έπρεπε να είναι Μαλτέζοι και να χρησιμοποιούν τη μαλτέζικη γλώσσα σε ένα σύγχρονο πλαίσιο. Αυτό σόκαρε το κοινό, γιατί ακούγοντας πως επρόκειτο για μια ταινία σχετικά με ψαράδες περίμεναν να δουν ένα φιλμ εποχής.

Ή κάτι γραφικό και γυρισμένο με «τουριστική» οπτική.

Ακόμα και κάποια από τα μέλη του συνεργείου εξεπλάγησαν από τη νεορεαλιστική οπτική που υιοθετήσαμε, γιατί σχεδόν κάθε άλλο πρότζεκτ που εκτυλίσσεται στη Μάλτα καταλήγει να γυρίζεται στα ίδια μέρη.

Όταν, λοιπόν, έστρεψα την κάμερα προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς τιμή όλων έκαναν το φιλμ με τον τρόπο που έπρεπε, αποφεύγοντας τα φτηνά χολιγουντιανά κόλπα που βασίζονται στο κύρος. Δεν το «στρογγυλέψαμε».

«Ας δείξουμε τη Μάλτα όπως πραγματικά είναι», αποφασίσαμε. Κι υπάρχει ομορφιά σ’ αυτό, ακόμα κι αν δε φιλμάρεις τοποθεσίες με εντυπωσιακή θέα.

Υπάρχει, όμως, ομορφιά στα πρόσωπα που κινηματογραφείς, και πιο πολύ στον εκπληκτικό πρωταγωνιστή σου Jesmark Scicluna -ακόμα και στην πολύχρωμη βάρκα του-, αλλά και στη σκηνοθετική σου προσέγγιση.

Χαίρομαι που το λες, γιατί αυτό είναι ένα στοιχείο που προσκαλεί το κοινό να δει την ταινία.

Η Μάλτα είναι μια μικρή, όχι ευρέως γνωστή χώρα, αλλά η ιστορία είναι οικουμενική και μπορεί να φέρει τον καθένα στην αίθουσα, και βέβαια βοηθάει το ότι ο πρωταγωνιστής είναι εμφανίσιμος. Δεν είναι κάθε ψαράς τόσο εμφανίσιμος!

Από την πρώτη στιγμή που είδα τον Jesmark, μού έδωσε την εντύπωση του ανθρώπου που μπορεί να κρατήσει μυστικά. Ό,τι κρύβει ο ηθοποιός είναι πολύ ενδιαφέρον, κι ίσως υπάρχει σκοτεινιά κάτω από την επιφάνεια. Αυτό «τραβάει» την κάμερα.

Όπως κι ο βαθμός λεπτότητας στην ερμηνεία του.

Είναι ένα φυσικό ταλέντο, που μέχρι τώρα δεν είχε ανακαλυφθεί;

Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά είναι αναντίρρητο πως απλά θέλεις να τον παρακολουθείς. Μπορούσε να δώσει τα πάντα, κι είναι σαν «μαγνήτης» για την κάμερα.

Με ενέπνευσε, μάλιστα, να αλλάξω όλη μου την ιστορία, η οποία αρχικά εστίαζε στον ηλικιακά μεγαλύτερο από τους δύο ψαράδες, που είναι ξαδέρφια στην πραγματική ζωή και τους ανακάλυψα ταυτόχρονα.

Και δεν είχαν ξαναπαίξει πουθενά, ποτέ.

Ποτέ. Ούτε καν το είχαν το σκεφτεί μέχρι τη στιγμή που μπήκα στη ζωή τους.

Jesmark Scicluna


Η επιλογή της συνεργασίας με ερασιτέχνες ηθοποιούς στους κεντρικούς ρόλους απορρέει από μια κινηματογραφική αρχή σου ή συνδέεται πιο πολύ με τη θεματική και το πλαίσιο της συγκεκριμένης ταινίας;

Δουλεύω πάνω σε ένα καινούριο φιλμ στη Μάλτα, το οποίο θα συνδυάσει  επαγγελματίες και μη επαγγελματίες ηθοποιούς ξανά.

Η επιλογή τελικά έχει να κάνει με το ποιος είναι καταλληλότερος για τον ρόλο. Σ’ έναν ηθοποιό κάνεις casting για την «ψυχή» του χαρακτήρα. Κι οι ηθοποιοί είναι άνθρωποι, οπότε αν μπορέσουν να αξιοποιήσουν αυτή την «ψυχή», θα την αξιοποιήσεις κι εσύ.

Σ’ ότι αφορά στο Luzzu, ήταν εξαρχής ξεκάθαρο -πριν καν υπάρξει σενάριο ή συνεργείο- ότι μη επαγγελματίες θα υποδύονταν τους ψαράδες. Όταν ο Jesmark κάνει συγκεκριμένες κινήσεις, ένας ηθοποιός δε θα τις έκανε.

Δε θα μπορούσα να δώσω τέτοιες σκηνοθετικές οδηγίες. Η συναρπαστική αίσθηση πραγματικότητας που προκύπτει από την τοποθεσία και τους ερμηνευτές κατέστησε την ταινία τόσο πετυχημένη.

Στη Μάλτα, εξάλλου, επειδή δεν υπάρχει μεγάλη κινηματογραφική βιομηχανία, δεν υπάρχουν και εκπληκτικοί επαγγελματίες ηθοποιοί που περιμένουν στην ουρά.

Γι’ αυτό και βλέπεις την επιλογή της συνεργασίας με μη επαγγελματίες ηθοποιούς, που συνδέεται με τη νεορεαλιστική παράδοση, να αναδύεται σε χώρες με αναπτυσσόμενο σινεμά. Είναι εν μέρει δημιουργική, εν μέρει αναγκαία.

Η νεορεαλιστική παράδοση παραμένει επίκαιρη και φρέσκια ακόμα και στις μέρες μας, δε γίνεται παρωχημένη.

Επανερμηνεύεται ξανά και ξανά. Έτσι παραμένει το σινεμά μοντέρνο. Όχι επειδή αλλάζει το φορμά, αλλά επειδή βρίσκονται νέοι αφηγητές και μέρη όπου μπορείς να αφηγηθείς ιστορίες.

Αγαπώ τις νεορεαλιστικές ταινίες, κι εμπνέομαι κάθε φορά που επισκέπτομαι ένα καινούριο μέρος.

Προσκαλώντας τους ανθρώπους -πολλούς για πρώτη φορά- στη Μάλτα, ήθελα η πραγματικότητα να είναι συναρπαστική κι έχω την πεποίθηση ότι το κοινό θα καταλάβει αν πρόκειται για πραγματικούς ψαράδες από τα πρώτα κάδρα.

Κι αν αυτό συμβεί, μπορούμε να ταξιδέψουμε παρέα, ακόμα κι αν δεν ξέρουν κατά πού «πέφτει» η Μάλτα.

Οπότε το σινεμά είναι, εν γένει, ένα ταξίδι για σένα;

Ένα προσωπικό ταξίδι.

Αν μπορέσω να συνεχίσω να δημιουργώ φιλμ, θα έχουν να κάνουν με το πού βρίσκομαι στη ζωή μου. Και το Luzzu αντανακλά, σχεδόν αυτοβιογραφικά, πού βρισκόμουν όταν το έκανα.

Ο βαθμός ωριμότητας που απαιτείτο για να το γυρίσω συμπίπτει με τον μετασχηματισμό που χρειαζόταν να βιώσει ο Jesmark. Ήταν ο ήρωάς μου, γιατί μπόρεσε να κάνει κάποιες δύσκολες επιλογές που εγώ δεν μπορούσα.

Σκέφτεται να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο πιο συστηματικά;

Ο Jesmark στ’ αλήθεια ερωτεύτηκε την κινηματογραφική διαδικασία. Ήταν παρών στο πλατό μια ώρα πριν από όλους τους άλλους, ενθουσιαζόταν και δούλευε σκληρά.

Παραμένει ψαράς, κι είναι περήφανος γι’ αυτό, Αν προέκυπτε ένα άλλο σπουδαίο πρότζεκτ, θα ξαναέπαιζε, αλλά είναι πολύ προσγειωμένος και δεν περισπάται από τους ακόλουθους και το «άρωμα» της φήμης.

Αν ο ρόλος είναι καλός, οι πιθανότητες είναι απεριόριστες. Κι αν τον συναντήσεις, θα εκπλαγείς. Πάντα κάνει πλάκες, χαμογελάει, είναι άτακτος.

Επισκέπτεστε κι οι δύο σας την Αθήνα, προκειμένου να παρουσιάσετε το Luzzu στο πλαίσιο του 27ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας στις 24 και 25 Σεπτεμβρίου. Ποιες είναι οι προσδοκίες σας;

Για όσους ζουν κοντά στη θάλασσα, πάντα υπάρχει ένα ξεχωριστό είδος εκτίμησης. Είμαι πολύ περίεργος να ακούσω τις παρατηρήσεις του αθηναϊκού κοινού. Και βέβαια υπάρχουν επιρροές από την ελληνική κουλτούρα στη Μάλτα.

Από πολλές απόψεις χρωστάμε πολλά στους γείτονές μας στη Μεσόγειο.

Η ταινία του Alex Camilleri Luzzu προβάλλεται στο πλαίσιο του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 27ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας-Νύχτες Πρεμιέρας.

Οι προβολές πραγματοποιούνται την Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου (Τριανόν, 19:45) και το Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου (Στέλλα, 22:00), παρουσία του σκηνοθέτη και του πρωταγωνιστή. Η ταινία διανέμεται στην Ελλάδα από τη Weird Wave.



Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021

Σταύρος Ψυλλάκης: «Γεμάτοι ήττες είμαστε κι αυτές μάς κάνουν να δημιουργούμε»

 


Βαθιά τρυφερός, στοχαστικός και συγκινητικός φόρος τιμής στον αγαπημένο του φίλο Αλέκο Ζούκα, η Οφειλή είναι η πιο πρόσφατη δουλειά του σπουδαίου ντοκιμαντερίστα Σταύρου Ψυλλάκη.

Συναντώντας τον σκηνοθέτη λίγες μέρες πριν την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας στο πλαίσιο του 27ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας.

Ο τίτλος του καινούριου σου ντοκιμαντέρ, το οποίο παρουσιάζεται σε παγκόσμια πρεμιέρα στο πλαίσιο του 27ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, είναι Οφειλή. Έναντι ποιού;

O τίτλος δεν είναι δικός μου, είναι του Πάνου Κυπαρίσση, του αφηγητή των ημερολογίων του Αλέκου, εξίσου φίλου μαζί του, ο οποίος μας γνώρισε σε ανύποπτο χρόνο.

Όταν είχε δει μια πρωτογενή εκδοχή του ντοκιμαντέρ, με ρώτησε σχετικά με τον τίτλο: «Επιμένεις;» «Τι να σου πω, δεν ξέρω», του απάντησα. «Οφειλή θα έπρεπε είναι», γύρισε και μου είπε.

Δεν εξοικειώθηκα αμέσως με τον τίτλο, αλλά καθώς τον «χώνευα» ένιωσα ότι ήταν ο σωστός.

Εμπεριείχε την οποιαδήποτε προσωπική σχέση με τον Αλέκο, αλλά και κάτι παραπάνω: Δεν είναι μόνο οφειλή απέναντι σ’ εκείνον καθαυτόν.

Μερικές φορές στη ζωή που συμβαίνουν πράγματα πολύ δυνατά ή προνομιούχα, μ’ έναν τρόπο μεθυστικό μερικές φορές.

Επειδή, λοιπόν, μ’ αυτόν τον άνθρωπο είχαμε συχνά βιώσει αυτή την εμπειρία, η οφειλή γίνεται αντιληπτή υπό αυτή τη γενικότερη έννοια, του μοιράσματος.

Γνωριστήκατε τυχαία, έτσι δεν είναι;

Με τον Αλέκο γνωριστήκαμε τελείως τυχαία όταν έκανα γυρίσματα για ένα εταιρικό ντοκιμαντέρ. Από την πρώτη στιγμή αισθάνθηκα πως δεν επρόκειτο για έναν επιχειρηματία.

Τα συναισθήματα ήταν αμοιβαία, και μόλις τέλειωσε το γύρισμα μού πρότεινε να πάμε για τσίπουρα. Τα επόμενα χρόνια δεν «ξεκολλήσαμε».

Συχνά ανέβαινα στη Θεσσαλία, που δεν ήξερα καθόλου. Μαζί μ’ αυτόν ένιωσα όλη τη μαγεία του κάμπου με τη λαύρα του. Με οδηγό τον Αλέκο υπήρξε ένα ταξίδι στη «γεωγραφία της ψυχής».

Θέλαμε να ταξιδεύουμε μαζί και να γευόμαστε την ενέργεια που έβγαζε ο ένας στον άλλο.

Αν και είναι δύσκολο να εντοπίσεις κάτι τέτοιο στις ανθρώπινες σχέσεις, τι ήταν αυτό που αισθάνθηκες να σε συνδέει με τον συγκεκριμένο άνθρωπο, ενστικτωδώς πιο πολύ;

Δεν μπορείς να το προσδιορίσεις. Είναι το ίδιο ερώτημα που τίθεται σχετικά με τον...

Έρωτα.

Ακριβώς.

Μ’ αυτόν τον άνθρωπο, τα χρόνια που συνυπήρξαμε δεν τσακωθήκαμε ποτέ. Η λέξη «ιδιοτέλεια» δεν παρεισέφρησε, εξάλλου, ποτέ στη σχέση μας. Αυτό είναι μαγεία.

Και κάτι απελευθερωτικό.

Οπωσδήποτε.

Μια ισότιμη σχέση, «χωρίς αποσκευές», όπως αποκαλείς τη φιλία.

Ο Αλέκος είχε μια έντονη κοινωνικότητα όντας και απίστευτος τερατολόγος.

Και ταυτόχρονα στοχαστικός, τρυφερός, χιουμορίστας και αθυρόστομος.

Ο Αλέκος χαρακτηριζόταν κυρίως από τις παρέες του. Για πολύ κόσμο έχει μείνει, λοιπόν, μ’ αυτή την εικόνα.

Ξεκινώντας με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του, εστιάζω όλο και περισσότερο στο ποιος είναι ο Αλέκος.

Και στο πώς μετασχηματίζονται ή διευρύνονται αυτά τα χαρακτηριστικά μέσα από τη σοβαρή «περιπέτειά» του με τον καρκίνο.

Όταν ήρθε ο καρκίνος, επειδή ο Αλέκος κατέβηκε στην Αθήνα, αυτό μας ένωσε πολύ περισσότερο. «Απογειωθήκαμε». Και μέσα στις σιωπές. Κι έτσι λέγαμε όλα. Τέτοιες στιγμές νιώθεις ότι έχεις δίπλα σου τον κατ’ επιλογή αδερφό.

Ήταν μια γλύκα ο Αλέκος, συνέχεια πειραζόμασταν.

Θα ακουστεί αγοραίο, ενώ δεν είναι. Είχες συγκεντρώσει πολύ «υλικό» ανά τα χρόνια από τη φιλία σας χωρίς την πρόθεση να το μετασχηματίσεις σε ταινία. Ένιωθες, ωστόσο, την ανάγκη να καταπιαστείς μ’ αυτό και να το κάνεις κάτι;

Μετά το ΜΕΤΑΞΑ, ακούγοντας το χρόνο έμεναν πάντα σε εκκρεμότητα αυτά που μου είχε πει. Είχα επίσης το το υλικό από τα ταξίδια μας στην Πυρσόγιαννη. Πάνω από όλα, είχα αδιαλείπτως μέσα μου τον Αλέκο.

Κάθε φορά λέμε την αλήθεια που μπορούμε να πούμε, όμως. Κι αυτό δεν αφορά μόνο στην αποκάλυψη κάποιων μυστικών, αλλά πολύ περισσότερο στη δικιά μου ωριμότητα, πόσα είμαι ώριμος να πω και κινηματογραφικά και ως άνθρωπος.

Το πιο σημαντικό είναι σε ανθρώπινο επίπεδο. Επειδή μεγαλώνουμε, «σκουπίζουμε», και αφήνουμε τα πιο βαριά, τα πιο σημαντικά μέσα στη ζωή.

Έρχονται, λοιπόν, στιγμές που πια ασφυκτιούν. Από τη στιγμή που τράβηξα ένα συγκεκριμένο πλάνο στο αυτοκίνητο, το 2005, με είχε «στοιχειώσει». Θεωρούσα ότι ήταν εξαιρετικό. Εκείνη τη στιγμή τα είχε δώσει όλα.

Φτάνει η στιγμή που κάνεις τη «σούμα» της ζωής. Δε με νοιάζει να παρουσιάσω κάτι επίκαιρο, είναι σαν να τακτοποιώ τις εκκρεμότητές μου, να δίνω στα πράγματα το μέγεθος που είχαν στη ζωή μου. Αυτό κάνω.

Με ωρίμασε πολύ η ταινία με τον Μανιάτη. Το κοινό στοιχείο των δύο αντρών είναι ότι δε μιλάει ένα τρίτο πρόσωπο, μόνο οι ίδιοι. Ως χαρακτήρες δεν έχουν ομοιότητες. Δεν τα μαθαίνεις όλα γι’ αυτούς.

Αλέκος Ζούκας


Και δε θα τα μάθεις και ποτέ.

Αυτό είναι ένα άλλο πιστεύω μου. Ας μην έχουμε αυταπάτες: κανέναν δεν ξέρουμε. Ούτε καν τον εαυτό μας. «Γεύομαι» αυτά που η στιγμή και η δικιά μας η επικοινωνία θα μας δώσει την ευκαιρία να μοιραστούμε.

Πόσον καιρό δούλευες αυτό το υλικό;

Τυπικά το υλικό το δούλεψα για κάποιους μήνες, αλλά ουσιαστικά το δούλευα όλα αυτά τα χρόνια. Χτίζεται, όπως χτίζεις και τον εαυτό σου.

Τη φράση περί της αλήθειας που κάθε φορά μπορούμε να πούμε μού την είχε πει σε ανύποπτο χρόνο ο Κοκοβλής, όταν γυρίζαμε το Άλλος δρόμος δεν υπήρχε.

Υπήρχε μια σκοτεινή περίοδος στα πρώτα χρόνια του Εμφυλίου κατά την οποία οι καταδιώξεις ήταν πολύ άγριες. Τότε χάθηκαν κάποιοι από τους συντρόφους του κι υπήρχε η υπόνοια ότι επειδή ήταν πιο «αιρετικοί», το ίδιο το κόμμα τούς «καθάρισε».

Την τελευταία φορά που τον ρώτησα για έναν από αυτούς τους ανθρώπους, μού είπε αυτή τη φράση. Η αλήθεια, επομένως, υπερβαίνει κατά πολύ την αποκάλυψη του συγκεκριμένου περιστατικού.

Χαρακτηριστική είναι άλλη μια φράση από τον Άνθρωπο που ενόχλησε το σύμπαν, όπου ρωτάω τον Μιχάλη: «Τι κάνεις;» «Εγώ σκαλίζω και θα μου δείξει αυτό τι μορφή θα του δώσω», απαντά. Εντυπωσιακό. Το είχε πει κι ο Μιχαήλ Άγγελος.

Βέβαια ο Μιχάλης δεν το είχε ακούσει αυτό, γιατί δεν είχε βγάλει ούτε το Δημοτικό. Είναι μια μεγάλη αλήθεια. Τη μεγάλη της αλήθεια, όμως, την ανακάλυψα πολύ αργότερα, κάνοντας το μοντάζ των δικών μου ταινιών.

Ποια ήταν αυτή;

Νιώθω πως το ίδιο το υλικό μού δείχνει τι πρέπει να κάνω. Είναι σαν να πρέπει να χτίσεις ένα σπίτι. Υπάρχουν τέσσερις-πέντε κολόνες, που είναι η βάση. Για να αποφασίσεις πού θα βάλεις το καθετί, ωστόσο, πρέπει να αρχίσεις να ζεις το σπίτι.

Ο θεατής είναι ένας επισκέπτης που τον καλείς σε ξενάγηση σ’ αυτό. Ένα σπίτι χτίζεις με μια ταινία. Από τα τελευταία πράγματα που θα κάνεις θα είναι να βάλεις μια γλαστρούλα. Αυτά είναι τα «τριμαρίσματα». Αντίστοιχα και σε μια ταινία.

Πόσο μάλλον όταν μια ταινία εστιάζει σε ανθρώπους και ανθρώπινες σχέσεις.

Ακριβώς. Αυτό είναι ένα παιχνίδι που μου αρέσει πάρα πολύ.

Σε ευχαριστεί η αίσθηση του αιφνιδιασμού;

Όσο προγραμματισμένος είμαι στη ζωή μου, μόλις βρεθώ μπροστά σε ένα περιστατικό που θα με αιφνιδιάσει πάνε στον διάολο όλα τα υπόλοιπα! Κι όχι μόνο στον έρωτα. Δε θα κοιτάξω το ρολόι.

Ούτε κι ο Αλέκος το κοίταζε.

Έπρεπε να διαχειριστώ το θέμα του χρόνου του Αλέκου, του χάους, και του δικού μου, που είναι η απόλυτη τακτοποίηση.

Καταλάβαινε τη δική μου νεύρωση, κι «έπαιρνε το αίμα του πίσω» όταν τέλειωνε το επαγγελματικό κομμάτι.

Μιας και μιλάμε για αλήθειες που λέμε και δε λέμε, αντέχει το κοινό να ακούει, έστω και μέσω του κινηματογράφου, αλήθειες όπως αυτές που αποτυπώνονται και στη δικιά σου δουλειά; Ή προτιμά κάτι πιο ανάλαφρο, να ξεφεύγει;

Αυτές οι ταινίες δε θα γίνουν best seller. Δε θα τις αποκαλούσα και περιθωριακές, όμως. Θα ήμουν άδικος και με τον εαυτό μου, αν έλεγα πω πως δε νιώθω μια αγκαλιά.

Ακόμα κι αυτοί που προτιμούν κάτι πιο ανάλαφρο, δε θα σχολιάσουν: «Τι μας είπε αυτός ο μαλάκας ο κουλτουριάρης;»

Μπορεί να τους στενοχώρησα, να τους έκανα να κλάψουν, αλλά ήταν εκεί. Σεβάστηκαν αυτό που έβλεπαν. Ε, είναι ένας φίλος τους «λοξός». Μετά από μια-δυο ώρες θα είναι αλλού, γιατί έτσι μπορούν να επιβιώσουν.

Είναι ταινίες που σε έχουν προβληματίσει για ένα θέμα. Είναι, όμως, και κάποιες άλλες που, βγαίνοντας από αυτές, θες να «βυθιστείς» στη σιωπή και να συνομιλήσεις με τον εαυτό σου. Όλες υπάρχουν, και τις έχουμε ανάγκη.

Όταν διαβάζω εφημερίδα, δεν ξεκινάω από τα μεγάλα γεγονότα, αλλά από τα αθλητικά.

Επίτρεψέ μου να ανοίξω μια σημαντική «παρένθεση».

Την περίοδο που έκανα τα γυρίσματα του ΜΕΤΑΞΑ συνέβη να αρρωστήσει ο Αλέκος. Όταν ολοκλήρωσε την πρώτη θεραπεία, κατέβηκε στην Αθήνα. Δεν είχε σχέση με τους γιατρούς, ήταν ο κολλητός μου φίλος.

Καθήσαμε μια μέρα να κουβεντιάσουμε - εγώ, αυτός, και ο φωτογράφος Κώστας Πάλμας. Άρχισε ένας «χείμαρρος» υπαρξιακών εξομολογήσεων.

Καθώς προχωρούσε, ένιωθα πως μου έλεγε τι ταινία πρέπει να κάνω για το ΜΕΤΑΞΑ, μου τα πρόσφερε γενναιόδωρα. Αυτό είναι η φιλία.

Ένα δώρο είναι για σένα η φιλία, επομένως.

Πολύ μεγάλο δώρο.

Το έχεις χαρεί, το χαίρεσαι, σου λείπει κάποιες φορές;

Το έχω χαρεί, όπως έχω νιώσει και την πίκρα τού να γερνάει ή να χάνεται μια φιλία.

Ευτυχώς, πάντως, συναντώ συχνά ανθρώπους με τους οποίους δημιουργούμε πολύ φιλική σχέση. Βέβαια, δεν έχει την ποιότητα μιας σχέσης τριάντα, σαράντα ή πενήντα χρόνων.

Η ανοιχτότητα, όμως, που μπορείς να ζεις με κάποιους ανθρώπους αμβλύνει και τις απώλειες. Υπάρχουν απώλειες για τις οποίες έχω πενθήσει, και πενθώ ακόμα. Για τις μεταφορικές μιλάω περισσότερο.

Πώς καταφέρνεις να διατηρείς τη σχεδόν αγαπητική σχέση και με τη δουλειά σου εν μέσω της συνθήκης που βιώνουμε εδώ και ενάμιση και πλέον χρόνο;

Είναι ουσιώδες ερώτημα, γιατί ακόμα κι αν ελεγχθεί, τα σημάδια της δε θα είναι λίγα.

Ούτε κι ο κόσμος θα είναι ο ίδιος. Μερικές φορές αρχίζω να αισθάνομαι ενοχές. «Αναίσθητος είσαι;» διερωτώμαι. Δε ζω τη μεγάλη τραγωδία. Δε με έχει πιάσει ο φόβος.

Βγαίνω, κυκλοφορώ, περπατάω, ξεκλέβω χρόνο να βρίσκομαι με ανθρώπους που αγαπάω, διαβάζω αρκετά.

Δεν κάνω μαλακίες σε μεγάλο συνωστισμό, αν και πέρσι το καλοκαίρι βρέθηκα σε πάρτι σε χωράφια!

Μένω πολλές ώρες μόνος μου, δουλεύω πολλές ώρες, ετοιμάζω και καινούρια ταινία.

Δεν αμφέβαλλα!

Γεννηθήκαμε για να πεθάνουμε. Κάποια στιγμή πεθαίνουμε.

Αυτή η περίοδος της μεγαλύτερης αυτοσυγκέντρωσης είναι μια αφορμή να αναστοχαστείς τη ζωή σου.

Έχοντας συμφιλιωθεί με και αγαπήσει και τις ήττες -γιατί γεμάτοι ήττες είμαστε κι αυτές μάς κάνουν να δημιουργούμε-, νιώθω να «κάθονται» καλά όσα μου συμβαίνουν. Όχι με τα «γρέζια» της κακίας και του μίσους. Κι αυτό με έχει καταλαγιάσει εσωτερικά.

Ίσως έχω πάρει «διαζύγιο» από τον φόβο.

Το ντοκιμαντέρ του Σταύρου Ψυλλάκη Οφειλή προβάλλεται σε παγκόσμια πρεμιέρα στο πλαίσιο του Διαγωνιστικού Ντοκιμαντέρ-Stranger than Fiction του 27ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας-Νύχτες Πρεμιέρας.

Οι προβολές θα πραγματοποιηθούν την Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου (Ριβιέρα, 19:45) και την Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου (Ταινιοθήκη της Ελλάδος, 20:00).