Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

Michael Palmer: «Η ποίηση άντεξε πολλές πανδημίες, ακόμα και ευημέρησε στη διάρκειά τους»

 

Michael Palmer (Φωτογραφία: Pieter van der Meer)

Εκ των κυριότερων εν ζωή Βορειοαμερικανών εκπροσώπων της πρωτοποριακής ποίησης, ο 78χρονος Michael Palmer μοιράζεται μαζί μας με την πιο πρόσφατη ποιητική συλλογή του, Little Elegies for Sister Satan, ένα «απόσταγμα» ζωής.

Η συγκεκριμένη δουλειά, προς το παρόν αμετάφραστη στα ελληνικά, υπήρξε η αφορμή για μια συγκινητική συνομιλία μαζί του σχετικά με τη ζωή, την ποίηση, το σινεμά και την πανδημία.

Θεωρείστε εκ των κυριότερων εν ζωή Βορειοαμερικανών εκπροσώπων της πρωτοποριακής/πειραματικής ποίησης. Πώς θα την ορίζατε στις μέρες μας από την άποψη της φόρμας, του συντακτικού και των θεματικών ανησυχιών;

Σύμφωνα με την ευρέως γνωστή διακήρυξη του Wallace Stevens, όλη η ποίηση είναι πειραματική.

Ίσως εννοούσε ότι, ανεξαρτήτως του όποιου ριζοσπαστισμού της φορμαλιστικής επινόησης ή θεματικής τόλμης και ανατροπής των συμβατικών φωνών και τρόπων απεύθυνσης, συνιστά, επί της ουσίας, ένα πείραμα στη νόηση και την επικοινωνία.

Είναι επίσης μια απόπειρα υπονόμευσης και αμφισβήτησης των φυσιολογικών ή κανονιστικών συνηθειών έκφρασης, σε μια προσπάθεια ανανέωσης της αντίληψης, της διάνοιξης των θυρών, όπως το έθετε ο Blake.

Αυτή η προσπάθεια εμπεριέχει τη διερεύνηση της καθορισμένης αντίληψης του εαυτού και του άλλου, της αρχής και του τέλους.

Σε αντίθεση προς τον μέτριο έμμετρο λόγο, τον οποίο θα διαχώριζα από την ποίηση, τίποτα δεν υποτίθεται, τίποτα δεν είναι δεδομένο όταν εισερχόμαστε σε έναν διάλογο με τη δουλειά υπογείως.

Η δουλειά θα μας πει πράγματα που ίσως δεν καταλάβουμε στην αρχή, και πρέπει να εμπιστευτούμε το ξεδίπλωμά της για να προσφερθεί στο φως.

Ασφαλώς, στα χρόνια που οδήγησαν στη μοντερνιστική περίοδο και σε εκείνα που ακολούθησαν δόθηκε πολλή γόνιμη έμφαση στην ανατροπή των προσδοκιών τόσο στο φορμαλιστικό επίπεδο όσο και στα υπόλοιπα, τουλάχιστον σε κάποιους κύκλους.

Αισθητικής όσο και πολιτικής φύσης ερωτήματα συνεισέφεραν στη συγκεκριμένη προσπάθεια.

Αυτή συντελέστηκε ενόψει και της φασιστικής βαρβαρότητας και των πιέσεων στην κατεύθυνση του κοινωνικού και νεοφιλελεύθερου κομφορμισμού, της ενίσχυσης της «δεδομένης» κατάστασης των πραγμάτων, σε ό,τι αφορά τον δεύτερο.

Τελικά, δεν πρόκειται για το απλό ζήτημα να είναι η δουλειά ευρετική, εξερευνητική αναφορικά με ένα έδαφος και -προφανώς- οικείο και απολύτως άγνωστο;

Δομημένη πάνω σε τρεις χαλαρά συνδεδεμένους άξονες, η στοχαστική τελευταία σας ποιητική συλλογή, Little Elegies for Sister Satan, αναδίδει επανάσταση, ανησυχία, παραίτηση και αυτοστοχασμό στα όρια του αυτοσαρκασμού.

Είναι ακριβές αυτό;

Ως επί το πλείστον, η αξιολόγησή σου είναι αρκετά ακριβής, νομίζω.

Βρίσκομαι σε ένα ύστερο στάδιο της ζωής.

Αντί να εξελίσσομαι προς έναν τόνο ισορροπίας και υποτιθέμενης σοφίας, βρίσκω τον εαυτό μου ν’ αναλογίζεται την κατάσταση των πραγμάτων μέσα από έναν καθρέφτη λούνα-παρκ:

Με όλες τις παραμορφωμένες αντανακλάσεις του, τις τερατωδίες του, τα γελοία και αδιανόητα -ίσως και ανείπωτα- γεγονότα του.

Έτσι, ο τόνος της δουλειάς αναπηδά από το ένα επίπεδο στο άλλο, κλίνοντας από την αρμονία στη δυσαρμονία, από τον εορτασμό στο πένθος, και αντιστρόφως.

Ίσως επιθυμώ κάποια υπερβατική ιδέα τάξης, αλλά αυτή η επιθυμία υπονομεύεται από αυτό που εμφανίζεται μπροστά μου, τις δυνάμεις που ανά τους καιρούς έχουμε αφήσει ελεύθερες πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη που διατρέχει κίνδυνο.

Ταυτόχρονα, υπάρχει αναπόφευκτα ένα επίπεδο παιχνιδιού που μπαίνει στο παιχνίδι καθώς αποπειρώμαι ν’ αντιμετωπίσω αυτή την αποσταθεροποιημένη, κωμικοτραγικά παράλογη πραγματικότητα.

Η ποίηση μπορεί κάλλιστα να είναι μια απομονωμένη τέχνη στη δημιουργία της, αλλά είναι και μια τέχνη επαφής, που αναζητά τη συντροφιά και θέτει την επιθυμία στο προσκήνιο.

Κατοικεί στο παράδοξο και ποθεί, σε όλη της τη ματαιότητα, να αντιμετωπίσει -ακόμα και να γιορτάσει- τις πολλαπλές δυνατότητές μας και να προτείνει έναν καλύτερο, πιο ανθρώπινα υλοποιημένο κόσμο.

Κι αν με τον «αυτοσαρκασμό» εννοείς την υπονόμευση ή την ανατροπή της αλαζονικής ποιητικής υποκρισίας, έχεις και πάλι δίκιο. 

Είναι η ποίηση και μια μορφή ελεγείας; Σε ποιον όντως απευθύνεται -και γιατί-, για να παραφράσω τη δικιά σας ερώτηση στο Fourth Elegy;

Ένα αξιοσημείωτο τμήμα της κατοπινής δουλειάς μου θα μπορούσε να θεωρηθεί ελεγειακό, αν και όχι με την αυστηρά κλασική έννοια, παρόλο που βεβαίως η ελεγεία καθ’ εαυτήν πάντα εκδηλωνόταν με μεγάλη θεματική και φορμαλιστική ποικιλία.

Μου έχει προσφέρει έτσι έναν βαθμό άδειας, φορμαλιστικής και θεματικής, να εξερευνήσω τα συναισθήματά μας του πένθους για τη γη στα αρπακτικά μας χέρια, για εκείνους που έχουμε χάσει.

Επίσης, για τις αναρίθμητες ψυχές που έχουμε ρίξει στους φούρνους ή εκτοπίσει από τις πατρίδες τους, για το ανέφικτο, το οποίο ορισμένοι θεωρούν πως είναι και η ίδια η ποίηση- σε αρμονία, κατά τους Προβηγκιανούς ποιητές, με τους αγαπημένους.

Όντως ρωτά αν μια ορισμένη εσωτερικότητα μπορεί επίσης να είναι εξωστρεφής, ακόμα και οικουμενική, στην εκφραστική της πρόθεση και επομένως, παραδόξως, ένα παράδειγμα επιθυμίας για επαφή με όσους μοιράζονται αυτή την ανθρώπινη συνθήκη.

Σχεδόν δε χρειάζεται να προσθέσω ότι η ελεγεία είναι μόνο ένας από τους τόνους, από τις μορφές απεύθυνσης, ανάμεσα στις πολλές που μπορούν ν’ αναγνωριστούν ως ποίηση.

Περαιτέρω, όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, η ελεγεία, για μένα, οδηγεί επίσης στην ίδια της την ανατροπή.

Επιστρέφω στo Fourth Elegy και στην ερώτησή σου για την ερώτησή μου.

Οι Άρχοντες του Πολέμου κάποτε μου πρόσφεραν τη χρυσή ευκαιρία να ταξιδέψω στο Δέλτα του Μεκόνγκ και να σκοτώσω ανθρώπους που δεν ήξερα στη διάρκεια του βρόμικου πολέμου μας στο Βιετνάμ.

Τους είπα να πάνε στον διάολο, γεγονός που για λίγο με έβαλε σε έναν ορισμένο μπελά. Αυτός ο μπελάς ήταν κάτι καλό και διευκρινιστικό. Πάντα πρέπει να θέτουμε ερωτήσεις.

Σε ποιον απευθύνεται; Δε νομίζω πως αυτό μπορεί -ή πρέπει- να προβλεφθεί.

Σε έναν άλλο άνθρωπο, στον Άλλο, στον εαυτό ως άλλο; Στους επτά αναγνώστες ποίησης στην Αμερική; (Εντάξει, δέκα). Σ’ εκείνους στη γήινη συντροφιά μας πέρα από επιβεβλημένα σύνορα και όρια; Ένθερμα το ελπίζω.

Είναι υπέροχο να σκέφτεσαι ότι η παραλήπτρια είναι τελικά άγνωστη και άδηλη. Μπορεί βέβαια και να μην υπάρχει ακόμα- μπορεί να την αναμένει η δουλειά. Ίσως κατοικεί στο μέλλον-παρελθόν, όπως και η ίδια ποίηση.

Ίσως ζει και ονειρεύεται -όπως η ποίηση- σ’ εκείνον τον χώρο ανάμεσα στη θρησκεία και την επανάσταση, μεταξύ των παιδιών του βάλτου, όπως έχει γράψει ο Οκτάβιο Παζ.

Το Notre Musique φέρνει στον νου την εμβληματική ταινία του Γκοντάρ. Πώς συνδέεστε με τον Γκοντάρ- και το σινεμά, γενικά; Αναζητάτε καταφύγιο σ’ αυτό;

Μόλις ολοκλήρωσα την ανάγνωση μιας πολύ ευνοϊκής κριτικής της χιλίων σελίδων βιογραφίας του Φερνάντο Πεσσόα από τον εξαιρετικό μεταφραστή και ερευνητή Richard Zenith.

Ο Πεσσόα που -κατά τον ίδιο- δεν υπήρχε, ο οποίος, μ’ αυτή την έννοια, έμοιαζε με τις ετερωνυμικές δημιουργίες του, που επίσης δεν υπήρχαν παρά μόνο ως λέξεις και φανταστικές βιογραφίες, φανταστικές πεποιθήσεις, φανταστικές ζωές.

Αν ο Richard ήταν ικανός για την εξέταση της ζωής αυτού του εκπληκτικού ποιητή και της via negativa που διένυσε, τότε αν εγώ αξιολογούσα διεξοδικά τις ταινίες της ζωής μου, σίγουρα στα 78 μου μια τέτοια δουλειά θα έπρεπε να έχει διπλάσια έκταση.

Ακόμα κι αν αυτή συνετίθετο μόνο από σημειώσεις και τμηματικές αναμνήσεις, αισθήσεις ανακληθείσες από αμέτρητες ώρες που πέρασαν σε σκοτεινά δωμάτια πριν να φωτιστεί η οθόνη μιας αίθουσας.

Ο χρόνος της ονειροφαντασίας; Ένας τόπος όπου με ευτυχία θα μπορούσα να πάψω να υπάρχω; Και, όπως ο Πεσσόα, με το να πάψω να υπάρχω θα μπορούσα να προβάλλω τον εαυτό μου σε πολλαπλές, άλλες ζωές, ανύπαρκτες υπάρξεις ζωντανές στην οθόνη;

Θα μπορούσε το «εγώ» να γίνει ένας άλλος... κι ένας άλλος; Τι θα είχε σκεφτεί ο Ρεμπό για το σινεμά;

Ορισμένα Σάββατα στη Νέα Υόρκη ο πατέρας μου, γεννημένος σε μια μικρή πόλη στην επαρχία της Μπολόνια, με έπαιρνε ως πιτσιρίκο να δούμε ένα φιλμ, συνήθως ανάλαφρο, όπως μια κωμωδία με τον Φερναντέλ.

Κάποτε συγκεκριμένα, ωστόσο, θυμάμαι ότι πήγαμε να δούμε παρέα το Κλέφτης ποδηλάτων του Βιτόριο ντε Σίκα, που κυκλοφόρησε το 1949.

Συγκλονίστηκα συναισθηματικά, ταυτίζοντας αμέσως -όσο ανακόλουθο κι αν αυτό ήταν- τον πατέρα μου κι εμένα με τους πρωταγωνιστές.

Είναι αλήθεια, ζούσαμε προσεκτικά με τον μέτριο μισθό του πατέρα μου, αλλά αυτό δεν είχε καθόλου να κάνει με την οικονομική απελπισία που αποτυπώνεται στην ταινία. Μέχρι σήμερα δεν μπορώ να τη θυμηθώ χωρίς να κατακλύζομαι από μια έντονη θλίψη.

Αναρωτιέμαι τώρα πώς μπορούσα να συγκινούμαι τόσο από τα αριστουργήματα του ιταλικού Νεορεαλισμού και ταυτόχρονα να είμαι φαν του σουρεαλιστικού σινεμά του Μπουνιουέλ, των καλύτερων της Νουβέλ Βαγκ, του προπολεμικού εξπρεσιονισμού.

Αλλά και από τις σπουδαίες δουλειές από την Ιαπωνία, τον Αιζενστάιν και τους υπόλοιπους Σοβιετικούς- για να μη μιλήσω για τους πρώιμους Αδερφούς Μαρξ, τον Κίτον και τον Τσάπλιν, τον Μπίλι Γουάιλντερ και τόσους άλλους.

O Tαρκόφσκι κι οι τελευταίες δουλειές της Ανιές Βαρντά άνοιξαν την πόρτα σε μια νέα αίσθηση αυτοβιογραφικής εξερεύνησης, ενός εαυτού ιδωμένου μέσα από πολλούς καθρέφτες.

Ρωτάς για τη Δική μας μουσική.

Νιώθω πολύπλοκα, μπερδεμένα συναισθήματα για μεγάλο μέρος της δουλειάς του Γκοντάρ, όπως τα ξεσπάσματα της μεσαίας περιόδου του.

Σ’ αυτές, όμως, τις ύστερες δουλειές μοιάζει να βρίσκεται στα πρόθυρα της υπέρβασης τού οτιδήποτε μπορεί να αποκληθεί σινεμά με την οποιαδήποτε παραδοσιακή έννοια.

Δουλεύει απ’ έξω, υπό τη σκιά της θνητότητας, δημιουργώντας το είδος των ριζοσπαστικών αντιπαραθέσεων που οδηγούν σε νέους τρόπους του «να σκέφτεσαι με» και του «να σκέφτεσαι εναντίον».

Πρέπει τελικά, σ’ αυτή τη σύντομη επισκόπηση, να αναφέρω και τον Κρις Μαρκέρ, τις άγριες ευθυγραμμίσεις και τους ρυθμούς του και τη δικιά του ριζοσπαστική επανεξέταση της κινηματογραφικής τεχνικής και του σκοπού.

Όλοι αυτοί οι δημιουργοί, βεβαίως, έθεσαν σε εφαρμογή, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, και μια πληθώρα χρήσιμων κοινωνικών και πολιτικών οραμάτων, κατά τρόπο ανασπόσπαστο από τη δεξιοτεχνία τους αντί αυτά να είναι βάρος στη δουλειά τους.  

Αναζητώ, με τα δικά σου λόγια, καταφύγιο στον κινηματογράφο; Κατά καιρούς βεβαίως, ακόμα κι έναν ανάλαφρο περισπασμό.

Ταυτόχρονα, κατόπιν σκέψης, νομίζω ότι έχω μάθει με αρκετά ενθουσιώδη τρόπο από τον πλούτο και το εύρος του συντακτικού του φιλμ -την οπτική του γλώσσα-, κάτι όχι και τόσο μακρινό, μου φαίνεται, απ' όσα μπορούμε να βιώσουμε με την ποίηση.

«Αγαπώ την Jane λόγω της σιωπής της που ανεπιτυχώς προσπάθησα να μιμηθώ/καθ’ όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής μου», γράφετε στο I know a Silent Movie Star.

Γιατί είναι η σιωπή τόσο σημαντική- και όχι μόνο ως τρόπος διαπροσωπικής επικοινωνίας;

Δεν υπάρχει μέτρο χωρίς σιωπή, καμία σκέψη χωρίς τη σιωπή εντός της οποίας συγκεντρώνεται, κανένα μέρος χωρίς τη σιωπή του μη εκφράσιμου («όλα τα υπόλοιπα...», καθώς το έθεσε ο Βιτγκενστάιν).

Κανένας λόγος χωρίς παύση, τίποτα που δεν έχει αποκαλυφθεί χωρίς τη γαλήνη της «καμπής πνοής», καμία πληροφορία αν όλα είναι θόρυβος, καμία σημασιολογική διαφοροποίηση αν όλα είναι επιμονή και πληθωρισμός, καμία ομορφιά...

Λοιπόν, νομίζω πως τώρα πρέπει να σιωπήσω.

«Καθώς οι πιο αληθινοί μου φίλοι σ’ αυτή τη ζωή/aρχίζουν ο ένας μετά τον άλλο να εξαφανίζονται/πρέπει να βρω καινούριους, εξίσου παράξενους», εξομολογείστε στο At Readings.

Νιώθετε μερικές φορές ως «εκπρόσωπος» ενός εξαφανιζόμενου κόσμου;

Σίγουρα ενός εξελισσόμενου, και εμφανώς αποκεντρωνόμενου κόσμου, καθώς εμείς, τα υπερβολικά ανθρώπινα τέρατα της Ανθρωπόκαινου, βάζουμε τα δυνατά μας να καταστρέψουμε τον μόνο πλανήτη που έχουμε τη δυνατότητα να κατοικούμε.

Παρεμπιπτόντως, δεν πρόκειται για εξομολόγηση, απλώς για μια δήλωση. «Εξομολογήθηκα» και με το παραπάνω στη διάρκεια μιας παιδικής ηλικίας αρκετά μολυσμένης από τον Ρωμαιοκαθολικισμό. 

«Είχα ποιήματα που δημοσιεύτηκαν σε αμέτρητα περιοδικά ανά τα χρόνια/τώρα, επισήμως τα αποσύρω», ισχυρίζεστε στο There. Γιατί;

Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να αναγκαστικά να υποθέτουμε ότι το «εγώ» που μιλά εδώ είναι ταυτόσημο με εμένα, τον Michael; Δεύτερο, όπως ο φιλόσοφος Stanley Cavell το έθεσε κάποτε, «Πρέπει να εννοούμε αυτό που λέμε;»

Ωστόσο, χάριν του επιχειρήματος, ας πούμε, για μια φορά, πώς είμαι «εγώ», moi, Ich, ο Μίσα ο Βάρβαρος. Ήλπιζα απλώς να προσφέρω μια αξιοπρεπή, εξαγνιστική υπηρεσία στην ανθρωπότητα.

«Αγκάλιασε τις λέξεις που δεν μπορείς να ακούσεις», προσκαλείτε τον αναγνώστη/την αναγνώστρια στο Tbilisi Thoughts. Απαιτεί αυτό ειδική προσωπική εκπαίδευση;

Όχι ειδική εκπαίδευση, απλώς προσοχή.

«Οι λέξεις μονάχα μπαίνουν στη μέση», παρατηρείτε στο Midnights: Words. Έχετε χάσει την πίστη σας σ’ αυτές;

Όχι ακόμα.

«Δεν υπάρχει προστασία από την ποίηση», «προειδοποιείτε» στο Since You Asked. Είναι η ποίηση επικίνδυνη;

Καθετί αληθινό είναι.

«Επιτέλους/φοράμε τις μάσκες μας/ανοιχτά», συμπεραίνετε στο Midnights: Corona: Personae. Υπάρχει -ή όντως θα υπάρξει- ποίηση μετά την πανδημία; Κι αν ναι, πώς οραματίζεστε τον εαυτό σας εντός ενός τέτοιου πλαισίου;

Ιστορικά, η ποίηση άντεξε πολλές πανδημίες, ακόμα και ευημέρησε στη διάρκειά τους, με τον ίδιο τρόπο που επέζησε των τεράτων της Ιστορίας τα οποία σταθερά προσπαθούσαν να την καταπνίξουν.

Πρέπει να μαθαίνουμε από το πένθος μας και το από τη «ζαριά» της επιβίωσής μας.

Και πρέπει να δημιουργήσουμε μια δουλειά που αναζητά την καρδιά, τον πυρήνα της γλώσσας πέρα από φτηνές χειρονομίες και κενές εκκλήσεις. Πρέπει πάντα να βρίσκουμε νόημα εκ νέου. Αν όχι, δεν υπάρχει λόγος γι’ αυτή.

Μακάρι να μπορούσα να οραματιστώ τον εαυτό μου κατά τον τρόπο που ρωτάς, αλλά δεν μπορώ.

Ευχαριστώ θερμά την Mieke Chew (New Directions Publishing) για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Η ποιητική συλλογή του Michael Palmer Little Elegies for Sister Satan κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο New Directions Publishing.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου