Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2021

Μπρέντα Ναβάρο: «Το μοντέλο της μητέρας είναι ένα μοντέλο καταπιεστικό»

 

Μπρέντα Ναβάρο (Φωτογραφία: Ángel Soto Saldivar)

Στο «εκτυφλωτικό» μυθιστορηματικό της ντεμπούτο Άδεια Σπίτια η Μεξικανή συγγραφέας Μπρέντα Ναβάρο εντρυφά με πληρότητα στα ζητήματα της ενδοοικογενειακής βίας και της μητρότητας.

Η κουβέντα μαζί της, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά, επιβεβλημένη!

Διαβάζω στο πλούσιο βιογραφικό σου ότι το 2016 ίδρυσες την #Enjambre Literario, «μια ομάδα που προωθεί τις γυναίκες συγγραφείς». Απόρροια ποιας ανάγκης -προσωπικής ή/και συλλογικής- υπήρξε η γέννηση αυτής της ομάδας;

Ήταν μια συλλογικότητα γυναικών οι οποίες πρόσφεραν δωρεάν τη δουλειά τους ή πληρώνονταν πολύ λίγο, με σκοπό την προώθηση βιβλίων που πιστεύαμε ότι άξιζε τον κόπο να εκδοθούν.

Όχι μόνο για να αποκτήσουν αναγνώστριες, αλλά και για να καθιερωθούν στο λογοτεχνικό περιβάλλον, ούτως ώστε κάποιος εκδοτικός, μεγαλύτερος και με αποτελεσματικότερο δίκτυο διανομής, να ενδιαφερθεί γι’ αυτές τις ιστορίες.

Η πρωταρχική ανάγκη ήταν να εκδοθούν όσο το δυνατόν περισσότερα βιβλία γραμμένα από γυναίκες, δεδομένου ότι το 2016 το εκδοτικό ενδιαφέρον για τις γυναίκες συγγραφείς ήταν μικρότερο από το σημερινό.

Παρότι ούτε και τώρα υπάρχει ισορροπία, στη Λατινική Αμερική οι γυναίκες συγγραφείς αντιπροσωπεύουν το 20% της εκδοτικής παραγωγής, έναντι του 80% που αντιστοιχεί στους άντρες!

Θεωρώ πως τέτοιου είδους προσπάθειες πρέπει να είναι πάντα καλοδεχούμενες.

Κι αυτό διότι επιτρέπουν τη δημιουργία κοινοτήτων όχι μόνο γυναικών συγγραφέων, αλλά και αναγνωστριών που προωθούν τη συζήτηση όσον αφορά εκείνους που διαβάζουν, όπως επίσης και για το πώς διαβάζουν.

Η Enjambre έπαψε να υφίσταται με την πανδημία, είμαστε ωστόσο ικανοποιημένες από αυτό που έγινε και απ’ όσα καταφέραμε.

Επιπλέον, θα αυτοπροσδιοριζόσουν ως φεμινίστρια συγγραφέας; Κι αν ναι -ακόμα κι αν όχι-, πώς οριοθετείς την έννοια της φεμινιστικής γραφής στη σύγχρονη λογοτεχνία; Ή μήπως υπάρχουν περισσότερες;

Προτιμώ να σκέφτομαι ότι είμαι συγγραφέας, δίχως καμιά ετικέτα. Και πως δε θα έπρεπε να υπάρχει άλλη έννοια πέρα από το ότι είσαι γυναίκα συγγραφέας ή άντρας συγγραφέας.

Βάζοντας ετικέτες και χαρακτηρισμούς το μόνο που καταφέρνουμε είναι να απομονώνουμε τις γυναίκες συγγραφείς σε μια δευτερεύουσα κατηγορία, υπονοώντας ότι η κατηγορία άντρας συγγραφέας είναι μοναδική και ανώτερη.

Υπάρχει ένα είδος ιεραρχίας στις ετικέτες, με την οποία δεν είμαι σύμφωνη.

Είναι περίπου το ίδιο που συμβαίνει σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, όπου η κατηγορία Λατινοαμερικάνα συγγραφέας με διαχωρίζει και με απομονώνει από τις υπόλοιπες συγγραφείς και δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να γίνεται αυτό.

Άδεια Σπίτια τιτλοφορείται το πρώτο σου μυθιστόρημα. Δύο μητέρες διαφορετικών τάξεων οι πρωταγωνίστριες, η κοινωνικά οριοθετημένη μητρότητα το διακύβευμα, μια πατριαρχική κοινωνία που συνθλίβει το «φόντο».

«Εγώ δεν έχω όνομα», απαντά η δεύτερη μητέρα όταν ερωτάται. Γιατί και οι δύο παραμένουν «ανώνυμες»;

Προτιμώ να μην έχουν όνομα οι πρωταγωνίστριες, επειδή αυτό τους επιτρέπει να είναι παγκόσμιες, η καθεμιά τους μπορεί να είναι οποιαδήποτε γυναίκα, από οποιοδήποτε μέρος.

Το όνομα θα τους προσέδιδε μια ταυτότητα, η οποία δεν ήταν αναγκαία για τον σκοπό της ιστορίας. Επιπλέον, ακριβώς η απουσία ονόματος είναι αυτό που τις χαρακτηρίζει ως μητέρες.

Στην Ισπανία και τη Λατινική Αμερική έχουμε τη συνήθεια να ονοματίζουμε τις γυναίκες που είναι μητέρες αναφορικά με αυτόν που έχουν γεννήσει: Η μητέρα του Χουάν, η μητέρα της Άνα...

Αυτό τις αποπροσωποποιεί και τις μετατρέπει σε διαφορετικές οντότητες, είναι ένα κομμάτι της μητρότητας κι αυτό και φυσικά με ενδιέφερε να εντάξω τη συγκεκριμένη προβληματική στο μυθιστόρημα.

«Αυτό έπρεπε να κάνουμε: να είμαστε τα άδεια σπίτια, έτοιμα να στεγάσουν τη ζωή και το θάνατο. Στο τέλος, όμως, άδεια», μονολογεί η πρώτη μητέρα. Πώς ανατρέπεται και υπονομεύεται αυτή η εξουθενωτική αίσθηση κενού;

Δεν ανατρέπεται, διότι δεν πρόκειται για προσωπική απόφαση, είναι κάτι προκαθορισμένο στις δυτικές κοινωνίες:

Να αναγκάζεις το κορμί να παράγει φτηνά εργατικά χέρια και κατόπιν να το εκμεταλλεύεσαι προκειμένου να διατηρηθεί η οικογένεια ως βάση του Κράτους και το Κράτος ως βάση του οικονομικού συστήματος.

Δε θα υπάρξει μητρότητα δίκαιη και δίχως μόχθο, όσο η φροντίδα των παιδιών είναι κρατική υπόθεση και όχι των γυναικών.

Ούτε καν οι υψηλότερες κοινωνικές τάξεις δεν ξεφεύγουν από το μύθο της καλής μάνας.

Ενώ, σε κάθε περίπτωση, οι γυναίκες στις τάξεις αυτές συνεχίζουν να εκμεταλλεύονται το σώμα άλλων γυναικών, επειδή η φροντίδα των παιδιών παραμένει υπόθεση των γυναικών και όχι ολόκληρης της κοινωνίας.

«Να γίνει μητέρα είναι το χειρότερο καπρίτσιο που μπορεί να νιώσει μια γυναίκα», αποφαίνεται η ίδια μητέρα. Συμμερίζεσαι αυτή την αφοριστική διαπίστωση;

Δεν έχει σημασία τι πιστεύω εγώ, αλλά τι σημαίνει για το μυθιστόρημα αυτή η δήλωση που κάνει η πρώτη φωνή, επειδή αυτό που θέλει είναι ακριβώς να προκαλέσει τον ίδιο της τον εαυτό.

Γιατί λέει κάτι τέτοιο και μετά ζει μες στην ενοχή; Γιατί είναι ικανή να πει κάτι τέτοιο τη δεδομένη στιγμή και όχι όταν έπρεπε να το έχει κάνει;

Το σημαντικό είναι ότι οι σκέψεις μιας μάνας μπορούν να σε αφήσουν άφωνο, επειδή κανείς δε θέλει να παραδεχτεί ότι το μοντέλο της μητέρας στο οποίο συμμορφώνονται οι γυναίκες είναι ένα μοντέλο καταπιεστικό, επενδυμένο με τεράστια συμβολική βία.

Τα περισσότερα κεφάλαια του μυθιστορήματός σου εισάγονται με κάποιο παράθεμα της νομπελίστριας Πολωνής ποιήτριας Βισουάβα Σιμπόρσκα. Αισθάνεσαι μια εκλεκτική συγγένεια με το ποιητικό της ύφος- και ήθος;

Όχι, δεν αισθάνομαι κάτι τέτοιο, παρότι είναι η αγαπημένη μου ποιήτρια. Αντιθέτως, μακάρι να είχα τη δική της δεξιοτεχνία προκειμένου να μετατρέπω σε ποίηση το καθημερινό ή να βρίσκω την ομορφιά στην ανθρώπινη ρουτίνα.

Θα ήθελα να μπορούσα να γράψω με έναν λιγότερο επώδυνο τρόπο, αλλά η καθεμιά είναι η συγγραφέας που είναι και πρέπει να μάθει απ’ αυτό, με σκοπό ακριβώς να αντιμετωπίσει τις προσωπικές  της προκλήσεις.

Έχεις γεννηθεί στο Μεξικό, ωστόσο ζεις στην Ισπανία. Ποια είναι τα κύρια σημεία σύγκλισης και απόκλισης ανάμεσα στους δύο κόσμους- ας τους αποκαλέσουμε συμβατικά «ευρωπαϊκό» και «λατινοαμερικάνικο»;

Αυτή είναι σπουδαία ερώτηση, επειδή είναι δύσκολο να την απαντήσω.

Εν γένει, πρόκειται για δυο χώρες οικονομικά υποτελείς, δεν αποτελούν μεγάλη δύναμη από μόνες τους, εξαρτώνται η μεν μια από τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δε άλλη, από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αυτό τις κρατά βυθισμένες σε μια προβληματική στην οποία το μέλλον δε φαντάζει ευοίωνο, υπάρχει έλλειψη προστασίας όσον αφορά δικαιώματα, τα οποία μόλις μια δεκαετία πριν θεωρούσαμε κεκτημένα.

Είναι και οι δυο χώρες που χαρακτηρίζονται από ασφυκτική πατριαρχική βία, από κοινωνικές και πολιτισμικές ανισότητες, διαθέτοντας συγχρόνως δυναμικά δίκτυα ατόμων που αλληλοϋποστηρίζονται.

Λέω συχνά στους Ισπανούς φίλους μου πως πολύ θα ήθελα να τους δω να ξυπνάνε από το όνειρο του Κράτους Πρόνοιας, το οποίο δεν υπάρχει στο Μεξικό, διότι όταν ξέρεις πως δεν ελπίζεις σε τίποτα, μπορείς να καταφέρεις τα έχεις όλα.

Στο Μεξικό και στη Λατινική Αμερική έχουμε μεγάλη εμπειρία όσον αφορά το θέμα, μια φαντασία που μας επιτρέπει να επιβιώνουμε, την οποία δεν βλέπω στην Ευρώπη.

Το πρόβλημα είναι ότι η Ευρώπη δεν ακούει, δεν της αρέσει να ακούει όσους θεωρεί υποδεέστερους, κι αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος της.

Έχεις βρει τη θέση σου σε καθέναν από αυτούς τους κόσμους- ως γυναίκα και συγγραφέας; Ή πρόκειται για μια δυναμική διαδικασία που υπόκειται σε διαρκή διεκδίκηση και αναδιαπραγμάτευση;

Αυτή είναι μια εξαιρετική ερώτηση, διότι η απάντηση είναι αντιφατική και θα ήθελα να είμαι ακριβοδίκαιη απέναντι τις αναγνώστριες.

Ναι, πιστεύω ότι ζω σε κατάσταση διαρκούς διεκδίκησης και επαναδιαπραγμάτευσης της ταυτότητάς μου, εφόσον είμαι Μεξικάνα, αλλά επίσης Ισπανίδα, εδώ ζω, εδώ πληρώνω φόρους, εδώ δουλεύω.

Το Μεξικό το νιώθω όλο και πιο μακρινό, είναι προφανές ότι μένω εκτός από στις δημόσιες συζητήσεις, επειδή τις καταλαβαίνω όλο και λιγότερο, μολονότι προσπαθώ να μείνω συνδεδεμένη όσο περισσότερο μπορώ.

Ούτε όμως, απ’ την άλλη, έχω κατορθώσει να ενταχθώ ολοκληρωτικά στον ισπανικό κόσμο, είμαι και θα εξακολουθήσω να είμαι, υποθέτω, η Μεξικάνα που προσκαλούν όταν χρειάζονται μια Λατινοαμερικάνα.

Θα είμαι ξένη και στους δυο τόπους, πράγμα που ωστόσο μου προσφέρει ένα πλεονέκτημα, επειδή μου επιτρέπει να ανοίγω διαφορετικές συζητήσεις ταυτόχρονα κι αυτό είναι καλό.

Ως συγγραφέας, τώρα, λαμβάνω μεγάλη αγάπη και σεβασμό από τις αναγνώστριες και των δύο χωρών, πράγμα για το οποίο θα είμαι πάντα ευγνώμων. Μακάρι να συμβεί το ίδιο και στην Ελλάδα.

Τo Άδεια Σπίτια πρόσφατα κυκλοφόρησε και στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Carnívora. Ποια θέση καταλαμβάνει στο λογοτεχνικό σου συνειδητό -και φαντασιακό- η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία;

Συνεχίζουμε πάντα να γράφουμε λογοτεχνία υπό την επίδραση της Ποιητικής του Αριστοτέλη και η παγκόσμια Iστορία εξακολουθεί να έχει τα θεμέλιά της στην Ελλάδα.

Αναμφίβολα, είναι μεγάλη τιμή και προνόμιο για μένα το γεγονός ότι μπορώ να συνδιαλέγομαι με τους Έλληνες αναγνώστες. Πρόκειται για μια χώρα που θεωρώ σύνθετη, όμορφη και γεμάτη ιστορία, όχι μόνο στο παρελθόν.

Τα τελευταία χρόνια μάς αποδείξατε ότι είστε γενναίοι, ότι μάχεστε εναντίον της καταπίεσης και ότι διαθέτετε μια κουλτούρα ζωντανή και πλούσια, από την οποία με ενδιαφέρει να διδαχτώ.

Το μυθιστόρημα της Μπρέντα Ναβάρο Άδεια Σπίτια κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Carnívora σε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη.

Την ευχαριστώ θερμά και για τη μετάφραση των ερωτήσεών μου στα ισπανικά και των απαντήσεων της συγγραφέως στα ελληνικά.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου