Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2021

Avni Doshi: «Η κατάρρευση της μνήμης μπορεί να διαμορφώσει αυτό που είσαι»

 

Avni Doshi (Φωτογραφία: Sharon Haridas)

Κοφτερή σαν νυστέρι, η «πένα» της ινδικής καταγωγής συγγραφέως Avni Doshi «ανατέμνει» με «χειρουργική» ακρίβεια τη σχέση αγάπης-μίσους μητέρας-κόρης στο υποψήφιο για το βραβείο Booker 2020 μυθιστόρημά της Καμένη ζάχαρη.

Μια χειμαρρώδης συνομιλία με την συγγραφέα, με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου της στα ελληνικά.

Φαίνεται πως έχεις βιώσει μια χαρούμενη παιδική και ενήλικη ζωή και έναν ευτυχισμένο γάμο. Παρόλα αυτά, υπάρχει πολλή σκοτεινιά, πολύς πόνος, πολύ τραύμα στην Καμένη ζάχαρη. Από πού πηγάζουν;

Πηγάζουν από κάποιο φανταστικό μέρος. Υπάρχουν τόσο πολλά εντός μας που δε βασίζονται στην προσωπική εμπειρία. Μερικές φορές κάποιοι άλλοι μιλάνε μέσα από εμάς.

Οι ιστορίες των προγόνων μας είναι ριζωμένες στο DNA μας. Έγραψα, λοιπόν, για το τραύμα με μια σύγχρονη γλώσσα, αλλά όχι βασισμένη στην εμπειρία μου.

Κατά τα άλλα, έχεις δίκιο, είμαι τυχερή από πολλές απόψεις. Μεγάλωσα με πολλά προνόμια από στοργικούς και υποστηρικτικούς γονείς που ποτέ δε με εμπόδισαν να κάνω ό,τι ήθελα.

Αυτή δεν είναι η συνηθισμένη στάση γονιών ινδικής καταγωγής. «Αν πρέπει να γράψεις ένα βιβλίο, κάντο», μου είχαν πει.

Στο μυθιστόρημά σου εστιάζεις ιδιαίτερα στις ενδοοικογενειακές σχέσεις, και συγκεκριμένα στη σχέση μητέρας-κόρης.

Ενδιαφέρομαι πολύ για το ενδοοικογενειακό πεδίο και για το πώς από αυτό, καθώς και από το προσωπικό, μπορούν να αναδυθούν ευρύτερα ερωτήματα- κοινωνικά, πολιτικά, θρησκευτικά.

Αυτά τα ερωτήματα «φιλτράρονται» μέσα από τις στενές επαφές για πολλούς από εμάς.

Εξερευνάς και το ζήτημα της μνήμης ως έργου σε εξέλιξη. Με ποια έννοια είναι κάτι τέτοιο;

Όταν ξεκίνησα τη συγγραφή αυτού του βιβλίου, είχα την εντύπωση ότι η μνήμη ήταν κάτι λίγο πιο καθορισμένο. Την προσέγγισα μέσα από την έννοια του αρχείου, ενδιαφερόμενη για το πώς μπορεί να οικοδομηθεί και να αποδομηθεί.

Συγκινήθηκα πολύ όταν διάβασα για τον τρόπο που «γράφουμε» και θυμόμαστε τη μνήμη από κοινού. Η δημιουργία μνήμης είναι μια ρευστή, σχεδόν συνεργατική εμπειρία.

Για παράδειγμα, αν σου μιλάω διαρκώς για τον τρόπο με τον οποίο θυμάμαι ένα περιστατικό, σιγά σιγά η ανάμνησή σου θα αντικατασταθεί από τη δική μου.

H μνήμη είναι τόσο υπαινικτική, τόσο εύπλαστη από πολλές απόψεις. Μπορεί να επηρεαστεί από τη διάθεση, το χρώμα- κι όμως επενδύουμε πολλά σ’ αυτή. Είναι η βάση της ταυτότητάς μας. Είναι εύθραυστη, ωστόσο. Αυτό είναι συναρπαστικό.

Όταν, όμως, το βίωμα της μνήμης καταρρέει ή αντιφάσκει προς εκείνο ενός πολύ οικείου ανθρώπου, συμβαίνει αυτό που ζουν οι ηρωίδες του βιβλίου σου, το να «στέκονται από την ίδια πλευρά ατενίζοντας το κενό». Τρομακτικό δεν είναι;

Η κατάρρευση ή η αποσύνθεση της μνήμης μπορεί να διαμορφώσει αυτό που είσαι, να σε κάνει να νιώσεις ότι τρελαίνεσαι.

Το τραύμα επηρεάζει, επίσης, τη μνήμη.

Στην περίπτωση της Άνταρα και Τάρα υπάρχει κάτι τραγικό στην «καρδιά» αυτής της δυσαρμονίας ανάμεσά τους, ακόμα και στον τρόπο με τον οποίο θυμούνται.

Υπάρχει, εξάλλου, μια ατζέντα πίσω από το γιατί θέλουμε να θυμόμαστε ορισμένα πράγματα, και δεν το συνειδητοποιούμε.

Η Άνταρα, για παράδειγμα, θέλει να διαμορφώσει την ιστορία της σχέσης της με την μητέρα της, για να την καταστήσει τον «κακό». Μέσα από αυτή τη διαδικασία, όμως, εκθέτει πολλές από τις δικές της ανασφάλειες και την καταστροφή που έχει υποστεί.

Μοιάζοντας όλο και πιο πολύ με την μητέρα της όσο ξεδιπλώνεται η αφήγηση.

Μια από τις κεντρικές ιδέες του βιβλίου είναι ακριβώς αυτή του καθρέφτη. Αντικατοπτρίζονται η μία στην άλλη, κάνουν προβολές, πόσα από αυτά που η Άνταρα λέει μπορούμε να πιστέψουμε;

Από πολλές απόψεις είναι ένα μυθιστόρημα σχετικά με την εκδίκηση. Τι σημαίνει για έναν γυναικείο χαρακτήρα να επιθυμεί την εκδίκηση;

Ιδίως έναντι ενός άλλου γυναικείου χαρακτήρα.

Και μάλιστα της μητέρας της. Αν σκεφτείς την Ιστορία της λογοτεχνίας, η εκδίκηση βρίσκεται στο πεδίο της αρρενωπότητας.

Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ πώς θα αντιδρούσαν οι αναγνώστες σε ένα τέτοιο βιβλίο, κι υπήρξε ένα δύσκολο ανάγνωσμα.

Δεν είναι εύκολο, ούτε και είναι εύκολο να ταυτιστείς -τουλάχιστον όχι εντελώς- με κάποιον από τους δύο γυναικείους χαρακτήρες. Το γεγονός αυτό καθιστά την ανάγνωση ακόμα πιο απαιτητική και -για κάποιους- ενοχλητική.

Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε στην Ινδία το 2019. Έκτοτε διερωτώμαι αν το πιο ενοχλητικό στοιχείο είναι η ιστορία της γυναικείας εκδίκησης και επιθετικότητας.

Ιδίως προς το τέλος του η επιθετικότητα γίνεται έντονη. Υποσυνείδητα είναι δύσκολο να «χωνέψουν» κάτι τέτοιο οι αναγνώστες.

Ωστόσο, μπορεί να αισθανθείς και την επίτευξη μιας αλληλοαποδοχής, μιας συμφιλίωσης. Είναι ένας τρόπος ανάγνωσης του βιβλίου;

Δε σκέφτηκα την εκδοχή της συμφιλίωσης κατ’ ανάγκη. Μπορεί η Άνταρα να ακολουθήσει έναν διαφορετικό δρόμο, ο οποίος δεν ξέρουμε αν οδηγεί στο ίδιο μέρος.

Ό,τι κι αν αποφασίσει, πάντως, αυτό θα επηρεάσει τη ζωή του νεογέννητου παιδιού της. Η εγκυμοσύνη και η μητρότητα φαίνεται να προσεγγίζονται, πάντως, ως τραυματικές εμπειρίες.

Έγραψα το βιβλίο πριν αποκτήσω παιδιά η ίδια. Πώς, επομένως, διαπραγματεύεσαι το να γίνεις μητέρα, όταν η σχέση πάνω στην οποία η μητρότητα δομείται για σένα είναι εκείνη της απουσίας, της εγκατάλειψης και της παραμέλησης;

Έτσι μεταβιβάζεται το τραύμα. Η εγκυμοσύνη και η μητρότητα δε συντελούνται σε κενό.

Πώς, λοιπόν, «σπάει» -αν «σπάει»- αυτός ο φαύλος κύκλος; Aναγνωρίζοντας το τραύμα που έχει προκληθεί σε ένα άτομο ή μια κοινωνία, και στη συνέχεια δουλεύοντας πάνω στην υπέρβασή του;

Έχω κι εγώ πολλές ερωτήσεις, κι όχι κατ’ ανάγκη πολλές απαντήσεις.

Η απάντηση πρέπει να προέλθει από εμάς ως άτομα, μέσα από εσωτερική δουλειά, ώστε να υπάρξει μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο. Αυτό δεν είναι εύκολο. Η υπέρβαση του τραύματος της παιδικής ηλικίας είναι έργο ζωής.

Είσαι ινδικής καταγωγής, αλλά έχεις γεννηθεί στις Η.Π.Α.;

Ο πατέρας μου μετανάστευσε στις Η.Π.Α. στα τέλη της δεκαετίας του ’70, η μητέρα μου τη δεκαετία του ’80, οπότε και παντρεύτηκαν. Γεννήθηκα το 1982 στο Νιου Τζέρζι, όπου εξακολουθούν να ζουν οι γονείς μου. Στο ίδιο σπίτι!

Ενώ εσύ έχεις μετακομίσει στο Ντουμπάι.

Ακριβώς.

Πώς «πλοηγείσαι» ανάμεσα σε τόσους διαφορετικούς κόσμους;

Ήταν πολύ επώδυνο όταν ήμουν νεότερη, γιατί ένιωθα ότι δεν ανήκα πουθενά. Οι γονείς μου ήταν πολύ Ινδοί από πολλές απόψεις, και όχι τόσο από άλλες- δεν ταίριαζαν σε κάποιο «καλούπι».

Όταν μετακόμισαν στις Η.Π.Α., δεν ενδιαφέρονταν να είναι κομμάτι μιας ινδικής κοινότητας. Ήθελαν να πηγαίνουν σε ροκ συναυλίες και σε εστιατόρια- να είναι αυτό που ήταν, όχι να ταιριάξουν κάπου.

Μετακόμισα στην Ινδία στα τέλη της δεύτερης και στην αρχή της τρίτης δεκαετίας της ζωής μου και έζησα εκεί για επτά-οκτώ χρόνια εργαζόμενη στον κόσμο της τέχνης. Πάντα ήμουν ένα outsider.

Τώρα, σχεδόν στα σαράντα μου, αρχίζω να εξοικειώνομαι με την ιδέα πως ίσως θα είμαι για πάντα λιγάκι outsider. Το να είσαι outsider είναι βοηθητικό και παραγωγικό για έναν συγγραφέα.

Το Ντουμπάι, πάντως, μοιάζει «πλαστικό». Τι είδους έμπνευση αντλείς από αυτό στην καθημερινότητά σου- κι όχι μόνο ως συγγραφέας;

Ζούμε σ’ έναν κόσμο που ενδιαφέρεται πολύ για την επιφάνεια, και το Ντουμπάι έχει γίνει η πόλη της επιφάνειας.

Όταν μετακόμισα για πρώτη φορά εδώ, αναστατώθηκα πολύ. Αισθάνθηκα ξένη, μου πήρε πολύ καιρό να βρω ανθρώπους με τα ίδια μυαλά και να κάνω φίλους.

Είναι εντυπωσιακό, όμως, το πόσα πράγματα «ξεφυτρώνουν» στα περίχωρα. Υπάρχει μια ακμάζουσα καλλιτεχνική σκηνή στην πόλη. Παρακολουθώ, εξάλλου, ένα μάθημα με τίτλο «Η αρχαιολογία του ήχου».

Ακούγεται συναρπαστικό.

Πώς μπορείς να προσδιορίσεις την αρχαιολογία ενός πεδίου που είναι άυλο και παροδικό; Να ένα μάθημα που διδάσκεται στο Ντουμπάι! Δεκαπέντε άνθρωποι το παρακολουθούν- ποιητές, οπτικοί καλλιτέχνες, μια οικονομολόγος.

Πολλοί θα εκπλήσσονταν αν έρχονταν εδώ.

Ελπίζω, πάντως, ότι εσύ θα συνεχίσεις να ευημερείς -εκεί ή αλλού- και πως κάποια στιγμή θα έχεις τη δυνατότητα να επισκεφτείς την Ελλάδα.

Θα το ήθελα πολύ!

Ευχαριστώ θερμά την Αμέρισσα Μπάστα, υπεύθυνη επικοινωνίας και εκδηλώσεων των Εκδόσεων Κλειδάριθμος, για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα της Avni Doshi Καμένη ζάχαρη κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος σε μετάφραση της Κλαίρης Παπαμιχαήλ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου