Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Marta Barone: «Η Ακροαριστερά παρήγαγε τα καλύτερα πράγματα που απολαμβάνουμε»

 


Τα «μολυβένια χρόνια» της δεκαετίας του ’70 στην Ιταλία αναδύονται με ενάργεια μέσα από το βιβλίο της Marta Barone Βυθισμένη πολιτεία, ένα συναρπαστικό υβρίδιο μυθοπλασίας και (αυτο)βιογραφίας.

Πρωταγωνιστής, ο πατέρας της συγγραφέως, ενεργός στην Άκρα Αριστερά της εποχής, ο οποίος διώχθηκε και φυλακίστηκε. Συζητώντας με την Marta Barone με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά.

Στιλιστικά, το βιβλίο σου Βυθισμένη πολιτεία ενσωματώνει στοιχεία αυτομυθοπλασίας, (αυτο)βιογραφίας και δημοσιογραφικού/πολιτικού δοκιμίου.

Υπάρχει μεγάλο εύρος.

Πού συγκλίνουν ή αποκλίνουν αυτές οι διαφορετικές στιλιστικές προσεγγίσεις στη γραφή, εν προκειμένω;

Στην Ιταλία ο εκδοτικός οίκος επέλεξε να περιγράψει το βιβλίο ως «μυθιστόρημα» ακριβώς επειδή υπήρχαν τόσο πολλά στοιχεία που συνταιριάστηκαν.

Ανακάλυψα την ιστορία που αφηγούμαι το 2013 κι αποφάσισα να γράψω σχετικά έξι μήνες αργότερα.

Ξεκίνησε ως ένα σύντομο δοκίμιο για τη δίκη όπου καταδικάστηκε ο πατέρας μου. Κατόπιν, όμως, όταν ανακάλυψα τόσες πληροφορίες για τη ζωή του και για τη δική μου, αναστατώθηκα πολύ.

Έχοντας πώς να το γράψω, η διάθεση προέκυψε εύκολα. Έπρεπε, ωστόσο, να βρω μια πλοκή, κάτι που θα κινείτο υπόγεια.

Ένα αφηγηματικό νήμα που να διατρέχει το σύνολο της ιστορίας.

Όταν αυτό συνέβη, έπρεπε να διαχωρίσω τον εαυτό μου ως αφηγήτρια από τον εαυτό μου σε νεότερη ηλικία, καθώς υπήρξα πολύ διαφορετικό πρόσωπο και έγινα χαρακτήρας του ίδιου μου του μυθιστορήματος.

Αυτός ο διαχωρισμός παρήγαγε τη διπλή ιστορία, ένα διπλό Bildungsroman, αν θέλεις. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα πολύ παράξενο αντι-Bildungsroman που αφορά τον πατέρα μου κι εμένα ως συγγραφέα.

Αυτοσαρκάζομαι, γιατί στα 26-27 μου ήμουν πολύ σίγουρη για τη βιογραφία μου. Η βιογραφία μας τρέφει, γενικά, τα βιβλία μας, ακόμα κι αν είναι μυθοπλαστικά.

Ακόμα κι αν κάποιος άνθρωπος με το δικό σου ταξικό υπόβαθρο δε θεωρεί ότι έχει κάτι ενδιαφέρον να μεταβιβάσει, γεγονός αναληθές.

Το ίδιο συμβαίνει και στα μυθιστορήματα του Προυστ. Στην αρχή, ο αφηγητής, το παιδί, αντικρίζει τα πράγματα, κι αυτά είναι είναι ασαφή. Ξέρει πως κάτι μπορεί ν’ αδράξει, αλλά είναι νέος και τυφλός.

Αυτό ίσχυε με τους πραγματικούς ανθρώπους στην πραγματική μου ζωή. Ήταν πάντα παρόντες, αλλά ποτέ δεν αναρωτήθηκα γι’ αυτούς, δε μ’ ενδιέφεραν.

Η Βυθισμένη πολιτεία είναι γραμμένη σαν ένα «πέρασμα» που παραπέμπει στον Προυστ. Το Δώρο του Ναμπόκοφ είναι ένα άλλο βιβλίο που με ενέπνευσε να δομήσω την ιστορία μου με τον τρόπο που το έκανα.

Το πιο δύσκολο ήταν ο μετασχηματισμός της δημοσιογραφικής γλώσσας ή του αρχείου σε μυθοπλασία. Όπως θα παρατήρησες, δεν αναφέρθηκα πολύ στις Ερυθρές Ταξιαρχίες, μόνο στην Prima Linea.

Δεν είναι δοκίμιο για εκείνα τα χρόνια, και ξέρω ότι για τους μη-Ιταλούς θα υπήρχε δυσκολία στην κατανόηση.

Πάντως, όντας πολιτικοποιημένος και στοιχειωδώς εξοικειωμένος με τη σύγχρονη Ιστορία της Ιταλίας, δε θα περίμενα να διαβάσω το βιβλίο σου για να τη μάθω. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι η δικιά σου οπτική σ’ αυτή.

Αναδρομικά, λοιπόν, πώς έχει επηρεάσει η πολιτική «κληρονομιά» του πατέρα σου τον τρόπο που εσύ αντιλαμβάνεσαι και βιώνεις την πολιτική;

Είναι μια πολύ δύσκολη ερώτηση, γιατί στην πραγματικότητα η μητέρα μου είναι ο άνθρωπος που με έχει επηρεάσει πιο πολύ.

Μοιάζαμε και μοιάζουμε περισσότερο. Είναι αριστερή -ακροαριστερή, αν θέλεις-, και σταθερή στις πεποιθήσεις της. Πάντα μιλούσαμε.

Επέλεξε να είναι δασκάλα, και μάλιστα σε συγκεκριμένες γειτονιές του Τορίνο, της γενέτειράς μου.

Με τον πατέρα μου, από την άλλη, κουβεντιάζαμε όταν ήμουν είκοσι. Σχετικά με την ΕΣΣΔ, για παράδειγμα, γιατί διάβαζα Βασίλι Γκρόσμαν εκείνη την περίοδο. Ο πατέρας μου αγνοούσε την πλειονότητα των φρικτών γεγονότων που είχαν συμβεί.

Πολιτικά κινείτο πέρα-δώθε, αλλά παρέμεινε συνεπής προς τον εαυτό του. Ήταν ένας καλός, τσεχοφικός άνθρωπος που δεν μπόρεσε ν’ αγαπήσει τους πολύ οικείους του με τον τρόπο που εκείνοι θα ήθελαν.

Αγαπούσε, όμως, την ανθρωπότητα, κι έκανε κάτι γι’ αυτή.

Δεν ξέρω αν είμαι επηρεασμένη από τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Ακόμα δεν καταλαβαίνω γιατί υπήρξε μέλος της Servire il Popolo.

Κουβεντιάζοντας, ωστόσο, με πρώην μέλη της κατανόησα πως συμμετείχαν επειδή πίστευαν ότι έκαναν κάτι αποτελεσματικό, και αποχώρησαν όταν ένιωσαν αποξένωση ή κόπωση.

Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως τους ανθρώπους που έζησαν σε εκείνη την περίοδο. Το ζήτημα της πολιτικής βίας ήταν σημαντικό.

Ας το αναλύσουμε περισσότερο.

Η Ιταλία διέφερε πολύ από τη Γερμανία ή τη Γαλλία, για παράδειγμα, γιατί δε διεξήχθησαν οι αντίστοιχες Δίκες της Νυρεμβέργης στη χώρα, δεν υπήρξαν δίκες για τους φασίστες.

Το 90% των επικεφαλής της Αστυνομίας κατά τις δεκαετίες του 1960 και ’70 ήταν οι ίδιοι με εκείνους της φασιστικής Αστυνομίας.

Είναι λίγο απλουστευτικό να συμπεράνεις πως η συνεχιζόμενη καταστολή οδήγησε στη δημιουργία ένοπλων ομάδων, αλλά είναι μια εξήγηση, καθώς οι φασίστες εξακολουθούσαν να τοποθετούν βόμβες, κι η βία απευθυνόταν μόνο στην Αριστερά.

Δεν καταλαβαίνω την πολιτική βία, ούτε την αποδέχομαι, γι’ αυτό και επινόησα τον χαρακτήρα της Χίμαιρας. Χρειαζόμουν ένα ισχυρό σύμβολο, χωρίς να εξηγώ πολλά.

Οι νέοι άνθρωποι του ’77 που επέλεξαν τη βία υιοθετούσαν έναν πολύ macho τρόπο σκέψης, ήταν στρατιωτικοποιημένοι, μισούσαν τις γυναίκες. Νόμιζαν ότι κανένας δεν κατανοούσε τις πολιτικές τους αντιλήψεις, κι έκαναν αυτό που έκριναν ως καλύτερο.

Δεν απορρίπτω κανέναν τρόπο διεξαγωγής του πολιτικού αγώνα. Έχω, πάντως, την εντύπωση πως, στην πλειονότητά τους, οι «χαρακτήρες» του βιβλίου είναι ηττημένοι, παραιτημένοι, περιθωριoποιημένοι.

Δεν προέκυψε, λοιπόν, κάτι καλό από τον αγώνα -ένοπλο ή μη- των ακροαριστερών, των κομμουνιστών, των αυτόνομων εκείνων των χρόνων; Μόνο σπαταλημένες ζωές;

Η Ακροαριστερά παρήγαγε τα καλύτερα πράγματα που απολαμβάνουμε στις δημοκρατίες μας.

Σε ό,τι αφορά την Ιταλία, η Δεξιά επιχειρούσε να καταστρέψει τη δημοκρατία. Διαθέτουμε πολλά δικαιώματα λόγω αυτών των αγώνων.

Δυο μήνες πριν, σε μια από τις τελευταίες -εξαιτίας της πανδημίες- παρουσιάσεις του βιβλίου ενώπιον κοινού, μια εξηντάχρονη γυναίκα ήταν πολύ συγκινημένη, γιατί συμμετείχε στο κίνημα εκείνης της εποχής.

Με ρώτησε, κλαίγοντας και με τσακισμένη φωνή, αν υπήρξαν για κάποιον σκοπό ή αν όλα πήγαν χαμένα. Έμοιαζε απελπισμένη.

Ήθελε μια επιβεβαίωση.

Ήθελε μια ειλικρινή απάντηση, και της είπα την αλήθεια: «Ναι, οι αγώνες ήταν σημαντικοί και είχατε λόγο ύπαρξης». Η ήττα δεν ήταν ολοκληρωτική. Ίσως, όμως, είναι πιο σημαντικό επειδή υπήρξε ήττα.

Πού θα εντόπιζες την αριστερή/αριστερίστικη πολιτική και πρακτική στην Ιταλία του σήμερα; Και δεν εννοώ σε κομματικό επίπεδο. Νιώθεις πως υπάρχουν κοινωνικές δυνάμεις που λειτουργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο;

Όχι, δυστυχώς. Ελπίζω, όμως, μετά από αυτή τη μακρά περίοδο του τίποτα ν’ αρχίσουμε να σκεφτόμαστε εκ νέου. Τώρα, πάντως, δεν υπάρχει κάτι που να το αισθάνομαι ως δικό μου, συνολικά ή μερικά.

Αισθάνεσαι περισσότερο ο εαυτός σου όταν γράφεις; Yπάρχει -ή όχι- μια κοινότητα συγγραφέων στην Ιταλία, έστω και φαντασιακή;

Μπορώ να μιλήσω για τους φίλους μου, αλλά δεν πρόκειται για πραγματική κοινότητα. Αναφέρομαι και στο βιβλίο στην απουσία μιας τέτοιας κοινότητας. Υπάρχει, όμως, διάλογος.

Ένας φίλος ισχυρίζεται ότι η «καθαρή» μυθοπλασία και το «καθαρό» δοκίμιο δεν έχουν ενδιαφέρον. Δεν ξέρω αν η συγκεκριμένη άποψη αληθεύει, αλλά αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι τα παράξενα υβρίδια.

Αμφίσημη έγινε και η σχέση με τη γενέτειρά σου, το Τορίνο.

Νόμιζα πως ήξερα τα πάντα για την πόλη, αλλά μόλις ανακάλυψα την ιστορία, οι παλιοί δρόμοι με τα παλιά τους ονόματα έγιναν ξαφνικά κάτι απόμακρο, αμφίσημο, μυστηριώδες, έμπλεο νοήματος. Η πόλη διπλασιάστηκε.

Έβλεπα την πόλη του παρελθόντος σ’ εκείνη του παρόντος. Κάποιες στιγμές η παρελθοντική ήταν πιο ορατή. Ήταν μια παράξενη περίοδος της ζωής μου.

Νιώθεις ότι ελέγχεις καλύτερα το παρελθόν και τις αναμνήσεις σου ως απόρροια της συγγραφικής διαδικασίας τόσων χρόνων;

Όσα κατανοώ, τα εξιστορώ λίγο πριν το τέλος του βιβλίου.

Έχω αλλάξει ολότελα ως άνθρωπος και συγγραφέας. Αυτή η εμπειρία μού πρόσφερε σίγουρα μια αίσθηση τοποθεσιών και εστίασης στα πράγματα όταν τα κοιτάζω.

Ευχαριστώ θερμά την Γιοβάνα Βεσσαλά από τις Εκδόσεις Κέλευθος για την πολύτιμη συνδρομή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα της Marta Barone Βυθισμένη πολιτεία κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κέλευθος σε μετάφραση της Κωνσταντίνας Γερ. Ευαγγέλου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου